Το οξύμωρο που θέλει τα άκρα να μπορούν να συνυπάρξουν, όπως στην περίπτωση του θρασύδειλου, καταδεικνύει το ενιαίο της ανάρμοστης συμπεριφοράς που εκδηλώνεται τόσο με την υπερβολή όσο και με την έλλειψη, σαν μια ενότητα που περικλείει το πλαίσιο της κακίας. Σε τελική ανάλυση, η κακή συμπεριφορά εκφράζει τη δυσαρμονία της ψυχής που αδυνατεί να ισορροπήσει κι αμφιταλαντεύεται πότε προς τη μία πλευρά και πότε προς την άλλη. Ο θρασύδειλος είναι σκληρός απέναντι σε αυτούς που ξέρει ότι υπερέχει και δουλικός σε αυτούς που είναι σε θέση να τον βλάψουν.
Ο συνδυασμός του θράσους και της δουλικότητας είναι οι δύο εκδοχές του ίδιου νομίσματος που αντιλαμβάνεται τις ανθρώπινες σχέσεις μονάχα με τη μορφή της λανθάνουσας εξουσίας. Ο θρασύδειλος είναι ανελέητος με τους κατώτερους και υποτακτικός στους ανώτερους. Τα κριτήρια που θα τοποθετήσουν τους άλλους στη θέση της ισχύος ή της αδυναμίας είναι συνήθως κοινωνικά και καθορίζονται από τη σχέση που έχει κάποιος με την εξουσία.
Όσο πιο αυταρχικό είναι το πλέγμα της εξουσίας, τόσο πιο έντονα εκδηλώνεται ο θρασύδειλος και στις δύο εκδοχές του. Οι χούντες κρίνονται ιδανικές για τη δράση των θρασύδειλων, αφού η ισχύς της εξουσίας είναι από θέση αρχής εντονότερη. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι οι δημοκρατίες τους εξαλείφουν. Ο θρασύδειλος είναι σε θέση να διαμορφώσει τις ανάλογες κοινωνικές σχέσεις βασιζόμενος ακόμη και στα πιο ευτελή κριτήρια. Για τον νταή της γειτονιάς η σωματική διάπλαση του άλλου είναι αρκετή για να επιλέξει πού θα δείξει θράσος και πού δουλικότητα.
Η αδυναμία αντίληψης των ανθρώπινων σχέσεων στη βάση της ισοτιμίας έχει να κάνει με την ανισορροπία της ψυχής που αδυνατεί να πλησιάσει τον άλλο χωρίς υστεροβουλία. Οι λόγοι που καθιστούν τους θρασύδειλους ευχάριστους στους ισχυρούς παύουν να ισχύουν όταν δεν υπάρχει ισχύς απέναντί τους. Είναι η στιγμή που αισθάνονται ότι ήρθε η ώρα να αναλάβουν οι ίδιοι αυτό το ρόλο. Η αίσθηση ότι δεν υπάρχει τίποτε να φοβηθούν είναι ικανή να τους καταστήσει αδυσώπητους. Κι αυτό ακριβώς είναι το βαθύτερο κίνητρο της συμπεριφοράς τους, δηλαδή το έσχατο σημείο της υστεροβουλίας τους: ο φόβος.
Στην ουσία, ο θρασύδειλος είναι δειλός. Η σκληρότητα που θα επιδείξει εκεί που μπορεί είναι η προσπάθεια να παραστήσει το γενναίο. Κινούμενος από φόβο προσπαθεί να επιβληθεί θέτοντας τους όρους της ισχύος ως ύστατη άμυνα. Το ίδιο κίνητρο θα τον κάνει να φερθεί δεόντως όταν αισθανθεί ότι η ισχύς δεν είναι με το μέρος του. Η δυσαρμονία της ψυχής απέναντι στο αίσθημα του φόβου είναι σε θέση να μεταφέρει τον ίδιο άνθρωπο από το ένα άκρο της υπερβολής (θράσος) στο άλλο άκρο της έλλειψης (δειλία) μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Η επίγνωση της έλλειψης θάρρους πρέπει με κάθε τρόπο να συγκαλυφθεί γεννώντας τη θρασύτητα, δηλαδή την υπερβολή του άλλου άκρου, ώστε να προσφερθεί μια πρόσκαιρη ψευδαίσθηση ισορροπίας που θα δράσει ανακουφιστικά. Θα έλεγε κανείς ότι το ένα άκρο έρχεται να συμπληρώσει το άλλο σε μια απέλπιδα προσπάθεια εξισορρόπησης. Όμως, με αυτές τις συνθήκες, είναι αδύνατο να φτάσει κανείς στην αρετή. Αυτό που μένει είναι η ασυνάρτητη δίνη ανάμεσα στα άκρα που εν τέλει αλληλοσυμπληρώνονται. Ένας τέτοιος άνθρωπος δε θα κατανοήσει ποτέ τη μεσότητα.
Από αυτή την άποψη, ο δειλός που έχει συνείδηση της δειλίας του (σε βαθμό που να μπορεί να την παραδεχτεί) κρίνεται προτιμότερος. Μπορεί να στερείται μεσότητας, αλλά έχει αυτογνωσία. Ως εκ τούτου είναι απείρως προτιμότερος στην κοινωνική συναναστροφή.
Ο θρασύδειλος είναι ανυπόφορος. Οι κοινωνικές του σχέσεις είναι κατά κανόνα επιφανειακές και πρόσκαιρες. Η ολοκληρωτική έλλειψη αυτογνωσίας καθιστά την κατάστασή του αμετάβλητη. Ο δειλός που έχει επίγνωσή της αδυναμίας του δεν αποκλείεται να φερθεί ανδρεία, αν οι συνθήκες το επιφέρουν. Για το θρασύδειλο δεν υπάρχει καμία τέτοια πιθανότητα.
Με τον ίδιο τρόπο, μπορεί κάποιος να είναι άσωτος σε κάποια ζητήματα και ταυτόχρονα εξαρτημένος σε κάποια άλλα. Η απουσία μεσότητας δεν προδικάζει τη μόνιμη υπερβολή (ασωτία) ή τη μόνιμη έλλειψη (εξάρτηση) στη διαχείριση του χρήματος, αλλά τα δύο αυτά άκρα μπορεί να εκδηλωθούν στον ίδιο άνθρωπο, ανάλογα με τις προτιμήσεις και τις εκάστοτε συνθήκες που τον περιβάλλουν. Ένας καταφανέστατος τσιγκούνης ενδέχεται να κάνει έναν τόσο πλούσιο γάμο που να φτάνει στα όρια της ξιπασιάς. Εκείνος, όμως, που ξέρει διαχειρίζεται τα λεφτά του σύμφωνα με το μέτρο που ορίζει η λογική είναι σε θέση να αποφεύγει όλες τις ακρότητες.
Τα άκρα παρουσιάζονται με τρόπο συγγενικό μεταξύ τους, αφού ο δίχως μέτρο άνθρωπος μπορεί να στρέφεται πότε στο ένα και πότε στο άλλο. Στην ουσία πρόκειται για την απουσία της λογικής που εκμηδενίζει κάθε έννοια μεσότητας. Αυτός είναι και ο λόγος που τα δύο άκρα της υπερβολής και της έλλειψης πάνε μαζί (ως συγκοινωνούντα δοχεία) ενώ το μέσο στέκεται απέναντί τους εκπροσωπώντας το δρόμο της αρετής.
Όμως, η έννοια του μέσου δεν τίθεται με τρόπο άκαμπτο, σαν να πρόκειται για μία και μοναδική ενδεδειγμένη συμπεριφορά. Εξάλλου, ο Αριστοτέλης έχει ξεκαθαρίσει από τα «Ηθικά Νικομάχεια» ότι αυτό που έχει σημασία είναι το υποκειμενικό μέσο, δηλαδή το μέσο που θα καθορίσει κάθε άνθρωπος για τον εαυτό του σύμφωνα με τις δικές του προσωπικές ανάγκες.
Άλλη ποσότητα φαγητού θα φάει αυτός που ξεκινάει τη γυμναστική κι άλλη ένας ρωμαλέος αθλητής με τεράστια σωματική διάπλαση. Δεν μπορεί να υπάρξει μέσο χωρίς αυτογνωσία. Μονάχα η γνώση του εαυτού θα οριοθετήσει τις ανάγκες που πρέπει να εξυπηρετηθούν.
Και πέρα από αυτό, είναι αδύνατο να συμπεριφέρεται κανείς με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κάθε μέρα, σαν να επρόκειτο για μηχανή. Το να φάει κάποιος λίγο περισσότερο μια μέρα, είτε επειδή έχει περισσότερη όρεξη είτε επειδή πρόκειται για το αγαπημένο του φαγητό, δεν είναι κατακριτέο, καθώς η ως ένα βαθμό αστάθεια όχι μόνο δεν αναιρεί τη μεσότητα, αλλά προσδίδει τις απαιτούμενες εναλλαγές στη ζωή.
Η μεσότητα δεν πρέπει να ταυτιστεί με την αποστείρωση. Εξάλλου, ο γνώστης της μεσότητας, ακόμη κι αν ξεφύγει στο φαγητό (σε μια περίοδο γιορτών ας πούμε), σχεδόν αντανακλαστικά θα διαπιστώσει την υπερβολή του και θα φροντίζει τις επόμενες μέρες να τρώει λιγότερο επαναφέροντας τη μεσότητα που έχει για λίγο χαθεί.
Για τον Αριστοτέλη αυτού του είδους οι αστάθειες, όταν δεν ξεφεύγουν από το μέτρο της λογικής, θα καταδείξουν τη μεσότητα: «Όταν όμως η αστάθεια κινείται σε φυσιολογικά όρια, τότε προκύπτει η μεσότητα» (1234b 6-7). Η αστάθεια που ξεπερνά τα όρια του λογικού μέτρου οδηγεί στα άκρα της έλλειψης και της υπερβολής καθιστώντας αδύνατη την πραγμάτωση της αρετής.
Από την άλλη, το δεδομένο ότι τα άκρα εκπροσωπούν την κακία δε σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση είναι το ίδιο αρνητικά: «… η αντίθεση των άκρων προς το μέσον δε φαίνεται να είναι ισόποση κι απ’ τις δυο μεριές: άλλοτε η υπερβολή αντιτίθεται στο μέσον πιο πολύ, και άλλοτε η έλλειψη» (1234b 8-10).
Όμως, όσο κι αν το ένα άκρο μπορεί να φαίνεται προτιμότερο από το άλλο (ανά περίπτωση) με τίποτε δε σηματοδοτεί την ορθή συμπεριφορά. Τα άκρα δεν μπορεί να αποτελούν στοιχείο προτίμησης παρά μόνο με τη λογική του λιγότερου κακού. Το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στο θράσος και τη δειλία είναι προφανέστατα αρνητικό. Ενδεχομένως η δειλία να είναι προτιμότερη, αλλά με τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί αντικείμενο προαίρεσης.
Κι όπως σε όλα τα πράγματα η μεσότητα θα καθορίσει και την ορθή συμπεριφορά σε σχέση με την αντίληψη του αστείου: «Μεσότητα είναι και η πνευματώδης συμπεριφορά, και ο πνευματώδης άνθρωπος είναι το μέσον του αγροίκου ή “πολλά βαρύ” και του “καραγκιόζη” ή του βωμολόχου. Όπως στο θέμα της διατροφής ο σιχασιάρης διαφέρει από τον παμφάγο στο ότι δεν του αρέσει τίποτα και τρώει λίγο και με δυσκολία, ενώ ο άλλος καταβροχθίζει τα πάντα, έτσι και ο αγροίκος διαφέρει από το δύστροπο και τον “καραγκιόζη”. Ο δύστροπος δε βρίσκει κανένα πείραγμα αστείο και τα παίρνει όλα δύσκολα, ενώ ο άλλος δέχεται τα πάντα και χαίρεται» (1234a 4-12).
Για να συμπληρωθεί: «Κανένα δεν είναι σωστό, και άλλα πρέπει να τα δεχόμαστε και άλλα όχι, όπως επιβάλλει η λογική. Αυτό κάνει ο πνευματώδης. Η πνευματώδης συμπεριφορά, όπως την περιγράψαμε κι όχι στη μεταφορική χρήση της λέξης, είναι άριστη έξη, και η μεσότητα είναι βέβαια επαινετή ενώ τα άκρα ψεκτά. Δύο ειδών είναι η πνευματώδης συμπεριφορά: η μία σημαίνει να χαίρεσαι με το αστείο, ακόμα κι αν είναι πείραγμα ή σαρκασμός εναντίον σου, ενώ η άλλη σημαίνει να μπορείς να αστειεύεσαι ο ίδιος» (1234a 12-20).
Φτάνοντας στο τέλος του τρίτου βιβλίου από τα «Ηθικά Ευδήμια» είναι πλέον σαφές ότι η ορθή-ενάρετη συμπεριφορά αποτελεί προϋπόθεση των ουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων. Κι αυτή ακριβώς είναι η πολιτική διάσταση της αρετής, αφού ο δίχως αρετή άνθρωπος διοχετεύοντας αναπόφευκτα στις συναναστροφές του την έλλειψη ψυχικής ισορροπίας που τον βαραίνει, τις καθιστά δύσκολες.
Ο φθονερός, ο θρασύς, ο αγροίκος, ο ξιπασμένος, ο ακόλαστος, ο μικροπρεπής, ο τσιγκούνης, όλες αυτές οι εκδοχές της κακίας που υποδηλώνουν την ανισορροπία της ψυχής (και που εξαιτίας της έρχονται στο προσκήνιο) δυσχεραίνουν (άλλες λιγότερο κι άλλες περισσότερο) τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους. Εξάλλου, αυτό ακριβώς είναι και το νόημα της ηθικής αρετής, αφού η αξία της έγκειται μονάχα μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας. Εκτός αυτής δεν έχει το ελάχιστο νόημα.
Το σύνολο των ηθικών αρετών θα σηματοδοτήσει την έννοια της πολιτικής αρετής που τις προϋποθέτει προκειμένου να πραγματωθεί. Κι ως πολιτική αρετή δε νοείται μόνο ο τρόπος της πολιτικής οργάνωσης και διοίκησης της πόλης για την εξασφάλιση της συνύπαρξης, αλλά και η αρμονικότητα των σχέσεων των πολιτών σε επίπεδο καθαρά προσωπικό. Με άλλα λόγια, η φιλία προέρχεται αυστηρά από την πολιτική με την έννοια της αμοιβαιότητας και του δικαίου που μόνο η ηθική αρετή μπορεί να εξασφαλίσει.
Ο Αριστοτέλης ξεκινώντας το έβδομο βιβλίο από τα «Ηθικά Ευδήμια» (τα βιβλία Δ΄. Ε΄, και Ζ΄ παραλείπονται καθώς το περιεχόμενό τους ταυτίζεται με τα βιβλία Ε΄, Ζ΄ και Η΄ των «Ηθικών Νικομαχείων») διευκρινίζει: « θεωρείται το κατεξοχήν έργο της πολιτικής να αναπτύξει τη φιλία· κάποιοι μάλιστα λένε ότι και η αρετή είναι χρήσιμη ακριβώς για την ανάπτυξη της φιλίας, αφού αποκλείεται να αναπτυχθεί αυτή ανάμεσα σε ανθρώπους που αδικούν ο ένας τον άλλο» (1234b 24-27).
Κι όχι μόνο αυτό: «Επίσης, όλοι δεχόμαστε ότι το δίκαιο και το άδικο έχουν εφαρμογή κυρίως μεταξύ φίλων, και θεωρείται αφενός ότι ταυτίζονται μεταξύ τους ο αγαθός άνθρωπος και ο φίλος, και αφετέρου ότι η φιλία είναι μια έξη ηθική (πάγια διάθεση της ψυχής). Ακόμα, ότι αν θέλει κανείς να κάνει τους ανθρώπους δίκαιους, πρέπει να τους κάνει να συμπεριφέρονται μεταξύ τους ως φίλοι, αφού οι αληθινοί φίλοι δεν αδικούν ο ένας τον άλλο. Αλλά βέβαια, και οι δίκαιοι το ίδιο θα κάνουν και δε θα αδικήσουν· άρα, η δικαιοσύνη και η φιλία είτε ταυτίζονται είτε βρίσκονται πολύ κοντά» (1234b 28-35).
Η σύμπλευση (αν όχι ταύτιση) της δικαιοσύνης με τη φιλία καθιστά την αρετή θεμέλιο της συνύπαρξης. Κι αν γίνει αποδεκτό ότι η φιλία είναι το θεμέλιο της ευτυχίας (ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολιτικό ον) τότε είναι σαφής η τεράστια σημασία που έχει το ζήτημα της κατάκτησης της αρετής σε ατομικό επίπεδο: «όλοι πιστεύουμε ότι ο φίλος είναι το μέγιστο αγαθό, ενώ η έλλειψη φίλων και η ερημική μοναξιά το πιο μεγάλο δεινό, εφόσον όλος μας ο βίος και οι συντροφικές μας σχέσεις προϋποθέτουν τους φίλους» (1234b 36-38).
Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Με τους οικείους μας ή με συγγενείς ή με συντρόφους περνάμε όλη την ημέρα μας, με τα παιδιά, με τους γονείς, με τη γυναίκα μας. Και στο στενό κύκλο των φίλων μας η δικαιοσύνη επαφίεται μόνο σε εμάς τους ίδιους, ενώ έξω από αυτόν έχει ανατεθεί στη νομοθεσία, και πάντως όχι σε εμάς προσωπικά» (1235a 1-5).
Η αντίληψη ότι μεταξύ φίλων ο κώδικας δικαίου αποτελεί προσωπική τους υπόθεση δεν υπονοεί ότι η νομοθεσία δεν ισχύει στις σχέσεις τους, αλλά ότι είναι τέτοια η διάθεση να φερθούν δίκαια ο ένας στον άλλο, που ο νομοθέτης ανάμεσά τους κρίνεται περιττός. Η φιλία, ως έκφραση της υπέρτατης συντροφικότητας νοηματοδοτεί την ύπαρξη εκπληρώνοντας τις συνθήκες για την υπέρτατη ευτυχία. Άνθρωπος δίχως φίλους είναι αδύνατο να είναι ευτυχής. Αν συμβαίνει αυτό τότε δεν είναι άνθρωπος. Είναι ή ζώο ή θεός.
Η σημασία της φιλίας στη ζωή του ανθρώπου καθιστά αναγκαία τη λεπτομερή διερεύνηση του όρου: «Περί φιλίας, ποια η φύση της και τι ακριβώς είναι αυτή, ποιος είναι ο φίλος και με πόσες –μία ή περισσότερες– σημασίες χρησιμοποιείται η λέξη φιλία· και αν περισσότερες, πόσες και ποιες είναι αυτές· και ακόμα, πώς να αντιμετωπίζουμε το φίλο μας και τι σημαίνει δικαιοσύνη στο πλαίσιο της φιλίας· όλα αυτά τα ερωτήματα πρέπει να τα ερευνήσουμε, μιας και αποτελούν μείζονα ζητούμενα μιας αναφοράς στο σωστό ήθος και στις αντίστοιχες επιλογές πράξεων» (1234b 19-24). Στο ζήτημα της φιλίας ο Αριστοτέλης θα αφιερώσει όλο το έβδομο βιβλίο από τα «Ηθικά Ευδήμια» καθιστώντας σαφή την αξία της φιλίας για την ανθρώπινη ευτυχία.
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου