Από τη στιγμή που έχει ξεκαθαριστεί ότι η παιδεία είναι θέμα πολιτικό, αυτό που απομένει είναι η αναζήτηση του περιεχομένου της άριστης παιδείας: «Έχουμε αποδείξει ήδη ότι επιβάλλεται να υπάρχει νομοθετική πρόνοια για την παιδεία και να είναι δημόσια. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ποιος θα είναι ο χαρακτήρας της παιδείας και με ποιο τρόπο χρειάζεται να παρέχεται. Γιατί σήμερα διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις για τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Διαφωνούν για το περιεχόμενο των σπουδών που είναι καλό να παρακολουθήσουν οι νέοι είτε αποβλέπει στην αρετή είτε στον άριστο βίο, και είναι ασαφές επίσης αν η παιδεία πρέπει να αποβλέπει στην πνευματική ανάπτυξη μάλλον ή στην ψυχική καλλιέργεια». (1337a 33 – 39).
Οι προβληματισμοί σχετικά με τους στόχους της παιδείας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένοι με το περιεχόμενό της, αφού ο καθορισμός του στόχου θα καθορίσει και το περιεχόμενο. Ο Αριστοτέλης δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να στραφεί στην εικόνα της αθηναϊκής πραγματικότητας.
Για τη σημασία του «άριστου βίου» η Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου εξηγεί: «Εννοεί μάλλον τον άριστο βίο που προβάλλει κάθε πολιτική κοινωνία στα μέλη της ως αιρετότερο βίο. Έτσι για τους Σπαρτιάτες ο στρατιωτικός τρόπος ζωής συνιστά το ιδεώδες βίου, ο οποίος όμως δε θεμελιώνεται στην αριστοτελική έννοια της αρετής». (σελ. 345).
Όσο για τη σημασία της «αρετής» είναι σαφές ότι αφορά την ηθική αρετή, όπως προβάλλεται μέσα από τους γραπτούς και άγραφους νόμους. Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης φέρνει στο προσκήνιο τη συλλογική ευθύνη της κοινωνίας που πρέπει να καθορίσει τι είδους πολίτες θέλει. Γι’ αυτό επαινεί τους Σπαρτιάτες· γιατί καθόρισαν τις αξίες που πρώτευαν γι’ αυτούς και έχτισαν το εκπαιδευτικό τους σύστημα έτσι, ώστε να δημιουργούν τους πολίτες που ήθελαν για την πόλη. Αντίθετα, στην Αθήνα δεν συνέβη αυτό, καθώς ο καθένας πορευόταν περισσότερο με ατομικά κι όχι συλλογικά κριτήρια. Κι αυτός είναι και ο λόγος που κυριαρχούσε η ιδιωτική κι όχι η δημόσια εκπαίδευση.
Μετά το πέρας των προβληματισμών και την κατάδειξη της αθηναϊκής εκπαιδευτικής ανεπάρκειας ο Αριστοτέλης καταθέτει τις δικές του προτάσεις για το εκπαιδευτικό περιεχόμενο: «Είναι γνωστό ότι τα παιδιά ενδείκνυται να διδάσκονται από τα χρήσιμα όσα ανταποκρίνονται στις πρακτικές ανάγκες». (1337b 4 – 5).
Η χρησιμοθηρική εκδοχή της παιδείας προς μετάδοση πρακτικών γνώσεων κρίνεται εποικοδομητική, αφού ο νέος πρέπει να γνωρίζει όλα αυτά που θα τον διευκολύνουν τόσο στις καθημερινές του ασχολίες, όσο και στη διαχείριση του οίκου του. Η παιδεία οφείλει να έχει πρακτική – χρησιμοθηρική διάσταση, καθώς η ζωή είναι συνυφασμένη με αυτού του είδους τα καθήκοντα. Είναι το δυσάρεστο, πλην αναπόφευκτο, κομμάτι της εκπαίδευσης, που έχει ως στόχο την καλύτερη δυνατή κατάρτιση, ώστε οι πρακτικές εργασίες να ολοκληρώνονται με το λιγότερο δυνατό κόπο προς όφελος του ελεύθερου χρόνου, που είναι η κύρια επιδίωξη.
Όμως, το βάρος της εκπαίδευσης δεν πρέπει να πέσει εδώ. Το χρησιμοθηρικό μέρος, όσο κι αν είναι αναπόφευκτο, είναι δευτερεύον. Αυτό που πρωτεύει είναι η καλλιέργεια και η γνώση των πραγμάτων που αρμόζουν στον ελεύθερο άνθρωπο: «Όμως είναι φανερό επίσης ότι δεν ενδείκνυται να τα διδάσκονται όλα, με δεδομένο ότι οι ασχολίες διαιρούνται σε αυτές που αρμόζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και σε αυτές που ταιριάζουν σε ανελεύθερους. Επιπλέον ενδείκνυται τα παιδιά να μαθαίνουν από τα χρήσιμα εκείνα που δεν εκχυδαΐζουν αυτόν που τα μαθαίνει. Οφείλουμε να θεωρούμε χυδαία εκείνη την ασχολία, την τέχνη και τη μάθηση, που καθιστά το σώμα [ή την ψυχή] ή το πνεύμα των ελεύθερων ανθρώπων άχρηστο για τα έργα και τις πράξεις της αρετής». (1337b 5 – 11).
Κι εδώ βρίσκεται η ηθικοπλαστική διάσταση της παιδείας, αφού, τελικά, η αρετή είναι το κριτήριο που θα καθορίσει την ποιότητα οποιασδήποτε ενασχόλησης. Φυσικά, όταν γίνεται λόγος για την αρετή, εννοείται η αρετή του ελεύθερου ανθρώπου. Γι’ αυτό η φράση «που καθιστά το σώμα ή το πνεύμα των ελεύθερων ανθρώπων άχρηστο». Γιατί ο ελεύθερος άνθρωπος είναι ο «καλός και αγαθός» που συνδυάζει και τη σωματική ευεξία και την πνευματική διαύγεια και την ηθική αρετή.
Οι πράξεις που οδηγούν στα αντίθετα αποτελέσματα καθιστούν τον άνθρωπο «βάναυσο». Οι φτηνές – ανούσιες ασχολίες, που νεκρώνουν το πνεύμα, και οι συνήθειες που αχρηστεύουν το σώμα δεν ταιριάζουν στους ελεύθερους ανθρώπους. Ο ελεύθερος άνθρωπος, ως απόλυτο ιδανικό, οφείλει να διαπαιδαγωγηθεί με τέτοιο τρόπο, που να είναι αδύνατο να βρίσκει χαρά από την ευτέλεια.
Μοιραία, αυτό που μένει ως ύψιστο παιδαγωγικό καθήκον είναι τα ερεθίσματα που θα ωθήσουν το νέο στη σωστή διαχείριση του ελεύθερού του χρόνου: «… η ίδια η φύση απαιτεί να είναι σε θέση ο άνθρωπος όχι μόνο να αποδίδει στις ασχολίες του, αλλά και να αξιοποιεί τον ελεύθερο χρόνο του, όπως ήδη επαναλάβαμε πολλές φορές». (1337b 30 – 32).
Κατ’ επέκταση, είναι απολύτως προφανές ότι «οφείλουμε να διερευνήσουμε με ποιες ασχολίες ενδείκνυται να καταγινόμαστε τον ελεύθερο χρόνο μας. Όχι βέβαια παίζοντας, γιατί τότε το παιχνίδι θα ήταν αναγκαστικά ο τελικός σκοπός της ζωής μας». (1337b 34 – 36).
Αν δεχτούμε ότι το παιχνίδι δεν είναι τελικός σκοπός της ανθρώπινης ζωής και γι’ αυτό δεν ενδείκνυται ως ασχολία για τον ελεύθερο χρόνο, είναι απολύτως κατανοητό ότι ο ελεύθερος χρόνος οφείλει να τεθεί στην υπηρεσία του τελικού νοήματος της ύπαρξης. Και βέβαια ως ελεύθερος χρόνος δεν πρέπει να νοείται ο χρόνος που χρειάζεται κανείς για την ξεκούραση από την εργασία. Ο ελεύθερος χρόνος προϋποθέτει στο ακέραιο τις ανθρώπινες δυνάμεις, ώστε να δοθούν προς το σκοπό, που νοηματοδοτεί την ύπαρξη.
Το παιχνίδι κρίνεται σωστό ως χαλάρωση, ως ξεκούραση από κάποια ασχολία, όχι όμως ως αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου: «… κρίνεται σκόπιμο μάλλον να χρησιμοποιούμε το παιχνίδι στον εργασιακό χρόνο (γιατί όποιος κοπιάζει, χρειάζεται ανάπαυση και το παιχνίδι υπάρχει για χάρη της ανάπαυσης. Αντίθετα η εργασία απαιτεί κόπο και συντονισμό δυνάμεων). Για τους λόγους αυτούς ενδείκνυται να εισάγουμε διαλείμματα στο χρόνο εργασίας, με προσοχή όμως στη χρήση τους, σαν να ήταν φάρμακο. Γιατί η μετάβαση αυτή της ψυχής προσφέρει ανακούφιση και δημιουργική ανάπαυλα που συνοδεύεται από ευχαρίστηση». (1337b 37 – 1338a 1).
Όμως, ο ελεύθερος χρόνος δεν μπορεί να οριστεί ως διάλειμμα από την εργασία. Ο ελεύθερος χρόνος είναι η ολοκλήρωση της ύπαρξης που θα οδηγήσει στην ευτυχία: «… η άνεση καθαυτή ελεύθερου χρόνου στη ζωή φαίνεται ότι συνεπάγεται την ευχαρίστηση, την ευδαιμονία και την ευτυχισμένη ζωή. Αυτά τα βιώνουν όχι οι εργαζόμενοι αλλά οι έχοντες άνεση ελεύθερου χρόνου». (1338a 1 – 4).
Κι εδώ βρίσκονται οι λεπτές ισορροπίες που θα καθορίσουν τις ενέργειες που θα φέρουν την ευχαρίστηση: «Δεν έχουν όμως όλοι την ίδια αντίληψη για την ηδονή, αλλά ο καθένας την αντιλαμβάνεται με το δικό του τρόπο και σύμφωνα με τις συνήθειές του, ο δε άριστος εννοεί την άριστη ηδονή και αυτή που πηγάζει από ό,τι ωραιότερο. Συνεπώς είναι φανερό ότι χρειάζεται να μαθαίνει κανείς ορισμένα πράγματα για τον ελεύθερο χρόνο και να εξασκείται σε αυτά, και η εξάσκηση αυτή και τα μαθήματα να γίνονται για χάρη αυτών των ίδιων, για την εργασία του όμως επιβάλλεται να μαθαίνει τα απαιτούμενα ως αναγκαία και για χάρη των άλλων». (1338a 7 – 13).
Με άλλα λόγια, ο ελεύθερος χρόνος απαιτεί μάθηση και φροντίδα πραγμάτων, που θα φέρουν χαρά σ’ αυτόν που τα γνωρίζει ολοκληρώνοντας την προσωπικότητά του. Κι αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στα πράγματα που μαθαίνει κανείς για εργασία και σ’ αυτά που μαθαίνει για τον ελεύθερο χρόνο. Τα της εργασίας είναι για χάρη των άλλων, ενώ τα του ελεύθερου χρόνου είναι για χάρη του εαυτού του.
Η παιδεία οφείλει να εστιάσει σ’ αυτό, αν θέλει να διαπλάσει ελεύθερους ανθρώπους. Οφείλει δηλαδή, να μεριμνήσει για την εκμάθηση των πρακτικών ζητημάτων που θα χρειαστούν εργασιακά, αλλά πρωτίστως οφείλει να μεταδώσει τις γνώσεις που θα χρησιμεύσουν στις ασχολίες του ελεύθερου χρόνου, αφού, τελικά, εκεί κρίνεται η ολοκλήρωση της ύπαρξης.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα οφείλει να δώσει βαρύτητα σε δημιουργικές δραστηριότητες ανεξάρτητα από τη χρηστική τους αξία
Ο Αριστοτέλης, προκειμένου να γίνει σαφέστερος επικαλείται τη διδασκαλία της μουσικής: «Για το λόγο αυτό οι παλαιότεροι συμπεριέλαβαν στην παιδεία και τη μουσική, όχι ως κάτι αναγκαίο (γιατί δεν εξυπηρετεί καμιά υλική ανάγκη), ούτε ως κάτι χρήσιμο (όπως οι στοιχειώδεις γνώσεις είναι χρήσιμες στην εξοικονόμηση των απαραίτητων, στην οργάνωση του οίκου, στη μάθηση και σε πολλές πολιτικές πράξεις…), ούτε ως κάτι που συντελεί στην υγεία και στη σωματική δύναμη, όπως η γυμναστική (καθώς βλέπουμε ότι κανένα από τα δύο δεν οφείλεται στη μουσική). Απομένει λοιπόν η μουσική να είναι χρήσιμη στον τρόπο βίωσης του ελεύθερου χρόνου, στον οποίο και αποβλέποντας οι παλαιότεροι την συμπεριέλαβαν στην παιδεία». (1338a 13 – 17, 19 – 23).
Φυσικά, η μουσική τίθεται ως παράδειγμα δημιουργικής ενασχόλησης κι όχι ως αδιαπραγμάτευτος τελικός σκοπός, αφού, αν δεχτούμε αυτό, θα συμπεράνουμε ότι σκοπός της ζωής του ελεύθερου ανθρώπου είναι να γίνει μουσικός. Αυτό που ο Αριστοτέλης θέλει να υπογραμμίσει είναι ότι ο ελεύθερος άνθρωπος κρίνεται κυρίως από τα δημιουργικά του ενδιαφέροντα, που τον κρατούν σε εγρήγορση και για τα οποία δεν υπολογίζει ούτε τον κόπο ούτε το χρόνο που χρειάζεται να δαπανήσει. Μ’ αυτό τον τρόπο ολοκληρώνεται σε επίπεδο υπαρξιακό κι αυτή η δυνατότητα είναι αλληλένδετη με την παιδεία που έχει λάβει.
Από την άλλη, αν εξετάσει κανείς το θέμα αντιστρόφως, η παιδεία που αναλώνεται αποκλειστικά στην εξειδικευμένη γνώση (προς εργασιακή χρήση), χωρίς να μεριμνά για την καλλιέργεια ενδιαφερόντων, δεν αρμόζει στον ελεύθερο άνθρωπο· γιατί αποσκοπεί μόνο στο αναγκαίο: «Έχει αποδειχθεί λοιπόν ότι υπάρχει μια μορφή παιδείας την οποία πρέπει να δεχτούν τα παιδιά, όχι επειδή είναι πρακτικά χρήσιμη ή αναγκαία, αλλά επειδή αποβλέπει στην ελευθερία και την ευγένεια… Επιπλέον γίνεται φανερό ότι τα παιδιά χρειάζεται να δέχονται στην παιδεία τους χρήσιμες γνώσεις όχι μόνο με σκοπό την εξειδικευμένη χρησιμότητά τους, όπως συμβαίνει με τη γνώση της γραφής και της ανάγνωσης, αλλά και γιατί έτσι διευκολύνεται η απόκτηση γνώσεων σε άλλους τομείς μάθησης». (1338a 30 – 32, 37 – 40).
Κι αυτή πρέπει να είναι η φιλοσοφία της παιδείας ως προς τον καθορισμό του περιεχομένου της. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα οφείλει να δώσει βαρύτητα σε δημιουργικές δραστηριότητες ανεξάρτητα από τη χρηστική τους αξία. Η στείρα χρησιμοθηρική εκπαίδευση αναπαράγει πολίτες χωρίς όραμα. Η χρηστική αντιμετώπιση των πάντων είναι η ισοπέδωση που ταιριάζει με το ανελεύθερο. Γιατί το χρηστικό απευθύνεται στο ζην, ενώ ο άνθρωπος γεννήθηκε για το ευ ζην. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης δεν ακυρώνει τη χρηστικότητα. Γιατί γνωρίζει ότι πρωτίστως πρέπει να εξασφαλιστεί το ζην. Αυτό που τονίζει όμως, είναι ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στο ευ ζην. Και πρέπει ο ελεύθερος να εκπαιδευτεί σωστά, ώστε να μπορεί να το προσεγγίσει.
Γι’ αυτό ο χρόνος εργασίας πρέπει να είναι όσο λιγότερος γίνεται. Γιατί η αύξηση του ελεύθερου χρόνου είναι η πορεία του ανθρώπου προς το ευ ζην, που είναι και ο τελικός σκοπός της ζωής. Ο άνθρωπος που στον ελεύθερό του χρόνο δεν έχει τι να κάνει, που νιώθει πλήξη ταυτίζοντάς τον με την απραξία, είναι ο απαίδευτος άνθρωπος. Και είναι απαίδευτος όσες χρηστικές γνώσεις κι αν κατέχει: «Όμοια, είναι καλό να εκπαιδεύονται οι νέοι και στη ζωγραφική, όχι για να αποφεύγουν τα λάθη στις προσωπικές τους αγορές και να μην εξαπατώνται στις αγοροπωλησίες ειδών οικοσκευής, αλλά μάλλον διότι η αγωγή αυτή επιτρέπει στον άνθρωπο να εκτιμά τη σωματική ομορφιά. Άλλωστε η αποκλειστική επιδίωξη του χρήσιμου ελάχιστα ταιριάζει στους μεγαλόψυχους και στους ελεύθερους». (1338a 40 – 1338b 4).
Οι προβληματισμοί σχετικά με τους στόχους της παιδείας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένοι με το περιεχόμενό της, αφού ο καθορισμός του στόχου θα καθορίσει και το περιεχόμενο. Ο Αριστοτέλης δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να στραφεί στην εικόνα της αθηναϊκής πραγματικότητας.
Για τη σημασία του «άριστου βίου» η Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου εξηγεί: «Εννοεί μάλλον τον άριστο βίο που προβάλλει κάθε πολιτική κοινωνία στα μέλη της ως αιρετότερο βίο. Έτσι για τους Σπαρτιάτες ο στρατιωτικός τρόπος ζωής συνιστά το ιδεώδες βίου, ο οποίος όμως δε θεμελιώνεται στην αριστοτελική έννοια της αρετής». (σελ. 345).
Όσο για τη σημασία της «αρετής» είναι σαφές ότι αφορά την ηθική αρετή, όπως προβάλλεται μέσα από τους γραπτούς και άγραφους νόμους. Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης φέρνει στο προσκήνιο τη συλλογική ευθύνη της κοινωνίας που πρέπει να καθορίσει τι είδους πολίτες θέλει. Γι’ αυτό επαινεί τους Σπαρτιάτες· γιατί καθόρισαν τις αξίες που πρώτευαν γι’ αυτούς και έχτισαν το εκπαιδευτικό τους σύστημα έτσι, ώστε να δημιουργούν τους πολίτες που ήθελαν για την πόλη. Αντίθετα, στην Αθήνα δεν συνέβη αυτό, καθώς ο καθένας πορευόταν περισσότερο με ατομικά κι όχι συλλογικά κριτήρια. Κι αυτός είναι και ο λόγος που κυριαρχούσε η ιδιωτική κι όχι η δημόσια εκπαίδευση.
Μετά το πέρας των προβληματισμών και την κατάδειξη της αθηναϊκής εκπαιδευτικής ανεπάρκειας ο Αριστοτέλης καταθέτει τις δικές του προτάσεις για το εκπαιδευτικό περιεχόμενο: «Είναι γνωστό ότι τα παιδιά ενδείκνυται να διδάσκονται από τα χρήσιμα όσα ανταποκρίνονται στις πρακτικές ανάγκες». (1337b 4 – 5).
Η χρησιμοθηρική εκδοχή της παιδείας προς μετάδοση πρακτικών γνώσεων κρίνεται εποικοδομητική, αφού ο νέος πρέπει να γνωρίζει όλα αυτά που θα τον διευκολύνουν τόσο στις καθημερινές του ασχολίες, όσο και στη διαχείριση του οίκου του. Η παιδεία οφείλει να έχει πρακτική – χρησιμοθηρική διάσταση, καθώς η ζωή είναι συνυφασμένη με αυτού του είδους τα καθήκοντα. Είναι το δυσάρεστο, πλην αναπόφευκτο, κομμάτι της εκπαίδευσης, που έχει ως στόχο την καλύτερη δυνατή κατάρτιση, ώστε οι πρακτικές εργασίες να ολοκληρώνονται με το λιγότερο δυνατό κόπο προς όφελος του ελεύθερου χρόνου, που είναι η κύρια επιδίωξη.
Όμως, το βάρος της εκπαίδευσης δεν πρέπει να πέσει εδώ. Το χρησιμοθηρικό μέρος, όσο κι αν είναι αναπόφευκτο, είναι δευτερεύον. Αυτό που πρωτεύει είναι η καλλιέργεια και η γνώση των πραγμάτων που αρμόζουν στον ελεύθερο άνθρωπο: «Όμως είναι φανερό επίσης ότι δεν ενδείκνυται να τα διδάσκονται όλα, με δεδομένο ότι οι ασχολίες διαιρούνται σε αυτές που αρμόζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και σε αυτές που ταιριάζουν σε ανελεύθερους. Επιπλέον ενδείκνυται τα παιδιά να μαθαίνουν από τα χρήσιμα εκείνα που δεν εκχυδαΐζουν αυτόν που τα μαθαίνει. Οφείλουμε να θεωρούμε χυδαία εκείνη την ασχολία, την τέχνη και τη μάθηση, που καθιστά το σώμα [ή την ψυχή] ή το πνεύμα των ελεύθερων ανθρώπων άχρηστο για τα έργα και τις πράξεις της αρετής». (1337b 5 – 11).
Κι εδώ βρίσκεται η ηθικοπλαστική διάσταση της παιδείας, αφού, τελικά, η αρετή είναι το κριτήριο που θα καθορίσει την ποιότητα οποιασδήποτε ενασχόλησης. Φυσικά, όταν γίνεται λόγος για την αρετή, εννοείται η αρετή του ελεύθερου ανθρώπου. Γι’ αυτό η φράση «που καθιστά το σώμα ή το πνεύμα των ελεύθερων ανθρώπων άχρηστο». Γιατί ο ελεύθερος άνθρωπος είναι ο «καλός και αγαθός» που συνδυάζει και τη σωματική ευεξία και την πνευματική διαύγεια και την ηθική αρετή.
Οι πράξεις που οδηγούν στα αντίθετα αποτελέσματα καθιστούν τον άνθρωπο «βάναυσο». Οι φτηνές – ανούσιες ασχολίες, που νεκρώνουν το πνεύμα, και οι συνήθειες που αχρηστεύουν το σώμα δεν ταιριάζουν στους ελεύθερους ανθρώπους. Ο ελεύθερος άνθρωπος, ως απόλυτο ιδανικό, οφείλει να διαπαιδαγωγηθεί με τέτοιο τρόπο, που να είναι αδύνατο να βρίσκει χαρά από την ευτέλεια.
Μοιραία, αυτό που μένει ως ύψιστο παιδαγωγικό καθήκον είναι τα ερεθίσματα που θα ωθήσουν το νέο στη σωστή διαχείριση του ελεύθερού του χρόνου: «… η ίδια η φύση απαιτεί να είναι σε θέση ο άνθρωπος όχι μόνο να αποδίδει στις ασχολίες του, αλλά και να αξιοποιεί τον ελεύθερο χρόνο του, όπως ήδη επαναλάβαμε πολλές φορές». (1337b 30 – 32).
Κατ’ επέκταση, είναι απολύτως προφανές ότι «οφείλουμε να διερευνήσουμε με ποιες ασχολίες ενδείκνυται να καταγινόμαστε τον ελεύθερο χρόνο μας. Όχι βέβαια παίζοντας, γιατί τότε το παιχνίδι θα ήταν αναγκαστικά ο τελικός σκοπός της ζωής μας». (1337b 34 – 36).
Αν δεχτούμε ότι το παιχνίδι δεν είναι τελικός σκοπός της ανθρώπινης ζωής και γι’ αυτό δεν ενδείκνυται ως ασχολία για τον ελεύθερο χρόνο, είναι απολύτως κατανοητό ότι ο ελεύθερος χρόνος οφείλει να τεθεί στην υπηρεσία του τελικού νοήματος της ύπαρξης. Και βέβαια ως ελεύθερος χρόνος δεν πρέπει να νοείται ο χρόνος που χρειάζεται κανείς για την ξεκούραση από την εργασία. Ο ελεύθερος χρόνος προϋποθέτει στο ακέραιο τις ανθρώπινες δυνάμεις, ώστε να δοθούν προς το σκοπό, που νοηματοδοτεί την ύπαρξη.
Το παιχνίδι κρίνεται σωστό ως χαλάρωση, ως ξεκούραση από κάποια ασχολία, όχι όμως ως αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου: «… κρίνεται σκόπιμο μάλλον να χρησιμοποιούμε το παιχνίδι στον εργασιακό χρόνο (γιατί όποιος κοπιάζει, χρειάζεται ανάπαυση και το παιχνίδι υπάρχει για χάρη της ανάπαυσης. Αντίθετα η εργασία απαιτεί κόπο και συντονισμό δυνάμεων). Για τους λόγους αυτούς ενδείκνυται να εισάγουμε διαλείμματα στο χρόνο εργασίας, με προσοχή όμως στη χρήση τους, σαν να ήταν φάρμακο. Γιατί η μετάβαση αυτή της ψυχής προσφέρει ανακούφιση και δημιουργική ανάπαυλα που συνοδεύεται από ευχαρίστηση». (1337b 37 – 1338a 1).
Όμως, ο ελεύθερος χρόνος δεν μπορεί να οριστεί ως διάλειμμα από την εργασία. Ο ελεύθερος χρόνος είναι η ολοκλήρωση της ύπαρξης που θα οδηγήσει στην ευτυχία: «… η άνεση καθαυτή ελεύθερου χρόνου στη ζωή φαίνεται ότι συνεπάγεται την ευχαρίστηση, την ευδαιμονία και την ευτυχισμένη ζωή. Αυτά τα βιώνουν όχι οι εργαζόμενοι αλλά οι έχοντες άνεση ελεύθερου χρόνου». (1338a 1 – 4).
Κι εδώ βρίσκονται οι λεπτές ισορροπίες που θα καθορίσουν τις ενέργειες που θα φέρουν την ευχαρίστηση: «Δεν έχουν όμως όλοι την ίδια αντίληψη για την ηδονή, αλλά ο καθένας την αντιλαμβάνεται με το δικό του τρόπο και σύμφωνα με τις συνήθειές του, ο δε άριστος εννοεί την άριστη ηδονή και αυτή που πηγάζει από ό,τι ωραιότερο. Συνεπώς είναι φανερό ότι χρειάζεται να μαθαίνει κανείς ορισμένα πράγματα για τον ελεύθερο χρόνο και να εξασκείται σε αυτά, και η εξάσκηση αυτή και τα μαθήματα να γίνονται για χάρη αυτών των ίδιων, για την εργασία του όμως επιβάλλεται να μαθαίνει τα απαιτούμενα ως αναγκαία και για χάρη των άλλων». (1338a 7 – 13).
Με άλλα λόγια, ο ελεύθερος χρόνος απαιτεί μάθηση και φροντίδα πραγμάτων, που θα φέρουν χαρά σ’ αυτόν που τα γνωρίζει ολοκληρώνοντας την προσωπικότητά του. Κι αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στα πράγματα που μαθαίνει κανείς για εργασία και σ’ αυτά που μαθαίνει για τον ελεύθερο χρόνο. Τα της εργασίας είναι για χάρη των άλλων, ενώ τα του ελεύθερου χρόνου είναι για χάρη του εαυτού του.
Η παιδεία οφείλει να εστιάσει σ’ αυτό, αν θέλει να διαπλάσει ελεύθερους ανθρώπους. Οφείλει δηλαδή, να μεριμνήσει για την εκμάθηση των πρακτικών ζητημάτων που θα χρειαστούν εργασιακά, αλλά πρωτίστως οφείλει να μεταδώσει τις γνώσεις που θα χρησιμεύσουν στις ασχολίες του ελεύθερου χρόνου, αφού, τελικά, εκεί κρίνεται η ολοκλήρωση της ύπαρξης.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα οφείλει να δώσει βαρύτητα σε δημιουργικές δραστηριότητες ανεξάρτητα από τη χρηστική τους αξία
Ο Αριστοτέλης, προκειμένου να γίνει σαφέστερος επικαλείται τη διδασκαλία της μουσικής: «Για το λόγο αυτό οι παλαιότεροι συμπεριέλαβαν στην παιδεία και τη μουσική, όχι ως κάτι αναγκαίο (γιατί δεν εξυπηρετεί καμιά υλική ανάγκη), ούτε ως κάτι χρήσιμο (όπως οι στοιχειώδεις γνώσεις είναι χρήσιμες στην εξοικονόμηση των απαραίτητων, στην οργάνωση του οίκου, στη μάθηση και σε πολλές πολιτικές πράξεις…), ούτε ως κάτι που συντελεί στην υγεία και στη σωματική δύναμη, όπως η γυμναστική (καθώς βλέπουμε ότι κανένα από τα δύο δεν οφείλεται στη μουσική). Απομένει λοιπόν η μουσική να είναι χρήσιμη στον τρόπο βίωσης του ελεύθερου χρόνου, στον οποίο και αποβλέποντας οι παλαιότεροι την συμπεριέλαβαν στην παιδεία». (1338a 13 – 17, 19 – 23).
Φυσικά, η μουσική τίθεται ως παράδειγμα δημιουργικής ενασχόλησης κι όχι ως αδιαπραγμάτευτος τελικός σκοπός, αφού, αν δεχτούμε αυτό, θα συμπεράνουμε ότι σκοπός της ζωής του ελεύθερου ανθρώπου είναι να γίνει μουσικός. Αυτό που ο Αριστοτέλης θέλει να υπογραμμίσει είναι ότι ο ελεύθερος άνθρωπος κρίνεται κυρίως από τα δημιουργικά του ενδιαφέροντα, που τον κρατούν σε εγρήγορση και για τα οποία δεν υπολογίζει ούτε τον κόπο ούτε το χρόνο που χρειάζεται να δαπανήσει. Μ’ αυτό τον τρόπο ολοκληρώνεται σε επίπεδο υπαρξιακό κι αυτή η δυνατότητα είναι αλληλένδετη με την παιδεία που έχει λάβει.
Από την άλλη, αν εξετάσει κανείς το θέμα αντιστρόφως, η παιδεία που αναλώνεται αποκλειστικά στην εξειδικευμένη γνώση (προς εργασιακή χρήση), χωρίς να μεριμνά για την καλλιέργεια ενδιαφερόντων, δεν αρμόζει στον ελεύθερο άνθρωπο· γιατί αποσκοπεί μόνο στο αναγκαίο: «Έχει αποδειχθεί λοιπόν ότι υπάρχει μια μορφή παιδείας την οποία πρέπει να δεχτούν τα παιδιά, όχι επειδή είναι πρακτικά χρήσιμη ή αναγκαία, αλλά επειδή αποβλέπει στην ελευθερία και την ευγένεια… Επιπλέον γίνεται φανερό ότι τα παιδιά χρειάζεται να δέχονται στην παιδεία τους χρήσιμες γνώσεις όχι μόνο με σκοπό την εξειδικευμένη χρησιμότητά τους, όπως συμβαίνει με τη γνώση της γραφής και της ανάγνωσης, αλλά και γιατί έτσι διευκολύνεται η απόκτηση γνώσεων σε άλλους τομείς μάθησης». (1338a 30 – 32, 37 – 40).
Κι αυτή πρέπει να είναι η φιλοσοφία της παιδείας ως προς τον καθορισμό του περιεχομένου της. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα οφείλει να δώσει βαρύτητα σε δημιουργικές δραστηριότητες ανεξάρτητα από τη χρηστική τους αξία. Η στείρα χρησιμοθηρική εκπαίδευση αναπαράγει πολίτες χωρίς όραμα. Η χρηστική αντιμετώπιση των πάντων είναι η ισοπέδωση που ταιριάζει με το ανελεύθερο. Γιατί το χρηστικό απευθύνεται στο ζην, ενώ ο άνθρωπος γεννήθηκε για το ευ ζην. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης δεν ακυρώνει τη χρηστικότητα. Γιατί γνωρίζει ότι πρωτίστως πρέπει να εξασφαλιστεί το ζην. Αυτό που τονίζει όμως, είναι ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στο ευ ζην. Και πρέπει ο ελεύθερος να εκπαιδευτεί σωστά, ώστε να μπορεί να το προσεγγίσει.
Γι’ αυτό ο χρόνος εργασίας πρέπει να είναι όσο λιγότερος γίνεται. Γιατί η αύξηση του ελεύθερου χρόνου είναι η πορεία του ανθρώπου προς το ευ ζην, που είναι και ο τελικός σκοπός της ζωής. Ο άνθρωπος που στον ελεύθερό του χρόνο δεν έχει τι να κάνει, που νιώθει πλήξη ταυτίζοντάς τον με την απραξία, είναι ο απαίδευτος άνθρωπος. Και είναι απαίδευτος όσες χρηστικές γνώσεις κι αν κατέχει: «Όμοια, είναι καλό να εκπαιδεύονται οι νέοι και στη ζωγραφική, όχι για να αποφεύγουν τα λάθη στις προσωπικές τους αγορές και να μην εξαπατώνται στις αγοροπωλησίες ειδών οικοσκευής, αλλά μάλλον διότι η αγωγή αυτή επιτρέπει στον άνθρωπο να εκτιμά τη σωματική ομορφιά. Άλλωστε η αποκλειστική επιδίωξη του χρήσιμου ελάχιστα ταιριάζει στους μεγαλόψυχους και στους ελεύθερους». (1338a 40 – 1338b 4).
Αριστοτέλης: «Πολιτικά»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου