Σκοπός είναι να περιγράψω με έναν κριτικό τρόπο το φαινόμενο της καταγωγής της ανθρώπινης μίμησης, το πώς θεώρησαν αυτήν ορισμένοι βασικοί εκφραστές της αρχαιοελληνικής σκέψης, όπως οι Πυθαγόρειοι, ο Ηράκλειτος, ο Δημόκριτος, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αλλά και ποιες διαφωνίες υπήρξαν μεταξύ τους για τη φύση και το ρόλο της μίμησης στη ζωή των ανθρώπων, στη γνώση και στην τέχνη, στην ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου, στην ανάπτυξη της κουλτούρας αλλά και στη συγκινησιακή όψη της μίμησης.
Η μίμηση μέσα σε μια πλουραλιστική φιλοσοφική παράδοση
Η μίμηση ήταν βασικό μέρος της τελετουργικής διαδικασίας των Αρχαίων Μυστηρίων, που συνίσταντο από τις βασικές διαδικασίες του Μύθου, της Τελετής και της Μύησης. Μέσα από τις ιερές αυτές λειτουργίες οι αρχαίοι Έλληνες μιμούνταν διάφορα μυθικά πρότυπα (π.χ. του Ηρακλή, του Διόνυσου, του Ορφέα, κ.ά) ως παραδειγματικά πρότυπα ζωής. Η συμμετοχή τους στη δύναμη και την ενέργεια του Μύθου γινόταν μέσω της μύησης (λατινικά initiare: αρχίζω να εισέρχομαι), η οποία ήταν μια τελετή περάσματος από την τρέχουσα ή παλαιά σε μια νέα και επιθυμητή κατάσταση (π.χ. από την άγνοια στη γνώση, από την πείνα στη χόρταση, από την επιθυμία στην υλοποίηση της, από το γήινο στο θεϊκό, κ.ο.κ.) μέσω της μίμησης συγκεκριμένων κατά περίπτωση πράξεων και δοκιμασιών.
Η μιμητική αναπαράσταση του κυνηγιού είναι ένα παράδειγμα, που δείχνει τον κρίσιμο ρόλο της μίμησης στην επιβίωση. Όμως με το πέρασμα του χρόνου, το ανθρώπινο είδος πέρασε από την αναπαραστατική μίμηση πράξεων στην αναπαράσταση του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου μέσω της ανάδυσης και της ανάπτυξης του προφορικού λόγου.
Στην αρχαιοελληνική σκέψη τη λέξη “Μίμησις” (με τη γενική σημασία του όρου, δηλαδή κάνω ή αναδημιουργώ κάτι που έκανε κάποιος άλλος) τη βρίσκουμε σε αρκετούς συγγραφείς, όπως στον Ηρόδοτο (484 – 426 π.Χ.), ο οποίος σημειώνει: «…περιφέρει ανήρ νεκρόν εν σορώ ξύλινον πεποιημένον, μ ε μ ι μ έ ν ο ν ες τα μάλιστα και γραφή και έργω …» και «…ούτοι επεάν σφι κομισθή νεκρός, δεικνύουσι τοισι κομίσασι παραδείγματα νεκρών ξύλινα, τη γραφή μ ε μ ι μ η μ έ ν α».
Τη λέξη, όμως “Μίμησις” και το πολύπλοκο νόημά της εντοπίζουμε και στις συζητήσεις του Σωκράτη (469 π.Χ. – 399 π.Χ.) με το ζωγράφο Παρράσιο (5ος – 4ος αι. π.Χ.), όπως το καταγράφει ο μαθητής του Σωκράτη, ο ιστορικός Ξενοφών (περ. 430 – 354 π.Χ.). Η μίμηση για το Σωκράτη φαίνεται ότι ξεπερνά τα στενά όρια της δουλικής αντιγραφής «εικασία των ορωμένων δια των χρωμάτων απεικάζοντες εκμιμούνται…» (Ξενοφώντος Απομνημονεύματα, ΙΙΙ, 10).
Οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν τη μίμηση ως ένα μεταφυσικό, κοσμικό μηχανισμό αναπαραγωγής του μικρόκοσμου από τον πρότυπο συμπαντικό μακρόκοσμο των αριθμών και συγχρόνως ως ένα ανθρώπινο είδος μάθησης μέσω μίμησης. Ο Αριστοτέλης (Μετά τα Φυσικά, Α 6, 987b11) αναφέρει για τη μεταφυσική χρήση του όρου μίμηση από τους Πυθαγόρειους: «μιμήσει τα όντα φασίν είναι των αριθμών».
Για έναν Πυθαγόρειο η κατασκευή του μαθηματικού οικοδομήματος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μίμηση της κατασκευής του ιδεατού, συμπαντικού, κοσμικού οίκου, («εστίας του σύμπαντος» και «κατοικία του Διός») (Jean-Francoise Mattei, 1995).
Επίσης, σύμφωνα με τους Πυθαγόρειους, το πιο ηθικό πρότυπο μίμησης των ανθρώπων, είναι οι φιλόσοφοι και οι μαθηματικοί, που γνωρίζουν την τάξη του σύμπαντος, και όχι οι πολιτικοί, που στοχεύουν στην κοινωνική τους αναγνώριση. Οι δύο κόσμοι – ο θνητός μικρόκοσμος των ανθρώπων, των ζώων και των αντικειμένων, καθώς και ο αθάνατος, θεϊκός μακρόκοσμος – είναι μετρήσιμοι. Και οι δύο (έχουν) συνίστανται από Αριθμούς – στη θεωρία αυτή τονίζεται με πολλή έμφαση η γνωστική όψη και το έλλογο στοιχείο (αριθμητική σύσταση του θνητού και αθάνατου κόσμου) της μεταφυσικής και της ανθρώπινης μίμησης (Κugiumutzakis, 1998).
Ο Ηράκλειτος (554 – 483 π. Χ.) υποστήριξε ότι ο άνθρωπος διδάχτηκε τη μίμηση από τους θεούς. Διαμέσου των μιμητικών τεχνών οι άνθρωποι προσπάθησαν να αναπαράγουν τη σύγκρουση και την ενότητα των αντιθέτων – στη θεωρία του Ηράκλειτου η Φύση συνίσταται από τη σύγκρουση («όλα είναι Φωτιά, Πόλεμος») και την ενότητα των αντιθέτων («όλα είναι Ένα). Οι άνθρωποι, λοιπόν, ως μέρος του Ενός μπορούν με τη βοήθεια των μιμητικών τεχνών να αναπαράγουν κάποιες πλευρές και στιγμές των αντιθέτων και η αναπαραγωγή αυτή άλλοτε οδηγεί και άλλοτε δεν οδηγεί στην αλήθεια.
Για το Δημόκριτο (460 – 370 π. Χ.) η μίμηση διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της κουλτούρας. Τα πιο κρίσιμα πρότυπα της ανθρώπινης μίμησης δεν προέρχονται από κάποιους θεούς ή ανθρώπους, αλλά από τα ζώα. Μέσω της ανθρώπινης ικανότητας για μίμηση αναπτύχθηκαν σταδιακά όχι μόνο οι πρακτικές, αλλά και οι καλές τέχνες, γιατί, μιμούμενος ο άνθρωπος τα ζώα, ανέπτυξε την τέχνη της ραπτικής (πρότυπο η αράχνη), την τέχνη του χτισίματος (πρότυπο τα χελιδόνια), την τέχνη του τραγουδιού (μιμητές των κύκνων και των αηδονιών). Με τα λόγια του Δημόκριτου: «…μαθητάς (sc. των ζώων) εν τοις μεγίστοις γεγονότας ημάς. Αράχνης εν τη υφαντική και ακεστική, χελιδόνος εν οικοδομία, και των λιγυρών, κύκνου και αηδόνος, εν ωδή κατά μίμησιν» (Δημόκριτος 154.4)
Στη θεωρία του Δημόκριτου η μίμηση δεν είναι τυφλή, πιστή και απλή αντιγραφή των δραστηριοτήτων του μοντέλου (π.χ. αράχνη, χελιδόνια κ.λ.π.) αλλά μια δημιουργική αναπαραγωγή ενός νέου ανθρώπινου επινοητικού κατασκευάσματος, μια νέα δημιουργία που ξεπερνά τη δράση των αρχικών έμβιων προτύπων (ζώων).
Ο Πλάτων (429-374 π. Χ.), όπως και οι Πυθαγόρειοι, θεωρεί ότι η μίμηση είναι μια μεταφυσική, αλλά και μια ανθρώπινη διαδικασία, η οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην επίλυση των δύσκολων (φιλοσοφικών) προβλημάτων, όπως είναι η καταγωγή και η δημιουργία του αθάνατου μακρόκοσμου και του θνητού, αισθητού μικρόκοσμου καθώς και η φύση των κόσμων, των Ιδεών, της αρετής, της τέχνης, κτλ.
Στη θεωρία του Πλάτωνα, τα έργα τέχνης (π.χ. η δυσδιάστατη ζωγραφική απεικόνιση ενός προσώπου) θεωρούνται ως σκιώδεις, ατελείς μιμήσεις των αισθητών αντικειμένων, (π.χ. ενός τρισδιάστατου θνητού, υπαρκτού προσώπου), τα οποία με τη σειρά τους είναι σκιώδεις, ατελείς μιμήσεις των αθάνατων Ιδεών. Ο καλλιτέχνης μιμείται τον αισθητό κόσμο, που είναι μίμημα (είδωλο) του αληθινού κόσμου. Άρα το έργο της τέχνης είναι «μίμησις μιμήσεως» και ο καλλιτέχνης, ως «δημιουργός ειδώλων», είναι «τρίτος από της αλήθειας» (Πλάτων, Πολιτεία, 596e, 597e, 598b, 599d).
Σ’ αυτήν την κατηγορία μίμησης ο Πλάτων υπάγει τις καλές τέχνες και ιδιαίτερα την ποίηση, «πάσα ποίησις είναι μίμησις» (Πλάτων, Πολιτεία. 595a, Φαίδρος, 248e).
Βέβαια – και αυτό πρέπει να τονιστεί – ο Πλάτων στην έννοια της μίμησης δεν δίνει πάντα το ίδιο περιεχόμενο. Έτσι στα γραπτά του τη χρησιμοποιεί με αρκετά χαλαρό τρόπο, π.χ. η γλώσσα μιμείται, δηλαδή εκφράζει τα πράγματα, ο ψευδής λόγος είναι μίμημα του ψεύδους, που βρίσκεται στην ψυχή, ο αισθητός κόσμος δημιουργήθηκε από το δημιουργό ως μίμηση του νοητού, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατά μίμηση του κόσμου, ο χρόνος μιμείται την αιωνιότητα, οι ήχοι είναι μιμητές της αιώνιας αρμονίας, οι νόμοι μιμητές της αλήθειας, οι ανθρώπινες κυβερνήσεις είναι (κακοί) μιμητές της αληθινής κυβέρνησης, οι ηθικοί άνθρωποι προσπαθούν να μιμηθούν τους θεούς τους, κ.ο.κ. (Πλάτων, Πολιτεία 382d, 596, 597e, Νόμοι 713e, Κρατύλος 423e-424b, 432b-d., Κριτίας, 107b-c, Φαίδρος 252b-c, 253b, Πολιτικός 293e, 297c, 300c, Τίμαιος 38 a, 47b-c, 50c, 80b)
Ο Αριστοτέλης (384-322 π. Χ.), σε αντίθεση με το δάσκαλό του Πλάτωνα, δεν υποτίμησε το ρόλο της μίμησης στη ζωή, την επιστήμη και την τέχνη. Υπoστήριξε ότι μίμηση είναι η διά των αισθητών μέσων αναπαράσταση μιας πραγματικότητας. Υποστήριξε, επίσης, με σαφή τρόπο ότι η μίμηση βρίσκεται μέσα στη φύση των ζώων και του ανθρώπου, είναι δηλαδή έμφυτη και ,όπως η μελωδία και ο ρυθμός, τελειοποιείται με τη συνήθεια. Υποστήριξε, τέλος, ότι ο άνθρωπος είναι το πιο μιμητικό από όλα τα ζώα. Γράφει σχετικά:
«Η μίμηση είναι φυσική στα ανθρώπινα όντα από τη νεαρή ηλικία και συνέχεια. Ο άνθρωπος διαφέρει από τα άλλα ζώα στο ότι είναι ο πολύ μιμητικός. Τα πρώτα του βήματα στη μάθηση γίνονται διαμέσου της μίμησης και όλοι οι άνθρωποι ικανοποιούνται από τη μίμηση. Μιμούμενοι τη μελωδία και το ρυθμό αυτό είναι φυσικό για μας». (Αριστοτέλης, Ποιητική 1448 Β, βλ. επίσης Ηθικά Νικομάχεια, 1102-3).
Για τον Αριστοτέλη οι τέχνες μιμούνται και τελειοποιούν τη φύση. Η τέχνη είναι μιμητική και ως τέχνη είναι, σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό «έξις μετά του λόγου αληθούς ποιητική» ( Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1140 a). Σε δύο φυσικές αιτίες αποδίδει τη γέννηση της ποίησης: στο «μιμείσθαι» και στο «χαίρειν τοις μιμήμασιν» μέσα από τις οποίες ο άνθρωπος «τάς μαθήσεις ποιείσθαι διά της μιμήσεως τάς πρώτας» (Αριστοτέλης, Ποιητική ΙV, 1448 Β 1-5).
Η ευχαρίστηση της μίμησης είναι φυσική σε όλους τους ανθρώπους, ειδικά όταν παρακολουθούν τις μιμήσεις που πραγματοποιούνται από τους άλλους και αυτή η ευχαρίστηση είναι γνωστικού τύπου. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η αποστροφή του ανθρώπου στη θέα ενός νεκρού, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο, όταν αποδίδεται με τέλεια μίμηση στο θέατρο, όπου τα συναισθήματα των θεατών, συλλαμβάνοντας το νόημα της μίμησης των ηθοποιών, αισθάνονται ικανοποίηση και ευχαρίστηση. (Αριστοτέλης, Ποιητική, Ηθικά Νικομάχεια).
Κατά τον Αριστοτέλη, στην τραγωδία η «μίμηση πράξεως» «χάρη στον οίκτο και το φόβο καταφέρνει αριστοτεχνικά να εξαγνίσει τα συναισθήματα του οίκτου και του φόβου» στους παθητικούς θεατές. (Αριστοτέλης, Ποιητική,1449 Β).
Με σύντομο τρόπο περιέγραψα τις σχετικές για τη μίμηση θεωρητικές απόψεις των Πυθαγορείων, του Ηράκλειτου, του Δημόκριτου, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Φαίνεται ότι στην αρχαιο-ελληνική φιλοσοφική σκέψη η μίμηση θεωρήθηκε με έναν πλουραλιστικό τρόπο, που ανακλάται στις διαφωνίες των φιλοσόφων για τη φύση και το ρόλο της μίμησης στη ζωή, τη γνώση και την τέχνη. Θεώρησαν τη μίμηση ως μια διαδικασία που εμπεριείχε στοιχεία πράξης, γνώσης, συγκίνησης, αλλά και ηθικής αποτίμησης.
Ο Ηράκλειτος και ο Αριστοτέλης ασχολήθηκαν με τη καταγωγή της μίμησης – θεϊκή για τον πρώτο, έμφυτο συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης για το δεύτερο.
Οι Πυθαγόριοι, ο Ηράκλειτος και ο Πλάτων ασχολήθηκαν με το ρόλο της στην ηθική ανάπτυξη των ανθρώπων και πρότειναν ποιά πρότυπα πρέπει να προτιμούν και ποιά πρέπει να αποφεύγουν να μιμούνται οι άνθρωποι. Ο Ηράκλειτος και ο Πλάτων τόνισαν τη σχέση μίμησης – αλήθειας και μάλλον συμφωνούν ότι αρκετές φορές (Ηράκλειτος) ή και σπάνια (Πλάτων) η μίμηση οδηγεί στην αλήθεια.
Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης τόνισαν την εμπλοκή των συγκινήσεων κατά τη μιμητική αναπαραγωγή ενός προτύπου (π.χ. στο θέατρο). Ο πρώτος τόνισε τον αρνητικό ρόλο των συγκινήσεων, που προέρχονται από μιμήσεις κακών για τους νέους προτύπων, ενώ ο δεύτερος, αντίθετα, τόνισε το θεραπευτικό ρόλο των συγκινήσεων, που προκαλούνται από τη μίμηση πάνω στο θεατή του θεάτρου. Και οι δύο φιλόσοφοι, εκτός από τη συγκινησιακή όψη της μίμησης, τόνισαν το ρόλο του γνωστικού στοιχείου ως προς τη σύλληψη της αλήθειας κατά τη διάρκειά της μίμησης των καλλιτεχνών. Ο Πλάτων τόνισε πόσο λίγο συλλαμβάνουν οι καλλιτέχνες την αιώνια γνώση και ομορφιά των Ιδεών, ενώ, αντίθετα, ο Αριστοτέλης, τόνισε τον κρίσιμο ρόλο των μιμητικών τεχνών στην κατανόηση και την τελειοποίηση της φύσης.
Τέλος, ο Δημόκριτος τόνισε το ρόλο της μίμησης στην ανάπτυξη της κουλτούρας (πρότυπα ανάπτυξης των ανθρώπινων τεχνών όχι οι θεοί και άλλοι άνθρωποι, αλλά τα άλλα ζώα!) και ότι η μίμηση οδηγεί στην περαιτέρω κατανόηση του προτύπου – γνώρισε τον άλλο (και) με το να τον μιμηθείς.
Στην αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη τα πρότυπα της μίμησης για ένα μιμητή μπορεί να είναι θεϊκά, ανθρώπινα, ή μέρη του φυσικού κόσμου (άλλα ζώα), μπορεί, επίσης, να είναι πρότυπα πραγματικά, φανταστικά, ιστορικά ή και μυθικά
Παρά το ενδιαφέρον, όμως, που παρουσιάζει η αρχαιοελληνική φιλοσοφική παράδοση για τα φαινόμενα της μίμησης και παρά τον πλουραλισμό των προοπτικών τους, θα πρέπει να τονιστεί ότι συνολικά (εκτός ίσως τους καλούς παρατηρητές της φύσης Δημόκριτο και Αριστοτέλη) οι απόψεις που αναπτύχθηκαν ήταν κυρίως θεωρητικές, γι’ αυτό καιρός είναι να στραφούμε και σε μελέτες που βασίζονται, εκτός από τη θεωρία, και στον εμπειρικό έλεγχό της, δηλαδή σε μελέτες, που διερεύνησαν τη μίμηση στα ζώα και στους ανθρώπους.
Η μίμηση μέσα σε μια πλουραλιστική φιλοσοφική παράδοση
Η μίμηση ήταν βασικό μέρος της τελετουργικής διαδικασίας των Αρχαίων Μυστηρίων, που συνίσταντο από τις βασικές διαδικασίες του Μύθου, της Τελετής και της Μύησης. Μέσα από τις ιερές αυτές λειτουργίες οι αρχαίοι Έλληνες μιμούνταν διάφορα μυθικά πρότυπα (π.χ. του Ηρακλή, του Διόνυσου, του Ορφέα, κ.ά) ως παραδειγματικά πρότυπα ζωής. Η συμμετοχή τους στη δύναμη και την ενέργεια του Μύθου γινόταν μέσω της μύησης (λατινικά initiare: αρχίζω να εισέρχομαι), η οποία ήταν μια τελετή περάσματος από την τρέχουσα ή παλαιά σε μια νέα και επιθυμητή κατάσταση (π.χ. από την άγνοια στη γνώση, από την πείνα στη χόρταση, από την επιθυμία στην υλοποίηση της, από το γήινο στο θεϊκό, κ.ο.κ.) μέσω της μίμησης συγκεκριμένων κατά περίπτωση πράξεων και δοκιμασιών.
Η μιμητική αναπαράσταση του κυνηγιού είναι ένα παράδειγμα, που δείχνει τον κρίσιμο ρόλο της μίμησης στην επιβίωση. Όμως με το πέρασμα του χρόνου, το ανθρώπινο είδος πέρασε από την αναπαραστατική μίμηση πράξεων στην αναπαράσταση του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου μέσω της ανάδυσης και της ανάπτυξης του προφορικού λόγου.
Στην αρχαιοελληνική σκέψη τη λέξη “Μίμησις” (με τη γενική σημασία του όρου, δηλαδή κάνω ή αναδημιουργώ κάτι που έκανε κάποιος άλλος) τη βρίσκουμε σε αρκετούς συγγραφείς, όπως στον Ηρόδοτο (484 – 426 π.Χ.), ο οποίος σημειώνει: «…περιφέρει ανήρ νεκρόν εν σορώ ξύλινον πεποιημένον, μ ε μ ι μ έ ν ο ν ες τα μάλιστα και γραφή και έργω …» και «…ούτοι επεάν σφι κομισθή νεκρός, δεικνύουσι τοισι κομίσασι παραδείγματα νεκρών ξύλινα, τη γραφή μ ε μ ι μ η μ έ ν α».
Τη λέξη, όμως “Μίμησις” και το πολύπλοκο νόημά της εντοπίζουμε και στις συζητήσεις του Σωκράτη (469 π.Χ. – 399 π.Χ.) με το ζωγράφο Παρράσιο (5ος – 4ος αι. π.Χ.), όπως το καταγράφει ο μαθητής του Σωκράτη, ο ιστορικός Ξενοφών (περ. 430 – 354 π.Χ.). Η μίμηση για το Σωκράτη φαίνεται ότι ξεπερνά τα στενά όρια της δουλικής αντιγραφής «εικασία των ορωμένων δια των χρωμάτων απεικάζοντες εκμιμούνται…» (Ξενοφώντος Απομνημονεύματα, ΙΙΙ, 10).
Οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν τη μίμηση ως ένα μεταφυσικό, κοσμικό μηχανισμό αναπαραγωγής του μικρόκοσμου από τον πρότυπο συμπαντικό μακρόκοσμο των αριθμών και συγχρόνως ως ένα ανθρώπινο είδος μάθησης μέσω μίμησης. Ο Αριστοτέλης (Μετά τα Φυσικά, Α 6, 987b11) αναφέρει για τη μεταφυσική χρήση του όρου μίμηση από τους Πυθαγόρειους: «μιμήσει τα όντα φασίν είναι των αριθμών».
Για έναν Πυθαγόρειο η κατασκευή του μαθηματικού οικοδομήματος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μίμηση της κατασκευής του ιδεατού, συμπαντικού, κοσμικού οίκου, («εστίας του σύμπαντος» και «κατοικία του Διός») (Jean-Francoise Mattei, 1995).
Επίσης, σύμφωνα με τους Πυθαγόρειους, το πιο ηθικό πρότυπο μίμησης των ανθρώπων, είναι οι φιλόσοφοι και οι μαθηματικοί, που γνωρίζουν την τάξη του σύμπαντος, και όχι οι πολιτικοί, που στοχεύουν στην κοινωνική τους αναγνώριση. Οι δύο κόσμοι – ο θνητός μικρόκοσμος των ανθρώπων, των ζώων και των αντικειμένων, καθώς και ο αθάνατος, θεϊκός μακρόκοσμος – είναι μετρήσιμοι. Και οι δύο (έχουν) συνίστανται από Αριθμούς – στη θεωρία αυτή τονίζεται με πολλή έμφαση η γνωστική όψη και το έλλογο στοιχείο (αριθμητική σύσταση του θνητού και αθάνατου κόσμου) της μεταφυσικής και της ανθρώπινης μίμησης (Κugiumutzakis, 1998).
Ο Ηράκλειτος (554 – 483 π. Χ.) υποστήριξε ότι ο άνθρωπος διδάχτηκε τη μίμηση από τους θεούς. Διαμέσου των μιμητικών τεχνών οι άνθρωποι προσπάθησαν να αναπαράγουν τη σύγκρουση και την ενότητα των αντιθέτων – στη θεωρία του Ηράκλειτου η Φύση συνίσταται από τη σύγκρουση («όλα είναι Φωτιά, Πόλεμος») και την ενότητα των αντιθέτων («όλα είναι Ένα). Οι άνθρωποι, λοιπόν, ως μέρος του Ενός μπορούν με τη βοήθεια των μιμητικών τεχνών να αναπαράγουν κάποιες πλευρές και στιγμές των αντιθέτων και η αναπαραγωγή αυτή άλλοτε οδηγεί και άλλοτε δεν οδηγεί στην αλήθεια.
Για το Δημόκριτο (460 – 370 π. Χ.) η μίμηση διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της κουλτούρας. Τα πιο κρίσιμα πρότυπα της ανθρώπινης μίμησης δεν προέρχονται από κάποιους θεούς ή ανθρώπους, αλλά από τα ζώα. Μέσω της ανθρώπινης ικανότητας για μίμηση αναπτύχθηκαν σταδιακά όχι μόνο οι πρακτικές, αλλά και οι καλές τέχνες, γιατί, μιμούμενος ο άνθρωπος τα ζώα, ανέπτυξε την τέχνη της ραπτικής (πρότυπο η αράχνη), την τέχνη του χτισίματος (πρότυπο τα χελιδόνια), την τέχνη του τραγουδιού (μιμητές των κύκνων και των αηδονιών). Με τα λόγια του Δημόκριτου: «…μαθητάς (sc. των ζώων) εν τοις μεγίστοις γεγονότας ημάς. Αράχνης εν τη υφαντική και ακεστική, χελιδόνος εν οικοδομία, και των λιγυρών, κύκνου και αηδόνος, εν ωδή κατά μίμησιν» (Δημόκριτος 154.4)
Στη θεωρία του Δημόκριτου η μίμηση δεν είναι τυφλή, πιστή και απλή αντιγραφή των δραστηριοτήτων του μοντέλου (π.χ. αράχνη, χελιδόνια κ.λ.π.) αλλά μια δημιουργική αναπαραγωγή ενός νέου ανθρώπινου επινοητικού κατασκευάσματος, μια νέα δημιουργία που ξεπερνά τη δράση των αρχικών έμβιων προτύπων (ζώων).
Ο Πλάτων (429-374 π. Χ.), όπως και οι Πυθαγόρειοι, θεωρεί ότι η μίμηση είναι μια μεταφυσική, αλλά και μια ανθρώπινη διαδικασία, η οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην επίλυση των δύσκολων (φιλοσοφικών) προβλημάτων, όπως είναι η καταγωγή και η δημιουργία του αθάνατου μακρόκοσμου και του θνητού, αισθητού μικρόκοσμου καθώς και η φύση των κόσμων, των Ιδεών, της αρετής, της τέχνης, κτλ.
Στη θεωρία του Πλάτωνα, τα έργα τέχνης (π.χ. η δυσδιάστατη ζωγραφική απεικόνιση ενός προσώπου) θεωρούνται ως σκιώδεις, ατελείς μιμήσεις των αισθητών αντικειμένων, (π.χ. ενός τρισδιάστατου θνητού, υπαρκτού προσώπου), τα οποία με τη σειρά τους είναι σκιώδεις, ατελείς μιμήσεις των αθάνατων Ιδεών. Ο καλλιτέχνης μιμείται τον αισθητό κόσμο, που είναι μίμημα (είδωλο) του αληθινού κόσμου. Άρα το έργο της τέχνης είναι «μίμησις μιμήσεως» και ο καλλιτέχνης, ως «δημιουργός ειδώλων», είναι «τρίτος από της αλήθειας» (Πλάτων, Πολιτεία, 596e, 597e, 598b, 599d).
Σ’ αυτήν την κατηγορία μίμησης ο Πλάτων υπάγει τις καλές τέχνες και ιδιαίτερα την ποίηση, «πάσα ποίησις είναι μίμησις» (Πλάτων, Πολιτεία. 595a, Φαίδρος, 248e).
Βέβαια – και αυτό πρέπει να τονιστεί – ο Πλάτων στην έννοια της μίμησης δεν δίνει πάντα το ίδιο περιεχόμενο. Έτσι στα γραπτά του τη χρησιμοποιεί με αρκετά χαλαρό τρόπο, π.χ. η γλώσσα μιμείται, δηλαδή εκφράζει τα πράγματα, ο ψευδής λόγος είναι μίμημα του ψεύδους, που βρίσκεται στην ψυχή, ο αισθητός κόσμος δημιουργήθηκε από το δημιουργό ως μίμηση του νοητού, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατά μίμηση του κόσμου, ο χρόνος μιμείται την αιωνιότητα, οι ήχοι είναι μιμητές της αιώνιας αρμονίας, οι νόμοι μιμητές της αλήθειας, οι ανθρώπινες κυβερνήσεις είναι (κακοί) μιμητές της αληθινής κυβέρνησης, οι ηθικοί άνθρωποι προσπαθούν να μιμηθούν τους θεούς τους, κ.ο.κ. (Πλάτων, Πολιτεία 382d, 596, 597e, Νόμοι 713e, Κρατύλος 423e-424b, 432b-d., Κριτίας, 107b-c, Φαίδρος 252b-c, 253b, Πολιτικός 293e, 297c, 300c, Τίμαιος 38 a, 47b-c, 50c, 80b)
Ο Αριστοτέλης (384-322 π. Χ.), σε αντίθεση με το δάσκαλό του Πλάτωνα, δεν υποτίμησε το ρόλο της μίμησης στη ζωή, την επιστήμη και την τέχνη. Υπoστήριξε ότι μίμηση είναι η διά των αισθητών μέσων αναπαράσταση μιας πραγματικότητας. Υποστήριξε, επίσης, με σαφή τρόπο ότι η μίμηση βρίσκεται μέσα στη φύση των ζώων και του ανθρώπου, είναι δηλαδή έμφυτη και ,όπως η μελωδία και ο ρυθμός, τελειοποιείται με τη συνήθεια. Υποστήριξε, τέλος, ότι ο άνθρωπος είναι το πιο μιμητικό από όλα τα ζώα. Γράφει σχετικά:
«Η μίμηση είναι φυσική στα ανθρώπινα όντα από τη νεαρή ηλικία και συνέχεια. Ο άνθρωπος διαφέρει από τα άλλα ζώα στο ότι είναι ο πολύ μιμητικός. Τα πρώτα του βήματα στη μάθηση γίνονται διαμέσου της μίμησης και όλοι οι άνθρωποι ικανοποιούνται από τη μίμηση. Μιμούμενοι τη μελωδία και το ρυθμό αυτό είναι φυσικό για μας». (Αριστοτέλης, Ποιητική 1448 Β, βλ. επίσης Ηθικά Νικομάχεια, 1102-3).
Για τον Αριστοτέλη οι τέχνες μιμούνται και τελειοποιούν τη φύση. Η τέχνη είναι μιμητική και ως τέχνη είναι, σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό «έξις μετά του λόγου αληθούς ποιητική» ( Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1140 a). Σε δύο φυσικές αιτίες αποδίδει τη γέννηση της ποίησης: στο «μιμείσθαι» και στο «χαίρειν τοις μιμήμασιν» μέσα από τις οποίες ο άνθρωπος «τάς μαθήσεις ποιείσθαι διά της μιμήσεως τάς πρώτας» (Αριστοτέλης, Ποιητική ΙV, 1448 Β 1-5).
Η ευχαρίστηση της μίμησης είναι φυσική σε όλους τους ανθρώπους, ειδικά όταν παρακολουθούν τις μιμήσεις που πραγματοποιούνται από τους άλλους και αυτή η ευχαρίστηση είναι γνωστικού τύπου. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η αποστροφή του ανθρώπου στη θέα ενός νεκρού, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο, όταν αποδίδεται με τέλεια μίμηση στο θέατρο, όπου τα συναισθήματα των θεατών, συλλαμβάνοντας το νόημα της μίμησης των ηθοποιών, αισθάνονται ικανοποίηση και ευχαρίστηση. (Αριστοτέλης, Ποιητική, Ηθικά Νικομάχεια).
Κατά τον Αριστοτέλη, στην τραγωδία η «μίμηση πράξεως» «χάρη στον οίκτο και το φόβο καταφέρνει αριστοτεχνικά να εξαγνίσει τα συναισθήματα του οίκτου και του φόβου» στους παθητικούς θεατές. (Αριστοτέλης, Ποιητική,1449 Β).
Με σύντομο τρόπο περιέγραψα τις σχετικές για τη μίμηση θεωρητικές απόψεις των Πυθαγορείων, του Ηράκλειτου, του Δημόκριτου, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Φαίνεται ότι στην αρχαιο-ελληνική φιλοσοφική σκέψη η μίμηση θεωρήθηκε με έναν πλουραλιστικό τρόπο, που ανακλάται στις διαφωνίες των φιλοσόφων για τη φύση και το ρόλο της μίμησης στη ζωή, τη γνώση και την τέχνη. Θεώρησαν τη μίμηση ως μια διαδικασία που εμπεριείχε στοιχεία πράξης, γνώσης, συγκίνησης, αλλά και ηθικής αποτίμησης.
Ο Ηράκλειτος και ο Αριστοτέλης ασχολήθηκαν με τη καταγωγή της μίμησης – θεϊκή για τον πρώτο, έμφυτο συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης για το δεύτερο.
Οι Πυθαγόριοι, ο Ηράκλειτος και ο Πλάτων ασχολήθηκαν με το ρόλο της στην ηθική ανάπτυξη των ανθρώπων και πρότειναν ποιά πρότυπα πρέπει να προτιμούν και ποιά πρέπει να αποφεύγουν να μιμούνται οι άνθρωποι. Ο Ηράκλειτος και ο Πλάτων τόνισαν τη σχέση μίμησης – αλήθειας και μάλλον συμφωνούν ότι αρκετές φορές (Ηράκλειτος) ή και σπάνια (Πλάτων) η μίμηση οδηγεί στην αλήθεια.
Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης τόνισαν την εμπλοκή των συγκινήσεων κατά τη μιμητική αναπαραγωγή ενός προτύπου (π.χ. στο θέατρο). Ο πρώτος τόνισε τον αρνητικό ρόλο των συγκινήσεων, που προέρχονται από μιμήσεις κακών για τους νέους προτύπων, ενώ ο δεύτερος, αντίθετα, τόνισε το θεραπευτικό ρόλο των συγκινήσεων, που προκαλούνται από τη μίμηση πάνω στο θεατή του θεάτρου. Και οι δύο φιλόσοφοι, εκτός από τη συγκινησιακή όψη της μίμησης, τόνισαν το ρόλο του γνωστικού στοιχείου ως προς τη σύλληψη της αλήθειας κατά τη διάρκειά της μίμησης των καλλιτεχνών. Ο Πλάτων τόνισε πόσο λίγο συλλαμβάνουν οι καλλιτέχνες την αιώνια γνώση και ομορφιά των Ιδεών, ενώ, αντίθετα, ο Αριστοτέλης, τόνισε τον κρίσιμο ρόλο των μιμητικών τεχνών στην κατανόηση και την τελειοποίηση της φύσης.
Τέλος, ο Δημόκριτος τόνισε το ρόλο της μίμησης στην ανάπτυξη της κουλτούρας (πρότυπα ανάπτυξης των ανθρώπινων τεχνών όχι οι θεοί και άλλοι άνθρωποι, αλλά τα άλλα ζώα!) και ότι η μίμηση οδηγεί στην περαιτέρω κατανόηση του προτύπου – γνώρισε τον άλλο (και) με το να τον μιμηθείς.
Στην αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη τα πρότυπα της μίμησης για ένα μιμητή μπορεί να είναι θεϊκά, ανθρώπινα, ή μέρη του φυσικού κόσμου (άλλα ζώα), μπορεί, επίσης, να είναι πρότυπα πραγματικά, φανταστικά, ιστορικά ή και μυθικά
Παρά το ενδιαφέρον, όμως, που παρουσιάζει η αρχαιοελληνική φιλοσοφική παράδοση για τα φαινόμενα της μίμησης και παρά τον πλουραλισμό των προοπτικών τους, θα πρέπει να τονιστεί ότι συνολικά (εκτός ίσως τους καλούς παρατηρητές της φύσης Δημόκριτο και Αριστοτέλη) οι απόψεις που αναπτύχθηκαν ήταν κυρίως θεωρητικές, γι’ αυτό καιρός είναι να στραφούμε και σε μελέτες που βασίζονται, εκτός από τη θεωρία, και στον εμπειρικό έλεγχό της, δηλαδή σε μελέτες, που διερεύνησαν τη μίμηση στα ζώα και στους ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου