Ο Jiă Dăo, ένας μεγάλος ποιητής της εποχής Táng, πήγαινε κάποια μέρα καβάλα στο γάιδαρό του και δούλευε στο μυαλό του δυο στίχους:
鸟宿池边树, 僧敲月下门:
«Πουλιά κοιμούνται στα δέντρα δίπλα στη λίμνη
κι ο μοναχός χτυπά την πόρτα στο φεγγαρόφωτο.»
Απορροφημένος όπως ήταν με τις σκέψεις του, δεν πρόσεξε τη μεγάλη συνοδεία ενός αξιωματούχου που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση κι έτσι δεν πρόλαβε να παραμερίσει, ως ώφειλε.
“Γιατί δεν κάνεις στην άκρη; ” τον ρώτησαν οι υπηρέτες της συνοδείας.
Να με συμπαθάει ο αφέντης σας’, απάντησε ταπεινά ο Jiă Dăo, ‘αλλά σκεφτόμουν ένα ποίημα κι ήμουν αφηρημένος. Γι’ αυτό δε σας είδα. Ζητώ ταπεινά συγνώμη.’
Ο άρχοντας που ταξίδευε με τη συνοδεία του έτυχε να είναι ο λόγιος και ποιητής Hán Yù. Όταν άκουσε τη δικαιολογία του Jiă Dăo, του ζήτησε να του πει τι ήταν αυτό που σκεφτόταν.
“Να”, είπε ο Jiă Dăo. “Έχω αυτούς τους δυο στίχους. Αλλά στον δεύτερο, δε μου πολυαρέσει αυτό το ‘χτυπά’ (敲). Λέω να το αλλάξω και να το κάνω ‘σπρώχνει’ (推). ”
Ο Hán Yù είπε στη συνοδεία του να περιμένει και βάλθηκε κι αυτός να σκέφτεται. “Άκου, φίλε μου’ είπε τελικά στον Jiă Dăo. “Ο πρώτος σου στίχος είναι μια γαλήνια σκηνή μέσα στη νύχτα, χωρίς κίνηση, χωρίς ήχο. Το ποίημά σου χρειάζεται κάποια κίνηση, κάποιον ήχο για να ισορροπήσει και να ζωντανέψει. Εγώ σε συμβουλεύω να κρατήσεις το ‘χτυπά’ στο δεύτερο στίχο και να μην το αντικαταστήσεις με το ‘σπρώχνει’. Αυτός ο κοφτός ήχος του χτυπήματος στην πόρτα, θα δώσει ζωή στη σιωπή της νύχτας σου. ”
Έκτοτε, ο συνδυασμός των δυο ρημάτων που παίδεψαν τους δυο ποιητές – σπρώχνω και χτυπώ (推敲) – έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα ως ρήμα, που σημαίνει ‘σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι για ν’ αποφασίσω’, κυρίως σ’ ό,τι αφορά στιλιστικές επιλογές στο γραπτό λόγο.
鸟宿池边树, 僧敲月下门:
«Πουλιά κοιμούνται στα δέντρα δίπλα στη λίμνη
κι ο μοναχός χτυπά την πόρτα στο φεγγαρόφωτο.»
Απορροφημένος όπως ήταν με τις σκέψεις του, δεν πρόσεξε τη μεγάλη συνοδεία ενός αξιωματούχου που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση κι έτσι δεν πρόλαβε να παραμερίσει, ως ώφειλε.
“Γιατί δεν κάνεις στην άκρη; ” τον ρώτησαν οι υπηρέτες της συνοδείας.
Να με συμπαθάει ο αφέντης σας’, απάντησε ταπεινά ο Jiă Dăo, ‘αλλά σκεφτόμουν ένα ποίημα κι ήμουν αφηρημένος. Γι’ αυτό δε σας είδα. Ζητώ ταπεινά συγνώμη.’
Ο άρχοντας που ταξίδευε με τη συνοδεία του έτυχε να είναι ο λόγιος και ποιητής Hán Yù. Όταν άκουσε τη δικαιολογία του Jiă Dăo, του ζήτησε να του πει τι ήταν αυτό που σκεφτόταν.
“Να”, είπε ο Jiă Dăo. “Έχω αυτούς τους δυο στίχους. Αλλά στον δεύτερο, δε μου πολυαρέσει αυτό το ‘χτυπά’ (敲). Λέω να το αλλάξω και να το κάνω ‘σπρώχνει’ (推). ”
Ο Hán Yù είπε στη συνοδεία του να περιμένει και βάλθηκε κι αυτός να σκέφτεται. “Άκου, φίλε μου’ είπε τελικά στον Jiă Dăo. “Ο πρώτος σου στίχος είναι μια γαλήνια σκηνή μέσα στη νύχτα, χωρίς κίνηση, χωρίς ήχο. Το ποίημά σου χρειάζεται κάποια κίνηση, κάποιον ήχο για να ισορροπήσει και να ζωντανέψει. Εγώ σε συμβουλεύω να κρατήσεις το ‘χτυπά’ στο δεύτερο στίχο και να μην το αντικαταστήσεις με το ‘σπρώχνει’. Αυτός ο κοφτός ήχος του χτυπήματος στην πόρτα, θα δώσει ζωή στη σιωπή της νύχτας σου. ”
Έκτοτε, ο συνδυασμός των δυο ρημάτων που παίδεψαν τους δυο ποιητές – σπρώχνω και χτυπώ (推敲) – έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα ως ρήμα, που σημαίνει ‘σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι για ν’ αποφασίσω’, κυρίως σ’ ό,τι αφορά στιλιστικές επιλογές στο γραπτό λόγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου