Οι λιτοδίαιτοι και ακοινώνητοι Σπαρτιάτες είχαν και ένα προτέρημα: δεν έπιναν πολύ. Αντίθετα, οι υπόλοιποι Έλληνες, περήφανοι για τα κρασιά τους, ήταν -κατά γενική ομολογία- γερές κρασοκανάτες.
Στο βιβλίο του των «Νόμων», ο Πλάτων γράφει: «Στους Σπαρτιάτες δεν πρόκειται ποτέ να δεις κάποιον να κυκλοφορεί πιωμένος. Γιατί αυτός, κι αν ακόμα προφασιστεί ότι τιμά τον Διόνυσο, δεν πρόκειται να γλιτώσει τη μεγάλη τιμωρία».
Αυτή η παράδοξη για τους υπόλοιπους Έλληνες συμπεριφορά άρεσε ιδιαίτερα στον... Πλάτωνα, ο οποίος ήταν λιτοδίαιτος κι εγκρατής μέχρι υπερβολής.
Έτσι συγκρατημένοι στο κρασί ήταν και οι Πέρσες. Ο Ηρόδοτος λέει: «Οι Πέρσες πίνουν αρκετό κρασί, αλλά δεν επιτρέπεται να χάνουν τον έλγχό τους και να μη συμπεριφέρονται κόσμια εξαιτίας του ποτού».
Ο Μνησίθεος γράφει: «Οι θεοί έμαθαν το κρασί στους ανθρώπους και είναι μεγάλο αγαθό, αλλά για τους μετρημένους ανθρώπους, που κάνουν σωστή χρήση. Είναι πολύ επικίνδυνο για όσους πίνουν χωρίς σύνεση».
Προφανώς, ήταν συνηθισμένο οι καλεσμένοι να ξεπερνούν τα όρια της ευπρέπειας και να πίνουν πολύ.
Ο Εύβουλος, λοιπόν, διαβάθμισε τα στάδια της οινοποσίας και της μέθης ως εξής:
«Τρεις μόνο κρατήρες έχω και ανακατεύω το κρασί για τους σώφρονες:
Τον πρώτο για την υγεία.
Τον δεύτερο για τον έρωτα και την απόλαυση.
Τον τρίτο για τον ύπνο. Μόλις πιουν οι καλεσμένοι, επιστρέφουν στο σπίτι τους.
Ο τέταρτος δεν μας ανήκει, γιατί είναι για ύβρεις.
Ο πέμπτος για θόρυβο.
Ο έκτος για τρίκλισμα.
Ο έβδομος για να πέφτεις.
Ο όγδοος για μηνύσεις.
Ο ένατος για κακία.
Ο δέκατος για μανία».
Γι' αυτούς λοιπόν, τους μη σώφρονες, διηγείται ο Τίμαιος ο Ταυρομενίτης μια ευτράπελη ιστορία:
«Στον Ακράγαντα ένα σπίτι λέγεται "Τριήρης". Κάποιοι νέοι μέθυσαν τόσο πολύ στο σπίτι αυτό, ώστε νόμισαν ότι είναι σε πλοίο και ότι έχει ξεσπάσει θαλασσοταραχή. Και τόσο παρασύρθηκαν, που άρχισαν να πετούν από τα παράθυρα σκεύη του σπιτιού, όπως πετούν πράγματα στη θάλασσα για να ελαφρύνει το καράβι, γιατί έτσι νόμισαν πως τους πρόσταξε ο κυβερνήτης.
Μαζεύτηκαν τότε πολλοί άνθρωποι κι έπαιρναν ό,τι πετούσαν από τα παράθυρα οι νέοι αυτοί.
Την επόμενη μέρα, που ήρθαν οι κύριοι του σπιτιού, οι νέοι ήσαν ακόμα τόσο μεθυσμένοι, που είπαν ότι λόγω της μεγάλης θαλασσοταραχής αναγκάστηκαν να πετάξουν τα περιττά φορτία στη θάλασσα.
Ένας μάλιστα απ' αυτούς είπε: "Εγώ, κύριοι Τρίτωνες, φοβήθηκα τόσο πολύ, που πήγα και κρύφτηκα στο αμπάρι του καραβιού".
Αυτοί τους συγχώρησαν και τους συμβούλευσαν να μην πίνουν τόσο πολύ. Και οι νέοι, όλο ευγνωμοσύνη, τους είπαν: "Αν μπορέσουμε να πιάσουμε λιμάνι και σωθούμε από την άγρια θάλασσα, θα σας ανακηρύξουμε σωτήρες και θα σας τιμάμε μαζί με τους θεούς της θάλασσας"».
Στο βιβλίο του των «Νόμων», ο Πλάτων γράφει: «Στους Σπαρτιάτες δεν πρόκειται ποτέ να δεις κάποιον να κυκλοφορεί πιωμένος. Γιατί αυτός, κι αν ακόμα προφασιστεί ότι τιμά τον Διόνυσο, δεν πρόκειται να γλιτώσει τη μεγάλη τιμωρία».
Αυτή η παράδοξη για τους υπόλοιπους Έλληνες συμπεριφορά άρεσε ιδιαίτερα στον... Πλάτωνα, ο οποίος ήταν λιτοδίαιτος κι εγκρατής μέχρι υπερβολής.
Έτσι συγκρατημένοι στο κρασί ήταν και οι Πέρσες. Ο Ηρόδοτος λέει: «Οι Πέρσες πίνουν αρκετό κρασί, αλλά δεν επιτρέπεται να χάνουν τον έλγχό τους και να μη συμπεριφέρονται κόσμια εξαιτίας του ποτού».
Ο Μνησίθεος γράφει: «Οι θεοί έμαθαν το κρασί στους ανθρώπους και είναι μεγάλο αγαθό, αλλά για τους μετρημένους ανθρώπους, που κάνουν σωστή χρήση. Είναι πολύ επικίνδυνο για όσους πίνουν χωρίς σύνεση».
Προφανώς, ήταν συνηθισμένο οι καλεσμένοι να ξεπερνούν τα όρια της ευπρέπειας και να πίνουν πολύ.
Ο Εύβουλος, λοιπόν, διαβάθμισε τα στάδια της οινοποσίας και της μέθης ως εξής:
«Τρεις μόνο κρατήρες έχω και ανακατεύω το κρασί για τους σώφρονες:
Τον πρώτο για την υγεία.
Τον δεύτερο για τον έρωτα και την απόλαυση.
Τον τρίτο για τον ύπνο. Μόλις πιουν οι καλεσμένοι, επιστρέφουν στο σπίτι τους.
Ο τέταρτος δεν μας ανήκει, γιατί είναι για ύβρεις.
Ο πέμπτος για θόρυβο.
Ο έκτος για τρίκλισμα.
Ο έβδομος για να πέφτεις.
Ο όγδοος για μηνύσεις.
Ο ένατος για κακία.
Ο δέκατος για μανία».
Γι' αυτούς λοιπόν, τους μη σώφρονες, διηγείται ο Τίμαιος ο Ταυρομενίτης μια ευτράπελη ιστορία:
«Στον Ακράγαντα ένα σπίτι λέγεται "Τριήρης". Κάποιοι νέοι μέθυσαν τόσο πολύ στο σπίτι αυτό, ώστε νόμισαν ότι είναι σε πλοίο και ότι έχει ξεσπάσει θαλασσοταραχή. Και τόσο παρασύρθηκαν, που άρχισαν να πετούν από τα παράθυρα σκεύη του σπιτιού, όπως πετούν πράγματα στη θάλασσα για να ελαφρύνει το καράβι, γιατί έτσι νόμισαν πως τους πρόσταξε ο κυβερνήτης.
Μαζεύτηκαν τότε πολλοί άνθρωποι κι έπαιρναν ό,τι πετούσαν από τα παράθυρα οι νέοι αυτοί.
Την επόμενη μέρα, που ήρθαν οι κύριοι του σπιτιού, οι νέοι ήσαν ακόμα τόσο μεθυσμένοι, που είπαν ότι λόγω της μεγάλης θαλασσοταραχής αναγκάστηκαν να πετάξουν τα περιττά φορτία στη θάλασσα.
Ένας μάλιστα απ' αυτούς είπε: "Εγώ, κύριοι Τρίτωνες, φοβήθηκα τόσο πολύ, που πήγα και κρύφτηκα στο αμπάρι του καραβιού".
Αυτοί τους συγχώρησαν και τους συμβούλευσαν να μην πίνουν τόσο πολύ. Και οι νέοι, όλο ευγνωμοσύνη, τους είπαν: "Αν μπορέσουμε να πιάσουμε λιμάνι και σωθούμε από την άγρια θάλασσα, θα σας ανακηρύξουμε σωτήρες και θα σας τιμάμε μαζί με τους θεούς της θάλασσας"».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου