4.4. Ποίηση
Η ελληνιστική ποίηση στο μεγαλύτερο μέρος της απευθυνόταν σε ένα περιορισμένο, λόγιο ακροατήριο, που μπορούσε να καταλάβει τη δύσκολη γλώσσα της, να θαυμάσει τη μετρική της μαστοριά, να αντιληφθεί και να εκτιμήσει τους υπαινιγμούς σε παλαιότερα κείμενα και σε σπάνιες παραλλαγές των μύθων. Εξαίρεση αποτέλεσε το θέατρο, που απευθυνόταν στο μεγάλο κοινό.
4.4.Α. Δραματική ποίηση
Οι θεατρικές εκδηλώσεις (διονυσιακές γιορτές, θεατρικοί αγώνες κλπ.) συνεχίζονται. Δράματα γράφονται και παριστάνονται πολλά. Στις επικράτειες των Διαδόχων χτίζονται πλήθος καινούργια θέατρα, ανάμεσά τους και το θέατρο στην Έφεσο, που χωρούσε 20.000 θεατές.[1] Οι ηθοποιοί και οι άλλοι περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται είναι τώρα επαγγελματίες, συγκροτούν θιάσους και περιοδεύουν παρουσιάζοντας έργα κλασικά και νεότερα.
Η στενή σχέση του θεάτρου με τη δημοκρατία είναι γνωστή, και θα το περιμέναμε η ποιότητα της θεατρικής παραγωγής να ξεπέσει, όπως και έγινε. Τελευταία σημαντική αναλαμπή η Νέα κωμωδία, που άνθισε στην Αθήνα από τα τέλη του 4ου ως τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα. Από τα έργα της σώζονται πολλά και μεγάλα αποσπάσματα,[2] αλλά μόνο μία ολόκληρη κωμωδία, ο Δύσκολος του Μενάνδρου.
ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ (342-291 π.Χ.)
«Μένανδρε και ζωή, ποιος απ᾽ τους δυο αντίγραψε τον άλλον;»
Αριστοφάνης ο Γραμματικός
Ο κυριότερος εκπρόσωπος της Νέας κωμωδίας ήταν Αθηναίος από την Κηφισιά. Στα χρόνια του η πολιτική ζωή της Αθήνας ήταν εξαιρετικά ταραγμένη, αλλά στα έργα του δε βρίσκουμε ούτε έναν πολιτικό υπαινιγμό. Η παράδοση της Παλαιάς κωμωδίας έχει οριστικά χαθεί. Ακολουθώντας σε πολλά τους τρόπους του Ευριπίδη, η Νέα κωμωδία είναι ρεαλιστική: αφορά κοινούς ανθρώπους, με τις αρετές και τα ελαττώματά τους, ανθρώπους που ο συγγραφέας τούς παρουσιάζει να κινούνται στο πλαίσιο μιας πολύπλοκης φανταστικής υπόθεσης με ευχάριστο τέλος. Αποφασιστικό ρόλο στις υποθέσεις αυτές, πέρα από τον έρωτα, παίζει κάθε φορά και η τύχη.
Οι κωμικοί τύποι που σχηματίστηκαν στη Μέση κωμωδία (ο γεροτσιγκούνης, ο ερωτευμένος νέος, η εταίρα, ο καταφερτζής δούλος κλπ.) εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν· όμως ειδικά για τον Μένανδρο διαπιστώνουμε ότι κατάφερνε τόσο τους γνωστούς και συνηθισμένους τύπους όσο και κάθε άλλο πρόσωπο να τους μετατρέπει σε ξεχωριστούς, ολοκληρωμένους ανθρώπους.[3] Τους παρουσιάζει με συμπάθεια, και είναι αυτός που έγραψε τον στίχο: Ὡς χαρίεν ἔστ᾽ ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ.[4]
Εκτός από τον Δύσκολο, που ένα αναπάντεχο παπυρικό εύρημα τον διάσωσε ολόκληρο, πολύστιχα αποσπάσματα μας επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε τουλάχιστο δύο ακόμα έργα, τη Σαμία και τους Ἐπιτρέποντες.
Ο Μένανδρος έγραψε πάνω από 100 κωμωδίες, αλλά οι νίκες του στους θεατρικούς διαγωνισμούς ήταν λιγότερες από του κυριότερου ανταγωνιστή του, του Φιλήμονα - «Ντροπή!» σημείωσαν οι κατοπινοί κριτικοί, που αναγνώρισαν τον Μένανδρο ως ποιητή μεγάλο.
Ο Φιλήμων (περ. 365-264 π.Χ.) γεννήθηκε στις Συρακούσες, αλλά προτίμησε να ζήσει στην Αθήνα, όπως και ο τρίτος σημαντικότερος ποιητής της Νέας κωμωδίας, ο Δίφιλος, που είχε γεννηθεί στη Σινώπη του Πόντου. Η προσπάθεια του Πτολεμαίου Α' να μεταφυτέψει τη θεατρική κίνηση στην Αλεξάνδρεια απότυχε: ο Μένανδρος δεν αποδέχτηκε καν την πρόσκλησή του, και ο Φιλήμων, που την αποδέχτηκε, παρουσίασε εκεί την κωμωδία του Πανήγυρις και γύρισε στην Αθήνα.
Η Νέα κωμωδία δεν είχε πια καθόλου χορικά τραγούδια· μόνο ενδιάμεσα, στα διαλείμματα θα λέγαμε σήμερα, μια ομάδα από χορευτές-γλεντοκόπους έμπαινε στην ορχήστρα να τραγουδήσει και να χορέψει μιμητικό χορό. Έτσι, ολοκληρώθηκε μια εξέλιξη που είχε ξεκινήσει με τα εμβόλιμα χορικά του Ευριπίδη και του Αγάθωνα και συνεχίστηκε με τα τελευταία έργα του Αριστοφάνη και τη Μέση κωμωδία.
Σχετική είναι και μια άλλη εξέλιξη, που αφορά το θεατρικό κτίσμα. Από τη στιγμή που ο Χορός δε συμμετείχε στο έργο, η ορχήστρα δεν είχε λόγο να επικοινωνεί με το προσκήνιο, όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί. Έτσι, μόνο ορισμένα παλιά θέατρα, όπως το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα, διατηρούσαν την παραδοσιακή τους μορφή· στα καινούργια θέατρα που χτίζονταν προς το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. και αργότερα, το προσκήνιο ήταν υπερυψωμένο και στηριζόταν σε μια σειρά από κολόνες, τρία και τέσσερα μέτρα ψηλές.
Η ελληνιστική τραγωδία και το συνακόλουθο σατυρικό δράμα δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Γνωρίζουμε πολλά ονόματα ποιητών,[5] και μας σώθηκαν αρκετά αποσπάσματα και τίτλοι από τα δράματά τους· όμως σε γενικές γραμμές η δραματική παραγωγή ήταν άχρωμη, σχεδόν ασήμαντη, και είναι χαρακτηριστικό ότι τραγικό έργο ολόκληρο δε σώζεται κανένα. Το μεγαλύτερο απόσπασμα που έχουμε είναι 269 στίχοι από την τραγωδία Ἐξαγωγή, με θέμα την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο. Ποιητής της ο Ιεζεκιήλ, που έζησε τον 3ο/2ο π.Χ. αιώνα και αποφάσισε να παρουσιάσει ένα επεισόδιο από την ιστορία του λαού του στη μορφή και τη γλώσσα της ελληνικής τραγωδίας.
Ανάμεσα στους δραματικούς ποιητές ξεχωρίζει ο Λυκόφρων από τη Χαλκίδα (4ος/3ος π.Χ. αι.). Τα δράματά του έχουν χαθεί· σώζεται όμως το έργο του Ἀλεξάνδρα, όπου ένας δούλος παρουσιάζεται να μεταφέρει κατά λέξη στον Πρίαμο μια πολύστιχη προφητεία της μάντισσας Κασσάνδρας, που είχε και το όνομα Αλεξάνδρα. Ο μονόλογός του είναι τόσο σκοτεινός στην έκφραση και στο περιεχόμενο, ώστε σίγουρα το έργο δεν προοριζόταν να παρουσιαστεί στο θέατρο αλλά μόνο να διαβαστεί από λόγιους μελετητές και γνώστες της παράδοσης. Μελετητής και γνώστης της παράδοσης, φιλόλογος, ήταν άλλωστε και ο ίδιος ο Λυκόφρονας.
Προς το τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα οι παραστάσεις κωμωδίας, τραγωδίας και σατυρικού δράματος σπανίζουν, και θα έρθει ώρα να σταματήσουν τελείως. Τη θέση τους παίρνουν λιγότερο έντεχνα λαϊκότερα θεάματα, σαν αυτά που συνήθως παρουσιάζονταν στα συμπόσια, στα πανηγύρια και σε άλλες ανάλογες εκδηλώσεις: μονόλογοι και διάλογοι σε στίχο ή σε πεζό, φάρσες και σκετς, μυθολογικές παρωδίες,[6] χορευτικά και τραγουδιστικά νούμερα, ακροβασίες και χοντροκοπιές - όλα ρεαλιστικά και αθυρόστομα. Μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε στο σύνολό τους ως μίμους, ή και να ξεχωρίσουμε, όπως ο Πλούταρχος, τα καθαρά «παιχνίδια» (παίγνια) από όσα διάθεταν πλοκή (υποθέσεις). Έχουμε κάποιες απεικονίσεις και σκόρπιες πληροφορίες για το ένα ή το άλλο είδος, αλλά τα κείμενα που διαθέτουμε είναι ελάχιστα.[7]
Ο μίμος έχει οριστεί ως μίμησις βίου τά τε συγκεχωρημένα καὶ τὰ ἀσυγχώρητα περιέχων, «όσα επιτρέπονται, και όσα δεν επιτρέπονται» (Διομήδης ο Γραμματικός). Χαρακτηριστικό του ότι παιζόταν χωρίς μάσκα, αρχικά από ένα μονάχα μιμολόγο, που κρατούσε όλους τους ρόλους, αργότερα από περισσότερους και με τη συμμετοχή γυναικών, ή ακόμα και παιδιών.
-----------------------------
1. Την εποχή αυτή κάθε πολιτεία, μικρή μεγάλη, είχε το θέατρό της, που δε χρησίμευε μόνο για παραστάσεις αλλά και για κάθε άλλη κοινωνική εκδήλωση, συνελεύσεις, συναυλίες, διαλέξεις κλπ.
2. Τις γνώσεις μας για τη Νέα κωμωδία ενισχύουν σημαντικά και οι Ρωμαίοι κωμωδιογράφοι, που συχνά μιμήθηκαν, διασκεύασαν, ως ένα σημείο και μετάφρασαν τα έργα της.
3. Σε αυτό πρέπει να βοήθησε και ότι δάσκαλός του ήταν ο μελετητής και συγγραφέας των Χαρακτήρων, ο Θεόφραστος.
4. «Χαριτωμένος που είναι ο άνθρωπος, αν είναι άνθρωπος!» (απόσπ. 484).
5. Σε επτά από αυτούς, τους καλύτερους, που διακρίθηκαν στους δραματικούς αγώνες, δόθηκε αργότερα το ομαδικό όνομα Πλειάς, από τον αστερισμό της Πλειάδος (της Πούλιας), που έχει επτά αστέρια.
6. Συνήθως τις ονομάζουμε Ιλαροτραγωδίες ή Φλύακες, με το όνομα που είχαν στην Κάτω Ιταλία, όπου στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα έδρασε ο πιο γνωστός ποιητής τους, ο Ρίνθων.
7. Πληροφορίες έχουμε και για το ιδιότυπο είδος του Παντόμιμου, όπου οι υποκριτές παρίσταναν τα πάντα με τις κινήσεις τους - χωρίς καθόλου κείμενο!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου