Ο Υπαρξισμός αποτελεί το φιλοσοφικό εκείνο κίνημα που θέτει την ανθρώπινη ύπαρξη στο κέντρο κάθε αναζήτησης. Η πεποίθηση πως υπάρχει οντολογική προτερασιότητα της ουσίας έναντι της ύπαρξης, που αποτελούσε την βάση της φιλοσοφίας πρωτύτερα, με την εμφάνιση του υπαρξισμού κλονίζεται. Με τον υπαρξισμό υπάρχει πρώτη φορά διαχωρισμός της ύπαρξης από την ουσία· για το ρεύμα αυτό, η ύπαρξη αποτελεί μια φυσική ιστορική οντότητα που συνδέεται με τον χωροχρόνο στον οποίο νοείται και λειτουργεί. Εν αντιθέσει με την ως τότε αντίληψη πως η ανθρώπινη ύπαρξη βασίζεται σε μια ουσία, σύμπλεγμα μορφής και ύλης ή ψυχής, ο υπαρξισμός πρεσβεύει πως στον άνθρωπο είναι η ουσία αυτή που έπεται ενώ η ύπαρξη προηγείται. Με άλλα λόγια, πρέπει κανείς πρώτα να υπάρχει για να μπορέσει έπειτα να φτιάξει αυτό που πραγματικά είναι.
Η δυνατότητα όμως να μπορέσει κάποιος να δομήσει το είναι του, συνεπάγεται για τους υπαρξιστές την ύπαρξη μιας στενής σύνδεσης ανάμεσα στο είναι και στην ελευθερία σκέψης και δράσης του ανθρώπου. Επομένως, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον υπαρξισμό η έννοια της ελευθερίας και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της φιλοσοφίας του γιατί η ελευθερία για τους υπαρξιστές είναι αυτή που καθορίζει την οντολογική κατάσταση των ανθρωπίνων όντων. Ως αποτέλεσμα, και η συνείδηση δεν αποτελεί μια απλή αποθήκη συσσώρευσης δεδομένων αλλά αντιθέτως είναι η βασική προϋπόθεση για να μπορέσει ο άνθρωπος να δώσει νόημα στην ζωή του.
Δύο από τους αντιπροσωπευτικότερους υποστηρικτές του υπαρξισμού είναι ο Σαρτρ και ο Καμύ. Αν και οι φιλοσοφικές τους αποκλίσεις είναι ευρείες με αποτέλεσμα να έρχονται αντιμέτωποι υποστηρίζοντας αντίθετες απόψεις, ωστόσο και οι δύο ξεκινάνε με δεδομένο την πρωτοκαθεδρία της ύπαρξης έναντι της ουσίας και ενάντια σε κάθε μεταφυσική θεώρηση του κόσμου και του ανθρώπου, προσπαθούν να την εξηγήσουν μέσα από την λογοτεχνική τους παραγωγή.
Οι θέσεις του Σαρτρ σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση αναλύονται στο δοκίμιό του Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του ‘κάθε αλήθεια και κάθε πράξη εξυπακούουν ένα κοινωνικό περιβάλλον και μια ανθρώπινη υποκειμενικότητα’. Κατά συνέπεια, μπορεί να υπάρξουν άπειρες υποκειμενικότητες και ο άνθρωπος έτσι φτιάχνει το είναι του μέσα από τις πράξεις που κάνει στο δεδομένο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει. Υπ’ αυτή την έννοια, ο άνθρωπος είναι ένα ελεύθερο ον, όποιες και αν είναι οι συνθήκες της ζωής του και επομένως έχει ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να επιλέξει τον δρόμο που θα ακολουθήσει.
Κατά τον Σαρτρ λοιπόν, δεν υπάρχει ένα υπόστρωμα, μια γενική ανθρώπινη φύση. Αντιθέτως, αρχικά δεν υπάρχει τίποτα και έτσι ο μόνος τρόπος να φτιαχτεί η ανθρώπινη φύση είναι η δράση του ίδιου του ανθρώπου έτσι ώστε να γίνει ‘πάνω απ’ όλα αυτό που θα έχει σχεδιάσει να γίνει’, εννοώντας πως η θέλησή του αυτή θα είναι μια συνειδητή απόφαση και γι΄αυτό κατά συνέπεια ο άνθρωπος θα έχει την πλήρη ευθύνη γι΄αυτό που είναι, την πλήρη ευθύνη της ύπαρξής του. Δημιουργώντας όμως ο άνθρωπος αυτό που είναι συνειδητά, αναπόφευκτα παράλληλα επηρεάζει και την ζωή των άλλων, γιατί κάθε του απόφαση καθορίζει και την τροπή των γεγονότων μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο δρα. Επομένως, εφόσον οι άνθρωποι αλληλοσυνδέονται μεταξύ τους, καθένας πέρα από την ευθύνη για την ύπαρξή του έχει ευθύνη και απέναντι σε ολόκληρη την ανθρωπότητα γιατί επηρεάζει την πορεία της με τις αποφάσεις και τις πράξεις του.
Έτσι λοιπόν, ‘δεν υπάρχει τίποτα προκαθορισμένο’. Ένας άνθρωπος που είναι ελεύθερος, είναι πάντα ελεύθερος, είναι ουσιαστικά ‘καταδικασμένος να είναι ελεύθερος’. Όμως αυτή του η ελευθερία τον φέρνει αντιμέτωπο με την ευθύνη της επιλογής και για το λόγο αυτό, ακριβώς επειδή είναι ελεύθερος να κάνει οποιαδήποτε επιλογή θέλει, είναι αυτός που θα επιβαρυνθεί και με τις συνέπειες των πράξεών του. Αυτό δημιουργεί στον άνθρωπο ένα άγχος. Όταν συνειδητοποιεί πως είναι ελεύθερος να επιλέξει ό,τι θέλει, αντιλαμβάνεται πως οι συνέπειες των πράξεών του είναι καθαρά δική του ευθύνη και δεν μπορεί να ρίξει το φταίξιμο σε κανέναν άλλο. Ούτε υπάρχουν δικαιολογίες για τις επιλογές που κάνει. Δεν θα πρέπει όμως αυτό να σταματήσει κάποιον από τη δράση ή να αναστέλλει τις αποφάσεις του. Αντιθέτως, θα πρέπει κανείς να παίρνει συνειδητά αποφάσεις και να υπόκειται στις συνέπειές τους καθώς ‘το άγχος δεν είναι ένα παραπέτασμα που μας χωρίζει από τη δράση αλλά αποτελεί μέρος αυτής της ίδιας της δράσης’.
Θα πρέπει λοιπόν ο άνθρωπος να θυμάται πως είναι ριγμένος στον κόσμο αυτό ως ενεργό μέλος, εν δυνάμει διαρκώς σε κατάσταση ικανή να παίρνει αποφάσεις και επομένως πάντα σε θέση να λάβει την ευθύνη των πράξεών του ακόμη και όταν αρνείται τις ευθύνες του, ακόμη και αν αρνείται να δράσει και παραμένει παθητικός δέκτης των καταστάσεων. Γιατί όπως ‘ο δειλός είναι υπεύθυνος για τη δειλία του, γιατί φτιάχτηκε έτσι δειλός από τις πράξεις του’ έτσι και η απόφαση της μη δράσης είναι μια επιλογή που ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να κάνει∙ γι’ αυτό και δεν μπορεί να χρησιμοποιεί την απραγία του σαν δικαιολογία για όσα του συμβαίνουν ή όχι στη ζωή του. Ουσιαστικά, λοιπόν, ‘δεν είναι δυνατό να μην διαλέξει κανείς’· ο άνθρωπος στο μόνο που δεν είναι ελεύθερος είναι το να μην είναι ελεύθερος.
Εφόσον όμως ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, δεν υπάρχει καμία γενική ηθική που να του υποδεικνύει πως πρέπει να πράττει. Για τον Σαρτρ η ηθική έχει τη μορφή της ελευθερίας της συνείδησης με την έννοια ότι ο άνθρωπος είναι αυτός που καθορίζει και την συνείδησή του και είναι υπεύθυνος για την προσωπική του αυτονομία. Εφόσον μπορεί να σκεφτεί, μπορεί και να έχει συνείδηση των πράξεών του και καταφέρνει να έχει γνώση του εαυτού του αλλά και των άλλων, απαραίτητες και οι δύο προϋποθέσεις για να οικοδομήσει την παγκοσμιότητα διαλέγοντας τον εαυτό του με βάση παράλληλα και το σχέδιο ζωής του κάθε άλλου ανθρώπου της οποιαδήποτε εποχής. Γιατί ‘ ο άνθρωπος φτιάχνεται, δεν είναι ολοκληρωμένος από τα πριν, φτιάχνεται διαλέγοντας την ηθική του και η πίεση των περιστάσεων είναι τέτοια που δεν μπορεί να μην διαλέξει μια ηθική’.
Βέβαια, όταν ο άνθρωπος βασίζει τις επιλογές του στις κοινωνικές διδαχές και στις κρίσεις των άλλων ή ακόμη κι όταν προσπαθεί να επιβάλλει στους άλλους τις διαθέσεις του, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τέτοια συμπεριφορά από το γεγονός ότι είναι και αυτή μια επιλογή που είναι ελεύθερος να κάνει. Γιατί σε αυτή τη περίπτωση θα μιλούσαμε για κακή πίστη, κακή χρήση της ελευθερίας του ανθρώπου που αντί να χρησιμοποιήσει την δυνατότητα επιλογής που του δίνει η ελευθερία του, δανείζεται τα αξιακά συστήματα του περιβάλλοντος και των γύρω του και έτσι ουσιαστικά δεν είναι ελεύθερος. Κατά συνέπεια, αποτάσσει την υπευθυνότητα που συνδέεται με τις πράξεις του και επομένως και την ελευθερία του. Ελεύθερος είναι μόνο ο άνθρωπος εκείνος που αποφασίζει, έχει την πλήρη ευθύνη για τις επιλογές του και επωμίζεται και τις συνέπειες των πράξεών του.
Από την άλλη, τα θέλω του ανθρώπου έχουν υποκειμενική μορφή. Αυτό σημαίνει πως ο καθένας δίνει νόημα σε αυτά που έχουν σημασία γι” αυτόν και έτσι τα θέλω του καθένα έχουν σχετικό χαρακτήρα. Λέει ο Σαρτρ ‘ Προτού να ζήσετε, η ζωή δεν είναι τίποτα. Σε σας εναπόκειται να της δώσετε ένα νόημα και η αξία δεν είναι τίποτε άλλο από το νόημα που διαλέγετε να της δώσετε’. Για τον Σαρτρ υπάρχει μόνο ένα πράγμα που δεν μπορεί να είναι σχετικό σε καμία περίπτωση και αυτό είναι το απόλυτο της βίας. Κατά τα λεγόμενά του, η βία ενάντια σε κάθε είδος κοινωνική διαστρέβλωση πρέπει να τηρηθεί γιατί αλλιώς η ελευθερία καταργείται.
Απέναντι στον Σαρτρ, αυτόν τον προικισμένο με λογοτεχνικές ικανότητες φιλόσοφο που χρησιμοποιεί την τέχνη του γραπτού λόγου για να αναπτύξει τις θεωρίες του, βρίσκεται ο Καμύ, ένας λογοτέχνης με φιλοσοφικές ανησυχίες ο οποίος μέσα από τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες που πλάθει, καταφέρνει να περάσει στο ευρύ κοινό τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί αυτοσκοπό. Και για τους δύο, η λογοτεχνία είναι ένας κόσμος όπου ο καλλιτέχνης είναι ελεύθερος διαμορφώνοντας το έργο του, να διαμορφωθεί και ο ίδιος.
Ο Καμύ δεν συμφωνεί με τον Σαρτρ στο θέμα της ελευθερίας. Γι’ αυτόν ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος παρά μόνο για να διαλέξει σε τι θα δώσει νόημα ή όχι στη ζωή του. Όσο κανείς δεν προσπαθεί να δώσει νόημα στη ζωή, επιμένει να την διανύει μέσα σε μια μηχανικότητα χωρίς ουσία. Όταν όμως συνειδητοποιεί την κατάστασή του και αναλογίζεται πάνω σ’ αυτή, τότε έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματική της σημασία και ψάχνει να βρει αυτό που θα τον κάνει ευτυχισμένο. ‘Το ότι αρχίζεις να σκέφτεσαι σημαίνει ότι αρχίζεις να φθείρεσαι’ λέει ο Καμύ στο δοκίμιό του Ο μύθος του Σίσυφου· με την σκέψη αλλάζει ο τρόπος που βλέπει κανείς την πραγματικότητα και έτσι αλλάζει και ο τρόπος που νοηματοδοτεί τη ζωή.
Το νόημα όμως και η ευτυχία, συνυπάρχουν στον κόσμο με το παράλογο. Όταν ο άνθρωπος ψάχνει να βρει νόημα μέσα στο χάος της ζωής και ο κόσμος δεν του αποκρίνεται, γεννιέται το αίσθημα του παραλόγου. Μπορώ να αρνηθώ τα πάντα, λέει ο Καμύ, ‘εκτός από τον πόθο της ενότητας, την επιθυμία της εξήγησης, την ανάγκη για σαφήνεια και συνοχή’. Ο άνθρωπος που δεν προσπαθεί να εξηγήσει τον κόσμο, αλλά ψάχνει να βρει νόημα μέσα σ’ αυτόν για να αισθανθεί ευτυχισμένος, και δεν καταφέρνει παρ’όλ’αυτά να βρει μια εξήγηση, νιώθει ένα υπαρξιακό κενό που του γεννά το αίσθημα του παραλόγου της ύπαρξης. ‘Ο συνηθισμένος άνθρωπος, προτού γνωρίσει το παράλογο, ζει θέτοντας στόχους, φροντίζει για το μέλλον, ενεργεί σαν να ήταν ελεύθερος, ακόμα κι αν όλα τα γεγονότα πάνε κόντρα σ’ αυτή την ελευθερία. Μετά τη γνωριμία με το παράλογο, κλονίζονται τα πάντα’. Η ζωή μοιάζει χωρίς νόημα και μια ζωή χωρίς νόημα δεν αξίζει να τη ζει κανείς. Επομένως, ή δεν θα πρέπει κανείς να ζει ή θα πρέπει μέσα στο πλαίσιο στο οποίο ζει και τις συνθήκες που επικρατούν γύρω του, να καταφέρει να βρει τι έχει πραγματικά αξία.
Εκεί που ο Σαρτρ έβλεπε τον άνθρωπο μόνο του απέναντι στην ελεύθερη επιλογή του, ο Καμύ τον βλέπει να διανύει έναν μοναχικό βίο επαναλαμβάνοντας τις ίδιες παράλογες κινήσεις, ανάλογο με αυτόν του Σίσυφου που διαρκώς ανέβαζε μια πέτρα στον λόφο, για να την αφήσει να ξανακυλήσει και να ξανακάνει μονίμως το ίδιο από την αρχή. Είναι τραγική η συνειδητοποίηση του παραλόγου· όμως δεν είναι δικαιολογία για να ξεσπάσει κανείς με βία. Για τον Καμύ, σε αντίθεση με τον Σαρτρ, η βία δεν αποτελεί ποτέ ορθή λύση. Ορμώμενος από μια ηθική του μέτρου και της κοινής συνύπαρξης, βλέπει σαν λύση αντιμετώπισης του παραλόγου την αλληλεγγύη και την πίστη στις αξίες που δίνει η ζωή. Εφόσον ο άνθρωπος είναι μέρος του κόσμου αυτού και ζει μέσα σ’ αυτόν, θα πρέπει να μάθει να συνυπάρχει αρμονικά με τους γύρω του, θα πρέπει να οπλιστεί ενάντια στο παράλογο και να προσπαθήσει να νοηματοδοτήσει τη ζωή.
Αυτό μπορεί ο άνθρωπος να το καταφέρει μέσα από την ανθρώπινη επικοινωνία και να μην βασίζεται σε ουτοπίες ή σε απόλυτες αλήθειες, απλά γιατί τίποτα το απόλυτο και καμία ουτοπία δεν υπάρχει. Μέσα σε ένα κλίμα παραλόγου, η ελπίδα έρχεται αν ‘καταλήξουμε σε μια δημιουργική στάση, που μπορεί να συμπληρώσει την παράλογη ύπαρξη’. Το παράλογο φυσικά είναι δεδομένο, δεν μπορεί δηλαδή ποτέ να εξαλείφει ολοκληρωτικά. Συνεπώς, δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθήσει κανείς να το εξαφανίσει γιατί αυτό δεν είναι δυνατό. Ο κόσμος είναι έτσι πλασμένος που οδηγεί στη δυστυχία· όμως παρ’όλ’αυτά μπορεί να βρει κανείς μέσα σ’ αυτή τη δυστυχία τρόπους για να είναι ευτυχισμένος. Αφού δεν μπορεί ο άνθρωπος να αλλάξει το παράλογο, θα πρέπει να μάθει να ζει μέσα σ’ αυτό και να δημιουργεί νόημα με ότι κάνει. Απάντηση επομένως δεν είναι η στέρηση της ζωής αλλά η ενσυνείδηση της κατάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης και η συμφιλίωση μ’ αυτή.
Μπορεί λοιπόν ο άνθρωπος να διανύει μια ζωή μέσα στο αίσθημα του παραλόγου, όταν όμως συνειδητοποιήσει πως το πεπρωμένο του τού ανήκει καταλαβαίνει πως είναι κύριος της ζωής του. ‘Έτσι, όπως ο Σίσυφος νικά τη μοίρα του με την περιφρόνηση που δείχνει για το μαρτύριό του καθώς ‘η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του’ και ο άνθρωπος μπορεί να εμποδίσει το παράλογο να τον νικήσει με το να γίνει ο ίδιος δημιουργός νοήματος. Αν, λοιπόν, μπορούμε να φανταστούμε το Σίσυφο ευτυχισμένο, είναι γιατί δεν αφήνει το μαρτύριό του να τον καταβάλλει∙ κατ’ αναλογία, μπορούμε να φανταστούμε και τον άνθρωπο ευτυχισμένο, αν ζει τις μέρες του με πλήρη συνείδηση του παραλόγου του και κατορθώνει έτσι να χαίρεται όλες τις στιγμές τις ζωής του, όσο δύσκολες κι αν είναι.
Η δυνατότητα όμως να μπορέσει κάποιος να δομήσει το είναι του, συνεπάγεται για τους υπαρξιστές την ύπαρξη μιας στενής σύνδεσης ανάμεσα στο είναι και στην ελευθερία σκέψης και δράσης του ανθρώπου. Επομένως, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον υπαρξισμό η έννοια της ελευθερίας και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της φιλοσοφίας του γιατί η ελευθερία για τους υπαρξιστές είναι αυτή που καθορίζει την οντολογική κατάσταση των ανθρωπίνων όντων. Ως αποτέλεσμα, και η συνείδηση δεν αποτελεί μια απλή αποθήκη συσσώρευσης δεδομένων αλλά αντιθέτως είναι η βασική προϋπόθεση για να μπορέσει ο άνθρωπος να δώσει νόημα στην ζωή του.
Δύο από τους αντιπροσωπευτικότερους υποστηρικτές του υπαρξισμού είναι ο Σαρτρ και ο Καμύ. Αν και οι φιλοσοφικές τους αποκλίσεις είναι ευρείες με αποτέλεσμα να έρχονται αντιμέτωποι υποστηρίζοντας αντίθετες απόψεις, ωστόσο και οι δύο ξεκινάνε με δεδομένο την πρωτοκαθεδρία της ύπαρξης έναντι της ουσίας και ενάντια σε κάθε μεταφυσική θεώρηση του κόσμου και του ανθρώπου, προσπαθούν να την εξηγήσουν μέσα από την λογοτεχνική τους παραγωγή.
Οι θέσεις του Σαρτρ σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση αναλύονται στο δοκίμιό του Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του ‘κάθε αλήθεια και κάθε πράξη εξυπακούουν ένα κοινωνικό περιβάλλον και μια ανθρώπινη υποκειμενικότητα’. Κατά συνέπεια, μπορεί να υπάρξουν άπειρες υποκειμενικότητες και ο άνθρωπος έτσι φτιάχνει το είναι του μέσα από τις πράξεις που κάνει στο δεδομένο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει. Υπ’ αυτή την έννοια, ο άνθρωπος είναι ένα ελεύθερο ον, όποιες και αν είναι οι συνθήκες της ζωής του και επομένως έχει ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να επιλέξει τον δρόμο που θα ακολουθήσει.
Κατά τον Σαρτρ λοιπόν, δεν υπάρχει ένα υπόστρωμα, μια γενική ανθρώπινη φύση. Αντιθέτως, αρχικά δεν υπάρχει τίποτα και έτσι ο μόνος τρόπος να φτιαχτεί η ανθρώπινη φύση είναι η δράση του ίδιου του ανθρώπου έτσι ώστε να γίνει ‘πάνω απ’ όλα αυτό που θα έχει σχεδιάσει να γίνει’, εννοώντας πως η θέλησή του αυτή θα είναι μια συνειδητή απόφαση και γι΄αυτό κατά συνέπεια ο άνθρωπος θα έχει την πλήρη ευθύνη γι΄αυτό που είναι, την πλήρη ευθύνη της ύπαρξής του. Δημιουργώντας όμως ο άνθρωπος αυτό που είναι συνειδητά, αναπόφευκτα παράλληλα επηρεάζει και την ζωή των άλλων, γιατί κάθε του απόφαση καθορίζει και την τροπή των γεγονότων μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο δρα. Επομένως, εφόσον οι άνθρωποι αλληλοσυνδέονται μεταξύ τους, καθένας πέρα από την ευθύνη για την ύπαρξή του έχει ευθύνη και απέναντι σε ολόκληρη την ανθρωπότητα γιατί επηρεάζει την πορεία της με τις αποφάσεις και τις πράξεις του.
Έτσι λοιπόν, ‘δεν υπάρχει τίποτα προκαθορισμένο’. Ένας άνθρωπος που είναι ελεύθερος, είναι πάντα ελεύθερος, είναι ουσιαστικά ‘καταδικασμένος να είναι ελεύθερος’. Όμως αυτή του η ελευθερία τον φέρνει αντιμέτωπο με την ευθύνη της επιλογής και για το λόγο αυτό, ακριβώς επειδή είναι ελεύθερος να κάνει οποιαδήποτε επιλογή θέλει, είναι αυτός που θα επιβαρυνθεί και με τις συνέπειες των πράξεών του. Αυτό δημιουργεί στον άνθρωπο ένα άγχος. Όταν συνειδητοποιεί πως είναι ελεύθερος να επιλέξει ό,τι θέλει, αντιλαμβάνεται πως οι συνέπειες των πράξεών του είναι καθαρά δική του ευθύνη και δεν μπορεί να ρίξει το φταίξιμο σε κανέναν άλλο. Ούτε υπάρχουν δικαιολογίες για τις επιλογές που κάνει. Δεν θα πρέπει όμως αυτό να σταματήσει κάποιον από τη δράση ή να αναστέλλει τις αποφάσεις του. Αντιθέτως, θα πρέπει κανείς να παίρνει συνειδητά αποφάσεις και να υπόκειται στις συνέπειές τους καθώς ‘το άγχος δεν είναι ένα παραπέτασμα που μας χωρίζει από τη δράση αλλά αποτελεί μέρος αυτής της ίδιας της δράσης’.
Θα πρέπει λοιπόν ο άνθρωπος να θυμάται πως είναι ριγμένος στον κόσμο αυτό ως ενεργό μέλος, εν δυνάμει διαρκώς σε κατάσταση ικανή να παίρνει αποφάσεις και επομένως πάντα σε θέση να λάβει την ευθύνη των πράξεών του ακόμη και όταν αρνείται τις ευθύνες του, ακόμη και αν αρνείται να δράσει και παραμένει παθητικός δέκτης των καταστάσεων. Γιατί όπως ‘ο δειλός είναι υπεύθυνος για τη δειλία του, γιατί φτιάχτηκε έτσι δειλός από τις πράξεις του’ έτσι και η απόφαση της μη δράσης είναι μια επιλογή που ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να κάνει∙ γι’ αυτό και δεν μπορεί να χρησιμοποιεί την απραγία του σαν δικαιολογία για όσα του συμβαίνουν ή όχι στη ζωή του. Ουσιαστικά, λοιπόν, ‘δεν είναι δυνατό να μην διαλέξει κανείς’· ο άνθρωπος στο μόνο που δεν είναι ελεύθερος είναι το να μην είναι ελεύθερος.
Εφόσον όμως ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, δεν υπάρχει καμία γενική ηθική που να του υποδεικνύει πως πρέπει να πράττει. Για τον Σαρτρ η ηθική έχει τη μορφή της ελευθερίας της συνείδησης με την έννοια ότι ο άνθρωπος είναι αυτός που καθορίζει και την συνείδησή του και είναι υπεύθυνος για την προσωπική του αυτονομία. Εφόσον μπορεί να σκεφτεί, μπορεί και να έχει συνείδηση των πράξεών του και καταφέρνει να έχει γνώση του εαυτού του αλλά και των άλλων, απαραίτητες και οι δύο προϋποθέσεις για να οικοδομήσει την παγκοσμιότητα διαλέγοντας τον εαυτό του με βάση παράλληλα και το σχέδιο ζωής του κάθε άλλου ανθρώπου της οποιαδήποτε εποχής. Γιατί ‘ ο άνθρωπος φτιάχνεται, δεν είναι ολοκληρωμένος από τα πριν, φτιάχνεται διαλέγοντας την ηθική του και η πίεση των περιστάσεων είναι τέτοια που δεν μπορεί να μην διαλέξει μια ηθική’.
Βέβαια, όταν ο άνθρωπος βασίζει τις επιλογές του στις κοινωνικές διδαχές και στις κρίσεις των άλλων ή ακόμη κι όταν προσπαθεί να επιβάλλει στους άλλους τις διαθέσεις του, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τέτοια συμπεριφορά από το γεγονός ότι είναι και αυτή μια επιλογή που είναι ελεύθερος να κάνει. Γιατί σε αυτή τη περίπτωση θα μιλούσαμε για κακή πίστη, κακή χρήση της ελευθερίας του ανθρώπου που αντί να χρησιμοποιήσει την δυνατότητα επιλογής που του δίνει η ελευθερία του, δανείζεται τα αξιακά συστήματα του περιβάλλοντος και των γύρω του και έτσι ουσιαστικά δεν είναι ελεύθερος. Κατά συνέπεια, αποτάσσει την υπευθυνότητα που συνδέεται με τις πράξεις του και επομένως και την ελευθερία του. Ελεύθερος είναι μόνο ο άνθρωπος εκείνος που αποφασίζει, έχει την πλήρη ευθύνη για τις επιλογές του και επωμίζεται και τις συνέπειες των πράξεών του.
Από την άλλη, τα θέλω του ανθρώπου έχουν υποκειμενική μορφή. Αυτό σημαίνει πως ο καθένας δίνει νόημα σε αυτά που έχουν σημασία γι” αυτόν και έτσι τα θέλω του καθένα έχουν σχετικό χαρακτήρα. Λέει ο Σαρτρ ‘ Προτού να ζήσετε, η ζωή δεν είναι τίποτα. Σε σας εναπόκειται να της δώσετε ένα νόημα και η αξία δεν είναι τίποτε άλλο από το νόημα που διαλέγετε να της δώσετε’. Για τον Σαρτρ υπάρχει μόνο ένα πράγμα που δεν μπορεί να είναι σχετικό σε καμία περίπτωση και αυτό είναι το απόλυτο της βίας. Κατά τα λεγόμενά του, η βία ενάντια σε κάθε είδος κοινωνική διαστρέβλωση πρέπει να τηρηθεί γιατί αλλιώς η ελευθερία καταργείται.
Απέναντι στον Σαρτρ, αυτόν τον προικισμένο με λογοτεχνικές ικανότητες φιλόσοφο που χρησιμοποιεί την τέχνη του γραπτού λόγου για να αναπτύξει τις θεωρίες του, βρίσκεται ο Καμύ, ένας λογοτέχνης με φιλοσοφικές ανησυχίες ο οποίος μέσα από τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες που πλάθει, καταφέρνει να περάσει στο ευρύ κοινό τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί αυτοσκοπό. Και για τους δύο, η λογοτεχνία είναι ένας κόσμος όπου ο καλλιτέχνης είναι ελεύθερος διαμορφώνοντας το έργο του, να διαμορφωθεί και ο ίδιος.
Ο Καμύ δεν συμφωνεί με τον Σαρτρ στο θέμα της ελευθερίας. Γι’ αυτόν ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος παρά μόνο για να διαλέξει σε τι θα δώσει νόημα ή όχι στη ζωή του. Όσο κανείς δεν προσπαθεί να δώσει νόημα στη ζωή, επιμένει να την διανύει μέσα σε μια μηχανικότητα χωρίς ουσία. Όταν όμως συνειδητοποιεί την κατάστασή του και αναλογίζεται πάνω σ’ αυτή, τότε έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματική της σημασία και ψάχνει να βρει αυτό που θα τον κάνει ευτυχισμένο. ‘Το ότι αρχίζεις να σκέφτεσαι σημαίνει ότι αρχίζεις να φθείρεσαι’ λέει ο Καμύ στο δοκίμιό του Ο μύθος του Σίσυφου· με την σκέψη αλλάζει ο τρόπος που βλέπει κανείς την πραγματικότητα και έτσι αλλάζει και ο τρόπος που νοηματοδοτεί τη ζωή.
Το νόημα όμως και η ευτυχία, συνυπάρχουν στον κόσμο με το παράλογο. Όταν ο άνθρωπος ψάχνει να βρει νόημα μέσα στο χάος της ζωής και ο κόσμος δεν του αποκρίνεται, γεννιέται το αίσθημα του παραλόγου. Μπορώ να αρνηθώ τα πάντα, λέει ο Καμύ, ‘εκτός από τον πόθο της ενότητας, την επιθυμία της εξήγησης, την ανάγκη για σαφήνεια και συνοχή’. Ο άνθρωπος που δεν προσπαθεί να εξηγήσει τον κόσμο, αλλά ψάχνει να βρει νόημα μέσα σ’ αυτόν για να αισθανθεί ευτυχισμένος, και δεν καταφέρνει παρ’όλ’αυτά να βρει μια εξήγηση, νιώθει ένα υπαρξιακό κενό που του γεννά το αίσθημα του παραλόγου της ύπαρξης. ‘Ο συνηθισμένος άνθρωπος, προτού γνωρίσει το παράλογο, ζει θέτοντας στόχους, φροντίζει για το μέλλον, ενεργεί σαν να ήταν ελεύθερος, ακόμα κι αν όλα τα γεγονότα πάνε κόντρα σ’ αυτή την ελευθερία. Μετά τη γνωριμία με το παράλογο, κλονίζονται τα πάντα’. Η ζωή μοιάζει χωρίς νόημα και μια ζωή χωρίς νόημα δεν αξίζει να τη ζει κανείς. Επομένως, ή δεν θα πρέπει κανείς να ζει ή θα πρέπει μέσα στο πλαίσιο στο οποίο ζει και τις συνθήκες που επικρατούν γύρω του, να καταφέρει να βρει τι έχει πραγματικά αξία.
Εκεί που ο Σαρτρ έβλεπε τον άνθρωπο μόνο του απέναντι στην ελεύθερη επιλογή του, ο Καμύ τον βλέπει να διανύει έναν μοναχικό βίο επαναλαμβάνοντας τις ίδιες παράλογες κινήσεις, ανάλογο με αυτόν του Σίσυφου που διαρκώς ανέβαζε μια πέτρα στον λόφο, για να την αφήσει να ξανακυλήσει και να ξανακάνει μονίμως το ίδιο από την αρχή. Είναι τραγική η συνειδητοποίηση του παραλόγου· όμως δεν είναι δικαιολογία για να ξεσπάσει κανείς με βία. Για τον Καμύ, σε αντίθεση με τον Σαρτρ, η βία δεν αποτελεί ποτέ ορθή λύση. Ορμώμενος από μια ηθική του μέτρου και της κοινής συνύπαρξης, βλέπει σαν λύση αντιμετώπισης του παραλόγου την αλληλεγγύη και την πίστη στις αξίες που δίνει η ζωή. Εφόσον ο άνθρωπος είναι μέρος του κόσμου αυτού και ζει μέσα σ’ αυτόν, θα πρέπει να μάθει να συνυπάρχει αρμονικά με τους γύρω του, θα πρέπει να οπλιστεί ενάντια στο παράλογο και να προσπαθήσει να νοηματοδοτήσει τη ζωή.
Αυτό μπορεί ο άνθρωπος να το καταφέρει μέσα από την ανθρώπινη επικοινωνία και να μην βασίζεται σε ουτοπίες ή σε απόλυτες αλήθειες, απλά γιατί τίποτα το απόλυτο και καμία ουτοπία δεν υπάρχει. Μέσα σε ένα κλίμα παραλόγου, η ελπίδα έρχεται αν ‘καταλήξουμε σε μια δημιουργική στάση, που μπορεί να συμπληρώσει την παράλογη ύπαρξη’. Το παράλογο φυσικά είναι δεδομένο, δεν μπορεί δηλαδή ποτέ να εξαλείφει ολοκληρωτικά. Συνεπώς, δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθήσει κανείς να το εξαφανίσει γιατί αυτό δεν είναι δυνατό. Ο κόσμος είναι έτσι πλασμένος που οδηγεί στη δυστυχία· όμως παρ’όλ’αυτά μπορεί να βρει κανείς μέσα σ’ αυτή τη δυστυχία τρόπους για να είναι ευτυχισμένος. Αφού δεν μπορεί ο άνθρωπος να αλλάξει το παράλογο, θα πρέπει να μάθει να ζει μέσα σ’ αυτό και να δημιουργεί νόημα με ότι κάνει. Απάντηση επομένως δεν είναι η στέρηση της ζωής αλλά η ενσυνείδηση της κατάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης και η συμφιλίωση μ’ αυτή.
Μπορεί λοιπόν ο άνθρωπος να διανύει μια ζωή μέσα στο αίσθημα του παραλόγου, όταν όμως συνειδητοποιήσει πως το πεπρωμένο του τού ανήκει καταλαβαίνει πως είναι κύριος της ζωής του. ‘Έτσι, όπως ο Σίσυφος νικά τη μοίρα του με την περιφρόνηση που δείχνει για το μαρτύριό του καθώς ‘η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του’ και ο άνθρωπος μπορεί να εμποδίσει το παράλογο να τον νικήσει με το να γίνει ο ίδιος δημιουργός νοήματος. Αν, λοιπόν, μπορούμε να φανταστούμε το Σίσυφο ευτυχισμένο, είναι γιατί δεν αφήνει το μαρτύριό του να τον καταβάλλει∙ κατ’ αναλογία, μπορούμε να φανταστούμε και τον άνθρωπο ευτυχισμένο, αν ζει τις μέρες του με πλήρη συνείδηση του παραλόγου του και κατορθώνει έτσι να χαίρεται όλες τις στιγμές τις ζωής του, όσο δύσκολες κι αν είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου