146. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΒΑΤΡΑΧΟΣ [146.1] λέων ἀκούσας βατράχου κεκραγότος ἐπεστράφη πρὸς τὴν φωνὴν οἰόμενος μέγα τι ζῷον εἶναι. προσμείνας δὲ αὐτῷ μικρὸν χρόνον ὡς ἐθεάσατο αὐτὸν ἀπὸ τῆς λίμνης ἐξελθόντα, προσελθὼν κατεπάτησεν εἰπών· «μηδένα ἀκοὴ ταραττέτω πρὸ τῆς θέας».
πρὸς ἄνδρα γλωσσαλγῆ οὐδὲν πλέον τοῦ λαλεῖν δυνάμενον.
147. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[147.1] λέων γηράσας καὶ μὴ δυνάμενος δι᾽ ἀλκῆς ἑαυτῷ τροφὴν πορίζειν ἔγνω δεῖν δι᾽ ἐπινοίας τοῦτο πρᾶξαι. καὶ δὴ παραγενόμενος εἴς τι σπήλαιον καὶ ἐνταῦθα κατακλιθεὶς προσεποιεῖτο τὸν νοσοῦντα καὶ οὕτω τὰ παραγενόμενα πρὸς αὐτὸν εἰς ἐπίσκεψιν ζῷα συλλαμβάνων κατήσθιε. πολλῶν δὲ θηρίων καταναλωθέντων ἀλώπηξ τὸ τέχνασμα αὐτοῦ συνεῖσα παρεγένετο καὶ στᾶσα ἄπωθεν τοῦ σπηλαίου ἐπυνθάνετο αὐτοῦ, πῶς ἔχοι. τοῦ δὲ εἰπόντος· «κακῶς» καὶ τὴν αἰτίαν ἐρομένου, δι᾽ ἣν οὐκ εἴσεισιν, ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε εἰσῆλθον ἄν, εἰ μὴ ἑώρων πολλῶν εἰσιόντων ἴχνη, ἐξιόντος δὲ οὐδενός».
οὕτως οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων ἐκ τεκμηρίων προορώμενοι τοὺς κινδύνους ἐκφεύγουσι.
148. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΤΑΥΡΟΣ
[148.1] λέων ταύρῳ παμμεγέθει ἐπιβουλεύων ἐβουλήθη δόλῳ αὐτοῦ περιγενέσθαι. διόπερ πρόβατον τεθυκέναι φήσας πρὸς ἑστίασιν αὐτὸν ἐκάλεσε βουλόμενος κατακλιθέντα αὐτὸν καταγωνίσασθαι. ὁ δὲ ἐλθὼν καὶ θεασάμενος λέβητάς τε πολλοὺς καὶ ὀβελίσκους μεγάλους, τὸ δὲ πρόβατον οὐδαμοῦ, μηδὲν εἰπὼν ἀπηλλάττετο. τοῦ δὲ λέοντος αἰτιωμένου αὐτὸν καὶ τὴν αἰτίαν πυνθανομένου, δι᾽ ἣν οὐδὲν δεινὸν παθὼν ἄλογος ἄπεισιν, ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐ μάτην τοῦτο ποιῶ. ὁρῶ γὰρ παρασκευὴν οὐχ ὡς εἰς πρόβατον, ἀλλ᾽ εἰς ταῦρον ἡτοιμασμένην».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων αἱ τῶν πονηρῶν τέχναι οὐ λανθάνουσι.
149. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΟΣ
[149.1] λέων εἰς ἔπαυλιν γεωργοῦ εἰσῆλθεν· ὁ δὲ συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τὴν αὐλιαίαν θύραν ἔκλεισε. καὶ ὃς ἐξελθεῖν μὴ δυνάμενος πρῶτον μὲν τὰ ποίμνια διέφθειρεν, ἔπειτα δὲ καὶ ἐπὶ τοὺς βόας ἐτράπη. καὶ ὁ γεωργὸς φοβηθεὶς περὶ αὑτοῦ τὴν θύραν ἀνέῳξεν. ἀπαλλαγέντος δὲ τοῦ λέοντος ἡ γυνὴ θεασαμένη αὐτὸν στένοντα εἶπεν· «ἀλλὰ σύ γε δίκαια πέπονθας· τί γὰρ συγκλεῖσαι τοῦτον ἠβουλήθης, ὃν καὶ μακρόθεν σε ἔδει τρέμειν;»
οὕτως οἱ τοὺς ἰσχυροτέρους διερεθίζοντες εἰκότως τὰς ἑαυτῶν πλημμελείας ὑπομένουσι.
150. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΔΕΛΦΙΣ
[150.1] λέων ἔν τινι αἰγιαλῷ πλαζόμενος ὡς ἐθεάσατο δελφῖνα παρακύψαντα, τοῦτον ἐπὶ συμμαχίαν παρεκάλεσε λέγων, ὅτι ἁρμόζει μάλιστα φίλους αὐτοὺς καὶ βοηθοὺς γενέσθαι· ὁ μὲν γὰρ τῶν θαλαττίων ζῴων, αὐτὸς δὲ τῶν χερσαίων βασιλεύει. τοῦ δὲ ἀσμένως ἐπινεύσαντος ὁ λέων μετ᾽ οὐ πολὺν χρόνον μάχην ἔχων πρὸς ταῦρον ἄγριον ἐπεκαλεῖτο τὸν δελφῖνα ἐπὶ βοήθειαν. ὡς δὲ ἐκεῖνος καίπερ βουλόμενος ἐκβῆναι τῆς θαλάσσης οὐκ ἠδύνατο, ᾐτιᾶτο αὐτὸν ὁ λέων ὡς προδότην. ὁ δὲ ὑποτυχὼν εἶπεν· «ἀλλὰ μὴ ἐμὲ μέμφου, ἀλλὰ τὴν φύσιν, ἥτις με θαλάσσιον ποιήσασα γῆς οὐκ ἐᾷ ἐπιβῆναι».
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ φιλίαν σπενδομένους τοιούτους ἐπιλέγεσθαι συμμάχους, οἳ ἐν κινδύνοις παρεῖναι ἡμῖν δύνανται.
***
146. Το λιοντάρι και ο βάτραχος.
[146.1] Μια φορά το λιοντάρι άκουσε τον βάτραχο να κοάζει. Αμέσως γύρισε το βλέμμα του προς τα εκεί από όπου ακουγόταν η φωνή, θαρρώντας πως επρόκειτο για κανένα πελώριο θηρίο. Περίμενε έτσι για λίγο με αδημονία. Μόλις όμως αντίκρισε το κακομοίρικο το βατράχι να βγαίνει από τη λίμνη, τράβηξε καταπάνω του και το έλιωσε κάτω από την πατούσα του, παρατηρώντας: «Προτού να δεις ποιός φωνάζει, μην πανικοβάλλεσαι από τον σαματά του».
Ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο πολυλογά που είναι όλο λόγια και τίποτε άλλο.
147. Το λιοντάρι και η αλεπού.
[147.1] Ήταν μια φορά ένα γέρικο λιοντάρι που δεν ήταν πλέον σε θέση να προσπορίζεται την τροφή του με τη σωματική του ρώμη. Συνειδητοποίησε λοιπόν ότι από εδώ και πέρα έπρεπε να καταφύγει σε πονηριές για να το πετύχει. Μια και δυο, πήγε χώθηκε σε κάποια σπηλιά και ξάπλωσε εκεί μέσα, κάνοντας τον άρρωστο. Έτσι, διάφορα ζώα άρχισαν να καταφτάνουν για να το επισκεφτούν, και το λιοντάρι φυσικά τα άρπαζε και τα καταβρόχθιζε. Με αυτόν τον τρόπο χάθηκαν κάμποσα πλάσματα. Στο τέλος όμως η αλεπού κατάλαβε το τέχνασμα του θεριού. Κατέφτασε λοιπόν έξω από τη σπηλιά του, στάθηκε κάπως μακρύτερα από την είσοδο και ρωτούσε το λιοντάρι πώς πάει η υγεία του. «Χάλια, χάλια είμαι», βόγκηξε το θηρίο και συμπλήρωσε: «Μα γιατί δεν περνάς μέσα, καλή μου;». Η αλεπού τότε αποκρίθηκε: «Ε, ξέρεις… Θα έμπαινα, μόνο που, να, βρε παιδί μου, βλέπω τα ίχνη τόσων πολλών ζώων να κατευθύνονται προς τα μέσα, και όμως κανένα τους δεν βγαίνει προς τα έξω, μυστήριο πράγμα».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όσοι μπορούν και προβλέπουν το κακό από τις ενδείξεις, ξεφεύγουν τον κίνδυνο.
148. Το λιοντάρι και ο ταύρος.
[148.1] Ήταν ένα λιοντάρι που βυσσοδομούσε ενάντια σε κάποιον πελώριο ταύρο. Έβαλε, που λέτε, με τον νου του πανούργο σχέδιο για να τον εξολοθρεύσει. Για αυτόν τον σκοπό έστειλε μήνυμα στον ταύρο ότι είχε σφάξει ένα πρόβατο και τον καλούσε και αυτόν για τραπέζωμα. Λογάριαζε, βλέπετε, να ορμήσει πάνω του, αμέσως μόλις θα πλάγιαζε το καημένο το ζώο για το γεύμα, και να τον βάλει κάτω. Πράγματι, ο καλεσμένος ήλθε και αμέσως παρατήρησε πολλά καζάνια τριγύρω και σούβλες μεγάλου μεγέθους, πρόβατο όμως δεν πήρε το μάτι του πουθενά. Χωρίς να πει τίποτε, λοιπόν, σηκώθηκε και πήρε δρόμο. Μετά από αυτό, το λιοντάρι του έκανε παράπονα και απορούσε για ποιόν λόγο το έσκασε ο μουσαφίρης του έτσι αμίλητος, δίχως να έχει πάθει κανένα κακό. Ωστόσο ο ταύρος ήξερε να του δώσει απάντηση: «Έγνοια σου και δεν το έκανα δίχως λόγο. Τί θαρρείς, πως δεν το έβλεπα; Οι ετοιμασίες που είχες κάνει δεν ήσαν για πρόβατο, για ταύρο ολόκληρο ήσαν».
Το δίδαγμα του μύθου: Τους μυαλωμένους ανθρώπους δεν τους ξεγελούν τα τεχνάσματα των πονηρών.
149. Το λιοντάρι και ο γεωργός.
[149.1] Μια φορά το λιοντάρι τρύπωσε μέσα στο αγρόκτημα κάποιου γεωργού. Εκείνος, που λέτε, είχε την πρόθεση να το αιχμαλωτίσει, γι᾽ αυτό έκλεισε από πίσω του τη θύρα του στάβλου. Τότε το θηρίο, καθώς δεν έβρισκε τρόπο να βγει έξω, έπεσε πρώτα πάνω στα πρόβατα και τα μακέλεψε, και κατόπιν όρμησε να κάνει το ίδιο και στα βόδια. Εκεί ήταν που ο γεωργός τα χρειάστηκε από φόβο για την ίδια τη ζωή του. Άνοιξε λοιπόν την πόρτα και το λιοντάρι ξέφυγε μακριά. Ύστερα, έτσι όπως καθόταν ο ανθρωπάκος και αναστέναζε βαθιά, τον είδε η γυναίκα του και τον κατσάδιασε: «Μωρέ καλά να πάθεις. Τί σου ήρθε, για πες μου, και βάλθηκες να φυλακίσεις εδώ μέσα το θεριό που θα έπρεπε να το τρέμεις από μίλια μακριά;».
Το ίδιο συμβαίνει και με εμάς: Όσοι τσιγκλάνε τους πιο δυνατούς, φυσικό είναι να υφίστανται κατόπιν τις συνέπειες της αστοχασιάς τους.
150. Το λιοντάρι και το δελφίνι.
[150.1] Ήταν ένα λιοντάρι που τριγύριζε στην ακρογιαλιά, όταν ξαφνικά πήρε το μάτι του ένα δελφίνι το οποίο ξεμύτισε για λίγο έξω από το νερό. Αμέσως ο λέοντας του πρότεινε να κάνουν συμμαχία, καθότι οι δυο τους ταίριαζαν απολύτως να γίνουν φίλοι και βοηθοί ο ένας του άλλου. Βλέπετε, το δελφίνι είναι ο βασιλιάς των πλασμάτων της θάλασσας, όπως το λιοντάρι διαφεντεύει τα ζωντανά της ξηράς. Το θαλάσσιο ζώο, που λέτε, συμφώνησε μετά χαράς. Μετά από λίγο καιρό, όμως, ο λέοντας έμπλεξε σε μάχη ενάντια σε κάποιον ανήμερο ταύρο, και φυσικά έσπευσε να καλέσει τον πρόσφατο σύμμαχό του σε βοήθεια. Το δελφίνι είχε ασφαλώς όλη την καλή διάθεση να συνδράμει, έλα όμως που δεν μπορούσε να βγει από τα νερά. Τότε το λιοντάρι τού έκανε πικρά παράπονα και το αποκάλεσε προδότη. Όμως το δελφίνι δικαιολογήθηκε ως εξής: «Α, όλα κι όλα! Μη ρίχνεις το φταίξιμο σε μένα, στη φύση να το ρίξεις. Αυτή με έπλασε ζώο της θάλασσας και δεν με αφήνει να πατήσω πόδι στη γη».
Έτσι πρέπει να κάνουμε και εμείς: Άμα συνάπτουμε φιλίες, να κοιτάζουμε να διαλέγουμε κατάλληλους συμμάχους, που θα είναι σε θέση να σταθούν πλάι μας στον κίνδυνο.
πρὸς ἄνδρα γλωσσαλγῆ οὐδὲν πλέον τοῦ λαλεῖν δυνάμενον.
147. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[147.1] λέων γηράσας καὶ μὴ δυνάμενος δι᾽ ἀλκῆς ἑαυτῷ τροφὴν πορίζειν ἔγνω δεῖν δι᾽ ἐπινοίας τοῦτο πρᾶξαι. καὶ δὴ παραγενόμενος εἴς τι σπήλαιον καὶ ἐνταῦθα κατακλιθεὶς προσεποιεῖτο τὸν νοσοῦντα καὶ οὕτω τὰ παραγενόμενα πρὸς αὐτὸν εἰς ἐπίσκεψιν ζῷα συλλαμβάνων κατήσθιε. πολλῶν δὲ θηρίων καταναλωθέντων ἀλώπηξ τὸ τέχνασμα αὐτοῦ συνεῖσα παρεγένετο καὶ στᾶσα ἄπωθεν τοῦ σπηλαίου ἐπυνθάνετο αὐτοῦ, πῶς ἔχοι. τοῦ δὲ εἰπόντος· «κακῶς» καὶ τὴν αἰτίαν ἐρομένου, δι᾽ ἣν οὐκ εἴσεισιν, ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε εἰσῆλθον ἄν, εἰ μὴ ἑώρων πολλῶν εἰσιόντων ἴχνη, ἐξιόντος δὲ οὐδενός».
οὕτως οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων ἐκ τεκμηρίων προορώμενοι τοὺς κινδύνους ἐκφεύγουσι.
148. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΤΑΥΡΟΣ
[148.1] λέων ταύρῳ παμμεγέθει ἐπιβουλεύων ἐβουλήθη δόλῳ αὐτοῦ περιγενέσθαι. διόπερ πρόβατον τεθυκέναι φήσας πρὸς ἑστίασιν αὐτὸν ἐκάλεσε βουλόμενος κατακλιθέντα αὐτὸν καταγωνίσασθαι. ὁ δὲ ἐλθὼν καὶ θεασάμενος λέβητάς τε πολλοὺς καὶ ὀβελίσκους μεγάλους, τὸ δὲ πρόβατον οὐδαμοῦ, μηδὲν εἰπὼν ἀπηλλάττετο. τοῦ δὲ λέοντος αἰτιωμένου αὐτὸν καὶ τὴν αἰτίαν πυνθανομένου, δι᾽ ἣν οὐδὲν δεινὸν παθὼν ἄλογος ἄπεισιν, ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐ μάτην τοῦτο ποιῶ. ὁρῶ γὰρ παρασκευὴν οὐχ ὡς εἰς πρόβατον, ἀλλ᾽ εἰς ταῦρον ἡτοιμασμένην».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων αἱ τῶν πονηρῶν τέχναι οὐ λανθάνουσι.
149. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΟΣ
[149.1] λέων εἰς ἔπαυλιν γεωργοῦ εἰσῆλθεν· ὁ δὲ συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τὴν αὐλιαίαν θύραν ἔκλεισε. καὶ ὃς ἐξελθεῖν μὴ δυνάμενος πρῶτον μὲν τὰ ποίμνια διέφθειρεν, ἔπειτα δὲ καὶ ἐπὶ τοὺς βόας ἐτράπη. καὶ ὁ γεωργὸς φοβηθεὶς περὶ αὑτοῦ τὴν θύραν ἀνέῳξεν. ἀπαλλαγέντος δὲ τοῦ λέοντος ἡ γυνὴ θεασαμένη αὐτὸν στένοντα εἶπεν· «ἀλλὰ σύ γε δίκαια πέπονθας· τί γὰρ συγκλεῖσαι τοῦτον ἠβουλήθης, ὃν καὶ μακρόθεν σε ἔδει τρέμειν;»
οὕτως οἱ τοὺς ἰσχυροτέρους διερεθίζοντες εἰκότως τὰς ἑαυτῶν πλημμελείας ὑπομένουσι.
150. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΔΕΛΦΙΣ
[150.1] λέων ἔν τινι αἰγιαλῷ πλαζόμενος ὡς ἐθεάσατο δελφῖνα παρακύψαντα, τοῦτον ἐπὶ συμμαχίαν παρεκάλεσε λέγων, ὅτι ἁρμόζει μάλιστα φίλους αὐτοὺς καὶ βοηθοὺς γενέσθαι· ὁ μὲν γὰρ τῶν θαλαττίων ζῴων, αὐτὸς δὲ τῶν χερσαίων βασιλεύει. τοῦ δὲ ἀσμένως ἐπινεύσαντος ὁ λέων μετ᾽ οὐ πολὺν χρόνον μάχην ἔχων πρὸς ταῦρον ἄγριον ἐπεκαλεῖτο τὸν δελφῖνα ἐπὶ βοήθειαν. ὡς δὲ ἐκεῖνος καίπερ βουλόμενος ἐκβῆναι τῆς θαλάσσης οὐκ ἠδύνατο, ᾐτιᾶτο αὐτὸν ὁ λέων ὡς προδότην. ὁ δὲ ὑποτυχὼν εἶπεν· «ἀλλὰ μὴ ἐμὲ μέμφου, ἀλλὰ τὴν φύσιν, ἥτις με θαλάσσιον ποιήσασα γῆς οὐκ ἐᾷ ἐπιβῆναι».
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ φιλίαν σπενδομένους τοιούτους ἐπιλέγεσθαι συμμάχους, οἳ ἐν κινδύνοις παρεῖναι ἡμῖν δύνανται.
***
146. Το λιοντάρι και ο βάτραχος.
[146.1] Μια φορά το λιοντάρι άκουσε τον βάτραχο να κοάζει. Αμέσως γύρισε το βλέμμα του προς τα εκεί από όπου ακουγόταν η φωνή, θαρρώντας πως επρόκειτο για κανένα πελώριο θηρίο. Περίμενε έτσι για λίγο με αδημονία. Μόλις όμως αντίκρισε το κακομοίρικο το βατράχι να βγαίνει από τη λίμνη, τράβηξε καταπάνω του και το έλιωσε κάτω από την πατούσα του, παρατηρώντας: «Προτού να δεις ποιός φωνάζει, μην πανικοβάλλεσαι από τον σαματά του».
Ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο πολυλογά που είναι όλο λόγια και τίποτε άλλο.
147. Το λιοντάρι και η αλεπού.
[147.1] Ήταν μια φορά ένα γέρικο λιοντάρι που δεν ήταν πλέον σε θέση να προσπορίζεται την τροφή του με τη σωματική του ρώμη. Συνειδητοποίησε λοιπόν ότι από εδώ και πέρα έπρεπε να καταφύγει σε πονηριές για να το πετύχει. Μια και δυο, πήγε χώθηκε σε κάποια σπηλιά και ξάπλωσε εκεί μέσα, κάνοντας τον άρρωστο. Έτσι, διάφορα ζώα άρχισαν να καταφτάνουν για να το επισκεφτούν, και το λιοντάρι φυσικά τα άρπαζε και τα καταβρόχθιζε. Με αυτόν τον τρόπο χάθηκαν κάμποσα πλάσματα. Στο τέλος όμως η αλεπού κατάλαβε το τέχνασμα του θεριού. Κατέφτασε λοιπόν έξω από τη σπηλιά του, στάθηκε κάπως μακρύτερα από την είσοδο και ρωτούσε το λιοντάρι πώς πάει η υγεία του. «Χάλια, χάλια είμαι», βόγκηξε το θηρίο και συμπλήρωσε: «Μα γιατί δεν περνάς μέσα, καλή μου;». Η αλεπού τότε αποκρίθηκε: «Ε, ξέρεις… Θα έμπαινα, μόνο που, να, βρε παιδί μου, βλέπω τα ίχνη τόσων πολλών ζώων να κατευθύνονται προς τα μέσα, και όμως κανένα τους δεν βγαίνει προς τα έξω, μυστήριο πράγμα».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όσοι μπορούν και προβλέπουν το κακό από τις ενδείξεις, ξεφεύγουν τον κίνδυνο.
148. Το λιοντάρι και ο ταύρος.
[148.1] Ήταν ένα λιοντάρι που βυσσοδομούσε ενάντια σε κάποιον πελώριο ταύρο. Έβαλε, που λέτε, με τον νου του πανούργο σχέδιο για να τον εξολοθρεύσει. Για αυτόν τον σκοπό έστειλε μήνυμα στον ταύρο ότι είχε σφάξει ένα πρόβατο και τον καλούσε και αυτόν για τραπέζωμα. Λογάριαζε, βλέπετε, να ορμήσει πάνω του, αμέσως μόλις θα πλάγιαζε το καημένο το ζώο για το γεύμα, και να τον βάλει κάτω. Πράγματι, ο καλεσμένος ήλθε και αμέσως παρατήρησε πολλά καζάνια τριγύρω και σούβλες μεγάλου μεγέθους, πρόβατο όμως δεν πήρε το μάτι του πουθενά. Χωρίς να πει τίποτε, λοιπόν, σηκώθηκε και πήρε δρόμο. Μετά από αυτό, το λιοντάρι του έκανε παράπονα και απορούσε για ποιόν λόγο το έσκασε ο μουσαφίρης του έτσι αμίλητος, δίχως να έχει πάθει κανένα κακό. Ωστόσο ο ταύρος ήξερε να του δώσει απάντηση: «Έγνοια σου και δεν το έκανα δίχως λόγο. Τί θαρρείς, πως δεν το έβλεπα; Οι ετοιμασίες που είχες κάνει δεν ήσαν για πρόβατο, για ταύρο ολόκληρο ήσαν».
Το δίδαγμα του μύθου: Τους μυαλωμένους ανθρώπους δεν τους ξεγελούν τα τεχνάσματα των πονηρών.
149. Το λιοντάρι και ο γεωργός.
[149.1] Μια φορά το λιοντάρι τρύπωσε μέσα στο αγρόκτημα κάποιου γεωργού. Εκείνος, που λέτε, είχε την πρόθεση να το αιχμαλωτίσει, γι᾽ αυτό έκλεισε από πίσω του τη θύρα του στάβλου. Τότε το θηρίο, καθώς δεν έβρισκε τρόπο να βγει έξω, έπεσε πρώτα πάνω στα πρόβατα και τα μακέλεψε, και κατόπιν όρμησε να κάνει το ίδιο και στα βόδια. Εκεί ήταν που ο γεωργός τα χρειάστηκε από φόβο για την ίδια τη ζωή του. Άνοιξε λοιπόν την πόρτα και το λιοντάρι ξέφυγε μακριά. Ύστερα, έτσι όπως καθόταν ο ανθρωπάκος και αναστέναζε βαθιά, τον είδε η γυναίκα του και τον κατσάδιασε: «Μωρέ καλά να πάθεις. Τί σου ήρθε, για πες μου, και βάλθηκες να φυλακίσεις εδώ μέσα το θεριό που θα έπρεπε να το τρέμεις από μίλια μακριά;».
Το ίδιο συμβαίνει και με εμάς: Όσοι τσιγκλάνε τους πιο δυνατούς, φυσικό είναι να υφίστανται κατόπιν τις συνέπειες της αστοχασιάς τους.
150. Το λιοντάρι και το δελφίνι.
[150.1] Ήταν ένα λιοντάρι που τριγύριζε στην ακρογιαλιά, όταν ξαφνικά πήρε το μάτι του ένα δελφίνι το οποίο ξεμύτισε για λίγο έξω από το νερό. Αμέσως ο λέοντας του πρότεινε να κάνουν συμμαχία, καθότι οι δυο τους ταίριαζαν απολύτως να γίνουν φίλοι και βοηθοί ο ένας του άλλου. Βλέπετε, το δελφίνι είναι ο βασιλιάς των πλασμάτων της θάλασσας, όπως το λιοντάρι διαφεντεύει τα ζωντανά της ξηράς. Το θαλάσσιο ζώο, που λέτε, συμφώνησε μετά χαράς. Μετά από λίγο καιρό, όμως, ο λέοντας έμπλεξε σε μάχη ενάντια σε κάποιον ανήμερο ταύρο, και φυσικά έσπευσε να καλέσει τον πρόσφατο σύμμαχό του σε βοήθεια. Το δελφίνι είχε ασφαλώς όλη την καλή διάθεση να συνδράμει, έλα όμως που δεν μπορούσε να βγει από τα νερά. Τότε το λιοντάρι τού έκανε πικρά παράπονα και το αποκάλεσε προδότη. Όμως το δελφίνι δικαιολογήθηκε ως εξής: «Α, όλα κι όλα! Μη ρίχνεις το φταίξιμο σε μένα, στη φύση να το ρίξεις. Αυτή με έπλασε ζώο της θάλασσας και δεν με αφήνει να πατήσω πόδι στη γη».
Έτσι πρέπει να κάνουμε και εμείς: Άμα συνάπτουμε φιλίες, να κοιτάζουμε να διαλέγουμε κατάλληλους συμμάχους, που θα είναι σε θέση να σταθούν πλάι μας στον κίνδυνο.