Η «σοφία» και η «φιλοσοφία»
Η λέξη φιλοσοφία, που σημαίνει «αγάπη για τη σοφία, επιδίωξη της σοφίας», εμφανίζεται αρκετά αργά στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Απαντά σποραδικά κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. και μόνο την εποχή του Πλάτωνα, στις αρχές του 4ου αιώνα, γίνεται προσπάθεια να καθοριστεί η ακριβής σημασία και το εύρος της εφαρμογής της. Η γενική ωστόσο πεποίθηση, τόσο των αρχαίων όσο και η δική μας, είναι ότι η φιλοσοφία έχει γεννηθεί πολύ νωρίτερα, από τις αρχές ακόμη του 6ου αιώνα. Ο Αριστοτέλης θα αποδώσει τον τίτλο των πρώτων φιλοσόφων σε τρεις στοχαστές από τη Μίλητο, στον Θαλή, στον Αναξίμανδρο και στον Αναξιμένη, και έκτοτε θα τον ακολουθήσουν όλοι οι ιστορικοί της φιλοσοφίας. Στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου, αρχικά στις ιωνικές αποικίες και αργότερα στις ελληνικές πόλεις της νότιας Ιταλίας, θα συντελεστεί η μετάβαση «από τον μύθο στον λόγο», η αντικατάσταση δηλαδή του μυθολογικού τρόπου σκέψης που χαρακτηρίζει την αρχαϊκή ποίηση από τον ορθό λόγο της φιλοσοφίας και της επιστήμης.
Από τον Θεόφραστο, τον μαθητή του Αριστοτέλη, ξεκινά και η διαδεδομένη στον αρχαίο κόσμο πεποίθηση ότι οι τρεις μιλήσιοι φιλόσοφοι συνδέονται ο ένας με τον άλλο με σχέση μαθητείας. Ο Αναξίμανδρος υπήρξε μαθητής του Θαλή και ο Αναξιμένης μαθητής του Αναξίμανδρου.
Αρκετά νωρίς λοιπόν διαμορφώνεται η εικόνα της φιλοσοφίας που θα κυριαρχήσει σε όλη την αρχαία σκέψη: η φιλοσοφία γεννιέται στην Ιωνία του 6ου αιώνα, όταν ένας νέος ορθολογικός τρόπος εξήγησης της φυσικής πραγματικότητας υιοθετείται από μια ομάδα στοχαστών, όταν δημιουργείται μια πρώτη σχολή φιλοσόφων. Η φιλοσοφία είναι στενά συνδεδεμένη με τη διδασκαλία, αναπτύσσεται μέσα από την κοινή αναζήτηση δασκάλου και μαθητή.
Ιδιαίτερος φαίνεται να είναι ο ρόλος του Θαλή του Μιλήσιου σε αυτή τη θεωρητική επανάσταση. Είναι αυτός που, όπως μας λέει ο Αριστοτέλης, «ίδρυσε αυτή τη φιλοσοφία», όταν θεώρησε ότι πίσω από τα συνεχώς μεταβαλλόμενα φαινόμενα υπάρχει μια «αρχή» (μία φύσις, μία οὐσία) «από την οποία συνίστανται όλα τα πράγματα, από την οποία καταρχάς προήλθαν και στην οποία τελικά με τη φθορά τους θα καταλήξουν» (Μετά τα φυσικά Α 983b6-27). Κατά τον Θαλή, η σταθερή, αιώνια και αναλλοίωτη αυτή ουσία είναι το νερό. Αν η μαρτυρία του Αριστοτέλη είναι σωστή, τότε ο Θαλής δικαίως θεωρείται ο πρώτος φιλόσοφος. Η φιλοσοφία γεννιέται όταν στο μυαλό των ανθρώπων δημιουργείται η πεποίθηση ότι πίσω από το φαινομενικό χάος των γεγονότων υπάρχει μια κρυφή τάξη, μια τάξη που προέρχεται από απρόσωπες δυνάμεις. Το νερό του Θαλή είναι μια τέτοια απρόσωπη δύναμη: είναι η πρώτη φιλοσοφική έννοια.
Δυστυχώς τη σκέψη του Θαλή, όπως και όλων των πρώτων φιλοσόφων, τη γνωρίζουμε μόνο από δεύτερο χέρι. Κείμενα του ίδιου του Θαλή δεν έφτασαν ως τα χέρια μας - άλλωστε είναι εντελώς απίθανο να έγραψε οτιδήποτε ο Θαλής, αφού στην εποχή του ελάχιστοι Έλληνες μπορούσαν να διαβάσουν. Έτσι είμαστε αναγκασμένοι να ανασυνθέτουμε τη σκέψη του από πολύ μεταγενέστερες, και όχι πάντοτε αξιόπιστες, πηγές.
Ο Πλάτων, για παράδειγμα, μας μεταφέρει ένα ανέκδοτο όπου ο Θαλής εμφανίζεται ως ο τυπικός αφηρημένος φιλόσοφος: «Λένε ότι κάποτε ο Θαλής κατάφερε να πέσει σε ένα πηγάδι, καθώς προχωρούσε παρατηρώντας τα άστρα και κοιτάζοντας προς τα πάνω· τότε μια ομορφούλα και ξύπνια θρακιώτισα υπηρέτρια τον πείραξε λέγοντάς του ότι επιθυμεί να μάθει τι συμβαίνει στον ουρανό και αγνοεί το τι γίνεται πίσω του και πλάι στα πόδια του» (Θεαίτητος 174a). Σε μια ιστορία πάλι του Αριστοτέλη ο Θαλής προβλέπει από τα άστρα μεγάλη σοδειά ελιάς και καπαρώνει εγκαίρως όλα τα ελαιοτριβεία της Μιλήτου και της Χίου, θέλοντας να αποδείξει σε όσους τον περιφρονούσαν για τη φτώχεια του ότι οι φιλόσοφοι θα μπορούσαν εύκολα να πλουτίσουν αν το ήθελαν, δεν ήταν όμως αυτός ο σκοπός τους (Πολιτικά 1259a9).
Παράλληλα με την εικόνα του πρώτου φιλοσόφου, πλήθος μαρτυριών μάς ζωντανεύουν έναν διαφορετικό Θαλή, προσγειωμένο, πρακτικό και εφευρετικό. Για τους Έλληνες του 5ου αιώνα π.Χ. ο Θαλής είναι σύμβολο επινοητικότητας και πολυπραγμοσύνης, είναι ένας από τους Επτά Σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Δεν μας είναι απολύτως σαφές τι κοινό είχαν οι επτά αυτές προσωπικότητες. Οι περισσότεροι είχαν πολιτική δράση, κάποιοι ήταν νομοθέτες, κάποιοι άλλοι υπήρξαν και ποιητές. Το σίγουρο πάντως είναι ότι από τους επτά μόνο ο Θαλής διεκδικεί τον τίτλο του φιλοσόφου. Ο σοφός προηγείται του φιλοσόφου, όπως η σοφία είναι προγενέστερη της φιλοσοφίας. Ο Όμηρος χαρακτηρίζει «σοφία» την εμπνευσμένη από την Αθηνά τέχνη του ναυπηγού (Ιλιάδα Ο 411) και ο Σόλων την εμπνευσμένη από τις Μούσες ποιητική τέχνη (Ελεγ. 1.52). Στη συνάντηση του Κροίσου με τον Σόλωνα, που μας περιγράφει ο Ηρόδοτος, ο Κροίσος αναρωτιέται ποια είναι η πηγή της σοφίας του Σόλωνα και σπεύδει να τη συνδέσει αμέσως με τα πολλά ταξίδια του και την επιθυμία να δει καινούργια πράγματα (Ιστορίαι 1.30). Η «σοφία» λοιπόν της αρχαϊκής εποχής, η οποία είναι ταυτοχρόνως εμπνευσμένη από τους θεούς πρακτική δεξιότητα, χειρισμός του ποιητικού λόγου και επιτόπια έρευνα (ιστορία), κάποια στιγμή θα οδηγήσει στη «φιλοσοφία». Ο Θαλής φαίνεται να συμβολίζει ακριβώς αυτή τη μετάβαση. Αξίζει λοιπόν να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν πρέπει να κατατάξουμε τον Θαλή στους σοφούς ή στους φιλοσόφους.
Η Ελλάδα και η Ανατολή
Δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία γέννησης του Θαλή. Το όνομά του συνδέθηκε πάντως με την έκλειψη ηλίου του 585 π.Χ., την οποία λέγεται ότι προέβλεψε, άρα θα πρέπει να γεννήθηκε τα τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα. Ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι 1.170) ισχυρίζεται ότι η καταγωγή των γονιών του ήταν από τη Φοινίκη· άλλωστε και ο πατέρας του, ο Εξάμυος, έχει ξενικό όνομα. Αν και η γνώμη του Ηροδότου αμφισβητείται, το σίγουρο είναι ότι ο Θαλής είχε πολλές επαφές με τους γειτονικούς ανατολικούς λαούς. Συμβούλεψε τον Κροίσο πώς να περάσει τον στρατό του από έναν αδιάβατο ποταμό, μετέφερε αστρονομικές γνώσεις των Βαβυλωνίων στην Ελλάδα, έστρεψε την προσοχή των ναυτικών στον αστερισμό της Μικρής Άρκτου, που χρησιμοποιούσαν οι Φοίνικες για τον προσδιορισμό του βορρά, ενώ επισκέφθηκε πολλές φορές την Αίγυπτο. Από τους αιγύπτιους ιερείς λένε ότι διδάχθηκε τη γεωμετρία, ενώ διετύπωσε μια εξήγηση για τις πλημμύρες του Νείλου με βάση τους βόρειους ανέμους που πνέουν στις εκβολές του και κατάφερε να μετρήσει το ύψος των πυραμίδων από την ισομήκη σκιά τους.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μεγάλη εκτίμηση για τη σοφία των ανατολικών λαών, και ιδίως των Αιγυπτίων. Στην Αίγυπτο τοποθετούσαν την ανακάλυψη της γραφής και της γεωμετρίας, στη Βαβυλωνία την ανακάλυψη της αστρονομίας. Έχοντας συνείδηση της αρχαιότητας των ανατολικών πολιτισμών, οι Έλληνες δεν δίσταζαν να αποδίδουν ακόμη και δικές τους θεωρίες στους Αιγυπτίους, θεωρώντας ότι έτσι οι γνώσεις αυτές αποκτούν κύρος. Ταξίδια λοιπόν στην Αίγυπτο, ταξίδια έρευνας και μαθητείας, υποτίθεται ότι έκανε κάθε έλληνας σοφός που έφερνε κάτι νέο: ο Σόλων, ο Θαλής, ο Πυθαγόρας, αργότερα ο Πλάτων και ο Εύδοξος. Τις πληροφορίες αυτές πρέπει γενικά να τις αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη. Δεν έχει τόση σημασία αν ένας έλληνας φιλόσοφος επισκέφθηκε κάποτε την Αίγυπτο, όσο το να εκτιμήσει κανείς τι θα μπορούσε να έχει διδαχτεί ο συγκεκριμένος άνθρωπος από τους Αιγυπτίους, με άλλα λόγια, αν οι θεωρίες του έχουν κοινότητα με ανατολικές δοξασίες, αν έχουν ενσωματώσει στοιχεία γνωστά από άλλους πολιτισμούς, αν μπορούμε να μιλήσουμε για ανατολική καταγωγή της σκέψης του.
Ειδικά για τον Θαλή, δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε τα ταξίδια του στην Αίγυπτο· και γιατί οι σχετικές μαρτυρίες είναι πολλές και λεπτομερείς, και, κυρίως, γιατί οι σχέσεις της Μιλήτου με την Αίγυπτο είναι δεδομένες. Η Μίλητος μετρά ήδη πεντακόσια χρόνια ζωής την εποχή που ζει ο Θαλής, και θα πρέπει να είναι η πιο πλούσια, η πιο κοσμοπολίτικη και η πιο ενδιαφέρουσα ελληνική πόλη του 6ου αιώνα. Ιωνική αποικία, εξελίσσεται στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της αρχαϊκής Ελλάδας και δημιουργεί με τη σειρά της τις δικές της αποικίες στα παράλια της Μεσογείου, μία από τις οποίες είναι και η Ναύκρατις στο Δέλτα του Νείλου. Επομένως, οι εμπορικές σχέσεις της Μιλήτου με την Αίγυπτο ήταν ανεπτυγμένες, πράγμα που σημαίνει ότι ένας επιφανής Μιλήσιος, όπως ο Θαλής, θα είχε πολλές ευκαιρίες να επισκεφθεί την Αίγυπτο. Για τις επαφές ωστόσο του Θαλή στην Αίγυπτο και τη δραστηριότητά του εκεί μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.
Η αλήθεια είναι ότι στις αρχές του 6ου αιώνα ένας Έλληνας είχε πολλά να διδαχτεί από τους γείτονές του. Η γραφή είχε ανακαλυφθεί από την 4η χιλιετία π.Χ. στα μεγάλα ανατολικά βασίλεια. Πάπυροι με ιατρικό περιεχόμενο χρονολογούνται από το 2300 π.Χ. στην Αίγυπτο. Η συστηματική παρατήρηση και καταγραφή των αστρονομικών φαινομένων αρχίζει στη Μεσοποταμία από το 1600 π.Χ., ενώ την ίδια εποχή καθιερώνονται τα πρώτα ακριβή ημερολόγια και επινοούνται πολύπλοκες λογιστικές μέθοδοι για τη φορολόγηση των πολιτών. Την εποχή που ο Θαλής επισκέπτεται την Αίγυπτο, η ιατρική, η αστρονομία και τα μαθηματικά έχουν ιστορία τουλάχιστον χίλιων χρόνων. Σε πρώτη ματιά η σύγκριση με τη νεανική αρχαϊκή Ελλάδα είναι συντριπτική και δικαιολογεί το δέος που αισθάνονται οι Έλληνες για την πανάρχαια Ανατολή. Αν οι πολιτισμοί αποτιμώνται με βάση το απόθεμα των εμπειρικών γνώσεων που έχουν ενσωματώσει, τότε οι αρχαίοι Έλληνες ήταν κυριολεκτικά στα σπάργανα σε σχέση με τους σύγχρονούς τους Αιγύπτιους και Βαβυλώνιους. Τα δικά τους συγκριτικά πλεονεκτήματα εντοπίζονται αλλού. Οι Έλληνες διέθεταν ήδη τη νέα τους αλφαβητική γραφή, μια γραφή ορθολογική και εύκολη στην εκμάθηση, που μπορούσε να γίνει κτήμα όλου του κόσμου. Και είχαν οργανώσει τις κοινότητές τους με βάση την πόλη-κράτος, μια πολιτική δομή ασταθή και ευάλωτη σε σχέση με τις ανατολικές αυτοκρατορίες, η οποία όμως από τη φύση της οδηγούσε όλο και περισσότερους ανθρώπους στη συμμετοχή στα κοινά. Το πόσο σημαντικοί και γόνιμοι ήταν αυτοί οι παράγοντες για όλες τις πλευρές της πνευματικής και της κοινωνικής ζωής της αρχαίας Ελλάδας έμελλε να αποκαλυφθεί κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Τότε θα διαμορφωνόταν βαθμιαία και η αίσθηση της υπεροχής των Ελλήνων σε σχέση με τους άλλους λαούς, που αποτυπώνεται στον χαρακτηρισμό του ξένου ως «βαρβάρου». Στην εποχή ωστόσο του Θαλή βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή αυτής της πορείας. Είχε βέβαια προηγηθεί η εντυπωσιακή εμπορική και αποικιακή ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων και είχε διαμορφωθεί η κοινή ελληνική συνείδηση μέσα από τα ομηρικά και ησιόδεια έπη, τα στοιχεία όμως αυτά δεν μπορούσαν να συγκριθούν με την αρχαιότητα, τη συνέχεια και τη συσσώρευση γνώσεων των ανατολικών πολιτισμών. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν γιατί τα ταξίδια και η γνωριμία με ξένους τόπους και ανθρώπους ήταν απαραίτητο γνώρισμα της δραστηριότητας ενός έλληνα «σοφού».
Ο Θαλής θα πρέπει να ταξίδεψε αρκετά ακολουθώντας την τάση της εποχής του και σίγουρα θα κέρδισε πολλές εμπειρίες και γνώσεις από τα ταξίδια του. Η προσοχή του λογικά στράφηκε στη γεωμετρία και την αστρονομία, στους τομείς δηλαδή εκείνους όπου οι συμπατριώτες του ήταν ακόμη πολύ πίσω. Ο θαυμασμός προς το πρόσωπό του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά του να εφαρμόζει τις μαθηματικές του γνώσεις στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων - αυτό δείχνει και η παροιμιακή έκφραση «σωστός Θαλής» που οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν έναν εφευρετικό άνθρωπο (Αριστοφάνης, Όρνιθες 1009). Η μέτρηση του ύψους των πυραμίδων, ο υπολογισμός της ενδιάμεσης απόστασης των πλοίων στη θάλασσα, η παρατήρηση των αστερισμών και ο ακριβής προσδιορισμός του βορρά για τη ναυσιπλοΐα, ο υπολογισμός των εποχών με βάση την πορεία του Ήλιου, είναι μερικές από τις διαπιστωμένες δραστηριότητες του Θαλή. Το γεγονός ωστόσο που φαίνεται να εντυπωσίασε περισσότερο τους συγχρόνους του ήταν η πρόβλεψη της ηλιακής έκλειψης του 585 π.Χ. Σύμφωνα με τη διήγηση του Ηροδότου, στη διάρκεια μιας μάχης Λυδών και Περσών η μέρα έγινε ξαφνικά νύχτα. Το φαινόμενο αυτό το είχε προβλέψει ο Θαλής· για την ακρίβεια είχε προσδιορίσει με χρονική ακρίβεια ενός έτους την αναμενόμενη έκλειψη (Ηρόδοτος, Ιστορίαι1.74).
Οι ηλιακές εκλείψεις αποτελούν ένα από τα πιο σπάνια και θαυμαστά φυσικά φαινόμενα, ιδίως όταν είναι ολικές, όπως φαίνεται να ήταν η έκλειψη του 585 π.Χ. για τους κατοίκους της Ιωνίας. Η αναπάντεχη μετατροπή της μέρας σε νύχτα προκαλεί δέος στους ανθρώπους και είναι φυσικό να ερμηνεύεται ως θεϊκό σημάδι, και μάλιστα δυσοίωνο. Το πρώτο στοιχείο που μας εντυπωσιάζει στην πρόβλεψη του Θαλή είναι ότι κατάφερε να αποδεσμεύσει το αξιοπερίεργο φυσικό φαινόμενο από τη δικαιοδοσία της θεϊκής βούλησης. Και μόνο αυτό το γεγονός φανερώνει την πρόοδο προς την ορθολογική σκέψη που είχε συντελεστεί από ανθρώπους σαν τον Θαλή. Ακόμη πιο αξιοσημείωτη βεβαίως είναι η ίδια η δυνατότητα της πρόβλεψης των εκλείψεων. Στο σημείο αυτό τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Σήμερα θα λέγαμε ότι για να προβλέψει κάποιος μια έκλειψη ηλίου θα πρέπει να γνωρίζει την εξήγηση του φαινομένου - με δυο λόγια, ότι η έκλειψη συμβαίνει όταν η Σελήνη παρεμβάλλεται ανάμεσα στον Ήλιο και στη Γη, οπότε η σκιά της Σελήνης πέφτει σε μια περιοχή της σφαιρικής επιφάνειας της Γης. Η εξήγηση ωστόσο των εκλείψεων ήταν άγνωστη την εποχή του Θαλή, και μόνο εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, με τον Αναξαγόρα, έχουμε κάποιες ενδείξεις ότι το φαινόμενο έχει στοιχειωδώς κατανοηθεί. Για την πρόβλεψη ωστόσο των εκλείψεων υπάρχει και ένας άλλος δρόμος. Μπορεί κανείς να προβλέψει ένα φυσικό φαινόμενο, όταν αυτό ακολουθεί κάποια περιοδικότητα, ακόμη κι αν δεν μπορεί ακριβώς να το εξηγήσει. Μπορεί δηλαδή κανείς να στηριχτεί σε προσεκτικές παρατηρήσεις και να βγάλει το συμπέρασμα ότι οι εκλείψεις ακολουθούν μια πολύπλοκη αλλά σταθερή χρονική ακολουθία. Αυτός φαίνεται να ήταν ο δρόμος των Βαβυλωνίων, οι οποίοι, ακριβώς επειδή η θρησκεία τους ήταν αστρική, κατέγραφαν συστηματικά τα ουράνια φαινόμενα από πολύ παλιά και είχαν καταφέρει να προσδιορίσουν μια χρονική ακολουθία εμφάνισης των εκλείψεων. Ίσως λοιπόν και ο Θαλής να έκανε το ίδιο. Μια πρόβλεψη όμως ηλιακής έκλειψης, ορατής σε μια συγκεκριμένη περιοχή της Γης, προϋποθέτει, ακριβή γνώση της κίνησης των ουρανίων σωμάτων μετά από εμπειρικές παρατηρήσεις αιώνων, μια συστηματική εργασία που κανείς ποτέ δεν έκανε στην αρχαία Ελλάδα, όχι μόνο κατά την εποχή του Θαλή αλλά και πολύ αργότερα. Επομένως, η μόνη μας λύση, αν δεν θεωρήσουμε την όλη ιστορία της πρόβλεψης απλό παραμύθι, είναι να υποθέσουμε ότι ο Θαλής, αξιοποιώντας τις επαφές του με τους ανατολικούς λαούς, μετέφερε στους συμπατριώτες του την πρόβλεψη των βαβυλώνιων ιερέων για μια επικείμενη έκλειψη ηλίου. Με λίγη τύχη, η έκλειψη έγινε ορατή και στην περιοχή της Ιωνίας και, καθώς συνέπεσε με τη μάχη που περιγράφει ο Ηρόδοτος, συνετέλεσε στην εμπέδωση της φήμης του Θαλή.
Μπορούμε τώρα να αντιληφθούμε γιατί οι Έλληνες κατέτασσαν τον Θαλή στους Επτά Σοφούς. Ήταν πολυταξιδεμένος, πολυμαθής και πολυπράγμων. Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του σε μαθηματικές και αστρονομικές γνώσεις. Ασχολήθηκε με αξιοπερίεργα φυσικά φαινόμενα, όπως οι πλημμύρες του Νείλου, οι εκλείψεις, ο μαγνητισμός (Αριστοτέλης, Περί ψυχής 405a19), και δοκίμασε την ικανότητά του στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων. Ακόμη και τα πολιτικά ζητήματα δεν τον άφηναν αδιάφορο, αφού είχε την προνοητικότητα να συμβουλεύσει τις ιωνικές πόλεις να ενωθούν σε μία πολιτική κοινότητα για να ισχυροποιηθούν απέναντι στον μόνιμο κίνδυνο εξ ανατολών (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 1.170).
Όλα αυτά δείχνουν έναν άνθρωπο που έχει ξεφύγει από τον κλειστό κόσμο της αρχαϊκής ελληνικής σκέψης, που έχει αντιληφθεί το τι έχουν να κερδίσουν οι Έλληνες από τις επιτεύξεις των άλλων πολιτισμών και που αναζητά ορθολογικές λύσεις σε όλα τα προβλήματα. Φθάνουν όμως αυτά για να χαρακτηρίσουμε τον Θαλή φιλόσοφο;
Είναι ο Θαλής ο πρώτος φιλόσοφος;
Αναφέραμε ήδη ότι η ένταξη του Θαλή στους φιλοσόφους συνδέεται με τις θεωρίες του για το νερό. Για να εξακριβώσουμε το τι μπορεί να είπε ο Θαλής για το νερό είμαστε αναγκασμένοι να στηριχτούμε αποκλειστικά στον Αριστοτέλη. Βέβαια ο Αριστοτέλης γράφει διακόσια πενήντα χρόνια αργότερα χωρίς να έχει στα χέρια του κάποιο κείμενο του Θαλή ή των άμεσων επιγόνων του, και γι᾽ αυτό είναι πολύ επιφυλακτικός όταν μεταφέρει τις απόψεις του. Ας δούμε τι λέει:
Ο Θαλής, ο ιδρυτής αυτής της φιλοσοφίας, λέει ότι η αρχή είναι το νερό (γι᾽ αυτό και υποστήριξε ότι και η Γη επιπλέει στο νερό). Θα πρέπει μάλλον να κατέληξε σ᾽ αυτή την αντίληψη επειδή παρατήρησε ότι η τροφή των πάντων είναι υγρή και ότι η ίδια η θερμότητα γεννιέται και διατηρείται ζωντανή από την υγρασία (αυτό όμως από το οποίο γεννιούνται όλα τα πράγματα, αυτό είναι και η αρχή τους). Αυτή πρέπει να ήταν η προέλευση της αντίληψής του για το νερό, και ακόμη το γεγονός ότι τα σπέρματα όλων των όντων έχουν υγρή φύση, ενώ η αρχή της φύσεως των υγρών πραγμάτων είναι το νερό.
Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά 983b20-27
Κατά τον Αριστοτέλη, λοιπόν, ο Θαλής θα πρέπει να ξεκίνησε από την παρατήρηση ότι η τροφή όλων των όντων αλλά και τα σπέρματα όλων των οργανισμών βρίσκονται σε υγρή μορφή. Αυτό όμως που κάνει τα πράγματα υγρά είναι το νερό. Άρα το νερό αποτελεί προϋπόθεση της ζωής: από το νερό γεννιούνται τα πάντα. Το νερό λοιπόν είναι η αρχή των πάντων, είναι αυτό που ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα και διατηρείται σταθερό ενώ όλα τα άλλα μεταβάλλονται. Έχοντας αντιληφθεί τη σημασία του νερού, ο Θαλής υποστήριξε επιπλέον ότι και η Γη ισορροπεί πάνω στο νερό, όπως μια ξύλινη βάρκα επιπλέει πάνω στη θάλασσα.
Ο Αριστοτέλης λοιπόν αποδίδει τρεις θέσεις στον Θαλή:
1η θέση: Τα πάντα γεννιούνται από το νερό.
2η θέση: Το νερό είναι αρχή των πάντων.
3η θέση: Η Γη επιπλέει πάνω στο νερό.
Οι τρεις αυτές θέσεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι επιγραμματικές, συνοψίζουν δηλαδή σε μια σύντομη πρόταση πληθώρα πολύπλοκων φυσικών φαινομένων και διαδικασιών. Διέπονται δηλαδή από λεκτική οικονομία, και η οικονομία των λέξεων είναι συνήθως ένδειξη οικονομίας της σκέψης - στη φιλοσοφική γλώσσα αυτό ονομάζεται «αφαίρεση». Ταυτοχρόνως όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι τρεις αυτές θέσεις δεν είναι ισοδύναμες, δεν μας λένε το ίδιο πράγμα. Ούτε η μια προκύπτει κατ᾽ ανάγκην από την άλλη. Μπορεί δηλαδή κάποιος να φτάσει σε μία από αυτές τις θέσεις, χωρίς ποτέ να προχωρήσει στην επόμενη. Αξίζει επομένως τον κόπο να εξετάσουμε την καθεμία ξεχωριστά.
Η πεποίθηση ότι το νερό βρίσκεται στην αφετηρία της ζωής, ότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της ζωής, μπορεί πράγματι να προέκυψε από εμπειρικές παρατηρήσεις. Όποιος ασχολείται με την καλλιέργεια της γης είναι απολύτως εξοικειωμένος με την αναγκαιότητα της ύπαρξης του νερού στη διαδικασία της βλάστησης. Σε περιοχές μάλιστα άνυδρες, όπως είναι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής γης, η σημασία του νερού είναι λογικό να υπερτονίζεται. Η ύπαρξη ενός ποταμού σε μια περιοχή αποτελούσε πάντοτε σημαντικό πλεονέκτημα, ενώ η συχνότητα της βροχής ήταν το μετεωρολογικό φαινόμενο που βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση. Με λίγη παρατηρητικότητα, μπορεί να αντιληφθεί κανείς τη λειτουργικότητα του υγρού στοιχείου και στη διαδικασία γέννησης και αναπαραγωγής των ζωικών οργανισμών - αρκεί, για παράδειγμα, να παρατηρήσει τον οργασμό της ζωής που συντελείται σε ένα έλος. Η διαπίστωση λοιπόν ότι το νερό διευκολύνει την ανάπτυξη της ζωής προκύπτει από απλά φαινόμενα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Πόση απόσταση χωρίζει αυτή την κοινή διαπίστωση από τη θέση του Θαλή ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό; Ίσως όχι πολύ μεγάλη, αρκεί βεβαίως κανείς να έχει ήδη συνειδητοποιήσει την ανάγκη να βάλει σε μια χρονολογική, γενεαλογική τάξη τα υπάρχοντα πράγματα. Το να πει κανείς «χωρίς το νερό δεν υπάρχει ζωή» είναι κάτι σημαντικό, αφού προϋποθέτει μια αφαιρετική λειτουργία της σκέψης: εξάγεται ένα γενικό συμπέρασμα από ένα πλήθος διαφορετικών γεγονότων. Το να πει κανείς «τα πάντα γεννιούνται από το νερό» είναι ένα βήμα παραπέρα: το νερό δεν είναι μόνο τροφοδότης της ζωής, αλλά γίνεται και μια κοσμογονική δύναμη, είναι ο πρώτος κρίκος σε μια αλυσίδα γεννήσεων που οδηγεί στη σημερινή πραγματικότητα.
Η κοσμογονία, η τάση δηλαδή να αναχθεί η γέννηση του κόσμου σε μια πρωταρχική δύναμη, σε ένα πρωταρχικό στοιχείο ή υλικό, αποτελεί ουσιαστική πλευρά της πρώιμης φιλοσοφικής σκέψης. Μετά τον Θαλή, ο Αναξίμανδρος θα υποστηρίξει την προτεραιότητα του «απείρου», ο Αναξιμένης του αέρα, ο Ηράκλειτος της φωτιάς. Η κατάδειξη ενός πρωταρχικού υλικού, από το οποίο γεννιούνται όλα τα άλλα πράγματα, προσδίδει στην πραγματικότητα μια στοιχειώδη τάξη και οργάνωση. Η προσπάθεια αυτή των πρώτων φιλοσόφων είναι αναμφίβολα καινοτομική. Θα ήταν ωστόσο λάθος να μην επισημάνουμε ένα σημαντικό προηγούμενο. Όταν ο Ησίοδος συνθέτει την επική του Θεογονία έναν αιώνα πριν από τον Θαλή, επιδιώκει ουσιαστικά κάτι ανάλογο με τους πρώτους φιλοσόφους: θέλει να εναρμονίσει τις διάσπαρτες μυθολογικές διηγήσεις των αρχαίων Ελλήνων σε ένα συνεκτικό πλαίσιο, να βάλει τάξη στο χαοτικό σύμπαν των θεών. Και το επιτυγχάνει ακριβώς μέσω μιας συστηματικής γενεαλογίας, μιας «θεογονίας», η οποία μάλιστα ξεκινά από προσωποποιημένες φυσικές δυνάμεις (το Χάος, η Γη, ο Έρωτας) για να φτάσει χωρίς λογικά χάσματα στο γνωστό Δωδεκάθεο. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι η φιλοσοφική κοσμογονία αξιοποιεί μια γραμμή σκέψης που προϋπήρχε στην ησιόδεια θεογονία, μεταφέροντας βέβαια το βάρος από τον κόσμο των θεών στον φυσικό κόσμο. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η ανθρώπινη σκέψη δεν προχωρά με απότομα και ανεξήγητα άλματα. Ο μύθος προηγείται του λόγου, αποτελεί τη μήτρα από όπου αναδύθηκε ο λόγος. Η μετάβαση από τη μυθική στην ορθολογική σκέψη, η γέννηση της φιλοσοφίας, είναι μια περίπλοκη και αργή διαδικασία, όπου η συνέχεια συνυπάρχει με την τομή και τη ρήξη.
Είναι λοιπόν πολύ πιθανό να διατύπωσε ο Θαλής τη θέση ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό, εγκαινιάζοντας μια κοσμογονική αναζήτηση που είναι τώρα φυσιοκρατική και όχι θεολογική. Στο νερό μπορεί όντως να έφτασε από εμπειρικές παρατηρήσεις, όπως υποθέτει και ο Αριστοτέλης, αφού την προσωπικότητα του Θαλή τη χαρακτηρίζει το πνεύμα της εμπειρικής έρευνας και της επιτόπιας παρατήρησης. Η πεποίθησή του για την πρωταρχική σημασία του νερού θα ενισχύθηκε μάλιστα σημαντικά από την επαφή του με τους ανατολικούς πολιτισμούς. Ήταν οφθαλμοφανές ότι τόσο η Αίγυπτος όσο και η Μεσοποταμία όφειλαν την ευμάρειά τους, αλλά και την επιβίωσή τους, στη σχέση τους με μεγάλους ποταμούς - με τον Νείλο στην μια περίπτωση, με τον Τίγρη και τον Ευφράτη στην άλλη. Η εξάρτηση αυτών των πολιτισμών από το νερό των ποταμών αποτυπώνεται και στους κοσμολογικούς τους μύθους, όπου γίνεται λόγος για την προΰπαρξη αρχέγονων νερών μέσα από τα οποία αναδύεται κάποια στιγμή η ξηρά. Ο Θαλής θα γνώριζε αυτούς τους μύθους, καθώς μάλιστα στα αρχαϊκά χρόνια φαίνονται να αποτελούν μέρος της κοινής κληρονομιάς των λαών της ανατολικής Μεσογείου. Στην Παλαιά Διαθήκη γίνονται αποσπασματικές αναφορές σε αρχέγονα νερά, ενώ και ο Όμηρος σε δύο αινιγματικούς στίχους της Ιλιάδας (Ξ 200, 244) χαρακτηρίζει τον Ωκεανό, το μυθικό δηλαδή ποτάμι που ρέει γύρω από τη Γη, γεννήτορα των θεών και όλων των πραγμάτων.
Ανατολικές ρίζες ίσως να έχει και η αντίληψη του Θαλή ότι η Γη ισορροπεί επιπλέοντας πάνω στο νερό (η 3η θέση που προηγουμένως απομονώσαμε). Φαίνεται ότι στην Ελλάδα μια τέτοια θέση διατυπώνεται για πρώτη φορά, αφού δεν γνωρίζουμε κάποιο μυθολογικό προηγούμενο. Είναι αλήθεια ότι στα ομηρικά έπη δεν θα βρει κανείς μια συστηματική περιγραφή της μορφής του κόσμου. Ωστόσο, από διάσπαρτες αναφορές προκύπτει ότι η Γη ήταν κοινώς αντιληπτή ως ένας εκτεταμένος επίπεδος δίσκος, που περικλείεται από τον κυκλικό Ωκεανό και καλύπτεται από τον συμπαγή θόλο του Ουρανού. Η ακινησία και η σταθερότητα της Γης μάλλον θα πρέπει να είχε εκληφθεί ως αυτονόητο γεγονός που δεν χρειαζόταν εξήγηση. Πάντως βαθιά κάτω από τη Γη εκτεινόταν ο Τάρταρος, και αν η Γη χρειαζόταν ρίζες για να σταθεροποιηθεί, τότε οι ρίζες αυτές θα πρέπει να ξεκινούσαν από τον βαθύ Τάρταρο (Ησίοδος, Θεογονία 728). Στους κοσμολογικούς όμως μύθους της Ανατολής η αντίληψη ότι υπάρχουν νερά κάτω από τη Γη είναι κυρίαρχη. Στην Αίγυπτο η Γη είναι ένας δίσκος που στηρίζεται στα υποχθόνια νερά, ενώ στα βαβυλωνιακά έπη η αρχέγονη θάλασσα διατηρείται και μετά την ανάδυση της Γης για να την στηρίξει, όπως μια σχεδία επιπλέει πάνω στην επιφάνεια του νερού. Υπάρχει επομένως εντυπωσιακή ομοιότητα ανάμεσα στην αντίληψη του Θαλή για τη θέση της Γης και στους ανατολικούς μύθους. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς ότι η ομοιότητα αυτή είναι συμπτωματική, και ότι ο Θαλής έφτασε στη δική του αντίληψη από τον δρόμο της εμπειρικής έρευνας και της παρατήρησης. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν μπορούμε να φανταστούμε ποιο εμπειρικό υλικό θα στήριζε την τολμηρή σύλληψη μιας Γης η οποία επιπλέει πάνω στο νερό. Άρα είναι μάλλον πιο πιθανή η υπόθεση ότι η ιδέα αυτή έχει ανατολική προέλευση.
Ο Θαλής λοιπόν ανέδειξε τη σημασία του νερού, το διαχώρισε από τις άλλες φυσικές δυνάμεις και του απέδωσε κοσμολογική βαρύτητα, αφού, όπως είδαμε, υποστήριξε ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό και ότι το νερό υποβαστάζει την ακίνητη Γη. Απομένει να εξετάσουμε αν έκανε και ένα βήμα παραπέρα: αν δηλαδή θεώρησε ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων.
Το βήμα αυτό μοιάζει σε πρώτη ματιά απλό. Έχει άραγε τόσο μεγάλη διαφορά το να πει κανείς ότι το νερό είναι η αφετηρία των πάντων από το να πει ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων; Και όμως η διαφορά αποδεικνύεται πολύ μεγάλη. Στην ουσία είναι η διαφορά που χωρίζει την αρχαϊκή σοφία από τη φιλοσοφία.
Όταν ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι ο Θαλής είναι ο πρώτος φιλόσοφος γιατί θεώρησε ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων, το βάρος του ισχυρισμού του δεν πέφτει στην ανάδειξη της σημασίας του νερού αλλά στη σύλληψη της έννοιας της «αρχής». Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης δεν προβάλλει την ερευνητική διάθεση του Θαλή, τη δημιουργική του σχέση με την ανατολική σοφία, το ορθολογικό πνεύμα, την εφευρετικότητα - όλες αυτές τις αξιοθαύμαστες ικανότητες που έκαναν τον Θαλή να ξεφύγει από τη μυθική σκέψη και να τονίσει την κοσμική δύναμη και τη χρονική προτεραιότητα του νερού. Ο Θαλής δικαιούται μια περίοπτη θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας απλώς και μόνο γιατί είχε την πνευματική τόλμη να συλλάβει το νερό ως «αρχή».
Η λέξη «αρχή» ανήκει στο οπλοστάσιο της φιλοσοφίας. Καθιερώνεται από τον Αριστοτέλη και αναδρομικά προβάλλεται και στους παλαιότερους φιλοσόφους. Σημαίνει τη βαθύτερη φύση, την ουσία, το κυρίαρχο στοιχείο, την αυθεντική πραγματικότητα. Στην έννοια της αρχής εμπεριέχεται και η σημασία του χρονικά πρότερου, της αφετηρίας, αυτή όμως η σημασία είναι δευτερεύουσα. «Αρχή» δεν είναι αυτό που προηγείται χρονικά, αλλά αυτό που κυριαρχεί, που αποκαλύπτει, που καθορίζει. Όταν λοιπόν κάποιος διατείνεται ότι το νερό ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα είναι η αρχή των πάντων, εννοεί ότι η οντότητα αυτή είναι η αληθινή φύση όλων των πραγμάτων, η ουσία τους, αυτό που βρίσκεται πίσω από τις συνεχείς μεταβολές των πραγμάτων. Εννοεί, με άλλα λόγια, ότι το νερό είναι τα πάντα. Η αρχή επομένως είναι η βαθύτερη πλευρά της πραγματικότητας που παραμένει σταθερή σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς. Είναι η θεμελιώδης επινόηση των φιλοσόφων στην προσπάθειά τους να προσδώσουν σταθερότητα, τάξη και νόημα στον κόσμο.
Τώρα γίνεται κατανοητή η απόσταση που χωρίζει αυτή τη συνολική ερμηνεία του κόσμου, τη φιλοσοφική σύλληψη της πραγματικότητας, από την αντίληψη ότι όλα τα πράγματα προέρχονται από ένα πρωταρχικό υλικό. Η γενεαλογική οπτική των πραγμάτων, που ξεκίνησε ως θεογονία με τον Ησίοδο και επεκτάθηκε στο πεδίο της φυσικής πραγματικότητας με τον Θαλή, αποτελεί ένα σημαντικό προστάδιο για τη φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου· δεν ισοδυναμεί με τη φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου. Για να περάσουμε από τη θέση «τα πάντα γεννιούνται από το νερό» στη θέση «το νερό είναι η αρχή των πάντων» απαιτείται μια επίπονη διαδικασία αφαιρετικής σκέψης, και πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν έχουμε κανένα πειστήριο ότι ο Θαλής διέτρεξε αυτή την απόσταση. Τα στοιχεία μάλιστα που διαθέτουμε για τη ζωή και τη δράση του Θαλή δεν συνηγορούν προς ένα τέτοιο συμπέρασμα. Τα πολλά ταξίδια και οι γνώσεις που αποκόμισε από αυτά δεν θα τον βοήθησαν ιδιαίτερα στην πορεία προς την αφηρημένη σκέψη, αφού τίποτε ανάλογο με τη φιλοσοφία δεν υπήρξε στους πολιτισμούς της Ανατολής. Το φιλοπερίεργο πνεύμα, η εμπειρική έρευνα και η πρακτική δεξιότητα δεν είναι επίσης καθόλου βέβαιο ότι ευνοούν πάντοτε τη φιλοσοφική ανάλυση.
Ο Θαλής δεν διατύπωσε ποτέ την πρόταση «το νερό είναι αρχή των πάντων», αφού η «αρχή» είναι αριστοτελική έννοια, και άρα πολύ μεταγενέστερη. Είναι όμως απίθανο ακόμη και να σκέφτηκε το νερό ως αρχή, υιοθετώντας κάποιο άγνωστο σε μας λεξιλόγιο. Πιο λογική είναι η εκδοχή ότι ο Θαλής αντιπροσωπεύει έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον «σοφό» της αρχαϊκής Ελλάδας και στον φιλόσοφο. Ο Αναξίμανδρος, μια γενιά μετά τον Θαλή, πατάει πλέον στο ασφαλές έδαφος της φιλοσοφίας.
Η λέξη φιλοσοφία, που σημαίνει «αγάπη για τη σοφία, επιδίωξη της σοφίας», εμφανίζεται αρκετά αργά στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Απαντά σποραδικά κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. και μόνο την εποχή του Πλάτωνα, στις αρχές του 4ου αιώνα, γίνεται προσπάθεια να καθοριστεί η ακριβής σημασία και το εύρος της εφαρμογής της. Η γενική ωστόσο πεποίθηση, τόσο των αρχαίων όσο και η δική μας, είναι ότι η φιλοσοφία έχει γεννηθεί πολύ νωρίτερα, από τις αρχές ακόμη του 6ου αιώνα. Ο Αριστοτέλης θα αποδώσει τον τίτλο των πρώτων φιλοσόφων σε τρεις στοχαστές από τη Μίλητο, στον Θαλή, στον Αναξίμανδρο και στον Αναξιμένη, και έκτοτε θα τον ακολουθήσουν όλοι οι ιστορικοί της φιλοσοφίας. Στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου, αρχικά στις ιωνικές αποικίες και αργότερα στις ελληνικές πόλεις της νότιας Ιταλίας, θα συντελεστεί η μετάβαση «από τον μύθο στον λόγο», η αντικατάσταση δηλαδή του μυθολογικού τρόπου σκέψης που χαρακτηρίζει την αρχαϊκή ποίηση από τον ορθό λόγο της φιλοσοφίας και της επιστήμης.
Από τον Θεόφραστο, τον μαθητή του Αριστοτέλη, ξεκινά και η διαδεδομένη στον αρχαίο κόσμο πεποίθηση ότι οι τρεις μιλήσιοι φιλόσοφοι συνδέονται ο ένας με τον άλλο με σχέση μαθητείας. Ο Αναξίμανδρος υπήρξε μαθητής του Θαλή και ο Αναξιμένης μαθητής του Αναξίμανδρου.
Αρκετά νωρίς λοιπόν διαμορφώνεται η εικόνα της φιλοσοφίας που θα κυριαρχήσει σε όλη την αρχαία σκέψη: η φιλοσοφία γεννιέται στην Ιωνία του 6ου αιώνα, όταν ένας νέος ορθολογικός τρόπος εξήγησης της φυσικής πραγματικότητας υιοθετείται από μια ομάδα στοχαστών, όταν δημιουργείται μια πρώτη σχολή φιλοσόφων. Η φιλοσοφία είναι στενά συνδεδεμένη με τη διδασκαλία, αναπτύσσεται μέσα από την κοινή αναζήτηση δασκάλου και μαθητή.
Ιδιαίτερος φαίνεται να είναι ο ρόλος του Θαλή του Μιλήσιου σε αυτή τη θεωρητική επανάσταση. Είναι αυτός που, όπως μας λέει ο Αριστοτέλης, «ίδρυσε αυτή τη φιλοσοφία», όταν θεώρησε ότι πίσω από τα συνεχώς μεταβαλλόμενα φαινόμενα υπάρχει μια «αρχή» (μία φύσις, μία οὐσία) «από την οποία συνίστανται όλα τα πράγματα, από την οποία καταρχάς προήλθαν και στην οποία τελικά με τη φθορά τους θα καταλήξουν» (Μετά τα φυσικά Α 983b6-27). Κατά τον Θαλή, η σταθερή, αιώνια και αναλλοίωτη αυτή ουσία είναι το νερό. Αν η μαρτυρία του Αριστοτέλη είναι σωστή, τότε ο Θαλής δικαίως θεωρείται ο πρώτος φιλόσοφος. Η φιλοσοφία γεννιέται όταν στο μυαλό των ανθρώπων δημιουργείται η πεποίθηση ότι πίσω από το φαινομενικό χάος των γεγονότων υπάρχει μια κρυφή τάξη, μια τάξη που προέρχεται από απρόσωπες δυνάμεις. Το νερό του Θαλή είναι μια τέτοια απρόσωπη δύναμη: είναι η πρώτη φιλοσοφική έννοια.
Δυστυχώς τη σκέψη του Θαλή, όπως και όλων των πρώτων φιλοσόφων, τη γνωρίζουμε μόνο από δεύτερο χέρι. Κείμενα του ίδιου του Θαλή δεν έφτασαν ως τα χέρια μας - άλλωστε είναι εντελώς απίθανο να έγραψε οτιδήποτε ο Θαλής, αφού στην εποχή του ελάχιστοι Έλληνες μπορούσαν να διαβάσουν. Έτσι είμαστε αναγκασμένοι να ανασυνθέτουμε τη σκέψη του από πολύ μεταγενέστερες, και όχι πάντοτε αξιόπιστες, πηγές.
Ο Πλάτων, για παράδειγμα, μας μεταφέρει ένα ανέκδοτο όπου ο Θαλής εμφανίζεται ως ο τυπικός αφηρημένος φιλόσοφος: «Λένε ότι κάποτε ο Θαλής κατάφερε να πέσει σε ένα πηγάδι, καθώς προχωρούσε παρατηρώντας τα άστρα και κοιτάζοντας προς τα πάνω· τότε μια ομορφούλα και ξύπνια θρακιώτισα υπηρέτρια τον πείραξε λέγοντάς του ότι επιθυμεί να μάθει τι συμβαίνει στον ουρανό και αγνοεί το τι γίνεται πίσω του και πλάι στα πόδια του» (Θεαίτητος 174a). Σε μια ιστορία πάλι του Αριστοτέλη ο Θαλής προβλέπει από τα άστρα μεγάλη σοδειά ελιάς και καπαρώνει εγκαίρως όλα τα ελαιοτριβεία της Μιλήτου και της Χίου, θέλοντας να αποδείξει σε όσους τον περιφρονούσαν για τη φτώχεια του ότι οι φιλόσοφοι θα μπορούσαν εύκολα να πλουτίσουν αν το ήθελαν, δεν ήταν όμως αυτός ο σκοπός τους (Πολιτικά 1259a9).
Παράλληλα με την εικόνα του πρώτου φιλοσόφου, πλήθος μαρτυριών μάς ζωντανεύουν έναν διαφορετικό Θαλή, προσγειωμένο, πρακτικό και εφευρετικό. Για τους Έλληνες του 5ου αιώνα π.Χ. ο Θαλής είναι σύμβολο επινοητικότητας και πολυπραγμοσύνης, είναι ένας από τους Επτά Σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Δεν μας είναι απολύτως σαφές τι κοινό είχαν οι επτά αυτές προσωπικότητες. Οι περισσότεροι είχαν πολιτική δράση, κάποιοι ήταν νομοθέτες, κάποιοι άλλοι υπήρξαν και ποιητές. Το σίγουρο πάντως είναι ότι από τους επτά μόνο ο Θαλής διεκδικεί τον τίτλο του φιλοσόφου. Ο σοφός προηγείται του φιλοσόφου, όπως η σοφία είναι προγενέστερη της φιλοσοφίας. Ο Όμηρος χαρακτηρίζει «σοφία» την εμπνευσμένη από την Αθηνά τέχνη του ναυπηγού (Ιλιάδα Ο 411) και ο Σόλων την εμπνευσμένη από τις Μούσες ποιητική τέχνη (Ελεγ. 1.52). Στη συνάντηση του Κροίσου με τον Σόλωνα, που μας περιγράφει ο Ηρόδοτος, ο Κροίσος αναρωτιέται ποια είναι η πηγή της σοφίας του Σόλωνα και σπεύδει να τη συνδέσει αμέσως με τα πολλά ταξίδια του και την επιθυμία να δει καινούργια πράγματα (Ιστορίαι 1.30). Η «σοφία» λοιπόν της αρχαϊκής εποχής, η οποία είναι ταυτοχρόνως εμπνευσμένη από τους θεούς πρακτική δεξιότητα, χειρισμός του ποιητικού λόγου και επιτόπια έρευνα (ιστορία), κάποια στιγμή θα οδηγήσει στη «φιλοσοφία». Ο Θαλής φαίνεται να συμβολίζει ακριβώς αυτή τη μετάβαση. Αξίζει λοιπόν να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν πρέπει να κατατάξουμε τον Θαλή στους σοφούς ή στους φιλοσόφους.
Η Ελλάδα και η Ανατολή
Δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία γέννησης του Θαλή. Το όνομά του συνδέθηκε πάντως με την έκλειψη ηλίου του 585 π.Χ., την οποία λέγεται ότι προέβλεψε, άρα θα πρέπει να γεννήθηκε τα τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα. Ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι 1.170) ισχυρίζεται ότι η καταγωγή των γονιών του ήταν από τη Φοινίκη· άλλωστε και ο πατέρας του, ο Εξάμυος, έχει ξενικό όνομα. Αν και η γνώμη του Ηροδότου αμφισβητείται, το σίγουρο είναι ότι ο Θαλής είχε πολλές επαφές με τους γειτονικούς ανατολικούς λαούς. Συμβούλεψε τον Κροίσο πώς να περάσει τον στρατό του από έναν αδιάβατο ποταμό, μετέφερε αστρονομικές γνώσεις των Βαβυλωνίων στην Ελλάδα, έστρεψε την προσοχή των ναυτικών στον αστερισμό της Μικρής Άρκτου, που χρησιμοποιούσαν οι Φοίνικες για τον προσδιορισμό του βορρά, ενώ επισκέφθηκε πολλές φορές την Αίγυπτο. Από τους αιγύπτιους ιερείς λένε ότι διδάχθηκε τη γεωμετρία, ενώ διετύπωσε μια εξήγηση για τις πλημμύρες του Νείλου με βάση τους βόρειους ανέμους που πνέουν στις εκβολές του και κατάφερε να μετρήσει το ύψος των πυραμίδων από την ισομήκη σκιά τους.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μεγάλη εκτίμηση για τη σοφία των ανατολικών λαών, και ιδίως των Αιγυπτίων. Στην Αίγυπτο τοποθετούσαν την ανακάλυψη της γραφής και της γεωμετρίας, στη Βαβυλωνία την ανακάλυψη της αστρονομίας. Έχοντας συνείδηση της αρχαιότητας των ανατολικών πολιτισμών, οι Έλληνες δεν δίσταζαν να αποδίδουν ακόμη και δικές τους θεωρίες στους Αιγυπτίους, θεωρώντας ότι έτσι οι γνώσεις αυτές αποκτούν κύρος. Ταξίδια λοιπόν στην Αίγυπτο, ταξίδια έρευνας και μαθητείας, υποτίθεται ότι έκανε κάθε έλληνας σοφός που έφερνε κάτι νέο: ο Σόλων, ο Θαλής, ο Πυθαγόρας, αργότερα ο Πλάτων και ο Εύδοξος. Τις πληροφορίες αυτές πρέπει γενικά να τις αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη. Δεν έχει τόση σημασία αν ένας έλληνας φιλόσοφος επισκέφθηκε κάποτε την Αίγυπτο, όσο το να εκτιμήσει κανείς τι θα μπορούσε να έχει διδαχτεί ο συγκεκριμένος άνθρωπος από τους Αιγυπτίους, με άλλα λόγια, αν οι θεωρίες του έχουν κοινότητα με ανατολικές δοξασίες, αν έχουν ενσωματώσει στοιχεία γνωστά από άλλους πολιτισμούς, αν μπορούμε να μιλήσουμε για ανατολική καταγωγή της σκέψης του.
Ειδικά για τον Θαλή, δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε τα ταξίδια του στην Αίγυπτο· και γιατί οι σχετικές μαρτυρίες είναι πολλές και λεπτομερείς, και, κυρίως, γιατί οι σχέσεις της Μιλήτου με την Αίγυπτο είναι δεδομένες. Η Μίλητος μετρά ήδη πεντακόσια χρόνια ζωής την εποχή που ζει ο Θαλής, και θα πρέπει να είναι η πιο πλούσια, η πιο κοσμοπολίτικη και η πιο ενδιαφέρουσα ελληνική πόλη του 6ου αιώνα. Ιωνική αποικία, εξελίσσεται στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της αρχαϊκής Ελλάδας και δημιουργεί με τη σειρά της τις δικές της αποικίες στα παράλια της Μεσογείου, μία από τις οποίες είναι και η Ναύκρατις στο Δέλτα του Νείλου. Επομένως, οι εμπορικές σχέσεις της Μιλήτου με την Αίγυπτο ήταν ανεπτυγμένες, πράγμα που σημαίνει ότι ένας επιφανής Μιλήσιος, όπως ο Θαλής, θα είχε πολλές ευκαιρίες να επισκεφθεί την Αίγυπτο. Για τις επαφές ωστόσο του Θαλή στην Αίγυπτο και τη δραστηριότητά του εκεί μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.
Η αλήθεια είναι ότι στις αρχές του 6ου αιώνα ένας Έλληνας είχε πολλά να διδαχτεί από τους γείτονές του. Η γραφή είχε ανακαλυφθεί από την 4η χιλιετία π.Χ. στα μεγάλα ανατολικά βασίλεια. Πάπυροι με ιατρικό περιεχόμενο χρονολογούνται από το 2300 π.Χ. στην Αίγυπτο. Η συστηματική παρατήρηση και καταγραφή των αστρονομικών φαινομένων αρχίζει στη Μεσοποταμία από το 1600 π.Χ., ενώ την ίδια εποχή καθιερώνονται τα πρώτα ακριβή ημερολόγια και επινοούνται πολύπλοκες λογιστικές μέθοδοι για τη φορολόγηση των πολιτών. Την εποχή που ο Θαλής επισκέπτεται την Αίγυπτο, η ιατρική, η αστρονομία και τα μαθηματικά έχουν ιστορία τουλάχιστον χίλιων χρόνων. Σε πρώτη ματιά η σύγκριση με τη νεανική αρχαϊκή Ελλάδα είναι συντριπτική και δικαιολογεί το δέος που αισθάνονται οι Έλληνες για την πανάρχαια Ανατολή. Αν οι πολιτισμοί αποτιμώνται με βάση το απόθεμα των εμπειρικών γνώσεων που έχουν ενσωματώσει, τότε οι αρχαίοι Έλληνες ήταν κυριολεκτικά στα σπάργανα σε σχέση με τους σύγχρονούς τους Αιγύπτιους και Βαβυλώνιους. Τα δικά τους συγκριτικά πλεονεκτήματα εντοπίζονται αλλού. Οι Έλληνες διέθεταν ήδη τη νέα τους αλφαβητική γραφή, μια γραφή ορθολογική και εύκολη στην εκμάθηση, που μπορούσε να γίνει κτήμα όλου του κόσμου. Και είχαν οργανώσει τις κοινότητές τους με βάση την πόλη-κράτος, μια πολιτική δομή ασταθή και ευάλωτη σε σχέση με τις ανατολικές αυτοκρατορίες, η οποία όμως από τη φύση της οδηγούσε όλο και περισσότερους ανθρώπους στη συμμετοχή στα κοινά. Το πόσο σημαντικοί και γόνιμοι ήταν αυτοί οι παράγοντες για όλες τις πλευρές της πνευματικής και της κοινωνικής ζωής της αρχαίας Ελλάδας έμελλε να αποκαλυφθεί κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Τότε θα διαμορφωνόταν βαθμιαία και η αίσθηση της υπεροχής των Ελλήνων σε σχέση με τους άλλους λαούς, που αποτυπώνεται στον χαρακτηρισμό του ξένου ως «βαρβάρου». Στην εποχή ωστόσο του Θαλή βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή αυτής της πορείας. Είχε βέβαια προηγηθεί η εντυπωσιακή εμπορική και αποικιακή ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων και είχε διαμορφωθεί η κοινή ελληνική συνείδηση μέσα από τα ομηρικά και ησιόδεια έπη, τα στοιχεία όμως αυτά δεν μπορούσαν να συγκριθούν με την αρχαιότητα, τη συνέχεια και τη συσσώρευση γνώσεων των ανατολικών πολιτισμών. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν γιατί τα ταξίδια και η γνωριμία με ξένους τόπους και ανθρώπους ήταν απαραίτητο γνώρισμα της δραστηριότητας ενός έλληνα «σοφού».
Ο Θαλής θα πρέπει να ταξίδεψε αρκετά ακολουθώντας την τάση της εποχής του και σίγουρα θα κέρδισε πολλές εμπειρίες και γνώσεις από τα ταξίδια του. Η προσοχή του λογικά στράφηκε στη γεωμετρία και την αστρονομία, στους τομείς δηλαδή εκείνους όπου οι συμπατριώτες του ήταν ακόμη πολύ πίσω. Ο θαυμασμός προς το πρόσωπό του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά του να εφαρμόζει τις μαθηματικές του γνώσεις στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων - αυτό δείχνει και η παροιμιακή έκφραση «σωστός Θαλής» που οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν έναν εφευρετικό άνθρωπο (Αριστοφάνης, Όρνιθες 1009). Η μέτρηση του ύψους των πυραμίδων, ο υπολογισμός της ενδιάμεσης απόστασης των πλοίων στη θάλασσα, η παρατήρηση των αστερισμών και ο ακριβής προσδιορισμός του βορρά για τη ναυσιπλοΐα, ο υπολογισμός των εποχών με βάση την πορεία του Ήλιου, είναι μερικές από τις διαπιστωμένες δραστηριότητες του Θαλή. Το γεγονός ωστόσο που φαίνεται να εντυπωσίασε περισσότερο τους συγχρόνους του ήταν η πρόβλεψη της ηλιακής έκλειψης του 585 π.Χ. Σύμφωνα με τη διήγηση του Ηροδότου, στη διάρκεια μιας μάχης Λυδών και Περσών η μέρα έγινε ξαφνικά νύχτα. Το φαινόμενο αυτό το είχε προβλέψει ο Θαλής· για την ακρίβεια είχε προσδιορίσει με χρονική ακρίβεια ενός έτους την αναμενόμενη έκλειψη (Ηρόδοτος, Ιστορίαι1.74).
Οι ηλιακές εκλείψεις αποτελούν ένα από τα πιο σπάνια και θαυμαστά φυσικά φαινόμενα, ιδίως όταν είναι ολικές, όπως φαίνεται να ήταν η έκλειψη του 585 π.Χ. για τους κατοίκους της Ιωνίας. Η αναπάντεχη μετατροπή της μέρας σε νύχτα προκαλεί δέος στους ανθρώπους και είναι φυσικό να ερμηνεύεται ως θεϊκό σημάδι, και μάλιστα δυσοίωνο. Το πρώτο στοιχείο που μας εντυπωσιάζει στην πρόβλεψη του Θαλή είναι ότι κατάφερε να αποδεσμεύσει το αξιοπερίεργο φυσικό φαινόμενο από τη δικαιοδοσία της θεϊκής βούλησης. Και μόνο αυτό το γεγονός φανερώνει την πρόοδο προς την ορθολογική σκέψη που είχε συντελεστεί από ανθρώπους σαν τον Θαλή. Ακόμη πιο αξιοσημείωτη βεβαίως είναι η ίδια η δυνατότητα της πρόβλεψης των εκλείψεων. Στο σημείο αυτό τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Σήμερα θα λέγαμε ότι για να προβλέψει κάποιος μια έκλειψη ηλίου θα πρέπει να γνωρίζει την εξήγηση του φαινομένου - με δυο λόγια, ότι η έκλειψη συμβαίνει όταν η Σελήνη παρεμβάλλεται ανάμεσα στον Ήλιο και στη Γη, οπότε η σκιά της Σελήνης πέφτει σε μια περιοχή της σφαιρικής επιφάνειας της Γης. Η εξήγηση ωστόσο των εκλείψεων ήταν άγνωστη την εποχή του Θαλή, και μόνο εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, με τον Αναξαγόρα, έχουμε κάποιες ενδείξεις ότι το φαινόμενο έχει στοιχειωδώς κατανοηθεί. Για την πρόβλεψη ωστόσο των εκλείψεων υπάρχει και ένας άλλος δρόμος. Μπορεί κανείς να προβλέψει ένα φυσικό φαινόμενο, όταν αυτό ακολουθεί κάποια περιοδικότητα, ακόμη κι αν δεν μπορεί ακριβώς να το εξηγήσει. Μπορεί δηλαδή κανείς να στηριχτεί σε προσεκτικές παρατηρήσεις και να βγάλει το συμπέρασμα ότι οι εκλείψεις ακολουθούν μια πολύπλοκη αλλά σταθερή χρονική ακολουθία. Αυτός φαίνεται να ήταν ο δρόμος των Βαβυλωνίων, οι οποίοι, ακριβώς επειδή η θρησκεία τους ήταν αστρική, κατέγραφαν συστηματικά τα ουράνια φαινόμενα από πολύ παλιά και είχαν καταφέρει να προσδιορίσουν μια χρονική ακολουθία εμφάνισης των εκλείψεων. Ίσως λοιπόν και ο Θαλής να έκανε το ίδιο. Μια πρόβλεψη όμως ηλιακής έκλειψης, ορατής σε μια συγκεκριμένη περιοχή της Γης, προϋποθέτει, ακριβή γνώση της κίνησης των ουρανίων σωμάτων μετά από εμπειρικές παρατηρήσεις αιώνων, μια συστηματική εργασία που κανείς ποτέ δεν έκανε στην αρχαία Ελλάδα, όχι μόνο κατά την εποχή του Θαλή αλλά και πολύ αργότερα. Επομένως, η μόνη μας λύση, αν δεν θεωρήσουμε την όλη ιστορία της πρόβλεψης απλό παραμύθι, είναι να υποθέσουμε ότι ο Θαλής, αξιοποιώντας τις επαφές του με τους ανατολικούς λαούς, μετέφερε στους συμπατριώτες του την πρόβλεψη των βαβυλώνιων ιερέων για μια επικείμενη έκλειψη ηλίου. Με λίγη τύχη, η έκλειψη έγινε ορατή και στην περιοχή της Ιωνίας και, καθώς συνέπεσε με τη μάχη που περιγράφει ο Ηρόδοτος, συνετέλεσε στην εμπέδωση της φήμης του Θαλή.
Μπορούμε τώρα να αντιληφθούμε γιατί οι Έλληνες κατέτασσαν τον Θαλή στους Επτά Σοφούς. Ήταν πολυταξιδεμένος, πολυμαθής και πολυπράγμων. Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του σε μαθηματικές και αστρονομικές γνώσεις. Ασχολήθηκε με αξιοπερίεργα φυσικά φαινόμενα, όπως οι πλημμύρες του Νείλου, οι εκλείψεις, ο μαγνητισμός (Αριστοτέλης, Περί ψυχής 405a19), και δοκίμασε την ικανότητά του στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων. Ακόμη και τα πολιτικά ζητήματα δεν τον άφηναν αδιάφορο, αφού είχε την προνοητικότητα να συμβουλεύσει τις ιωνικές πόλεις να ενωθούν σε μία πολιτική κοινότητα για να ισχυροποιηθούν απέναντι στον μόνιμο κίνδυνο εξ ανατολών (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 1.170).
Όλα αυτά δείχνουν έναν άνθρωπο που έχει ξεφύγει από τον κλειστό κόσμο της αρχαϊκής ελληνικής σκέψης, που έχει αντιληφθεί το τι έχουν να κερδίσουν οι Έλληνες από τις επιτεύξεις των άλλων πολιτισμών και που αναζητά ορθολογικές λύσεις σε όλα τα προβλήματα. Φθάνουν όμως αυτά για να χαρακτηρίσουμε τον Θαλή φιλόσοφο;
Είναι ο Θαλής ο πρώτος φιλόσοφος;
Αναφέραμε ήδη ότι η ένταξη του Θαλή στους φιλοσόφους συνδέεται με τις θεωρίες του για το νερό. Για να εξακριβώσουμε το τι μπορεί να είπε ο Θαλής για το νερό είμαστε αναγκασμένοι να στηριχτούμε αποκλειστικά στον Αριστοτέλη. Βέβαια ο Αριστοτέλης γράφει διακόσια πενήντα χρόνια αργότερα χωρίς να έχει στα χέρια του κάποιο κείμενο του Θαλή ή των άμεσων επιγόνων του, και γι᾽ αυτό είναι πολύ επιφυλακτικός όταν μεταφέρει τις απόψεις του. Ας δούμε τι λέει:
Ο Θαλής, ο ιδρυτής αυτής της φιλοσοφίας, λέει ότι η αρχή είναι το νερό (γι᾽ αυτό και υποστήριξε ότι και η Γη επιπλέει στο νερό). Θα πρέπει μάλλον να κατέληξε σ᾽ αυτή την αντίληψη επειδή παρατήρησε ότι η τροφή των πάντων είναι υγρή και ότι η ίδια η θερμότητα γεννιέται και διατηρείται ζωντανή από την υγρασία (αυτό όμως από το οποίο γεννιούνται όλα τα πράγματα, αυτό είναι και η αρχή τους). Αυτή πρέπει να ήταν η προέλευση της αντίληψής του για το νερό, και ακόμη το γεγονός ότι τα σπέρματα όλων των όντων έχουν υγρή φύση, ενώ η αρχή της φύσεως των υγρών πραγμάτων είναι το νερό.
Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά 983b20-27
Κατά τον Αριστοτέλη, λοιπόν, ο Θαλής θα πρέπει να ξεκίνησε από την παρατήρηση ότι η τροφή όλων των όντων αλλά και τα σπέρματα όλων των οργανισμών βρίσκονται σε υγρή μορφή. Αυτό όμως που κάνει τα πράγματα υγρά είναι το νερό. Άρα το νερό αποτελεί προϋπόθεση της ζωής: από το νερό γεννιούνται τα πάντα. Το νερό λοιπόν είναι η αρχή των πάντων, είναι αυτό που ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα και διατηρείται σταθερό ενώ όλα τα άλλα μεταβάλλονται. Έχοντας αντιληφθεί τη σημασία του νερού, ο Θαλής υποστήριξε επιπλέον ότι και η Γη ισορροπεί πάνω στο νερό, όπως μια ξύλινη βάρκα επιπλέει πάνω στη θάλασσα.
Ο Αριστοτέλης λοιπόν αποδίδει τρεις θέσεις στον Θαλή:
1η θέση: Τα πάντα γεννιούνται από το νερό.
2η θέση: Το νερό είναι αρχή των πάντων.
3η θέση: Η Γη επιπλέει πάνω στο νερό.
Οι τρεις αυτές θέσεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι επιγραμματικές, συνοψίζουν δηλαδή σε μια σύντομη πρόταση πληθώρα πολύπλοκων φυσικών φαινομένων και διαδικασιών. Διέπονται δηλαδή από λεκτική οικονομία, και η οικονομία των λέξεων είναι συνήθως ένδειξη οικονομίας της σκέψης - στη φιλοσοφική γλώσσα αυτό ονομάζεται «αφαίρεση». Ταυτοχρόνως όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι τρεις αυτές θέσεις δεν είναι ισοδύναμες, δεν μας λένε το ίδιο πράγμα. Ούτε η μια προκύπτει κατ᾽ ανάγκην από την άλλη. Μπορεί δηλαδή κάποιος να φτάσει σε μία από αυτές τις θέσεις, χωρίς ποτέ να προχωρήσει στην επόμενη. Αξίζει επομένως τον κόπο να εξετάσουμε την καθεμία ξεχωριστά.
Η πεποίθηση ότι το νερό βρίσκεται στην αφετηρία της ζωής, ότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της ζωής, μπορεί πράγματι να προέκυψε από εμπειρικές παρατηρήσεις. Όποιος ασχολείται με την καλλιέργεια της γης είναι απολύτως εξοικειωμένος με την αναγκαιότητα της ύπαρξης του νερού στη διαδικασία της βλάστησης. Σε περιοχές μάλιστα άνυδρες, όπως είναι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής γης, η σημασία του νερού είναι λογικό να υπερτονίζεται. Η ύπαρξη ενός ποταμού σε μια περιοχή αποτελούσε πάντοτε σημαντικό πλεονέκτημα, ενώ η συχνότητα της βροχής ήταν το μετεωρολογικό φαινόμενο που βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση. Με λίγη παρατηρητικότητα, μπορεί να αντιληφθεί κανείς τη λειτουργικότητα του υγρού στοιχείου και στη διαδικασία γέννησης και αναπαραγωγής των ζωικών οργανισμών - αρκεί, για παράδειγμα, να παρατηρήσει τον οργασμό της ζωής που συντελείται σε ένα έλος. Η διαπίστωση λοιπόν ότι το νερό διευκολύνει την ανάπτυξη της ζωής προκύπτει από απλά φαινόμενα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Πόση απόσταση χωρίζει αυτή την κοινή διαπίστωση από τη θέση του Θαλή ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό; Ίσως όχι πολύ μεγάλη, αρκεί βεβαίως κανείς να έχει ήδη συνειδητοποιήσει την ανάγκη να βάλει σε μια χρονολογική, γενεαλογική τάξη τα υπάρχοντα πράγματα. Το να πει κανείς «χωρίς το νερό δεν υπάρχει ζωή» είναι κάτι σημαντικό, αφού προϋποθέτει μια αφαιρετική λειτουργία της σκέψης: εξάγεται ένα γενικό συμπέρασμα από ένα πλήθος διαφορετικών γεγονότων. Το να πει κανείς «τα πάντα γεννιούνται από το νερό» είναι ένα βήμα παραπέρα: το νερό δεν είναι μόνο τροφοδότης της ζωής, αλλά γίνεται και μια κοσμογονική δύναμη, είναι ο πρώτος κρίκος σε μια αλυσίδα γεννήσεων που οδηγεί στη σημερινή πραγματικότητα.
Η κοσμογονία, η τάση δηλαδή να αναχθεί η γέννηση του κόσμου σε μια πρωταρχική δύναμη, σε ένα πρωταρχικό στοιχείο ή υλικό, αποτελεί ουσιαστική πλευρά της πρώιμης φιλοσοφικής σκέψης. Μετά τον Θαλή, ο Αναξίμανδρος θα υποστηρίξει την προτεραιότητα του «απείρου», ο Αναξιμένης του αέρα, ο Ηράκλειτος της φωτιάς. Η κατάδειξη ενός πρωταρχικού υλικού, από το οποίο γεννιούνται όλα τα άλλα πράγματα, προσδίδει στην πραγματικότητα μια στοιχειώδη τάξη και οργάνωση. Η προσπάθεια αυτή των πρώτων φιλοσόφων είναι αναμφίβολα καινοτομική. Θα ήταν ωστόσο λάθος να μην επισημάνουμε ένα σημαντικό προηγούμενο. Όταν ο Ησίοδος συνθέτει την επική του Θεογονία έναν αιώνα πριν από τον Θαλή, επιδιώκει ουσιαστικά κάτι ανάλογο με τους πρώτους φιλοσόφους: θέλει να εναρμονίσει τις διάσπαρτες μυθολογικές διηγήσεις των αρχαίων Ελλήνων σε ένα συνεκτικό πλαίσιο, να βάλει τάξη στο χαοτικό σύμπαν των θεών. Και το επιτυγχάνει ακριβώς μέσω μιας συστηματικής γενεαλογίας, μιας «θεογονίας», η οποία μάλιστα ξεκινά από προσωποποιημένες φυσικές δυνάμεις (το Χάος, η Γη, ο Έρωτας) για να φτάσει χωρίς λογικά χάσματα στο γνωστό Δωδεκάθεο. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι η φιλοσοφική κοσμογονία αξιοποιεί μια γραμμή σκέψης που προϋπήρχε στην ησιόδεια θεογονία, μεταφέροντας βέβαια το βάρος από τον κόσμο των θεών στον φυσικό κόσμο. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η ανθρώπινη σκέψη δεν προχωρά με απότομα και ανεξήγητα άλματα. Ο μύθος προηγείται του λόγου, αποτελεί τη μήτρα από όπου αναδύθηκε ο λόγος. Η μετάβαση από τη μυθική στην ορθολογική σκέψη, η γέννηση της φιλοσοφίας, είναι μια περίπλοκη και αργή διαδικασία, όπου η συνέχεια συνυπάρχει με την τομή και τη ρήξη.
Είναι λοιπόν πολύ πιθανό να διατύπωσε ο Θαλής τη θέση ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό, εγκαινιάζοντας μια κοσμογονική αναζήτηση που είναι τώρα φυσιοκρατική και όχι θεολογική. Στο νερό μπορεί όντως να έφτασε από εμπειρικές παρατηρήσεις, όπως υποθέτει και ο Αριστοτέλης, αφού την προσωπικότητα του Θαλή τη χαρακτηρίζει το πνεύμα της εμπειρικής έρευνας και της επιτόπιας παρατήρησης. Η πεποίθησή του για την πρωταρχική σημασία του νερού θα ενισχύθηκε μάλιστα σημαντικά από την επαφή του με τους ανατολικούς πολιτισμούς. Ήταν οφθαλμοφανές ότι τόσο η Αίγυπτος όσο και η Μεσοποταμία όφειλαν την ευμάρειά τους, αλλά και την επιβίωσή τους, στη σχέση τους με μεγάλους ποταμούς - με τον Νείλο στην μια περίπτωση, με τον Τίγρη και τον Ευφράτη στην άλλη. Η εξάρτηση αυτών των πολιτισμών από το νερό των ποταμών αποτυπώνεται και στους κοσμολογικούς τους μύθους, όπου γίνεται λόγος για την προΰπαρξη αρχέγονων νερών μέσα από τα οποία αναδύεται κάποια στιγμή η ξηρά. Ο Θαλής θα γνώριζε αυτούς τους μύθους, καθώς μάλιστα στα αρχαϊκά χρόνια φαίνονται να αποτελούν μέρος της κοινής κληρονομιάς των λαών της ανατολικής Μεσογείου. Στην Παλαιά Διαθήκη γίνονται αποσπασματικές αναφορές σε αρχέγονα νερά, ενώ και ο Όμηρος σε δύο αινιγματικούς στίχους της Ιλιάδας (Ξ 200, 244) χαρακτηρίζει τον Ωκεανό, το μυθικό δηλαδή ποτάμι που ρέει γύρω από τη Γη, γεννήτορα των θεών και όλων των πραγμάτων.
Ανατολικές ρίζες ίσως να έχει και η αντίληψη του Θαλή ότι η Γη ισορροπεί επιπλέοντας πάνω στο νερό (η 3η θέση που προηγουμένως απομονώσαμε). Φαίνεται ότι στην Ελλάδα μια τέτοια θέση διατυπώνεται για πρώτη φορά, αφού δεν γνωρίζουμε κάποιο μυθολογικό προηγούμενο. Είναι αλήθεια ότι στα ομηρικά έπη δεν θα βρει κανείς μια συστηματική περιγραφή της μορφής του κόσμου. Ωστόσο, από διάσπαρτες αναφορές προκύπτει ότι η Γη ήταν κοινώς αντιληπτή ως ένας εκτεταμένος επίπεδος δίσκος, που περικλείεται από τον κυκλικό Ωκεανό και καλύπτεται από τον συμπαγή θόλο του Ουρανού. Η ακινησία και η σταθερότητα της Γης μάλλον θα πρέπει να είχε εκληφθεί ως αυτονόητο γεγονός που δεν χρειαζόταν εξήγηση. Πάντως βαθιά κάτω από τη Γη εκτεινόταν ο Τάρταρος, και αν η Γη χρειαζόταν ρίζες για να σταθεροποιηθεί, τότε οι ρίζες αυτές θα πρέπει να ξεκινούσαν από τον βαθύ Τάρταρο (Ησίοδος, Θεογονία 728). Στους κοσμολογικούς όμως μύθους της Ανατολής η αντίληψη ότι υπάρχουν νερά κάτω από τη Γη είναι κυρίαρχη. Στην Αίγυπτο η Γη είναι ένας δίσκος που στηρίζεται στα υποχθόνια νερά, ενώ στα βαβυλωνιακά έπη η αρχέγονη θάλασσα διατηρείται και μετά την ανάδυση της Γης για να την στηρίξει, όπως μια σχεδία επιπλέει πάνω στην επιφάνεια του νερού. Υπάρχει επομένως εντυπωσιακή ομοιότητα ανάμεσα στην αντίληψη του Θαλή για τη θέση της Γης και στους ανατολικούς μύθους. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς ότι η ομοιότητα αυτή είναι συμπτωματική, και ότι ο Θαλής έφτασε στη δική του αντίληψη από τον δρόμο της εμπειρικής έρευνας και της παρατήρησης. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν μπορούμε να φανταστούμε ποιο εμπειρικό υλικό θα στήριζε την τολμηρή σύλληψη μιας Γης η οποία επιπλέει πάνω στο νερό. Άρα είναι μάλλον πιο πιθανή η υπόθεση ότι η ιδέα αυτή έχει ανατολική προέλευση.
Ο Θαλής λοιπόν ανέδειξε τη σημασία του νερού, το διαχώρισε από τις άλλες φυσικές δυνάμεις και του απέδωσε κοσμολογική βαρύτητα, αφού, όπως είδαμε, υποστήριξε ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό και ότι το νερό υποβαστάζει την ακίνητη Γη. Απομένει να εξετάσουμε αν έκανε και ένα βήμα παραπέρα: αν δηλαδή θεώρησε ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων.
Το βήμα αυτό μοιάζει σε πρώτη ματιά απλό. Έχει άραγε τόσο μεγάλη διαφορά το να πει κανείς ότι το νερό είναι η αφετηρία των πάντων από το να πει ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων; Και όμως η διαφορά αποδεικνύεται πολύ μεγάλη. Στην ουσία είναι η διαφορά που χωρίζει την αρχαϊκή σοφία από τη φιλοσοφία.
Όταν ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι ο Θαλής είναι ο πρώτος φιλόσοφος γιατί θεώρησε ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων, το βάρος του ισχυρισμού του δεν πέφτει στην ανάδειξη της σημασίας του νερού αλλά στη σύλληψη της έννοιας της «αρχής». Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης δεν προβάλλει την ερευνητική διάθεση του Θαλή, τη δημιουργική του σχέση με την ανατολική σοφία, το ορθολογικό πνεύμα, την εφευρετικότητα - όλες αυτές τις αξιοθαύμαστες ικανότητες που έκαναν τον Θαλή να ξεφύγει από τη μυθική σκέψη και να τονίσει την κοσμική δύναμη και τη χρονική προτεραιότητα του νερού. Ο Θαλής δικαιούται μια περίοπτη θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας απλώς και μόνο γιατί είχε την πνευματική τόλμη να συλλάβει το νερό ως «αρχή».
Η λέξη «αρχή» ανήκει στο οπλοστάσιο της φιλοσοφίας. Καθιερώνεται από τον Αριστοτέλη και αναδρομικά προβάλλεται και στους παλαιότερους φιλοσόφους. Σημαίνει τη βαθύτερη φύση, την ουσία, το κυρίαρχο στοιχείο, την αυθεντική πραγματικότητα. Στην έννοια της αρχής εμπεριέχεται και η σημασία του χρονικά πρότερου, της αφετηρίας, αυτή όμως η σημασία είναι δευτερεύουσα. «Αρχή» δεν είναι αυτό που προηγείται χρονικά, αλλά αυτό που κυριαρχεί, που αποκαλύπτει, που καθορίζει. Όταν λοιπόν κάποιος διατείνεται ότι το νερό ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα είναι η αρχή των πάντων, εννοεί ότι η οντότητα αυτή είναι η αληθινή φύση όλων των πραγμάτων, η ουσία τους, αυτό που βρίσκεται πίσω από τις συνεχείς μεταβολές των πραγμάτων. Εννοεί, με άλλα λόγια, ότι το νερό είναι τα πάντα. Η αρχή επομένως είναι η βαθύτερη πλευρά της πραγματικότητας που παραμένει σταθερή σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς. Είναι η θεμελιώδης επινόηση των φιλοσόφων στην προσπάθειά τους να προσδώσουν σταθερότητα, τάξη και νόημα στον κόσμο.
Τώρα γίνεται κατανοητή η απόσταση που χωρίζει αυτή τη συνολική ερμηνεία του κόσμου, τη φιλοσοφική σύλληψη της πραγματικότητας, από την αντίληψη ότι όλα τα πράγματα προέρχονται από ένα πρωταρχικό υλικό. Η γενεαλογική οπτική των πραγμάτων, που ξεκίνησε ως θεογονία με τον Ησίοδο και επεκτάθηκε στο πεδίο της φυσικής πραγματικότητας με τον Θαλή, αποτελεί ένα σημαντικό προστάδιο για τη φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου· δεν ισοδυναμεί με τη φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου. Για να περάσουμε από τη θέση «τα πάντα γεννιούνται από το νερό» στη θέση «το νερό είναι η αρχή των πάντων» απαιτείται μια επίπονη διαδικασία αφαιρετικής σκέψης, και πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν έχουμε κανένα πειστήριο ότι ο Θαλής διέτρεξε αυτή την απόσταση. Τα στοιχεία μάλιστα που διαθέτουμε για τη ζωή και τη δράση του Θαλή δεν συνηγορούν προς ένα τέτοιο συμπέρασμα. Τα πολλά ταξίδια και οι γνώσεις που αποκόμισε από αυτά δεν θα τον βοήθησαν ιδιαίτερα στην πορεία προς την αφηρημένη σκέψη, αφού τίποτε ανάλογο με τη φιλοσοφία δεν υπήρξε στους πολιτισμούς της Ανατολής. Το φιλοπερίεργο πνεύμα, η εμπειρική έρευνα και η πρακτική δεξιότητα δεν είναι επίσης καθόλου βέβαιο ότι ευνοούν πάντοτε τη φιλοσοφική ανάλυση.
Ο Θαλής δεν διατύπωσε ποτέ την πρόταση «το νερό είναι αρχή των πάντων», αφού η «αρχή» είναι αριστοτελική έννοια, και άρα πολύ μεταγενέστερη. Είναι όμως απίθανο ακόμη και να σκέφτηκε το νερό ως αρχή, υιοθετώντας κάποιο άγνωστο σε μας λεξιλόγιο. Πιο λογική είναι η εκδοχή ότι ο Θαλής αντιπροσωπεύει έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον «σοφό» της αρχαϊκής Ελλάδας και στον φιλόσοφο. Ο Αναξίμανδρος, μια γενιά μετά τον Θαλή, πατάει πλέον στο ασφαλές έδαφος της φιλοσοφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου