Δημοκρατία και πολιτική ισότητα
Καθ’ όλη την ιστορική ανάπτυξη της έννοιας, αλλά και της πρακτικής της πολιτικής ισότητας φαίνεται να έχει επιδιωχθεί η δυνατότητα να συμμετέχουν οι πολίτες, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Πώς επιχειρήθηκε η υλοποίηση μιας τέτοιας δυνατότητας; Με τον τρόπο ή τη μέθοδο της δημοκρατίας. Ένα τέτοιο μέλημα απασχόλησε, πρωτίστως, την αρχαία ελληνική σκέψη και αναζωπυρώθηκε επειγόντως με τη συγκρότηση των αστικών κρατών. Έκτοτε αναπτύχθηκαν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται διάφορες πολιτικές θεωρίες, νεωτερικής ή μετανεωτερικής υφής, γύρω από τις δυνατές μορφές «δημοκρατικής διακυβέρνησης». Μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι η έννοια της δημοκρατίας έχει χρησιμοποιηθεί, στη θεωρία και την πράξη, με τους πιο διαφορετικούς τρόπους. Στην αρχαία Αθήνα, ας πούμε, η δημοκρατία λειτούργησε, στην αναλογία του ιστορικού χρόνου, υπό μια μορφή άμεσης δημοκρατίας. Στην νεωτερική, ήτοι μετανεωτερική εποχή, η δεσπόζουσα μορφή δημοκρατίας είναι η λεγόμενη αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Η τελευταία τούτη μορφή «δημοκρατικής διακυβέρνησης», στο πλαίσιο του αστικού συστήματος κυριαρχίας, έχει γίνει το άγιο εικόνισμα, που ασπάζονται, με όλη την ελαφρότητα ή βαρύτητα του Είναι τους, από κοινού διαφθορείς και υπερασπιστές της δημοκρατίας. Πού βρίσκεται εν τέλει η αλήθεια; Το πολιτικό φαινόμενο της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» έχει μια σχετική και όχι απόλυτη αξία, καθ’ όλη τη διάρκεια των ιστορικών του εφαρμογών. Σε εποχές, για παράδειγμα, που οι λαοί στερούνταν το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας, μια τέτοια πολιτική έκφραση ήταν το ζητούμενο. Στις εποχές μας, με τον ανεξέλεγκτο εκφυλισμό και την απερίγραπτη διαφθορά του εν λόγω πολιτικού συστήματος, το ως άνω φαινόμενο είναι το διερευνώμενο. Δημοκρατία δεν μπορεί πλέον να είναι μόνο η κατάκτηση του δικαιώματος της καθολικής ψηφοφορίας, άμεσης και μυστικής, και η εκπροσώπηση του λαού στο κοινοβούλιο μέσω «αντιπροσώπων» του. Η εκπροσώπηση και η αντιπροσώπευση έχει χάσει προ πολλού την ονομαστική της αξία, γιατί δεν αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα απέναντι στην καταχρηστική άσκηση της εξουσίας. Ο ιστορικός χρόνος είναι ασυνεχής και δεν αφήνει περιθώρια για ιδεολογικές αυταπάτες, που στο όνομα της "αντιπροσώπευσης" νομιμοποιούν την πολιτική κυριαρχία των επαγγελματιών γραφειοκρατών και των αδίστακτων δοσίλογων.
Σε σχέση με την εκφυλισμένη μορφή πολιτικής αντιπροσώπευσης, ο Χέγκελ, κατά το πρότυπο του Ρουσσώ, αποφαίνεται με μοναδική ακρίβεια στη Φαινομενολογία του πνεύματος § 588: «όπου ο Εαυτός είναι παρών μόνο δια αντιπροσώπευσης ή ως μια απλή ιδέα, εκεί αυτός δεν είναι πραγματικά· όπου είναι δι’ εκπροσώπου, αυτός δεν είναι». Το γεγονός ότι ο λαός, ως εκλογικό σώμα, ψηφίζει αντιπροσώπους (του) κάθε τέσσερα χρόνια δεν σημαίνει ότι αμφισβητεί και το σύστημα εξουσίας, που έχει ως οντολογικό-κοινωνικό του θεμέλιο τον πλούτο και τους πλούσιους και το οποίο παράγει κάθε είδους εξαθλίωση των μαζών. Ένα τέτοιο εκλογικό σώμα δεν διαθέτει ή δεν αποκτά αυτομάτως με την ψήφο του την θεσμική ικανότητα να συντρίψει το σάπιο πολιτικό σύστημα και να ευαγγελισθεί μια νέα οικοδόμηση της κοινωνίας και εγκαθίδρυση της Πολιτείας, με το αριστοτελικό νόημα, ως Ισο-Πολιτείας. Η κοινότητα ίσων πολιτών είναι άπιαστο όνειρο για την πλειοψηφία του λαού και αντ’ αυτής έχουμε μια «κυβέρνηση [που] είναι μόνο η κάστα που νικάει» (Χέγκελ, Φαινομενολογία του πνεύματος § 591). Αυτή η κάστα, σύμφωνα με τον Μαρξ, πλημμυρίζει τις καρδιές των ανθρώπων με ψευδαισθήσεις ότι συμμετέχουν στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Στην ουσία πρόκειται για μια διαχειριστική ομάδα που αντικατοπτρίζει τις αστικές σχέσεις κυριαρχίας και την άκαρδη εξουσία ενός διεφθαρμένου ως το κόκαλο πολιτικού προσωπικού. Το ζητούμενο λοιπόν έρχεται και πάλι στο προσκήνιο: αντιπροσωπευτική ή άμεση δημοκρατία;
Καθ’ όλη την ιστορική ανάπτυξη της έννοιας, αλλά και της πρακτικής της πολιτικής ισότητας φαίνεται να έχει επιδιωχθεί η δυνατότητα να συμμετέχουν οι πολίτες, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Πώς επιχειρήθηκε η υλοποίηση μιας τέτοιας δυνατότητας; Με τον τρόπο ή τη μέθοδο της δημοκρατίας. Ένα τέτοιο μέλημα απασχόλησε, πρωτίστως, την αρχαία ελληνική σκέψη και αναζωπυρώθηκε επειγόντως με τη συγκρότηση των αστικών κρατών. Έκτοτε αναπτύχθηκαν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται διάφορες πολιτικές θεωρίες, νεωτερικής ή μετανεωτερικής υφής, γύρω από τις δυνατές μορφές «δημοκρατικής διακυβέρνησης». Μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι η έννοια της δημοκρατίας έχει χρησιμοποιηθεί, στη θεωρία και την πράξη, με τους πιο διαφορετικούς τρόπους. Στην αρχαία Αθήνα, ας πούμε, η δημοκρατία λειτούργησε, στην αναλογία του ιστορικού χρόνου, υπό μια μορφή άμεσης δημοκρατίας. Στην νεωτερική, ήτοι μετανεωτερική εποχή, η δεσπόζουσα μορφή δημοκρατίας είναι η λεγόμενη αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Η τελευταία τούτη μορφή «δημοκρατικής διακυβέρνησης», στο πλαίσιο του αστικού συστήματος κυριαρχίας, έχει γίνει το άγιο εικόνισμα, που ασπάζονται, με όλη την ελαφρότητα ή βαρύτητα του Είναι τους, από κοινού διαφθορείς και υπερασπιστές της δημοκρατίας. Πού βρίσκεται εν τέλει η αλήθεια; Το πολιτικό φαινόμενο της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» έχει μια σχετική και όχι απόλυτη αξία, καθ’ όλη τη διάρκεια των ιστορικών του εφαρμογών. Σε εποχές, για παράδειγμα, που οι λαοί στερούνταν το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας, μια τέτοια πολιτική έκφραση ήταν το ζητούμενο. Στις εποχές μας, με τον ανεξέλεγκτο εκφυλισμό και την απερίγραπτη διαφθορά του εν λόγω πολιτικού συστήματος, το ως άνω φαινόμενο είναι το διερευνώμενο. Δημοκρατία δεν μπορεί πλέον να είναι μόνο η κατάκτηση του δικαιώματος της καθολικής ψηφοφορίας, άμεσης και μυστικής, και η εκπροσώπηση του λαού στο κοινοβούλιο μέσω «αντιπροσώπων» του. Η εκπροσώπηση και η αντιπροσώπευση έχει χάσει προ πολλού την ονομαστική της αξία, γιατί δεν αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα απέναντι στην καταχρηστική άσκηση της εξουσίας. Ο ιστορικός χρόνος είναι ασυνεχής και δεν αφήνει περιθώρια για ιδεολογικές αυταπάτες, που στο όνομα της "αντιπροσώπευσης" νομιμοποιούν την πολιτική κυριαρχία των επαγγελματιών γραφειοκρατών και των αδίστακτων δοσίλογων.
Σε σχέση με την εκφυλισμένη μορφή πολιτικής αντιπροσώπευσης, ο Χέγκελ, κατά το πρότυπο του Ρουσσώ, αποφαίνεται με μοναδική ακρίβεια στη Φαινομενολογία του πνεύματος § 588: «όπου ο Εαυτός είναι παρών μόνο δια αντιπροσώπευσης ή ως μια απλή ιδέα, εκεί αυτός δεν είναι πραγματικά· όπου είναι δι’ εκπροσώπου, αυτός δεν είναι». Το γεγονός ότι ο λαός, ως εκλογικό σώμα, ψηφίζει αντιπροσώπους (του) κάθε τέσσερα χρόνια δεν σημαίνει ότι αμφισβητεί και το σύστημα εξουσίας, που έχει ως οντολογικό-κοινωνικό του θεμέλιο τον πλούτο και τους πλούσιους και το οποίο παράγει κάθε είδους εξαθλίωση των μαζών. Ένα τέτοιο εκλογικό σώμα δεν διαθέτει ή δεν αποκτά αυτομάτως με την ψήφο του την θεσμική ικανότητα να συντρίψει το σάπιο πολιτικό σύστημα και να ευαγγελισθεί μια νέα οικοδόμηση της κοινωνίας και εγκαθίδρυση της Πολιτείας, με το αριστοτελικό νόημα, ως Ισο-Πολιτείας. Η κοινότητα ίσων πολιτών είναι άπιαστο όνειρο για την πλειοψηφία του λαού και αντ’ αυτής έχουμε μια «κυβέρνηση [που] είναι μόνο η κάστα που νικάει» (Χέγκελ, Φαινομενολογία του πνεύματος § 591). Αυτή η κάστα, σύμφωνα με τον Μαρξ, πλημμυρίζει τις καρδιές των ανθρώπων με ψευδαισθήσεις ότι συμμετέχουν στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Στην ουσία πρόκειται για μια διαχειριστική ομάδα που αντικατοπτρίζει τις αστικές σχέσεις κυριαρχίας και την άκαρδη εξουσία ενός διεφθαρμένου ως το κόκαλο πολιτικού προσωπικού. Το ζητούμενο λοιπόν έρχεται και πάλι στο προσκήνιο: αντιπροσωπευτική ή άμεση δημοκρατία;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου