Μετά τα γεγονότα στο Λέχαιο ο Αγησίλαος εκστράτευσε εναντίον της Ακαρνανίας. Λεηλάτησε τους αγρούς, άρπαξε πολλά ζώα κι επικράτησε, όταν οι Ακαρνάνες του έκαναν επίθεση με πολλούς πελταστές προσπαθώντας να επαναλάβουν την τακτική του Ιφικράτη στο Λέχαιο. Αποχώρησε όμως άμεσα επιτρέποντας στους κατοίκους να σπείρουν τη γη, αν και θα μπορούσε να το αποτρέψει παρατείνοντας την παραμονή του.
Το αποτέλεσμα της πράξης αυτής φάνηκε την επόμενη χρονιά (έχουμε μπει πια στο 388 π.Χ.) όταν απείλησε τους Ακαρνάνες με νέα εκστρατεία εναντίον τους: «… σκέφτηκαν» (οι Ακαρνάνες) «ότι καθώς οι πόλεις τους βρίσκονταν στο εσωτερικό της χώρας, αν ο εχθρός κατέστρεφε το στάρι τους θα ‘ταν το ίδιο σαν να στρατοπέδευε γύρω στις πόλεις και να τις πολιορκούσε. Έστειλαν λοιπόν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα, που έκαναν συμμαχία με τους Λακεδαιμονίους. Έτσι τέλειωσε η υπόθεση των Ακαρνάνων». (4,7,1). Το να έχει κάποιος κάτι και να φοβάται μην το χάσει κρίνεται απείρως προτιμότερο απ’ την απελπισία του να μην έχει τίποτα. Κι ο Αγησίλαος φαίνεται να το γνωρίζει καλά αυτό.
Από τη στιγμή, όμως, που η εκστρατεία στην Ακαρνανία ήταν πλέον αχρείαστη οι Λακεδαιμόνιοι είχαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να προκαλέσουν ζημιές στο Άργος. Ο προκλητικός τρόπος που προσάρτησε την Κόρινθο, η εκδίωξη των εκεί ολιγαρχικών, οι επαίσχυντες εκτελέσεις, οι δολοπλοκίες και η αναγκαστική απομάκρυνση όσων φιλοσπαρτιατών διασώθηκαν δε θα μπορούσαν να περάσουν έτσι. Ο Αγησίπολις «εισέβαλε στο έδαφός τους – πράγμα που προκάλεσε μεγάλη ταραχή και φόβο και στον αγροτικό και στον αστικό πληθυσμό». (4,7,3).
Η συνταγή πλέον γνωστή: καταστροφή της υπαίθρου και γενική λεηλασία μέχρι τα τείχη της πόλης. Ο Αγησίπολις μάλιστα – ανταγωνιζόμενος τον Αγησίλαο – ρωτούσε να μάθει μέχρι πού είχε φτάσει εκείνος, όταν εκστράτευσε στο Άργος, για να τον ξεπεράσει. Στην προσπάθειά του αυτή έφτασε μπροστά στα τείχη, ξεπερνώντας ακόμη και την τάφρο που τα περιέβαλλε.
Προκάλεσε τέτοιο πανικό στους Αργείους, που έκλεισαν τις πύλες αφήνοντας απ’ έξω τους Βοιωτούς ιππείς, κυριολεκτικά στο έλεος των Σπαρτιατών: «…αναγκάστηκαν να κολλήσουν σαν τις νυχτερίδες στα τείχη, κάτω από τις επάλξεις – και πολλοί άνδρες κι άλογα θα ‘χαν σκοτωθεί από βέλη, αν οι Κρητικοί τοξότες δεν τύχαινε να λείπουν εκείνη την ώρα σε μιαν επιδρομή στο Ναύπλιο». (4,7,6).
Όμως, ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις στη θάλασσα, όπου ο Κόνων με το Φαρνάβαζο – μετά την εξόντωση του σπαρτιατικού στόλου – πηγαίνουν ανενόχλητοι από νησί σε νησί διώχνοντας το Λακεδαιμόνιο αρμοστή και υποσχόμενοι ελευθερία. Παρακολουθούμε την απόλυτη αντιστροφή από τα χρόνια του Θουκυδίδη, όταν η Σπάρτη απελευθέρωνε τα νησιά με τη βοήθεια των Περσών διώχνοντας τους Αθηναίους. Οι κάτοικοι των νησιών είναι και πάλι πρόθυμοι να απελευθερωθούν και «υποδέχονταν τις διαβεβαιώσεις μ’ εκδηλώσεις χαράς κι επιδοκιμασίας, και μ’ όλη τους την καρδιά έστελναν δώρα φιλοξενίας στον Φαρνάβαζο». (4,8,2).
Το μόνο που αλλάζει είναι η στάση των Αθηναίων, που φαίνονται πιο έμπειροι στη χειραγώγηση: «ο Κόνων ήταν που είχε πείσει το Φαρνάβαζο ότι τέτοια τακτική θα τους εξασφάλιζε τη φιλία όλων των πόλεων· αλλιώτικα, του ‘λεγε, αν έδειχνε πρόθεση να τις υποδουλώσει, και η καθεμιά ξεχωριστά ήταν σε θέση να του δημιουργήσει προβλήματα και επιπλέον υπήρχε κίνδυνος να καταλάβουν οι Έλληνες τι συμβαίνει και να ενωθούν. Αυτά τα επιχειρήματα είχαν πείσει τον Φαρνάβαζο». (4,8,2).
Ο Κόνων φαίνεται να γνωρίζει τις ισορροπίες. Ο ρόλος του απελευθερωτή είναι πιο ευχάριστος. Στο κάτω – κάτω, αφού την ισχύ την έχει η Σπάρτη, ας αναλάβει και τη φθορά της. Το προσωπείο της χειραφέτησης ταιριάζει σ’ αυτόν που ονειρεύεται την ισχύ, όχι σ’ αυτόν που την έχει. Το παιχνίδι της απελευθέρωσης πρέπει να παιχτεί σωστά κι ο Φαρνάβαζος το κατανόησε αμέσως.
Το ότι οι Αθηναίοι εγκαθιστούν δημοκρατίες δε φαίνεται να τον ανησυχεί και πολύ. Έτσι κι αλλιώς επεκτατισμό κάνουν. Οι ανίσχυροι θα είναι πάντα υποτελείς. Ας έχουν όποιο πολίτευμα βολεύει. Τα προτεκτοράτα μαθαίνουν γρήγορα το ρόλο τους. Δεν είναι κακό να ελπίζουν. Το θέμα είναι να ανατραπούν οι Σπαρτιάτες. Όλα τα υπόλοιπα είναι ασήμαντες λεπτομέρειες.
Από την πλευρά τους οι Σπαρτιάτες έπρεπε να περάσουν στην αντεπίθεση. Ο χάρτης είναι αμείλικτος. Τα νησιά που χάνονται πρέπει να αντικατασταθούν. Ο Δερκυλίδας θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Όταν διαλύθηκε το ναυτικό της Σπάρτης, δεν εγκατέλειψε το έδαφός του, όπως έκαναν όλοι οι άλλοι αρμοστές, αλλά έμεινε στην Άβυδο και κατάφερε να την κρατήσει σύμμαχο των Λακεδαιμονίων υποσχόμενος παντοτινή συμμαχία και, φυσικά, απελευθέρωση από το Φαρνάβαζο.
Πήρε το λαό με το μέρος του και πέρασε κι απέναντι στη Σηστό συγκεντρώνοντας όλους αυτούς που απέκτησαν γη λόγω της σπαρτιατικής παρουσίας και που φανερά ήταν με το μέρος της Σπάρτης. Ο Φαρνάβαζος κίνησε αμέσως για τη Σηστό και απείλησε ότι θα κηρύξει τον πόλεμο. Ζήτησε μάλιστα και την παρουσία του Κόνωνα, που έσπευσε να βοηθήσει: «Βλέποντας ωστόσο ότι δεν κατάφερνε να τους υποτάξει επέστρεψε στην έδρα του, αφήνοντας εντολή στον Κόνωνα να καλοπιάσει τις πόλεις του Ελλησπόντου, έτσι ώστε να συγκεντρώσουν ως την άνοιξη όσο γινόταν πιο πολύ ναυτικό». (4,8,6).
Οι Πέρσες αυτή τη φορά φαίνονται πιο επιθετικοί. Ο Φαρνάβαζος «εξαγριωμένος όπως ήταν με τους Λακεδαιμονίους γι’ αυτά που του είχαν κάνει, το ‘χε βάλει κύριο σκοπό του να τους ξεπληρώσει όσο μπορούσε, μεταφέροντας τον πόλεμο στον τόπο τους». (4,8,6).
Το ίδιο επιδίωξε – με τρομερή επιτυχία – κι ο Τιθραύστης. Εκείνος, όμως, περιορίστηκε στη δωροδοκία. Ο Φαρνάβαζος θέλει πιο δραστικά μέτρα. Μαζί με τον Κόνωνα θα βάλει πλώρη για τη Σπάρτη έχοντας ως ορμητήριο τη Μήλο: «Πρώτα πήγε στις Φερές και λεηλάτησε εκείνη την περιοχή, κι ύστερα έκανε αποβάσεις σε διάφορα σημεία της παραλίας, προκαλώντας όσες καταστροφές μπορούσε. Γρήγορα ωστόσο ανησύχησε από την έλλειψη λιμανιών και τροφίμων και φοβήθηκε μήπως οι Λακεδαιμόνιοι στείλουν ενισχύσεις· γύρισε λοιπόν πίσω κι έφυγε, και αγκυροβόλησε στον Φοινικούντα των Κυθήρων». (4,8,7).
Κατέλαβε την πόλη των Κυθήρων, όρισε διοικητή τον Αθηναίο Νικόφημο κι έφυγε για τον Ισθμό της Κορινθίας. Μάζεψε τους συμμάχους κι έκανε τα πάντα για να τους εμφυσήσει την πεποίθηση της νίκης και την εμπιστοσύνη στο βασιλιά. Φυσικά, δεν παρέλειψε να τους αφήσει κι όσα χρήματα είχε μαζί του. Δεν υπήρχε καλύτερη στιγμή για τον Κόνωνα να αρπάξει την ευκαιρία: «Τότε ο Κόνων του ζήτησε να του δώσει εκείνου τον στόλο, λέγοντας ότι αναλαμβάνει να τον συντηρήσει με τους πόρους των νησιών και να τον οδηγήσει στην πατρίδα του, να βοηθήσει τους Αθηναίους να ξαναχτίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά – και το ‘ξερε, είπε, ότι αυτό θ’ αποτελούσε το μεγαλύτερο δυνατό πλήγμα για τους Λακεδαιμονίους». (4,8,9).
Ο Κόνων έφερε τα πράγματα όπως έπρεπε για τους Αθηναίους. Βάζοντας τα ίδια τα πληρώματα των καραβιών να δουλεύουν και ξοδεύοντας τα λεφτά του Φαρναβάζου κατάφερε να χτίσει και πάλι τα τείχη της Αθήνας με τη βοήθεια εθελοντών που ήρθαν από τη Βοιωτία κι από άλλες συμμαχικές πόλεις. Η ήττα του πελοποννησιακού πολέμου έχει πλέον παρέλθει και η Αθήνα φιλοδοξεί να διεκδικήσει τα παλιά μεγαλεία.
Από την άλλη, τα χρήματα που άφησε ο Φαρνάβαζος στην Κόρινθο ενίσχυσαν το ναυτικό εκεί προξενώντας απώλειες στα σπαρτιατικά πλοία. Αν και τελικά οι Σπαρτιάτες διατήρησαν την κυριαρχία στο Ρίο, ήταν φανερό ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Όταν έφτασαν στη Σπάρτη και τα νέα των αθηναϊκών τειχών, δεν υπήρχε πια καμία αμφιβολία. Αν ήθελαν να διατηρηθούν στη θέση που είχαν, έπρεπε να κάνουν συμμαχικό άνοιγμα. Και πού αλλού θα μπορούσαν να απευθυνθούν, αν όχι στους Πέρσες; «Τότε σκέφτηκαν ότι αν ειδοποιούσαν γι’ αυτά τον Τιρίβαζο, τον στρατηγό του Βασιλέως, ο Τιρίβαζος ή θα πήγαινε με το μέρος τους ή τουλάχιστον θα έπαυε να συντηρεί το ναυτικό του Κόνωνος. Αποφάσισαν λοιπόν να του στείλουν τον Ανταλκίδα…». (4,8,12).
Η κίνηση αυτή δε θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο το άλλο στρατόπεδο: «’όταν το έμαθαν οι Αθηναίοι, έστειλαν κι εκείνοι πρέσβεις – μαζί με τον Κόνωνα – τον Ερμογένη, τον Δίωνα, τον Καλλισθένη και τον Καλλιμέδοντα. Ζήτησαν κι από τους συμμάχους τους να στείλουν κι εκείνοι πρέσβεις, κι ήρθαν από τους Βοιωτούς, από την Κόρινθο και το Άργος». (4,8,13). Όλος ο ελληνικός κόσμος συνωστίζεται στην αυλή του βασιλιά. Ο περσικός δάκτυλος φαίνεται κυρίαρχος του τοπίου.
Βεβαίως, οι Σπαρτιάτες είναι οι μεγάλοι ζημιωμένοι: «Αφού έφτασαν στην έδρα του Τιριβάζου, ο Ανταλκίδας του είπε ότι είχε έρθει με προτάσεις ειρήνης ανάμεσα στην πόλη του και στον Βασιλέα – και μάλιστα τέτοιας ειρήνης, όπως από καιρό την επιθυμούσε ο Βασιλεύς: γιατί οι Λακεδαιμόνιοι, είπε, δεν διεκδικούσαν από τον Βασιλέα τις ελληνικές πόλεις της Ασίας· όσο για τις υπόλοιπες πόλεις κι όλα τα νησιά, αρκούσε στους Λακεδαιμονίους να μείνουν ανεξάρτητα». (4,8,14).
Θα ήταν αδύνατο οι προτάσεις αυτές να μην ικανοποιήσουν τον Τιρίβαζο. Η πολιτική του Αγησιλάου, που είχε απορρίψει πολύ καλύτερους όρους επιμένοντας στην πολιτική του επεκτατισμού, απεδείχθη ζημιογόνος. Ο πόλεμος μεταφέρθηκε στην Πελοπόννησο, οι εχθροί δυνάμωσαν πολύ και η Σπάρτη γνώρισε φθορά τόσο στην ισχύ, όσο και στο γόητρό της. Οι προτάσεις αυτές είναι η παραδοχή της αποτυχίας, που τώρα τους έφερε σε δύσκολη θέση. Είναι η ώρα της Σπάρτης να γνωρίσει τα αδιέξοδα της ισχύος.
Από την άλλη, το στρατόπεδο των Αθηναίων δεν ήθελε ούτε να ακούει τους όρους του Ανταλκίδα: «οι Αθηναίοι φοβήθηκαν ότι αν συμφωνούσαν να δοθεί ανεξαρτησία στα νησιά θα ‘χαναν τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο· οι Θηβαίοι ότι θ’ αναγκάζονταν ν’ αφήσουν ανεξάρτητες τις πόλεις τις Βοιωτίας· οι Αργείοι, τέλος, ότι αν γινόταν τέτοια συνθήκη ειρήνης δεν θα μπορούσαν – όπως ήθελαν – να κρατήσουν προσαρτημένη την Κόρινθο. Έτσι ματαιώθηκε τότε η σύναψη ειρήνης, κι όλοι γύρισαν στις πατρίδες τους». (4,8,15).
Τα πράγματα έχουν ήδη ανατραπεί. Οι Σπαρτιάτες, που υποτίθεται ότι είναι σε θέση ισχύος, προτείνουν ανεξαρτησία και οι αντίπαλοι, που υποτίθεται ότι θέλουν να τους ανατρέψουν, φοβούνται μη χάσουν τα κεκτημένα. Όποιος νιώθει ισχυρός δεν μπορεί να μιλά για ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία θα είναι πάντα η διεκδίκηση των ανίσχυρων.
Το ζήτημα είναι ότι ο Τιρίβαζος ενθουσιάστηκε από τις προτάσεις. Μολονότι δεν μπορούσε να αποφασίσει ο ίδιος (αυτό ήταν θέμα του βασιλιά), πήρε ξεκάθαρα το μέρος των Σπαρτιατών δίνοντάς τους λεφτά και φυλακίζοντας τον Κόνωνα με γελοίες προφάσεις. Όταν, όμως, έφυγε για να εκθέσει στο βασιλιά την κατάσταση, εκείνος έστειλε προς αντικατάστασή του, για όσο θα έλειπε, το Στρούθα, ο οποίος ήταν ορκισμένος εχθρός των Λακεδαιμονίων – και της πολιτικής του Αγησιλάου ειδικότερα – και ευνοούσε κατάφωρα τους Αθηναίους.
Από την πλευρά τους οι Λακεδαιμόνιοι, όταν κατάλαβαν τις διαθέσεις του Στρούθα, έστειλαν εναντίον του το Θίβρωνα: «Αυτός πέρασε στην Ασία κι άρχισε να λεηλατεί τα εδάφη του Βασιλέως με ορμητήρια την Έφεσο και τις πόλεις της πεδιάδας του Μαιάνδρου Πριήνη, Λεύκοφρυ και Αχίλλειο». (4,8,17).
Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα διπλωματικό κομφούζιο, που μοιραία έχει και στρατιωτικές προεκτάσεις. Οι Σπαρτιάτες επιδιώκουν τη συμμαχία του βασιλιά και ταυτόχρονα λεηλατούν τη γη του. Οι Πέρσες στρατηγοί είναι διχασμένοι. Ο Τιρίβαζος υποστηρίζει τους Σπαρτιάτες και ο Στρούθας τους Αθηναίους. Ο καθένας ενεργεί όπως θέλει, χωρίς εντολές, χωρίς κάποιο κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς καμία οργάνωση. Θα έλεγε κανείς ότι τα γεγονότα εξελίσσονται από μόνα τους.
Το μόνο που μένει είναι οι συγκρούσεις. Ο Στρούθας θα εξοντώσει το Θίβρωνα και θα διαλύσει το στρατό του. Η Σπάρτη θα στείλει το Διφρίδα, που θα περισώσει τις συμμαχικές πόλεις και θα αιχμαλωτίσει την κόρη του Στρούθα αποκτώντας πολλά λύτρα. Η Ρόδος θα γίνει δημοκρατική και οι Λακεδαιμόνιοι θα προσπαθήσουν να την ανακτήσουν. Στέλνουν τον Έκδικο με λίγες δυνάμεις και τελικά τον αντικαθιστούν με τον Τελευτία, στον οποίο δίνουν περισσότερες.
Τα πράγματα παίρνουν τέτοιες διαστάσεις, που πλέον χάνεται το νόημα του ποιος πολεμάει ποιον. Ο Τελευτίας, καθώς πηγαίνει στη Ρόδο αιχμαλωτίζει τα δέκα πολεμικά του Φιλοκράτη, που έστελναν οι Αθηναίοι στην Κύπρο, για να βοηθήσουν το σύμμαχό τους Ευαγόρα, που μάχονταν εναντίον των Περσών. Ο Ξενοφώντας σχολιάζει: «Σ’ εκείνη την περίσταση στάθηκε αλλοπρόσαλλη η συμπεριφορά και των δύο παρατάξεων· από τη μια μεριά οι Αθηναίοι, που ήσαν φίλοι του Βασιλέα, έστελναν συμμαχική βοήθεια στον Ευαγόρα που τον πολεμούσε· από την άλλη ο Τελευτίας, την ώρα που οι Λακεδαιμόνιοι πολεμούσαν τον Βασιλέα, κατέστρεφε έναν στόλο που πήγαινε κι αυτός να τον πολεμήσει». (4,8,24).
Ο αρχαίος κόσμος είναι πιο μπερδεμένος από ποτέ. Η αβεβαιότητα της τροπής που θα πάρει η περσική βοήθεια έχει φέρει τα πάνω κάτω. Όλοι φιλοδοξούν να την έχουν κι όλοι δυσπιστούν. Όλοι καλοπιάνουν κι όλοι συγκρούονται με τους Πέρσες. Τελικά, όλοι συγκρούονται με όλους.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες το μόνο που απομένει είναι το παιχνίδι της διαρκούς προσέλκυσης όλο και περισσότερων πόλεων. Οι Αθηναίοι προκειμένου να προστατέψουν τη Ρόδο στέλνουν το Θρασύβουλο, τον ηγέτη των δημοκρατικών που συνέτριψε τους Τριάντα τυράννους. Εκείνος κατανοώντας ότι η Ρόδος είναι αδύνατο να κινδυνέψει στράφηκε προς τον Ελλήσποντο αναζητώντας νέους συμμάχους. Συμφιλίωσε το βασιλιά των Οδρυσών Αμήδοκο με το Σεύθη και τους έκανε και τους δυο συμμάχους της Αθήνας. Πήγε στο Βυζάντιο και το έκανε δημοκρατικό. Έκανε δεσμούς φιλίας με τους Καλχηδονίους.
Στη Μυτιλήνη συνέτριψε στην πόλη Μήθυμνα τον Λακεδαιμόνιο αρμοστή Θηρίμαχο κάνοντας όλο το νησί δημοκρατικό. Όταν έφτασε στην Άσπενδο, αγκυροβόλησε στον ποταμό Ευρυμέδοντα. Ήρθε σε συνεννόηση με τους κατοίκους και μάλιστα πήρε και λεφτά για να συνεχίσει τον αγώνα. Επειδή, όμως, οι στρατιώτες του λεηλάτησαν κάποια κτήματα, οι Ασπένδιοι εξοργίστηκαν και σε αιφνιδιαστική επίθεση που έκαναν τη νύχτα τον σκότωσαν μέσα στη σκηνή του. Ο Ξενοφώντας σχολιάζει: «Τέτοιος στάθηκε ο θάνατος του Θρασυβούλου, που είχε τη φήμη ενός αληθινά εξαίρετου ανθρώπου». (4,8,31).
Οι επιτυχίες, όμως, του Θρασύβουλου στον Ελλήσποντο θορύβησαν τους Σπαρτιάτες. Ο Αναξίβιος κατόρθωσε να πείσει τους εφόρους να τον στείλουν αρμοστή στην Άβυδο και να αντικαταστήσει το Δερκυλίδα, αν και δεν υπήρχε κανένα παράπονο σε βάρος του. Μόλις έφτασε άρχισε τις επιδρομές και τις λεηλασίες. Σε απάντηση οι Αθηναίοι έστειλαν τον Ιφικράτη με οχτώ πλοία και χίλιους διακόσιους πελταστές.
Αρχικά, περιορίστηκαν σε αψιμαχίες μικρής κλίμακας. Η μεγάλη στιγμή για τον Ιφικράτη έφτασε όταν έμαθε ότι ο Αναξίβιος πήγε στην Άντανδρο, για να την πάρει με το μέρος του. Του έστησε ενέδρα στο δρόμο της επιστροφής σ’ ένα ιδανικό γι’ αυτόν έρημο σημείο πάνω στο βουνό. Ο Αναξίβιος νομίζοντας ότι διασχίζει φιλικό έδαφος κι έχοντας εσφαλμένες πληροφορίες ότι τάχα ο Ιφικράτης έπλεε για την Προκόννησο προχωρούσε χωρίς προφυλάξεις.
Τα πράγματα ήταν πολύ εύκολα για τον Ιφικράτη. Με μια ξαφνική επίθεση συνέτριψε τον αντίπαλο στρατό επαναλαμβάνοντας το θρίαμβο στο Λέχαιο. Ο ίδιος ο Αναξίβιος έπεσε ηρωικά. Ο Ελλήσποντος βρισκόταν πια σε αθηναϊκά χέρια.
Το αποτέλεσμα της πράξης αυτής φάνηκε την επόμενη χρονιά (έχουμε μπει πια στο 388 π.Χ.) όταν απείλησε τους Ακαρνάνες με νέα εκστρατεία εναντίον τους: «… σκέφτηκαν» (οι Ακαρνάνες) «ότι καθώς οι πόλεις τους βρίσκονταν στο εσωτερικό της χώρας, αν ο εχθρός κατέστρεφε το στάρι τους θα ‘ταν το ίδιο σαν να στρατοπέδευε γύρω στις πόλεις και να τις πολιορκούσε. Έστειλαν λοιπόν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα, που έκαναν συμμαχία με τους Λακεδαιμονίους. Έτσι τέλειωσε η υπόθεση των Ακαρνάνων». (4,7,1). Το να έχει κάποιος κάτι και να φοβάται μην το χάσει κρίνεται απείρως προτιμότερο απ’ την απελπισία του να μην έχει τίποτα. Κι ο Αγησίλαος φαίνεται να το γνωρίζει καλά αυτό.
Από τη στιγμή, όμως, που η εκστρατεία στην Ακαρνανία ήταν πλέον αχρείαστη οι Λακεδαιμόνιοι είχαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να προκαλέσουν ζημιές στο Άργος. Ο προκλητικός τρόπος που προσάρτησε την Κόρινθο, η εκδίωξη των εκεί ολιγαρχικών, οι επαίσχυντες εκτελέσεις, οι δολοπλοκίες και η αναγκαστική απομάκρυνση όσων φιλοσπαρτιατών διασώθηκαν δε θα μπορούσαν να περάσουν έτσι. Ο Αγησίπολις «εισέβαλε στο έδαφός τους – πράγμα που προκάλεσε μεγάλη ταραχή και φόβο και στον αγροτικό και στον αστικό πληθυσμό». (4,7,3).
Η συνταγή πλέον γνωστή: καταστροφή της υπαίθρου και γενική λεηλασία μέχρι τα τείχη της πόλης. Ο Αγησίπολις μάλιστα – ανταγωνιζόμενος τον Αγησίλαο – ρωτούσε να μάθει μέχρι πού είχε φτάσει εκείνος, όταν εκστράτευσε στο Άργος, για να τον ξεπεράσει. Στην προσπάθειά του αυτή έφτασε μπροστά στα τείχη, ξεπερνώντας ακόμη και την τάφρο που τα περιέβαλλε.
Προκάλεσε τέτοιο πανικό στους Αργείους, που έκλεισαν τις πύλες αφήνοντας απ’ έξω τους Βοιωτούς ιππείς, κυριολεκτικά στο έλεος των Σπαρτιατών: «…αναγκάστηκαν να κολλήσουν σαν τις νυχτερίδες στα τείχη, κάτω από τις επάλξεις – και πολλοί άνδρες κι άλογα θα ‘χαν σκοτωθεί από βέλη, αν οι Κρητικοί τοξότες δεν τύχαινε να λείπουν εκείνη την ώρα σε μιαν επιδρομή στο Ναύπλιο». (4,7,6).
Όμως, ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις στη θάλασσα, όπου ο Κόνων με το Φαρνάβαζο – μετά την εξόντωση του σπαρτιατικού στόλου – πηγαίνουν ανενόχλητοι από νησί σε νησί διώχνοντας το Λακεδαιμόνιο αρμοστή και υποσχόμενοι ελευθερία. Παρακολουθούμε την απόλυτη αντιστροφή από τα χρόνια του Θουκυδίδη, όταν η Σπάρτη απελευθέρωνε τα νησιά με τη βοήθεια των Περσών διώχνοντας τους Αθηναίους. Οι κάτοικοι των νησιών είναι και πάλι πρόθυμοι να απελευθερωθούν και «υποδέχονταν τις διαβεβαιώσεις μ’ εκδηλώσεις χαράς κι επιδοκιμασίας, και μ’ όλη τους την καρδιά έστελναν δώρα φιλοξενίας στον Φαρνάβαζο». (4,8,2).
Το μόνο που αλλάζει είναι η στάση των Αθηναίων, που φαίνονται πιο έμπειροι στη χειραγώγηση: «ο Κόνων ήταν που είχε πείσει το Φαρνάβαζο ότι τέτοια τακτική θα τους εξασφάλιζε τη φιλία όλων των πόλεων· αλλιώτικα, του ‘λεγε, αν έδειχνε πρόθεση να τις υποδουλώσει, και η καθεμιά ξεχωριστά ήταν σε θέση να του δημιουργήσει προβλήματα και επιπλέον υπήρχε κίνδυνος να καταλάβουν οι Έλληνες τι συμβαίνει και να ενωθούν. Αυτά τα επιχειρήματα είχαν πείσει τον Φαρνάβαζο». (4,8,2).
Ο Κόνων φαίνεται να γνωρίζει τις ισορροπίες. Ο ρόλος του απελευθερωτή είναι πιο ευχάριστος. Στο κάτω – κάτω, αφού την ισχύ την έχει η Σπάρτη, ας αναλάβει και τη φθορά της. Το προσωπείο της χειραφέτησης ταιριάζει σ’ αυτόν που ονειρεύεται την ισχύ, όχι σ’ αυτόν που την έχει. Το παιχνίδι της απελευθέρωσης πρέπει να παιχτεί σωστά κι ο Φαρνάβαζος το κατανόησε αμέσως.
Το ότι οι Αθηναίοι εγκαθιστούν δημοκρατίες δε φαίνεται να τον ανησυχεί και πολύ. Έτσι κι αλλιώς επεκτατισμό κάνουν. Οι ανίσχυροι θα είναι πάντα υποτελείς. Ας έχουν όποιο πολίτευμα βολεύει. Τα προτεκτοράτα μαθαίνουν γρήγορα το ρόλο τους. Δεν είναι κακό να ελπίζουν. Το θέμα είναι να ανατραπούν οι Σπαρτιάτες. Όλα τα υπόλοιπα είναι ασήμαντες λεπτομέρειες.
Από την πλευρά τους οι Σπαρτιάτες έπρεπε να περάσουν στην αντεπίθεση. Ο χάρτης είναι αμείλικτος. Τα νησιά που χάνονται πρέπει να αντικατασταθούν. Ο Δερκυλίδας θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Όταν διαλύθηκε το ναυτικό της Σπάρτης, δεν εγκατέλειψε το έδαφός του, όπως έκαναν όλοι οι άλλοι αρμοστές, αλλά έμεινε στην Άβυδο και κατάφερε να την κρατήσει σύμμαχο των Λακεδαιμονίων υποσχόμενος παντοτινή συμμαχία και, φυσικά, απελευθέρωση από το Φαρνάβαζο.
Πήρε το λαό με το μέρος του και πέρασε κι απέναντι στη Σηστό συγκεντρώνοντας όλους αυτούς που απέκτησαν γη λόγω της σπαρτιατικής παρουσίας και που φανερά ήταν με το μέρος της Σπάρτης. Ο Φαρνάβαζος κίνησε αμέσως για τη Σηστό και απείλησε ότι θα κηρύξει τον πόλεμο. Ζήτησε μάλιστα και την παρουσία του Κόνωνα, που έσπευσε να βοηθήσει: «Βλέποντας ωστόσο ότι δεν κατάφερνε να τους υποτάξει επέστρεψε στην έδρα του, αφήνοντας εντολή στον Κόνωνα να καλοπιάσει τις πόλεις του Ελλησπόντου, έτσι ώστε να συγκεντρώσουν ως την άνοιξη όσο γινόταν πιο πολύ ναυτικό». (4,8,6).
Οι Πέρσες αυτή τη φορά φαίνονται πιο επιθετικοί. Ο Φαρνάβαζος «εξαγριωμένος όπως ήταν με τους Λακεδαιμονίους γι’ αυτά που του είχαν κάνει, το ‘χε βάλει κύριο σκοπό του να τους ξεπληρώσει όσο μπορούσε, μεταφέροντας τον πόλεμο στον τόπο τους». (4,8,6).
Το ίδιο επιδίωξε – με τρομερή επιτυχία – κι ο Τιθραύστης. Εκείνος, όμως, περιορίστηκε στη δωροδοκία. Ο Φαρνάβαζος θέλει πιο δραστικά μέτρα. Μαζί με τον Κόνωνα θα βάλει πλώρη για τη Σπάρτη έχοντας ως ορμητήριο τη Μήλο: «Πρώτα πήγε στις Φερές και λεηλάτησε εκείνη την περιοχή, κι ύστερα έκανε αποβάσεις σε διάφορα σημεία της παραλίας, προκαλώντας όσες καταστροφές μπορούσε. Γρήγορα ωστόσο ανησύχησε από την έλλειψη λιμανιών και τροφίμων και φοβήθηκε μήπως οι Λακεδαιμόνιοι στείλουν ενισχύσεις· γύρισε λοιπόν πίσω κι έφυγε, και αγκυροβόλησε στον Φοινικούντα των Κυθήρων». (4,8,7).
Κατέλαβε την πόλη των Κυθήρων, όρισε διοικητή τον Αθηναίο Νικόφημο κι έφυγε για τον Ισθμό της Κορινθίας. Μάζεψε τους συμμάχους κι έκανε τα πάντα για να τους εμφυσήσει την πεποίθηση της νίκης και την εμπιστοσύνη στο βασιλιά. Φυσικά, δεν παρέλειψε να τους αφήσει κι όσα χρήματα είχε μαζί του. Δεν υπήρχε καλύτερη στιγμή για τον Κόνωνα να αρπάξει την ευκαιρία: «Τότε ο Κόνων του ζήτησε να του δώσει εκείνου τον στόλο, λέγοντας ότι αναλαμβάνει να τον συντηρήσει με τους πόρους των νησιών και να τον οδηγήσει στην πατρίδα του, να βοηθήσει τους Αθηναίους να ξαναχτίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά – και το ‘ξερε, είπε, ότι αυτό θ’ αποτελούσε το μεγαλύτερο δυνατό πλήγμα για τους Λακεδαιμονίους». (4,8,9).
Ο Κόνων έφερε τα πράγματα όπως έπρεπε για τους Αθηναίους. Βάζοντας τα ίδια τα πληρώματα των καραβιών να δουλεύουν και ξοδεύοντας τα λεφτά του Φαρναβάζου κατάφερε να χτίσει και πάλι τα τείχη της Αθήνας με τη βοήθεια εθελοντών που ήρθαν από τη Βοιωτία κι από άλλες συμμαχικές πόλεις. Η ήττα του πελοποννησιακού πολέμου έχει πλέον παρέλθει και η Αθήνα φιλοδοξεί να διεκδικήσει τα παλιά μεγαλεία.
Από την άλλη, τα χρήματα που άφησε ο Φαρνάβαζος στην Κόρινθο ενίσχυσαν το ναυτικό εκεί προξενώντας απώλειες στα σπαρτιατικά πλοία. Αν και τελικά οι Σπαρτιάτες διατήρησαν την κυριαρχία στο Ρίο, ήταν φανερό ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Όταν έφτασαν στη Σπάρτη και τα νέα των αθηναϊκών τειχών, δεν υπήρχε πια καμία αμφιβολία. Αν ήθελαν να διατηρηθούν στη θέση που είχαν, έπρεπε να κάνουν συμμαχικό άνοιγμα. Και πού αλλού θα μπορούσαν να απευθυνθούν, αν όχι στους Πέρσες; «Τότε σκέφτηκαν ότι αν ειδοποιούσαν γι’ αυτά τον Τιρίβαζο, τον στρατηγό του Βασιλέως, ο Τιρίβαζος ή θα πήγαινε με το μέρος τους ή τουλάχιστον θα έπαυε να συντηρεί το ναυτικό του Κόνωνος. Αποφάσισαν λοιπόν να του στείλουν τον Ανταλκίδα…». (4,8,12).
Η κίνηση αυτή δε θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο το άλλο στρατόπεδο: «’όταν το έμαθαν οι Αθηναίοι, έστειλαν κι εκείνοι πρέσβεις – μαζί με τον Κόνωνα – τον Ερμογένη, τον Δίωνα, τον Καλλισθένη και τον Καλλιμέδοντα. Ζήτησαν κι από τους συμμάχους τους να στείλουν κι εκείνοι πρέσβεις, κι ήρθαν από τους Βοιωτούς, από την Κόρινθο και το Άργος». (4,8,13). Όλος ο ελληνικός κόσμος συνωστίζεται στην αυλή του βασιλιά. Ο περσικός δάκτυλος φαίνεται κυρίαρχος του τοπίου.
Βεβαίως, οι Σπαρτιάτες είναι οι μεγάλοι ζημιωμένοι: «Αφού έφτασαν στην έδρα του Τιριβάζου, ο Ανταλκίδας του είπε ότι είχε έρθει με προτάσεις ειρήνης ανάμεσα στην πόλη του και στον Βασιλέα – και μάλιστα τέτοιας ειρήνης, όπως από καιρό την επιθυμούσε ο Βασιλεύς: γιατί οι Λακεδαιμόνιοι, είπε, δεν διεκδικούσαν από τον Βασιλέα τις ελληνικές πόλεις της Ασίας· όσο για τις υπόλοιπες πόλεις κι όλα τα νησιά, αρκούσε στους Λακεδαιμονίους να μείνουν ανεξάρτητα». (4,8,14).
Θα ήταν αδύνατο οι προτάσεις αυτές να μην ικανοποιήσουν τον Τιρίβαζο. Η πολιτική του Αγησιλάου, που είχε απορρίψει πολύ καλύτερους όρους επιμένοντας στην πολιτική του επεκτατισμού, απεδείχθη ζημιογόνος. Ο πόλεμος μεταφέρθηκε στην Πελοπόννησο, οι εχθροί δυνάμωσαν πολύ και η Σπάρτη γνώρισε φθορά τόσο στην ισχύ, όσο και στο γόητρό της. Οι προτάσεις αυτές είναι η παραδοχή της αποτυχίας, που τώρα τους έφερε σε δύσκολη θέση. Είναι η ώρα της Σπάρτης να γνωρίσει τα αδιέξοδα της ισχύος.
Από την άλλη, το στρατόπεδο των Αθηναίων δεν ήθελε ούτε να ακούει τους όρους του Ανταλκίδα: «οι Αθηναίοι φοβήθηκαν ότι αν συμφωνούσαν να δοθεί ανεξαρτησία στα νησιά θα ‘χαναν τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο· οι Θηβαίοι ότι θ’ αναγκάζονταν ν’ αφήσουν ανεξάρτητες τις πόλεις τις Βοιωτίας· οι Αργείοι, τέλος, ότι αν γινόταν τέτοια συνθήκη ειρήνης δεν θα μπορούσαν – όπως ήθελαν – να κρατήσουν προσαρτημένη την Κόρινθο. Έτσι ματαιώθηκε τότε η σύναψη ειρήνης, κι όλοι γύρισαν στις πατρίδες τους». (4,8,15).
Τα πράγματα έχουν ήδη ανατραπεί. Οι Σπαρτιάτες, που υποτίθεται ότι είναι σε θέση ισχύος, προτείνουν ανεξαρτησία και οι αντίπαλοι, που υποτίθεται ότι θέλουν να τους ανατρέψουν, φοβούνται μη χάσουν τα κεκτημένα. Όποιος νιώθει ισχυρός δεν μπορεί να μιλά για ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία θα είναι πάντα η διεκδίκηση των ανίσχυρων.
Το ζήτημα είναι ότι ο Τιρίβαζος ενθουσιάστηκε από τις προτάσεις. Μολονότι δεν μπορούσε να αποφασίσει ο ίδιος (αυτό ήταν θέμα του βασιλιά), πήρε ξεκάθαρα το μέρος των Σπαρτιατών δίνοντάς τους λεφτά και φυλακίζοντας τον Κόνωνα με γελοίες προφάσεις. Όταν, όμως, έφυγε για να εκθέσει στο βασιλιά την κατάσταση, εκείνος έστειλε προς αντικατάστασή του, για όσο θα έλειπε, το Στρούθα, ο οποίος ήταν ορκισμένος εχθρός των Λακεδαιμονίων – και της πολιτικής του Αγησιλάου ειδικότερα – και ευνοούσε κατάφωρα τους Αθηναίους.
Από την πλευρά τους οι Λακεδαιμόνιοι, όταν κατάλαβαν τις διαθέσεις του Στρούθα, έστειλαν εναντίον του το Θίβρωνα: «Αυτός πέρασε στην Ασία κι άρχισε να λεηλατεί τα εδάφη του Βασιλέως με ορμητήρια την Έφεσο και τις πόλεις της πεδιάδας του Μαιάνδρου Πριήνη, Λεύκοφρυ και Αχίλλειο». (4,8,17).
Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα διπλωματικό κομφούζιο, που μοιραία έχει και στρατιωτικές προεκτάσεις. Οι Σπαρτιάτες επιδιώκουν τη συμμαχία του βασιλιά και ταυτόχρονα λεηλατούν τη γη του. Οι Πέρσες στρατηγοί είναι διχασμένοι. Ο Τιρίβαζος υποστηρίζει τους Σπαρτιάτες και ο Στρούθας τους Αθηναίους. Ο καθένας ενεργεί όπως θέλει, χωρίς εντολές, χωρίς κάποιο κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς καμία οργάνωση. Θα έλεγε κανείς ότι τα γεγονότα εξελίσσονται από μόνα τους.
Το μόνο που μένει είναι οι συγκρούσεις. Ο Στρούθας θα εξοντώσει το Θίβρωνα και θα διαλύσει το στρατό του. Η Σπάρτη θα στείλει το Διφρίδα, που θα περισώσει τις συμμαχικές πόλεις και θα αιχμαλωτίσει την κόρη του Στρούθα αποκτώντας πολλά λύτρα. Η Ρόδος θα γίνει δημοκρατική και οι Λακεδαιμόνιοι θα προσπαθήσουν να την ανακτήσουν. Στέλνουν τον Έκδικο με λίγες δυνάμεις και τελικά τον αντικαθιστούν με τον Τελευτία, στον οποίο δίνουν περισσότερες.
Τα πράγματα παίρνουν τέτοιες διαστάσεις, που πλέον χάνεται το νόημα του ποιος πολεμάει ποιον. Ο Τελευτίας, καθώς πηγαίνει στη Ρόδο αιχμαλωτίζει τα δέκα πολεμικά του Φιλοκράτη, που έστελναν οι Αθηναίοι στην Κύπρο, για να βοηθήσουν το σύμμαχό τους Ευαγόρα, που μάχονταν εναντίον των Περσών. Ο Ξενοφώντας σχολιάζει: «Σ’ εκείνη την περίσταση στάθηκε αλλοπρόσαλλη η συμπεριφορά και των δύο παρατάξεων· από τη μια μεριά οι Αθηναίοι, που ήσαν φίλοι του Βασιλέα, έστελναν συμμαχική βοήθεια στον Ευαγόρα που τον πολεμούσε· από την άλλη ο Τελευτίας, την ώρα που οι Λακεδαιμόνιοι πολεμούσαν τον Βασιλέα, κατέστρεφε έναν στόλο που πήγαινε κι αυτός να τον πολεμήσει». (4,8,24).
Ο αρχαίος κόσμος είναι πιο μπερδεμένος από ποτέ. Η αβεβαιότητα της τροπής που θα πάρει η περσική βοήθεια έχει φέρει τα πάνω κάτω. Όλοι φιλοδοξούν να την έχουν κι όλοι δυσπιστούν. Όλοι καλοπιάνουν κι όλοι συγκρούονται με τους Πέρσες. Τελικά, όλοι συγκρούονται με όλους.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες το μόνο που απομένει είναι το παιχνίδι της διαρκούς προσέλκυσης όλο και περισσότερων πόλεων. Οι Αθηναίοι προκειμένου να προστατέψουν τη Ρόδο στέλνουν το Θρασύβουλο, τον ηγέτη των δημοκρατικών που συνέτριψε τους Τριάντα τυράννους. Εκείνος κατανοώντας ότι η Ρόδος είναι αδύνατο να κινδυνέψει στράφηκε προς τον Ελλήσποντο αναζητώντας νέους συμμάχους. Συμφιλίωσε το βασιλιά των Οδρυσών Αμήδοκο με το Σεύθη και τους έκανε και τους δυο συμμάχους της Αθήνας. Πήγε στο Βυζάντιο και το έκανε δημοκρατικό. Έκανε δεσμούς φιλίας με τους Καλχηδονίους.
Στη Μυτιλήνη συνέτριψε στην πόλη Μήθυμνα τον Λακεδαιμόνιο αρμοστή Θηρίμαχο κάνοντας όλο το νησί δημοκρατικό. Όταν έφτασε στην Άσπενδο, αγκυροβόλησε στον ποταμό Ευρυμέδοντα. Ήρθε σε συνεννόηση με τους κατοίκους και μάλιστα πήρε και λεφτά για να συνεχίσει τον αγώνα. Επειδή, όμως, οι στρατιώτες του λεηλάτησαν κάποια κτήματα, οι Ασπένδιοι εξοργίστηκαν και σε αιφνιδιαστική επίθεση που έκαναν τη νύχτα τον σκότωσαν μέσα στη σκηνή του. Ο Ξενοφώντας σχολιάζει: «Τέτοιος στάθηκε ο θάνατος του Θρασυβούλου, που είχε τη φήμη ενός αληθινά εξαίρετου ανθρώπου». (4,8,31).
Οι επιτυχίες, όμως, του Θρασύβουλου στον Ελλήσποντο θορύβησαν τους Σπαρτιάτες. Ο Αναξίβιος κατόρθωσε να πείσει τους εφόρους να τον στείλουν αρμοστή στην Άβυδο και να αντικαταστήσει το Δερκυλίδα, αν και δεν υπήρχε κανένα παράπονο σε βάρος του. Μόλις έφτασε άρχισε τις επιδρομές και τις λεηλασίες. Σε απάντηση οι Αθηναίοι έστειλαν τον Ιφικράτη με οχτώ πλοία και χίλιους διακόσιους πελταστές.
Αρχικά, περιορίστηκαν σε αψιμαχίες μικρής κλίμακας. Η μεγάλη στιγμή για τον Ιφικράτη έφτασε όταν έμαθε ότι ο Αναξίβιος πήγε στην Άντανδρο, για να την πάρει με το μέρος του. Του έστησε ενέδρα στο δρόμο της επιστροφής σ’ ένα ιδανικό γι’ αυτόν έρημο σημείο πάνω στο βουνό. Ο Αναξίβιος νομίζοντας ότι διασχίζει φιλικό έδαφος κι έχοντας εσφαλμένες πληροφορίες ότι τάχα ο Ιφικράτης έπλεε για την Προκόννησο προχωρούσε χωρίς προφυλάξεις.
Τα πράγματα ήταν πολύ εύκολα για τον Ιφικράτη. Με μια ξαφνική επίθεση συνέτριψε τον αντίπαλο στρατό επαναλαμβάνοντας το θρίαμβο στο Λέχαιο. Ο ίδιος ο Αναξίβιος έπεσε ηρωικά. Ο Ελλήσποντος βρισκόταν πια σε αθηναϊκά χέρια.
Ξενοφώντος: «Ελληνικά», βιβλίο τέταρτο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου