Η επιβολή της «θρησκείας της αγάπης» με πολέμους και καταπίεση.
Στα σχολικά βιβλία υποστηρίζεται ότι ο χριστιανισμός έγινε ασμένως δεκτός από τους λαούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι όποιες βιαιότητες κατά την επιβολή του δεν είχαν σημαντική έκταση. Αυτό το επιχείρημα καταρρίπτεται από μόνο του, αν εξετάσουμε όλες τις ιστορικές περιόδους.
Διαπιστώνεται ότι η επιβολή του χριστιανισμού υπήρξε πάντα βίαιη, όταν ο υπό εκχριστιανισμό λαός είχε συγκροτημένη θρησκεία και εθνικές παραδόσεις, κατά τεκμήριο υψηλότερου πολιτισμικού επιπέδου από τις μεσανατολικές και δεν ενδιαφερόταν να προσχωρήσει σε οποιαδήποτε νέα θρησκεία.
Πέρα από τους λαούς της αρχαίας Ιταλίας, Ελλάδας και Μικράς Ασίας, παραδείγματα αποδοχής ή επιβολής του χριστιανισμού έχουμε στους Αρμένιους και στους Γότθους, μερικούς αιώνες αργότερα στους Σάξονες και στους Σλάβους, επίσης μερικούς αιώνες αργότερα στους ιθαγενείς της Αμερικής και στους λαούς της “Απω Ανατολής.
Η αποδοχή του χριστιανισμού υπήρξε σχετικά ειρηνική, μόνο εκεί που έγιναν συμφωνίες κορυφής και προσχώρησαν στη νέα θρησκεία οι ηγετικές ομάδες κάθε λαού (Πολωνία, Ρωσία). Αυτή η διαδικασία θεσμοποιήθηκε κατά την Αναγέννηση με τον κανόνα «cujus regio, ejus religio», που δηλώνει ότι εκείνος που ελέγχει μια περιοχή, προσδιορίζει και τη θρησκεία των κατοίκων της. Στις περιπτώσεις συμφωνημένης προσχώρησης, προσάρμοζαν σταδιακά τα ιερατεία των αντίστοιχων εθνικών θρησκειών τις ονομασίες των θεοτήτων, τις εθνικές μυθοπλασίες και τις παραδοσιακές ιεροτελεστίες τους, οι περισσότερες από τις οποίες αφομοιώνονταν και ενσωματώνονταν στη νέα, χριστιανική πλέον πρακτική· εξ αυτού προέκυψαν με την πάροδο του χρόνου και διάφορες ιδιαιτερότητες στις αντιλήψεις, στα σύμβολα και στις ιεροτελεστίες των εκχριστιανιζόμενων λαών.
Για τους Έλληνες θα γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε άλλο κείμενο. Οι Σλάβοι και οι Ούγγροι εκχριστιανίστηκαν, όχι πάντα εύκολα και ειρηνικά, από τον 8ο αιώνα και μετά, οι δυτικοί Σλάβοι και οι Ούγγροι από το κράτος των Καρολιδών (Φράγκοι) και οι ανατολικοί Σλάβοι από τους Βυζαντινούς. Οι πολεμικές συγκρούσεις ανατολικών και δυτικών χριστιανικών δυνάμεων με σλαβικούς λαούς αφενός απέβλεπαν στην απώθηση μετακινούμενων πληθυσμών ή στον έλεγχο εδαφών και στην είσπραξη φόρων υποτέλειας κλπ. και, αφετέρου, είχαν προσηλυτιστικούς και κατακτητικούς στόχους (Deschner: «Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού», Κάκτος). Πάντα, οι εκστρατείες γίνονταν μετά από συνεννόηση κράτους και εκκλησίας και στα (σχεδόν αποκλειστικά μισθοφορικά) στρατεύματα συμμετείχαν κληρικοί και δουλέμποροι, έτοιμοι να μεταφέρουν το «μήνυμα της αγάπης», σε όσους επιβίωναν από τις πολεμικές συγκρούσεις.
Οι Σάξονες που πεισματικά δεν αποδέχονταν στην αλλαγή από τον 8ο στον 9ο αιώνα (772-804), το φράγκικο κράτος και τη νέα θρησκεία, κατασφάγηκαν σε πολλές μάχες από τα στρατεύματα του Καρλομάγνου και προσχώρησαν στο χριστιανισμό ως ηττημένοι και κατακτημένοι. Αργότερα, 9ος-11οςαιώνας, πρωτοστάτησαν οι ίδιοι οι Σάξωνες με τους τρεις αυτοκράτορες Όθωνες και τον «’Αγιο» Ερίκο (Heinrich ΙΙ., «ένας, πριν απ” όλα, εκκλησιαστικός άνδρας») στον εκχριστιανισμό και την υποδούλωση των σλάβικων φύλων μεταξύ του Έλβα και του Όντερ (Σόρβοι, Βένδοι κ.ά.)
Στα σχολικά βοηθήματα παρουσιάζονται αυτοί οι πόλεμοι συνήθως ως ασκήσεις επί χάρτου, με αναφορά των στρατιωτικών κινήσεων και με περιγραφή των προσόντων των ηγετών της φιλικής πλευράς. Η πραγματικότητα είναι προφανώς τελείως διαφορετική. Μία περιγραφή από χρονικογράφους της εποχής, όλοι χριστιανοί ιερωμένοι, είναι πολύ χαρακτηριστική. Στα τέλη του έτους 929 συγκρούστηκε μια στρατιά Σαξόνων στην περιοχή δεξιά του κάτω Έλβα με επαναστατημένους Σλάβους. Αναφέρεται ότι σκοτώθηκαν, μάλλον καθ” υπερβολήν, από 120 μέχρι 200 χιλιάδες Βένδοι (Wenden) από τους σιδηρόφρακτους Σάξονες. Ο επίσκοπος Thiemar αναφέρει ότι «σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι οι επαναστάτες και μόνο λίγοι διέφυγαν».
Ο μοναχός Widukind γράφει ότι «από τους πεζοπόρους βαρβάρους (εννοεί τους Σλάβους) δεν σώθηκε κανένας και από τους ιππείς μόνο λίγοι, ενώ στους πολεμιστές του θεού (εννοεί τους Σάξονες) επικρατούσε ευθυμία, επειδή πέτυχαν με τη βοήθεια του θεού μια περίφημη νίκη. Όλα τα μέλη των οικογενειών των Σλάβων σκλαβώθηκαν και διατέθηκαν ως δούλοι». Ανάλογες φρικαλεότητες γίνονταν, φυσικά, και σε περιπτώσεις που νικούσε η άλλη πλευρά, η οποία δεν δήλωσε όμως ποτέ ότι εκπροσωπεί τη «θρησκεία της αγάπης»!
Με τέτοιες και άλλες ανάλογες πολεμικές ενέργειες κράτησε ο εκχριστιανισμός και σταδιακός εκγερμανισμός των Σλάβων αρκετούς αιώνες – των Πρώσων που είναι επίσης σλαβικής προέλευσης, κράτησε μάλιστα μέχρι και το 17ο αιώνα. Η επιβολή του χριστιανισμού στους ιθαγενείς της Αμερικής από τους Ευρωπαίους επιδρομείς θα περιγραφεί σε αυτοτελές κείμενο και γι” αυτό δεν θα γίνει εδώ ιδιαίτερη αναφορά.
Λιγότερο ή καθόλου γνωστά είναι όμως τα γεγονότα κατά τις πολλαπλές προσπάθειες εκχριστιανισμού λαών της “Απω Ανατολής, κυρίως των πολυπληθών λαών των Ινδιών, της Κίνας και της Ιαπωνίας. Αυτά τα γεγονότα, για τα οποία υπάρχουν πολλά στοιχεία, αλλά και περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, δίνουν μια υποψία, τί πρέπει να συνέβη και στον ελληνικό χώρο περίπου 1-1,5 χιλιετία νωρίτερα και τί θα μπορούσε να είχε προκύψει, αν οι ελληνόφωνοι λαοί δεν ήταν εκείνη την εποχή υπόδουλοι στους Ρωμαίους αλλά διέθεταν μία δική τους ισχυρή εθνική ηγεσία. Εκτιμάται ότι αυτή ακριβώς η ηγεσία θα ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τον παραδοσιακό πολιτισμό και τα έθιμα του λαού, απέναντι σ’ εκείνους που επέβαλαν κατά την εποχή της ρωμαϊκής παγκοσμιοποίησης μία νέα θρησκεία
Η επόμενη περιγραφή ακολουθεί στα κύρια σημεία της το άρθρο «Χριστιανισμός και Χιντεγιόσι» από το τεύχος «Ο Ναπολέων της Ιαπωνίας» του περιοδικού ΙΣΤΟΡΙΚΑ της Ελευθεροτυπίας, το δεκάτομο έργο του K. Deschner «Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού», εκδόσεις «Κάκτος», τη μελέτη του Βλ. Ρασσιά, «ΣΑΚΟΚΟΥ: Η αντίσταση των Ιαπώνων στο χριστιανισμό» από το βιβλίο του «Μια ιστορία Αγάπης», εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη» και τη δημοσίευση του Naoji Kimura: «Japans imperialistische Expansion in Asien», από το βιβλίο Herbert Arlt: «The Unifying Aspects of Cultures».
Στα μέσα του 16ου αιώνα είχε επιβληθεί ο χριστιανισμός ήδη στο ινδικό βασίλειο της Goa (Γκόα) που ήταν πορτογαλική αποικία μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Η τοπική ινδουϊστική θρησκεία είχε τεθεί υπό απαγόρευση, με απαίτηση για καταστροφή όλων των «ειδώλων». Με βασιλικά διατάγματα είχαν οργανωθεί από Ιησουΐτες δημόσιες διδασκαλίες συκοφάντησης της παραδοσιακής θρησκείας και βαπτίσεις (ράντισμα με νερό) με πανηγυρισμούς για την «ήττα των δαιμόνων» – περίπου όπως γινόταν και στην Ευρώπη παλαιότερα. Οι βασιλείς του Kotte (Κόττε), του Kandy (Κάντυ) και του Trincomalee (Τρινκομαλή) της Κεϋλάνης, υπό τις υποσχέσεις των Πορτογάλων για στρατιωτική υποστήριξή τους, βαπτίσθηκαν χριστιανοί και διέταξαν τον υποχρεωτικό εκχριστιανισμό όλων των υπηκόων τους.
Το έτος 1551, προσηλυτίστηκαν οι πρώτοι Ιάπωνες από τον Ιησουΐτη κληρικό Francisco de Jasu y Xavier (Φραγκίσκο Ξαβέριος, 1506-1552) με το κινέζικο όνομα Fang Jige, που εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη για άσυλο ενός καταζητούμενου για φόνο, του Γιαχίρο (Yajiro, Anjiro). Με πυρήνα την οικογένεια και το υπηρετικό προσωπικό του τελευταίου, δημιουργήθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα στην Καγκοσίμα (Kagoshima) της Ιαπωνίας. Το 1552 προσπάθησε ο Ξαβέριος να εισέλθει κρυφά στην Κίνα, όπου απαγορευόταν ο προσηλυτισμός σε άλλες θρησκείες, αλλά πέθανε, μάλλον από τις κακουχίες της εποχής και της περιοχής.
Στα έτη 1558-1570 και παρ” ότι στην Ιαπωνία έχει ήδη νομοθετηθεί η απαγόρευση του χριστιανικού προσηλυτισμού, οι Πορτογάλοι ιεροκήρυκες διείσδυσαν στην χώρα, εκμεταλλευόμενοι την προσπάθεια του πολέμαρχου ηγεμόνα (daimyo) Oda Nobunaga (Όντα Νομπουνάγκα), από το 1568 υποστηρικτή του Yoshiaki, τελευταίου Σογκούν, δηλαδή Αρχιστράτηγου, της γραμμής των Ashikaga, να εξουδετερώσει τη μεγάλη επιρροή εκείνης της εποχής των πολεμιστών Βουδιστών μοναχών στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Από τα ιεραποστολικά κέντρα τους στο Yamaguchi (Γιαμαγκούτσι), το Hirado (Χιράντο) και το Bungo (Μπούνγκο), οι Ιησουΐτες συντόνιζαν μεγάλη δυσφημιστική εκστρατεία κατά του Βουδισμού Ζεν, κυρίως ανάμεσα στους ανθρώπους των κατωτέρων τάξεων και γύρω στο 1562, πέτυχαν τη βάπτιση πολλών ευγενών πολεμιστών του Kyoto (Κιότο), πρωτεύουσας του σογκουνάτου Ashikaga.
Το έτος 1563, οι Ιησουΐτες βάπτισαν χριστιανό το διοικητή της Omura (Ομούρα), Omura Sumitada (Ομούρα Σουμιτάδα), ο οποίος τους παραχώρησε τη διαχείριση του εμπορικού λιμανιού στο Nagasaki (Ναγκασάκι) και πλήρη ελευθερία προσηλυτιστικής δράσης ανάμεσα στους υπηκόους του, ενώ τον Απρίλιο του 1569 ο Πορτογάλος Ιησουΐτης ιεραπόστολος Louis Frois (Φρόις, 1532-1597) εγκαταστάθηκε κανονικά στο Κιότο. Το έτος 1583 είχαν προσηλυτιστεί στο χριστιανισμό ένας ναύαρχος, ένας από τους δύο στρατηγούς της ιαπωνικής εκστρατείας κατά της Κορέας, ένας ανιψιός, καθώς και ο προσωπικός ιατρός του κυβερνήτη Toyotomi Hideyoshi (Τογιοτόμι Χιντεγιόσι). Όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι Ιάπωνες ευγενείς, είχαν βαπτισθεί χριστιανοί, ενώ ο τοπικός διοικητής της Arima (Αρίμα) όχι απλώς ασπάσθηκε τη νέα θρησκεία αλλά και διέταξε επιπλέον την υποχρεωτική βάπτιση όλων των κατοίκων τριών πόλεων της δικαιοδοσίας του, συνολικά 3.000 άτομα. Εκείνη την εποχή άρχισε όμως μια αντισυσπείρωση Ιαπώνων γύρω από την παραδοσιακή θρησκεία του Shinto (Σίντο, Shintoism, εκ του shin tao, δηλαδή «ο Τρόπος των Θεών») και το βουδισμό Ζεν.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1587, κυκλοφόρησαν στην κοινωνία της Ιαπωνίας πληροφορίες για την καταστροφή πολιτισμών που είχαν προκαλέσει οι Ιησουΐτες σε άλλες χώρες. Τον Ιούλιο αυτού του έτους ενημέρωσε ο γιατρός Σεϊγιακόν Χόιν τον κυβερνήτη για τους στόχους και τις δραστηριότητες των ιεραποστόλων χριστιανών σε παλαιότερες και σύγχρονες εποχές. Λέγεται ότι στην αναφορά του απαρίθμησε ο γιατρός καταστροφές σιντοϊστικών και βουδιστικών ναών από χριστιανούς, τον αναγκαστικό προσηλυτισμό των υποτελών λαών στο χριστιανισμό και τη συμμετοχή των καθολικών κληρικών σε εμπόριο δούλων («Χριστιανισμός και Χιντεγιόσι», ΙΣΤΟΡΙΚΑ) - περίπου αυτά που έγιναν και κατά την επιβολή του χριστιανισμού στους λαούς της Μικράς Ασίας και της Ευρώπης. Σίγουρα θα είχε ο Χιντεγιόσι υπόψη του και διάφορες υπονομευτικές δραστηριότητες των Ιησουϊτών ιεραποστόλων στην Ιαπωνία, οπότε κάλεσε τον επικεφαλής της χριστιανικής ιεραποστολής, Gaspar Coelho (Κοέλιο, 1531-1590) και του έθεσε τέσσερα συγκεκριμένα ερωτήματα, τα οποία έχουν καταγραφεί:
Είναι αυτονόητο ότι τα αίτια της ρήξης ήταν αμιγώς εθνικά και θρησκευτικά και δεν υπήρχαν εμπορικές υστεροβουλίες, όπως διέδιδαν αργότερα οι Ιησουΐτες και αναφέρεται μέχρι σήμερα σε διάφορα βιβλία.
Ο Κοέλιο αντέδρασε με τον τρόπου που συνηθίζουν οι κατακτητές:ξεσήκωσε τους βαφτισμένους Ιάπωνες εναντίον της εξουσίας, έκανε δηλαδή αυτό εκριβώς που κατηγορούσε τους χριστιανούς ο Χιντεγιόσι και ταυτόχρονα ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τους αποικιακούς στρατούς στις Φιλιππίνες, τη Γκόα και το Μακάο. Και οι δύο αυτές ενέργειες δεν οδήγησαν όμως σε στρατιωτική επιβολή του χριστιανισμού, όπως ήλπιζε ο Κοέλιο!
Ωστόσο, ο Ιάπωνας κυβερνήτης δεν επέμενε πολύ στην αυστηρή εφαρμογή του νόμου, δεχόμενος συνεχείς παρατάσεις ως προς την ημερομηνία που όφειλαν οι ιεραπόστολοι να εγκαταλείψουν τη χώρα, πράγμα που σήμαινε ουσιαστικά ακύρωση του νόμου. Μια εξήγηση γι” αυτή την ήπια στάση του έχει να κάνει με τον κίνδυνο διχασμού του λαού και τις αναπόφευκτες εκδικητικές διώξεις ενάντια στη χριστιανική μειοψηφία των χριστιανών
Η ήπια στάση του Χιντεγιόσι είχε όμως ως αποτέλεσμα να δεχθεί η Ιαπωνία σύντομα ένα νέο κύμα προσηλυτιστών, αυτή την φορά Δομινικανών και Φραγκισκανών, οι οποίοι θεώρησαν ότι το πεδίο ήταν ελεύθερο για τις δραστηριότητές τους. Σημειωτέον ότι στους διαβόητους Δομινικανούς μοναχούς είχε ανατεθεί στην Ευρώπη και αλλού η συγκρότηση της «Ιεράς Εξέτασης» και το εγκληματικό «κυνήγι των μαγισσών» που κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανύποπτους ανθρώπους.
Για μία περίπου δεκαετία, με ανενεργό το νόμο του Χιντεγιόσι, οι ιεραπόστολοι έδρασαν στην «γινκόκου» Ιαπωνία ουσιαστικά ελεύθερα. Εκείνη ακριβώς την εποχή άλλωστε οι χριστιανοί αλώνουν και την Κίνα και παράλληλα εντατικοποιούν το αφρικανικό δουλεμπόριο. Ενώ οι Πορτογάλοι καταλύουν με την βία των όπλων το βασίλειο της Jaffna και αρχίζουν συστηματική καταστροφή των ινδουϊστικών ιερών και μωαμεθανικών τεμενών, καθώς και κατασχέσεις περιουσιών, τις οποίες ακολούθως αποδίδουν στους Φραγκισκανούς μοναχούς. Παράλληλα έγιναν στην Καντόνα της Κίνας σφαγές βουδιστών ιερέων και υποχρεωτικές μαζικές βαπτίσεις του πληθυσμού – ολόκληρα χωριά βαπτίζονταν μέσα σε λίγες ώρες υπό την απειλή των πορτογαλικών όπλων. Ο κληρικός Matteo Ricci (Ρίτσι, 1552-1610), προσπαθεί να πετύχει εισοδισμό στην κινεζική κοινωνία. Οι Ιησουΐτες συνεργάτες του παρουσιάζονται στους εκεί αξιωματούχους ως εξωτικοί μαθηματικοί και αστρονόμοι και κερδίζουν την εμπιστοσύνη τους, ο δε Ρίτσι περιφέρεται αρχικά ντυμένος ως βουδιστής μοναχός και, αργότερα, όταν αντιλαμβάνεται ότι οι βουδιστές μοναχοί δεν απολαμβάνουν ιδιαίτερα προνόμια, ως κομφουκιανός διδάσκαλος.
Η πληροφόρηση που απέκτησε σταδιακά ο Χιντεγιόσι για τους στόχους και το παρελθόν του χριστιανισμού ως θρησκεία και ως εξουσία, σηματοδότησε το τέλος του προσηλυτισμού το έτος 1596. Ο Χιντεγιόσι, που από το 1590 είχε ενώσει υπό την εξουσία του όλη την Ιαπωνία, διέταξε τώρα την αυστηρή εφαρμογή του νόμου από το έτος 1587. Αφορμή στάθηκε ένα τυχαίο επεισόδιο με το εμπορικό πλοίο San Felippe, το οποίο μετέφερε προϊόντα από τις Φιλιππίνες στο Μεξικό. Ένας τυφώνας έρριξε όμως το πλοίο στις ιαπωνικές ακτές και οι Ιάπωνες αμφιταλαντεύονταν μεταξύ κατάσχεσης του πλοίου και προσφοράς βοήθειας στους Ισπανούς ναυτικούς. Πάνω εκεί έβγαλε ο καπετάνιος του πλοίου Francisco de Ollandia (ντε Ολάντια) ένα εκφοβιστικό λόγο στους Ιάπωνες, αναφέροντας ότι ο πολύ ισχυρός βασιλιάς της Ισπανίας, στέλνει μεν αρχικά ιεραποστόλους, αλλά πίσω τους ακολουθούν πάντα στρατιωτικοί, οι οποίοι και θα τιμωρήσουν οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια των Ιαπώνων προς το πλήρωμα του πλοίου. Και για να τεκμηριώσει τις απειλές του, ανέφερε ο ντε Ολάντια τα παραδείγματα της κεντρικής και νότιας Αμερικής, των Φιλιππίνων κ.ά.
Ο πλοίαρχος, του οποίου η μοίρα έμεινε έκτοτε στο σκοτάδι, επιβεβαίωνε αυτά που κυκλοφορούσαν από ετών στην ιαπωνική κοινωνία για τους απώτερους στόχους των ιεραποστόλων. Η αντίδραση της ιαπωνικής εξουσίας ήταν λοιπόν ακαριαία! Είκοσι έξι πρωτεργάτες των χριστιανικών ιεραποστολών συνελήφθησαν, καταδικάσθηκαν σε θάνατο και σταυρώθηκαν δημόσια στο Ναγκασάκι, ενώ διατάχθηκε επίσης η άμεση απέλαση όλων των προσηλυτιστών και το γκρέμισμα των εκκλησιών που είχαν δημιουργήσει. Απαγορεύθηκε δε στους κρατικούς αξιωματούχους να ασπάζονται την «ξένη θρησκεία».
Ο Χιντεγιόσι πέθανε το έτος 1598 και για τη διαδοχή του ακολούθησε μία μικρή περίοδος αναρχίας, στη διάρκεια της οποίας η αντίσταση στον εκχριστιανισμό σταματά εντελώς και οι ιεραπόστολοι βρίσκουν ευκαιρία να αναπτύξουν ξανά τις δραστηριότητές τους. Εκείνη ακριβώς την εποχή θανατώνει η «Ιερά Εξέταση» στην Ινδία περισσότερα από 5.000 άτομα, ενώ στην “Απω Ανατολή καίγονται αμέτρητα τεμένη και δολοφονούνται συστηματικά οι ιερείς των εθνικών θρησκειών.
Στον αγώνα για κατάκτηση της εξουσίας της Ιαπωνίας επικράτησε ως Σογκούν με πρωτεύουσά του το Edo ή Yedo (Έντο, Γιέντο), ο Tokugawa Iyeyasu (Τοκουγιάβα Ιγεγιάσου), του οποίου το γένος (Τοκουγιάβα), θα κυβερνήσει την «Αυτοκρατορία του Ηλίου» περί τα 260 χρόνια, έως το έτος 1867. Ο νέος ηγεμόνας καθοδηγήθηκε στην πολιτική του από τον παραδοσιακό ηθικό κώδικα τιμής και συμπεριφοράς του Bushido (Μπουσίντο, «Ο Τρόπος του Πολεμιστή») και των πολεμιστών Samurai (Σαμουράι). Στα πρώτα έτη της εξουσίας του κήρυξε ο Ιγεγιάσου τον αυτοκράτορα (μικάδο) «απόγονο των Θεών», αθέατο έκτοτε στο ανάκτορά του στο Κιότο και έδειξε ανοχή προς τους Ιησουΐτες που άρχισαν να εισέρχονται πάλι στη χώρα, με αποτέλεσμα να προσχωρήσουν στο χριστιανισμό σε μερικά χρόνια δεκάδες χιλιάδες Ιάπωνες.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1600 κτίσθηκαν εκατοντάδες χριστιανικές εκκλησίες, πολύ συχνά με οικονομική βοήθεια από τον ίδιο τον Σογκούν, ακόμη και στην πρωτεύουσα Έντο, το μετέπειτα ονομαζόμενο Τόκιο, και οικοδομήθηκαν δεκάδες κτήρια για ιεραποστολές, όχι μόνον από τους Ιησουΐτες αλλά και από Αυγουστινιανούς, Φραγκισκανούς και Δομινικανούς, στο δε Ναγκασάκι η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων ήσαν πλέον βαπτισμένοι χριστιανοί. Χριστιανικά βιβλία άρχισαν να εκδίδονται στην ιαπωνική γλώσσα, ενώ ιδρύθηκαν αρκετά χριστιανικά σχολεία με σκοπό να δημιουργήσουν αντίβαρο στη βουδιστική παιδεία, καθώς και ειδικά κέντρα εκπαιδεύσεως Ιαπώνων προσηλυτιστών στην Μανίλα των Φιλιππίνων. Εντός μόνον δύο ετών, από το 1603 έως το 1605, υπερτετραπλασιάστηκαν οι χριστιανοί της Ιαπωνίας.
Το 1612, έχοντας ήδη επαρκή αριθμό πιστών για ένα τέτοιο εγχείρημα, προσπάθησαν οι χριστιανοί να ανατρέψουν τον Ιγεγιάσου και να κάνουν ανοικτές επιθέσεις κατά των εθνικών παραδόσεων της χώρας. Ο Ιγεγιάσου, αντιλαμβανόμενος πλέον το σφάλμα της ανοχής του απέναντι στους ιεραποστόλους που απέβλεπαν ουσιαστικά στην καταστροφή του ιαπωνικού πολιτισμού, αρχίζει απηνή διωγμό εναντίον τους. Οι προσηλυτιστές συνελήφθησαν και, όσοι δεν εκτελέστηκαν, απελάθηκαν, απαγορεύθηκε το εμπόριο με χριστιανικές χώρες, ισοπεδώθηκαν όλες οι χριστιανικές εκκλησίες και η ιδιότητα του χριστιανού εξισώθηκε πλέον με προδοσία κατά της χώρας. Όπως είναι αναμενόμενο σε τέτοιες περιπτώσεις, οι βαπτισμένοι Ιάπωνες, είτε αποστατούσαν και επανέρχονταν στην παραδοσιακή θρησκεία, είτε εγκατέλειπαν τη χώρα αναζητώντας καταφύγιο κυρίως στις Φιλιππίνες. Μέσα σε δύο μόνον έτη οι εναπομείναντες βαπτισμένοι Ιάπωνες αποστάτησαν για να γλιτώσουν τη θανατική καταδίκη, δεδομένου ότι οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν προσχωρήσει στη νέα θρησκεία κατ” απαίτηση κάποιων χριστιανών αρχόντων τους.
Μετά από την Ιαπωνία, αντίστοιχα γεγονότα εξελίχθηκαν και στην Κίνα. Εγκατεστημένος στο Πεκίνο, ο διάδοχος του Ρίτσι Γερμανός προσηλυτιστής Johann Adam Schall von Bel (φον Μπελ, 1592-1666), χρηματοδοτημένος δεόντως από το Δούκα της Βαυαρίας, συνεργάσθηκε με αντικαθεστωτικά στοιχεία στην Κίνα αλλά και χριστιανούς του Μακάο για την ανατροπή της δυναστείας των Μινγκ. οι ηγεμόνες του μεγάλου έθνους δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την εθνική τους παράδοση και θρησκεία. Με νόμο του έτους αυτού, απαγορεύθηκε εφεξής σε Κινέζους να βαπτίζονται χριστιανοί και απελάθηκαν στο Μακάο όλοι οι προσηλυτιστές.
Στις ασιατικές υποχωρήσεις απάντησαν οι ιεραπόστολοι με ένταση της προσηλυτιστικής δράσης τους. Το έτος 1622 ίδρυσε ο Πάπας τη λεγόμενη «Sacra Congregatio de Propaganda Fide» (Ιερά Σύναξη για τη Διάδοση της Πίστης ή απλά «Προπαγάνδα»). Πρόκειται για έναν άρτιο μηχανισμό εκπαιδεύσεως στελεχών του προσηλυτισμού. Στην Κίνα ωστόσο, νέος νόμος κατά του χριστιανισμού επέβαλε την απέλαση όλων των ξένων προσηλυτιστών που είχαν εισέλθει ξανά και εγκατασταθεί στη χώρα, μετά τα χαλαρά μέτρα εναντίον τους του έτους 1616. Οι εκχριστιανισμένοι Κινέζοι είχαν φθάσει σε 7 επαρχίες της Κίνας τους 13.000, ενώ στην Ιαπωνία, καίγονται στην πυρά οι προσηλυτιστές Sniga (Σνίγκα) και Flores (Φλόρες) που επεχείρησαν να εισέλθουν στη χώρα μεταμφιεσμένοι ως έμποροι. Αποκεφαλίσθηκαν επίσης τα 12 μέλη πληρώματος του πλοίου που τους μετέφερε, ενώ ο Σογκούν Χιντετάντα διέταξε ως αντίποινα την εκτέλεση 50 περίπου φυλακισμένων χριστιανών στο Ναγκασάκι και την Suzuta (Σουζούτα).
Το επόμενο έτος, ο Σογκούν Iyemitsu (Ιγιεμίτσου), διάδοχος του Χιντετάντα, εξάρθρωσε πολλούς παράνομους μηχανισμούς των χριστιανών και οι Ιησουΐτες προσηλυτιστές Angelis (Αντζέλις) και Mondo Hara (Χάρα) θανατώθηκαν μαζί με περίπου είκοσι οπαδούς τους. Δέκα έτη αργότερα, το 1633, ο Ιγιεμίτσου εξέδωσε νόμο με τον οποίο απαγορεύτηκαν τα ταξίδια των Ιαπώνων στο εξωτερικό, όπως και η ανάγνωση ξένων βιβλίων, για να αποφευχθεί η «μόλυνση» του ιαπωνικού έθνους από τα «καταστροφικά χριστιανικά ήθη». Ο πόλεμος κατά των ξένων ιεραποστόλων είχε πάρει πλέον άγριες μορφές, δεδομένου ότι πίσω από τους «αγνούς» προσηλυτιστές καραδοκούσαν στρατιωτικοί επιδρομείς και έμποροι υφασμάτων, μπαχαρικών και ναρκωτικών ουσιών, αλλά και δουλέμποροι.
Το έτος 1637, με αφορμή τη βαριά φορολογία του τοπικού κυβερνήτη της πόλης Arima (Αρίμα), η οποία από το 1583 αποτελούσε κέντρο της χριστιανικής δράσης, κατόρθωσαν οι μυστικές οργανώσεις των χριστιανών, αξιοποιώντας τώρα τη λαϊκή δυσφορία, να εξεγείρουν τον πληθυσμό της περιοχής. Μεγάλος αριθμός από επαναβαπτισμένους χριστιανούς που είχαν «αποστατήσει» και τους οποίους οι προσηλυτιστές είχαν «συγχωρήσει» για το «θανάσιμο αμάρτημα» της αποστασίας, πήραν μέρος σε επανάσταση με ωμότητες και μεγάλες καταστροφές σε κτίρια και μνημεία. Αυτή η εξέγερση που εξελίχθηκε υπό το λάβαρο με χριστιανικά σύμβολα (“Αγιο Δισκοπότηρο) έμεινε στην Ιστορία της Ιαπωνίας ως «Επανάσταση Shimabara» (Σιμαμπάρα).
Για την καταστολή της απαιτήθηκε περίπου ένα έτος και οι τελευταίοι απελπισμένοι οπαδοί της κλείστηκαν στον, εκείνη την εποχή, εγκαταλελειμμένο πύργο Shimabara, όπου εξοντώθηκαν όλοι μετά από πολιορκία περίπου ενός μηνός. Οι διαπραχθείσες από τους επαναστάτες ωμότητες, προκάλεσαν νέους σκληρούς διωγμούς σ” όλη την Ιαπωνία κατά των χριστιανών ή των «εχθρών του ανθρώπινου πολιτισμού», όπως τους αποκαλούσαν οι Ιάπωνες, ενώ ταυτόχρονα ιδρύθηκαν ειδικά αστυνομικά σώματα για τον εντοπισμό και την εξάρθρωση των παράνομων μηχανισμών των προσηλυτιστών.
Ένας εκ των Ιησουϊτών, με χριστιανικό όνoμα Christovao Ferreira (Φερρέϊρα, 1580-1650), όχι απλώς αποστάτησε, αλλά επιπροσθέτως άρχισε να πρωτοστατεί στο διωγμό των πρώην ομοθρήσκων του και συνέγραψε έκτοτε ολόκληρη σειρά βιβλίων, στα οποία κατέρριπτε τις χριστιανικές μυθοπλασίες και αποκάλυπτε τους πραγματικούς σκοπούς των επιδρομέων που ήταν, με πρόσχημα τη θρησκεία, η «καταστροφή του ιαπωνικού έθνους, η υποδούλωση των ανθρώπων του και η δημιουργία αποικιών στην Ιαπωνία», όπως είχε συμβεί και σε άλλες χώρες εξ άλλου. Πέρα από αυτά, ο Φερέιρα κατέδειξε με θεολογική επιχειρηματολογία το ασυμβίβαστο της θρησκείας από τη μεσανατολική έρημο με τις παραδοσιακές θρησκείες της ανατολικής Ασίας.
Από το έτος αυτό άρχισε το λεγόμενο «Sakoku» (σακόκου), η απομόνωση δηλαδή της Ιαπωνίας από όλον τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς απαγορεύθηκε επί ποινή θανάτου πλέον στους Ιάπωνες να ταξιδεύουν σε άλλες χώρες και παράλληλα διακόπηκε κάθε εμπορική συναλλαγή όχι μόνον με τους Ευρωπαίους αλλά και την εκχριστιανισμένη ισπανική αποικία των Φιλιππίνων που θεωρείτο πηγή πολιτισμικής μολύνσεως. Ο Σογκούν Ιγιεμίτσου παρίστατο αυτοπροσώπως σε όλες τις δίκες των ανατρεπτικών, ενώ όλοι οι ύποπτοι υποχρεώνονταν να τσαλαπατήσουν εικόνες, σταυρούς και ομοιώματα του Εσταυρωμένου, το λεγόμενο «fumie» (φουμιέ), για να αποδειχτεί η αθωότητά τους. Είναι γνωστό δε ότι ακόμη και στα μέσα του 19ου αιώνα οι κάτοικοι του Ναγκασάκι, της πόλης που είχε φιλοξενήσει το αρχηγείο των προσηλυτιστών, έπρεπε μια φορά κάθε χρόνο να αποδεικνύουν με το «φουμιέ», ότι δεν έχουν μολυνθεί από την «καταστροφική ξένη θρησκεία».
Στα περίπου 250 χρόνια της αυτοαπομόνωσης από κάθε ξένη επιρροή αναπτύχθηκε η Ιαπωνία ειρηνικά, παρά τις σκληρές φεουδαρχικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα. Παράλληλα αναπτύχθηκαν τέχνες και γράμματα και, γενικότερα, ένας εντυπωσιακός πολιτισμός. Με αυτή την ευκαιρία είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι ο όρος «απομόνωση» προέρχεται από το Γερμανό γιατρό Engelbert Kaempfer (Καίμπφερ, 1651-1716), ο οποίος έζησε στο Ναγκασάκι για κάποιο χρονικό διάστημα και περιέγραψε σε βιβλίο του με τίτλο «Ιστορία και περιγραφή της Ιαπωνίας» που εκδόθηκε μετά θάνατον στα χρόνια 1777-1779, πόσο ειρηνικά και πολιτισμένα ζούσε ο ιαπωνικός λαός χωρίς καμιά επαφή και εξάρτηση από την ευρωπαϊκή Δύση. Ο Καίμπφερ είχε υπόψη του την κατεστραμμένη Ευρώπη του τριακονταετούς πολέμου και η σύγκριση είχε προφανή κατάληξη. Αυτόν ακριβώς τον όρο της απομόνωσης μετέφεραν το έτος 1801 οι Ιάπωνες ως «σακόκου» στην Ιστορία τους.
Το 1639, ο χριστιανισμός έχει πλέον ξεριζωθεί εντελώς στην Ιαπωνία. Από τον Σογκούν Ιγιεμίτσου διατάχθηκε, στα πλαίσια του «Σακόκου», η άμεση καταστροφή όλων των ξένων πλοίων που εισέρχονταν στα χωρικά ύδατα και η εξόντωση όλων ανεξαιρέτως των επιβατών που θεωρούντο φορείς της ξένης θρησκείας. Τα λίγα ολλανδικά πλοία που γίνονταν δεκτά για εμπορικές συναλλαγές, επειδή εκτιμάτο ότι οι Ολλανδοί ήσαν μάλλον αδιάφοροι για προσηλυτισμούς, οδηγούνταν σε ένα μόνο λιμάνι, το Ναγκασάκι, και τα πληρώματά τους παρακολουθούνταν στενά. Οτιδήποτε από τα προσωπικά είδη των ναυτικών θύμιζε χριστιανισμό, κλειδωνόταν σε κιβώτια και επιστρεφόταν πάλι μόνο κατά την αναχώρηση του πλοίου.
Το πρώτο πορτογαλικό πλοίο που προσπάθησε το 1640 να εισδύσει στην Ιαπωνία χωρίς άδεια, μετά την απαγόρευση, αιχμαλωτίσθηκε και πυρπολήθηκε, ενώ εξοντώθηκαν πλήρωμα και επιβάτες. Η τελευταία γνωστή «αποστολή αυτοκτονίας» χριστιανών ιεραποστόλων σημειώνεται ιστορικά το έτος 1642, όταν Ιησουΐτες προσηλυτιστές από την πορτογαλική αποικία του Μακάο που εισήλθαν κρυφά στη χώρα, συνελήφθησαν, φυλακίσθηκαν και στη συνέχεια θανατώθηκαν δημόσια για παραδειγματισμό, μετά από φρικτά βασανιστήρια. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα βρει στον πίνακα των καθολικών «μαρτύρων» και «αγίων» αρκετά ονόματα από αυτούς τους προσηλυτιστές, αλλά και γιαπωνέζικα ονόματα χριστιανών που εκτελέστηκαν από την εξουσία στα πλαίσια της απόκρουσης της ξένης θρησκείας.
Το «Σακόκου» άντεξε σε όλη την διάρκεια του 18ου αιώνα και το πρώτο μισό του 19ου. Δύο νεότερες απόπειρες χριστιανών ιεραποστόλων να διεισδύσουν στο Ναγκασάκι, η πρώτη το έτος 1797 και η δεύτερη το έτος 1799, απέτυχαν οικτρά, ενώ το 1837 βομβαρδίστηκε το αμερικανικό πλοίο «Morrison» που επιχείρησε να αποβιβάσει εμπόρους και χριστιανούς προσηλυτιστές χωρίς την απαραίτητη άδεια. Στις 2 Ιουλίου του 1853 ωστόσο, ο αμερικανός ναύαρχος Matthew Perry (Πέρρυ, 1794-1858) με 4 μεγάλα πολεμικά πλοία («μαύρα πλοία» κατά του Ιάπωνες) και 61 κανόνια, θα φθάσει κατευθείαν στην Uraga της Ιαπωνίας, κοντά στην πρωτεύουσα Έντο, και θα επιδώσει στον 13ο Σογκούν Ιεσάντα (Iesada) μια λίστα με απαιτήσεις, μεταξύ άλλων, να ανοίξει η χώρα δύο λιμάνια της και να παρέχει σωστική βοήθεια σε αμερικανικά ναυάγια. Μετά από διαπραγματεύσεις, οι Ιάπωνες αποδέχθηκαν αυτούς τους δύο όρους που έθεσε ο Πέρρυ.
Λίγο αργότερα, το έτος 1858, πιέζοντας οι χριστιανοί τους επιτρόπους του ανήλικου, μόλις 12χρονου, Σογκούν Iemochi (Ιεμόχι), πέτυχαν την κατάργηση του προσβλητικού για τους Ευρωπαίους, ετήσιου «φουμιέ» του Ναγκασάκι και τη χαλάρωση των απαγορευτικών μέτρων για τη δράση μελών των ιεραποστολών.
Ακολούθησαν διάφορες εξεγέρσεις των Σαμουράι ενάντια στην «έκκληση ηθών» της ιαπωνικής κοινωνίας και στον αυξανόμενο εξευρωπαϊσμό της. Στα μάτια αυτών των συντηρητικών εκπροσώπων της ιαπωνικής παράδοσης είχαν τοποθετηθεί όλες οι ιδέες από τη Δύση στο ίδιο «καλάθι», ο χριστιανικός μυστικισμός και ο ορθολογικός Διαφωτισμός, η εξουσιομανία και φιλαργυρία των κληρικών και η φιλελεύθερη κοινωνία.
Η συγκροτημένη παιδεία του γιαπωνέζικου λαού εξασφάλισε όμως σταδιακά στην κοινωνία μια ισορροπία, κατά καιρούς με διάφορες αποκλίσεις, μεταξύ των ίδιων παραδόσεων της χώρας και των τεχνολογικών αλλαγών. Κατά τη δημιουργική πορεία τους στηρίζονται οι Ιάπωνες, αφενός στον παμπάλαιο, συγκροτημένο πολιτισμό τους και αφετέρου στα υψηλά διανοητικά προσόντα τους, χωρίς να δείχνουν ανάγκη οποιουδήποτε δανείου φιλοσοφίας και θεολογίας από την καθ” ημάς Μέση Ανατολή.
Στα σχολικά βιβλία υποστηρίζεται ότι ο χριστιανισμός έγινε ασμένως δεκτός από τους λαούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι όποιες βιαιότητες κατά την επιβολή του δεν είχαν σημαντική έκταση. Αυτό το επιχείρημα καταρρίπτεται από μόνο του, αν εξετάσουμε όλες τις ιστορικές περιόδους.
Διαπιστώνεται ότι η επιβολή του χριστιανισμού υπήρξε πάντα βίαιη, όταν ο υπό εκχριστιανισμό λαός είχε συγκροτημένη θρησκεία και εθνικές παραδόσεις, κατά τεκμήριο υψηλότερου πολιτισμικού επιπέδου από τις μεσανατολικές και δεν ενδιαφερόταν να προσχωρήσει σε οποιαδήποτε νέα θρησκεία.
Πέρα από τους λαούς της αρχαίας Ιταλίας, Ελλάδας και Μικράς Ασίας, παραδείγματα αποδοχής ή επιβολής του χριστιανισμού έχουμε στους Αρμένιους και στους Γότθους, μερικούς αιώνες αργότερα στους Σάξονες και στους Σλάβους, επίσης μερικούς αιώνες αργότερα στους ιθαγενείς της Αμερικής και στους λαούς της “Απω Ανατολής.
Η αποδοχή του χριστιανισμού υπήρξε σχετικά ειρηνική, μόνο εκεί που έγιναν συμφωνίες κορυφής και προσχώρησαν στη νέα θρησκεία οι ηγετικές ομάδες κάθε λαού (Πολωνία, Ρωσία). Αυτή η διαδικασία θεσμοποιήθηκε κατά την Αναγέννηση με τον κανόνα «cujus regio, ejus religio», που δηλώνει ότι εκείνος που ελέγχει μια περιοχή, προσδιορίζει και τη θρησκεία των κατοίκων της. Στις περιπτώσεις συμφωνημένης προσχώρησης, προσάρμοζαν σταδιακά τα ιερατεία των αντίστοιχων εθνικών θρησκειών τις ονομασίες των θεοτήτων, τις εθνικές μυθοπλασίες και τις παραδοσιακές ιεροτελεστίες τους, οι περισσότερες από τις οποίες αφομοιώνονταν και ενσωματώνονταν στη νέα, χριστιανική πλέον πρακτική· εξ αυτού προέκυψαν με την πάροδο του χρόνου και διάφορες ιδιαιτερότητες στις αντιλήψεις, στα σύμβολα και στις ιεροτελεστίες των εκχριστιανιζόμενων λαών.
Για τους Έλληνες θα γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε άλλο κείμενο. Οι Σλάβοι και οι Ούγγροι εκχριστιανίστηκαν, όχι πάντα εύκολα και ειρηνικά, από τον 8ο αιώνα και μετά, οι δυτικοί Σλάβοι και οι Ούγγροι από το κράτος των Καρολιδών (Φράγκοι) και οι ανατολικοί Σλάβοι από τους Βυζαντινούς. Οι πολεμικές συγκρούσεις ανατολικών και δυτικών χριστιανικών δυνάμεων με σλαβικούς λαούς αφενός απέβλεπαν στην απώθηση μετακινούμενων πληθυσμών ή στον έλεγχο εδαφών και στην είσπραξη φόρων υποτέλειας κλπ. και, αφετέρου, είχαν προσηλυτιστικούς και κατακτητικούς στόχους (Deschner: «Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού», Κάκτος). Πάντα, οι εκστρατείες γίνονταν μετά από συνεννόηση κράτους και εκκλησίας και στα (σχεδόν αποκλειστικά μισθοφορικά) στρατεύματα συμμετείχαν κληρικοί και δουλέμποροι, έτοιμοι να μεταφέρουν το «μήνυμα της αγάπης», σε όσους επιβίωναν από τις πολεμικές συγκρούσεις.
Οι Σάξονες που πεισματικά δεν αποδέχονταν στην αλλαγή από τον 8ο στον 9ο αιώνα (772-804), το φράγκικο κράτος και τη νέα θρησκεία, κατασφάγηκαν σε πολλές μάχες από τα στρατεύματα του Καρλομάγνου και προσχώρησαν στο χριστιανισμό ως ηττημένοι και κατακτημένοι. Αργότερα, 9ος-11οςαιώνας, πρωτοστάτησαν οι ίδιοι οι Σάξωνες με τους τρεις αυτοκράτορες Όθωνες και τον «’Αγιο» Ερίκο (Heinrich ΙΙ., «ένας, πριν απ” όλα, εκκλησιαστικός άνδρας») στον εκχριστιανισμό και την υποδούλωση των σλάβικων φύλων μεταξύ του Έλβα και του Όντερ (Σόρβοι, Βένδοι κ.ά.)
Στα σχολικά βοηθήματα παρουσιάζονται αυτοί οι πόλεμοι συνήθως ως ασκήσεις επί χάρτου, με αναφορά των στρατιωτικών κινήσεων και με περιγραφή των προσόντων των ηγετών της φιλικής πλευράς. Η πραγματικότητα είναι προφανώς τελείως διαφορετική. Μία περιγραφή από χρονικογράφους της εποχής, όλοι χριστιανοί ιερωμένοι, είναι πολύ χαρακτηριστική. Στα τέλη του έτους 929 συγκρούστηκε μια στρατιά Σαξόνων στην περιοχή δεξιά του κάτω Έλβα με επαναστατημένους Σλάβους. Αναφέρεται ότι σκοτώθηκαν, μάλλον καθ” υπερβολήν, από 120 μέχρι 200 χιλιάδες Βένδοι (Wenden) από τους σιδηρόφρακτους Σάξονες. Ο επίσκοπος Thiemar αναφέρει ότι «σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι οι επαναστάτες και μόνο λίγοι διέφυγαν».
Ο μοναχός Widukind γράφει ότι «από τους πεζοπόρους βαρβάρους (εννοεί τους Σλάβους) δεν σώθηκε κανένας και από τους ιππείς μόνο λίγοι, ενώ στους πολεμιστές του θεού (εννοεί τους Σάξονες) επικρατούσε ευθυμία, επειδή πέτυχαν με τη βοήθεια του θεού μια περίφημη νίκη. Όλα τα μέλη των οικογενειών των Σλάβων σκλαβώθηκαν και διατέθηκαν ως δούλοι». Ανάλογες φρικαλεότητες γίνονταν, φυσικά, και σε περιπτώσεις που νικούσε η άλλη πλευρά, η οποία δεν δήλωσε όμως ποτέ ότι εκπροσωπεί τη «θρησκεία της αγάπης»!
Με τέτοιες και άλλες ανάλογες πολεμικές ενέργειες κράτησε ο εκχριστιανισμός και σταδιακός εκγερμανισμός των Σλάβων αρκετούς αιώνες – των Πρώσων που είναι επίσης σλαβικής προέλευσης, κράτησε μάλιστα μέχρι και το 17ο αιώνα. Η επιβολή του χριστιανισμού στους ιθαγενείς της Αμερικής από τους Ευρωπαίους επιδρομείς θα περιγραφεί σε αυτοτελές κείμενο και γι” αυτό δεν θα γίνει εδώ ιδιαίτερη αναφορά.
Λιγότερο ή καθόλου γνωστά είναι όμως τα γεγονότα κατά τις πολλαπλές προσπάθειες εκχριστιανισμού λαών της “Απω Ανατολής, κυρίως των πολυπληθών λαών των Ινδιών, της Κίνας και της Ιαπωνίας. Αυτά τα γεγονότα, για τα οποία υπάρχουν πολλά στοιχεία, αλλά και περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, δίνουν μια υποψία, τί πρέπει να συνέβη και στον ελληνικό χώρο περίπου 1-1,5 χιλιετία νωρίτερα και τί θα μπορούσε να είχε προκύψει, αν οι ελληνόφωνοι λαοί δεν ήταν εκείνη την εποχή υπόδουλοι στους Ρωμαίους αλλά διέθεταν μία δική τους ισχυρή εθνική ηγεσία. Εκτιμάται ότι αυτή ακριβώς η ηγεσία θα ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τον παραδοσιακό πολιτισμό και τα έθιμα του λαού, απέναντι σ’ εκείνους που επέβαλαν κατά την εποχή της ρωμαϊκής παγκοσμιοποίησης μία νέα θρησκεία
Η επόμενη περιγραφή ακολουθεί στα κύρια σημεία της το άρθρο «Χριστιανισμός και Χιντεγιόσι» από το τεύχος «Ο Ναπολέων της Ιαπωνίας» του περιοδικού ΙΣΤΟΡΙΚΑ της Ελευθεροτυπίας, το δεκάτομο έργο του K. Deschner «Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού», εκδόσεις «Κάκτος», τη μελέτη του Βλ. Ρασσιά, «ΣΑΚΟΚΟΥ: Η αντίσταση των Ιαπώνων στο χριστιανισμό» από το βιβλίο του «Μια ιστορία Αγάπης», εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη» και τη δημοσίευση του Naoji Kimura: «Japans imperialistische Expansion in Asien», από το βιβλίο Herbert Arlt: «The Unifying Aspects of Cultures».
Στα μέσα του 16ου αιώνα είχε επιβληθεί ο χριστιανισμός ήδη στο ινδικό βασίλειο της Goa (Γκόα) που ήταν πορτογαλική αποικία μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Η τοπική ινδουϊστική θρησκεία είχε τεθεί υπό απαγόρευση, με απαίτηση για καταστροφή όλων των «ειδώλων». Με βασιλικά διατάγματα είχαν οργανωθεί από Ιησουΐτες δημόσιες διδασκαλίες συκοφάντησης της παραδοσιακής θρησκείας και βαπτίσεις (ράντισμα με νερό) με πανηγυρισμούς για την «ήττα των δαιμόνων» – περίπου όπως γινόταν και στην Ευρώπη παλαιότερα. Οι βασιλείς του Kotte (Κόττε), του Kandy (Κάντυ) και του Trincomalee (Τρινκομαλή) της Κεϋλάνης, υπό τις υποσχέσεις των Πορτογάλων για στρατιωτική υποστήριξή τους, βαπτίσθηκαν χριστιανοί και διέταξαν τον υποχρεωτικό εκχριστιανισμό όλων των υπηκόων τους.
Το έτος 1551, προσηλυτίστηκαν οι πρώτοι Ιάπωνες από τον Ιησουΐτη κληρικό Francisco de Jasu y Xavier (Φραγκίσκο Ξαβέριος, 1506-1552) με το κινέζικο όνομα Fang Jige, που εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη για άσυλο ενός καταζητούμενου για φόνο, του Γιαχίρο (Yajiro, Anjiro). Με πυρήνα την οικογένεια και το υπηρετικό προσωπικό του τελευταίου, δημιουργήθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα στην Καγκοσίμα (Kagoshima) της Ιαπωνίας. Το 1552 προσπάθησε ο Ξαβέριος να εισέλθει κρυφά στην Κίνα, όπου απαγορευόταν ο προσηλυτισμός σε άλλες θρησκείες, αλλά πέθανε, μάλλον από τις κακουχίες της εποχής και της περιοχής.
Στα έτη 1558-1570 και παρ” ότι στην Ιαπωνία έχει ήδη νομοθετηθεί η απαγόρευση του χριστιανικού προσηλυτισμού, οι Πορτογάλοι ιεροκήρυκες διείσδυσαν στην χώρα, εκμεταλλευόμενοι την προσπάθεια του πολέμαρχου ηγεμόνα (daimyo) Oda Nobunaga (Όντα Νομπουνάγκα), από το 1568 υποστηρικτή του Yoshiaki, τελευταίου Σογκούν, δηλαδή Αρχιστράτηγου, της γραμμής των Ashikaga, να εξουδετερώσει τη μεγάλη επιρροή εκείνης της εποχής των πολεμιστών Βουδιστών μοναχών στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Από τα ιεραποστολικά κέντρα τους στο Yamaguchi (Γιαμαγκούτσι), το Hirado (Χιράντο) και το Bungo (Μπούνγκο), οι Ιησουΐτες συντόνιζαν μεγάλη δυσφημιστική εκστρατεία κατά του Βουδισμού Ζεν, κυρίως ανάμεσα στους ανθρώπους των κατωτέρων τάξεων και γύρω στο 1562, πέτυχαν τη βάπτιση πολλών ευγενών πολεμιστών του Kyoto (Κιότο), πρωτεύουσας του σογκουνάτου Ashikaga.
Το έτος 1563, οι Ιησουΐτες βάπτισαν χριστιανό το διοικητή της Omura (Ομούρα), Omura Sumitada (Ομούρα Σουμιτάδα), ο οποίος τους παραχώρησε τη διαχείριση του εμπορικού λιμανιού στο Nagasaki (Ναγκασάκι) και πλήρη ελευθερία προσηλυτιστικής δράσης ανάμεσα στους υπηκόους του, ενώ τον Απρίλιο του 1569 ο Πορτογάλος Ιησουΐτης ιεραπόστολος Louis Frois (Φρόις, 1532-1597) εγκαταστάθηκε κανονικά στο Κιότο. Το έτος 1583 είχαν προσηλυτιστεί στο χριστιανισμό ένας ναύαρχος, ένας από τους δύο στρατηγούς της ιαπωνικής εκστρατείας κατά της Κορέας, ένας ανιψιός, καθώς και ο προσωπικός ιατρός του κυβερνήτη Toyotomi Hideyoshi (Τογιοτόμι Χιντεγιόσι). Όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι Ιάπωνες ευγενείς, είχαν βαπτισθεί χριστιανοί, ενώ ο τοπικός διοικητής της Arima (Αρίμα) όχι απλώς ασπάσθηκε τη νέα θρησκεία αλλά και διέταξε επιπλέον την υποχρεωτική βάπτιση όλων των κατοίκων τριών πόλεων της δικαιοδοσίας του, συνολικά 3.000 άτομα. Εκείνη την εποχή άρχισε όμως μια αντισυσπείρωση Ιαπώνων γύρω από την παραδοσιακή θρησκεία του Shinto (Σίντο, Shintoism, εκ του shin tao, δηλαδή «ο Τρόπος των Θεών») και το βουδισμό Ζεν.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1587, κυκλοφόρησαν στην κοινωνία της Ιαπωνίας πληροφορίες για την καταστροφή πολιτισμών που είχαν προκαλέσει οι Ιησουΐτες σε άλλες χώρες. Τον Ιούλιο αυτού του έτους ενημέρωσε ο γιατρός Σεϊγιακόν Χόιν τον κυβερνήτη για τους στόχους και τις δραστηριότητες των ιεραποστόλων χριστιανών σε παλαιότερες και σύγχρονες εποχές. Λέγεται ότι στην αναφορά του απαρίθμησε ο γιατρός καταστροφές σιντοϊστικών και βουδιστικών ναών από χριστιανούς, τον αναγκαστικό προσηλυτισμό των υποτελών λαών στο χριστιανισμό και τη συμμετοχή των καθολικών κληρικών σε εμπόριο δούλων («Χριστιανισμός και Χιντεγιόσι», ΙΣΤΟΡΙΚΑ) - περίπου αυτά που έγιναν και κατά την επιβολή του χριστιανισμού στους λαούς της Μικράς Ασίας και της Ευρώπης. Σίγουρα θα είχε ο Χιντεγιόσι υπόψη του και διάφορες υπονομευτικές δραστηριότητες των Ιησουϊτών ιεραποστόλων στην Ιαπωνία, οπότε κάλεσε τον επικεφαλής της χριστιανικής ιεραποστολής, Gaspar Coelho (Κοέλιο, 1531-1590) και του έθεσε τέσσερα συγκεκριμένα ερωτήματα, τα οποία έχουν καταγραφεί:
- Γιατί οι χριστιανοί ιερωμένοι επιζητούν επίμονα τον προσηλυτισμό;
- Γιατί καταστρέφουν τους εθνικούς ναούς και εκδιώκουν τους ιερείς τους;
- Γιατί διδάσκουν περί νηστείας αλλά τρώνε κρέας;
- Γιατί οι Πορτογάλοι «αγοράζουν» Ιάπωνες πολίτες και τους μεταπωλούν σε άλλες χώρες ως σκλάβους;
- Η Ιαπωνία είναι χώρα σιντοϊστικών θεοτήτων («κάμι») και κάκιστα έρχονται εδώ χριστιανοί ιεραπόστολοι,
- Η καταστροφή σιντοϊστικών και βουδιστικών ναών είναι πράγμα ανήκουστο και οι δράστες αξίζουν κάθε τιμωρία,
- Οι ιεραπόστολοι δεν επιτρέπεται να παραμείνουν στο ιαπωνικό έδαφος και πρέπει να αποχωρήσουν μέσα σε 20 ημέρες,
- Οι Πορτογάλοι έμποροι μπορούν να συνεχίσουν ανενόχλητοι τις δοσοληψίες τους.
Είναι αυτονόητο ότι τα αίτια της ρήξης ήταν αμιγώς εθνικά και θρησκευτικά και δεν υπήρχαν εμπορικές υστεροβουλίες, όπως διέδιδαν αργότερα οι Ιησουΐτες και αναφέρεται μέχρι σήμερα σε διάφορα βιβλία.
Ο Κοέλιο αντέδρασε με τον τρόπου που συνηθίζουν οι κατακτητές:ξεσήκωσε τους βαφτισμένους Ιάπωνες εναντίον της εξουσίας, έκανε δηλαδή αυτό εκριβώς που κατηγορούσε τους χριστιανούς ο Χιντεγιόσι και ταυτόχρονα ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τους αποικιακούς στρατούς στις Φιλιππίνες, τη Γκόα και το Μακάο. Και οι δύο αυτές ενέργειες δεν οδήγησαν όμως σε στρατιωτική επιβολή του χριστιανισμού, όπως ήλπιζε ο Κοέλιο!
Ωστόσο, ο Ιάπωνας κυβερνήτης δεν επέμενε πολύ στην αυστηρή εφαρμογή του νόμου, δεχόμενος συνεχείς παρατάσεις ως προς την ημερομηνία που όφειλαν οι ιεραπόστολοι να εγκαταλείψουν τη χώρα, πράγμα που σήμαινε ουσιαστικά ακύρωση του νόμου. Μια εξήγηση γι” αυτή την ήπια στάση του έχει να κάνει με τον κίνδυνο διχασμού του λαού και τις αναπόφευκτες εκδικητικές διώξεις ενάντια στη χριστιανική μειοψηφία των χριστιανών
Η ήπια στάση του Χιντεγιόσι είχε όμως ως αποτέλεσμα να δεχθεί η Ιαπωνία σύντομα ένα νέο κύμα προσηλυτιστών, αυτή την φορά Δομινικανών και Φραγκισκανών, οι οποίοι θεώρησαν ότι το πεδίο ήταν ελεύθερο για τις δραστηριότητές τους. Σημειωτέον ότι στους διαβόητους Δομινικανούς μοναχούς είχε ανατεθεί στην Ευρώπη και αλλού η συγκρότηση της «Ιεράς Εξέτασης» και το εγκληματικό «κυνήγι των μαγισσών» που κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανύποπτους ανθρώπους.
Για μία περίπου δεκαετία, με ανενεργό το νόμο του Χιντεγιόσι, οι ιεραπόστολοι έδρασαν στην «γινκόκου» Ιαπωνία ουσιαστικά ελεύθερα. Εκείνη ακριβώς την εποχή άλλωστε οι χριστιανοί αλώνουν και την Κίνα και παράλληλα εντατικοποιούν το αφρικανικό δουλεμπόριο. Ενώ οι Πορτογάλοι καταλύουν με την βία των όπλων το βασίλειο της Jaffna και αρχίζουν συστηματική καταστροφή των ινδουϊστικών ιερών και μωαμεθανικών τεμενών, καθώς και κατασχέσεις περιουσιών, τις οποίες ακολούθως αποδίδουν στους Φραγκισκανούς μοναχούς. Παράλληλα έγιναν στην Καντόνα της Κίνας σφαγές βουδιστών ιερέων και υποχρεωτικές μαζικές βαπτίσεις του πληθυσμού – ολόκληρα χωριά βαπτίζονταν μέσα σε λίγες ώρες υπό την απειλή των πορτογαλικών όπλων. Ο κληρικός Matteo Ricci (Ρίτσι, 1552-1610), προσπαθεί να πετύχει εισοδισμό στην κινεζική κοινωνία. Οι Ιησουΐτες συνεργάτες του παρουσιάζονται στους εκεί αξιωματούχους ως εξωτικοί μαθηματικοί και αστρονόμοι και κερδίζουν την εμπιστοσύνη τους, ο δε Ρίτσι περιφέρεται αρχικά ντυμένος ως βουδιστής μοναχός και, αργότερα, όταν αντιλαμβάνεται ότι οι βουδιστές μοναχοί δεν απολαμβάνουν ιδιαίτερα προνόμια, ως κομφουκιανός διδάσκαλος.
Η πληροφόρηση που απέκτησε σταδιακά ο Χιντεγιόσι για τους στόχους και το παρελθόν του χριστιανισμού ως θρησκεία και ως εξουσία, σηματοδότησε το τέλος του προσηλυτισμού το έτος 1596. Ο Χιντεγιόσι, που από το 1590 είχε ενώσει υπό την εξουσία του όλη την Ιαπωνία, διέταξε τώρα την αυστηρή εφαρμογή του νόμου από το έτος 1587. Αφορμή στάθηκε ένα τυχαίο επεισόδιο με το εμπορικό πλοίο San Felippe, το οποίο μετέφερε προϊόντα από τις Φιλιππίνες στο Μεξικό. Ένας τυφώνας έρριξε όμως το πλοίο στις ιαπωνικές ακτές και οι Ιάπωνες αμφιταλαντεύονταν μεταξύ κατάσχεσης του πλοίου και προσφοράς βοήθειας στους Ισπανούς ναυτικούς. Πάνω εκεί έβγαλε ο καπετάνιος του πλοίου Francisco de Ollandia (ντε Ολάντια) ένα εκφοβιστικό λόγο στους Ιάπωνες, αναφέροντας ότι ο πολύ ισχυρός βασιλιάς της Ισπανίας, στέλνει μεν αρχικά ιεραποστόλους, αλλά πίσω τους ακολουθούν πάντα στρατιωτικοί, οι οποίοι και θα τιμωρήσουν οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια των Ιαπώνων προς το πλήρωμα του πλοίου. Και για να τεκμηριώσει τις απειλές του, ανέφερε ο ντε Ολάντια τα παραδείγματα της κεντρικής και νότιας Αμερικής, των Φιλιππίνων κ.ά.
Ο πλοίαρχος, του οποίου η μοίρα έμεινε έκτοτε στο σκοτάδι, επιβεβαίωνε αυτά που κυκλοφορούσαν από ετών στην ιαπωνική κοινωνία για τους απώτερους στόχους των ιεραποστόλων. Η αντίδραση της ιαπωνικής εξουσίας ήταν λοιπόν ακαριαία! Είκοσι έξι πρωτεργάτες των χριστιανικών ιεραποστολών συνελήφθησαν, καταδικάσθηκαν σε θάνατο και σταυρώθηκαν δημόσια στο Ναγκασάκι, ενώ διατάχθηκε επίσης η άμεση απέλαση όλων των προσηλυτιστών και το γκρέμισμα των εκκλησιών που είχαν δημιουργήσει. Απαγορεύθηκε δε στους κρατικούς αξιωματούχους να ασπάζονται την «ξένη θρησκεία».
Ο Χιντεγιόσι πέθανε το έτος 1598 και για τη διαδοχή του ακολούθησε μία μικρή περίοδος αναρχίας, στη διάρκεια της οποίας η αντίσταση στον εκχριστιανισμό σταματά εντελώς και οι ιεραπόστολοι βρίσκουν ευκαιρία να αναπτύξουν ξανά τις δραστηριότητές τους. Εκείνη ακριβώς την εποχή θανατώνει η «Ιερά Εξέταση» στην Ινδία περισσότερα από 5.000 άτομα, ενώ στην “Απω Ανατολή καίγονται αμέτρητα τεμένη και δολοφονούνται συστηματικά οι ιερείς των εθνικών θρησκειών.
Στον αγώνα για κατάκτηση της εξουσίας της Ιαπωνίας επικράτησε ως Σογκούν με πρωτεύουσά του το Edo ή Yedo (Έντο, Γιέντο), ο Tokugawa Iyeyasu (Τοκουγιάβα Ιγεγιάσου), του οποίου το γένος (Τοκουγιάβα), θα κυβερνήσει την «Αυτοκρατορία του Ηλίου» περί τα 260 χρόνια, έως το έτος 1867. Ο νέος ηγεμόνας καθοδηγήθηκε στην πολιτική του από τον παραδοσιακό ηθικό κώδικα τιμής και συμπεριφοράς του Bushido (Μπουσίντο, «Ο Τρόπος του Πολεμιστή») και των πολεμιστών Samurai (Σαμουράι). Στα πρώτα έτη της εξουσίας του κήρυξε ο Ιγεγιάσου τον αυτοκράτορα (μικάδο) «απόγονο των Θεών», αθέατο έκτοτε στο ανάκτορά του στο Κιότο και έδειξε ανοχή προς τους Ιησουΐτες που άρχισαν να εισέρχονται πάλι στη χώρα, με αποτέλεσμα να προσχωρήσουν στο χριστιανισμό σε μερικά χρόνια δεκάδες χιλιάδες Ιάπωνες.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1600 κτίσθηκαν εκατοντάδες χριστιανικές εκκλησίες, πολύ συχνά με οικονομική βοήθεια από τον ίδιο τον Σογκούν, ακόμη και στην πρωτεύουσα Έντο, το μετέπειτα ονομαζόμενο Τόκιο, και οικοδομήθηκαν δεκάδες κτήρια για ιεραποστολές, όχι μόνον από τους Ιησουΐτες αλλά και από Αυγουστινιανούς, Φραγκισκανούς και Δομινικανούς, στο δε Ναγκασάκι η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων ήσαν πλέον βαπτισμένοι χριστιανοί. Χριστιανικά βιβλία άρχισαν να εκδίδονται στην ιαπωνική γλώσσα, ενώ ιδρύθηκαν αρκετά χριστιανικά σχολεία με σκοπό να δημιουργήσουν αντίβαρο στη βουδιστική παιδεία, καθώς και ειδικά κέντρα εκπαιδεύσεως Ιαπώνων προσηλυτιστών στην Μανίλα των Φιλιππίνων. Εντός μόνον δύο ετών, από το 1603 έως το 1605, υπερτετραπλασιάστηκαν οι χριστιανοί της Ιαπωνίας.
Το 1612, έχοντας ήδη επαρκή αριθμό πιστών για ένα τέτοιο εγχείρημα, προσπάθησαν οι χριστιανοί να ανατρέψουν τον Ιγεγιάσου και να κάνουν ανοικτές επιθέσεις κατά των εθνικών παραδόσεων της χώρας. Ο Ιγεγιάσου, αντιλαμβανόμενος πλέον το σφάλμα της ανοχής του απέναντι στους ιεραποστόλους που απέβλεπαν ουσιαστικά στην καταστροφή του ιαπωνικού πολιτισμού, αρχίζει απηνή διωγμό εναντίον τους. Οι προσηλυτιστές συνελήφθησαν και, όσοι δεν εκτελέστηκαν, απελάθηκαν, απαγορεύθηκε το εμπόριο με χριστιανικές χώρες, ισοπεδώθηκαν όλες οι χριστιανικές εκκλησίες και η ιδιότητα του χριστιανού εξισώθηκε πλέον με προδοσία κατά της χώρας. Όπως είναι αναμενόμενο σε τέτοιες περιπτώσεις, οι βαπτισμένοι Ιάπωνες, είτε αποστατούσαν και επανέρχονταν στην παραδοσιακή θρησκεία, είτε εγκατέλειπαν τη χώρα αναζητώντας καταφύγιο κυρίως στις Φιλιππίνες. Μέσα σε δύο μόνον έτη οι εναπομείναντες βαπτισμένοι Ιάπωνες αποστάτησαν για να γλιτώσουν τη θανατική καταδίκη, δεδομένου ότι οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν προσχωρήσει στη νέα θρησκεία κατ” απαίτηση κάποιων χριστιανών αρχόντων τους.
Μετά από την Ιαπωνία, αντίστοιχα γεγονότα εξελίχθηκαν και στην Κίνα. Εγκατεστημένος στο Πεκίνο, ο διάδοχος του Ρίτσι Γερμανός προσηλυτιστής Johann Adam Schall von Bel (φον Μπελ, 1592-1666), χρηματοδοτημένος δεόντως από το Δούκα της Βαυαρίας, συνεργάσθηκε με αντικαθεστωτικά στοιχεία στην Κίνα αλλά και χριστιανούς του Μακάο για την ανατροπή της δυναστείας των Μινγκ. οι ηγεμόνες του μεγάλου έθνους δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την εθνική τους παράδοση και θρησκεία. Με νόμο του έτους αυτού, απαγορεύθηκε εφεξής σε Κινέζους να βαπτίζονται χριστιανοί και απελάθηκαν στο Μακάο όλοι οι προσηλυτιστές.
Στις ασιατικές υποχωρήσεις απάντησαν οι ιεραπόστολοι με ένταση της προσηλυτιστικής δράσης τους. Το έτος 1622 ίδρυσε ο Πάπας τη λεγόμενη «Sacra Congregatio de Propaganda Fide» (Ιερά Σύναξη για τη Διάδοση της Πίστης ή απλά «Προπαγάνδα»). Πρόκειται για έναν άρτιο μηχανισμό εκπαιδεύσεως στελεχών του προσηλυτισμού. Στην Κίνα ωστόσο, νέος νόμος κατά του χριστιανισμού επέβαλε την απέλαση όλων των ξένων προσηλυτιστών που είχαν εισέλθει ξανά και εγκατασταθεί στη χώρα, μετά τα χαλαρά μέτρα εναντίον τους του έτους 1616. Οι εκχριστιανισμένοι Κινέζοι είχαν φθάσει σε 7 επαρχίες της Κίνας τους 13.000, ενώ στην Ιαπωνία, καίγονται στην πυρά οι προσηλυτιστές Sniga (Σνίγκα) και Flores (Φλόρες) που επεχείρησαν να εισέλθουν στη χώρα μεταμφιεσμένοι ως έμποροι. Αποκεφαλίσθηκαν επίσης τα 12 μέλη πληρώματος του πλοίου που τους μετέφερε, ενώ ο Σογκούν Χιντετάντα διέταξε ως αντίποινα την εκτέλεση 50 περίπου φυλακισμένων χριστιανών στο Ναγκασάκι και την Suzuta (Σουζούτα).
Το επόμενο έτος, ο Σογκούν Iyemitsu (Ιγιεμίτσου), διάδοχος του Χιντετάντα, εξάρθρωσε πολλούς παράνομους μηχανισμούς των χριστιανών και οι Ιησουΐτες προσηλυτιστές Angelis (Αντζέλις) και Mondo Hara (Χάρα) θανατώθηκαν μαζί με περίπου είκοσι οπαδούς τους. Δέκα έτη αργότερα, το 1633, ο Ιγιεμίτσου εξέδωσε νόμο με τον οποίο απαγορεύτηκαν τα ταξίδια των Ιαπώνων στο εξωτερικό, όπως και η ανάγνωση ξένων βιβλίων, για να αποφευχθεί η «μόλυνση» του ιαπωνικού έθνους από τα «καταστροφικά χριστιανικά ήθη». Ο πόλεμος κατά των ξένων ιεραποστόλων είχε πάρει πλέον άγριες μορφές, δεδομένου ότι πίσω από τους «αγνούς» προσηλυτιστές καραδοκούσαν στρατιωτικοί επιδρομείς και έμποροι υφασμάτων, μπαχαρικών και ναρκωτικών ουσιών, αλλά και δουλέμποροι.
Το έτος 1637, με αφορμή τη βαριά φορολογία του τοπικού κυβερνήτη της πόλης Arima (Αρίμα), η οποία από το 1583 αποτελούσε κέντρο της χριστιανικής δράσης, κατόρθωσαν οι μυστικές οργανώσεις των χριστιανών, αξιοποιώντας τώρα τη λαϊκή δυσφορία, να εξεγείρουν τον πληθυσμό της περιοχής. Μεγάλος αριθμός από επαναβαπτισμένους χριστιανούς που είχαν «αποστατήσει» και τους οποίους οι προσηλυτιστές είχαν «συγχωρήσει» για το «θανάσιμο αμάρτημα» της αποστασίας, πήραν μέρος σε επανάσταση με ωμότητες και μεγάλες καταστροφές σε κτίρια και μνημεία. Αυτή η εξέγερση που εξελίχθηκε υπό το λάβαρο με χριστιανικά σύμβολα (“Αγιο Δισκοπότηρο) έμεινε στην Ιστορία της Ιαπωνίας ως «Επανάσταση Shimabara» (Σιμαμπάρα).
Για την καταστολή της απαιτήθηκε περίπου ένα έτος και οι τελευταίοι απελπισμένοι οπαδοί της κλείστηκαν στον, εκείνη την εποχή, εγκαταλελειμμένο πύργο Shimabara, όπου εξοντώθηκαν όλοι μετά από πολιορκία περίπου ενός μηνός. Οι διαπραχθείσες από τους επαναστάτες ωμότητες, προκάλεσαν νέους σκληρούς διωγμούς σ” όλη την Ιαπωνία κατά των χριστιανών ή των «εχθρών του ανθρώπινου πολιτισμού», όπως τους αποκαλούσαν οι Ιάπωνες, ενώ ταυτόχρονα ιδρύθηκαν ειδικά αστυνομικά σώματα για τον εντοπισμό και την εξάρθρωση των παράνομων μηχανισμών των προσηλυτιστών.
Ένας εκ των Ιησουϊτών, με χριστιανικό όνoμα Christovao Ferreira (Φερρέϊρα, 1580-1650), όχι απλώς αποστάτησε, αλλά επιπροσθέτως άρχισε να πρωτοστατεί στο διωγμό των πρώην ομοθρήσκων του και συνέγραψε έκτοτε ολόκληρη σειρά βιβλίων, στα οποία κατέρριπτε τις χριστιανικές μυθοπλασίες και αποκάλυπτε τους πραγματικούς σκοπούς των επιδρομέων που ήταν, με πρόσχημα τη θρησκεία, η «καταστροφή του ιαπωνικού έθνους, η υποδούλωση των ανθρώπων του και η δημιουργία αποικιών στην Ιαπωνία», όπως είχε συμβεί και σε άλλες χώρες εξ άλλου. Πέρα από αυτά, ο Φερέιρα κατέδειξε με θεολογική επιχειρηματολογία το ασυμβίβαστο της θρησκείας από τη μεσανατολική έρημο με τις παραδοσιακές θρησκείες της ανατολικής Ασίας.
Από το έτος αυτό άρχισε το λεγόμενο «Sakoku» (σακόκου), η απομόνωση δηλαδή της Ιαπωνίας από όλον τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς απαγορεύθηκε επί ποινή θανάτου πλέον στους Ιάπωνες να ταξιδεύουν σε άλλες χώρες και παράλληλα διακόπηκε κάθε εμπορική συναλλαγή όχι μόνον με τους Ευρωπαίους αλλά και την εκχριστιανισμένη ισπανική αποικία των Φιλιππίνων που θεωρείτο πηγή πολιτισμικής μολύνσεως. Ο Σογκούν Ιγιεμίτσου παρίστατο αυτοπροσώπως σε όλες τις δίκες των ανατρεπτικών, ενώ όλοι οι ύποπτοι υποχρεώνονταν να τσαλαπατήσουν εικόνες, σταυρούς και ομοιώματα του Εσταυρωμένου, το λεγόμενο «fumie» (φουμιέ), για να αποδειχτεί η αθωότητά τους. Είναι γνωστό δε ότι ακόμη και στα μέσα του 19ου αιώνα οι κάτοικοι του Ναγκασάκι, της πόλης που είχε φιλοξενήσει το αρχηγείο των προσηλυτιστών, έπρεπε μια φορά κάθε χρόνο να αποδεικνύουν με το «φουμιέ», ότι δεν έχουν μολυνθεί από την «καταστροφική ξένη θρησκεία».
Στα περίπου 250 χρόνια της αυτοαπομόνωσης από κάθε ξένη επιρροή αναπτύχθηκε η Ιαπωνία ειρηνικά, παρά τις σκληρές φεουδαρχικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα. Παράλληλα αναπτύχθηκαν τέχνες και γράμματα και, γενικότερα, ένας εντυπωσιακός πολιτισμός. Με αυτή την ευκαιρία είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι ο όρος «απομόνωση» προέρχεται από το Γερμανό γιατρό Engelbert Kaempfer (Καίμπφερ, 1651-1716), ο οποίος έζησε στο Ναγκασάκι για κάποιο χρονικό διάστημα και περιέγραψε σε βιβλίο του με τίτλο «Ιστορία και περιγραφή της Ιαπωνίας» που εκδόθηκε μετά θάνατον στα χρόνια 1777-1779, πόσο ειρηνικά και πολιτισμένα ζούσε ο ιαπωνικός λαός χωρίς καμιά επαφή και εξάρτηση από την ευρωπαϊκή Δύση. Ο Καίμπφερ είχε υπόψη του την κατεστραμμένη Ευρώπη του τριακονταετούς πολέμου και η σύγκριση είχε προφανή κατάληξη. Αυτόν ακριβώς τον όρο της απομόνωσης μετέφεραν το έτος 1801 οι Ιάπωνες ως «σακόκου» στην Ιστορία τους.
Το 1639, ο χριστιανισμός έχει πλέον ξεριζωθεί εντελώς στην Ιαπωνία. Από τον Σογκούν Ιγιεμίτσου διατάχθηκε, στα πλαίσια του «Σακόκου», η άμεση καταστροφή όλων των ξένων πλοίων που εισέρχονταν στα χωρικά ύδατα και η εξόντωση όλων ανεξαιρέτως των επιβατών που θεωρούντο φορείς της ξένης θρησκείας. Τα λίγα ολλανδικά πλοία που γίνονταν δεκτά για εμπορικές συναλλαγές, επειδή εκτιμάτο ότι οι Ολλανδοί ήσαν μάλλον αδιάφοροι για προσηλυτισμούς, οδηγούνταν σε ένα μόνο λιμάνι, το Ναγκασάκι, και τα πληρώματά τους παρακολουθούνταν στενά. Οτιδήποτε από τα προσωπικά είδη των ναυτικών θύμιζε χριστιανισμό, κλειδωνόταν σε κιβώτια και επιστρεφόταν πάλι μόνο κατά την αναχώρηση του πλοίου.
Το πρώτο πορτογαλικό πλοίο που προσπάθησε το 1640 να εισδύσει στην Ιαπωνία χωρίς άδεια, μετά την απαγόρευση, αιχμαλωτίσθηκε και πυρπολήθηκε, ενώ εξοντώθηκαν πλήρωμα και επιβάτες. Η τελευταία γνωστή «αποστολή αυτοκτονίας» χριστιανών ιεραποστόλων σημειώνεται ιστορικά το έτος 1642, όταν Ιησουΐτες προσηλυτιστές από την πορτογαλική αποικία του Μακάο που εισήλθαν κρυφά στη χώρα, συνελήφθησαν, φυλακίσθηκαν και στη συνέχεια θανατώθηκαν δημόσια για παραδειγματισμό, μετά από φρικτά βασανιστήρια. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα βρει στον πίνακα των καθολικών «μαρτύρων» και «αγίων» αρκετά ονόματα από αυτούς τους προσηλυτιστές, αλλά και γιαπωνέζικα ονόματα χριστιανών που εκτελέστηκαν από την εξουσία στα πλαίσια της απόκρουσης της ξένης θρησκείας.
Το «Σακόκου» άντεξε σε όλη την διάρκεια του 18ου αιώνα και το πρώτο μισό του 19ου. Δύο νεότερες απόπειρες χριστιανών ιεραποστόλων να διεισδύσουν στο Ναγκασάκι, η πρώτη το έτος 1797 και η δεύτερη το έτος 1799, απέτυχαν οικτρά, ενώ το 1837 βομβαρδίστηκε το αμερικανικό πλοίο «Morrison» που επιχείρησε να αποβιβάσει εμπόρους και χριστιανούς προσηλυτιστές χωρίς την απαραίτητη άδεια. Στις 2 Ιουλίου του 1853 ωστόσο, ο αμερικανός ναύαρχος Matthew Perry (Πέρρυ, 1794-1858) με 4 μεγάλα πολεμικά πλοία («μαύρα πλοία» κατά του Ιάπωνες) και 61 κανόνια, θα φθάσει κατευθείαν στην Uraga της Ιαπωνίας, κοντά στην πρωτεύουσα Έντο, και θα επιδώσει στον 13ο Σογκούν Ιεσάντα (Iesada) μια λίστα με απαιτήσεις, μεταξύ άλλων, να ανοίξει η χώρα δύο λιμάνια της και να παρέχει σωστική βοήθεια σε αμερικανικά ναυάγια. Μετά από διαπραγματεύσεις, οι Ιάπωνες αποδέχθηκαν αυτούς τους δύο όρους που έθεσε ο Πέρρυ.
Λίγο αργότερα, το έτος 1858, πιέζοντας οι χριστιανοί τους επιτρόπους του ανήλικου, μόλις 12χρονου, Σογκούν Iemochi (Ιεμόχι), πέτυχαν την κατάργηση του προσβλητικού για τους Ευρωπαίους, ετήσιου «φουμιέ» του Ναγκασάκι και τη χαλάρωση των απαγορευτικών μέτρων για τη δράση μελών των ιεραποστολών.
Ακολούθησαν διάφορες εξεγέρσεις των Σαμουράι ενάντια στην «έκκληση ηθών» της ιαπωνικής κοινωνίας και στον αυξανόμενο εξευρωπαϊσμό της. Στα μάτια αυτών των συντηρητικών εκπροσώπων της ιαπωνικής παράδοσης είχαν τοποθετηθεί όλες οι ιδέες από τη Δύση στο ίδιο «καλάθι», ο χριστιανικός μυστικισμός και ο ορθολογικός Διαφωτισμός, η εξουσιομανία και φιλαργυρία των κληρικών και η φιλελεύθερη κοινωνία.
Η συγκροτημένη παιδεία του γιαπωνέζικου λαού εξασφάλισε όμως σταδιακά στην κοινωνία μια ισορροπία, κατά καιρούς με διάφορες αποκλίσεις, μεταξύ των ίδιων παραδόσεων της χώρας και των τεχνολογικών αλλαγών. Κατά τη δημιουργική πορεία τους στηρίζονται οι Ιάπωνες, αφενός στον παμπάλαιο, συγκροτημένο πολιτισμό τους και αφετέρου στα υψηλά διανοητικά προσόντα τους, χωρίς να δείχνουν ανάγκη οποιουδήποτε δανείου φιλοσοφίας και θεολογίας από την καθ” ημάς Μέση Ανατολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου