Σάββατο 13 Αυγούστου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΥΜΜΟΡΙΩΝ

ΔΗΜ 14.1–13

Προοίμιον: Η πρακτική του Δημοσθένη διαφέρει από αυτήν των υπόλοιπων ρητόρων – Το άκαιρο μιας εκστρατείας εναντίον των Περσών

Πολλοί Αθηναίοι πολιτικοί, θορυβημένοι από τις φήμες ότι ο βασιλιάς των Περσών Αρταξέρξης ο Γ´ (359/8–335 π.Χ) ετοίμαζε στρατό, πίστευαν ότι η Αθήνα έπρεπε να προλάβει ενδεχόμενη επίθεσή του και να του κηρύξει τον πόλεμο, επικεφαλής μιας συμμαχίας των Ελλήνων. Αντίθετη άποψη είχε ο Δημοσθένης, ο οποίος, ωστόσο, θεωρούσε τη συγκυρία κατάλληλη, για την ενίσχυση του αθηναϊκού στόλου. Κάτι τέτοιο θα ήταν, κατά την άποψή του, εφικτό με την αναδιοργάνωση των συμμοριῶν , δηλαδή των φορολογικών συλλόγων που αποτελούνταν από τους πλούσιους Αθηναίους και είχαν ως σκοπό την κατανομή των εξόδων για τον εξοπλισμό του στόλου. Ο λόγος εκφωνήθηκε γύρω στο 354/3 π.Χ.


[1] Οἱ μὲν ἐπαινοῦντες, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοὺς προγόνους
ὑμῶν λόγον εἰπεῖν μοι δοκοῦσι προαιρεῖσθαι κεχαρισμένον,
οὐ μὴν συμφέροντά γ’ ἐκείνοις οὓς ἐγκωμιάζουσι ποιεῖν·
περὶ γὰρ πραγμάτων ἐγχειροῦντες λέγειν ὧν οὐδ’ εἷς ἀξίως
ἐφικέσθαι τῷ λόγῳ δύναιτο, αὐτοὶ μὲν τοῦ δοκεῖν δύνασθαι
λέγειν δόξαν ἐκφέρονται, τὴν δ’ ἐκείνων ἀρετὴν ἐλάττω τῆς
ὑπειλημμένης παρὰ τοῖς ἀκούουσιν φαίνεσθαι ποιοῦσιν.
ἐγὼ δ’ ἐκείνων μὲν ἔπαινον τὸν χρόνον ἡγοῦμαι μέγιστον,
οὗ πολλοῦ γεγενημένου μείζω τῶν ὑπ’ ἐκείνων πραχθέντων
οὐδένες ἄλλοι παραδείξασθαι δεδύνηνται· [2] αὐτὸς δὲ πειράσομαι
τὸν τρόπον εἰπεῖν ὃν ἄν μοι δοκεῖτε μάλιστα δύνασθαι
παρασκευάσασθαι. καὶ γὰρ οὕτως ἔχει· εἰ μὲν ἡμεῖς
ἅπαντες οἱ μέλλοντες λέγειν δεινοὶ φανείημεν ὄντες, οὐδὲν
ἂν τὰ ὑμέτερ’ εὖ οἶδ’ ὅτι βέλτιον σχοίη· εἰ δὲ παρελθὼν
εἷς ὁστισοῦν δύναιτο διδάξαι καὶ πεῖσαι, τίς παρασκευὴ
καὶ πόση καὶ πόθεν πορισθεῖσα χρήσιμος ἔσται τῇ πόλει,
πᾶς ὁ παρὼν φόβος λελύσεται. ἐγὼ δὲ τοῦτ’, ἂν ἄρ’ οἷός
τ’ ὦ, πειράσομαι ποιῆσαι, μικρὰ προειπὼν ὑμῖν ὡς ἔχω
γνώμης περὶ τῶν πρὸς τὸν βασιλέα.

[3] Ἐγὼ νομίζω κοινὸν ἐχθρὸν ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων εἶναι
βασιλέα, οὐ μὴν διὰ τοῦτο παραινέσαιμ’ ἂν μόνοις τῶν
ἄλλων ὑμῖν πόλεμον πρὸς αὐτὸν ἄρασθαι· οὐδὲ γὰρ αὐτοὺς
τοὺς Ἕλληνας ὁρῶ κοινοὺς ἀλλήλοις ὄντας φίλους, ἀλλ’
ἐνίους μᾶλλον ἐκείνῳ πιστεύοντας ἤ τισιν αὑτῶν. ἐκ δὴ
τῶν τοιούτων νομίζω συμφέρειν ὑμῖν τὴν μὲν ἀρχὴν τοῦ
πολέμου τηρεῖν ὅπως ἴση καὶ δικαία γενήσεται, παρασκευά-
ζεσθαι δ’ ἃ προσήκει πάντα καὶ τοῦθ’ ὑποκεῖσθαι. [4] ἡγοῦμαι
γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοὺς Ἕλληνας, εἰ μὲν ἐναργὲς [τι]
γένοιτο καὶ σαφὲς ὡς βασιλεὺς αὐτοῖς ἐπιχειρεῖ, κἂν συμ-
μαχῆσαι καὶ χάριν μεγάλην ἔχειν τοῖς πρὸ αὐτῶν καὶ μετ’
αὐτῶν ἐκεῖνον ἀμυνομένοις· εἰ δ’ ἔτ’ ἀδήλου τούτου καθεστη-
κότος προαπεχθησόμεθ’ ἡμεῖς, δέδι’, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι,
μὴ τούτοις μετ’ ἐκείνου πολεμεῖν ἀναγκασθῶμεν, ὑπὲρ ὧν
προνοούμεθα. [5] ὁ μὲν γὰρ ἐπισχὼν ὧν ὥρμηκεν, εἰ ἄρ’
ἐγχειρεῖν ἔγνωκε τοῖς Ἕλλησι, χρήματα δώσει τισὶν αὐτῶν
καὶ φιλίαν προτενεῖται, οἱ δὲ τοὺς ἰδίους πολέμους ἐπαν-
ορθῶσαι βουλόμενοι καὶ τοῦτον τὸν νοῦν ἔχοντες τὴν
κοινὴν ἁπάντων σωτηρίαν παρόψονται. εἰς δὲ τὴν ταραχὴν
ταύτην καὶ τὴν ἀγνωμοσύνην παραινῶ μὴ προκαθεῖναι τὴν
πόλιν ἡμῶν. [6] οὐδὲ γὰρ οὐδ’ ἀπ’ ἴσης ὁρῶ τοῖς τ’ ἄλλοις
Ἕλλησι καὶ ὑμῖν περὶ τῶν πρὸς τὸν βασιλέα τὴν βουλὴν
οὖσαν, ἀλλ’ ἐκείνων μὲν πολλοῖς ἐνδέχεσθαί μοι δοκεῖ τῶν
ἰδίᾳ τι συμφερόντων διοικουμένοις τῶν ἄλλων Ἑλλήνων
ἀμελῆσαι, ὑμῖν δ’ οὐδ’ ἀδικουμένοις παρὰ τῶν ἀδικούντων
καλόν ἐστιν λαβεῖν ταύτην τὴν δίκην, ἐᾶσαί τινας αὐτῶν
ὑπὸ τῷ βαρβάρῳ γενέσθαι. [7] ὅτε δ’ οὕτω ταῦτ’ ἔχει, σκε-
πτέον ὅπως μήθ’ ἡμεῖς ἐν τῷ πολέμῳ γενησόμεθ’ οὐκ ἴσοι,
μήτ’ ἐκεῖνος, ὃν ἡμεῖς ἐπιβουλεύειν ἡγούμεθα τοῖς Ἕλλησι,
τὴν τοῦ φίλος αὐτοῖς δοκεῖν εἶναι πίστιν λήψεται. πῶς
οὖν ταῦτ’ ἔσται; ἂν ἡ μὲν δύναμις τῆς πόλεως ἐξητασμένη
καὶ παρεσκευασμένη πᾶσιν ᾖ φανερά, φαίνηται δὲ δίκαι’
ἐπὶ ταύτῃ φρονεῖν αἱρουμένη. [8] τοῖς δὲ θρασυνομένοις καὶ
σφόδρ’ ἑτοίμως πολεμεῖν κελεύουσιν ἐκεῖνο λέγω, ὅτι οὐκ
ἔστιν χαλεπὸν οὔθ’ ὅταν βουλεύεσθαι δέῃ, δόξαν ἀνδρείας
λαβεῖν, οὔθ’ ὅταν κίνδυνός τις ἐγγὺς ᾖ, δεινὸν εἰπεῖν φανῆ-
ναι, ἀλλ’ ἐκεῖνο καὶ χαλεπὸν καὶ προσῆκον, ἐπὶ μὲν τῶν
κινδύνων τὴν ἀνδρείαν ἐνδείκνυσθαι, ἐν δὲ τῷ συμβουλεύειν
φρονιμώτερα τῶν ἄλλων εἰπεῖν ἔχειν. [9] ἐγὼ δ’, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, νομίζω τὸν μὲν πόλεμον τὸν πρὸς βασιλέα χαλε-
πὸν τῇ πόλει, τὸν δ’ ἀγῶνα τὸν ἐκ τοῦ πολέμου ῥᾴδιον ἂν
συμβῆναι. διὰ τί; ὅτι τοὺς μὲν πολέμους ἅπαντας ἀνα-
γκαίως ἡγοῦμαι τριήρων καὶ χρημάτων καὶ τόπων δεῖσθαι,
ταῦτα δὲ πάντ’ ἀφθονώτερ’ ἐκεῖνον ἔχονθ’ ἡμῶν εὑρίσκω·
τοὺς δ’ ἀγῶνας οὐδενὸς οὕτω τῶν ἄλλων ὁρῶ δεομένους ὡς
ἀνδρῶν ἀγαθῶν, τούτους δ’ ἡμῖν καὶ τοῖς μεθ’ ἡμῶν κινδυ-
νεύουσι πλείους ὑπάρχειν νομίζω. [10] τὸν μὲν δὴ πόλεμον διὰ
ταῦτα παραινῶ μηδ’ ἐξ ἑνὸς τρόπου προτέρους ἀνελέσθαι,
ἐπὶ δὲ τὸν ἀγῶνα ὀρθῶς φημι παρεσκευασμένους ὑπάρχειν
χρῆναι. εἰ μὲν οὖν ἕτερος μὲν ἦν τις τρόπος δυνάμεως ᾗ
τοὺς βαρβάρους οἷόν τ’ ἦν ἀμύνασθαι, ἕτερος δέ τις ᾗ τοὺς
Ἕλληνας, εἰκότως ἂν ἴσως φανεροὶ πρὸς ἐκεῖνον ἐγιγνόμεθ’
ἀντιταττόμενοι· [11] ἐπεὶ δὲ πάσης ἐστὶ παρασκευῆς ὁ αὐτὸς
τρόπος καὶ δεῖ ταὔτ’ εἶναι κεφάλαια τῆς δυνάμεως, τοὺς
ἐχθροὺς ἀμύνασθαι δύνασθαι, τοῖς οὖσι συμμάχοις βοηθεῖν,
τὰ ὑπάρχοντ’ ἀγαθὰ σῴζειν, τί τοὺς ὁμολογουμένως ἐχθροὺς
ἔχοντες ἑτέρους ζητοῦμεν; ἀλλὰ παρασκευασώμεθα μὲν
πρὸς αὐτούς, ἀμυνούμεθα δὲ κἀκεῖνον, ἂν ἡμᾶς ἀδικεῖν
ἐπιχειρῇ. [12] καὶ νῦν μὲν καλεῖτε πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς τοὺς Ἕλ-
ληνας· ἂν δ’ ἃ κελεύουσιν οὗτοι μὴ ποιῆτε, οὐχ ἡδέως
ἐνίων ὑμῖν ἐχόντων, πῶς χρὴ προσδοκᾶν τιν’ ὑπακούσεσθαι;
ὅτι νὴ Δί’ ἀκούσονται παρ’ ἡμῶν ὡς ἐπιβουλεύει βασιλεὺς
αὐτοῖς. αὐτοὺς δ’ οὐ προορᾶν, ὦ πρὸς τοῦ Διός, οἴεσθε
τοῦτο; ἐγὼ μὲν γὰρ οἶμαι. ἀλλ’ οὔπω μείζων ἔσθ’ ὁ φόβος
τῶν πρὸς ὑμᾶς καὶ πρὸς ἀλλήλους ἐνίοις διαφορῶν. οὐδὲν
οὖν ἀλλ’ ἢ ῥαψῳδήσουσιν οἱ πρέσβεις περιιόντες. [13] τότε
δ’, ἂν ἄρ’ ἃ νῦν οἰόμεθ’ ἡμεῖς πράττηται, οὐδεὶς δήπου τῶν
πάντων Ἑλλήνων τηλικοῦτον ἐφ’ αὑτῷ φρονεῖ, ὅστις ὁρῶν
ὑμῖν χιλίους μὲν ἱππέας, ὁπλίτας δ’ ὅσους ἂν ἐθέλῃ τις,
ναῦς δὲ τριακοσίας, οὐχ ἥξει καὶ δεήσεται, μετὰ τούτων
ἀσφαλέστατ’ ἂν ἡγούμενος σωθῆναι. οὐκοῦν ἐκ μὲν τοῦ
καλεῖν ἤδη τὸ δεῖσθαι κἂν μὴ τύχητ’ ἀφαμαρτεῖν, ἐκ δὲ
τοῦ μετὰ τοῦ παρεσκευάσθαι τὰ ὑμέτερ’ αὐτῶν ἐπισχεῖν
δεομένους σῴζειν καὶ εὖ εἰδέναι πάντας ἥξοντάς ἐστιν.

***
[1] Όσοι επαινούν τους προγόνους σας, ω άνδρες Αθηναίοι, μου φαίνονται, ότι προτιμούν να είπουν λόγους ευχαρίστους, δεν πράττουν όμως συμφέροντα δι' εκείνους τους οποίους επαινούν· διότι επιχειρούντες να ομιλούν διά πράγματα, τα οποία κανείς διά του λόγου του επαξίως δεν ήθελεν υμνήσει, αυτοί μεν αποκτούν δόξαν του να φαίνωνται, ότι είναι ικανοί να ομιλούν, την δε αρετήν εκείνων κάμνουν να φαίνεται κατωτέρα εκείνης της οποίας αντίληψιν έχουν σχηματίσει δι' αυτούς οι ακούοντες. Εγώ δε νομίζω, ότι μέγιστος έπαινος εκείνων είναι ο χρόνος, διότι, αν και παρήλθε τόσος χρόνος από τότε, κανείς άλλος δεν έχει δυνηθή να δείξη πράξεις ανωτέρας εκείνων. [2] Εγώ δε θα προσπαθήσω να σας αναπτύξω τον τρόπον, κατά το οποίον μου φαίνεται, ότι άριστα δύνασθε να παρασκευασθήτε· διότι το πράγμα έχει ως εξής: Εάν μεν ημείς όλοι οι μέλλοντες να ομιλήσωμεν ηθέλομεν φανή δεινοί περί το ομιλείν, ουδόλως βέβαια αι υποθέσεις σας θα επήγαιναν καλύτερα, εάν δε, ανελθών εις το βήμα είς οιοσδήποτε, ήθελε δυνηθή να σας διαφωτίση και να σας πείση ποία παρασκευή και πόση και πόθεν προμηθευθείσα τα χρήματα θα υπάρχη εις την πόλιν, τότε όλος ο φόβος που σας κατέχει τώρα θα έχη διαλυθή. Εγώ δε λοιπόν τούτο, αν είμαι ικανός, θα προσπαθήσω να κάμω, αφού προηγουμένως είπω ολίγα προς σας περί της γνώμης την οποίαν έχω διά την στάσιν την οποίαν πρέπει να τηρήσωμεν απέναντι του βασιλέως.

[3] Εγώ νομίζω, ότι κοινός εχθρός όλων των Ελλήνων είναι ο βασιλεύς, εν τούτοις όμως διά τούτο δεν ήθελον σας παραινέσει, μόνους σάς, άνευ της βοηθείας των άλλων, να αναλάβετε πόλεμον προς αυτόν· διότι ουδέ τους άλλους Έλληνας βλέπω να είναι κοινοί φίλοι προς αλλήλους, αλλά μάλλον βλέπω μερικούς εξ αυτών να έχουν περισσοτέραν εμπιστοσύνην εις εκείνον, παρά εις μερικούς από αυτούς τους ιδίους. Σύμφωνα λοιπόν προς ταύτα νομίζω, ότι είναι συμφέρον σας να μη περιπλακήτε εις πόλεμον, ειμή διά δικαιώματα, διά τα οποία όλοι ενδιαφέρονται, αλλά να παρασκευάζετε όλα όσα πρέπει και ότι τούτο είναι η βάσις. [4] Νομίζω δηλαδή, ω άνδρες Αθηναίοι, ότι οι Έλληνες εάν ήθελε γίνει κάπως φανερόν και σαφές, ότι ο βασιλεύς θέλει να επιτεθή κατ' αυτών, και ήθελον συμμαχήσει και ήθελον χρεωστεί μεγάλην ευγνωμοσύνην εις εκείνους, οι οποίοι υπέρ αυτών και μετ' αυτών ήθελον αποκρούσει αυτόν· εάν δε, εν ω ακόμη τούτο είναι άδηλον, ημείς γίνωμεν μισητοί εκ των προτέρων προς τον βασιλέα, φοβούμαι, ω άνδρες Αθηναίοι, μήπως μαζί με εκείνον αναγκασθώμεν να πολεμώμεν τούτους, διά τα συμφέροντα των οποίων φροντίζομεν. [5] Διότι ούτος μεν αναβαλών τα σχέδιά του, αν πράγματι έχη αποφασίσει να επιτεθή κατά των Ελλήνων, χρήματα θα δώση εις μερικούς εξ αυτών και φιλίαν θα προτείνη, ούτοι δε θέλοντες να εξασφαλίσουν την επιτυχίαν εις τους αναμεταξύ των πολέμους και υπό τοιούτων ιδεών κατεχόμενοι, θα παραβλέψουν την κοινήν όλων σωτηρίαν. Εις την ταραχήν δε ταύτην και την αγνωμοσύνην σας συμβουλεύω να μη ρίψετε προώρως την πόλιν. [6] Διότι βλέπω, ότι ουδέ η αυτή γνώμη υπάρχει εις τους άλλους Έλληνας και εις σας διά την στάσιν απέναντι του βασιλέως, αλλά μου φαίνεται, ότι πολλοί εξ εκείνων, ενώ φροντίζουν διά τα ιδιαίτερά των συμφέροντα, είναι ενδεχόμενον να παραμελήσουν τα συμφέροντα των άλλων Ελλήνων, σεις δε ουδέ όταν αδικείσθε είναι έντιμον να τιμωρήσετε κατ' αυτόν τον τρόπον τους αδικούντας, δηλαδή να αφήσετε αυτούς να υποκύψουν εις τον βάρβαρον. [7] Ότε δε ταύτα έχουν τοιουτοτρόπως, πρέπει να φροντίζωμεν όπως μήτε ημείς είμεθα κατώτεροι του εχθρού εις τον πόλεμον, μήτε εκείνος, τον οποίον ημείς νομίζομεν, ότι επιβουλεύεται τους Έλληνας, αποκτήση την εμπιστοσύνην του να είναι φίλος των. Πώς λοιπόν ταύτα θα επιτευχθούν; Αν μεν η δύναμις της πόλεως φαίνεται ότι είναι εξεληλεγμένη (ως αληθής και πραγματική) και προητοιμασμένη, η δε πόλις, φαίνεται, ότι, ενώ έχει ταύτην την προαίρεσιν, να είναι δηλαδή ένοπλος, έχει δίκαια φρονήματα.

[8] Προς δε τους επιδεικνύοντας τόλμην και συμβουλεύοντας να αναλάβωμεν τον πόλεμον αμέσως και με μεγάλην προθυμίαν εκείνο λέγω, ότι δεν είναι δύσκολον ούτε όταν είναι ανάγκη να εκφέρη τις γνώμην, να αποκτήση δόξαν ανδρείας, ούτε όταν είναι πλησίον κάποιος κίνδυνος, να φανή ότι είναι δεινός να λέγη, αλλ' εκείνο είναι δυσκολώτατον και αρμόζον, εις μεν τους κινδύνους να δεικνύη την ανδρείαν, όταν δε συμβουλεύη να δύναται να λέγη φρονιμώτερα των άλλων. [9] Εγώ δε, ω άνδρες Αθηναίοι, νομίζω ότι ο μεν πόλεμος προς τον βασιλέα είναι δύσκολος εις την πόλιν, ο δε αγών ο προερχόμενος εκ του πολέμου νομίζω, ότι ήθελεν είναι ευκολώτερος. Διατί; Διότι νομίζω, ότι οι μεν πόλεμοι όλοι κατ' ανάγκην έχουν ανάγκην και τριήρων και χρημάτων και καταλλήλων τοποθεσιών, όλα δε αυτά νομίζω ότι έχει εκείνος αφθονώτερα από ημάς· οι δε αγώνες νομίζω ότι έχουν ανάγκην, περισσότερον από όλα τα άλλα, ανδρών γενναίων, ούτοι δε νομίζω ότι υπάρχουν περισσότεροι εις ημάς και εις εκείνους οι οποίοι θα κινδυνεύσουν μαζί μας.

[10] Διά ταύτα λοιπόν σας συμβουλεύω να μη αναλάβετε κατ' ουδένα τρόπον την πρωτοβουλίαν του πολέμου, διά τον αγώνα όμως διισχυρίζομαι ότι πρέπει να είσθε τελείως παρεσκευασμένοι. Εάν μεν λοιπόν υπήρχε κάποιος άλλος τρόπος εξοπλισμού με τον οποίον θα ηδυνάμεθα να αποκρούσωμεν τους βαρβάρους, κάποιος δε άλλος τρόπος εξοπλισμού θα ηδυνάμεθα να αποκρούσωμεν τους Έλληνας, ευλόγως ίσως θα ήμεθα φανεροί αντιτασσόμενοι προς εκείνον· [11] αφού δε πάσης εν γένει παρασκευής ο αυτός τρόπος υπάρχει και επειδή η ουσία της δυνάμεως είναι η αυτή, δηλαδή να δυνάμεθα να αποκρούωμεν τους εχθρούς, να βοηθώμεν τους υπάρχοντας συμμάχους και να σώζωμεν τα υπάρχοντα αγαθά, διατί, ενώ έχομεν τους κεκηρυγμένους εχθρούς ζητούμεν άλλους; Αλλ' ας παρασκευασθώμεν μεν εναντίον τούτων, θα αποκρούσωμεν δε και εκείνον αν επιχειρή να μας αδική. [12] Και τώρα μεν υποθέσατε ότι κάμνετε έκκλησιν προς τους Έλληνας· αν δε δεν πράττετε όσα αυτοί ζητούν, ενώ μερικοί από αυτούς δεν ευρίσκονται εις αγαθάς σχέσεις προς σας, πώς πρέπει να νομίζετε, ότι έστω και ένας από αυτούς θα σπεύση να υπακούση εις την έκκλησίν σας; Διότι, μα τον Δία, θα ακούσουν από σας ότι ο βασιλεύς σκέπτεται κακά εναντίον αυτών. Αλλά νομίζετε, δι' όνομα του Διός, ότι ούτοι δεν προβλέπουν τούτο; Εγώ μεν βέβαια το νομίζω· αλλά δεν είναι ακόμη ο φόβος αυτός μεγαλύτερος των διαφορών προς σας και των διαφορών αναμεταξύ των. Επομένως οι απεσταλμένοι μας περιερχόμενοι τας διαφόρους πόλεις τίποτε άλλο δεν θα κάμουν παρά να απαγγέλλουν ωσάν ραψωδοί από μνήμης ποιήματα. [13] Τότε δε, αν βέβαια πράττωνται όσα ημείς νομίζομεν τώρα, ουδείς βέβαια από όλους τους Έλληνας έχει τόσην πεποίθησιν εις τον εαυτόν του, ώστε ούτος, βλέπων να υπάρχουν εις σας χίλιοι ιππείς, οπλίται όσους θέλει τις, πλοία δε τριακόσια, να μη έλθη και ζητήση την συμμαχίαν σας, νομίζων ότι μετά της δυνάμεως ταύτης ασφαλέστατα ήθελε σωθή. Λοιπόν, αν από τώρα τους καλέσετε θα είσθε σεις οι υποκινηταί, και αν δεν υπακούσουν εις την πρόσκλησίν σας, θα έχετε αποτυχίαν, ενώ οπλιζόμενοι και γνωρίζοντες να περιμένωμεν θα γίνωμεν οι σωτήρες εκείνων που θα μας παρακαλούν και να είσθε βέβαιοι, ότι όλοι θα έλθουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου