Μέσα στην Ακρόπολη των Μυκηνών υπάρχουν το μυκηναϊκό ανάκτορο με το μέγαρο, ο Ταφικός Περίβολος Α, το λεγόμενο Θρησκευτικό Κέντρο, που είναι ένα σύμπλεγμα κτισμάτων λατρευτικής χρήσης, μια υπόγεια δεξαμενή που προμήθευε με νερό την ακρόπολη, καθώς και μια σειρά από κτίσματα που σχετίζονταν, προφανώς, με λειτουργίες του ανακτόρου, των αξιωματούχων του και της φρουράς της ακρόπολης
(α) Ο Ταφικός Περίβολος Α
Περνώντας από την Πύλη των Λεόντων το πρώτο μνημείο μέσα στην Ακρόπολη είναι ο «Ταφικός Περίβολος Α» (εικ. 4.48), ένα κυκλικό, περιφραγμένο νεκροταφείο στην ουσία, στο οποίο είναι θαμμένοι κάποιοι επιφανείς ηγεμόνες του μυκηναϊκού κόσμου που έζησαν γύρω στο 1600-1500 π.Χ. Αυτός ο «κύκλος» με τους νεκρούς αποτελούσε προέκταση του νεκροταφείου που βρισκόταν στα νότια της ακρόπολης των Μυκηνών. Η περίφραξή του διαμορφώθηκε από οριζόντιες και κάθετες λίθινες πλάκες, οι οποίες δημιουργούσαν δυο στεγασμένους δακτυλίους που κατέληγαν σε μια είσοδο, γεγονός που σημαίνει ότι ο χώρος αυτός ήταν επισκέψιμος κατά τα Μυκηναϊκά χρόνια. Αυτό το μνημειακού χαρακτήρα έργο κατασκευάστηκε όταν επεκτάθηκαν τα τείχη της ακρόπολης, τον 13ο αι. π.Χ., για να προστατευθεί και να τονιστεί το νεκροταφείο, υποδηλώνοντας, προφανώς, τη σημασία των προγόνων των κατοίκων της μυκηναϊκής ακρόπολης. Η γειτνίασή του με την Πύλη των Λεόντων, καθώς ουσιαστικά είναι ο πρώτος χώρος που θα συναντούσε κανείς μόλις έμπαινε στην ακρόπολη, ενισχύει τον ιδιαίτερο, συμβολικό χαρακτήρα του για την κοινωνία των Μυκηνών.
Ο κύκλος, διαμέτρου περίπου 28 μέτρων, περιέκλεισε έξι ορθογώνιους κάθετους λακκοειδείς -όπως ονομάζονται εξαιτίας του σχήματος και του τρόπου κατασκευής τους- τάφους. Η διαδικασία της ταφής ήταν η ακόλουθη: Όταν ολοκληρωνόταν η ταφή στον λάκκο που ανοιγόταν στο βάθος ενός ορύγματος που είχε δημιουργηθεί κάθετα στο έδαφος, σκέπαζαν τον τάφο με ξύλα που στερεώνονταν στους πλαϊνούς τοίχους του ορύγματος, τον έκλειναν με πηλό και άχυρα και γέμιζαν με χώμα το υπόλοιπο κάθετο όρυγμα ως την επιφάνεια του εδάφους. Στην κορυφή τοποθετούσαν ως σήμα της ταφής μια
λίθινη στήλη με ανάγλυφες παραστάσεις που σχετίζονταν με τη ζωή, προφανώς, του νεκρού.
Μέσα σε αυτόν τον χώρο είχαν ταφεί, σύμφωνα με τις πολύ πρόσφατες έρευνες, 19 άτομα: εννέα άνδρες, οκτώ γυναίκες και δυο παιδιά, το ένα από τα οποία ήταν βρέφος (Dickinson κ.ά. 2012). Μόνο ένας τάφος είχε μία ταφή, ενώ οι υπόλοιποι από δύο μέχρι πέντε, ακολουθώντας τη συνήθεια των Μυκηναίων να επανέρχονται στον ίδιο τάφο και να θάβουν νέους νεκρούς, παραμερίζοντας τους σκελετούς μετά την αποσάθρωση των αποθανόντων. Ο μέσος όρος ζωής ήταν 25-35 χρόνια με μόνο έναν νεκρό να είναι μεγαλύτερος των 35 ετών. Ο μέσος όρος ύψους, εξάλλου, ήταν κοντά στο 1.60 μ.
Από τη μελέτη με σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους των σκελετών των τάφων προέκυψαν, επίσης, ενδιαφέροντα συμπεράσματα, όπως η αδυναμία απόδειξης της συγγενικής σχέσης των νεκρών μεταξύ τους, η καταπόνηση των οστών των ανδρών, που οφείλεται στην πιθανή ενασχόλησή τους με το κυνήγι και τον πόλεμο, η διαπίστωση πως αρκετά άτομα έπασχαν, όσο ζούσαν, από αναιμία, ή η μεγάλη πιθανότητα δύο από τις θαμμένες γυναίκες να ήταν ξένες που ίσως «εντάχθηκαν» στους Μυκηναίους μέσω των γάμων τους.
Τα κτερίσματα που συνόδευαν τους νεκρούς του περιβόλου Α, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας σήμερα, ήταν εντυπωσιακά. Το χρυσάφι -15 κιλά υπολογίστηκε- κυριαρχούσε: έξι προσωπίδες για τους νεκρούς, αλλά και ολόσωμη κάλυψη για τα βρέφη, κοσμήματα, σφραγιστικά δαχτυλίδια με παραστάσεις κυνηγιού ή μάχης στη σφενδόνη τους, περίτεχνα αγγεία από διάφορα υλικά, ειδικής χρήσης τελετουργικά σκεύη σε σχήμα ταύρου, διακοσμημένα όπλα, ήταν ανάμεσά τους. Ένας πλούτος που σίγουρα προσέδωσε δύναμη και κύρος στους πρώτους Μυκηναίους και τους βοήθησε να υπογραμμίσουν την επιβολή και την κυριαρχία τους, πρώτα στην ηπειρωτική Ελλάδα και κατόπιν στο υπόλοιπο Αιγαίο.
(β) Το ανάκτορο
Στην κορυφή του λόφου περιτριγυρισμένο με τα δικά του τείχη βρισκόταν το διοικητικό και οικονομικό κέντρο εξουσίας της Μυκηναϊκής Ακρόπολης, το ανάκτορο. Για τους υποστηρικτές της ιστορικότητας των ομηρικών επών εδώ ήταν η έδρα του Αγαμέμνονα, του αρχιστράτηγου των Αχαιών στον Τρωικό πόλεμο. Η διαρρύθμισή του ήταν χαρακτηριστική. Αμέσως μετά την Πύλη των Λεόντων ακολουθούσε μια αυλή και κατόπιν μια εντυπωσιακή επικλινής άνοδος, που συνδύαζε ράμπα και σκαλοπάτια. Η «μεγάλη αναβάθρα», όπως ονομάστηκε αυτή η ράμπα, ξεκινούσε την ανάβαση για το ανάκτορο. Ύστερα από αρκετές διακλαδώσεις οδηγούσε στην κορυφή του λόφου, όπου κατέληγε σ' ένα πρόπυλο με δυο κολόνες. Εκεί μια μεγάλη υπαίθρια αυλή, σχεδόν τετράγωνη (12 x 15μ. περίπου), με δάπεδο από ασβεστοκονίαμα χωρισμένο σε διακοσμημένα τετράγωνα, κλειστή από τις τρεις πλευρές της και ανοιχτή μόνο προς τα νότια, θα χρησίμευε για την παραμονή των επισκεπτών του ηγεμόνα, ο οποίος κατοικούσε στον κυρίως χώρο του ανακτόρου, το μέγαρο.
Το
μέγαρο (23 x 11,50μ.) αποτελούνταν από τρία κύρια διαμερίσματα. Δυο ξύλινοι κίονες με λίθινες βάσεις, οι οποίες σώθηκαν, δημιουργούν μαζί με τις παραστάδες, στις οποίες καταλήγουν οι μακροί τοίχοι του πρώτου χώρου του μεγάρου, μια στοά στη δυτική του πλευρά, με την οποία επικοινωνεί με την αυλή. Αυτός ο χώρος ταυτίζεται συχνά με την
«αίθουσα» των ομηρικών επών. Μια μονόφυλλη πόρτα οδηγούσε από την αίθουσα στον πρόδομο, στους τοίχους του οποίου υπήρχαν τοιχογραφίες, τμήματα των οποίων βρέθηκαν κατά την ανασκαφή του. Στο δάπεδο γυψόλιθοι πλαισίωναν τετράγωνα από γραπτό ασβεστοκονίαμα που δημιουργούσε γραμμική διακόσμηση σε χρώματα κόκκινα, κίτρινα και μαύρα. Στο κυρίως δωμάτιο, τον
δόμο, και στο μέσο του υπήρχε, όπως και στο μέγαρο της Πύλου, μεγάλη πήλινη κυκλική εστία, την περίμετρο της οποίας σχημάτιζε ένας δακτύλιος από πωρόλιθο. Η εστία πλαισιωνόταν από τέσσερις ξύλινους κίονες οι οποίοι στήριζαν την οριζόντια στέγη του δόμου. Στο τμήμα πάνω από την εστία υπήρχε άνοιγμα, το
οπαίον, από όπου έφευγε ο καπνός
. Στον
δόμο θα πρέπει να ήταν και ο «θρόνος» του βασιλιά και όχι στο μικρό δωμάτιο στα νότια που όπως πίστευαν παλαιότερα ήταν η «αίθουσα θρόνου».
Σε επαφή με το μέγαρο υπήρχε μια σειρά άλλων χώρων του ανακτόρου. Ανάμεσά τους, στα δυτικά, ένας μακρόστενος προθάλαμος όπου βρέθηκαν σπαράγματα τοιχογραφιών. Ένας δεύτερος χώρος αναγνωρίστηκε από τους οπαδούς της ιστορικότητας των μύθων ως το «λουτρό» όπου δολοφονήθηκε ο Αγαμέμνονας μετά την επιστροφή του από την Τροία. Ο ονομαζόμενος «Ξενώνας» στα νότια, από το προαύλιο του οποίου ξεκινά το «μεγάλο κλιμακοστάσιο», η μεγαλοπρεπέστερη πρόσβαση στο ανάκτορο, η οποία στέγαζε δυο πτέρυγες κλιμάκων με λίθινες και ξύλινες βαθμίδες, συμπληρώνει την εικόνα ενός τυπικού ανακτορικού συγκροτήματος. Μεγάλο μέρος του, στα ανατολικά, ο λεγόμενος «γυναικωνίτης» των μυκηναϊκών ανακτόρων, έχει καταστραφεί από μεταγενέστερες κατασκευές των ιστορικών χρόνων και από καταπτώσεις στον γειτονικό γκρεμό του Χάβου.
Μια «πομπική οδός» οδηγούσε από το ανάκτορο σε μια περιοχή χαμηλότερα, στο νοτιοδυτικό τμήμα της ακρόπολης, στα βορειοδυτικά του Ταφικού Κύκλου Α. Εκεί θεωρήθηκε ότι βρισκόταν, απλωμένο σε τρία επίπεδα, το «Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών». Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στο γεγονός ότι στο συγκεκριμένο συγκρότημα κτιρίων εντοπίστηκαν ευρήματα που συνδέθηκαν από τους ερευνητές αρχαιολόγους με τελετουργικά δρώμενα και με τις θρησκευτικές ανησυχίες των αρχαίων Μυκηναίων.
Η περιγραφή του είναι χαρακτηριστική.
Στο πρώτο επίπεδο, το «Ιερό Γάμμα», ένα δίχωρο κτίριο, περιείχε κατασκευές που ερμηνεύτηκαν ως «βωμός» και «τράπεζα θυσιών», ενώ πήλινα έδρανα θεωρήθηκαν ως μέρη όπου τοποθετούνταν λατρευτικά αντικείμενα. Ένας τρίτος μικρότερος χώρος, που επικοινωνούσε με τα δωμάτια του «Ιερού Γάμμα», ταυτίστηκε με τα μεταγενέστερα «άδυτα» των ναών όπου υπήρχαν τα λατρευτικά αγάλματα των θεών. Εκεί βρέθηκε το λεγόμενο «παλλάδιο», ζωγραφισμένο πλακίδιο με τρεις μορφές, η μεσαία από τις οποίες είναι καλυμμένη με οκτώσχημη ασπίδα, ένα από τα γνωστότερα «ιερά» αντικείμενα των Μυκηνών.
Η «Οικία των Ειδώλων» στο δεύτερο επίπεδο, ένα τρίχωρο κτίσμα, ονομάστηκε έτσι γιατί επικοινωνούσε με έναν αποθέτη, στο άκρο του οποίου εντοπίστηκαν θραύσματα μεγάλων και μικρών ανθρωπόμορφων πήλινων μυκηναϊκών ειδωλίων και πήλινα ομοιώματα φιδιών. Αυτά τα ευρήματα, που σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο Μυκηνών συνδέθηκαν με κάποια χθόνια τελετουργία σχετική με τη ζωή και τον θάνατο, τον επάνω και τον κάτω κόσμο. Άλλα κτίσματα, όπως το «Εργαστήριο» και η «Οικία Τσούντα», την οποία ανέσκαψε ο αρχαιολόγος Χ. Τσούντας στις αρχές του αιώνα, φαίνεται πως επιτελούσαν βοηθητικές λειτουργίες, ήταν, δηλαδή, χώροι εργαστηρίων ή φύλαξης αντικειμένων για τα «ιερά».
Νοτιότερα της «οικίας Τσούντα» τοποθετείται η «Οικία του Αρχιερέως» όπου βρέθηκαν τοιχογραφίες που απεικονίζουν οκτώσχημες ασπίδες σε διάφορα μεγέθη. Εκεί εντοπίστηκε και η περίφημη
«Μυκηναία», η τοιχογραφία που αποτέλεσε ένα από τα εμβλήματα των Μυκηνών και απεικονίζει μια γυναίκα που κρατά ένα περιδέραιο. Η τοιχογραφία είναι πολύ σημαντική για τη γνωριμία με τον μυκηναϊκό κόσμο, καθώς μπορεί ίσως κανείς να διακρίνει σε αυτήν, επιπλέον θρησκευτικών αντιλήψεων, στοιχεία της «μόδας» της εποχής που ακολουθούσαν οι ανώτερες τάξεις, τις γυναικείες προτιμήσεις δηλαδή για την ενδυμασία και την κόμμωση.
Στο τρίτο επίπεδο υπήρχε ένα κτίσμα με 5 δωμάτια, το «Κτίριο των Τοιχογραφιών», όπου οι ανασκαφές απέδωσαν σημαντικά κινητά και ακίνητα ευρήματα: βωμός, εστία, άδυτο, αλλά και σπαράγματα μιας τοιχογραφίας που βρέθηκε στο λεγόμενο «δωμάτιο με την τοιχογραφία». Στην τοιχογραφία απεικονίζεται ένα δωμάτιο με κίονες μέσα στο οποίο υπάρχουν δυο γυναικείες και δυο ανδρικές μορφές σε μια ενδιαφέρουσα διάταξη. Η μια γυναικεία μορφή κρατά ξίφος και η άλλη σκήπτρο ή λόγχη, ενώ οι ανδρικές αιωρούνται γυμνές ανάμεσά τους. Στο κάτω μέρος της τοιχογραφίας μια άλλη γυναικεία μορφή που συνοδεύεται ίσως από γρύπα, κρατάει στάχυα και βρίσκεται, επίσης, σε ένα δωμάτιο με κίονες. Η απόδοση θεϊκού χαρακτήρα, με την αναγνώριση μιας θεάς της γονιμότητας που φέρει στάχυα, ήταν σχεδόν αναπόφευκτη, γι' αυτή τη μορφή.
Στην ανατολική πλευρά της Ακροπόλεως εντοπίστηκαν κάποια κτίρια που παρότι στην αρχή θεωρήθηκαν αυτόνομα, πιθανολογήθηκε, τελικά. ότι αποτελούσαν μέρος της ανατολικής πτέρυγας του ανακτόρου. Δύο από αυτά ξεχωρίζουν για τα ευρήματά τους και την αρχιτεκτονική τους. Το
«Εργαστήριο των Καλλιτεχνών» -ένα κτίριο που αποτελείται από μια υπαίθρια αυλή, διαδρόμους και δωμάτια, ενώ πρέπει να ήταν και διώροφο στην ανατολική του πλευρά, όπως δείχνουν τα ίχνη μιας σκάλας- ονομάστηκε έτσι εξαιτίας των κινητών ευρημάτων του που παραπέμπουν στους τεχνίτες ή καλλιτέχνες του ανακτόρου. Η «Οικία των Κιόνων», ενταγμένη στο ανάκτορο και κατοικία, ίσως, κάποιου αξιωματούχου, αποτελείται από μια υπαίθρια αυλή που περιτριγυρίζεται από μια στοά, οι βάσεις των κιόνων της οποίας σώζονται στη θέση τους, αλλά και από κλειστούς χώρους-δωμάτια. Πιθανολογείται ότι και αυτή πρέπει να ήταν διώροφη.
(γ) Η υπόγεια δεξαμενή
Στο τέλος του 13ου αι. π.Χ. η ακρόπολη επεκτάθηκε προς τα βορειοανατολικά. Μια υπόγεια δεξαμενή κατασκευασμένη στο τυπικό σχήμα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής, την υψικόρυφη καμάρα, εξασφάλιζε την προμήθεια νερού από μια πηγή έξω από την ακρόπολη. Η είσοδός της ήταν μέσα στην ακρόπολη, διαπερνούσε το βόρειο τείχος και κατέληγε μέσα από ένα σύστημα 99, τουλάχιστον, σκαλοπατιών σε μια δεξαμενή βάθους 5 μέτρων, όπου γινόταν η συλλογή του νερού της πηγής. Η ύπαρξη επιχρίσματος στα τοιχώματα και σε κάποια από τα τελευταία σκαλοπάτια δείχνει ότι υπήρχαν περίοδοι που το νερό ήταν άφθονο. Η δεξαμενή αυτή θεωρήθηκε ότι σχετίζεται με την εξασφάλιση πόσιμου νερού για τους κατοίκους της ακρόπολης σε περιόδους πολιορκίας ή πολέμου. Κάποια κατάλοιπα κτισμάτων που βρέθηκαν πολύ κοντά στη δεξαμενή εκλήφθηκαν ως ενδιαιτήματα των αξιωματούχων του ανακτόρου που ήταν επιφορτισμένοι με τη φροντίδα της.