Μια γλαφυρή σκηνή στην αφήγηση του 4ου έτους του Πελοποννησιακού Πολέμου περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι Σπαρτιάτες μεταφέρουν νέα στην πολιορκημένη πόλη της Μυτιλήνης:
Προς το τέλος του ίδιου χειμώνα οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν στην Μυτιλήνη, με πολεμικό, τον Σπαρτιάτη Σάλαιθο. Αποβιβάστηκε στην Πόρρα κι από κει, ακλουθώντας πεζή μια χαράδρα, μπόρεσε να περάσει απαρατήρητος τα πολιορκητικά έργα και να μπει στην Μυτιλήνη όπου είπε στους αρχηγούς ότι ετοιμάζεται εισβολή στην Αττική, ότι θα φτάσουν σύντομα σαράντα καράβια για να τους βοηθήσουν και ότι τον είχαν στείλει τον ίδιο για να τους τ’ αναγγείλει και να πάρει όλα τ’ αναγκαία μέτρα. Οι Μυτιληναίοι πήραν θάρρος και είχαν λιγότερη διάθεση να συμβιβαστούν με τους Αθηναίους. Έτσι τέλειωσε ο χειμώνας αυτός.
Με δύο εμφατικούς ιστορικούς ενεστώτες (ἐκπέμπεται, ἐσέρχεται) ο Θουκυδίδης αποτυπώνει τις λεπτομέρειες του ταξιδιού του Σάλαιθου προς τη Μυτιλήνη. Ίσως αισθάνεται ακόμη και κάποιον θαυμασμό για τον πολυμήχανο αυτόν Σπαρτιάτη, ο οποίος καταφέρνει να διεισδύσει σε μια πολιορκημένη πόλη μέσα από τις γραμμές του εχθρού. Ο χειμώνας τελειώνει με μια ελαφρά βελτίωση για τους Μυτιληναίους· η σύντομη αναλαμπή της ελπίδας σηματοδοτείται από τους ρηματικούς τύπους στον παρατατικό με τους οποίους τελειώνει η αφήγηση (ἐθάρσουν, ἧσσον εἶχον τήν γνώμην).
Η τέχνη με την οποία ο Θουκυδίδης αναπαριστά την απελπιστική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι Μυτιληναίοι διευκολύνει τους αναγνώστες να παραμερίσουν ορισμένα ερωτήματα. Ο Θουκυδίδης δεν αποκαλύπτει την πηγή (ή τις πηγές) της αφήγησής του για το κατόρθωμα του Σάλαιθου. Ούτε υπαινίσσεται οποιαδήποτε αβεβαιότητα για την ορθότητα της αφήγησής του. Οι αναγνώστες είναι υποχρεωμένοι να δεχθούν ή να απορρίψουν τα λεγάμενα του Θουκυδίδη – και πολλοί αναγνώστες ενέδωσαν στον πειρασμό να αποδεχθούν αυτά τα οποία γράφει. Όπως έγραψε πρόσφατα ο Simon Gold- hill, ‘το πιο πειστικό ρητορικό μέσο στο οπλοστάσιο των αφηγηματικών τεχνικών του Θουκυδίδη είναι η άμεση διατύπωση των αδιαμφισβήτητων γεγονότων’. Βεβαίως το οπλοστάσιο των αφηγηματικών τεχνικών του Θουκυδίδη είναι δυνατόν να πείσει, ακόμη και όταν οι αναγνώστες είναι σε θέση να διαβλέψουν ότι η διήγηση αδιαμφισβήτητων γεγονότων εξυπηρετεί έναν υπέρτερο σκοπό. Στην περίπτωση της εντυπωσιακής εισόδου του Σάλαιθου στη Μυτιλήνη το δράμα γίνεται ακόμη πιο έντονο επειδή ο αναγνώστης γνωρίζει - ή τουλάχιστον υποψιάζεται - την καταστροφή που περιμένει τους Μυτιληναίους. Οι ελπίδες που ανακινούνται με την άφιξη του Σάλαιθου θα τορπιλισθούν σύντομα από τη ναυτική ανικανότητα των Σπαρτιατών.
Η ρητορική αποτελεσματικότητα του συναρπαστικού επεισοδίου του Σάλαιθου δεν πρέπει να αξιολογηθεί μεμονωμένα. Η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται εν μέρει από το αίσθημα της αξιοπιστίας που ο ιστορικός έχει δημιουργήσει σε όλη τη διάρκεια της έως τώρα αφήγησης. Το κύρος της αφήγησης του Θουκυδίδη είναι αθροιστικό. Όπως σημείωσε ο W.R. Connor σε ένα δοκίμιο το οποίο δημοσιεύθηκε το 1985, ‘ο αφηγηματικός λόγος του ίδιου του Θουκυδίδη’ είναι εκείνος ο οποίος ‘εδραιώνει την αυθεντία του συγγραφέα και μας πείθει να τον ακούουμε με σεβασμό, έστω και εάν δεν συμφωνούμε’. Ο αναγνώστης και ο συγγραφέας ‘δεν είναι συνάδελφοι, αλλά εκτελεστής και κοινό, ο συγγραφέας, ο οποίος γνωρίζει πώς να δημιουργήσει ένα επιμελημένο έργο του, και το κοινό, το οποίο εκτιμά τον δημιουργό και αντιδρά στην ποιότητά του’.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Θουκυδίδης κατορθώνει να δημιουργήσει μια αίσθηση αξιοπιστίας μέσω της τεχνικής με την οποία αυτοσυστήνεται έχει επισημανθεί από την έρευνα κατά τις τελευταίες δύο ή τρεις δεκαετίες. Παρόμοια με την αναλογία την οποία διατυπώνει ο Connor για τον τεχνίτη ο οποίος παράγει ένα εκλεπτυσμένο έργο είναι και η αναλογία με το δράμα, την οποία είχε διατυπώσει ο J.B. Bury το 1909. Ο Bury είχε συνειδητοποιήσει την ‘αναπόφευκτη υποκειμενικότητα’ του ιστορικού, μια υποκειμενικότητα την οποία ο Θουκυδίδης ‘συγκαλύπτει’ με τη ‘δραματική του μέθοδο’: ‘Τα πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν ηγετικό ρόλο στις δημόσιες υποθέσεις που διηγείται ο ιστορικός αποκαλύπτουν τους χαρακτήρες τους και τις προσωπικότητές τους, στο μέτρο του αναγκαίου, μέσω των πράξεων και των λόγων τους. Ο συγγραφεύς παραμένει, όπως οι σκηνοθέτες, στο παρασκήνιο’. Ο A.W. Gomme, στις παραδόσεις του Sather, που δημοσιεύθηκαν το 1954, προτίμησε μιαν αναλογία από την αρχιτεκτονική και από άλλες εικαστικές τέχνες: ο Θουκυδίδης είχε αποφασίσει να κάνει όλη τη δουλειά μόνος του και να παρουσιάσει μόνο το τελικό αποτέλεσμα στο κοινό, όπως ακριβώς κάνουν και οι καλλιτέχνες. Ο Wren έδειξε τον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στον κόσμο, όχι τα σχέδιά του για τον ναό. Έτσι ακριβώς κάνει και ο ζωγράφος με τους πίνακές του, έτσι έκανε και ο Φειδίας με τα γλυπτά του’.
Η διαφορά μεταξύ παλαιότερων και νεότερων αντιδράσεων στο αφηγηματικό προσωπείο του Θουκυδίδη είναι γενικώς θέμα στάσης. Ο G.F. Abbott, γράφοντας το 1925, είχε πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι η ‘φήμη για την αξιοπιστία του Θουκυδίδη εδράζεται βασικά στην εντύπωση η οποία δημιουργείται από τον τρόπο με τον οποίο γράφει’· ‘δεν προσπαθεί να μεγαλοποιήσει μια κατάσταση ή να ‘συναγάγει’ από ένα γεγονός περισσότερα από αυτό που περιέχει πραγματικά. Τέτοια αυταπάρνηση είναι τόσο σπάνια, ώστε ο συγγραφέας, ο οποίος είναι σε θέση να την ασκήσει, θα δρέψει τις δάφνες που επιδιώκει με την ενστικτώδη εμπιστοσύνη την οποία θα εμπνεύσει στους αναγνώστες του’. Ο Abbott ήταν ευτυχής που υπέκυψε στη δύναμη του θουκυδιδείου τρόπου γραφής της ιστορίας- μπόρεσε μάλιστα να ισχυρισθεί ότι ‘οι παραλείψεις του Θουκυδίδη είναι ακριβώς εκείνες που στηρίζουν την εγγύηση της αξιοπιστίας του’. Πρόσφατοι μελετητές έτειναν να αμφισβητήσουν περισσότερο τη δήθεν αντικειμενική στάση του Θουκυδίδη. Αυτό το οποίο ο Abbott θεωρούσε ‘αυταπάρνηση’ εκ μέρους του Θουκυδίδη είναι ακριβώς αυτό που ο Goldhill θεωρεί ‘οπλοστάσιο αφηγηματικών τεχνικών’, ένα ‘ρητορικό μέσο πειθούς’. Παρομοίως και ο Josiah Ober βλέπει την ‘αντικειμενικότητα’ του Θουκυδίδη ως μια ‘ρητορική στάση ... η οποία του προσέφερε ένα χρήσιμο σημείο στήριξης για την κριτική του’ - δηλαδή για τη στάση του ως πολιτικού στοχαστή και κριτικού της δημοκρατίας.
Είναι πολύ εύκολο να απορρίψουμε τον θαυμασμό του Abbott για την αυταπάρνηση του Θουκυδίδη ως αφελή αντίδραση και να απορρίψουμε τον ισχυρισμό ότι η επιφυλακτική αφηγηματική του στάση εμπνέει αναγκαστικά εμπιστοσύνη. Βεβαίως η αδιαμεσολάβητη παράθεση ιστορικών γεγονότων είναι δυνατό να αναλυθεί σε μια σειρά διαφορετικών αφηγηματικών τεχνικών: η επιλογή των λεπτομερειών, η εναλλαγή στην αφηγηματική ταχύτητα και τάξη (η εναλλαγή μεταξύ σκηνικής και περιληπτικής αφήγησης, π.χ., ή η χρήση των αφηγηματικών αναλήψεων και προλήψεων), η χρήση διαφορετικών οπτικών γωνιών και διαφορετικών τρόπων παρουσίασης των σκέψεων και των λόγων. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για να αναλυθεί ο τρόπος με τον οποίο ο Θουκυδίδης οικοδομεί ένα είδος αφηγηματικού κύρους μέσω της ίδιας της αφήγησης. Γι’ αυτό θα ασχοληθούμε περισσότερο με χωρία στα οποία ο Θουκυδίδης διακόπτει τον ειρμό της αφήγησης - είτε για να κάνει μια καθαρά μεθοδολογική δήλωση, για να εκφράσει αμφιβολία ή αβεβαιότητα, είτε ακόμη και για να προβάλει τον ρόλο του ως συγγραφέα.
Συγγραφική ιδιότητα και κύρος
Στο τέλος του επεισοδίου με τον Σάλαιθο υπάρχει μια ξαφνική ρωγμή στην ομαλή επιφάνεια της αφήγησης. Η μορφή του συγγραφέα εισβάλλει στην ιστορία: ‘Έτσι τελείωσε ο χειμώνας αυτός και μαζί ο τέταρτος χρόνος του πολέμου που ιστορεί (συνέγραφε) ο Θουκυδίδης.’ Ο Θουκυδίδης εγκαταλείπει ξαφνικά τη Μυτιλήνη και ενδύεται την ιδιότητα του συγγραφέα - μιλά για τη δική του ιστορία του πολέμου. Η ίδια μετατόπιση σημειώνεται στο τέλος των περισσότερων ετών του πολέμου, όταν ο Θουκυδίδης αναφέρεται στη συγγραφική του ιδιότητα με την ίδια φράση (‘αυτόν τον πόλεμο που εξιστορεί ο Θουκυδίδης’).
Οι συχνές παραπομπές στη συγγραφική του ιδιότητα είναι ο πιο προφανής τρόπος με τον οποίον διακόπτει τον ειρμό της αφήγησης των γεγονότων. Γιατί θέτει τη σφραγίδα του στα γεγονότα των διαφόρων ετών κατ’ αυτόν τον τρόπο; Συχνά έχει υποτεθεί ότι θέτει τη σφραγίδα του σε τμήματα του έργου τα οποία ίσως εκδίδονταν ως αυτόνομα βιβλία. Η αφήγηση όμως η οποία αφιερώνεται σε κάθε έτος του πολέμου είναι πολύ μικρή για να αποτελέσει ξεχωριστό βιβλίο, και ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει πάντοτε τον εαυτό του στο τέλος της αφήγησης κάθε έτους του πολέμου (δεν υπάρχει παρόμοια φράση για το 1ο έτος του πολέμου, για το 8ο, στο οποίο ο Θουκυδίδης είχε παρουσιασθεί ο ίδιος ως χαρακτήρας στην αφήγησή του, ή για τα έτη της ειρήνης του Νικία).
Ο τρόπος με τον οποίο ο Θουκυδίδης αναφέρεται στον εαυτό του στο τέλος των περισσότερων ετών του πολέμου θυμίζει την πρώτη πρόταση του έργου του: ‘Έτσι τελείωσε ο χειμώνας αυτός και μαζί ο τέταρτος χρόνος του πολέμου που εξιστορεί (συνέγραφε) ο Θουκυδίδης’. Παρόλο που δεν επαναλαμβάνει την ιδιότητά του ως Αθηναίου στις φράσεις με τις οποίες ολοκληρώνει την αφήγηση των ετών του πολέμου, ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί σε αυτά τα χωρία το ίδιο ρήμα: ξυνέγραψε, Ωστόσο, ενώ στην αρχή της αφήγησης περιγράφει τη δράση του ως συγγραφέα, στα επόμενα χωρία δεν αναφέρει τη δράση του ως συγγραφέα καθ’ εαυτή, αλλά μάλλον θυμίζει στους αναγνώστες του ότι αυτή η συγγραφική δράση του προσδιορίζει και τον πόλεμο (θα ήταν εύκολο να έχει γράψει με αυτόν τον χειμώνα τελείωσε το 4ο έτος του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων’). Μάλιστα υποστηρίζει ότι ο πόλεμος αντιστοιχεί στη αφήγηση του πολέμου την οποία προσφέρει: δεν γράφει ‘τον πόλεμο τον οποίο συνέγραψε ο Θουκυδίδης’ αλλά ‘αυτόν τον πόλεμο (τῷ πολέμῳ .... τῷδε) τον οποίο συνέγραψε ο Θουκυδίδης’. Το δεικτικό τῷδε εστιάζει στην παρουσία του έργου, και, όπως σημειώνει ο Lowell Edmunds, ‘υπογραμμίζοντας την παρουσία του έργου του, το οποίο είναι αποτέλεσμα της συγγραφής του και κατ’ αυτόν τον τρόπο πάντα παρόν, ο Θουκυδίδης δεν κάνει απλώς το έργο του να αντιπροσωπεύει τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αλλά το εξισώνει μαζί του’.
Ενώ η δήλωση της συγγραφικής ιδιότητας εκ μέρους του Θουκυδίδη στην πρώτη πρόταση του έργου δεν εξισώνει την αφήγηση του Πελοποννησιακού Πολέμου με τον ίδιο τον πόλεμο, όπως ακριβούς κάνουν οι μετέπειτα δηλώσεις της συγγραφικής του ιδιότητας, η εισαγωγική πρόταση ενισχύει το κύρος του Θουκυδίδη ως συγγραφέα. Δεν προβάλλει απλώς κάποιον ισχυρισμό σχετικά με τη φήμη του: όπως αναφέρεται αργότερα στις περιπτώσεις του ‘Λακεδαιμόνιου Παυσανία και του Αθηναίου Θεμιστοκλή, που ήταν οι επιφανέστεροι των Ελλήνων της εποχής τους’ (1.138.6), δεν αποκαλεί τον εαυτόν του Θουκυδίδη ‘τον Αθηναίο’, αλλά ‘(έναν) Αθηναίο’. Απλώς αποκαλύπτει την πατρίδα του - με τον ίδιο τρόπο που αποκαλύπτει την πατρίδα του Σάλαιθου, όταν τον αποκαλεί ‘Σπαρτιάτη’. Το γεγονός όμως ότι είναι Αθηναίος είναι σημαντικό. Δείχνει ότι ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές στον ‘πόλεμο των Πελοποννησίων και των Αθηναίων’ - και έτσι υπονοεί ότι είχε πρόσβαση σε αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τον πόλεμο.
Η έκφραση ‘ο πόλεμος των Πελοποννησίων και των Αθηναίων’ αυτή καθαυτή αντικατοπτρίζει την απόπειρα του Θουκυδίδη να δημιουργήσει μια εικόνα του εαυτού του ως ουδέτερου αφηγητή. Αποκαλούμε τον πόλεμο τον οποίο περιέγραψε ο Θουκυδίδης (και κατά κάποιον τρόπο ‘εφηύρε’) τον ‘Πελοποννησιακό Πόλεμο’, διότι αντλούμε από τον Θουκυδίδη τις περισσότερες γνώσεις μας και διότι ο ίδιος ο Θουκυδίδης ήταν Αθηναίος. Ο Θουκυδίδης αποφεύγει με επιμέλεια να πάρει το μέρος μιας πλευράς. Η ουδέτερη έκφρασή του καθρεπτίζει ίσως τον ισχυρισμό του Ηροδότου στην αρχή του έργου του: να διατηρήσει στη μνήμη των μεταγενεστέρων ‘μεγάλες και θαυμαστές πράξεις, άλλες Ελλήνων και άλλες βαρβάρων’.
Ο Θουκυδίδης πάλι αναφέρεται στον εαυτόν του ως ‘έναν Αθηναίο’ και στο λεγόμενο δεύτερο προοίμιο, που απαντά στο τέλος του Αρχιδάμειου Πολέμου πριν από τα έτη της ειρήνης του Νικία. Εδώ δηλώνει ρητά ότι ανήκε στην πλευρά εκείνων που έχασαν τον πόλεμο: ‘ο ίδιος ο Θουκυδίδης, ένας Αθηναίος’ έγραψε και την ιστορία των γεγονότων αυτών ... μέχρι της στιγμής όπου οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους νίκησαν τους Αθηναίους’ (5-26.1). Ο χαρακτηρισμός του αφηγητή ως Αθηναίου φαίνεται να αποκτά εδώ ιδιαίτερο βάρος. Ο Θουκυδίδης όμως αμέσως προσπαθεί να διασκεδάσει οποιαδήποτε υποψία ότι η αφήγηση της καταστροφής της πόλης του συνδέεται ίσως με προκαταλήψεις. Ακριβώς εδώ αποκαλύπτει ότι ήταν εξόριστος για μεγάλο διάστημα κατά τη διάρκεια του πολέμου —και έτσι σε άριστη θέση για να συλλέξει πληροφορίες και από τις δύο πλευρές, και κυρίως από τους Πελοποννησίους (5.26.5).
Η δήλωση της εθνικότητας εκ μέρους του Θουκυδίδη στην αρχή της Ιστορίας του δεν ενισχύει μόνο το κύρος του προσδιορίζοντας μια στενή σχέση με τον ‘πόλεμο των Πελοποννησίων με τους Αθηναίους’. Ο Θουκυδίδης τοποθετεί επίσης τον εαυτό του στο ίδιο επίπεδο με δύο σημαντικούς προκατόχους του πεζογράφους: τον γεωγράφο και μυθογράφο Εκαταίο και τον ιστορικό Ηρόδοτο. Οι πρώτες λέξεις στην εισαγωγή του έργου του Εκαταίου ήταν Ἑκαταίος ὁ Μιλήσιος ὧδε μυθεῖται (FGrHist 1 F la), ενώ η εισαγωγική φράση στις Ιστορίες του Ηροδότου ήταν Ἡροδότου Ἀλικαρνησσέος ἱστορίης ἀπόδεξις ἧδε (στο αρχαίο κείμενο δηλαδή το όνομα του συγγραφέα και η εθνικότητά του αποτελούν τις δύο πρώτες λέξεις, όπως στον Εκαταίο και τον Θουκυδίδη). Η αναφορά στην πατρίδα του συγγραφέα προϋποθέτει ότι το κοινό του έργου δεν είναι τοπικό αλλά πανελλήνιο. Ο Συρακούσιος ιστορικός Αντίοχος, αντιθέτως, λέγεται από τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα ότι άρχιζε την ιστορία του ως εξής: ‘ο Αντίοχος, ο γιος του Ξενοφάνη, συνέγραψε αυτό...’, (ξυνέγραψε, η ίδια λέξη την οποία χρησιμοποιεί και ο Θουκυδίδης στην εισαγωγική του πρόταση: FGrHist 555 F 2). Την ίδια στιγμή είναι χαρακτηριστικό ότι ο Θουκυδίδης (όπως και ο Αντίοχος) χρησιμοποιεί παρελθοντικό χρόνο για το εισαγωγικό ρήμα του έργου του και αποτελεί ο ίδιος το υποκείμενο αυτού του ρήματος. Αντιθέτως η πρόταση του Εκαταίου είναι στον ενεστώτα (μυθεῖται), ενώ στην πρόταση του Ηροδότου απαντά μια γενική (Ἡροδότου Άλικαρνησσέος). Ο Θουκυδίδης εστιάζει στο γεγονός ότι η πράξη της συγγραφής αυτή καθαυτή είναι κάτι που ανήκει ήδη στο παρελθόν. Η συγγραφή του είναι η πρώτη πράξη η οποία καταγράφεται στο έργο του. Δεν παρουσιάζει μια τρέχουσα ιστορία - μια ιστορία, η οποία ίσως έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος - αλλά ένα προϊόν που έχει ολοκληρωθεί.
Όπως ο Αντίοχος, ο Θουκυδίδης αποκαλύπτει το πατρικό του όνομα, αλλά το κάνει πολύ αργότερα στο έργο του. Μνημονεύει το πατρώνυμό του όταν για πρώτη φορά εμφανίζεται ως χαρακτήρας της αφήγησής του: ‘Θουκυδίδης, ο γιος του Ολόρου, ο οποίος συνέγραψε αυτά’ (ὅς τάδε ξυνέγραψε, 4.104.4). Το πατρώνυμό του φαίνεται ότι είναι σημαντικό για την ιδιότητά του ως ιστορικού προσώπου και όχι για την ιδιότητά του ως Αθηναίου ιστορικού. Το γεγονός ότι αποδίδει πατρώνυμα σχεδόν σε όλους τους άλλους σημαντικούς χαρακτήρες - και σε αρκετούς λιγότερο σημαντικούς - κατά την πρώτη τους (ή κατά την πρώτη σημαντική τους) εμφάνιση στο έργο μας αφήνει να υποθέσουμε ότι περιγράφει την ίδια του την αποτυχημένη στρατηγία με την ίδια αμεροληψία και αντικειμενικότητα την οποία χρησιμοποιεί όταν αναφέρεται σε άλλους χαρακτήρες. Την ίδια στιγμή, εισάγοντας τον ‘Θουκυδίδη, τον γιο του Ολόρου’ ως ένα ιστορικό πρόσωπο στο έργο του, προβαίνει εμμέσως και σε μια μεθοδολογική δήλωση. Η πρόταση ‘ο οποίος συνέγραψε αυτά (τάδε)’ είναι πολύ αμεσότερη από το αν έλεγε ‘ο οποίος συνέγραψε αυτόν τον πόλεμο (τόνδε τόν πόλεμον)’, και αυτό υπονοεί αμέσως ότι ο ρόλος του ως στρατηγού στην περιοχή της Θράκης του προσέφερε ακριβή γνώση της εκστρατείας του Βρασίδα στον Βορρά.
Ο Θουκυδίδης επίσης αποκαλύπτει μερικές προσωπικές πληροφορίες σχετικά με τον εαυτόν του στο πλαίσιο της στρατηγίας του στην περιοχή της Θράκης. Αναφέρει ότι ήταν ένα σημαντικό πρόσωπο σε αυτήν την περιοχή - ή τουλάχιστον ότι θεωρούνταν σημαντικός από τον Βρασίδα: ‘Στο μεταξύ ο Βρασίδας είχε μάθει ότι ο Θουκυδίδης είχε την εκμετάλλευση των χρυσωρυχείων της περιοχής αυτής της Θράκης και, για τον λόγον αυτόν, είχε επιρροή στους προκρίτους της περιοχής’ (4.105.1). Εδώ η εικόνα που έχει γι’ αυτόν ένας άλλος χαρακτήρας προσφέρει πληροφορίες οι οποίες ενισχύουν το κύρος του αφηγητή - ενώ συγχρόνως υπογραμμίζουν το παράδοξο ότι τα προφανή πλεονεκτήματα του Θουκυδίδη ουσιαστικά απέβησαν εναντίον του: η επιρροή του στην περιοχή ώθησε τον Βρασίδα να λάβει ιδιαίτερα μέτρα για να την εξουδετερώσει.
Η μόνη άλλη πληροφορία την οποία ο Θουκυδίδης αποκαλύπτει για το τι τού συνέβη κατά τον πόλεμο έχει επίσης μεθοδολογική σημασία. Πριν από την περίφημη αφήγηση για τα δεινά τα οποία υπέφεραν οι άνθρωποι από τον λοιμό στην Αθήνα προηγείται η δήλωση ότι ο ίδιος ασθένησε από τον λοιμό και είδε και άλλους οι οποίοι ασθένησαν επίσης (2.48.3). Στο τέλος της Αρχαιολογίας, στο κεφάλαιο για το πώς συνέγραψε τους λόγους και τά έργα, γράφει ότι ο ίδιος άκουσε μερικούς από τους λόγους κατά τη διάρκεια του πολέμου και ήταν παρών σε μερικά από τα γεγονότα (1.22.1-2).
Η δήλωση του Θουκυδίδη για τις δικές του εμπειρίες στην αρχή του πολέμου ενισχύει έντονα το αφηγηματικό του κύρος. Μετά τη δήλωση ότι συνέγραψε τον πόλεμο μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων εξηγεί πότε άρχισε να γράφει (1.1.1):
Ἀρξάμενος εὐθύς καθισταμένου καί ἐλπίσας μέγαν τε ἔσεσθαι καί ἀξιολογώτατον τῶν προγεγενημένων, τεκμαιρόμενος ὅτι ἀκμάζοντές τε ᾖσαν ἐς αὐτόν ἀμφότεροι παρασκευῇ τῇ πάςῃ καί τό ἄλλο Ἑλληνικόν ὁρῶν ξυνιστάμενον πρός ἑκατέρους, τό μέν εὐθύς, τό δέ καί διανοούμενον.
Άρχισε να γράφει μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, επειδή προέβλεπε ότι θα είναι ο μεγαλύτερος και ο σπουδαιότερος από όλους τους παλαιότερους πολέμους. Έφτασε στο συμπέρασμα αυτό επειδή, όταν άρχισε ο πόλεμος, οι δύο αντίπαλοι ήταν στην ακμή της δύναμής τους, ήταν καλά ετοιμασμένοι, και όλοι οι άλλοι Έλληνες έπαιρναν ή ήταν έτοιμοι να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου.
Ο Θουκυδίδης μάς πληροφορεί αμέσως ότι έζησε τα γεγονότα τα οποία περιγράφει: άρχισε να γράφει όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Στη συνέχεια αποδεικνύει πόσο σημαντικό είναι για τους ιστορικούς να ζουν τα γεγονότα τα οποία περιγράφουν, δείχνοντάς μας πόσο δύσκολο είναι να ανακαλύψει κανείς την αλήθεια σχετικά με το παρελθόν. Αυτά όμως το οποίο ενισχύει το προσωπικό του κύρος περισσότερο από όλα είναι ο ισχυρισμός ότι ανεγνώρισε ήδη στην αρχή του πολέμου πως πρόκειται για έναν μεγάλο πόλεμο. Εξηγεί ότι κατέληξε σε αυτήν την άποψη παρατηρώντας τη δύναμη των δύο πρωταγωνιστών, ενώ στη συνέχεια συμπληρώνει: κίνησις γάρ αὕτη μεγίστη δη τοῖς ’ἕλλησιν ἐγένετο καί μέρει τινί τῶν βαρβάρων, ὡς δέ εἰπεῖν καί ἐπί πλεῖστον ἀνθρώπων (Ή αναταραχή αυτή συγκλόνισε τους Έλληνες και μερικούς από τους βαρβάρους και, μπορεί κανείς να πει, ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο’) (1.1.2). Η έρευνα έχει αναρωτηθεί αν αυτή η ‘αναταραχή’ (κίνησις) καλύπτει τον 27ετή Πελοποννησιακό Πόλεμο μόνον, την περίοδο μεταξύ των Περσικών και του Πελοποννησιακού Πολέμου ή και τις δύο περιόδους, την ενδιάμεση και αυτήν του Πελοποννησιακού Πολέμου. Εάν η μεγίστη κίνησις είναι η περίοδος η οποία οδηγεί στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ο Θουκυδίδης εξηγεί γιατί πίστευε ότι ο πόλεμος θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικός. Αν όμως η μεγίστη κίνησις είναι ο ίδιος ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, ο Θουκυδίδης δηλώνει αμέσως ότι η πρόβλεψή του ότι αυτός ο πόλεμος θα απέβαινε σημαντικός επιβεβαιώνεται από τα ίδια τα γεγονότα. Και αυτή η φανερή επιβεβαίωση της πρόβλεψης που είχε κάνει στην αρχή του πολέμου έρχεται σε αντίθεση με την τύχη πολλών χαρακτήρων της Ιστορίας, των οποίων οι ελπίδες και οι προσδοκίες μνημονεύονται και πολύ γρήγορα διαψεύδονται. Με βάση την ερμηνεία αυτή ο Θουκυδίδης θα δήλωνε ότι διέθετε μια ιδιαίτερη προγνωστική ικανότητα —το είδος εκείνο της ικανότητας το οποίο θαυμάζει σε πολιτικούς, και ιδιαιτέρως σε δύο Αθηναίους πολιτικούς, τον Θεμιστοκλή και τον Περικλή (1.138.3, 2.65.5' 13).
Η αναζήτηση της αλήθειας
Ο Θουκυδίδης προσπαθεί να αποδείξει τον ισχυρισμό του ότι ‘αυτή ήταν η μεγαλύτερη αναταραχή’ εξετάζοντας επί τροχάδην γεγονότα προγενέστερων περιόδων στη λεγάμενη Αρχαιολογία. Στην εισαγωγή του εν λόγω χωρίου δηλώνει ότι ήταν δύσκολο να ανακαλύψει τι συνέβη στο παρελθόν: ‘Για τα αμέσως προηγούμενα γεγονότα και τις αρχαιότερες εποχές δεν ήταν δυνατό να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα, επειδή πέρασαν πολλά χρόνια. Αλλά από στοιχεία που, μετά από μακρότατες έρευνες, μπορώ να θεωρήσω αξιόπιστα, νομίζω ότι ούτε πόλεμοι ούτε άλλα γεγονότα είχαν πάρει τόσο μεγάλη έκταση’ (1.1.3). Στη συνέχεια προσπαθεί να υπερπηδήσει τις δυσκολίες της αναζήτησης της αλήθειας για το απώτερο παρελθόν, εφαρμόζοντας μια εντυπωσιακή συλλογιστική μέθοδο. Τα επιχειρήματά του σχετικά με την ανάπτυξη της αρχαϊκής Ελλάδας βασίζονται στην ερμηνεία της μυθογραφικής παράδοσης και μερικών συγκεκριμένων πηγών - ‘των αρχαίων ποιητών’ (1.5.2), ιδίως του Ομήρου (1.3.3' 1.9.4· 1.10.3, όπου λαμβάνει υπόψη του την ποιητική υπερβολή) και ‘όσων ξέρουν καλά τα Πελοποννησιακά από παλαιότερες παραδόσεις’ (1.9.2). Επίσης χρησιμοποιεί αυτό το οποίο θα ονομάζαμε αρχαιολογικές μαρτυρίες (1.8.1. - ταφικά κατάλοιπα στη Δήλο, τα οποία ήρθαν στο φως κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο) αλλά και τη συναγωγή συμπερασμάτων από το παρόν (ισχυρίζεται ότι ένας ‘πρωτόγονος τρόπος ζωής, ο οποίος ήταν ευρύτατα διαδεδομένος, σήμερα απαντά σε βαρβαρικά μέρη: 1.5.2· 1.6.2· 1.6.6). Το αποτέλεσμα είναι μια πειστική αφήγηση της βαθμιαίας ανάπτυξης των προϋποθέσεων κάτω από τις οποίες μπόρεσαν να δημιουργηθούν ισχυρά κράτη - και ιδίως ναυτικές δυνάμεις.
Η Αρχαιολογία του Θουκυδίδη δεν αποσκοπεί στο να αποδείξει τη σχετικά μικρή σημασία των προηγούμενων πολέμων. Επίσης λειτουργεί εν μέρει ως ‘απόδειξη της ιστορικής του μεθόδου’, όπως σημειώνει ο Connor - μιας μεθόδου η οποία στη συνέχεια και σε μεγάλα τμήματα του έργου ‘παραμένει ... αφανής’, αλλά προσδίδει παρ’ όλα αυτά κύρος στην αφήγηση του Πελοποννησιακού Πολέμου: Εάν η συλλογιστική μέθοδος του Θουκυδίδη είναι σε θέση να παράγει μια τόσο συναρπαστική ερμηνεία του απόμακρου παρελθόντος, είναι ακόμη περισσότερο σε θέση να επιτύχει σημαντικά αποτελέσματα ερμηνεύοντας και αναλύοντας το πρόσφατο παρελθόν’.
Το κύρος του Θουκυδίδη απορρέει επίσης από τον τρόπο με τον οποίο πλαισιώνει την έκθεση της ιστορικής μεθόδου του. Αρχίζει με την εντυπωσιακά ειλικρινή δήλωση ότι τα προγενέστερα γεγονότα δεν ήταν μεγάλα (ού μεγάλα, 1.1.3), αργότερα όμως διασαφηνίζει τη δήλωσή του, παραδεχόμενος ότι οι Περσικοί Πόλεμοι ήταν το μεγαλύτερο από τα παρελθόντα γεγονότα (μέγιστον, 1.23.1). Κάνοντας αυτήν την παραδοχή, εξαιρεί τον εαυτόν του από την τάση των ανθρώπων να θαυμάζουν τους προηγούμενους πολέμους (όπως τον Τρωικό Πόλεμο, ενδεχομένως) περισσότερο από τους πρόσφατους (εκτός από τους εν εξελίξει: 1.21.2). Ο Θουκυδίδης διευκρινίζει επίσης την αρχική του δήλωση ότι ‘είναι δύσκολο, όμως, να δώσει κανείς πίστη σ’ όλες τις πληροφορίες’ σχετικά με το τι συνέβη κατά το παρελθόν. Αυτή η εμφατική δήλωση κάνει ακόμη πιο εντυπωσιακή την ανασύνθεση της προγενέστερης ιστορίας την οποία προσφέρει. Στο τέλος της αφήγησης, όμως, η δήλωση της αδυναμίας αντικαθίσταται από τη διαπίστωση της δυσκολίας: Είναι δύσκολο, όμως, να δώσει κανείς πίστη σ’ όλες τις πληροφορίες’ (1.20.1: χαλεπά ὄντα παντί ἑξῆς τεκμηρίῳ πιστεῦσαι). Ο Θουκυδίδης δεν ισχυρίζεται ακόμη ότι ανεκάλυψε με σαφήνεια (σαφώς) τι συνέβη στο παρελθόν, ωστόσο δηλώνει ότι τα συμπεράσματά του είναι τουλάχιστον εύλογα, αν λάβει κανείς υπόψη την παλαιότητα των γεγονότων που πραγματεύθηκε (1.21.1).
Η αίσθηση του πλήρους ελέγχου που διαθέτει ο Θουκυδίδης πάνω στις πολύπλοκες πτυχές της ιστορικής έρευνας υποστηρίζεται από την ανοικτή κριτική της συμπεριφοράς άλλων σχετικά με το παρελθόν. Κατ’ αρχήν ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς στο να αποδέχονται απλώς αυτά τα οποία τους λέγονται. Καταδικάζει την τρόπο με τον οποίο αποδέχονται παραδόσεις, ακόμη και για την ίδια τους την χώρα, ‘χωρίς να τις εξετάζουν’ (1.20.1), και προσφέρει παραδείγματα για λανθασμένες απόψεις σχετικά με την Αθηναϊκή ιστορία και τις Σπαρτιατικές πολιτειακές πρακτικές: ‘Τέτοια είναι η αδιαφορία των πολλών, που δεν κοπιάζουν για να εξακριβώσουν την αλήθεια (ζήτησις τῆς ἀληθείας), αλλά προτιμούν τα έτοιμα σχήματα’ (1.20.3). Έπειτα προσδιορίζει εμμέσως τις δικές του μεθόδους σε αντιπαράθεση με δύο άλλους τύπους συγγραφέων: τους ποιητές και τους λογογράφους. Κατ’ αρχήν επαναλαμβάνει την προηγούμενη μομφή του ότι οι ποιητές ωραιοποιούν τα γεγονότα (ἐπί τό μεῖζον κοσμοῦντες, 1.21.1, 10.3), και, χρησιμοποιώντας το ρήμα ὑμνεῖν για το ποιητικό τους έργο, υπονοεί ότι η ωραιοποίηση αυτή οφείλεται σε εγκωμιαστικές προθέσεις (πρβλ. τη χρήση του ρήματος από τον Περικλή στο χωρίο 2.42.2 —όπως επίσης και τον χαρακτηρισμού του Ομήρου ως ‘υμνητή’ (ἐπαινέτου), 2.41.4). Όσον αφορά τους λογογράφους, ισχυρίζεται ότι ασχολούνται περισσότερο με την προσπάθεια να τέρψουν παρά να ανακαλύψουν την αλήθεια και ότι οι περισσότερες ιστορίες τους έχουν περιέλθει στην κατάσταση του μυθώδους με το πέρας του χρόνου και δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν (ἀνεξέλεγκτα).
Η περιγραφή του Θουκυδίδη για το δικό του το έργο που ακολουθεί το αντιπαραθέτει εμμέσως προς τα έργα των λογογράφων: Ή έλλειψη του μυθώδους από την διήγησή μου ίσως την κάνει λιγότερο ευχάριστη. Αλλά θα είμαι ικανοποιημένος αν το έργο μου κριθεί ωφέλιμο από όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που Οα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θα είναι όμοια ή παραπλήσια. Έγραψα την Ιστορία μου για να μείνει αιώνιο κτήμα των ανθρώπων και όχι σαν έργο επίκαιρου διαγωνισμού για ένα πρόσκαιρο ακροατήριο’ (1.22.4). Ο Θουκυδίδης απορρίπτει τον μυθώδη χαρακτήρα των έργων των λογογράφων και την προτίμησή τους για την τέρψη παρά για την αλήθεια. Την ίδια στιγμή προσδιορίζει την απόρριψη της τέρψης: στο έργο του θα φαίνεται μόνον να απουσιάζει η τέρψη.
Μεταξύ του Ηροδότου και του Θουκυδίδη έχει υποστηριχθεί ότι υπάρχει έντονη αντίθεση ως προς την αντίληψή τους για την ιστορική έρευνα. Έχει διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι ο Ηρόδοτος ‘δεν απορρίπτει αυτομάτως προηγούμενους ερευνητές ως απλούς ερασιτέχνες και δεν μιλά ως επαγγελματίας ερευνητής’, ενώ ο Θουκυδίδης ‘είναι λιγότερο ανεκτικός προς τους ερασιτέχνες και ισχυρίζεται ότι η ερευνητική του μέθοδος δεν είναι συνήθης’. Διατυπώθηκε ακόμη ο ισχυρισμός ότι ο Θουκυδίδης θεωρούσε τον Ηρόδοτο ερασιτέχνη και ότι η κριτική του κατά των προγενέστερων συγγραφέων στρέφεται εναντίον του. Η αντίθεση μεταξύ των δύο ιστορικών ίσως είναι υπερβολική (η τεχνική του Ηροδότου να συνάγει συμπεράσματα για το παρελθόν μοιάζει συχνά πολύ με την τεχνική του Θουκυδίδη). Είναι πιο χρήσιμο να εξετάσουμε τις παρατηρήσεις του Θουκυδίδη ως προς την αναζήτηση της αλήθειας από την οπτική της δικανικής ρητορικής. Όταν ασκεί κριτική στους ανθρώπους, διότι αποδέχονται πληροφορίες, ‘χωρίς να τις υποβάλλουν σε βάσανο’ (ἀβασανίστως), υπαινίσσεται τη συνήθη ρητορική πρόκληση της βασάνου (η λέξη την οποία χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης απαντά άλλωστε στον Αντιφώντα 1.13).
Το ρητορικό περιβάλλον του 5ου αιώνα βοηθά να εξηγηθεί για ποιον λόγο ο Θουκυδίδης εστιάζει στις προφορικές πηγές, όταν περιγράφει πώς συνέλεξε τις πληροφορίες τις οποίες περιέχει η αφήγησή του:
Καί ὅσα μέν λόγῳ εἶπον ἕκαστοι ἤ μέλλοντες πολεμήσειν ἤ ἐν αὐτῷ ἤδη ὄντες, χαλεπόν τήν ἀκρίβειαν αὐτήν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί τε ὧν αὐτός ἤκουσα καί τοῖς ἄλλοθέν πόθεν ἐμοί ἀπαγγέλλουσιν· ὥς δ’ ἄν ἐδόκουν ἐμοί ἕκαστοι περί τῶν αἰεί παρόντων τά δέοντα μάλιστ’ εἰπεῖν, ἐχομένῳ ὅτι ἐγγύτατα ταῆς ξυμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων, οὕτως εἴρηται. τα δ’ ἔργα τῶν πραχθέντων ἐν τῷ πολέμῳ οὔκ ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθανόμενος ἠξίωσα γράφειν, οὐδ’ ὡς ἐμοί ἐδόκει, ἀλλ’ οἷς τε αὐτός παρῆν καί παρά τῶν ἄλλων ὅσον δυνατόν ἀκριβείᾳ περί ἑκάστου ἐπεξελθών. ἐπιπόνως δέ ηὑρίσκετο, διότι οἱ παρόντες τοῖς ἔργοις ἑκάστοις οὐ ταὐτά περί τῶν αὐτῶν ἔλεγον, ἀλλ' ὡς ἑκατέρων τις εὐνοίας ἤ μνήμης ἔχοι. (1.22.1-3)
Οι αγορεύσεις που εκφωνήθηκαν από διάφορα πρόσωπα είτε στις παραμονές του πολέμου είτε κατά την διάρκειά του ήταν δύσκολο ν’ αποδοθούν με ακρίβεια, τόσο εκείνες τις οποίες άκουσα ο ίδιος όσο κ’ εκείνες που άλλοι είχαν ακούσει και μου τις ανακοίνωσαν. Γι’ αυτό και τις έγραψα έχοντας υπ’ όψη τι ήταν φυσικό να πουν οι ρήτορες που να αρμόζει καλύτερα στην περίσταση και ακολουθώντας, όσο το δυνατόν, την γενική έννοια των όσων πραγματικά είπαν.
Για τα γεγονότα του πολέμου δεν θέλησα ν’ αρκεσθώ σε πληροφορίες του πρώτου τυχόντος ούτε στην προσεκτική έρευνα και για τα γεγονότα στα οποία ήμουν παρών και για τα όσα μου ανάφεραν άλλοι. Η εξακρίβωση ήταν δύσκολη, γιατί όσοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων μου έδιναν ο καθένας την δική του εκδοχή, ανάλογα με την συμπάθειά του προς τον ένα ή τον άλλο αντίπαλο.
Ένας λόγος για τον οποίον ο Θουκυδίδης δεν συζητά άλλα είδη πηγών, όπως γραπτές μαρτυρίες, είναι επειδή πιστεύει ότι δεν έχουν καμιά σημασία για τη σύγχρονη ιστορία: όταν συμπεριλαμβάνει γραπτές συμφωνίες στην αφήγησή του, τις περιλαμβάνει ως ένα μέρος του ίδιου του πολέμου και όχι ως πηγές περί του πολέμου. Η περιγραφή της μεθόδου του εννοεί ότι συνέγραφε για ένα κοινό το οποίο ήταν συνηθισμένο να σταθμίζει αντικρουόμενες προφορικές μαρτυρίες και όχι όπως ένας σύγχρονος ιστορικός που σταθμίζει μια μεγάλη ποικιλία διαφορετικών ειδών πηγών. Προσπαθούσε να αναπαράγει μια αφήγηση η οποία θα υπερέβαινε τις μεροληπτικές αφηγήσεις μιας αίθουσας δικαστηρίου.
Ο Θουκυδίδης γράφει ελάχιστα για το πώς κατόρθωσε να αναλύσει τους αντιφατικούς ισχυρισμούς των μαρτύρων. Ο ‘ρητορικός σκοπός’ του, έχει υποστηριχθεί, ‘είναι περισσότερο να καταστήσει γνωστές τις δυσκολίες παρά να παρουσιάσει τη λύση’. Ένας λόγος για την επιφυλακτικότητά του ίσως είναι η λειτουργία αυτού του μεθοδολογικού κεφαλαίου. Δεν πρόκειται για ένα αυτοτελές τμήμα περί μεθόδου. Συμφωνεί με τον ισχυρισμό του ότι ‘αυτός ο πόλεμος’ θα δείξει σε αυτούς οι οποίοι εξετάζουν τα γεγονότα αυτά καθαυτά (αὐτά τά ἔργα) ότι ήταν πράγματι ο μεγαλύτερος όλων. Τα έργα διαιρούνται σε λόγους (ὅσα μέν λόγῳ εἶπον) και σε γεγονότα (τά δ’ ἔργα τῶν πραχθέντων), και η μικρότερη ακρίβεια η οποία ισχύει για τις δημηγορίες λειτουργεί ως πρόδρομος για τη μεγαλύτερη ακρίβεια η οποία απαιτείται για τα γεγονότα.
Είναι αλήθεια ότι οι αναγνώστες μένουν με την αίσθηση δυσκολιών επί δυσκολιών - καθόσον το πρόβλημα της αναζήτησης της αλήθειας για το παρελθόν αντικαθίσταται από το πρόβλημα της εύρεσης της αλήθειας για το παρόν. Ωστόσο, θα ήταν πολύ εύκολο να θεωρήσουμε το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης εστιάζει στις δυσκολίες ένα απλό ρητορικό τέχνασμα. Τα προβλήματα τα οποία αναλύει είναι μέρος του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος (ας συγκρίνουμε τις δυσκολίες που αναγνωρίζει ο Ομηρικός αφηγητής: ‘είναι δύσκολο για μένα να το διηγηθώ σαν να ήμουν ένας θεός’, Μ 176 - παρόλο που το πρόβλημα εδώ είναι να διηγηθεί μια πολύπλοκη μάχη και όχι να συλλέξει πληροφορίες). Εντυπωσιακότερο από τη εστίαση στις δυσκολίες είναι το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης δεν εστιάζει σε αυτές στην ίδια την αφήγηση - όταν δηλαδή ο θουκυδίδειος αφηγητής ενδύεται ένα προσωπείο το οποίο μοιάζει με τη θεϊκή παντογνωσία του συγγραφέα.
Ο τρόπος με τον οποίον ο Θουκυδίδης παρουσιάζει τον σκοπό να ανακαλύψει τι συνέβη στον πόλεμο υποδηλώνει ότι προσπαθούσε να επιτύχει το είδος εκείνο του ελέγχου στην αφήγησή του το οποίο θα επιτύγχανε ο ιδεώδης πολιτικός στην πολιτική του ζωή. Το πρότυπο σταθερότητας είναι ο Περικλής, ο οποίος επιμένει ότι παραμένει ο ίδιος, ότι πάντα συνεχίζει την ίδια πολιτική, ενώ άλλοι επηρεάζονται από τα γεγονότα (1.140.1, 2.61.1). Η προτεραιότητα την οποία δίνει ο Θουκυδίδης στην αλήθεια σε αντίθεση προς την τέρψη τον τοποθετεί στο ίδιο επίπεδο με τον Περικλή που (σε αντίθεση προς τους μεταγενέστερούς του πολιτικούς) δεν μιλούσε για να ευχαριστήσει τον κόσμο, αλλά τον καθοδηγούσε (2.65.8-10). Συγχρόνως η επιθυμία του Θουκυδίδη να δει το έργο του ως κτῆμα ἐς ἀεΐ καί ὄχι ὡς ἀγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν το απομακρύνει από το καταστρεπτικό παιχνίδι του ανταγωνισμού και της βραχυπρόθεσμης φιλοδοξίας της οποίας τα αποτελέσματα είχε δει σε πόλεις όπως η Κέρκυρα που καταστράφηκαν από τις εμφύλιες έριδες κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (3.82-3, όπου απαντούν διάφορες λέξεις με το θέμα ἀγων-).
Οι μεθοδολογικές παρατηρήσεις του Θουκυδίδη για την αναζήτηση της αλήθειας γίνονται αυστηρότερες κατά την ανάπτυξη του ίδιου του έργου του, όταν εστιάζει επανειλημμένα στον ρόλο τον οποίον διαδραματίζει η άγνοια στα ανθρώπινα θέματα. Τα ψεύδη του Βρασίδα, τα οποία ο Σπαρτιάτης στρατηγός χρησιμοποιεί προς τους συμμάχους των Αθηνών στον Βορρά, αποδεικνύονται όλα ιδιαιτέρως παραπλανητικά: οι σύμμαχοι πολύ σύντομα αντιλαμβάνονται το κόστος της υπερβολικής τους εμπιστοσύνης στη Σπάρτη (4.108.4-6 - η έμφαση επιτυγχάνεται με μια γενικευτική παρατήρηση του συγγραφέα και ένα προληπτικό σχόλιο για το πώς έχουν σφάλει οι σύμμαχοι). Οι Αθηναίοι εισβάλλουν στη Σικελία παρόλο που γνωρίζουν ελάχιστα για το νησί (6.1.2): εδώ η έκταση της άγνοιάς τους υπογραμμίζεται από μια αφήγηση περί του αποικισμού της Σικελίας. Και όταν οι Αθηναίοι αναζητούν σοβαρά την αλήθεια, τότε το κάνουν κατά την πλέον ακατάλληλη στιγμή - και ‘χωρίς να ελέγξουν το ποιόν των καταδοτών, αποδέχονταν φιλύποπτα όλες τις καταγγελίες, και, δίνοντας πίστη σε αχρείους ανθρώπους, έπιαναν κ’ έριχναν στην φυλακή ευυπόληπτους πολίτες. Θεωρούσαν ότι ήταν σωστότερο να εξετάσουν κατά βάθος την υπόθεση (βασανίσαι) και να την διαλευκάνουν, παρά ν’ αφήσουν να ξεφύγει, χωρίς να εξετασθεί (ἀνέλεγκτον), ένας πολίτης χρηστός, επειδή ο μηνυτής του ήταν αχρείος’ (6.53.2: ας σημειωθεί ο απόηχος του 1.20-21).
Η στάση αυθεντίας που λαμβάνει ο Θουκυδίδης στο έργο του, όπως και η κριτική την οποία ασκεί στις μάζες, έχουν συχνά θεωρηθεί αντιδημοκρατικές. Έχει λεχθεί ότι ο Θουκυδίδης ‘καθιστούσε τα διδάγματά του σκοτεινά για τη μεγάλη μάζα των αναγνωστών ως αντίτιμο για την αποκάλυψή τους σε μερικούς’. Έχει επίσης διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι παρήγαγε ένα έργο το οποίο θα ήταν ‘χρήσιμο για εξόριστους, πρόσφυγες και άλλους πολιτικά κατατρεγμένους’· ‘ο Θουκυδίδης γράφει ρητά ότι δεν περιμένει να προσφέρει τέρψιν, συλλογική ευχαρίστηση, με το έργο του, διότι δεν είναι μυθώδες... Επιδεικνύοντας ένα μη συλλογικό πνεύμα αποκαλεί το έργο του κτήμα, δηλαδή προσωπική ιδιοκτησία ... Συνεπώς, η δύναμη του πεζού μύθου, η οποία στον Ηρόδοτο προσδιορίζει την πόλιν και φωτίζει τη δόξα της, έχει τεθεί στον Θουκυδίδη στην υπηρεσία μια αποκλειστικής γνώσης των γεγονότων, η οποία είναι κατατεθειμένη σε ιδιωτικές αφηγήσεις και με αυτόν τον τρόπο έχει αποκοπεί από την αξιοποίησή της εκ μέρους ολόκληρης της πόλεως’. Ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι υπερβολικός: δεν υπάρχει λόγος να θεωρήσουμε την ευχαρίστηση την οποία απορρίπτει (εν μέρει) ο Θουκυδίδης συλλογική ευχαρίστηση ή να ισχυρισθούμε ότι βλέπει το έργο του ως ιδιωτικό απόκτημα. Βεβαίως, όταν ο Θουκυδίδης κάνει έκκληση σε ‘όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν’ (ὅσοι δέ βουλήσονται .... σκοπεῖν) ως τους ιδανικούς αναγνώστες, επαναλαμβάνει μια φράση η οποία απαντά σε Αθηναϊκές επιγραφές. Το κείμενό του εννοεί ότι είναι σαν μια επιγραφή την οποία μπορεί να συμβουλευθεί καθένας δημοσίως και η εθελοντική φύση της συμμετοχής σε αυτή τη διαδικασία είναι μια κεντρική πλευρά της δημοκρατικής ιδεολογίας.
Παρ’ όλα αυτά ο Θουκυδίδης καθοδηγεί συστηματικά την ερμηνεία των αναγνωστών σχετικά με αυτό το οποίο βλέπουν. Λαμβάνει υπόψη του, παραδείγματος χάριν, την ενδεχόμενη ανθρώπινη αδιαφορία προσφέροντας μια αναλυτική αφήγηση για τα αίτια του πολέμου, ‘ώστε να μην αναγκασθεί να αναζητήσει (ζητῆσαι) κανείς πόσο μεγάλος ήταν ο πόλεμος ο οποίος έπληξε τους Έλληνες’ (1.23.5, πρβλ. τη λέξη ζήτησις στο χωρίο 1.20.3). Αυτή η απροκάλυπτη καθοδήγηση είναι όμως περισσότερο η εξαίρεση παρά ο κανόνας: οι αναγνώστες αναγκάζονται να δολιχοδρομούν ανάμεσα στους αντικρουόμενους ισχυρισμούς των ομιλητών που εμφανίζονται στο κείμενο, καθόσον ‘κανένας λόγος, ούτε ακόμη και οι λόγοι του Περικλή δεν διαθέτουν απόλυτο κύρος - όλοι ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον στο μυαλό του αναγνώστη’. Πίσω όμως από τις αντικρουόμενες φωνές της αφήγησης παραμονεύει μια παρουσία που ασκεί τον έλεγχο - η δύναμη η οποία ερμήνευσε τα γεγονότα και διαμόρφωσε την αφήγηση, η δύναμη του θουκυδίδειου αφηγητή.
Ο θουκυδίδειος αφηγητής
Στην αρχή του έργου του, όταν ο Θουκυδίδης αρχίζει να θεμελιώνει το επιχείρημά του σχετικά με το μέγεθος του Πελοποννησιακού Πολέμου, η έμφαση στη δυσκολία του να ανακαλύψει τι συνέβη στο παρελθόν συνοδεύεται από μια μετατόπιση στον αφηγηματικό του ρόλο: Τια τα αμέσως προηγούμενα γεγονότα και τις αρχαιότερες εποχές δεν ήταν δυνατό να καταλήξω σε ασφαλή συμπεράσματα, επειδή πέρασαν πολλά χρόνια. Αλλά από στοιχεία που, μετά από μακρότατες έρευνες, μπορώ να θεωρήσω αξιόπιστα, νομίζω ότι ούτε πόλεμοι ούτε άλλα γεγονότα είχαν πάρει τόσο μεγάλη έκταση’ (1.1.3). Με αυτήν την πρόταση ο Θουκυδίδης μεταβαίνει από το τρίτο πρόσωπο στην αρχή του έργου του (‘ο Θουκυδίδης από την Αθήνα συνέγραψε τον πόλεμο...’), μέσω μιας σειράς από μετοχές που συνοδεύουν αυτό το υποκείμενο (ἀρξάμενος, ἐλπίσας, τεκμαιρόμενος) και το απρόσωπο ἀδύνατα ἦν, σε δυο τύπους του πρώτου προσώπου: πρώτα μια αντωνυμία (σκοποῦντί μοι) και μετά ένα ρήμα στο πρώτο πρόσωπο (νομίζω). Καθιερώνει έτσι τον διαχωρισμό μεταξύ δύο προσωπείων ο οποίος διατηρείται στο υπόλοιπο έργο: το προσωπείο του Θουκυδίδη ως συγγραφέα, στον οποίο αναφέρεται στο τρίτο πρόσωπο, και το προσωπείο του θουκυδίδειου αφηγητή, ο οποίος χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο. (Ένα τρίτο προσωπείο αναδύεται, όπως είδαμε, αργότερα στο έργο: ‘ο Θουκυδίδης, ο γιος του Ολόρου’ είναι ο Θουκυδίδης ως χαρακτήρας της ιστορίας).
Ένας αριθμός πρωτοπρόσωπων τύπων απαντά στην ανασύνθεση της ιστορίας του απώτερου παρελθόντος, στην Αρχαιολογία. Αυτοί οι τύποι απαντούν σε σημεία στα οποία ο Θουκυδίδης προσάγει μαρτυρίες ή συνάγει συμπεράσματα από τις μαρτυρίες τις οποίες επικαλείται. Αφού ισχυρισθεί, παραδείγματος χάριν, ότι η ανασφάλεια και οι συχνές μετοικεσίες είχαν εμποδίσει την ανάπτυξη ισχυρών πόλεων στους αρχαϊκούς χρόνους, συνεχίζει: ‘Βλέπω και μιαν άλλη απόδειξη της αδυναμίας των παλαιών Ελλήνων και στο εξής: ότι πριν από τον Τρωικό πόλεμο δεν είχαν επιχειρήσει τίποτε από κοινού. Νομίζω μάλιστα ότι το όνομα Ελλάς δεν είχε καν δοθεί σ’ όλη την χώρα και ούτε υπήρχε πριν από τον Έλληνα, τον γιο του Δευκαλίωνα’ (1.3.1-2, cf. 1.3.3, 1.9.1, 1.9.3, 1.10.4).
Μια άλλη πρωτοπρόσωπη έκφραση απαντά στο συναρπαστικό εκείνο χωρίο στο οποίο ο Θουκυδίδης δεν κάνει υποθέσεις σχετικά με το παρελθόν, όπως στην υπόλοιπη Αρχαιολογία, αλλά σχετικά με το πόσο ισχυρές θα φαίνονταν η Σπάρτη και η Αθήνα στο μέλλον, εάν είχαν εγκαταλειφθεί (1.10.2: οἶμαι). Υπάρχουν επίσης τρεις αναφορές στο πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού σε μια υπερθετική φράση (‘ο πρώτος που, καθώς ξέρουμε από την προφορική παράδοση’, ὧν ἀκοῇ ἴσμεν, 1.4, πρβλ. 1.13.4, 1.18.1) - αυτή η έκφραση απαντά ήδη στον Ηρόδοτο - απόκτησε ναυτικό ήταν ο Μίνως.
Η ανασύνθεση της παλαιότερης ιστορίας από τον Θουκυδίδη αποβλέπει στο να αποδείξει ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν ο μεγαλύτερος όσων είχαν συμβεί έως τότε. Στο τέλος της Αρχαιολογίας αναγνωρίζει με έμφαση ότι συχνά οι άνθρωποι τείνουν να θεωρούν πλέον σημαντικούς τους τρέχοντες πολέμους (ενώ με χαρακτηριστικό τρόπο περιπλέκει τον ισχυρισμό αυτόν δηλώνοντας ότι οι άνθρωποι θαυμάζουν τους αρχαίους πολέμους, αφού έχουν τελειώσει οι δικοί τους). Αυτό σημαίνει ότι προσπαθεί να απαλλάξει τον εαυτόν του από την ευθύνη ότι ο ισχυρισμός του σχετικά με το μέγεθος του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι ιστορικά προκαθορισμένος - μια προσπάθεια, η οποία έχει θεωρηθεί‘ σκανδαλώδης’. Ο τρόπος με τον οποίον ο Θουκυδίδης επαναλαμβάνει αυτόν τον τολμηρό ισχυρισμό φαίνεται εξίσου σκανδαλώδης: ‘και ο πόλεμος ο τωρινός ... θα αποδειχθεί, με κριτήριο αυτή την πραγματικότητα, ότι ήταν ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους προηγούμενους’ (1.21.2).
Ένας λόγος που ο ισχυρισμός του Θουκυδίδη σχετικά με το μέγεθος του πολέμου έχει θεωρηθεί σκανδαλώδης είναι ότι είναι ‘αυτός ο πόλεμος’ εκείνος ο οποίος θα προσφέρει τις αποδείξεις για το μέγεθος του. Είναι σαν ‘ο τριτοπρόσωπος αφηγητής της εισαγωγικής πρότασης να παραχωρεί τη θέση του σε έναν νέο ομιλητή, τον ίδιο τον πόλεμο’ - σαν να ήταν ο ίδιος ο πόλεμος ο ομιλητής του απρόσωπου τύπου αφήγησης των γεγονότων που απαντά, παραδείγματος χάριν, στο επεισόδιο του Σάλαιθου. Ωστόσο, αφού παραχωρήσει τη θέση του σε αυτόν τον νέο ομιλητή, ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο για να δηλώσει ότι ήταν παρών σε μερικούς από τους λόγους και τα γεγονότα που περιγράφει (1.22.1-2): ισχυρίζεται ακόμη ότι ‘για τα γεγονότα του πολέμου δεν θέλησα να αρκεσθώ (ἠξίωσα γράφειν) σε πληροφορίες του πρώτου τυχόντος ούτε στην προσωπική μου αντίληψη (ὡς ἐμοί ἐδόκει)’, αλλά μόνον ύστερα από λεπτομερείς έρευνες (1.22.2). Και ίσως να μην παραχωρεί τη θέση του ούτε και στον πόλεμο ως ομιλητή κατ’ αρχήν. ‘Αυτός ο πόλεμος’ (οὗτος ὁ πόλεμος - ας σημειωθεί ότι δεν χρησιμοποιείται το πιο άμεσο ὅδε) εννοεί τον πόλεμο που θα αφηγηθεί ο Θουκυδίδης - μια αφήγηση την οποία μπορεί να παρακολουθήσει κανείς (πρβλ. σκοποῦσι, ‘αυτοί οι οποίοι εξετάζουν’) και η οποία αρχίζει η ίδια με τη φράση ‘από εδώ κι έπειτα αρχίζει’ (2.1). Και όταν γράφει ότι αυτός ο πόλεμος θα ‘δείξει’ (δηλώσει) το μέγεθος του, χρησιμοποιεί ένα ρήμα (δηλοῦν) που συνήθως χρησιμοποιείται, όπως εδώ, σε συμφραζόμενα τα οποία αναφέρονται στην ανταπόκριση των αναγνωστών σε αυτό το οποίο δείχνεται (1.73-1, 2.48.3)· χρησιμοποιείται επίσης για επιστολές ή επιγραφές (1.129.1, 1.134.4, 1.137.4, 7.10, 7.16.1). Θέτει στο προσκήνιο τον ρόλο που διαδραματίζει ο αναγνώστης στην ερμηνεία των γεγονότων του πολέμου και ισχυρίζεται ότι θα είναι σε θέση ο αναγνώστης αυτός να διαπιστώσει με βάση τα ίδια τα γεγονότα ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν ο μεγαλύτερος που υπήρξε ποτέ. Δεν ισχυρίζεται ότι ο πόλεμος είναι ένας ομιλητής, αλλά ότι η αφήγηση του πολέμου αντιπροσωπεύει τα ίδια τα γεγονότα και ότι γι’ αυτό ο ίδιος προχωρεί αμέσως στη δήλωση για το πώς συνέλεξε πληροφορίες για τους λόγους και τα γεγονότα του πολέμου.
Ακόμη και εάν ο Θουκυδίδης είχε ισχυρισθεί ότι ο ίδιος ο πόλεμος ήταν ο ομιλητής, αυτός ο ισχυρισμός σύντομα θα διαψευδόταν από την αφήγηση. Όπως η δραστηριότητα του Θουκυδίδη ως συγγραφέα, όπως είδαμε, τονίζεται από τις στερεότυπες φράσεις με τις οποίες δηλώνεται το τέλος των ετών, έτσι και η δραστηριότητά του ως αφηγητή υπογραμμίζεται με τη χρήση του πρώτου προσώπου.
Οι πρωτοπρόσωποι τόποι είναι και πιο συνήθεις και πιο ποικίλοι από τους τριτοπρόσωπους που αναφέρονται στον Θουκυδίδη ως συγγραφέα και απαντούν στο τέλος των περισσότερων ετών του πολέμου. Ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο για να παραπέμψει σε προηγούμενα τμήματα του έργου του (5.1.1, 6.94.1), για να εξηγήσει για ποιον λόγο συμπεριέλαβε ένα χωρίο (1.23.5, 1.97.2), για να εισαγάγει ένα νέο τμήμα της αφήγησης (2.48.3, 3.90.1, 5-26.6) ή για να αναγγείλει ότι θα ακολουθήσει ένα νέο τμήμα (2.48.3, 6.54.1) και να εκφράσει την αδυναμία του να εξακριβώσει κάτι (3-113.6, 5-68.2, 6.2.1). Το χρησιμοποιεί επίσης ‘για τη διατύπωση γνώμης, σκέψεων, εικασιών, αυτοψίας και μεθοδολογικών κανόνων, δηλαδή για οτιδήποτε έχει σχέση με την ίδια την ιστορία’. Τα μεθοδολογικά χωρία στα οποία απαντούν πρωτοπρόσωποι τύποι είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα, διότι δείχνουν πώς ο Θουκυδίδης διαφοροποιεί τον ρόλο του ως συμμετέχοντος στην ιστορία (όπου χρησιμοποιεί το τρίτο πρόσωπο) από τον ρόλο του ως ερευνητή. Χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο, π.χ., για να δηλώσει ότι η εξορία τον βοήθησε να συλλέξει πληροφορίες από την Πελοποννησιακή πλευρά (5-26.5 και πρβλ. 1.22.1-2 για τη συνολικότερη μεθοδολογική του δήλωση). Πιο πολύπλοκη είναι η δήλωσή του για τον λοιμό στην Αθήνα: ‘Εγώ, που αρρώστησα ο ίδιος και είδα με τα μάτια μου άλλους ν’ αρρωσταίνουν, θα περιγράψω την αρρώστια και τα συμπτώματά της’ (αὐτός τε νοσήσας καί αὐτός ἰδών ἄλλους πάσχοντας, 2.48.3). Ο David Gribble ισχυρίζεται ότι εδώ ‘το πρώτο πρόσωπο αναφέρεται στον αφηγητή ως ήρωα της αφήγησης’ (αντιπαραβάλλει τη χρήση του τρίτου προσώπου στο χωρίο 4.104). Ωστόσο το απόσπασμα είναι μεθοδολογικό. Η χρήση των μετοχών (περισσότερο από εκείνη των ρημάτων) για την ασθένεια και για την αυτοψία δείχνει ότι το απόσπασμα εξηγεί κατ’ αρχήν γιατί ο Θουκυδίδης είναι σε θέση να περιγράψει τόσο καλά την πανώλη. Εκτός αυτών των περιπτώσεων το πρώτο πρόσωπο χρησιμοποιείται για να οριοθετήσει το εύρος των κρίσεων του αφηγητή (7.86.5, 8.24.4, 8.68.2, 8.97.2, επίσης 7.87.5, 8.41.2, όπου χρησιμοποιείται το πρώτο πρόσωπο πληθυντικού, όπως και στις τρεις προαναφερθείσες περιπτώσεις της Αρχαιολογίας) ή για να τονίσει την υποκειμενικότητά τους (1.23.6, 2.17.2, 3.89.5 τρεις διαμφισβητούμενοι ισχυρισμοί αιτιότητας, και 7.87.5), για να κάνει υποθέσεις για το μέλλον (2.54.3, πρβλ. 1.10.2), για να σημειώσει αβεβαιότητα σχετικά με τα κίνητρα των χαρακτήρων (1.93.7, 8.56.3, 8.87.4), ή ακόμη και (φαινομενικά) σχετικά με ένα γεγονός (8.64.5), για να χαρακτηρίσει μιαν ιστορία ως παραδοσιακή (2.102.6: άλλο ένα πρώτο πρόσωπο πληθυντικού) και για να επιχειρηματολογήσει σε ‘παρεκβάσεις’ σχετικά με την ιστορία του παρελθόντος, όπως στην αφήγηση της πτώσης της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα (6.55.3, πρβλ. τα προαναφερθέντα παραδείγματα από την Αρχαιολογία).
Οι πρωτοπρόσωπες αναφορές του Θουκυδίδη, παρόλο που είναι πιο συχνές από τις τριτοπρόσωπες, είναι αρκετά σπάνιες ώστε να έχουν προκαλέσει τον ισχυρισμό ότι η αφήγησή του φαίνεται να εξιστορείται από μόνη της. Οι περιπτώσεις όμως στις οποίες ο Θουκυδίδης εμφανίζεται ως αφηγητής δείχνουν ότι η αφήγηση του πολέμου δεν είναι δυνατόν να εκληφθεί ως απεικονιστική - δηλαδή ως ακριβής αναπαράσταση του ίδιου του πολέμου. Ο Θουκυδίδης βεβαίως σε ένα σημείο δηλώνει καθαρά ότι διηγείται μόνο τα πιο σημαντικά γεγονότα (3-90.1. - ο ισχυρισμός αφορά μόνο τη σύντομη αφήγηση της πρώτης εκστρατείας των Αθηναίων στη Σικελία). Και αυτές οι περιπτώσεις δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίον γίνεται αισθητός ο ρόλος του Θουκυδίδη ως αφηγητή. Η ‘θαμιστική παρουσίαση’ των εισβολών των Αθηναίων στη Μεγαρίδα, π.χ., είναι μια περαιτέρω ένδειξη ότι η διήγηση δεν είναι απεικονιστική: ο Θουκυδίδης διηγείται μία φορά εισβολές οι οποίες συνέβησαν πολλές φορές (2.31.3). Ο καθοδηγητικός του ρόλος υπογραμμίζεται επίσης από τεχνικές όπως αυτή των υποθετικών λόγων του μη πραγματικού και της ‘παρουσίασης διά της άρνησης’· από τους μικρούς ετεροχρονισμούς, καθώς επίσης και από την ευρύτερη χρονική και ουσιαστική εμβέλεια χωρίων στα οποία ο Θουκυδίδης αναλύει την ήττα των Αθηνών (2.65), τον εμφύλιο πόλεμο (3-82-82) ή την πολύπλοκη σχέση των Αθηναίων με τον Αλκιβιάδη (6.15.2-4)· από άλλες άμεσες κρίσεις (σχετικές με χαρακτήρες, π.χ., πριν λάβουν τον λόγο [1.139.4, 3-36.6]) και από γενικές κρίσεις σχετικά με την ανθρώπινη φύση (4.108.4) ή με το ‘τι τείνουν να κάνουν τα πλήθη’ (2.65.4, 4.28.3, 6.63-2, 8.1.4).
Εκφράσεις αβεβαιότητος αποδυναμώνουν περαιτέρω τον ισχυρισμό ότι η ιστορία του Θουκυδίδη αυτοαφηγείται. Ο Θουκυδίδης δεν εκφράζεται με πλήρη βεβαιότητα συχνότερα από ό, τι έχει αναγνωρισθεί μερικές φορές (και ιδιαιτέρως όταν συζητά Σπαρτιατικές ή Περσικές ενέργειες και κίνητρα: 2.18.5, 2.20.1, 2.57.1, 3-79.3, 5.54.1, 5.65.3, 8.46.5, 8.50.3, 8.94.2). Επίσης μιλά καμιά φορά αόριστα για αριθμούς (όπως: ‘δύο ή τρεις φορές’ στα χωρία 2.4.2, 3-76.1,4.38.3, 5.10.9,6.101.6,7.79.6,8.74.2).
Ιδιαιτέρως εντυπωσιακές είναι οι εκφράσεις αβεβαιότητας του Θουκυδίδη, όταν ασχολείται με έθνη που κατοικούν σε μακρινές περιοχές και με γεγονότα του απώτερου παρελθόντος. Συχνά αναφέρει μόνον ό, τι ‘λέγεται’ ή ‘νομίζεται’ σχετικά με ανθρώπους στις παρυφές του ελληνικού κόσμου (2.81.8, 3.94.5) και σχετικά με γεγονότα τα οποία θα θεωρούσαμε μύθους ή θρύλους (2.102.5, 3-96.1,4.24.5, 6.2.1). Ή μήπως το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης εκφράζει με τον τρόπο αυτόν τις επιφυλάξεις του για τις πληροφορίες αυτές σημαίνει αναγκαστικά ότι θέλει να δείξει πως δεν είναι βέβαιος; Ο H.D. Westlake ισχυρίζεται ότι η χρήση του λέγεται στον Θουκυδίδη δείχνει κατά καιρούς αβεβαιότητα ή ακόμη και σκεπτικισμό, αλλά πως άλλες φορές σημαίνει απλώς ότι ο Θουκυδίδης αναφέρεται σε μια παράδοση ή ακόμη ότι κάνει χρήση μιας γραπτής πηγής. Η προσπάθεια όμως του Westlake να διαφοροποιήσει μεταξύ των διαφόρων χωρίων είναι μάλλον αυθαίρετη. Η αβεβαιότητα είναι βεβαίως παρούσα στις σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες ο Θουκυδίδης αναφέρει μόνον ό, τι ‘λέγεται’ στην αφήγηση του ίδιου του Πελοποννησιακού Πολέμου, εφόσον αυτά τα χωρία αποτελούν εξαιρέσεις σε σύγκριση με τη μεγάλη μάζα των ισχυρισμών που δεν περιέχουν καμιά επιφύλαξη. Όταν όμως χρησιμοποιεί το λέγεται σε μια αφήγηση που αφορά το παρελθόν, ο Θουκυδίδης δημιουργεί μια αντίθεση μεταξύ του αφηγητή και του κοινού (‘υπάρχει η ιστορία...’), στο πλαίσιο της οποίας η αξιοπιστία της παράδοσης δεν είναι το κεντρικό ζήτημα. Την ίδια στιγμή η επιφύλαξη υποβάλλει την εντύπωση ότι η αξιοπιστία θα ήταν δυνατό να αποτελεί ένα ζήτημα. Αυτή η μάλλον διστακτική πραγμάτευση των γεγονότων που είναι απομακρυσμένα στον χώρο και τον χρόνο ενισχύει την αξιοπιστία της υπόλοιπης αφήγησης. Η επιμονή του Θουκυδίδη στη δυσκολία να αποκτήσει πληροφορίες δημιουργεί επίσης την αίσθηση ότι μπορούμε να τον εμπιστευθούμε. Ενώ στην Αρχαιολογία σημειώνει την τάση των ποιητών να υπερβάλουν (1.10.3, 1.21.1), στην ίδια την αφήγηση δηλώνει ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να υπερβάλουν ως προς τους αριθμούς της δικής τους πλευράς (5-68.2, σχετικά με τη δυσκολία να υπολογισθεί το μέγεθος του Σπαρτιατικού στρατού, πρβλ. τα όσα ισχυρίζεται ο Αλκιβιάδης στο χωρίο 6.17.5). Χρησιμοποιεί επίσης τη νυκτερινή μάχη στις Επιπολές για να τονίσει τη δυσκολία της ακριβούς πληροφόρησης ακόμη και για τους συμμετέχοντες: ‘Με το φως της μέρας τα πράγματα είναι πιο ευδιάκριτα αλλά και πάλι δεν τα ξέρουν όλα όσοι πήραν μέρος σε μια μάχη, αλλά ξέρουν μόνο τα όσα τους συνέβησαν. Σε μια νυχτερινή μάχη, που ήταν και η μόνη η οποία έγινε μεταξύ δύο μεγάλων στρατών στον πόλεμο αυτόν, πως θα μπορούσε κανείς να τα πληροφορηθεί ακριβέστερα;’ (7.44.1 - μια από τις συνολικά μόνο δύο ρητορικές ερωτήσεις στο έργο του Θουκυδίδη). Το θέμα της δυσκολίας άντλησης πληροφοριών ακόμη και για επιχειρήσεις που γίνονται την ημέρα αφορά φυσικά όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αυτή η δυσκολία υπογραμμίζεται εδώ για να καταστήσει κατανοητή την ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία του να μάθει κανείς τι συμβαίνει τη νύχτα. Η έμφαση που δίδεται με τα μεθοδολογικά σχόλια για τη μάχη στις Επιπολές ενισχύει αυτομάτως την εικόνα της αποσύνθεσης και των δεινών που ο Θουκυδίδης γράφει ότι προκάλεσε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος.
Ενώ ο Θουκυδίδης εκφράζει με γενικούς όρους τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπιζαν αυτοί που συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις, δεν τις συγκεκριμενοποιεί κατονομάζοντας την πηγή (ή τις πηγές) που χρησιμοποίησε σε διάφορα σημεία της αφήγησης. Ενώ ο Ηρόδοτος συχνά δηλώνει τι του είπαν οι πληροφοριοδότες του, ο Θουκυδίδης αποκαλύπτει μόνο τις διάφορες ιστορίες που του προσέφεραν κάποτε οι πηγές σχετικά με ένα γεγονός του Πελοποννησιακού Πολέμου· π.χ. στην αφήγηση της σφαγής των Θηβαίων αιχμαλώτων από τους Πλαταιείς το 431 π.Χ.: ‘Έτσι ιστορούν τα πράγματα οι Θηβαίοι και ισχυρίζονται, μάλιστα, ότι οι Πλαταιείς έδωσαν όρκο. Αλλά οι Πλαταιείς αρνιούνται ότι υποσχέθηκαν να ελευθερώσουν τους αιχμαλώτους αμέσως, αλλά μόνον αν κατέληγαν σε συμφωνία και δεν παραδέχονται ότι ορκίστηκαν’ (2.5.6, το πιο κοντινό παράλληλο είναι τα χωρία 1.138.4 και 1.138.6 από μια παρέκβαση για το παρελθόν). Αυτό το χωρίο είναι ουσιαστικά πολύ κοντά στη συνηθισμένη μέθοδο παράθεσης των πηγών εκ μέρους του Ηροδότου: όπως ο Ηρόδοτος, έτσι και ο Θουκυδίδης δεν μνημονεύει ως πηγή μεμονωμένους μάρτυρες, αλλά ένα έθνος (‘οι Θηβαίοι’ και ‘οι Πλαταιείς’), αναφέρει όχι μόνον αυτό το οποίο είπαν, αλλά και τι λένε, δηλαδή τι λένε ακόμη κατά τον χρόνο της αφήγησης —και δεν κρίνει ποια πλευρά έχει δίκιο. Η ομοιότητα της τεχνικής του Θουκυδίδη με αυτή του Ηροδότου αποδεικνύει ότι ουσιαστικά είναι αναχρονιστικό να θεωρεί κανείς αυτό το χωρίο ‘παράθεση της πηγής’. Όπως έδειξε ο Nino Luraghi, ο Ηρόδοτος δεν αναφέρεται σε πηγές, όπως κάνουν οι σύγχρονοι ιστορικοί, για να αποδείξουν την αλήθεια ενός ισχυρισμού. Για πολλούς από τους ισχυρισμούς του ο Ηρόδοτος δεν παραθέτει καμιά πηγή. Όταν αφηγείται εναλλακτικές εκδοχές, συνήθως γράφει ότι, π.χ., ‘οι Σπαρτιάτες’ ή ‘οι Σάμιοι’ ισχυρίζονται το τάδε ή το δείνα. Ο Ηρόδοτος ενσωματώνει έτσι στην αφήγησή του ένα έμμεσο σχόλιο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες διαμορφώνουν το παρελθόν εξυπηρετώντας τους στόχους τους.
Όπως η παράθεση εναλλακτικών εκδοχών εκ μέρους του Ηροδότου, έτσι και η αναφορά του Θουκυδίδη σχετικά με όσα ισχυρίζονται ‘οι Θηβαίοι’ και ‘οι Πλαταιείς’ υπογραμμίζει τη σταθερή πολιτική σημασία των αφηγήσεων σχετικά με το παρελθόν - κατά ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι ίδιες οι Πλαταιές είχαν καταστραφεί από τους Σπαρτιάτες, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι Θηβαίοι (αξίζει να σημειωθεί ότι η ιστορία των Πλαταιών έχει διαμορφωθεί ως απάντηση στους Θηβαίους). Ταυτόχρονα, η άρνηση του Θουκυδίδη να αποφασίσει μεταξύ των δύο αφηγήσεων προσδίδει έμφαση στην εχθρότητα μεταξύ Πλαταιών και Θηβών. Η αντιπαράθεση προετοιμάζει επίσης για την πολυπλοκότητα της συζήτησης για τις Πλαταιές (3-52-68), στην οποία οι δυσκολίες της εκφοράς μιας ηθικής κρίσης σχετικά με το παρελθόν αποτελούν το κύριο θέμα. Ένα από τα μηνύματα αυτής της συζήτησης, και συγκεκριμένα ότι τα προσωπικά συμφέροντα ακυρώνουν τα κριτήρια που βασίζονται σε προηγούμενες συμπεριφορές, ίσως εξηγεί γιατί η πολιτική χρήση αφηγήσεων σχετικά με το παρελθόν δεν πρόκειται να αποτελέσει κύριο θέμα στην ιστορία του Θουκυδίδη.
Για ποιον λόγο περιέλαβε ο Θουκυδίδης αυτή μόνο τη διάσταση των απόψεων και όχι άλλες, παρόλο που και αυτές θα περιείχαν (ή ακόμη ίσως και να αποτελούσαν) σημαντικά γεγονότα; Όπως και άλλες εκφράσεις αβεβαιότητας, η αναφορά του Θουκυδίδη στις εκδοχές των Πλαταιέων και των Θηβαίων μπο- ρεί να εκληφθεί ως ένα κυνικό τέχνασμα για να προσδώσει αξιοπιστία στην υπόλοιπη αφήγησή του. Ο Θουκυδίδης φαίνεται ότι επιτυγχάνει και τα δύο: και η προφανής βεβαιότητα στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησής του και η κατά περίπτωση αβεβαιότητα ενισχύουν την εντύπωση του κύρους την οποία αποκομίζουμε. Ή μήπως είναι οι μελετητές που έχουν αυτή την εντύπωση ασχολούμενοι με το πώς ο Θουκυδίδης προκαλεί την αίσθηση του αφηγηματικού κύρους;
Οι εναλλακτικές εκδοχές και οι εκφράσεις αβεβαιότητας μπορούν να παράγουν αποτελέσματα αυτές καθαυτές. Προτάσεις όπως ‘δύο ή τρεις φορές’ απαντούν συνήθως σε τμήματα ζωηρής αφήγησης όπως είναι η νυκτερινή επίθεση στις Πλαταιές (2.4.2). Όταν ο θουκυδίδειος αφηγητής αναφέρει τι λέγεται ότι συνέβη κάπου στο απομεμακρυσμένο παρελθόν, εκμεταλλεύεται τη μυθική αύρα αυτού του συγκεκριμένου τόπου - του στενού μεταξύ Ιταλίας και Σικελίας, π.χ., ‘από τον πορθμό αυτόν, που ονομάζεται Χάρυβδις, λέγεται ότι πέρασε ο Οδυσσέας’ (4.24.5)· Και δεν είναι τυχαίο ότι η αντιπαράθεση μεταξύ των Πλαταιέων και των Θηβαίων σημειώνεται στην αρχή του πολέμου. Ο Θουκυδίδης τείνει εδώ, στο πλούσιο από συμβολισμούς σκηνικό των Πλαταιών, προς έναν ηροδότειο τρόπο γραφής της ιστορίας, ένα ύφος από το οποίο αργότερα απομακρύνεται.
Παραλλαγές του αφηγηματικού κύρους είναι δυνατόν να προσδίδουν έναν ξεχωριστό τόνο σε διάφορα τμήματα της αφήγησης. Στην πορεία προς τη μάχη της Μαντινείας κατά τη διάρκεια της ειρήνης του Νικία, π.χ., ο Θουκυδίδης αρχίζει να διατυπώνει υποθέσεις γιατί ο Σπαρτιάτης βασιλεύς Άγις αποφάσισε κάποια στιγμή να οδηγήσει τον στρατό του πίσω: ‘είτε εξαιτίας της φωνής αυτής, είτε επειδή ο ίδιος είχε αλλάξει γνώμη’ (5.65.3). Η διάζευξη ‘είτε ... είτε ...’, μοναδική στον Θουκυδίδη, προσδίδει ηροδότειο χρώμα στην αφήγηση (πρβλ., π.χ. Ηρόδ. 1.19.2). Υπάρχουν και άλλα σημεία τα οποία θυμίζουν τον Ηρόδοτο σε αυτό το τμήμα της αφήγησης: η κραυγή η ίδια, η οποία ίσως επηρέασε τον Άγη (‘είχε την πρόθεση να θεραπεύσει το κακό με το κακό’, 5.65-2 - μια φράση την οποία χρησιμοποιεί ο Ηρόδοτος στο χωρίο 3-53-4), η συνείδηση του πόσο δύσκολα ήταν να υπολογισθεί με ακρίβεια ο Σπαρτιατικός στρατός (5-68.3). Όπως και η προηγούμενη επίκληση της περίφημης ‘μάχης των προμάχων’ (5.41.2 - βλ. Ηρόδ. 1.82), αυτοί οι ηροδότειοι τόνοι προσδίδουν ένα αρχαϊκό χρώμα στην αφήγηση των συγκρούσεων μεταξύ Πελοποννησιακών δυνάμεων στο 5ο βιβλίο.
Εκφράσεις αβεβαιότητας χρησιμοποιούνται με ελαφρώς διαφορετικά αποτελέσματα στην αφήγηση του πολέμου στην Ιωνία στο 8ο βιβλίο. Εδώ ο Θουκυδίδης θέλει να ερμηνεύσει τα κίνητρα του Πέρση σατράπη, του Τισσαφέρνη, και η παρουσίασή του υποδηλώνει τη δυσκολία που αντιμετώπισε στο να τα εικάσει. Στην αρχή φαίνεται ότι η πολιτική του Τισσαφέρνη είναι διαμορφωμένη με βάση τις συμβουλές του Αλκιβιάδη, έπειτα όμως ο Θουκυδίδης αρχίζει να συνθέτει μια πιο πολύπλοκη εικόνα και να τοποθετεί στο προσκήνιο τις προσωπικές του εικασίες. Κατ’ αρχήν ο Τισσαφέρνης ‘του φαίνεται’ να επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με τον Αλκιβιάδη (8.53.6), ενώ στη συνέχεια τίποτα απολύτως δεν λέγεται για τον Αλκιβιάδη, όταν ο ιστορικός αναπτύσσει διεξοδικά διάφορες υποθέσεις σχετικά με την αιτία για την οποία ο Τισσαφέρνης δεν χρησιμοποίησε τον Φοινικικό στόλο (8.87). Την ίδια στιγμή ο Αλκιβιάδης παρουσιάζεται να υπερβάλλει ως προς το μέγεθος της επιρροής του στον Τισσαφέρνη. Οι εικασίες του Θουκυδίδη αυξάνουν όσο η επιρροή του Αλκιβιάδη μειώνεται. Αυτό δεν σημαίνει, ίσως, ότι ο Θουκυδίδης πίστευε ότι είχε ασφαλέστερες πληροφορίες για τα προγενέστερα στάδια αυτής της υπόθεσης (είτε αυτές οι πληροφορίες προέρχονταν από τον ίδιο τον Αλκιβιάδη, όπως έχουν υποθέσει μερικοί, είτε όχι). Η αβεβαιότητα όμως για τους σκοπούς του Τισσαφέρνη μεγαλώνει δραματικά: ο Θουκυδίδης υπονομεύει την εντύπωση της επιρροής του Αλκιβιάδη, η οποία είχε δημιουργηθεί στα προηγούμενα στάδια της αφήγησης.
Ο Θουκυδίδης εκφράζει επανειλημμένα αβεβαιότητα στο 8ο Βιβλίο, και συγκεκριμένα στην αφήγηση του εμφυλίου πολέμου στην Αθήνα. Εδώ πρόκειται για τα κίνητρα του Σπαρτιάτη ναυάρχου Αγησανδρίδα, ο οποίος πλησιάζει στην Αθήνα: ‘ίσως ... ήταν συνεννοημένος και αρμένιζε στα νερά της Επιδαύρου, αλλά είναι φυσικό, ξέροντας την εσωτερική αναταραχή των Αθηναίων, να καραδοκεί για να φτάσει την κατάλληλη στιγμή’ (8.94.2). Στο σημείο αυτό το κείμενο φαίνεται να ανασυνθέτει εν μέρει την ατμόσφαιρα των Αθηνών κατά το διάστημα αυτής της μεγάλης κρίσης.
Οι εκφράσεις αβεβαιότητας του Θουκυδίδη δεν πρέπει να υποβαθμιστούν σε μέσα πειθούς των αναγνωστών του για την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητά του. Ακόμη και η συζήτηση για την ‘αντικειμενικότητα’ στην υπόλοιπη αφήγηση του Θουκυδίδη - και το να θεωρούμε αυτή την ‘αντικειμενικότητα’ ένα ρητορικό μέσο σχεδιασμένο με σκοπό να πείσει τους αναγνώστες για το αλάθητο του - είναι αναχρονιστική. Στα τμήματα του έργου του στα οποία το προσωπείο του αφηγητή είναι συγκεκαλυμμένο ακολουθεί τα ίχνη του Ομήρου, όπως και του Ηροδότου - αν και σε λιγότερη έκταση - του οποίου οι πρωτοπρόσωπες παρεμβάσεις γίνονται όλο και λιγότερες όσο πλησιάζει περισσότερο από την άποψη του χώρου και του χρόνου τη δική του εποχή. Ο λόγος για αυτήν την έμμεση αφηγηματική στάση ήταν συχνά ότι αποσκοπούσε στην ενάργεια η οποία θα μετέδιδε κάτι από τα πάθη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η συχνή πρωτοπρόσωπη παρέμβαση, η μνεία του ποιος (εάν ήταν κάποιος) του είπε ότι τα σώματά τους έτρεμαν, όταν έβλεπαν την τελική ναυμαχία στις Συρακούσες (7.71.3), θα κατέστρεφε μια από τις δραστικότερες εικόνες του.
Αυτός ο τραγικός Θουκυδίδης ίσως φαίνεται πιο ελκυστικός από τον κυνικό Θουκυδίδη, ο οποίος επιβάλλει ανελέητα την κρίση του στους αναγνώστες, ή από την ακόμη πιο παλιά εικόνα του Θουκυδίδη ως αμερόληπτου επιστήμονα που εφαρμόζει ιπποκρατικές μεθόδους στην ιστορία. Το να επικαλούμαστε αυτόν τον τραγικό Θουκυδίδη δεν είναι, ωστόσο, αρκετό ως απάντηση στο αφηγηματικό του ύφος. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι υπάρχουν πολλά τμήματα αποστασιοποιημένης αφήγησης, όπου τα γεγονότα φαίνονται να εξιστορούνται από μόνα της, και τα οποία δεν έχουν καμιά τραγική απόχρωση. Είναι επίσης το γεγονός ότι ο αφηγητής ευκαιριακά παρεμβαίνει στο τέλος γλαφυρών αφηγήσεων για να χρησιμοποιήσει ‘εκφράσεις πάθους’ ως προς το μέγεθος των καταστροφών - εκφράσεις οι οποίες θυμίζουν τις περιλήψεις που απαντούν σε αγγελικές ρήσεις της τραγωδίας (όπως στο χωρίο 7.30.3: ‘αυτά ήταν τα γεγονότα της Μυκαλησσού, συμφορά που ανάλογα με την έκτασή της δεν ήταν λιγότερο άξια λύπης απ’ όλες τις άλλες που έγιναν στον πόλεμο αυτόν’). Έτσι ρητές εκφράσεις αβεβαιότητας είναι δυνατόν να προσδίδουν ένα έντονα τραγικό χρώμα. Για την ήττα των Αμπρακιωτών ο Θουκυδίδης σχολιάζει ότι ‘στον πόλεμο αυτόν καμιά άλλη πολιτεία δεν έπαθε σε τόσο λίγες μέρες τόσο μεγάλη συμφορά’ —και συμπληρώνει ότι ‘δεν αναφέρω τον αριθμό των σκοτωμένων γιατί δεν είναι πιστευτό τι λέγεται, αν το συγκρίνει κανείς με το μέγεθος της πολιτείας’ (3.113.6).
Άρχισα με την ένταση μεταξύ του θαυμασμού για τον τρόπο με τον οποίον ο Θουκυδίδης κατασκευάζει το αφηγηματικό του κύρος, θαυμασμού που εκδήλωναν προγενέστεροι μελετητές, και της πιο πρόσφατης τάσης να αντιμετωπίζεται ο αγώνας του για ‘αντικειμενικότητα’ με καχυποψία. Μένουμε με την ένταση ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο Θουκυδίδης κατασκεύασε το κύρος του ως αφηγητής: μια ένταση μεταξύ επιφυλακτικής αμεροληψίας και παθιασμένης συμμετοχής, μεταξύ της δημοκρατικής παρόρμησης να αφήσει τους αναγνώστες να χειρισθούν όπως θέλουν την αφήγηση και της αυστηρής αίσθησης της αυθεντίας η οποία διαποτίζει την αφήγηση. Οι εντάσεις στις σύγχρονες ερμηνείες του αφηγηματικού προσωπείου του Θουκυδίδη και στην κατασκευή αυτού του προσωπείου από τον ίδιο τον Θουκυδίδη αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι το προσωπείο αυτό δεν αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, αλλά ότι διαπλάθεται από τις αφηγηματικές τεχνικές. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο αυτές οι εντάσεις υποδηλώνουν ότι τα διαφορετικά προσωπεία του Θουκυδίδη δεν είναι μια αισθητική δημιουργία, αλλά υπηρετούν τον φιλόδοξο και καινοτόμο σκοπό του να συγγράψει μια ιστορία η οποία δεν διηγείται στους αναγνώστες απλώς τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αλλά τους διηγείται κάτι για παρόμοιους πολέμους που θα συμβούν στο μέλλον.
-------------------------