<Ίυγξ
Ο κότταβος μάς έδωσε την αρσενική, αριστοκρατικά δεξιοτεχνική και δημόσια εκφρασμένη, οπτική του ερωτικού καλέσματος στη συμποτική πρακτική. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, οι εταίρες όφειλαν απλώς να ακολουθούν. Όμως, για να ανανεώνουν την αναγνώρισή τους και να εξασφαλίζουν συντρόφους ή προστάτες επιθυμητούς, οι ίδιες εφάρμοζαν και κόλπα περισσότερο γυναικεία. Γιατί, πολλές φορές, μέσα στα συμποτικά περιβάλλοντα που ήταν εκ προοιμίου ανταγωνιστικά, δεν έφτανε η ομορφιά τους, σωματική ή πνευματική. Όπως το είχε εξηγήσει κι ο Σωκράτης στη νεαρή όμορφη γυναίκα την οποία είχε επισκεφτεί στα Απομνημονεύματα (Γ, 11. 18) του Ξενοφώντα, τα κάλλη δεν αρκούσαν. Μια εταίρα έπρεπε διαρκώς να πείθει γι” αυτά. Κι αυτή ήταν μια υπόθεση που δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς τέχνες μαγικές, τέχνες εξίσου ενεργητικές –και μάλιστα επιθετικές– που όμως δεν ξεδιπλώνονταν στην επιπολαιότητα της κοινής της θέας. Ήτανε τέχνες για κλειστά δωμάτια, τέχνες της της απομόνωσης, της μυστικότητας.
Σε μια υστερότερη φάση της αρχαιότητας, οι Εταιρικοί Διάλογοι του Λουκιανού επιβεβαιώνουν αυτή την πεποίθηση. Εδώ το πράγμα τίθεται, βεβαίως, σε πλαίσιο γελοιογραφικό, που απομυθοποιεί τις εταίρες στην καθημερινή ζωή τους, σε στιγμιότυπα που αφαιρούν κάτι απ” τη λάμψη τους όταν αυτές πιάνουν ψιλή κουβέντα, κάνουν εκμυστηρεύσεις ή διεκτραγωδούν τις αγωνίες και τις απογοητεύσεις τους. Μόνιμο άγχος είναι η εγκατάλειψη από κάποιον εραστή –συνήθως καλοπληρωτή– που τα λεφτά του, τώρα, τα “τρυγάει” άλλη.
Σε μια περίπτωση, η Γλυκέρα είναι βέβαιη ότι η Γοργόνα τής άρπαξε τον Ακαρνάνα, τρελλαίνοντάς τον με φάρμακα που παρασκεύασε η μάνα της, μια μάγισσα για την οποία “λένε ότι ξέρει τις θεσσαλικές ωδές, έτσι που ακόμα και τη σελήνη να μπορεί να κατεβάζει ή να κάνει πτήσεις”. Σε άλλη περίπτωση, η Μέλιττα δίνει όλα τα ρούχα της και τα χρυσαφικά της για να βρει Θεσσαλή γριά που να της φέρει πίσω τον Χαρίνο. Και η φίλη της Βακχίς έχει να της προτείνει “φαρμακίδα ωμή”, ειδική στο ξόρκι μίσους (μίσηθρον) που ακυρώνει όποια αντίζηλο, αυτό που τραγουδάει η ενδιαφερόμενη όταν ακολουθεί στο χώμα τα χνάρια απ” τα παπούτσια της άλλης για να τα “αμαυρώσει”, πατώντας πάνω τους με αντίστροφους βηματισμούς. Και, προκειμένου να καλέσει πίσω τον χαμένο εραστή, η φαρμακίδα ρίχνει αλάτι στη φωτιά και θυμιατίζει θειάφι και τραγουδάει επωδούς σε ό,τι του ανδρός έχει ξεμείνει πίσω, σαν ξέφτια από τα ρούχα του ή τα σανδάλια του ή τρίχες απ” την κεφαλή ή εκκρίσεις απ” το σώμα. Και –καταλήγει πειστικά η Βακχίς– βγάζει απ” τον κόρφο της το κρεμαστάρι με τον ρόμβο και το αφήνει να ταλαντώνεται και να κινείται σε κυκλική τροχιά, τραγουδώντας στον ρυθμό της περιστροφής με γλώσσα ακατάληπτη “επίτροχη βαρβαρική”.
Έχει ενδιαφέρον η τεχνική του ρόμβου, με την οποία κορυφώνουν οι Εταιρικοί Διάλογοι την εντυπωσιακή τους παράθεση ερωτικών γητεμάτων. Δεν ήταν άλλη από την ίυγγα, την οποία υποσχόταν να διδάξει στη νεαρή ευνοούμενή του ο Σωκράτης των Ξενοφώντειων Απομνημονευμάτων. Την εντοπίζουμε και στη Λυσιστράτη (1110) του Αριστοφάνη, όταν ο ανδρικός Χορός ετοιμάζεται να υποδεχτεί την γυναίκα την “μαλακήν”, την “φαύλην”, την “αγανήν”, την “πολύπειρον”, που “οι πρώτοι των Ελλήνων έχουν αιχμαλωτιστεί από την ίυγγά της”. Τα βυζαντινά λεξικά του Φώτιου και του Σουίδα, που τροφοδοτήθηκαν από πολλά περισσότερα έργα της αρχαίας γραμματείας σε σύγκριση με αυτά που διαθέτουμε σήμερα, συμπληρώνουν τη γνώση μας πάνω στο θέμα με μυθολογικές και τεχνικές λεπτομέρειες:
ἴυγξ: Κόρη της Ηχούς ή της Πειθούς, ιέρεια της Νίκης και της Αφροδίτης. Ήταν αυτή που έστρεψε γοητευμένο τον Δία προς την πλευρά της Ιούς και, γι” αυτό, απολιθώθηκε απ” την Ήρα. Άλλοι την ονομάζουνε κιναίδιον. Επίσης, όργανο που το κινούσαν περιστροφικά για να καλέσουν εραστές. Υπάρχει και πτηνό που έχει το ίδιο όνομα, για το οποίο πίστευαν πως έχει ίδια δύναμη, γι” αυτό και το έδεναν στους τροχίσκους τους. Η ίυγξ οδηγούσε τη σκέψη προς την επιθυμία και τον έρωτα.
ἰυγγαί: Οι κραυγές των γυναικών κι οι ολοφύρσεις, καθώς κι οι συριγμοί.
ἴυγγες: Οι λεπτοί πόροι και οι τέρψεις.
Η ίυγγα, λοιπόν, ήτανε κάτι παραπάνω από τρόπος ερωτικού καλέσματος. Ήτανε τέχνη μαγικού εφελκυσμού –εξάλλου, η σύνταξη η κατάλληλη γι” αυτήν ήτανε ἕλκω ἴυγγα ἐπί τινι, όπως είχε διαμειφθεί και στον σχετικό διάλογο με τον Σωκράτη. Πρακτικά μιλώντας, η ίυγγα, είτε ως χαιμαλί με μεταλλικό ρόμβο είτε ως δισκάριο (που μπορούσε να έχει και κρεμασμένα ελάσματα), όταν έμπαινε σε λειτουργία, παρήγαγε ήχο ρυθμικά μονότονο, κάτι σαν ακατάληπτο μουρμουρητό, μιμητικό της κλιμάκωσης προς την έκσταση της ερωτικής πράξης. Στο ίδιο συνέβαλε κι η επαναλαμβανόμενη κυκλική της κίνηση, που εστίαζε την προσοχή κι απέτρεπε την απόσπαση της επιθυμίας. Στην εκπληκτική απλότητα του μηχανισμού της και στην ευκολία του χειρισμού της, προκαλούσε συνειρμούς, αναλογίες μεταξύ των πιο ετερόκλητων στοιχείων, πράγμα που αναπότρεπτα παγίδευε στον μονισμό του ενοποιημένες τις αισθήσεις.
Μαγεία ως ολιστικό μοντέλο αντίληψης του κόσμου –εκλογικεύουμε σήμερα εμείς. Κι αλλιώς, λέμε την ίυγγα “σουσουράδα” ή “ονειροπαγίδα”.
Ο κότταβος μάς έδωσε την αρσενική, αριστοκρατικά δεξιοτεχνική και δημόσια εκφρασμένη, οπτική του ερωτικού καλέσματος στη συμποτική πρακτική. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, οι εταίρες όφειλαν απλώς να ακολουθούν. Όμως, για να ανανεώνουν την αναγνώρισή τους και να εξασφαλίζουν συντρόφους ή προστάτες επιθυμητούς, οι ίδιες εφάρμοζαν και κόλπα περισσότερο γυναικεία. Γιατί, πολλές φορές, μέσα στα συμποτικά περιβάλλοντα που ήταν εκ προοιμίου ανταγωνιστικά, δεν έφτανε η ομορφιά τους, σωματική ή πνευματική. Όπως το είχε εξηγήσει κι ο Σωκράτης στη νεαρή όμορφη γυναίκα την οποία είχε επισκεφτεί στα Απομνημονεύματα (Γ, 11. 18) του Ξενοφώντα, τα κάλλη δεν αρκούσαν. Μια εταίρα έπρεπε διαρκώς να πείθει γι” αυτά. Κι αυτή ήταν μια υπόθεση που δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς τέχνες μαγικές, τέχνες εξίσου ενεργητικές –και μάλιστα επιθετικές– που όμως δεν ξεδιπλώνονταν στην επιπολαιότητα της κοινής της θέας. Ήτανε τέχνες για κλειστά δωμάτια, τέχνες της της απομόνωσης, της μυστικότητας.
Σε μια υστερότερη φάση της αρχαιότητας, οι Εταιρικοί Διάλογοι του Λουκιανού επιβεβαιώνουν αυτή την πεποίθηση. Εδώ το πράγμα τίθεται, βεβαίως, σε πλαίσιο γελοιογραφικό, που απομυθοποιεί τις εταίρες στην καθημερινή ζωή τους, σε στιγμιότυπα που αφαιρούν κάτι απ” τη λάμψη τους όταν αυτές πιάνουν ψιλή κουβέντα, κάνουν εκμυστηρεύσεις ή διεκτραγωδούν τις αγωνίες και τις απογοητεύσεις τους. Μόνιμο άγχος είναι η εγκατάλειψη από κάποιον εραστή –συνήθως καλοπληρωτή– που τα λεφτά του, τώρα, τα “τρυγάει” άλλη.
Σε μια περίπτωση, η Γλυκέρα είναι βέβαιη ότι η Γοργόνα τής άρπαξε τον Ακαρνάνα, τρελλαίνοντάς τον με φάρμακα που παρασκεύασε η μάνα της, μια μάγισσα για την οποία “λένε ότι ξέρει τις θεσσαλικές ωδές, έτσι που ακόμα και τη σελήνη να μπορεί να κατεβάζει ή να κάνει πτήσεις”. Σε άλλη περίπτωση, η Μέλιττα δίνει όλα τα ρούχα της και τα χρυσαφικά της για να βρει Θεσσαλή γριά που να της φέρει πίσω τον Χαρίνο. Και η φίλη της Βακχίς έχει να της προτείνει “φαρμακίδα ωμή”, ειδική στο ξόρκι μίσους (μίσηθρον) που ακυρώνει όποια αντίζηλο, αυτό που τραγουδάει η ενδιαφερόμενη όταν ακολουθεί στο χώμα τα χνάρια απ” τα παπούτσια της άλλης για να τα “αμαυρώσει”, πατώντας πάνω τους με αντίστροφους βηματισμούς. Και, προκειμένου να καλέσει πίσω τον χαμένο εραστή, η φαρμακίδα ρίχνει αλάτι στη φωτιά και θυμιατίζει θειάφι και τραγουδάει επωδούς σε ό,τι του ανδρός έχει ξεμείνει πίσω, σαν ξέφτια από τα ρούχα του ή τα σανδάλια του ή τρίχες απ” την κεφαλή ή εκκρίσεις απ” το σώμα. Και –καταλήγει πειστικά η Βακχίς– βγάζει απ” τον κόρφο της το κρεμαστάρι με τον ρόμβο και το αφήνει να ταλαντώνεται και να κινείται σε κυκλική τροχιά, τραγουδώντας στον ρυθμό της περιστροφής με γλώσσα ακατάληπτη “επίτροχη βαρβαρική”.
Έχει ενδιαφέρον η τεχνική του ρόμβου, με την οποία κορυφώνουν οι Εταιρικοί Διάλογοι την εντυπωσιακή τους παράθεση ερωτικών γητεμάτων. Δεν ήταν άλλη από την ίυγγα, την οποία υποσχόταν να διδάξει στη νεαρή ευνοούμενή του ο Σωκράτης των Ξενοφώντειων Απομνημονευμάτων. Την εντοπίζουμε και στη Λυσιστράτη (1110) του Αριστοφάνη, όταν ο ανδρικός Χορός ετοιμάζεται να υποδεχτεί την γυναίκα την “μαλακήν”, την “φαύλην”, την “αγανήν”, την “πολύπειρον”, που “οι πρώτοι των Ελλήνων έχουν αιχμαλωτιστεί από την ίυγγά της”. Τα βυζαντινά λεξικά του Φώτιου και του Σουίδα, που τροφοδοτήθηκαν από πολλά περισσότερα έργα της αρχαίας γραμματείας σε σύγκριση με αυτά που διαθέτουμε σήμερα, συμπληρώνουν τη γνώση μας πάνω στο θέμα με μυθολογικές και τεχνικές λεπτομέρειες:
ἴυγξ: Κόρη της Ηχούς ή της Πειθούς, ιέρεια της Νίκης και της Αφροδίτης. Ήταν αυτή που έστρεψε γοητευμένο τον Δία προς την πλευρά της Ιούς και, γι” αυτό, απολιθώθηκε απ” την Ήρα. Άλλοι την ονομάζουνε κιναίδιον. Επίσης, όργανο που το κινούσαν περιστροφικά για να καλέσουν εραστές. Υπάρχει και πτηνό που έχει το ίδιο όνομα, για το οποίο πίστευαν πως έχει ίδια δύναμη, γι” αυτό και το έδεναν στους τροχίσκους τους. Η ίυγξ οδηγούσε τη σκέψη προς την επιθυμία και τον έρωτα.
ἰυγγαί: Οι κραυγές των γυναικών κι οι ολοφύρσεις, καθώς κι οι συριγμοί.
ἴυγγες: Οι λεπτοί πόροι και οι τέρψεις.
Η ίυγγα, λοιπόν, ήτανε κάτι παραπάνω από τρόπος ερωτικού καλέσματος. Ήτανε τέχνη μαγικού εφελκυσμού –εξάλλου, η σύνταξη η κατάλληλη γι” αυτήν ήτανε ἕλκω ἴυγγα ἐπί τινι, όπως είχε διαμειφθεί και στον σχετικό διάλογο με τον Σωκράτη. Πρακτικά μιλώντας, η ίυγγα, είτε ως χαιμαλί με μεταλλικό ρόμβο είτε ως δισκάριο (που μπορούσε να έχει και κρεμασμένα ελάσματα), όταν έμπαινε σε λειτουργία, παρήγαγε ήχο ρυθμικά μονότονο, κάτι σαν ακατάληπτο μουρμουρητό, μιμητικό της κλιμάκωσης προς την έκσταση της ερωτικής πράξης. Στο ίδιο συνέβαλε κι η επαναλαμβανόμενη κυκλική της κίνηση, που εστίαζε την προσοχή κι απέτρεπε την απόσπαση της επιθυμίας. Στην εκπληκτική απλότητα του μηχανισμού της και στην ευκολία του χειρισμού της, προκαλούσε συνειρμούς, αναλογίες μεταξύ των πιο ετερόκλητων στοιχείων, πράγμα που αναπότρεπτα παγίδευε στον μονισμό του ενοποιημένες τις αισθήσεις.
Μαγεία ως ολιστικό μοντέλο αντίληψης του κόσμου –εκλογικεύουμε σήμερα εμείς. Κι αλλιώς, λέμε την ίυγγα “σουσουράδα” ή “ονειροπαγίδα”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου