Κυριακή 29 Μαΐου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ

ΔΗΜ 60.1–5

Προοίμιον: το επαχθές καθήκον της εκφώνησης ενός επιτάφιου λόγου – Η αυτοχθονία των Αθηναίων

Ο λόγος εκφωνήθηκε προς τιμήν των Αθηναίων που σκοτώθηκαν στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), όπου οι συνασπισμένες εναντίον των Μακεδόνων πόλεις της νότιας Ελλάδας ηττήθηκαν από τον Φίλιππο.


[1] Ἐπειδὴ τοὺς ἐν τῷδε τῷ τάφῳ κειμένους, ἄνδρας ἀγα-
θοὺς ἐν τῷ πολέμῳ γεγονότας, ἔδοξεν τῇ πόλει δημοσίᾳ
θάπτειν καὶ προσέταξεν ἐμοὶ τὸν νομιζόμενον λόγον εἰπεῖν
ἐπ’ αὐτοῖς, ἐσκόπουν μὲν εὐθὺς ὅπως τοῦ προσήκοντος
ἐπαίνου τεύξονται, ἐξετάζων δὲ καὶ σκοπῶν ἀξίως εἰπεῖν τῶν
τετελευτηκότων ἕν τι τῶν ἀδυνάτων ηὕρισκον ὄν. οἳ γὰρ
τὴν ὑπάρχουσαν πᾶσιν ἔμφυτον τοῦ ζῆν ὑπερεῖδον ἐπι-
θυμίαν, καὶ τελευτῆσαι καλῶς μᾶλλον ἠβουλήθησαν ἢ
ζῶντες τὴν Ἑλλάδ’ ἰδεῖν ἀτυχοῦσαν, πῶς οὐκ ἀνυπέρβλητον
παντὶ λόγῳ τὴν αὑτῶν ἀρετὴν καταλελοίπασιν; ὁμοίως
μέντοι διαλεχθῆναι τοῖς πρότερόν ποτ’ εἰρηκόσιν ἐνθάδ’ εἶναι
μοι δοκεῖ. [2] ὡς μὲν οὖν ἡ πόλις σπουδάζει περὶ τοὺς ἐν τῷ
πολέμῳ τελευτῶντας, ἔκ τε τῶν ἄλλων ἔστιν ἰδεῖν καὶ
μάλιστ’ ἐκ τοῦδε τοῦ νόμου, καθ’ ὃν αἱρεῖται τὸν ἐροῦντ’ ἐπὶ
ταῖς δημοσίαις ταφαῖς· εἰδυῖα γὰρ παρὰ τοῖς ἀγαθοῖς ἀν-
δράσιν τὰς μὲν τῶν χρημάτων κτήσεις καὶ τῶν κατὰ τὸν
βίον ἡδονῶν ἀπολαύσεις ὑπερεωραμένας, τῆς δ’ ἀρετῆς καὶ
τῶν ἐπαίνων πᾶσαν τὴν ἐπιθυμίαν οὖσαν, ἐξ ὧν ταῦτ’ ἂν
αὐτοῖς μάλιστα γένοιτο λόγων, τούτοις ᾠήθησαν δεῖν αὐτοὺς
τιμᾶν, ἵν’ ἣν ζῶντες ἐκτήσαντ’ εὐδοξίαν, αὕτη καὶ τετελευτη-
κόσιν αὐτοῖς ἀποδοθείη. [3] εἰ μὲν οὖν τὴν ἀνδρείαν μόνον
αὐτοῖς τῶν εἰς ἀρετὴν ἀνηκόντων ὑπάρχουσαν ἑώρων,
ταύτην ἂν ἐπαινέσας ἀπηλλαττόμην τῶν λοιπῶν· ἐπειδὴ δὲ
καὶ γεγενῆσθαι καλῶς καὶ πεπαιδεῦσθαι σωφρόνως καὶ
βεβιωκέναι φιλοτίμως συμβέβηκεν αὐτοῖς, ἐξ ὧν εἰκότως
ἦσαν σπουδαῖοι, αἰσχυνοίμην ἂν εἴ τι τούτων φανείην
παραλιπών. ἄρξομαι δ’ ἀπὸ τῆς τοῦ γένους αὐτῶν ἀρχῆς.

[4] Ἡ γὰρ εὐγένεια τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἐκ πλείστου χρόνου
παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ἀνωμολόγηται. οὐ γὰρ μόνον εἰς
πατέρ’ αὐτοῖς καὶ τῶν ἄνω προγόνων κατ’ ἄνδρ’ ἀνενεγκεῖν
ἑκάστῳ τὴν φύσιν ἔστιν, ἀλλ’ εἰς ὅλην κοινῇ τὴν ὑπάρχου-
σαν πατρίδα, ἧς αὐτόχθονες ὁμολογοῦνται εἶναι. μόνοι
γὰρ πάντων ἀνθρώπων, ἐξ ἧσπερ ἔφυσαν, ταύτην ᾤκησαν
καὶ τοῖς ἐξ αὑτῶν παρέδωκαν, ὥστε δικαίως ἄν τις ὑπολάβοι
τοὺς μὲν ἐπήλυδας ἐλθόντας εἰς τὰς πόλεις καὶ τούτων
πολίτας προσαγορευομένους ὁμοίους εἶναι τοῖς εἰσποιητοῖς
τῶν παίδων, τούτους δὲ γνησίους γόνῳ τῆς πατρίδος πολί-
τας εἶναι. [5] δοκεῖ δέ μοι καὶ τὸ τοὺς καρπούς, οἷς ζῶσιν
ἅνθρωποι, παρ’ ἡμῖν πρώτοις φανῆναι, χωρὶς τοῦ μέγιστον
εὐεργέτημ’ εἰς πάντας γενέσθαι, ὁμολογούμενον σημεῖον
ὑπάρχειν τοῦ μητέρα τὴν χώραν εἶναι τῶν ἡμετέρων προ-
γόνων. πάντα γὰρ τὰ τίκτονθ’ ἅμα καὶ τροφὴν τοῖς γιγνο-
μένοις ἀπ’ αὐτῆς τῆς φύσεως φέρει· ὅπερ ἥδ’ ἡ χώρα
πεποίηκεν.

***
[1] Αφού η πόλις απεφάσισε να θάπτη δημοσία τους κειμένους εις τον τάφον τούτον άνδρας, οι οποίοι ανεδείχθησαν ανδρείοι, και ανέθεσεν εις εμέ να εκφωνήσω τον οριζόμενον υπό του νόμου λόγον δι' αυτούς, αμέσως μεν εσκεπτόμην πώς θα τύχουν του προσήκοντος επαίνου, εξετάζων όμως και σκεπτόμενος εύρον ότι είναι έν εκ των αδυνάτων να ομιλήση τις κατά τρόπον αντάξιον των νεκρών τούτων. Διότι εκείνοι, οι οποίοι κατεφρόνησαν την υπάρχουσαν εις όλους έμφυτον επιθυμίαν της ζωής και επροτίμησαν να αποθάνουν ενδόξως παρά να ζήσουν και να ιδούν την Ελλάδα ατυχούσαν, πώς δεν έχουν αφήσει την ανδρείαν των ανωτέραν παντός λόγου; Εν τούτοις νομίζω, ότι θα δυνηθώ να ομιλήσω κατά τρόπον όμοιον προς τους ρήτορας, οι οποίοι ωμίλησαν από του βήματος τούτου προ εμού. [2] Ότι μεν λοιπόν η πόλις φροντίζει διά τους πίπτοντας εις τους πολέμους και από άλλα δύναται τις να ίδη και προ πάντων εκ του νόμου τούτου, σύμφωνα προς τον οποίον εκλέγει εκείνον, ο οποίος θα ομιλήση κατά τας δημοσίας ταφάς· διότι γνωρίζουσα, ότι οι γενναίοι άνδρες την μεν απόκτησιν των χρημάτων και τας απολαύσεις της ζωής έχουν καταφρονήσει, επιθυμούν δε πάρα πολύ τους επαίνους και την ανδρείαν, ενόμισεν, ότι έπρεπε να τιμήση αυτούς με ένα λόγον, από τον οποίον θα αποκτήσουν τα αγαθά ταύτα προ πάντων, ίνα δηλ. η δόξα, την οποίαν είχον αποκτήσει ζώντες παρακολουθή αυτούς και μετά θάνατον. [3] Εάν μεν λοιπόν έβλεπον εις τους πολεμιστάς τούτους μόνον την αξίαν ταύτην, θα περιωριζόμην εις τον έπαινον αυτής, απαλλασσόμενος των λοιπών υποχρεώσεων· επειδή όμως συνέβη εις αυτούς και να κατάγωνται εκ καλών γονέων και να έχωσι τύχει σώφρονος εκπαιδεύσεως και έζησαν ζωήν πλήρη τιμής, εκ των οποίων ευλόγως ανεδείχθησαν σπουδαίοι, θα εντρεπόμην, εάν ήθελον παραλείψει ένα μόνον τίτλον των κατά τον έπαινόν μου. Θα αρχίσω δε από την καταγωγήν των.

[4] Η ευγενής λοιπόν καταγωγή των ανδρών τούτων έχει αναγνωρισθή ανέκαθεν από όλους τους ανθρώπους. Διότι όχι μόνον εις τον πατέρα των και τους απωτέρω προγόνους δύναται έκαστος να αναγάγη την καταγωγήν του, αλλά και εις όλην την κοινήν πατρίδα, της οποίας ομολογείται ότι είναι αυτόχθονες. Διότι μόνοι από όλους τους ανθρώπους οι Αθηναίοι, από τότε που εγεννήθησαν, κατώκησαν την χώραν ταύτην και την παρέδωκαν εις τους απογόνους των, ώστε δικαίως ήθελε τις νομίσει εκείνους που μετοικούν εις ξένας πόλεις και καλούνται πολίται των πόλεων τούτων, ότι είναι όμοιοι με θετούς υιούς, ενώ ημείς είμεθα εξ αίματος γνήσια παιδιά της πατρίδος μας. [5] Νομίζω δε ότι και οι καρποί, με τους οποίους ζώσιν οι άνθρωποι, πρώτον εις ημάς εφάνησαν. Λοιπόν εδώ βλέπω, εκτός ενός μεγάλου ευεργετήματος διά την ανθρωπότητα, και μίαν αναμφισβήτητον απόδειξιν ότι η χώρα αύτη είναι μητέρα των προγόνων μας. Πράγματι κατά νόμον φυσικόν παν ον, το οποίον γεννά, φέρει εν εαυτώ την τροφήν διά το νεογέννητον· τούτο επραγματοποιήθη και εις την Αττικήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου