Ο ιπποκρατικός όρκος
Ο Όρκος, το πιο σύντομο έργο της συλλογής κειμένων που παραδίδεται με το όνομα του Ιπποκράτη, "σφράγισε όσο κανένα άλλο αρχαίο κείμενο την εικόνα του γιατρού". Η πατρότητά του δεν ανήκει στον ίδιο τον Ιπποκράτη, είναι όμως ένα από τα παλαιότερα κείμενα της συλλογής (πιθανώς τέλος του 5ου αι. π.Χ.). Αποτελεί τον όρκο που έδιναν τα νέα μέλη για να εισέλθουν στη συντεχνία των γιατρών. Σύμφωνα με την άποψη κάποιων μελετητών, η οποία στηρίζεται στις αντιλήψεις που απηχούνται στον όρκο σχετικά με την ιερότητα της ζωής αλλά και την καθαρότητα, ο όρκος απευθυνόταν σε έναν πιο στενό κύκλο γιατρών, οι οποίοι ασπάζονταν την πυθαγόρεια διδασκαλία. Στην αρχή και στο τέλος του ο Όρκος έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός αρχαίου όρκου. Αρχίζει με την επίκληση των θεών (πρώτα όσων προστατεύουν τους γιατρούς και ύστερα όλων των θεών) ως μαρτύρων. Τελειώνει με την τυπική έκφραση ευχής και κατάρας (ἀρά), για τις περιπτώσεις που θα τηρηθεί ή δεν θα τηρηθεί αντιστοίχως ο όρκος. Στο κύριο μέρος του όρκου αναφέρονται οι υποχρεώσεις του νέου γιατρού: απέναντι στην οικογένεια των γιατρών πρώτα, απέναντι στους αρρώστους στη συνέχεια. Οι ηθικές επιταγές του δεύτερου αυτού μέρους παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού καθορίζουν ως υπέρτατο κριτήριο των πράξεων του γιατρού το συμφέρον του ασθενούς.
Ὅρκος
ὀμνύω Ἀπόλλωνα ἰητρὸν καὶ Ἀσκληπιὸν καὶ Ὑγείαν καὶ Πανάκειαν καὶ θεοὺς πάντας τε καὶ πάσας, ἵστορας ποιεύμενος, ἐπιτελέα ποιήσειν κατὰ δύναμιν καὶ κρίσιν ἐμὴν ὅρκον τόνδε καὶ συγγραφὴν τήνδε.ἡγήσασθαι μὲν τὸν διδάξαντά με τὴν τέχνην ταύτην ἴσα γενέτῃσιν ἐμοῖσι, καὶ βίου κοινώσεσθαι, καὶ χρεῶν χρηίζοντι μετάδοσιν ποιήσεσθαι, καὶ γένος τὸ ἐξ αὐτοῦ ἀδελφοῖς ἴσον ἐπικρινέειν ἄρρεσι, καὶ διδάξειν τὴν τέχνην ταύτην, ἢν χρηίζωσι μανθάνειν, ἄνευ μισθοῦ καὶ συγγραφῆς, παραγγελίης τε καὶ ἀκροήσιος καὶ τῆς λοιπῆς ἁπάσης μαθήσιος μετάδοσιν ποιήσεσθαι υἱοῖσί τε ἐμοῖσι, καὶ τοῖσι τοῦ ἐμὲ διδάξαντος καὶ μαθηταῖσι συγγεγραμμένοις τε καὶ ὡρκισμένοις νόμῳ ἰητρικῷ, ἄλλῳ δὲ οὐδενί.διαιτήμασί τε χρήσομαι ἐπ᾽ ὠφελείῃ καμνόντων κατὰ δύναμιν καὶ κρίσιν ἐμήν, ἐπὶ δηλήσει δὲ καὶ ἀδικίῃ εἴρξειν.οὐ δώσω δὲ οὐδὲ φάρμακον οὐδενὶ αἰτηθεὶς θανάσιμον οὐδὲ ὑφηγήσομαι συμβουλίην τοιήνδε· ὁμοίως δὲ οὐδὲ γυναικὶ πεσσὸν φθόριον δώσω. ἁγνῶς δὲ καὶ ὁσίως διατηρήσω βίον τὸν ἐμὸν καὶ τέχνην τὴν ἐμήν.οὐ τεμέω δὲ οὐδὲ μὴν λιθιῶντας, ἐκχωρήσω δὲ ἐργάτῃσιν ἀνδράσι πρήξιος τῆσδε.ἐς οἰκίας δὲ ὁκόσας ἂν ἐσίω, ἐσελεύσομαι ἐπ᾽ ὠφελείῃ καμνόντων, ἐκτὸς ἐὼν πάσης ἀδικίης ἑκουσίης καὶ φθορίης, τῆς τε ἄλλης καὶ ἀφροδισίων ἔργων ἐπί τε γυναικείων σωμάτων καὶ ἀνδρείων ἐλευθέρων τε καὶ δούλων.ἃ δ᾽ ἂν ἐν θεραπείῃ ἢ ἴδω ἢ ἀκούσω, ἢ καὶ ἄνευ θεραπείης κατὰ βίον ἀνθρώπων, ἃ μὴ χρή ποτε ἐκλαλέεσθαι ἔξω, σιγήσομαι, ἄρρητα ἡγεύμενος εἶναι τὰ τοιαῦτα.ὅρκον μὲν οὖν μοι τόνδε ἐπιτελέα ποιέοντι, καὶ μὴ συγχέοντι εἴη ἐπαύρασθαι καὶ βίου καὶ τέχνης δοξαζομένῳ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐς τὸν αἰεὶ χρόνον· παραβαίνοντι δὲ καὶ ἐπιορκέοντι τἀναντία τουτέων.
***
Ορκίζομαι στον Απόλλωνα το γιατρευτή και στον Ασκληπιό και στην Υγεία και στην Πανάκεια και σ᾽ όλους τους θεούς και σ᾽ όλες τις θεές, και μάρτυρες τους βάζω, πως θα εκτελέσω τον όρκο μου αυτό κι αυτό μου το συμβόλαιο όσο οι δυνάμεις μου και η κρίση μου το επιτρέπουν.
Θα τιμώ εκείνον που την τέχνη αυτή μου δίδαξε όσο και τους γονείς μου· στο βιος μου θα τον κάνω κοινωνό, και όταν βρεθεί σε ανάγκη, απ᾽ τα δικά μου θα του δίνω· τους γιους του θα τους λογαριάζω αδελφούς μου και την τέχνη αυτή θα τους διδάξω -αν θέλουν να τη μάθουν- χωρίς μισθό και δίχως έγγραφο συμβόλαιο. Στις οδηγίες τις γραπτές ή στις προφορικές διδασκαλίες και στις υπόλοιπες κάθε λογής καθοδηγήσεις δικαίωμα να έχουν θ᾽ αφήνω μόνο τους δικούς μου γιους, τους γιους του διδασκάλου μου, και μαθητές που με συμβόλαιο και όρκο -κατά το έθος των γιατρών- θα έχουν δεθεί μαζί μου· άλλον κανέναν.
Συνταγές θα δίνω ιατρικές που θα ᾽ναι -όσο από τη δύναμη και τη δική μου κρίση εξαρτάται- μόνο για το καλό του αρρώστου, και θα φυλάγομαι μη δώσω συνταγή για το κακό ή για να βλάψω.
Και να μου το ζητήσουν, φάρμακο θανατηφόρο σε κανέναν δεν θα δώσω, κι ούτε θα βγει από μένα μια τέτοια συμβουλή· ούτε θα δώσω σε γυναίκα φάρμακο να καταστρέψει τον βλαστό της. Αγνή και καθαρή θα φυλάξω τη ζωή μου και την τέχνη μου.
Δεν θα εγχειρίσω ούτε και άνθρωπο που υποφέρει από πέτρα· έργα τέτοια θα τα αφήνω σε ανθρώπους που είναι σ᾽ αυτά εξασκημένοι.
Σε όποια σπίτια θα μπαίνω, για το καλό θα μπαίνω των αρρώστων. Θα μένω μακριά από κάθε αδικία θεληματική και από κάθε βλάβη· ιδίως θα μένω μακριά από κάθε πράξη αφροδισιακή πάνω σε σώματα γυναικεία ή ανδρικά ελεύθερων ή σκλάβων.
Όσα ασκώντας το επάγγελμα μου θα δω ή θ᾽ ακούσω -ας είναι και πέρα από το επάγγελμά μου, στην αναστροφή με τους ανθρώπους- που δεν θα πρέπει ποτέ στους έξω να κοινολογηθούν, θα τα σκεπάζω με τη σιωπή μου: μυστικά θα τα θεωρώ, που κανείς δεν πρέπει γι᾽ αυτά να μιλά.
Όσο τον όρκο μου αυτόν θα τον κρατώ και δεν θα τον πατάω, άμποτε να χαίρομαι τη ζωή και την τέχνη μου, έχοντας πάντα καλό όνομα ανάμεσα στους ανθρώπους· αν όμως παραβώ τον όρκο μου και τον πατήσω, να μου συμβούν ακριβώς τα αντίθετα.
***
[1] Με την αρρώστια που τη λένε ιερή1 ιδού πώς έχει το πράγμα: Δεν πιστεύω καθόλου πως η αρρώστια αυτή είναι πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες ή πιο ιερή. Πιστεύω πως υπάρχει και γι᾽ αυτήν μια φυσική αιτία, οι άνθρωποι όμως, είτε από άγνοια είτε και γιατί τους έκαμε εντύπωση ο παράξενος χαρακτήρας της -δεν μοιάζει, πράγματι, σε τίποτε με τις άλλες αρρώστιες-, τη θεώρησαν αρρώστια που τη στέλνουν οι θεοί. Έτσι όμως, ενώ με την αδυναμία των ανθρώπων να γνωρίσουν την ουσία της ο θεϊκός της χαρακτήρας μένει, με όλους εκείνους τους εύκολους τρόπους γιατρειάς που χρησιμοποιούν για να τη θεραπεύσουν ο χαρακτήρας αυτός χάνεται, αφού οι άνθρωποι ζητούν να τη γιατρέψουν με εξαγνισμούς και ξόρκια. Αν είναι όμως να τη θεωρούμε αρρώστια θεϊκή μόνο γιατί μας φαίνεται παράξενη, τότε -αν το πράγμα εξαρτάται μόνο από αυτό- θα βγουν να είναι πολλές οι ιερές αρρώστιες και όχι μόνο μία. Γιατί εγώ μπορώ να αποδείξω πως υπάρχουν και άλλες όχι λιγότερο περίεργες ούτε λιγότερο ανεξήγητες αρρώστιες, που όμως κανένας δεν τις πιστεύει ιερές. Πρώτα πρώτα οι αμφημερινοί πυρετοί ή οι πυρετοί που ξαναγυρίζουν κάθε τρίτη ή κάθε τέταρτη μέρα2: δεν νομίζω πως αυτοί είναι λιγότερο ιεροί ή λιγότερο θεόσταλτοι από την αρρώστια για την οποία μιλούμε· και όμως κανείς δεν στέκεται με θαυμασμό μπροστά τους. Έπειτα βλέπω ανθρώπους που χωρίς φανερή αιτία χάνουν τα λογικά τους και καταντούν τρελοί και κάνουν πλήθος παράλογα πράγματα. Ξέρω και άλλους πολλούς που στον ύπνο τους βάζουν τα κλάματα και τις φωνές, ή τους κόβεται η αναπνοή, ή πηδούν από το κρεβάτι τους και ορμούν έξω από το σπίτι με σαλεμένο το μυαλό· όλα αυτά ώσπου να ξυπνήσουν· ύστερα γίνονται πάλι καλά και το μυαλό τους λειτουργεί πάλι κανονικά -όπως πρωτύτερα, μόνο που τώρα είναι ωχροί και αδύναμοι· και όλα αυτά όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές.
Υπάρχουν και άλλες πολλές και ποικίλες περιπτώσεις, αν όμως μιλούσαμε για την κάθε μια από αυτές ξεχωριστά, ο λόγος θα μας πήγαινε πολύ μακριά.
[2] Κατά τη δική μου γνώμη οι πρώτοι που βάφτισαν ιερή αυτή την αρρώστια ήταν άνθρωποι του τύπου των σημερινών μάγων και εξαγνιστών: ζητιάνοι που γυρίζουν από δω και από κει και ξεγελούν τον κόσμο παριστάνοντας τον εξαιρετικά θεοσεβούμενο άνθρωπο που, επιπλέον, κατέχει και μια σοφία σπάνια σε άλλους. Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι μέσα στην αμηχανία τους, που δεν ήξεραν τι να δώσουν στον άρρωστο για να του κάμουν καλό, βρήκαν να ρίχνουν σαν ρούχο επάνω τους και να βάζουν μπροστά τους σαν ασπίδα τη δύναμη του θεού, ώστε να μην αποκαλυφθεί η τελεία τους άγνοια. Έτσι έβγαλαν τη θεωρία πως η αρρώστια αυτή είναι ιερή. Ύστερα βρήκαν όμορφες λέξεις και έναν τρόπο γιατρειάς που τους εξασφαλίζει τους ίδιους: κάνουν εξαγνισμούς και λένε ξόρκια, απαγορεύουν τα λουτρά καθώς και ένα πλήθος από ακατάλληλα για άρρωστους ανθρώπους φαγητά: από τα θαλασσινά το μπαρμπούνι, το μελανούρι, τα κεφαλόπουλα και το χέλι (αυτά είναι, πράγματι, τα πιο βλαβερά)· από τα κρέατα το κατσικίσιο, του ελαφιού, του γουρουνόπουλου και του σκύλου (τα κρέατα αυτά κάνουν κυριολεκτικά άνω κάτω το πεπτικό μας σύστημα)· από τα πουλερικά τον κόκορα, το τρυγόνι, την οτίδα (που θεωρούνται ιδιαίτερα βαριά)· από τα λαχανικά τον δυόσμο, το σκόρδο και τα κρεμμύδια (το δριμύ δεν κάνει ποτέ καλό στον άρρωστο)· ρούχο μαύρο να μη φορούν (θυμίζει θάνατο το μαύρο)· σε κατσικίσιο δέρμα να μη ξαπλώνουν ούτε να το φορούν, ούτε να βάζουν το ένα πόδι επάνω στο άλλο ή να σταυρώνουν τα χέρια (δένουμε την τύχη μας, όπως λέει ο κόσμος, με όλα αυτά!).
Ο λόγος που τα ορίζουν όλα αυτά είναι ο θεϊκός χαρακτήρας της αρρώστιας, δήθεν ότι αυτοί ξέρουν κάτι περισσότερο από τους άλλους και μπορούν να αναφέρουν άλλες αιτίες για την αρρώστια, ώστε, αν ο άρρωστος γίνει καλά, να θεωρηθεί ότι ήταν από τη δική τους εξυπνάδα· αν πάλι πεθάνει, να μπορούν εκ του ασφαλούς να υπερασπίσουν τον εαυτό τους· να μπορούν δηλαδή να βγουν να πουν ότι υπεύθυνοι δεν είναι οι ίδιοι, αλλά οι θεοί· γιατί οι ίδιοι ούτε φάρμακο του έδωσαν να πάρει -στερεό ή υγρό- ούτε τον έβαλαν σε καυτό λουτρό, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν υπεύθυνοι. Κατά τη δική μου όμως γνώμη δεν θα έπρεπε τότε κανένας από τους Λίβυες που ζουν στα μεσόγεια να είναι υγιής, αφού αυτοί πλαγιάζουν πάνω σε κατσικίσια δέρματα και τρων κρέατα κατσικίσια· τα στρώματα, τα ρούχα, τα παπούτσια τους, όλα είναι από κατσίκα -άλλα ζωντανά οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν παρά μόνο κατσίκες. Οπωσδήποτε, αν όλα αυτά γεννούν και περισσεύουν την αρρώστια όταν τα τρως ή τα μεταχειρίζεσαι, και πάλι αν τη γιατρεύουν όταν δεν τα τρως, τότε υπεύθυνος δεν είναι πια ο θεός, ούτε και οι καθαρμοί είναι που ωφελούν· εκείνο που ωφελεί ή βλάπτει είναι οι τροφές. Όσο για του θεού τη δύναμη, αυτή εξαφανίζεται.
[3] Γι᾽ αυτό λοιπόν νομίζω πως όλοι εκείνοι που αναλαμβάνουν να θεραπεύσουν με τέτοιο τρόπο αυτού του είδους τις αρρώστιες, δεν είναι δυνατό να τις πιστεύουν ούτε για ιερές ούτε για θεόσταλτες. Γιατί αν ήταν να φεύγουν οι αρρώστιες με ιεροτελεστίες και θεραπείες αυτού του είδους, τότε τι τις εμποδίζει να έρχονται και να πέφτουν στους ανθρώπους με άλλα γιατροσόφια παρόμοια με αυτά; Τότε όμως αιτία της αρρώστιας δεν είναι πια η δύναμη του θεού, αλλά κάτι το ανθρώπινο. Γιατί αν ένας είναι σε θέση με καθαρμούς και μαγγανείες να διώχνει μακριά μια αρρώστια σαν κι αυτήν, αυτός μπορεί, νομίζω, κάνοντας άλλα τεχνάσματα να την προκαλεί κιόλας. Όταν κανείς το σκεφτεί έτσι, τότε η παρουσία του θεού χάνεται.
Με τέτοια λόγια και με τέτοιου είδους τεχνάσματα θέλουν να δώσουν την εντύπωση πως αυτοί κατέχουν μια σπάνια σοφία, και εξαπατούν τον κόσμο ορίζοντας κάθε είδους καθαρμούς, ενώ παράλληλα οι λόγοι τους είναι συνήθως για θεούς και δαίμονες. Οπωσδήποτε, εγώ δεν νομίζω ότι τα λόγια τους κηρύσσουν θεοσέβεια, όπως φαντάζονται εκείνοι. Κάθε άλλο. Πιο πολύ κηρύσσουν την ασέβεια και ότι θεοί δεν υπάρχουν. Αυτό που εκείνοι ονομάζουν θεοσέβεια και θεό είναι ασέβεια, όπως θα δείξω, και αθεΐα.
[4] Όταν δηλαδή βγαίνουν και βεβαιώνουν ότι μπορούν να κατεβάσουν από τον ουρανό το φεγγάρι ή να σκοτεινιάσουν τον ήλιο, να κάμουν κακοκαιρία ή καλοκαιρία, βροχές ή ξηρασίες, απέραστη τη θάλασσα ή άγονη τη γη και όλα τα άλλα παρόμοια θαύματα, αδιάφορο αν οι άνθρωποι που επιτηδεύονται αυτά τα πράγματα ισχυρίζονται ότι όλα αυτά γίνονται με ιεροτελεστίες ή με κάποια άλλη γνώση ή δεξιοτεχνία, νομίζω ότι βλασφημούν και ή δεν πιστεύουν πως υπάρχουν θεοί ή τους θεωρούν ότι δεν έχουν καμιά δύναμη, και επομένως δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να τους εμποδίσει να κάνουν τα πιο φοβερά και τρομερά πράγματα. Όταν όμως μπορούν να τα κάνουν όλα αυτά, πώς πια να μην παραδεχτώ ότι οι δυνατοί είναι αυτοί; Γιατί αν υπάρχει πράγματι άνθρωπος που μπορεί με μαγγανείες και με θυσίες να κατεβάσει το φεγγάρι ή να σκοτεινιάσει τον ήλιο, να κάμει κακοκαιρία ή καλοκαιρία, εγώ πια τότε δεν θα πω πως υπάρχει δύναμη θεού μέσα σε όλα αυτά· θα πω πως είναι έργα ανθρώπων, αφού η δύναμη του θεού νικιέται από την ανθρώπινη γνώση και υποτάσσεται.
Ίσως όμως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, αλλά όπως υπάρχουν άνθρωποι που από φτώχεια σοφίζονται συνεχώς κάθε λογής τεχνάσματα, φροντίζοντας να τα παρουσιάζουν και όμορφα, έτσι και στην αρρώστια αυτή: για κάθε μια από τις μορφές με τις οποίες παρουσιάζεται η πάθηση ρίχνουν το βάρος και σε κάποιο θεό. Έτσι, αν η φωνή του αρρώστου μοιάζει με της κατσίκας τη φωνή, αν χτυπούν τα δόντια του ή έχει σπασμούς από τα δεξιά, λένε πως η Μητέρα των θεών είναι που έστειλε την αρρώστια. Αν, αντίθετα, η φωνή του είναι πιο διαπεραστική και πιο δυνατή, λένε ότι το πράγμα μοιάζει με άλογο και βεβαιώνουν ότι αιτία είναι ο Ποσειδώνας. Επίσης, αν αφήσει -χωρίς να το καταλάβει- να του ξεφύγουν τίποτε κόπρανα, πράγμα που συμβαίνει πολλές φορές όταν τους πιάνει η αρρώστια, τότε ονοματίζουν την αρρώστια από την Ενοδία·3 αν όμως αυτό συμβαίνει πιο συχνά και τα κόπρανα είναι πιο λεπτά -όπως των πουλιών-, τότε είναι ο Απόλλων ο Νόμιος. Αν βγάζει αφρούς από το στόμα του και κλωτσάει, υπεύθυνος είναι ο Άρης. Αν τη νύχτα βλέπουν μπροστά τους εικόνες φρίκης και τρόμου, αν σαλεύει το μυαλό τους και, πηδώντας από το κρεβάτι τους, ορμούν να βγουν έξω από το σπίτι, τότε λένε πως η Εκάτη έπεσε επάνω τους και οι ήρωες κάνουν εφόδους.
Κάνουν λοιπόν εξαγνισμούς και λένε ξόρκια, και κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο μεγάλη ασέβεια και η πιο μεγάλη αθεΐα. Αρχίζουν δηλαδή να «καθαρίζουν» με αίμα και με άλλα παρόμοια μέσα αυτούς που τους χτύπησε η αρρώστια, θαρρείς πως έχουν κανένα μόλυσμα επάνω τους ή κατέχονται από κακά πνεύματα, ή πως τους έκαμαν μάγια οι άνθρωποι, ή ότι έκαμαν οι ίδιοι κανένα ανοσιούργημα, ενώ θα έπρεπε να κάνουν ακριβώς τα αντίθετα: θυσίες και προσευχές· να οδηγούν τους αρρώστους στα ιερά και να παρακαλούν τους θεούς. Τώρα όμως τίποτε από όλα αυτά δεν κάνουν, μόνο τους «καθαρίζουν». Όσο για τα αντικείμενα που χρησιμοποιούν σ᾽ αυτές τις ιεροτελεστίες, άλλα τα κρύβουν μέσα στη γη, άλλα τα ρίχνουν στη θάλασσα, άλλα πηγαίνουν και τα πετούν στα βουνά, όπου κανείς δεν θα μπορέσει να τα αγγίξει ούτε να τα φτάσει. Ενώ θα έπρεπε να τα πηγαίνουν στα ιερά και να τα δίνουν πίσω πάλι στο θεό, αν ήταν πράγματι ο θεός που έστειλε την αρρώστια.
Οπωσδήποτε, εγώ δεν μπορώ να πιστέψω ότι το σώμα του ανθρώπου μπορεί ποτέ να μολυνθεί από το θεό, το πιο φθαρτό από το πιο καθαρό. Έπειτα, και αν ακόμη συνέβαινε το σώμα του ανθρώπου να έχει μολυνθεί από κάτι τι ή να έχει πάθει γενικά κάποιο κακό, από το θεό θα έπρεπε να καθαρίζεται και να εξαγνίζεται, όχι να μολύνεται. Όλοι το ξέρουμε ότι τα πιο μεγάλα και τα πιο ανόσια σφάλματά μας μόνο η δύναμη του θεού μπορεί να μας τα καθαρίσει, να μας τα εξαγνίσει και να μας τα ξεπλύνει· εμείς ορίζουμε μόνο τα σύνορα στα ιερά των θεών και στα ιερά τους κτήματα, για να μην τα περάσει κανείς αν δεν είναι καθαρός, και όταν μπαίνουμε μέσα, ζητούμε να ραντιστούμε, όχι γιατί μολυνόμαστε, αλλά και αν τύχει να κουβαλούμε μαζί μας από πριν κανένα μόλυσμα, να το διώξουμε από πάνω μας και να καθαριστούμε. Αυτό είναι για μένα το νόημα των καθαρμών.
[5] Η αρρώστια λοιπόν αυτή δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες. Κάθε άλλο. Όπως όλες οι αρρώστιες έχουν τη φύση τους, αυτό που κάνει ώστε να γεννηθεί η κάθε μια, έχει και αυτή τη φύση της και την αιτία της. Ακόμη πιστεύω ότι είναι αρρώστια που γιατρεύεται, όχι λιγότερο αυτή από άλλες αρρώστιες, φτάνει να μην έχει πια ριζώσει από την πολυκαιρία, σε σημείο που να είναι πιο δυνατή από τα φάρμακα που προσφέρουμε. Έπειτα έχει την αρχή της, όπως και οι άλλες αρρώστιες, στην κληρονομικότητα. Αν δηλαδή από άνθρωπο με φλεγματική4 ιδιοσυγκρασία γεννιέται άνθρωπος με φλεγματική κι αυτός ιδιοσυγκρασία, ή από άνθρωπο με χολώδη ιδιοσυγκρασία άνθρωπος με χολώδη κι αυτός ιδιοσυγκρασία, αν από φυματικό γεννιέται φυματικός κι από άνθρωπο με πειραγμένη τη σπλήνα του άνθρωπος που έχει κι αυτός πειραγμένη τη σπλήνα του, τι εμποδίζει, αν ο πατέρας ή η μητέρα κάποιου υπέφερε από την αρρώστια αυτή, αυτών των ανθρώπων ένα παιδί να υποφέρει κι αυτό από την ίδια αρρώστια; Γιατί το σπέρμα ξεκινάει από όλα τα μέρη του σώματος, από τα γερά γερό, από τα αρρωστιάρικα αρρωστιάρικο. Άλλη μεγάλη απόδειξη ότι δεν είναι καθόλου πιο θεϊκή αυτή από τις άλλες αρρώστιες: ενώ παρουσιάζεται σε όσους έχουν εκ γενετής ιδιοσυγκρασία φλεγματική, δεν προσβάλλει αυτούς που έχουν ιδιοσυγκρασία χολώδη. Αν όμως ήταν πιο θεϊκή από τις άλλες, θα έπρεπε να τους προσβάλλει όλους η αρρώστια αυτή χωρίς διάκριση και να μην ξεχωρίζει χολώδη ή φλεγματικό.
[6] Η πραγματική λοιπόν αιτία για την αρρώστια αυτή -όπως και για όλες τις σοβαρές αρρώστιες- είναι ο εγκέφαλος. Με ποιον ακριβώς τρόπο γεννιέται η αρρώστια και με ποια αφορμή, θα προσπαθήσω τώρα να το εξηγήσω καθαρά.
---------------
Ὅρκος
ὀμνύω Ἀπόλλωνα ἰητρὸν καὶ Ἀσκληπιὸν καὶ Ὑγείαν καὶ Πανάκειαν καὶ θεοὺς πάντας τε καὶ πάσας, ἵστορας ποιεύμενος, ἐπιτελέα ποιήσειν κατὰ δύναμιν καὶ κρίσιν ἐμὴν ὅρκον τόνδε καὶ συγγραφὴν τήνδε.ἡγήσασθαι μὲν τὸν διδάξαντά με τὴν τέχνην ταύτην ἴσα γενέτῃσιν ἐμοῖσι, καὶ βίου κοινώσεσθαι, καὶ χρεῶν χρηίζοντι μετάδοσιν ποιήσεσθαι, καὶ γένος τὸ ἐξ αὐτοῦ ἀδελφοῖς ἴσον ἐπικρινέειν ἄρρεσι, καὶ διδάξειν τὴν τέχνην ταύτην, ἢν χρηίζωσι μανθάνειν, ἄνευ μισθοῦ καὶ συγγραφῆς, παραγγελίης τε καὶ ἀκροήσιος καὶ τῆς λοιπῆς ἁπάσης μαθήσιος μετάδοσιν ποιήσεσθαι υἱοῖσί τε ἐμοῖσι, καὶ τοῖσι τοῦ ἐμὲ διδάξαντος καὶ μαθηταῖσι συγγεγραμμένοις τε καὶ ὡρκισμένοις νόμῳ ἰητρικῷ, ἄλλῳ δὲ οὐδενί.διαιτήμασί τε χρήσομαι ἐπ᾽ ὠφελείῃ καμνόντων κατὰ δύναμιν καὶ κρίσιν ἐμήν, ἐπὶ δηλήσει δὲ καὶ ἀδικίῃ εἴρξειν.οὐ δώσω δὲ οὐδὲ φάρμακον οὐδενὶ αἰτηθεὶς θανάσιμον οὐδὲ ὑφηγήσομαι συμβουλίην τοιήνδε· ὁμοίως δὲ οὐδὲ γυναικὶ πεσσὸν φθόριον δώσω. ἁγνῶς δὲ καὶ ὁσίως διατηρήσω βίον τὸν ἐμὸν καὶ τέχνην τὴν ἐμήν.οὐ τεμέω δὲ οὐδὲ μὴν λιθιῶντας, ἐκχωρήσω δὲ ἐργάτῃσιν ἀνδράσι πρήξιος τῆσδε.ἐς οἰκίας δὲ ὁκόσας ἂν ἐσίω, ἐσελεύσομαι ἐπ᾽ ὠφελείῃ καμνόντων, ἐκτὸς ἐὼν πάσης ἀδικίης ἑκουσίης καὶ φθορίης, τῆς τε ἄλλης καὶ ἀφροδισίων ἔργων ἐπί τε γυναικείων σωμάτων καὶ ἀνδρείων ἐλευθέρων τε καὶ δούλων.ἃ δ᾽ ἂν ἐν θεραπείῃ ἢ ἴδω ἢ ἀκούσω, ἢ καὶ ἄνευ θεραπείης κατὰ βίον ἀνθρώπων, ἃ μὴ χρή ποτε ἐκλαλέεσθαι ἔξω, σιγήσομαι, ἄρρητα ἡγεύμενος εἶναι τὰ τοιαῦτα.ὅρκον μὲν οὖν μοι τόνδε ἐπιτελέα ποιέοντι, καὶ μὴ συγχέοντι εἴη ἐπαύρασθαι καὶ βίου καὶ τέχνης δοξαζομένῳ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐς τὸν αἰεὶ χρόνον· παραβαίνοντι δὲ καὶ ἐπιορκέοντι τἀναντία τουτέων.
***
Ορκίζομαι στον Απόλλωνα το γιατρευτή και στον Ασκληπιό και στην Υγεία και στην Πανάκεια και σ᾽ όλους τους θεούς και σ᾽ όλες τις θεές, και μάρτυρες τους βάζω, πως θα εκτελέσω τον όρκο μου αυτό κι αυτό μου το συμβόλαιο όσο οι δυνάμεις μου και η κρίση μου το επιτρέπουν.
Θα τιμώ εκείνον που την τέχνη αυτή μου δίδαξε όσο και τους γονείς μου· στο βιος μου θα τον κάνω κοινωνό, και όταν βρεθεί σε ανάγκη, απ᾽ τα δικά μου θα του δίνω· τους γιους του θα τους λογαριάζω αδελφούς μου και την τέχνη αυτή θα τους διδάξω -αν θέλουν να τη μάθουν- χωρίς μισθό και δίχως έγγραφο συμβόλαιο. Στις οδηγίες τις γραπτές ή στις προφορικές διδασκαλίες και στις υπόλοιπες κάθε λογής καθοδηγήσεις δικαίωμα να έχουν θ᾽ αφήνω μόνο τους δικούς μου γιους, τους γιους του διδασκάλου μου, και μαθητές που με συμβόλαιο και όρκο -κατά το έθος των γιατρών- θα έχουν δεθεί μαζί μου· άλλον κανέναν.
Συνταγές θα δίνω ιατρικές που θα ᾽ναι -όσο από τη δύναμη και τη δική μου κρίση εξαρτάται- μόνο για το καλό του αρρώστου, και θα φυλάγομαι μη δώσω συνταγή για το κακό ή για να βλάψω.
Και να μου το ζητήσουν, φάρμακο θανατηφόρο σε κανέναν δεν θα δώσω, κι ούτε θα βγει από μένα μια τέτοια συμβουλή· ούτε θα δώσω σε γυναίκα φάρμακο να καταστρέψει τον βλαστό της. Αγνή και καθαρή θα φυλάξω τη ζωή μου και την τέχνη μου.
Δεν θα εγχειρίσω ούτε και άνθρωπο που υποφέρει από πέτρα· έργα τέτοια θα τα αφήνω σε ανθρώπους που είναι σ᾽ αυτά εξασκημένοι.
Σε όποια σπίτια θα μπαίνω, για το καλό θα μπαίνω των αρρώστων. Θα μένω μακριά από κάθε αδικία θεληματική και από κάθε βλάβη· ιδίως θα μένω μακριά από κάθε πράξη αφροδισιακή πάνω σε σώματα γυναικεία ή ανδρικά ελεύθερων ή σκλάβων.
Όσα ασκώντας το επάγγελμα μου θα δω ή θ᾽ ακούσω -ας είναι και πέρα από το επάγγελμά μου, στην αναστροφή με τους ανθρώπους- που δεν θα πρέπει ποτέ στους έξω να κοινολογηθούν, θα τα σκεπάζω με τη σιωπή μου: μυστικά θα τα θεωρώ, που κανείς δεν πρέπει γι᾽ αυτά να μιλά.
Όσο τον όρκο μου αυτόν θα τον κρατώ και δεν θα τον πατάω, άμποτε να χαίρομαι τη ζωή και την τέχνη μου, έχοντας πάντα καλό όνομα ανάμεσα στους ανθρώπους· αν όμως παραβώ τον όρκο μου και τον πατήσω, να μου συμβούν ακριβώς τα αντίθετα.
Ορθολογισμός και παραδοσιακή ιατρική
Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πραγματεία Περί ἱερῆς νούσου είναι μια από τις περίπου 60 που συγκροτούν την Ιπποκρατική συλλογή -πιθανώς μάλιστα μία από τις παλαιότερες. Όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα έργα της συλλογής, δεν γνωρίζουμε αν προέρχεται από τον ίδιο τον Ιπποκράτη (περ. 460-περ. 370 π.Χ.) ή από την ιπποκρατική σχολή. Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι το έργο προέρχεται από την άλλη μεγάλη ιατρική σχολή της αρχαιότητας, τη σχολή της Κνίδου (στη Μικρασιατική ακτή, απέναντι από την Κω). Το πνεύμα που εκφράζει είναι κατά βάση σύμφωνο με τις πεφωτισμένες απόψεις των σοφιστών, με τους οποίους οι σύγχρονοί τους γιατροί παρουσιάζουν αξιοπρόσεκτες ομοιότητες. Ο συγγραφέας στρέφεται κατά της δεισιδαιμονίας, ασκώντας ορθολογική κριτική. Η λεγόμενη ἱερὴ νόσος (η επιληψία) δεν είναι, υποστηρίζει, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο ιερή από τις υπόλοιπες αρρώστιες. Οφείλεται και αυτή, όπως και εκείνες, σε φυσικές αιτίες και συνεπώς ανάλογους δρόμους πρέπεινα ακολουθεί και η θεραπεία. Υπεύθυνες για την αρρώστια είναι κατ᾽ αυτόν διεργασίες που συντελούνται στον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρεί το κέντρο του σώματος, αποκλίνοντας από την μακραίωνη παράδοση που θεωρούσε κέντρο του σώματος την καρδιά ή το διάφραγμα (φρένες).
Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο συγγραφέας εκφράζει την άποψή του περί φυσικής προελεύσεως της αρρώστιας, ασκώντας οξύτατη κριτική στους "μάγους και εξορκιστές", που τους κατηγορεί ως αδαείς αγύρτες. Στην τελευταία παράγραφο ανακεφαλαιώνει τις εισαγωγικές του θέσεις και υποδεικνύει ως βασική θεραπευτική αγωγή την αρχή να προσφέρεται στον άρρωστο ό,τι είναι αντίθετο στην αρρώστια (τὰ πολεμιώτατα).
Περὶ ἱερῆς νούσου: 1-6, 21
[1] περὶ μὲν τῆς ἱερῆς νούσου καλεομένης ὧδε ἔχει· οὐδέν τί μοι δοκεῖ τῶν ἄλλων θειοτέρη εἶναι νούσων οὐδὲ ἱερωτέρη, ἀλλὰ φύσιν μὲν ἔχει καὶ αὕτη καὶ πρόφασιν, οἱ δ᾽ ἄνθρωποι ἐνόμισαν θεῖόν τι πρῆγμα εἶναι ὑπὸ ἀπειρίης καὶ θαυμασιότητος, ὅτι οὐδὲν ἔοικεν ἑτέροισι· καὶ κατὰ μὲν τὴν ἀπορίην αὐτοῖσι τοῦ μὴ γινώσκειν τὸ θεῖον διασῴζεται, κατὰ δὲ τὴν εὐπορίην τοῦ τρόπου τῆς ἰήσιος ᾧ ἰῶνται, ἀπόλλυται, ὅτι καθαρμοῖσί τε ἰῶνται καὶ ἐπαοιδῇσιν. εἰ δὲ διὰ τὸ θαυμάσιον θεῖον νομιεῖται, πολλὰ τὰ ἱερὰ νοσήματα ἔσται τούτου εἵνεκεν καὶ οὐχὶ ἓν, ὡς ἐγὼ ἀποδείξω ἕτερα οὐδὲν ἧσσον ἐόντα θαυμάσια οὐδὲ τερατώδεα, ἃ οὐδεὶς νομίζει ἱερὰ εἶναι. τοῦτο μὲν γὰρ οἱ πυρετοὶ οἱ ἀμφημερινοὶ καὶ οἱ τριταῖοι καὶ οἱ τεταρταῖοι οὐδὲν ἧσσόν μοι δοκέουσιν ἱεροὶ εἶναι καὶ ὑπὸ θεοῦ γίνεσθαι ταύτης τῆς νούσου, ὧν οὐ θαυμασίως γ᾽ ἔχουσιν· τοῦτο δὲ ὁρῶ μαινομένους ἀνθρώπους καὶ παραφρονέοντας ἀπὸ οὐδεμιῆς προφάσιος ἐμφανέος, καὶ πολλά τε καὶ ἄκαιρα ποιέοντας, ἔν τε τῷ ὕπνῳ οἶδα πολλοὺς οἰμώζοντας καὶ βοῶντας, τοὺς δὲ πνιγομένους, τοὺς δὲ καὶ ἀναΐσσοντάς τε καὶ φεύγοντας ἔξω καὶ παραφρονέοντας μέχρι ἐπέγρωνται, ἔπειτα δὲ ὑγιέας ἐόντας καὶ φρονέοντας ὥσπερ καὶ πρότερον, ἐόντας τ᾽ αὐτοὺς ὠχρούς τε καὶ ἀσθενέας, καὶ ταῦτα οὐχ ἅπαξ, ἀλλὰ πολλάκις. ἄλλα τε πολλά ἐστι καὶ παντοδαπά, ὧν περὶ ἑκάστου λέγειν πολὺς ἂν εἴη λόγος.
[2] ἐμοὶ δὲ δοκέουσιν οἱ πρῶτοι τοῦτο τὸ νόσημα ἱερώσαντες τοιοῦτοι εἶναι ἄνθρωποι οἷοι καὶ νῦν εἰσι μάγοι τε καὶ καθάρται καὶ ἀγύρται καὶ ἀλαζόνες, ὁκόσοι προσποιέονται σφόδρα θεοσεβέες εἶναι καὶ πλέον τι εἰδέναι. οὗτοι τοίνυν παραμπεχόμενοι καὶ προβαλλόμενοι τὸ θεῖον τῆς ἀμηχανίης τοῦ μὴ ἔχειν ὅ τι προσενέγκαντες ὠφελήσουσι, καὶ ὡς μὴ κατάδηλοι ἔωσιν οὐδὲν ἐπιστάμενοι, ἱερὸν ἐνόμισαν τοῦτο τὸ πάθος εἶναι· καὶ λόγους ἐπιλέξαντες ἐπιτηδείους τὴν ἴησιν κατεστήσαντο ἐς τὸ ἀσφαλὲς σφίσιν αὐτοῖσι, καθαρμοὺς προσφέροντες καὶ ἐπαοιδάς, λουτρῶν τε ἀπέχεσθαι κελεύοντες καὶ ἐδεσμάτων πολλῶν καὶ ἀνεπιτηδείων ἀνθρώποισι νοσέουσιν ἐσθίειν· θαλασσίων μὲν τρίγλης, μελανούρου, κεστρέος, ἐγχέλυος (οὗτοι γὰρ ἐπικηρότατοί εἰσι), κρεῶν δὲ αἰγείων καὶ ἐλάφων καὶ χοιρίων καὶ κυνὸς (ταῦτα γὰρ κρεῶν ταρακτικώτατά ἐστι τῆς κοιλίης), ὀρνίθων δὲ ἀλεκτρυόνος καὶ τρυγόνος καὶ ὀτίδος (ἃ νομίζεται ἰσχυρότατα εἶναι), λαχάνων δὲ μίνθης, σκορόδου καὶ κρομμύων (δριμὺ γὰρ ἀσθενέοντι οὐδὲν συμφέρει), ἱμάτιον δὲ μέλαν μὴ ἔχειν (θανατῶδες γὰρ τὸ μέλαν), μηδ᾽ ἐν αἰγείῳ κατακεῖσθαι δέρματι μηδὲ φορεῖν, μηδὲ πόδα ἐπὶ ποδὶ ἔχειν μηδὲ χεῖρα ἐπὶ χειρὶ (πάντα γὰρ ταῦτα κωλύματα εἶναι). ταῦτα δὲ τοῦ θείου εἵνεκεν προστιθέασιν, ὡς πλέον τι εἰδότες, καὶ ἄλλας προφάσιας λέγοντες, ὅπως, εἰ μὲν ὑγιὴς γένοιτο, αὐτῶν ἡ δόξα εἴη καὶ ἡ δεξιότης, εἰ δ᾽ ἀποθάνοι, ἐν ἀσφαλεῖ καθίσταιντο αὐτῶν αἱ ἀπολογίαι καὶ ἔχοιεν πρόφασιν ὡς οὐδὲν αἴτιοί εἰσιν, ἀλλ᾽ οἱ θεοί· οὔτε γὰρ φαγεῖν οὔτε πιεῖν ἔδοσαν φάρμακον οὐδέν, οὔτε λουτροῖσι καθήψησαν, ὥστε δοκεῖν αἴτιοι εἶναι. ἐγὼ δὲ δοκέω Λιβύων ἂν τῶν τὴν μεσόγειον οἰκεόντων οὐδὲν᾽ ἂν ὑγιαίνειν, ὅτι ἐν αἰγείοισι δέρμασι κατακέονται καὶ κρέασιν αἰγείοισι χρέονται, ἐπεὶ οὐκ ἔχουσιν οὔτε στρῶμα οὔτε ἱμάτιον οὔτε ὑπόδημα ὅ τι μὴ αἴγειόν ἐστιν· οὐ γάρ ἔστιν αὐτοῖς ἄλλο προβάτιον οὐδὲν ἢ αἶγες. εἰ δὲ ταῦτα ἐσθιόμενα καὶ προσφερόμενα τὴν νοῦσον τίκτει τε καὶ αὔξει καὶ μὴ ἐσθιόμενα ἰῆται, οὐκέτι ὁ θεὸς αἴτιός ἐστιν, οὐδὲ οἱ καθαρμοὶ ὠφελέουσιν, ἀλλὰ τὰ ἐδέσματα τὰ ἰώμενά ἐστι καὶ τὰ βλάπτοντα, τοῦ δὲ θεοῦ ἀφανίζεται ἡ δύναμις. [3] οὕτως οὖν ἔμοιγε δοκέουσιν οἵτινες τῷ τρόπῳ τούτῳ ἐγχειρέουσιν ἰῆσθαι ταῦτα τὰ νοσήματα, οὔτε ἱερὰ νομίζειν εἶναι οὔτε θεῖα· ὅπου γὰρ ὑπὸ καθαρμῶν τοιούτων μετάστατα γίνεται καὶ ὑπὸ θεραπείης τοιῆσδε, τί κωλύει καὶ ὑφ᾽ ἑτέρων τεχνημάτων ὁμοίων τούτοισιν ἐπιγίνεσθαί τε τοῖσιν ἀνθρώποισι καὶ προσπίπτειν; ὥστε τὸ θεῖον μηκέτι αἴτιον εἶναι, ἀλλά τι ἀνθρώπινον. ὅστις γὰρ οἷός τε περικαθαίρων ἐστὶ καὶ μαγεύων ἀπάγειν τοιοῦτον πάθος, οὗτος κἂν ἐπάγοι ἕτερα τεχνησάμενος, καὶ ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ τὸ θεῖον ἀπόλλυται. τοιαῦτα λέγοντες καὶ μηχανώμενοι προσποιέονται πλέον τι εἰδέναι, καὶ ἀνθρώπους ἐξαπατῶσι προστιθέμενοι αὐτοῖς ἁγνείας τε καὶ καθάρσιας, ὅ τε πολὺς αὐτοῖς τοῦ λόγου ἐς τὸ θεῖον ἀφήκει καὶ τὸ δαιμόνιον. καίτοι ἔμοιγε οὐ περὶ εὐσεβείης τοὺς λόγους δοκέουσι ποιεῖσθαι, ὡς οἴονται, ἀλλὰ περὶ ἀσεβείης μᾶλλον, καὶ ὡς οἱ θεοὶ οὐκ εἰσί, τὸ δὲ εὐσεβὲς αὐτῶν καὶ τὸ θεῖον ἀσεβές ἐστι καὶ ἀνόσιον, ὡς ἐγὼ διδάξω. [4] εἰ γὰρ σελήνην καθαιρεῖν καὶ ἥλιον ἀφανίζειν καὶ χειμῶνά τε καὶ εὐδίην ποιεῖν καὶ ὄμβρους καὶ αὐχμοὺς καὶ θάλασσαν ἄπορον καὶ γῆν ἄφορον καὶ τἄλλα τὰ τοιουτότροπα πάντα ὑποδέχονται ἐπίστασθαι, εἴτε καὶ ἐκ τελετέων εἴτε καὶ ἐξ ἄλλης τινὸς γνώμης καὶ μελέτης φασὶ ταῦτα οἷόν τ᾽ εἶναι γενέσθαι οἱ ταῦτ᾽ ἐπιτηδεύοντες, δυσσεβεῖν ἔμοιγε δοκέουσι καὶ θεοὺς οὔτε εἶναι νομίζειν οὔτε ἰσχύειν οὐδέν, οὔτε εἴργεσθαι ἂν οὐδενὸς τῶν ἐσχάτων. ἃ ποιέοντες πῶς οὐ δεινοὶ αὐτοί εἰσιν; εἰ γὰρ ἄνθρωπος μαγεύων καὶ θύων σελήνην καθαιρήσει καὶ ἥλιον ἀφανιεῖ καὶ χειμῶνα καὶ εὐδίην ποιήσει, οὐκ ἂν ἔγωγ᾽ ἔτι θεῖον νομίσαιμι τοῦτο εἶναι, ἀλλ᾽ ἀνθρώπινον, εἰ δὴ τοῦ θείου ἡ δύναμις ὑπὸ ἀνθρώπου γνώμης κρατεῖται καὶ δεδούλωται. ἴσως δὲ οὐχ οὕτως ἔχει ταῦτα, ἀλλ᾽ ἄνθρωποι βίου δεόμενοι πολλὰ καὶ παντοῖα τεχνῶνται καὶ ποικίλλουσιν ἔς τε τἄλλα πάντα καὶ ἐς τὴν νοῦσον ταύτην, ἑκάστῳ εἴδει τοῦ πάθεος θεῷ τὴν αἰτίην προστιθέντες. καὶ ἢν μὲν γὰρ αἶγα μιμῶνται, καὶ ἢν βρύχωνται, ἢ τὰ δεξιὰ σπῶνται, Μητέρα θεῶν φασιν αἰτίην εἶναι. ἢν δὲ ὀξύτερον καὶ εὐτονώτερον φθέγγηται, ἵππῳ εἰκάζουσι, καί φασι Ποσειδῶνα αἴτιον εἶναι, ἢν δὲ καὶ τῆς κόπρου τι παρῇ, ὃσα πολλάκις γίνεται ὑπὸ τῆς νούσου βιαζομένοισιν, Ἐνοδίῃ πρόσκειται ἡ ἐπωνυμίη· ἢν δὲ πυκνότερον καὶ λεπτότερον, οἷον ὄρνιθες, Ἀπόλλων νόμιος. ἢν δὲ ἀφρὸν ἐκ τοῦ στόματος ἀφίῃ καὶ τοῖσι ποσὶ λακτίζῃ, Ἄρης τὴν αἰτίην ἔχει. οἷσι δὲ νυκτὸς δείματα παρίσταται καὶ φόβοι καὶ παράνοιαι καὶ ἀναπηδήσιες ἐκ τῆς κλίνης καὶ φεύξιες ἔξω, Ἑκάτης φασὶν εἶναι ἐπιβολὰς καὶ ἡρώων ἐφόδους. καθαρμοῖσί τε χρέονται καὶ ἐπαοιδῇσι, καὶ ἀνοσιώτατόν τε καὶ ἀθεώτατον πρῆγμα ποιέουσιν, ὡς ἔμοιγε δοκεῖ· καθαίρουσι γὰρ τοὺς ἐχομένους τῇ νούσῳ αἵματί τε καὶ ἄλλοισι τοιούτοις ὥσπερ μίασμά τι ἔχοντας, ἢ ἀλάστορας, ἢ πεφαρμακευμένους ὑπὸ ἀνθρώπων, ἤ τι ἔργον ἀνόσιον εἰργασμένους, οὓς ἐχρῆν τἀναντία τούτων ποιεῖν, θύειν τε καὶ εὔχεσθαι καὶ ἐς τὰ ἱερὰ φέροντας ἱκετεύειν τοὺς θεούς· νῦν δὲ τούτων μὲν ποιέουσιν οὐδέν, καθαίρουσι δέ· καὶ τὰ μὲν τῶν καθαρμῶν γῇ κρύπτουσι, τὰ δὲ ἐς θάλασσαν ἐμβάλλουσι, τὰ δ᾽ ἐς τὰ ὄρεα ἀποφέρουσιν, ὅπῃ μηδεὶς ἅψεται μηδ᾽ ἐμβήσεται· τὰ δ᾽ ἐχρῆν ἐς τὰ ἱερὰ φέροντας τῷ θεῷ ἀποδοῦναι, εἰ δὴ θεός ἐστιν αἴτιος. οὐ μέντοι ἔγωγε ἀξιῶ ὑπὸ θεοῦ ἀνθρώπου σῶμα μιαίνεσθαι, τὸ ἐπικηρότατον ὑπὸ τοῦ ἁγνοτάτου, ἀλλὰ καὶ ἢν τυγχάνῃ ὑπὸ ἑτέρου μεμιασμένον ἤ τι πεπονθός, ὑπὸ τοῦ θεοῦ καθαίρεσθαι ἂν αὐτὸ καὶ ἁγνίζεσθαι μᾶλλον ἢ μιαίνεσθαι. τὰ γοῦν μέγιστα τῶν ἁμαρτημάτων καὶ ἀνοσιώτατα τὸ θεῖόν ἐστι τὸ καθαῖρον καὶ ἁγνίζον καὶ ῥύμμα γινόμενον ἡμῖν, αὐτοί τε ὅρους τοῖσι θεοῖσι τῶν ἱερῶν καὶ τῶν τεμενέων ἀποδείκνυμεν, ὡς ἂν μηδεὶς ὑπερβαίνῃ ἢν μὴ ἁγνεύῃ, ἐσιόντες τε ἡμεῖς περιρραινόμεθα οὐχ ὡς μιαινόμενοι, ἀλλ᾽ εἴ τι καὶ πρότερον ἔχομεν μύσος, τοῦτο ἀφαγνιούμενοι. καὶ περὶ μὲν τῶν καθαρμῶν οὕτω μοι δοκεῖ ἔχειν. [5] τὸ δὲ νόσημα τοῦτο οὐδέν τί μοι δοκεῖ θειότερον εἶναι τῶν λοιπῶν, ἀλλὰ φύσιν μὲν ἔχειν καὶ τὰ ἄλλα νοσήματα ὅθεν ἕκαστα γίνεται, φύσιν δὲ τοῦτο καὶ πρόφασιν· καὶ ἰητὸν εἶναι, καὶ οὐδὲν ἧσσον ἑτέρων, ὅ τι ἂν μὴ ἤδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον ᾖ ὥστε ἰσχυρότερον εἶναι τῶν φαρμάκων τῶν προσφερομένων. ἄρχεται δὲ ὥσπερ καὶ τἄλλα νοσήματα κατὰ γένος· εἰ γὰρ ἐκ φλεγματώδεος φλεγματώδης, καὶ ἐκ χολώδεος χολώδης γίνεται, καὶ ἐκ φθινώδεος φθινώδης, καὶ ἐκ σπληνώδεος σπληνώδης, τί κωλύει, ὅτῳ πατὴρ ἢ μήτηρ εἴχετο τούτῳ τῷ νοσήματι, τούτων καὶ τῶν ἐκγόνων ἔχεσθαί τινα; ὡς ὁ γόνος ἔρχεται πάντοθεν τοῦ σώματος, ἀπό τε τῶν ὑγιηρῶν ὑγιηρὸς καὶ ἀπό τῶν νοσερῶν νοσερός. ἕτερον δὲ μέγα τεκμήριον ὅτι οὐδὲν θειότερόν ἐστι τῶν λοιπῶν νοσημάτων· τοῖσι γὰρ φλεγματώδεσι φύσει γίνεται, τοῖσι δὲ χολώδεσιν οὐ προσπίπτει· καίτοι εἰ θειότερόν ἐστι τῶν ἄλλων, τοῖσιν ἅπασιν ὁμοίως ἔδει γίνεσθαι τὴν νοῦσον ταύτην, καὶ μὴ διακρίνειν μήτε χολώδεα μήτε φλεγματώδεα. [6] ἀλλὰ γὰρ αἴτιος ὁ ἐγκέφαλος τούτου τοῦ πάθεος, ὥσπερ καὶ τῶν ἄλλων νοσημάτων τῶν μεγίστων· ὅτῳ δὲ τρόπῳ καὶ ἐξ οἵης προφάσιος γίνεται, ἐγὼ φράσω σάφα.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο συγγραφέας εκφράζει την άποψή του περί φυσικής προελεύσεως της αρρώστιας, ασκώντας οξύτατη κριτική στους "μάγους και εξορκιστές", που τους κατηγορεί ως αδαείς αγύρτες. Στην τελευταία παράγραφο ανακεφαλαιώνει τις εισαγωγικές του θέσεις και υποδεικνύει ως βασική θεραπευτική αγωγή την αρχή να προσφέρεται στον άρρωστο ό,τι είναι αντίθετο στην αρρώστια (τὰ πολεμιώτατα).
Περὶ ἱερῆς νούσου: 1-6, 21
[1] περὶ μὲν τῆς ἱερῆς νούσου καλεομένης ὧδε ἔχει· οὐδέν τί μοι δοκεῖ τῶν ἄλλων θειοτέρη εἶναι νούσων οὐδὲ ἱερωτέρη, ἀλλὰ φύσιν μὲν ἔχει καὶ αὕτη καὶ πρόφασιν, οἱ δ᾽ ἄνθρωποι ἐνόμισαν θεῖόν τι πρῆγμα εἶναι ὑπὸ ἀπειρίης καὶ θαυμασιότητος, ὅτι οὐδὲν ἔοικεν ἑτέροισι· καὶ κατὰ μὲν τὴν ἀπορίην αὐτοῖσι τοῦ μὴ γινώσκειν τὸ θεῖον διασῴζεται, κατὰ δὲ τὴν εὐπορίην τοῦ τρόπου τῆς ἰήσιος ᾧ ἰῶνται, ἀπόλλυται, ὅτι καθαρμοῖσί τε ἰῶνται καὶ ἐπαοιδῇσιν. εἰ δὲ διὰ τὸ θαυμάσιον θεῖον νομιεῖται, πολλὰ τὰ ἱερὰ νοσήματα ἔσται τούτου εἵνεκεν καὶ οὐχὶ ἓν, ὡς ἐγὼ ἀποδείξω ἕτερα οὐδὲν ἧσσον ἐόντα θαυμάσια οὐδὲ τερατώδεα, ἃ οὐδεὶς νομίζει ἱερὰ εἶναι. τοῦτο μὲν γὰρ οἱ πυρετοὶ οἱ ἀμφημερινοὶ καὶ οἱ τριταῖοι καὶ οἱ τεταρταῖοι οὐδὲν ἧσσόν μοι δοκέουσιν ἱεροὶ εἶναι καὶ ὑπὸ θεοῦ γίνεσθαι ταύτης τῆς νούσου, ὧν οὐ θαυμασίως γ᾽ ἔχουσιν· τοῦτο δὲ ὁρῶ μαινομένους ἀνθρώπους καὶ παραφρονέοντας ἀπὸ οὐδεμιῆς προφάσιος ἐμφανέος, καὶ πολλά τε καὶ ἄκαιρα ποιέοντας, ἔν τε τῷ ὕπνῳ οἶδα πολλοὺς οἰμώζοντας καὶ βοῶντας, τοὺς δὲ πνιγομένους, τοὺς δὲ καὶ ἀναΐσσοντάς τε καὶ φεύγοντας ἔξω καὶ παραφρονέοντας μέχρι ἐπέγρωνται, ἔπειτα δὲ ὑγιέας ἐόντας καὶ φρονέοντας ὥσπερ καὶ πρότερον, ἐόντας τ᾽ αὐτοὺς ὠχρούς τε καὶ ἀσθενέας, καὶ ταῦτα οὐχ ἅπαξ, ἀλλὰ πολλάκις. ἄλλα τε πολλά ἐστι καὶ παντοδαπά, ὧν περὶ ἑκάστου λέγειν πολὺς ἂν εἴη λόγος.
[2] ἐμοὶ δὲ δοκέουσιν οἱ πρῶτοι τοῦτο τὸ νόσημα ἱερώσαντες τοιοῦτοι εἶναι ἄνθρωποι οἷοι καὶ νῦν εἰσι μάγοι τε καὶ καθάρται καὶ ἀγύρται καὶ ἀλαζόνες, ὁκόσοι προσποιέονται σφόδρα θεοσεβέες εἶναι καὶ πλέον τι εἰδέναι. οὗτοι τοίνυν παραμπεχόμενοι καὶ προβαλλόμενοι τὸ θεῖον τῆς ἀμηχανίης τοῦ μὴ ἔχειν ὅ τι προσενέγκαντες ὠφελήσουσι, καὶ ὡς μὴ κατάδηλοι ἔωσιν οὐδὲν ἐπιστάμενοι, ἱερὸν ἐνόμισαν τοῦτο τὸ πάθος εἶναι· καὶ λόγους ἐπιλέξαντες ἐπιτηδείους τὴν ἴησιν κατεστήσαντο ἐς τὸ ἀσφαλὲς σφίσιν αὐτοῖσι, καθαρμοὺς προσφέροντες καὶ ἐπαοιδάς, λουτρῶν τε ἀπέχεσθαι κελεύοντες καὶ ἐδεσμάτων πολλῶν καὶ ἀνεπιτηδείων ἀνθρώποισι νοσέουσιν ἐσθίειν· θαλασσίων μὲν τρίγλης, μελανούρου, κεστρέος, ἐγχέλυος (οὗτοι γὰρ ἐπικηρότατοί εἰσι), κρεῶν δὲ αἰγείων καὶ ἐλάφων καὶ χοιρίων καὶ κυνὸς (ταῦτα γὰρ κρεῶν ταρακτικώτατά ἐστι τῆς κοιλίης), ὀρνίθων δὲ ἀλεκτρυόνος καὶ τρυγόνος καὶ ὀτίδος (ἃ νομίζεται ἰσχυρότατα εἶναι), λαχάνων δὲ μίνθης, σκορόδου καὶ κρομμύων (δριμὺ γὰρ ἀσθενέοντι οὐδὲν συμφέρει), ἱμάτιον δὲ μέλαν μὴ ἔχειν (θανατῶδες γὰρ τὸ μέλαν), μηδ᾽ ἐν αἰγείῳ κατακεῖσθαι δέρματι μηδὲ φορεῖν, μηδὲ πόδα ἐπὶ ποδὶ ἔχειν μηδὲ χεῖρα ἐπὶ χειρὶ (πάντα γὰρ ταῦτα κωλύματα εἶναι). ταῦτα δὲ τοῦ θείου εἵνεκεν προστιθέασιν, ὡς πλέον τι εἰδότες, καὶ ἄλλας προφάσιας λέγοντες, ὅπως, εἰ μὲν ὑγιὴς γένοιτο, αὐτῶν ἡ δόξα εἴη καὶ ἡ δεξιότης, εἰ δ᾽ ἀποθάνοι, ἐν ἀσφαλεῖ καθίσταιντο αὐτῶν αἱ ἀπολογίαι καὶ ἔχοιεν πρόφασιν ὡς οὐδὲν αἴτιοί εἰσιν, ἀλλ᾽ οἱ θεοί· οὔτε γὰρ φαγεῖν οὔτε πιεῖν ἔδοσαν φάρμακον οὐδέν, οὔτε λουτροῖσι καθήψησαν, ὥστε δοκεῖν αἴτιοι εἶναι. ἐγὼ δὲ δοκέω Λιβύων ἂν τῶν τὴν μεσόγειον οἰκεόντων οὐδὲν᾽ ἂν ὑγιαίνειν, ὅτι ἐν αἰγείοισι δέρμασι κατακέονται καὶ κρέασιν αἰγείοισι χρέονται, ἐπεὶ οὐκ ἔχουσιν οὔτε στρῶμα οὔτε ἱμάτιον οὔτε ὑπόδημα ὅ τι μὴ αἴγειόν ἐστιν· οὐ γάρ ἔστιν αὐτοῖς ἄλλο προβάτιον οὐδὲν ἢ αἶγες. εἰ δὲ ταῦτα ἐσθιόμενα καὶ προσφερόμενα τὴν νοῦσον τίκτει τε καὶ αὔξει καὶ μὴ ἐσθιόμενα ἰῆται, οὐκέτι ὁ θεὸς αἴτιός ἐστιν, οὐδὲ οἱ καθαρμοὶ ὠφελέουσιν, ἀλλὰ τὰ ἐδέσματα τὰ ἰώμενά ἐστι καὶ τὰ βλάπτοντα, τοῦ δὲ θεοῦ ἀφανίζεται ἡ δύναμις. [3] οὕτως οὖν ἔμοιγε δοκέουσιν οἵτινες τῷ τρόπῳ τούτῳ ἐγχειρέουσιν ἰῆσθαι ταῦτα τὰ νοσήματα, οὔτε ἱερὰ νομίζειν εἶναι οὔτε θεῖα· ὅπου γὰρ ὑπὸ καθαρμῶν τοιούτων μετάστατα γίνεται καὶ ὑπὸ θεραπείης τοιῆσδε, τί κωλύει καὶ ὑφ᾽ ἑτέρων τεχνημάτων ὁμοίων τούτοισιν ἐπιγίνεσθαί τε τοῖσιν ἀνθρώποισι καὶ προσπίπτειν; ὥστε τὸ θεῖον μηκέτι αἴτιον εἶναι, ἀλλά τι ἀνθρώπινον. ὅστις γὰρ οἷός τε περικαθαίρων ἐστὶ καὶ μαγεύων ἀπάγειν τοιοῦτον πάθος, οὗτος κἂν ἐπάγοι ἕτερα τεχνησάμενος, καὶ ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ τὸ θεῖον ἀπόλλυται. τοιαῦτα λέγοντες καὶ μηχανώμενοι προσποιέονται πλέον τι εἰδέναι, καὶ ἀνθρώπους ἐξαπατῶσι προστιθέμενοι αὐτοῖς ἁγνείας τε καὶ καθάρσιας, ὅ τε πολὺς αὐτοῖς τοῦ λόγου ἐς τὸ θεῖον ἀφήκει καὶ τὸ δαιμόνιον. καίτοι ἔμοιγε οὐ περὶ εὐσεβείης τοὺς λόγους δοκέουσι ποιεῖσθαι, ὡς οἴονται, ἀλλὰ περὶ ἀσεβείης μᾶλλον, καὶ ὡς οἱ θεοὶ οὐκ εἰσί, τὸ δὲ εὐσεβὲς αὐτῶν καὶ τὸ θεῖον ἀσεβές ἐστι καὶ ἀνόσιον, ὡς ἐγὼ διδάξω. [4] εἰ γὰρ σελήνην καθαιρεῖν καὶ ἥλιον ἀφανίζειν καὶ χειμῶνά τε καὶ εὐδίην ποιεῖν καὶ ὄμβρους καὶ αὐχμοὺς καὶ θάλασσαν ἄπορον καὶ γῆν ἄφορον καὶ τἄλλα τὰ τοιουτότροπα πάντα ὑποδέχονται ἐπίστασθαι, εἴτε καὶ ἐκ τελετέων εἴτε καὶ ἐξ ἄλλης τινὸς γνώμης καὶ μελέτης φασὶ ταῦτα οἷόν τ᾽ εἶναι γενέσθαι οἱ ταῦτ᾽ ἐπιτηδεύοντες, δυσσεβεῖν ἔμοιγε δοκέουσι καὶ θεοὺς οὔτε εἶναι νομίζειν οὔτε ἰσχύειν οὐδέν, οὔτε εἴργεσθαι ἂν οὐδενὸς τῶν ἐσχάτων. ἃ ποιέοντες πῶς οὐ δεινοὶ αὐτοί εἰσιν; εἰ γὰρ ἄνθρωπος μαγεύων καὶ θύων σελήνην καθαιρήσει καὶ ἥλιον ἀφανιεῖ καὶ χειμῶνα καὶ εὐδίην ποιήσει, οὐκ ἂν ἔγωγ᾽ ἔτι θεῖον νομίσαιμι τοῦτο εἶναι, ἀλλ᾽ ἀνθρώπινον, εἰ δὴ τοῦ θείου ἡ δύναμις ὑπὸ ἀνθρώπου γνώμης κρατεῖται καὶ δεδούλωται. ἴσως δὲ οὐχ οὕτως ἔχει ταῦτα, ἀλλ᾽ ἄνθρωποι βίου δεόμενοι πολλὰ καὶ παντοῖα τεχνῶνται καὶ ποικίλλουσιν ἔς τε τἄλλα πάντα καὶ ἐς τὴν νοῦσον ταύτην, ἑκάστῳ εἴδει τοῦ πάθεος θεῷ τὴν αἰτίην προστιθέντες. καὶ ἢν μὲν γὰρ αἶγα μιμῶνται, καὶ ἢν βρύχωνται, ἢ τὰ δεξιὰ σπῶνται, Μητέρα θεῶν φασιν αἰτίην εἶναι. ἢν δὲ ὀξύτερον καὶ εὐτονώτερον φθέγγηται, ἵππῳ εἰκάζουσι, καί φασι Ποσειδῶνα αἴτιον εἶναι, ἢν δὲ καὶ τῆς κόπρου τι παρῇ, ὃσα πολλάκις γίνεται ὑπὸ τῆς νούσου βιαζομένοισιν, Ἐνοδίῃ πρόσκειται ἡ ἐπωνυμίη· ἢν δὲ πυκνότερον καὶ λεπτότερον, οἷον ὄρνιθες, Ἀπόλλων νόμιος. ἢν δὲ ἀφρὸν ἐκ τοῦ στόματος ἀφίῃ καὶ τοῖσι ποσὶ λακτίζῃ, Ἄρης τὴν αἰτίην ἔχει. οἷσι δὲ νυκτὸς δείματα παρίσταται καὶ φόβοι καὶ παράνοιαι καὶ ἀναπηδήσιες ἐκ τῆς κλίνης καὶ φεύξιες ἔξω, Ἑκάτης φασὶν εἶναι ἐπιβολὰς καὶ ἡρώων ἐφόδους. καθαρμοῖσί τε χρέονται καὶ ἐπαοιδῇσι, καὶ ἀνοσιώτατόν τε καὶ ἀθεώτατον πρῆγμα ποιέουσιν, ὡς ἔμοιγε δοκεῖ· καθαίρουσι γὰρ τοὺς ἐχομένους τῇ νούσῳ αἵματί τε καὶ ἄλλοισι τοιούτοις ὥσπερ μίασμά τι ἔχοντας, ἢ ἀλάστορας, ἢ πεφαρμακευμένους ὑπὸ ἀνθρώπων, ἤ τι ἔργον ἀνόσιον εἰργασμένους, οὓς ἐχρῆν τἀναντία τούτων ποιεῖν, θύειν τε καὶ εὔχεσθαι καὶ ἐς τὰ ἱερὰ φέροντας ἱκετεύειν τοὺς θεούς· νῦν δὲ τούτων μὲν ποιέουσιν οὐδέν, καθαίρουσι δέ· καὶ τὰ μὲν τῶν καθαρμῶν γῇ κρύπτουσι, τὰ δὲ ἐς θάλασσαν ἐμβάλλουσι, τὰ δ᾽ ἐς τὰ ὄρεα ἀποφέρουσιν, ὅπῃ μηδεὶς ἅψεται μηδ᾽ ἐμβήσεται· τὰ δ᾽ ἐχρῆν ἐς τὰ ἱερὰ φέροντας τῷ θεῷ ἀποδοῦναι, εἰ δὴ θεός ἐστιν αἴτιος. οὐ μέντοι ἔγωγε ἀξιῶ ὑπὸ θεοῦ ἀνθρώπου σῶμα μιαίνεσθαι, τὸ ἐπικηρότατον ὑπὸ τοῦ ἁγνοτάτου, ἀλλὰ καὶ ἢν τυγχάνῃ ὑπὸ ἑτέρου μεμιασμένον ἤ τι πεπονθός, ὑπὸ τοῦ θεοῦ καθαίρεσθαι ἂν αὐτὸ καὶ ἁγνίζεσθαι μᾶλλον ἢ μιαίνεσθαι. τὰ γοῦν μέγιστα τῶν ἁμαρτημάτων καὶ ἀνοσιώτατα τὸ θεῖόν ἐστι τὸ καθαῖρον καὶ ἁγνίζον καὶ ῥύμμα γινόμενον ἡμῖν, αὐτοί τε ὅρους τοῖσι θεοῖσι τῶν ἱερῶν καὶ τῶν τεμενέων ἀποδείκνυμεν, ὡς ἂν μηδεὶς ὑπερβαίνῃ ἢν μὴ ἁγνεύῃ, ἐσιόντες τε ἡμεῖς περιρραινόμεθα οὐχ ὡς μιαινόμενοι, ἀλλ᾽ εἴ τι καὶ πρότερον ἔχομεν μύσος, τοῦτο ἀφαγνιούμενοι. καὶ περὶ μὲν τῶν καθαρμῶν οὕτω μοι δοκεῖ ἔχειν. [5] τὸ δὲ νόσημα τοῦτο οὐδέν τί μοι δοκεῖ θειότερον εἶναι τῶν λοιπῶν, ἀλλὰ φύσιν μὲν ἔχειν καὶ τὰ ἄλλα νοσήματα ὅθεν ἕκαστα γίνεται, φύσιν δὲ τοῦτο καὶ πρόφασιν· καὶ ἰητὸν εἶναι, καὶ οὐδὲν ἧσσον ἑτέρων, ὅ τι ἂν μὴ ἤδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον ᾖ ὥστε ἰσχυρότερον εἶναι τῶν φαρμάκων τῶν προσφερομένων. ἄρχεται δὲ ὥσπερ καὶ τἄλλα νοσήματα κατὰ γένος· εἰ γὰρ ἐκ φλεγματώδεος φλεγματώδης, καὶ ἐκ χολώδεος χολώδης γίνεται, καὶ ἐκ φθινώδεος φθινώδης, καὶ ἐκ σπληνώδεος σπληνώδης, τί κωλύει, ὅτῳ πατὴρ ἢ μήτηρ εἴχετο τούτῳ τῷ νοσήματι, τούτων καὶ τῶν ἐκγόνων ἔχεσθαί τινα; ὡς ὁ γόνος ἔρχεται πάντοθεν τοῦ σώματος, ἀπό τε τῶν ὑγιηρῶν ὑγιηρὸς καὶ ἀπό τῶν νοσερῶν νοσερός. ἕτερον δὲ μέγα τεκμήριον ὅτι οὐδὲν θειότερόν ἐστι τῶν λοιπῶν νοσημάτων· τοῖσι γὰρ φλεγματώδεσι φύσει γίνεται, τοῖσι δὲ χολώδεσιν οὐ προσπίπτει· καίτοι εἰ θειότερόν ἐστι τῶν ἄλλων, τοῖσιν ἅπασιν ὁμοίως ἔδει γίνεσθαι τὴν νοῦσον ταύτην, καὶ μὴ διακρίνειν μήτε χολώδεα μήτε φλεγματώδεα. [6] ἀλλὰ γὰρ αἴτιος ὁ ἐγκέφαλος τούτου τοῦ πάθεος, ὥσπερ καὶ τῶν ἄλλων νοσημάτων τῶν μεγίστων· ὅτῳ δὲ τρόπῳ καὶ ἐξ οἵης προφάσιος γίνεται, ἐγὼ φράσω σάφα.
…
[21] αὕτη δὲ ἡ νοῦσος ἡ ἱερὴ καλεομένη ἀπὸ τῶν αὐτῶν προφασίων γίνεται ἀφ᾽ ὧν καὶ αἱ λοιπαί, ἀπὸ τῶν προσιόντων καὶ ἀπιόντων καὶ ψύχεος καὶ ἡλίου καὶ πνευμάτων μεταβαλλομένων τε καὶ οὐδέποτε ἀτρεμιζόντων. ταῦτα δ᾽ ἐστὶ θεῖα, ὥστε μηδὲν δεῖ ἀποκρίνοντα τὸ νόσημα θειότερον τῶν λοιπῶν νομίσαι, ἀλλὰ πάντα θεῖα καὶ πάντα ἀνθρώπινα· φύσιν δὲ ἕκαστον ἔχει καὶ δύναμιν ἐφ᾽ ἑωυτοῦ, καὶ οὐδὲν ἄπορόν ἐστιν οὐδὲ ἀμήχανον· ἀκεστά τε τὰ πλεῖστά ἐστι τοῖς αὐτοῖσι τούτοισιν ἀφ᾽ ὧν καὶ γίνεται. ἕτερον γὰρ ἑτέρῳ τροφή ἐστι, τοτὲ δὲ καὶ κάκωσις. τοῦτο οὖν δεῖ τὸν ἰητρὸν ἐπίστασθαι, ὅπως τὸν καιρὸν διαγινώσκων ἑκάστου τῷ μὲν ἀποδώσει τὴν τροφὴν καὶ αὐξήσει, τῷ δὲ ἀφαιρήσει καὶ κακώσει. χρὴ γὰρ καὶ ἐν ταύτῃ τῇ νούσῳ καὶ ἐν τῇσιν ἄλλῃσιν ἁπάσῃσι μὴ αὐξάνειν τὰ νοσήματα, ἀλλὰ τρύχειν προσφέροντα τῇ νούσῳ τὸ πολεμιώτατον ἑκάστῃ καὶ μὴ τὸ σύνηθες· ὑπὸ μὲν γὰρ τῆς συνηθείης θάλλει τε καὶ αὔξεται, ὑπὸ δὲ τοῦ πολεμίου φθίνει τε καὶ ἀμαυροῦται. ὅστις δὲ ἐπίσταται ἐν ἀνθρώποισι ξηρὸν καὶ ὑγρὸν ποιεῖν καὶ ψυχρὸν καὶ θερμὸν ὑπὸ διαίτης, οὗτος καὶ ταύτην τὴν νόσον ἰῷτο ἄν, εἰ τοὺς καιροὺς διαγινώσκοι τῶν συμφερόντων, ἄνευ καθαρμῶν καὶ μαγείης. [1] Με την αρρώστια που τη λένε ιερή1 ιδού πώς έχει το πράγμα: Δεν πιστεύω καθόλου πως η αρρώστια αυτή είναι πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες ή πιο ιερή. Πιστεύω πως υπάρχει και γι᾽ αυτήν μια φυσική αιτία, οι άνθρωποι όμως, είτε από άγνοια είτε και γιατί τους έκαμε εντύπωση ο παράξενος χαρακτήρας της -δεν μοιάζει, πράγματι, σε τίποτε με τις άλλες αρρώστιες-, τη θεώρησαν αρρώστια που τη στέλνουν οι θεοί. Έτσι όμως, ενώ με την αδυναμία των ανθρώπων να γνωρίσουν την ουσία της ο θεϊκός της χαρακτήρας μένει, με όλους εκείνους τους εύκολους τρόπους γιατρειάς που χρησιμοποιούν για να τη θεραπεύσουν ο χαρακτήρας αυτός χάνεται, αφού οι άνθρωποι ζητούν να τη γιατρέψουν με εξαγνισμούς και ξόρκια. Αν είναι όμως να τη θεωρούμε αρρώστια θεϊκή μόνο γιατί μας φαίνεται παράξενη, τότε -αν το πράγμα εξαρτάται μόνο από αυτό- θα βγουν να είναι πολλές οι ιερές αρρώστιες και όχι μόνο μία. Γιατί εγώ μπορώ να αποδείξω πως υπάρχουν και άλλες όχι λιγότερο περίεργες ούτε λιγότερο ανεξήγητες αρρώστιες, που όμως κανένας δεν τις πιστεύει ιερές. Πρώτα πρώτα οι αμφημερινοί πυρετοί ή οι πυρετοί που ξαναγυρίζουν κάθε τρίτη ή κάθε τέταρτη μέρα2: δεν νομίζω πως αυτοί είναι λιγότερο ιεροί ή λιγότερο θεόσταλτοι από την αρρώστια για την οποία μιλούμε· και όμως κανείς δεν στέκεται με θαυμασμό μπροστά τους. Έπειτα βλέπω ανθρώπους που χωρίς φανερή αιτία χάνουν τα λογικά τους και καταντούν τρελοί και κάνουν πλήθος παράλογα πράγματα. Ξέρω και άλλους πολλούς που στον ύπνο τους βάζουν τα κλάματα και τις φωνές, ή τους κόβεται η αναπνοή, ή πηδούν από το κρεβάτι τους και ορμούν έξω από το σπίτι με σαλεμένο το μυαλό· όλα αυτά ώσπου να ξυπνήσουν· ύστερα γίνονται πάλι καλά και το μυαλό τους λειτουργεί πάλι κανονικά -όπως πρωτύτερα, μόνο που τώρα είναι ωχροί και αδύναμοι· και όλα αυτά όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές.
Υπάρχουν και άλλες πολλές και ποικίλες περιπτώσεις, αν όμως μιλούσαμε για την κάθε μια από αυτές ξεχωριστά, ο λόγος θα μας πήγαινε πολύ μακριά.
[2] Κατά τη δική μου γνώμη οι πρώτοι που βάφτισαν ιερή αυτή την αρρώστια ήταν άνθρωποι του τύπου των σημερινών μάγων και εξαγνιστών: ζητιάνοι που γυρίζουν από δω και από κει και ξεγελούν τον κόσμο παριστάνοντας τον εξαιρετικά θεοσεβούμενο άνθρωπο που, επιπλέον, κατέχει και μια σοφία σπάνια σε άλλους. Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι μέσα στην αμηχανία τους, που δεν ήξεραν τι να δώσουν στον άρρωστο για να του κάμουν καλό, βρήκαν να ρίχνουν σαν ρούχο επάνω τους και να βάζουν μπροστά τους σαν ασπίδα τη δύναμη του θεού, ώστε να μην αποκαλυφθεί η τελεία τους άγνοια. Έτσι έβγαλαν τη θεωρία πως η αρρώστια αυτή είναι ιερή. Ύστερα βρήκαν όμορφες λέξεις και έναν τρόπο γιατρειάς που τους εξασφαλίζει τους ίδιους: κάνουν εξαγνισμούς και λένε ξόρκια, απαγορεύουν τα λουτρά καθώς και ένα πλήθος από ακατάλληλα για άρρωστους ανθρώπους φαγητά: από τα θαλασσινά το μπαρμπούνι, το μελανούρι, τα κεφαλόπουλα και το χέλι (αυτά είναι, πράγματι, τα πιο βλαβερά)· από τα κρέατα το κατσικίσιο, του ελαφιού, του γουρουνόπουλου και του σκύλου (τα κρέατα αυτά κάνουν κυριολεκτικά άνω κάτω το πεπτικό μας σύστημα)· από τα πουλερικά τον κόκορα, το τρυγόνι, την οτίδα (που θεωρούνται ιδιαίτερα βαριά)· από τα λαχανικά τον δυόσμο, το σκόρδο και τα κρεμμύδια (το δριμύ δεν κάνει ποτέ καλό στον άρρωστο)· ρούχο μαύρο να μη φορούν (θυμίζει θάνατο το μαύρο)· σε κατσικίσιο δέρμα να μη ξαπλώνουν ούτε να το φορούν, ούτε να βάζουν το ένα πόδι επάνω στο άλλο ή να σταυρώνουν τα χέρια (δένουμε την τύχη μας, όπως λέει ο κόσμος, με όλα αυτά!).
Ο λόγος που τα ορίζουν όλα αυτά είναι ο θεϊκός χαρακτήρας της αρρώστιας, δήθεν ότι αυτοί ξέρουν κάτι περισσότερο από τους άλλους και μπορούν να αναφέρουν άλλες αιτίες για την αρρώστια, ώστε, αν ο άρρωστος γίνει καλά, να θεωρηθεί ότι ήταν από τη δική τους εξυπνάδα· αν πάλι πεθάνει, να μπορούν εκ του ασφαλούς να υπερασπίσουν τον εαυτό τους· να μπορούν δηλαδή να βγουν να πουν ότι υπεύθυνοι δεν είναι οι ίδιοι, αλλά οι θεοί· γιατί οι ίδιοι ούτε φάρμακο του έδωσαν να πάρει -στερεό ή υγρό- ούτε τον έβαλαν σε καυτό λουτρό, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν υπεύθυνοι. Κατά τη δική μου όμως γνώμη δεν θα έπρεπε τότε κανένας από τους Λίβυες που ζουν στα μεσόγεια να είναι υγιής, αφού αυτοί πλαγιάζουν πάνω σε κατσικίσια δέρματα και τρων κρέατα κατσικίσια· τα στρώματα, τα ρούχα, τα παπούτσια τους, όλα είναι από κατσίκα -άλλα ζωντανά οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν παρά μόνο κατσίκες. Οπωσδήποτε, αν όλα αυτά γεννούν και περισσεύουν την αρρώστια όταν τα τρως ή τα μεταχειρίζεσαι, και πάλι αν τη γιατρεύουν όταν δεν τα τρως, τότε υπεύθυνος δεν είναι πια ο θεός, ούτε και οι καθαρμοί είναι που ωφελούν· εκείνο που ωφελεί ή βλάπτει είναι οι τροφές. Όσο για του θεού τη δύναμη, αυτή εξαφανίζεται.
[3] Γι᾽ αυτό λοιπόν νομίζω πως όλοι εκείνοι που αναλαμβάνουν να θεραπεύσουν με τέτοιο τρόπο αυτού του είδους τις αρρώστιες, δεν είναι δυνατό να τις πιστεύουν ούτε για ιερές ούτε για θεόσταλτες. Γιατί αν ήταν να φεύγουν οι αρρώστιες με ιεροτελεστίες και θεραπείες αυτού του είδους, τότε τι τις εμποδίζει να έρχονται και να πέφτουν στους ανθρώπους με άλλα γιατροσόφια παρόμοια με αυτά; Τότε όμως αιτία της αρρώστιας δεν είναι πια η δύναμη του θεού, αλλά κάτι το ανθρώπινο. Γιατί αν ένας είναι σε θέση με καθαρμούς και μαγγανείες να διώχνει μακριά μια αρρώστια σαν κι αυτήν, αυτός μπορεί, νομίζω, κάνοντας άλλα τεχνάσματα να την προκαλεί κιόλας. Όταν κανείς το σκεφτεί έτσι, τότε η παρουσία του θεού χάνεται.
Με τέτοια λόγια και με τέτοιου είδους τεχνάσματα θέλουν να δώσουν την εντύπωση πως αυτοί κατέχουν μια σπάνια σοφία, και εξαπατούν τον κόσμο ορίζοντας κάθε είδους καθαρμούς, ενώ παράλληλα οι λόγοι τους είναι συνήθως για θεούς και δαίμονες. Οπωσδήποτε, εγώ δεν νομίζω ότι τα λόγια τους κηρύσσουν θεοσέβεια, όπως φαντάζονται εκείνοι. Κάθε άλλο. Πιο πολύ κηρύσσουν την ασέβεια και ότι θεοί δεν υπάρχουν. Αυτό που εκείνοι ονομάζουν θεοσέβεια και θεό είναι ασέβεια, όπως θα δείξω, και αθεΐα.
[4] Όταν δηλαδή βγαίνουν και βεβαιώνουν ότι μπορούν να κατεβάσουν από τον ουρανό το φεγγάρι ή να σκοτεινιάσουν τον ήλιο, να κάμουν κακοκαιρία ή καλοκαιρία, βροχές ή ξηρασίες, απέραστη τη θάλασσα ή άγονη τη γη και όλα τα άλλα παρόμοια θαύματα, αδιάφορο αν οι άνθρωποι που επιτηδεύονται αυτά τα πράγματα ισχυρίζονται ότι όλα αυτά γίνονται με ιεροτελεστίες ή με κάποια άλλη γνώση ή δεξιοτεχνία, νομίζω ότι βλασφημούν και ή δεν πιστεύουν πως υπάρχουν θεοί ή τους θεωρούν ότι δεν έχουν καμιά δύναμη, και επομένως δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να τους εμποδίσει να κάνουν τα πιο φοβερά και τρομερά πράγματα. Όταν όμως μπορούν να τα κάνουν όλα αυτά, πώς πια να μην παραδεχτώ ότι οι δυνατοί είναι αυτοί; Γιατί αν υπάρχει πράγματι άνθρωπος που μπορεί με μαγγανείες και με θυσίες να κατεβάσει το φεγγάρι ή να σκοτεινιάσει τον ήλιο, να κάμει κακοκαιρία ή καλοκαιρία, εγώ πια τότε δεν θα πω πως υπάρχει δύναμη θεού μέσα σε όλα αυτά· θα πω πως είναι έργα ανθρώπων, αφού η δύναμη του θεού νικιέται από την ανθρώπινη γνώση και υποτάσσεται.
Ίσως όμως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, αλλά όπως υπάρχουν άνθρωποι που από φτώχεια σοφίζονται συνεχώς κάθε λογής τεχνάσματα, φροντίζοντας να τα παρουσιάζουν και όμορφα, έτσι και στην αρρώστια αυτή: για κάθε μια από τις μορφές με τις οποίες παρουσιάζεται η πάθηση ρίχνουν το βάρος και σε κάποιο θεό. Έτσι, αν η φωνή του αρρώστου μοιάζει με της κατσίκας τη φωνή, αν χτυπούν τα δόντια του ή έχει σπασμούς από τα δεξιά, λένε πως η Μητέρα των θεών είναι που έστειλε την αρρώστια. Αν, αντίθετα, η φωνή του είναι πιο διαπεραστική και πιο δυνατή, λένε ότι το πράγμα μοιάζει με άλογο και βεβαιώνουν ότι αιτία είναι ο Ποσειδώνας. Επίσης, αν αφήσει -χωρίς να το καταλάβει- να του ξεφύγουν τίποτε κόπρανα, πράγμα που συμβαίνει πολλές φορές όταν τους πιάνει η αρρώστια, τότε ονοματίζουν την αρρώστια από την Ενοδία·3 αν όμως αυτό συμβαίνει πιο συχνά και τα κόπρανα είναι πιο λεπτά -όπως των πουλιών-, τότε είναι ο Απόλλων ο Νόμιος. Αν βγάζει αφρούς από το στόμα του και κλωτσάει, υπεύθυνος είναι ο Άρης. Αν τη νύχτα βλέπουν μπροστά τους εικόνες φρίκης και τρόμου, αν σαλεύει το μυαλό τους και, πηδώντας από το κρεβάτι τους, ορμούν να βγουν έξω από το σπίτι, τότε λένε πως η Εκάτη έπεσε επάνω τους και οι ήρωες κάνουν εφόδους.
Κάνουν λοιπόν εξαγνισμούς και λένε ξόρκια, και κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο μεγάλη ασέβεια και η πιο μεγάλη αθεΐα. Αρχίζουν δηλαδή να «καθαρίζουν» με αίμα και με άλλα παρόμοια μέσα αυτούς που τους χτύπησε η αρρώστια, θαρρείς πως έχουν κανένα μόλυσμα επάνω τους ή κατέχονται από κακά πνεύματα, ή πως τους έκαμαν μάγια οι άνθρωποι, ή ότι έκαμαν οι ίδιοι κανένα ανοσιούργημα, ενώ θα έπρεπε να κάνουν ακριβώς τα αντίθετα: θυσίες και προσευχές· να οδηγούν τους αρρώστους στα ιερά και να παρακαλούν τους θεούς. Τώρα όμως τίποτε από όλα αυτά δεν κάνουν, μόνο τους «καθαρίζουν». Όσο για τα αντικείμενα που χρησιμοποιούν σ᾽ αυτές τις ιεροτελεστίες, άλλα τα κρύβουν μέσα στη γη, άλλα τα ρίχνουν στη θάλασσα, άλλα πηγαίνουν και τα πετούν στα βουνά, όπου κανείς δεν θα μπορέσει να τα αγγίξει ούτε να τα φτάσει. Ενώ θα έπρεπε να τα πηγαίνουν στα ιερά και να τα δίνουν πίσω πάλι στο θεό, αν ήταν πράγματι ο θεός που έστειλε την αρρώστια.
Οπωσδήποτε, εγώ δεν μπορώ να πιστέψω ότι το σώμα του ανθρώπου μπορεί ποτέ να μολυνθεί από το θεό, το πιο φθαρτό από το πιο καθαρό. Έπειτα, και αν ακόμη συνέβαινε το σώμα του ανθρώπου να έχει μολυνθεί από κάτι τι ή να έχει πάθει γενικά κάποιο κακό, από το θεό θα έπρεπε να καθαρίζεται και να εξαγνίζεται, όχι να μολύνεται. Όλοι το ξέρουμε ότι τα πιο μεγάλα και τα πιο ανόσια σφάλματά μας μόνο η δύναμη του θεού μπορεί να μας τα καθαρίσει, να μας τα εξαγνίσει και να μας τα ξεπλύνει· εμείς ορίζουμε μόνο τα σύνορα στα ιερά των θεών και στα ιερά τους κτήματα, για να μην τα περάσει κανείς αν δεν είναι καθαρός, και όταν μπαίνουμε μέσα, ζητούμε να ραντιστούμε, όχι γιατί μολυνόμαστε, αλλά και αν τύχει να κουβαλούμε μαζί μας από πριν κανένα μόλυσμα, να το διώξουμε από πάνω μας και να καθαριστούμε. Αυτό είναι για μένα το νόημα των καθαρμών.
[5] Η αρρώστια λοιπόν αυτή δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες. Κάθε άλλο. Όπως όλες οι αρρώστιες έχουν τη φύση τους, αυτό που κάνει ώστε να γεννηθεί η κάθε μια, έχει και αυτή τη φύση της και την αιτία της. Ακόμη πιστεύω ότι είναι αρρώστια που γιατρεύεται, όχι λιγότερο αυτή από άλλες αρρώστιες, φτάνει να μην έχει πια ριζώσει από την πολυκαιρία, σε σημείο που να είναι πιο δυνατή από τα φάρμακα που προσφέρουμε. Έπειτα έχει την αρχή της, όπως και οι άλλες αρρώστιες, στην κληρονομικότητα. Αν δηλαδή από άνθρωπο με φλεγματική4 ιδιοσυγκρασία γεννιέται άνθρωπος με φλεγματική κι αυτός ιδιοσυγκρασία, ή από άνθρωπο με χολώδη ιδιοσυγκρασία άνθρωπος με χολώδη κι αυτός ιδιοσυγκρασία, αν από φυματικό γεννιέται φυματικός κι από άνθρωπο με πειραγμένη τη σπλήνα του άνθρωπος που έχει κι αυτός πειραγμένη τη σπλήνα του, τι εμποδίζει, αν ο πατέρας ή η μητέρα κάποιου υπέφερε από την αρρώστια αυτή, αυτών των ανθρώπων ένα παιδί να υποφέρει κι αυτό από την ίδια αρρώστια; Γιατί το σπέρμα ξεκινάει από όλα τα μέρη του σώματος, από τα γερά γερό, από τα αρρωστιάρικα αρρωστιάρικο. Άλλη μεγάλη απόδειξη ότι δεν είναι καθόλου πιο θεϊκή αυτή από τις άλλες αρρώστιες: ενώ παρουσιάζεται σε όσους έχουν εκ γενετής ιδιοσυγκρασία φλεγματική, δεν προσβάλλει αυτούς που έχουν ιδιοσυγκρασία χολώδη. Αν όμως ήταν πιο θεϊκή από τις άλλες, θα έπρεπε να τους προσβάλλει όλους η αρρώστια αυτή χωρίς διάκριση και να μην ξεχωρίζει χολώδη ή φλεγματικό.
[6] Η πραγματική λοιπόν αιτία για την αρρώστια αυτή -όπως και για όλες τις σοβαρές αρρώστιες- είναι ο εγκέφαλος. Με ποιον ακριβώς τρόπο γεννιέται η αρρώστια και με ποια αφορμή, θα προσπαθήσω τώρα να το εξηγήσω καθαρά.
…
[21] Η αρρώστια που πραγματευθήκαμε, αυτή που τη λένε ιερή, έχει την αρχή της στις ίδιες αιτίες με τις άλλες αρρώστιες: στα εισερχόμενα και στα εξερχόμενα από τον οργανισμό του ανθρώπου, στο ψύχος, στον ήλιο, στους ανέμους που αλλάζουν συνεχώς και που ποτέ δεν μένουν ήσυχοι.5 Όλα αυτά είναι θεϊκά πράγματα. Δεν υπάρχει επομένως λόγος να ξεχωρίζουμε την αρρώστια αυτή και να τη θεωρούμε πιο θεϊκή από τις άλλες· όλες τους είναι θεϊκές και όλες τους είναι ανθρώπινες. Η κάθε αρρώστια έχει τη δική της φύση και τη δική της δύναμη, και απέναντι σε καμιά δεν μένουμε αμήχανοι και ανίκανοι να βρούμε μια διέξοδο. Τις πιο πολλές αρρώστιες τις γιατρεύει εκείνο ακριβώς που τις γεννά. Συγκεκριμένα: Τα πράγματα είναι τροφή το ένα για το άλλο -άλλο για το ένα, άλλο για το άλλο-, μπορεί όμως το ένα να γίνει στο άλλο και καταστροφή. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το ξέρει ο γιατρός, ώστε, διακρίνοντας την κατάλληλη για κάθε ξεχωριστή περίπτωση στιγμή, άλλοτε να προσφέρει αυτό που είναι τροφή και να ωφελεί, και άλλοτε, αφαιρώντας το, να βλάπτει. Γιατί και στην αρρώστια αυτή, το ίδιο όπως και σε όλες τις αρρώστιες, έχουμε την υποχρέωση όχι να δυναμώνουμε την πάθηση αλλά να την ταλαιπωρούμε, προσφέροντας ό,τι της είναι πιο αντίθετο· ποτέ εκείνο στο οποίο έχει εθισθεί. Γιατί με τον εθισμό η αρρώστια προοδεύει και ακμάζει, ενώ με ό,τι της είναι αντίθετο χάνει τη δύναμη της και εκλείπει. Οπωσδήποτε, όποιος μπορεί με κατάλληλη δίαιτα να κάνει το σώμα του ανθρώπου ξηρό ή υγρό, ψυχρό ή θερμό, αυτός μπορεί και να γιατρεύει την αρρώστια που πραγματευθήκαμε χωρίς να καταφεύγει σε καθαρμούς και μαγγανείες -φτάνει να μπορεί κάθε φορά να διακρίνει την κατάλληλη για κάθε χρήσιμη ενέργεια στιγμή.---------------
1 Η λ. ἱερός υποδηλώνει στην παλαιότερη ελληνική γραμματεία κάτι που είναι "δυνατό" αλλά συγχρόνως και "απαγορευμένο" (ταμπού). Οι πρώτες λέξεις του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν από μεταγενέστερους αντιγραφείς ως τίτλος του έργου, καθώς τα αρχαία ελληνικά βιβλία δεν είχαν -τουλάχιστον κατά την πρώιμη αυτή περίοδο- τίτλους.
2 Αμφημερινοί ονομάζονται οι περιοδικοί (διαλείποντες) πυρετοί, στους οποίουςοι παροξυσμοί επανέρχονται κάθε 24 ώρες. Οι παροξυσμοί μπορεί επίσης να επανέρχονται κάθε τρίτη ή τέταρτη ημέρα (τριταίος ή τεταρταῖος πυρετός).
3 Ενοδία: λατρευτικό επίθετο συνήθως της Εκάτης αλλά και άλλων θεών, των οποίων τα αγάλματα στήνονταν στην άκρη δρόμου ή σε τρίστρατο.
4 Το φλέγμα ανήκει, σύμφωνα με τη διδασκαλία των ιπποκρατικών μαζί με το αἷμα, την ξανθή χολή και τη μέλαινα ("μαύρη") χολή στους τέσσερις χυμούς, τα τέσσερα κύρια συστατικά του ανθρωπίνου σώματος, η σωστή αναλογία (εὐκρασία) των οποίων αποτελεί την προϋπόθεση της υγείας του σώματος. Κάθε χυμός συνδέεται με ένα από τα ζεύγη των θεμελιωδών ποιοτήτων θερμό-ψυχρό και υγρό-ξηρό (το φλέγμα π.χ. είναι ψυχρό).
5 Είναι αξιοπρόσεκτη η αντίληψη που διατυπώνεται στο περὶ ἱερῆς νούσου γενικά για τη φύση των ασθενειών. «Ο πιο σημαντικός ισχυρισμός εδώ είναι η υπόθεση ότι η φύση δρα ομοιόμορφα· όποιες κι αν είναι οι αιτίες της αρρώστιας, δεν είναι ιδιότροπες, αλλά ομοιόμορφες και καθολικές» (D. Lindberg).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου