πόνος πόνῳ πόνον φέρει.
πᾷ πᾷ
πᾷ γὰρ οὐκ ἔβαν ἐγώ;
κοὐδεὶς ἐπιστᾶται με συμμαθεῖν τόπος.
870 ἰδοὺ ἰδού,
δοῦπον αὖ κλύω τινά.
ΗΜ. ἡμῶν γε ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν.
ΗΜ. τί οὖν δή;
ΗΜ. πᾶν ἐστίβηται πλευρὸν ἕσπερον νεῶν.
875 ΗΜ. ἔχεις οὖν;
ΗΜ. πόνου γε πλῆθος, κοὐδὲν εἰς ὄψιν πλέον.
ΗΜ. ἀλλ᾽ οὐδὲ μὲν δὴ τὴν ἀφ᾽ ἡλίου βολῶν
κέλευθον ἁνὴρ οὐδαμοῦ δηλοῖ φανείς.
ΧΟ. τίς ἂν δῆτά μοι, τίς ἂν φιλοπόνων [στρ.]
880 ἁλιαδᾶν ἔχων ἀύπνους ἄγρας
ἢ τίς Ὀλυμπιάδων
θεᾶν, ἢ ῥυτῶν
Βοσπορίων ποταμῶν,
885 ἴδρις τὸν ὠμόθυμον εἴ
ποθι πλαζόμενον [λεύσσων]
ἀπύοι; σχέτλια γὰρ
ἐμέ γε τὸν μακρῶν ἀλάταν πόνων
οὐρίῳ μὴ πελάσαι δρόμῳ,
890 ἀλλ᾽ ἀμενηνὸν ἄνδρα μὴ λεύσσειν ὅπου.
ΤΕΚ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. τίνος βοὴ πάραυλος ἐξέβη νάπους;
ΤΕΚ. ἰὼ τλάμων.
ΧΟ. τὴν δουρίληπτον δύσμορον νύμφην ὁρῶ
895 Τέκμησσαν, οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένην.
ΤΕΚ. ᾤχωκ᾽, ὄλωλα, διαπεπόρθημαι, φίλοι.
ΧΟ. τί δ᾽ ἔστιν;
ΤΕΚ. Αἴας ὅδ᾽ ἡμῖν ἀρτίως νεοσφαγὴς
κεῖται, κρυφαίῳ φασγάνῳ περιπτυχής.
900 ΧΟ. ὤμοι ἐμῶν νόστων·
ὤμοι, κατέπεφνες ‹ἅμ᾽›, ὦναξ,
τόνδε συνναύταν, ὦ τάλας·
ὦ ταλαῖφρον γύναι.
ΤΕΚ. ὡς ὧδε τοῦδ᾽ ἔχοντος αἰάζειν πάρα.
905 ΧΟ. τίνος ποτ᾽ ἆρ᾽ ἔπραξε χειρὶ δύσμορος;
ΤΕΚ. αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ· δῆλον. ἐν γάρ οἱ χθονὶ
πηκτὸν τόδ᾽ ἔγχος περιπετὲς κατηγορεῖ.
ΧΟ. ὤμοι ἐμᾶς ἄτας, οἶος ἄρ᾽ αἱμάχθης,
910 ἄφαρκτος φίλων·
ἐγὼ δ᾽ ὁ πάντα κωφός, ὁ πάντ᾽ ἄιδρις,
κατημέλησα. πᾷ πᾷ
κεῖται ὁ δυστράπελος δυσώνυμος Αἴας;
915 ΤΕΚ. οὔτοι θεατός· ἀλλά νιν περιπτυχεῖ
φάρει καλύψω τῷδε παμπήδην, ἐπεὶ
οὐδεὶς ἄν, ὅστις καὶ φίλος, τλαίη βλέπειν
φυσῶντ᾽ ἄνω πρὸς ῥῖνας ἔκ τε φοινίας
πληγῆς μελανθὲν αἷμ᾽ ἀπ᾽ οἰκείας σφαγῆς.
920 οἴμοι, τί δράσω; τίς σε βαστάσει φίλων;
ποῦ Τεῦκρος; ὡς ἀκμαῖ᾽ ἄν, εἰ βαίη, μόλοι
πεπτῶτ᾽ ἀδελφὸν τόνδε συγκαθαρμόσαι.
ὦ δύσμορ᾽ Αἴας, οἷος ὢν οἵως ἔχεις,
ὡς καὶ παρ᾽ ἐχθροῖς ἄξιος θρήνων τυχεῖν.
πᾷ πᾷ
πᾷ γὰρ οὐκ ἔβαν ἐγώ;
κοὐδεὶς ἐπιστᾶται με συμμαθεῖν τόπος.
870 ἰδοὺ ἰδού,
δοῦπον αὖ κλύω τινά.
ΗΜ. ἡμῶν γε ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν.
ΗΜ. τί οὖν δή;
ΗΜ. πᾶν ἐστίβηται πλευρὸν ἕσπερον νεῶν.
875 ΗΜ. ἔχεις οὖν;
ΗΜ. πόνου γε πλῆθος, κοὐδὲν εἰς ὄψιν πλέον.
ΗΜ. ἀλλ᾽ οὐδὲ μὲν δὴ τὴν ἀφ᾽ ἡλίου βολῶν
κέλευθον ἁνὴρ οὐδαμοῦ δηλοῖ φανείς.
ΧΟ. τίς ἂν δῆτά μοι, τίς ἂν φιλοπόνων [στρ.]
880 ἁλιαδᾶν ἔχων ἀύπνους ἄγρας
ἢ τίς Ὀλυμπιάδων
θεᾶν, ἢ ῥυτῶν
Βοσπορίων ποταμῶν,
885 ἴδρις τὸν ὠμόθυμον εἴ
ποθι πλαζόμενον [λεύσσων]
ἀπύοι; σχέτλια γὰρ
ἐμέ γε τὸν μακρῶν ἀλάταν πόνων
οὐρίῳ μὴ πελάσαι δρόμῳ,
890 ἀλλ᾽ ἀμενηνὸν ἄνδρα μὴ λεύσσειν ὅπου.
ΤΕΚ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. τίνος βοὴ πάραυλος ἐξέβη νάπους;
ΤΕΚ. ἰὼ τλάμων.
ΧΟ. τὴν δουρίληπτον δύσμορον νύμφην ὁρῶ
895 Τέκμησσαν, οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένην.
ΤΕΚ. ᾤχωκ᾽, ὄλωλα, διαπεπόρθημαι, φίλοι.
ΧΟ. τί δ᾽ ἔστιν;
ΤΕΚ. Αἴας ὅδ᾽ ἡμῖν ἀρτίως νεοσφαγὴς
κεῖται, κρυφαίῳ φασγάνῳ περιπτυχής.
900 ΧΟ. ὤμοι ἐμῶν νόστων·
ὤμοι, κατέπεφνες ‹ἅμ᾽›, ὦναξ,
τόνδε συνναύταν, ὦ τάλας·
ὦ ταλαῖφρον γύναι.
ΤΕΚ. ὡς ὧδε τοῦδ᾽ ἔχοντος αἰάζειν πάρα.
905 ΧΟ. τίνος ποτ᾽ ἆρ᾽ ἔπραξε χειρὶ δύσμορος;
ΤΕΚ. αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ· δῆλον. ἐν γάρ οἱ χθονὶ
πηκτὸν τόδ᾽ ἔγχος περιπετὲς κατηγορεῖ.
ΧΟ. ὤμοι ἐμᾶς ἄτας, οἶος ἄρ᾽ αἱμάχθης,
910 ἄφαρκτος φίλων·
ἐγὼ δ᾽ ὁ πάντα κωφός, ὁ πάντ᾽ ἄιδρις,
κατημέλησα. πᾷ πᾷ
κεῖται ὁ δυστράπελος δυσώνυμος Αἴας;
915 ΤΕΚ. οὔτοι θεατός· ἀλλά νιν περιπτυχεῖ
φάρει καλύψω τῷδε παμπήδην, ἐπεὶ
οὐδεὶς ἄν, ὅστις καὶ φίλος, τλαίη βλέπειν
φυσῶντ᾽ ἄνω πρὸς ῥῖνας ἔκ τε φοινίας
πληγῆς μελανθὲν αἷμ᾽ ἀπ᾽ οἰκείας σφαγῆς.
920 οἴμοι, τί δράσω; τίς σε βαστάσει φίλων;
ποῦ Τεῦκρος; ὡς ἀκμαῖ᾽ ἄν, εἰ βαίη, μόλοι
πεπτῶτ᾽ ἀδελφὸν τόνδε συγκαθαρμόσαι.
ὦ δύσμορ᾽ Αἴας, οἷος ὢν οἵως ἔχεις,
ὡς καὶ παρ᾽ ἐχθροῖς ἄξιος θρήνων τυχεῖν.
***
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α’Κόπος στον κόπο, κι άλλος κόπος.
Πού κι από πού δεν πέρασα εγώ;
Κι όμως κανένας τόπος δεν ξέρει να μου πει
το μυστικό.
870 Πρόσεξε, τώρα, προσοχή·
ακούω κάποιον χτύπο πάλι.
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β’
Είμαστε εμείς, του καραβιού οι σύντροφοι, θαλασσινοί.
ΗΜΙΧ. Α’ Λοιπόν τί τρέχει;
ΗΜΙΧ. Β’ Όλη τη δυτική πλευρά στο αραξοβόλι
την ψάξαμε βήμα προς βήμα.
ΗΜΙΧ. Α’ Βρήκες μιαν άκρη;
ΗΜΙΧ. Β’ Κόπος πολύς, αφάνταστος, όμως δεν πήρε
τίποτα το μάτι μου.
ΗΜΙΧ. Α’ Ούτε και στη μεριά που ο ήλιος ανατέλλει,
δεν βρήκα ίχνος πουθενά, πατήματα να δείχνουν κάτι.
ΧΟ. Κανείς λοιπόν φιλόπονος θαλασσινός
880 απ᾽ όσους μες στη νύχτα άγρυπνοι ψαρεύουν,
καμιά από τις ξωθιές του Ολύμπου κι από τα ρέοντα
ποτάμια του Βοσπόρου, δεν θα μου πει αν είδε κάπου
εκείνον τον παράτολμο να παραδέρνει;
Απελπισία με πιάνει να το σκέφτομαι, που τόσην ώρα,
τριγυρνώ εξοντωμένος, κι όμως δεν έγινε να βρω
τον δρόμο τον σωστό, να δουν τα μάτια μου
890 τον άνθρωπό μου, τη σκιά του.
ΤΕ. Οά, οά.
ΧΟ. Ποιά η φωνή που φτάνει εδώ
μέσα απ᾽ τη λαγκαδιά στ᾽ αυτιά μου;
ΤΕ. Ω δυστυχία αβάσταχτη.
ΧΟ. Βλέπω τη δύσμοιρη, αιχμάλωτη γυναίκα του,
την Τέκμησσα, από τον πόνο συντριμμένη.
ΤΕ. Χάθηκα, φίλοι, έσβησα, ήλθε το τέλος.
ΧΟ. Τί τρέχει; Μίλα.
ΤΕ. Ο Αίας κείται εδώ, μόλις σφαγιασμένος,
με το σπαθί χωμένο, περασμένο στο κορμί του.
900 ΧΟ. Ιώ, μου χάνεται για πάντα ο νόστος,
αλί μου, βασιλιά μου, θανάτωσες μαζί κι εμένα,
τον ναυτικό σου σύντροφο. Ω μοίρα μαύρη,
ω δύσμοιρη κι εσύ γυναίκα.
ΤΕ. Επώνυμος του Αίαντα αρμόζει τώρα ο στεναγμός αιαί.
ΧΟ. Με τίνος χέρι ο δύστυχος βρήκε το τέλος του;
ΤΕ. Μόνος, με το δικό του χέρι, φαίνεται το πράγμα·
μπήγοντας το σπαθί στη γη, έπεσε πάνω του — αυτό
δείχνει τον δράστη.
ΧΟ. Τυφλή για μένα η συμφορά,
έχυσες μόνος το αίμα σου,
910 αφύλαχτος από δικούς και φίλους.
Κι εγώ ολότελα κουφός κι ολότελα ανήξερος,
πιάστηκα αμελέτητος.
Πού, πες μου πού κείται δυσώνυμος
ο Αίας αμετάπειστος;
ΤΕ. Δεν είναι να τον δεις. Όμως εγώ θα να τον καλύψω
τώρα γύρω γύρω μ᾽ ένα πολύπτυχο σεντόνι,
γιατί κανείς, ακόμη και πολύ δικός,
δεν θ᾽ άντεχε, βλέποντας μαύρο αίμα να κυλά
απ᾽ τα ρουθούνια του και την αιμόφυρτη πληγή
της αυτοκτονικής σφαγής.
920 Ω, πες μου, τί να κάνω; ποιός από τους δικούς
θα τον σηκώσει; πού είναι ο Τεύκρος, που θα μπορούσε
φτάνοντας στην ώρα του, το σώμα του νεκρού αδελφού
μαζί μου να κηδέψει;
Δύσμοιρε Αίαντα, ποιός ήσουν και πώς έγινες,
τόσο που θ᾽ άξιζε να σε θρηνούν ακόμη κι οι εχθροί σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου