«Υπάρχουν γυναίκες που φλογίζονται μόνο για τον όχλο· μόνο σκλάβοι ή θυρωροί, ημίγυμνοι, τις ερεθίζουν. Αλλες παθιάζονται με τους μονομάχους, το γεμάτο σκόνη αμαξά, τον αγύρτη που κάνει νούμερα στη σκηνή. Αυτή είναι η περίπτωση της κυρίας μου: περιφρονεί όσους βρίσκονται στην ορχήστρα και τις δεκατέσσερις πρώτες σειρές τον θεάτρου, αλλά βρίσκει να κάνει έρωτα μέσα απ’ το χειρότερο κομμάτι του όχλου».
Υπάρχει κάποιος πιο ανάξιος λόγου στο ρωμαϊκό κόσμο απ’ το μονομάχο, που μόνος του προορισμός είναι ένας τρομερός και θεαματικός θάνατος; Κι ωστόσο αυτοί οι σκλάβοι, απ’ τους πιο περιφρονημένους, που τα μαρτύριά τους ερεθίζουν τη διαστροφή των Ρωμαίων, συναντούν στην Αρχαιότητα μια αφάνταστη δημοτικότητα. Αυτοί οι καταδικασμένοι σε θάνατο γίνονται το αντικείμενο μιας παθιασμένης προτίμησης απ’ τους κατοίκους των πόλεων. Τεκμήριο ο εντυπωσιακός αριθμός μωσαϊκών, ζωγραφιών, φωτιστικών ή άλλων χρηστικών αντικειμένων όπου απεικονίζονται τα κατορθώματά τους.
Άραγε ο θάνατος που κουβαλούν μέσα τους διεγείρει τα πνεύματα; Για τους Ρωμαίους η απόλαυση είναι στενά συνδεδεμένη με το θάνατο κι ολόκληρος ο πολιτισμός τους μαρτυρεί αυτή την άρρηκτη σχέση ηδονής και αίματος. Είναι πολύ απλά η σωματική δύναμη των μονομάχων, συχνά γαλατικής, γερμανικής, θρακικής ή αιθιοπικής καταγωγής, που προσελκύει τα θαυμαστικά βλέμματα; Πράγματι είναι όμορφοι «όσοι πρόκειται να πεθάνουν» όταν παρελαύνουν στο στίβο κάτω απ’ τον ήχο πολεμικών εμβατηρίων: οι Σαμνίτες ντυμένοι με αστραφτερές και υπέροχα λαξεμένες πανοπλίες, οι δικτυβόλοι με το μεγάλο δίχτυ και την τρίαινα, οι Γαλάτες μορμύλλοι, οι Θράκες με το κυρτό σπαθί τους, οι ανδαβάτες που μάχονται στα τυφλά, με το κεφάλι καλυμμένο με κράνος χωρίς κανένα άνοιγμα που να τους επιτρέπει να βλέπουν τον αντίπαλο, ή εκείνοι που οδηγούν δίκυκλο άρμα· όλοι, μέσα στο θανατερό τους στόλισμα, διεγείρουν σε κάθε θεατή μια σαδιστική και ηδονική γοητεία.
Καμιά έκπληξη που οι μονομάχοι πάντοτε γοητεύουν πολλές Ρωμαίες. Πολλές σεβάσμιες δέσποινες απ’ τις πιο μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες, χωρίς καμιά συστολή, δε φοβούνται να κυκλοφορούν με τις βεντέτες του σταδίου. Μια διεστραμμένη απόλαυση που απεικονίζεται τέλεια στην ιστορία της αριστοκράτισσας Έππιας:
«Παντρεμένη με ένα συγκλητικό, η Έππια ακολούθησε μια ομάδα μονομάχων ως το νησί Φάρος, στο Νείλο, στα κακόφημα τείχη της Αλεξάνδρειας· η σκανδαλώδης Έππια που σόκαρε ακόμα και τον Κάνωπο. Ξέχασε το σπίτι της, τον άντρα της, την αδερφή της, κοροϊδεύει την πατρίδα της, εγκαταλείπει τα παιδιά της που κλαίνε. Από μωρό κοιμόταν σε κούνια στολισμένη με χρυσάφι και πορφύρα, μέσα στην πολυτέλεια και την άνεση της πατρικής κατοικίας. Τώρα αψηφά τις θάλασσες, αψηφά την κοινή γνώμη που λίγο μετράει για μια γυναίκα συνηθισμένη να κάθεται σε πολυθρόνες γεμάτες μαξιλάρια!
Χωρίς να τρέμει, αντιμετώπισε διαδοχικά την Αδριατική και τα βουερά κύματα του Ιονίου πελάγους. Αν χρειαζόταν να περάσει αυτούς τους κινδύνους για κάποιον έντιμο σκοπό, θα έτρεμε, θα πάγωνε απ’ το φόβο, θα ένοιωθε τα πόδια της κομμένα να σωριάζονται. Όμως η ξεδιαντροπιά δίνει κουράγιο. Αν το ζητήσει ο σύζυγος, είναι πολύ επίπονο το μπαρκάρισμα, το καράβι μυρίζει άσχημα, οι ναυτίες... Αν όμως ακολουθεί τον εραστή της, ούτε λόγος για εύθραυστη καρδιά. Ξερνάει πάνω στο σύζυγο. Τρώει μαζί με τον εραστή, και γύρω γύρω οι ναύτες, περπατάει ως την πρύμνη μαζί του, το διασκεδάζει να ξετυλίγει τα παλαμάρια δίπλα του.
Για ποιον φλογίστηκε έτσι η Έππια; Ποιος είναι ο νεαρός που την ξελόγιασε; Ποιον θαύμασε έτσι που ανέχτηκε να της βγάλουν το παρατσούκλι «η μονομάχος»; Είναι ο Μικρός Σέργιος! Σίγουρα πια ξυρίζεται, τα χέρια του είναι γεμάτα ουλές, πλησιάζει στην απόσυρση. Πολλές λαβωματιές στο πρόσωπο, ένα στρογγυλό εξόγκωμα στη μύτη εκεί που τον χτύπησε το κράνος, ένα μάτι που συνέχεια δακρύζει. Μα είναι μονομάχος! Και μόνο αυτή η λέξη αρκεί για να τον κάνει Άδωνι, για να τον προτιμήσει απ’ τα παιδιά της, την πατρίδα της, την αδερφή της, τον άντρα της».
Η Έππια δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση. Ανάμεσα στους 63 σκελετούς που ανακαλύφτηκαν στο στρατώνα των μονομάχων της Πομπηίας βρίσκεται και εκείνος μιας γυναίκας που τα κοσμήματά της δείχνουν πως ανήκει στην αριστοκρατία της πόλης. Για μια περιπέτεια πιθανώς χωρίς μέλλον με ένα μονομάχο, αυτή η ευγενής κυρία μένει ενωμένη για πάντα με τον κρυφό εραστή της μέσα στο κελί όπου τους ξάφνιασε ο θάνατος. Ίσως αυτός ο εραστής είναι ένας από εκείνους που οι τοίχοι της Πομπηίας υπενθυμίζουν πως είχαν μια μεγάλη φήμη Δον Ζουάν:
«Ο δικτυβόλος Κρήσκης, που τα βράδια γιατρεύει τις κούκλες της νύχτας και της μέρας» ή «ο δικτυβόλος Κέλαδος, το είδωλο κάθε κούκλας».
Αυτοί οι δεσμοί επιδεικνύονται μερικές φορές τόσο ολοφάνερα που οι φήμες του κόσμου δε φοβούνται να παρουσιάσουν κάποια σημαίνοντα πρόσωπα ως παιδιά μονομάχων. Ο ευγενής Νυμφίδιος Σα-βίνος, φίλος του Γάλβα, ήθελε να θεωρείται γιος του Καλιγούλα, ενώ ακουγόταν ότι γεννήθηκε απ’ τους έρωτες της μητέρας του με το μονομάχο Μαρτιανό. Ο αυτοκράτορας Κόμμοδος διαδέχεται τον επίσημο πατέρα του Μάρκο Αυρήλιο· όμως η μητέρα του Φαυστίνα κατηγορείται ότι παρουσίασε για γιο του αυτοκράτορα το νόθο ενός μονομάχου, κάτι που άλλωστε φαίνεται να επιβεβαιώνεται απ’ τα αιματηρά και χονδροειδή γούστα του Κόμμοδου.
Οι γυναίκες της υψηλής κοινωνίας αποζητούν με ανατριχίλες ηδονής την παρέα τραγουδιστών, μουσικών, ηθοποιών, μίμων ή ηνίοχων του ιπποδρόμου. Όλοι αυτοί οι άντρες με την κοινωνική τους υπόσταση, δούλοι ή απελεύθεροι, ανήκουν στους κολασμένους της κοινωνίας. Οι πιο ξακουστοί απ’ αυτούς έχουν αμέτρητες επιτυχίες στις γυναίκες της αριστοκρατίας, οι οποίες μπερδεύονται απολαυστικά με τη συντροφιά που προσελκύει η λάμψη της βεντέτας στη σκηνή: με αυλήτριες, ηθοποιούς που παίζουν μίμους, αγύρτες, επαίτες ιερείς κι άλλους μάγους χαμηλής υποστάθμης έτοιμους ν’ αρπάξουν ψίχουλα απ’ τις περιουσίες που μαζεύουν τραγουδιστές ή ηθοποιοί χάρη στη δημοτικότητά τους. Εκείνες που στο σπίτι τους δείχνουν περιφρόνηση ή σκληρότητα για τους δούλους τους δε διστάζουν να γλεντούν συντροφιά με άτομα δουλικής καταγωγής.
Τίποτα δε σταματά αυτές τις «μεγάλες κυρίες» που φρενιάζουν με τις ερμηνείες του ηθοποιού Urbicus , του ορχηστή Βάθυλλου ή του τραγουδιστή Ηδυμελή. Και η fibula, αυτή η «ζώνη αγνότητος» με την οποία εφοδιάζονται ηθοποιοί και τραγουδιστές για να διατηρήσουν την καθαρότητα της φωνής τους, δεν αποτελεί ικανό οχύρωμα για να απωθήσει τις θαυμάστριές τους. Τίποτα δεν τους μοιάζει ατιμωτικό: μια δέσποινα δε διστάζει να κουρέψει τα μαλλιά της σαν σκλάβα για να μπορεί να βρίσκεται στην υπηρεσία του ηθοποιού Στεφανίωνα· ο Αύγουστος μαστιγώνει δημόσια τον τελευταίο και τον εξορίζει για να του θυμίσει την έννοια της ευπρέπειας! Η Δομιτία, σύζυγος του αυτοκράτορα Δομιτιανού, εμφανίζεται με τον ορχηστή Πάρι τον οποίο λατρεύει το ρωμαϊκό κοινό. Ο Δομιτιανός διώχνει τη γυναίκα του και καταδικάζει τον ηθοποιό σε θάνατο.
Μονομάχοι, ηνίοχοι, ηθοποιοί: όσοι ταπεινώνονται απ’ την κοινωνική τάξη στο τελευταίο στρώμα, εκείνοι που η ατιμία τους η ίδια τους κάνει βεντέτες στις βρώμικες απολαύσεις των Ρωμαίων. Και οι μεγάλες κυρίες δεν είναι οι μόνες που «ξεπέφτουν» παρέα με όσους οι «καθώς πρέπει» χαρακτηρίζουν καθάρματα. Οι σύζυγοί τους, οι αδερφοί τους δε διστάζουν κι αυτοί να μπερδεύονται στις συμμορίες γύρω απ’ τους ανθρώπους του θεάματος: ο Αύγουστος υποχρεώνεται, μπροστά στην καινούργια διαστροφή που κυριεύει τους πιο ση-μαίνοντες άντρες της αυλής του, να απαγορέψει με διάταγμα στους συγκλητικούς να μπαίνουν στο σπίτι των ορχηστών και στους ιππείς να ανήκουν στη συνοδεία των τελευταίων.
Όμως τα μέτρα αυτά είναι πρόσκαιρα: ο Σενέκας διαμαρτύρεται που τα νεαρά μέλη της υψηλής αριστοκρατίας υποδουλώνονται με τη θέλησή τους στα καπρίτσια των ορχηστών με τους οποίους είναι ερωτευμένα. Κι ο τρελός αυτοκράτορας Ηλιογάβαλος επιδίδεται δημόσια σε ιδιαίτερα χυδαίες ερωτικές περιπτύξεις με τον ηνίοχο Ιεροκλή.
Catherine Salles, H άλλη όψη της αρχαιότητας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου