Στο παρών μέρος τού αφιερώματος στον αρχαίο φιλόσοφο Ηράκλειτο, προσεγγίζονται οι απόψεις του σχετικά με το θείο και την σχέση του με τον Κόσμο και τον άνθρωπο.
Ο Θεός, ο λόγος, ο κόσμος, η φωτιά Ο Θεός: μέρα-νύχτα, χειμώνας- καλοκαίρι, πόλεμος-ειρήνη, κόρος-λιμός. Αλλοιώνεται όπως η φωτιά που όταν αναμιχθεί με αρώματα, ονομάζεται με το όνομα της μυρωδιάς του καθενός (απ. 67).
Το είναι του Θεού βρίσκεται σε γίγνεσθαι. Ο Θεός είναι σε κίνηση, μεταβάλλεται παραμένοντας ο ίδιος. Το γίγνεσθαι είναι θείο. Ο Θεός είναι ενωμένος με το λόγο, με τον κόσμο, με τη φωτιά. Είναι η ενότητα των αντιθέτων. Το φωτεινό (η μέρα) και το σκοτεινό (η νύχτα), το ζεστό (το καλοκαίρι) και το κρύο (ο χειμώνας), η σύγκρουση και η ειρήνη, η αφθονία και ο λιμός, βρίσκουν σε αυτόν την αρμονία τους και παύουν να είναι αντίθετα όπως είναι για τους ανθρώπους. Η θεότητα είναι το θεμέλιο και η λύση των αντιφάσεων που για την ανθρώπινη αδυναμία, πάντα αλληλοσπαράζονται και σπαράζουν και τους άλλους. Η θεότητα δεν καταργεί τις αντιθέσεις, δεν εμποδίζει την μέρα να είναι μέρα και τη νύχτα νύχτα, αυτή όμως είναι μια από όλες τις πολλαπλές της εκδηλώσεις.
Ο Θεός συνδέεται με την κοσμική φωτιά. Η φωτιά των θυσιών που προσφέρονται στον Θεό είναι αρωματισμένη κι έχει πολλά ονόματα. Η ποικιλία ωστόσο των ονομάτων της δεν εκφράζει παρά μία μόνο αλήθεια. Με τον ίδιο τρόπο, οι άνθρωποι δίνουν στη μια θεότητα διάφορα ονόματα. Η θεότητα είναι η συμπαντική Σοφία. Για τη Σοφία ξέρουμε από τα αποσπάσματα 50 και 41 ότι μας κάνει να καταλαβαίνουμε πως «τα Πάντα είναι Ένα» και πως «όλα κατευθύνονται απο όλα».
Ο Θεός είναι μέρα και νύχτα, χειμώνας και καλοκαίρι. Αυτά δεν τα προκαλεί ο Θεός. Αυτός είναι ο ιερός ρυθμός του γίγνεσθαι. Τότε, μήπως είναι ο ίδιος ο κόσμος;
Είναι φανερό πως ο Θεός δεν δημιουργεί τίποτα αφού, «αυτόν τον κόσμο που είναι για όλους, ούτε κανείς Θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε αλλά ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια φωτιά που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο». Η θεότητα είναι το νόημα του κόσμου. Σαν νόημα που είναι ενώνεται με το λόγο.
Ο Θεός κι ο λόγος ενώνονται αλλά δεν ταυτίζονται. Ο Ηρακλειτικός λόγος είναι θείος και η θεότητα είναι λόγος. Λόγος και Θεός αποτελούν τους αρμούς του Σύμπαντος κι είναι παρόντες μέσα στην ανθρώπινη σκέψη. Η ανθρώπινη σκέψη σκέπτεται τη θεότητα και μιλά γιά αυτήν και με αυτήν, επειδή κάθε λόγος είναι διάλογος. Η Ηρακλειτική σκέψη συλλαμβάνει με την σκέψη και εκφράζει με την γλώσσα την αλήθεια και το νόημα της ολότητας του κόσμου, αυτή την ολότητα που είναι αιώνια και καθόλου δημιούργημα. Ενώ η χριστιανική θεολογία πιστεύει σε έναν κόσμο που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από τον Θεό.
Μόνο ένας παγανιστής Θεός μπορεί να εμφανιστεί μέσω της φωτιάς και μάλιστα με την πιο βίαιη μορφή της, τον κεραυνό. Η φωτιά είναι η ζωή του κόσμου κι ο Θεός το νόημα του. Είδαμε σε προηγούμενο άρθρο, πως η φωτιά είναι σοφή (απ. 64). Ο κεραυνός που κυβερνά τα πάντα είναι η πιο σφριγηλή εμφάνιση της κοσμικής φωτιάς. Κι ο Θεός έχει τις ίδιες «ιδιότητες» με την φωτιά. Η φωτιά ονομάζεται σοφή κι ο Ζεύς αποκαλείται κεραυνοβόλος. Ο Θεός και η φωτιά έχουν ζωή αιώνια. Ωστόσο, ο Θεός δεν είναι ο κεραυνός κι ο κεραυνός δεν είναι ο Θεός. Υπάρχει χώνευση, αλλά όχι και συγχώνευση.
Ο Θεός, ο λόγος, ο κόσμος και η φωτιά ενώνονται χωρίς να ταυτίζονται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αντίθετα, που ενώνονται αλλά δεν ταυτίζονται μέσα στους κόλπους της θεότητας. Ο Θεός είναι πόλεμος και ειρήνη (απ. 67). Μέσα στον Θεό, η ομόνοια αντιτίθεται στην διχόνοια και συντίθεται μαζί της, αφού η δικαιοσύνη είναι διχόνοια. Ο επικούρειος Φιλόδημος μας πληροφορεί «πως ο Ηράκλειτος έλεγε ότι ο πόλεμος και ο Θεός είναι ταυτόσημοι». Ο πόλεμος, που είναι δύναμη συμπαντική, πρέπει να έχει για θεμέλιο του τον Θεό. Φυσικά ο Θεός είναι ταυτόχρονα και ειρήνη αφού η αέναη αλλαγή του συμπίπτει με την αιώνια ανάπαυση. Η υπέρτατη κίνηση είναι συνάμα και υπέρτατη ανάπαυση.
Η μοναδικότητα του κάνει τον Θεό να είναι και το θεμέλιο κάθε νόμου γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα νόμο, τον Θείο. Αυτός κρατάει όσο θέλει την εξουσία του, αρκεί για όλα και τα υπερβαίνει όλα (απ. 114). Ο νόμος, δομή της φύσης και της πόλης, είναι μια αρμονία των αντιτιθέμενων εντάσεων κι αντλεί τη δύναμή της από τον ίδιο τον ρυθμό της ολότητας την οποία εκφράζει. Είναι νόμος μόνον όταν τρέφεται ακατάπαυστα από το μοναδικό θείο νόμο.
Η αλήθεια του μοναδικού θείου νόμου, που κάνει τα αντίθετα να συμπίπτουν κι είναι παρούσα μέσα στο σφρίγος της κοσμικής φωτιάς, φανερώνεται δια του χρόνου. Αυτός ο αιώνιος χρόνος είναι ο πρωταίτιος της σύγκρουσης των αντιθέτων και εγχρονίζει τις περιοδικές αλλαγές της φωτιάς. Συνεπώς ο Θεός είναι κεραυνοβόλος και σοφός, οιστρηλατημένος και ατάραχος. Δεν ενώνεται μόνο με το λόγο, με τον κόσμο, τη φωτιά, την κρυμμένη αρμονία και τον πόλεμο αλλά και με τον χρόνο. Για τον χρόνο το απόσπασμα 52 (απ. 52) μας είχε πει πως είναι ένα παιδί που παίζει ρίχνοντας τα ζάρια, πως είναι η βασιλεία ενός παιδιού. Ο κόσμος είναι το θέατρο του θείου παιχνιδιού, που είναι παιχνίδι βασιλικό και παιδικό.
Το παιχνίδι και ο χρόνος ο αιώνια παρών είναι τα βαθιά γνωρίσματα της ελληνικής ζωής και σκέψης. Ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει την σπουδαιότητα του δεσμού που ενώνει το παιχνίδι, τον πόλεμο και τον χρόνο που συνδέονται με τη θεότητα. Οι πόλεμοι που κάνουν μεταξύ τους οι άνθρωποι είναι κι αυτοί ένα παιχνίδι, και μέσα στην καρδιά του τρωικού πολέμου παίζονται παιχνίδια. Και στις γιορτές της Ολυμπίας επίσης ανταμώνουν ο οίστρος και το ιερό. Η τραγωδία είναι ένα μεγάλο παιχνίδι. Αυτή η στενή συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στον αγώνα, στο παιχνίδι και στο ιερό θεμελιώνεται τώρα απ' τον Ηράκλειτο πάνω στην ίδια τη δομή του Σύμπαντος, εκεί όπου εκδηλώνεται ο θείος λόγος. Εντός του Θεού, ο συμπαντικός πόλεμος γίνεται συμπαντική σοφία, και το παιχνίδι του χρόνου, ειμαρμένη του κόσμου.
Γιατί η θεότητα είναι η ειμαρμένη του κόσμου. Μια ειμαρμένη που ενυπάρχει στον κόσμο γιατί η ίδια η αναγκαιότητα του κόσμου δεν κάνει άλλο παρά να εκφράζει τη συγκλίνουσα δύναμη των ονομάτων και των φανερωμάτων της ολότητας, δηλαδή του λόγου, της φωτιάς, του κεραυνού, του χρόνου, της αρμονίας, του παιχνιδιού και του μοναδικού θείου νόμου. Το συμπαντικό περιέχον, δηλαδή η ολότητα, αποκαλύπτει κάθε φορά κι έναν απ τους τρόπους ύπαρξης του. Το ανθρώπινο βλέμμα θεωρεί την εκδήλωση αυτών των όψεων, υπάρχει όμως κίνδυνος να τις απομονώσει. Η σκέψη φιλοδοξεί να συλλάβει την ολότητα σαν ολότητα. Όσο κρατάει η φιλοδοξία της αυτή, η σκέψη ανταμώνει τη θεότητα (θεμέλιο του κάθε τι που είναι) και, στην προσπάθεια της να μιλήσει για αυτήν, μετατρέπεται σε θεο-λογία. Η Ηρακλειτική θεότητα, επειδή είναι η ενότητα, δείχνει ότι μπορεί να εξασφαλίσει τον απαραίτητο συγχρονισμό όλων αυτών των πολλαπλών εκδηλώσεων.
Η θεότητα φανερώνει παντού την παρουσία της. Η πανταχού παρουσία όμως δεν είναι η ιδιότητα της. Ο Κόσμος δεν είναι ο καθρέφτης όπου καθρεφτίζεται η θεότητα. Είναι η κατοικία της. Ο κεραυνός δεν είναι το εργαλείο της. Είναι μια από της εκφράσεις της. Το παιχνίδι που παίζει με τις πιο αντιτιθέμενες δυνάμεις έχει ως πεδίο του τον κόσμο, και περιλαμβάνεται και αυτή στο παιχνίδι αυτό. Το γεγονός ότι σε αυτή τη θεότητα τα αντίθετα συμπίπτουν δεν μας επιτρέπει σε καμία περίπτωση να τη θεωρήσουμε σαν ένα είδος συμπαντικής ουδετερότητας και σαν ένα θεοποιημένο ουδέτερο: το θείο. Η θεότητα δεν εξουδετερώνει τίποτα, γιατί διατηρεί επίσης και την σύγκρουση των αντιθέτων, χωρίς την οποία ο κόσμος θα καταποντιζόταν. Η θεότητα είναι πόλεμος και αρμονία. Είναι το ενωτικό παιχνίδι.
Το Θείο και οι Άνθρωποι
Το θείο φανερώνεται στους ανθρώπους που πρέπει να ξέρουν να ακούνε τη φωνή του. Τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα εξ αιτίας της απιστίας διαφεύγουν και δεν γίνονται γνωστά (απ. 86).
Ο Ηράκλειτος αρχίζει με μια προειδοποίηση. Πρέπει να προετοιμάζεται κανείς για να γνωρίσει την θεότητα, όπως πρέπει να ελπίζει για να ανταμώσει το ανέλπιστο «αν δεν ελπίζεις δεν θα βρεις το ανέλπιστο γιατί είναι ανεξερεύνητο κι αδιάβατο» (απ. 18).
Η ελπίδα και η πίστη έχουν σκοπό να κάνουν εφικτό τον διάλογο ανάμεσα στον θείο λόγο και στον ανθρώπινο. Η πίστη δεν αντιτίθεται στο λογικό ούτε η διαισθητική γνώμη στη λογική γνώση. Ο ανθρώπινος λογισμός πρέπει να είναι διαθέσιμος να δεχτεί το κάλεσμα της θεότητας. Αφού η θεότητα εξασφαλίζει την δομή του κόσμου, ο ανθρώπινος λογισμός είναι η σύλληψη αυτής της αόρατης δομής, αυτής της καλυμμένης αρμονίας.
Η πρώτη σύλληψη, δια της σκέψης, της θεότητας δεν είναι καθόλου βέβαιη γνώση. Η προσπάθεια της σκέψης είναι η αρχική κίνηση που θα τη διαδεχθεί ίσως η γνώση. Η θεσμοποιημένη πίστη ακινητοποιεί την σκέψη. Η σκέψη προετοιμάζεται να δεχτεί αυτό που μπορεί να φανεί απίστευτο. Η πίστη έρχεται μετά. Ο Ηράκλειτος απαιτεί το άνοιγμα του νου.
Η ανθρώπινη σκέψη που κατευθύνεται προς την θεότητα, δεν μπορεί πραγματικά να κατευθυνθεί προς αυτήν παρά μόνον αν ακούσει πρώτα το κάλεσμα της. Με την έννοια αυτή, η θεότητα είναι αυτό που έρχεται πρώτο. Η σκέψη όμως του ανθρώπου, όταν πορεύεται προς τις πιο ψηλές σφαίρες της γνώσης, σκοντάφτει πάνω σε αυτό που δεν μπορεί να γνωρίσει κι έτσι αναγνωρίζει την θεότητα σαν το τελευταίο εμπόδιο. Αυτή η αναζήτηση αποτελεί μια μεγάλη περιπέτεια. Πρέπει να αγωνιζόμαστε να συλλάβουμε αυτό που μας ξεπερνάει και να μην μειώνουμε αυτό που είναι μεγάλο. Η ανθρώπινη έπαρση είναι ίσως μια ιερή νόσος, επειδή μας εμποδίζει να επικοινωνήσουμε με τα ιερό και η όραση μας ξεγελάει όταν προσκολλάται με τρόπο εξαιρετικά αποκλειστικό σε αυτό που είναι άμεσα ορατό, εμποδίζοντάς μας να δούμε. Γιατί ο ορίζοντας του ορατού παραμένει αόρατος και το ορατό δεν είναι παρά ένα απόσπασμα του αόρατου, μολονότι ο ορίζοντας των οριζόντων μας αφήνει, μέσα από το ορατό που δίνει παρουσία στο αόρατο, να τον διαβλέψουμε, δεχόμενος και μη δεχόμενος τα ονόματα που του δίνουν, που τα αποζητάει και δε τ' αποζητάει.
Ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα μέσα στο πεδίο της θεότητας και του είναι αδύνατον να κρυφτεί από αυτό που δεν εξαφανίζεται ποτέ (απ. 16).
Η συμπαντικότητα του θείου νόμου είναι η μοναδική πηγή όλων των ιδιαίτερων νόμων που πάρα πολύ συχνά, αν όχι πάντα, το ρεύμα τους παρεκκλίνει από τον σωστό δρόμο. Ο άνθρωπος, για να παραμείνει μέσα στην αλήθεια, άλλο δεν έχει να κάνει απ' το σκέφτεται την καταγωγή του. Με μεγάλο μόχθο μπορεί να γίνει φιλόσοφος (απ. 35). Αντίθετα, ο Θεός είναι αυτό το ολικό γίγνεσθαι που περιέχει και του ανθρώπου την πορεία, μόνον αυτός είναι ο Σοφός (απ. 32) Η αγάπη της Σοφίας που θεμελιώνει και γονιμοποιεί τη βασική αναζήτηση, μετατρέπεται έτσι σε αγάπη της θεότητας, αφού η θεότητα είναι η συμπαντική σοφία.
Οι άνθρωποι δεν πρέπει να ξεχνούν τους νόμους του αθάνατου παιχνιδιού. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να κατασκευάζει την εικόνα του Θεού του σύμφωνα με την δική του εικόνα. Ο Θεός είναι τα Όλο (και το Όλο είναι ο Θεός), ενώ ο άνθρωπος χωρίς να είναι το Τίποτα είναι ένα Μέρος. Με τον Ηράκλειτο κάνει την εμφάνιση της η αφηρημένη σκέψη με το θεμελιακό της ερώτημα που δεν παύει ν' αμφισβητεί τα πάντα, ακόμη κι όταν κινείται μέσα σε ένα « πλαίσιο» που περιέχει ήδη μερικές απαντήσεις. Ο Ηράκλειτος εγκαθιστά στην καρδιά της θεολογικής μέριμνας τον ερωτηματικό στοχασμό. Τα μαθήματα που βλασταίνουν απ' αυτό το γεγονός είναι τραγικά: Οι άνθρωποι είναι παιδιά που κάνουν ερωτήσεις, κι αυτές οι ανοιχτές ερωτήσεις που μπήγονται σαν νυστέρια, διατηρούνται ανοιχτές, παρά τις απαντήσεις και μές από τις απαντήσεις που παίρνουν, γιατί αυτές οι ερωτήσεις είναι αινίγματα. Κάθε αληθινή σκέψη περιέχει μια αντίφαση, η μια αντινομία, δηλαδή ένα στοιχείο τραγικό. Η σκέψη του Ηράκλειτου προσπαθεί να ξεπεράσει τις αντιθέσεις με την σύλληψη της ενωτικής θεότητας. Οι αντιθέσεις ωστόσο παραμένουν σπαρακτικές για τους θνητούς που το είναι τους είναι ένα συνεχές γίγνεσθαι. Αυτή η σύλληψη της θεότητας πραγματοποιείται με την σκέψη που είναι ανοιχτή στο αίνιγμα του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου