Η οργή είναι ένα πολύ παράξενο κακό. Δε θα μπορούσε να μην περιληφθεί ανάμεσα στα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα, επειδή είναι κακό να εξοργιζόμαστε. Το πρόσωπο παραμορφώνεται, χάνουμε τον λογικό έλεγχο των πράξεών μας, αφροί γεμίζουν το στόμα μας και είμαστε έτοιμοι να διαπράξουμε αδίκημα.
Η ανθρωπότητα, όμως, ποτέ δεν έπαψε να θαυμάζει μερικά ξεσπάσματα οργής, (όσο κι αν προκάλεσε άσχημες καταστάσεις, η οργή του Αχιλλέα έχει μια δική της ευγένεια), και σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασε στο σημείο να αποδίδει την οργή ακόμη και στους Θεούς. Αν οι καταιγίδες αποτελούν εκδήλωση της θεϊκής οργής, θα λέγαμε ότι κατά τους θερινούς μήνες οι Θεοί οργίζονται με υπερβολική συχνότητα κι ότι η οργή τους είναι ακόμη και απαραίτητη για την ανάπτυξη της γεωργίας.
Όλοι οι μεγάλοι θεωρητικοί των παθών, αρχίζοντας απ’ τον Αριστοτέλη, έχουν κάτι να μας πουν για την οργή, στα περιορισμένα όμως όρια αυτού του σημειώματος δε μπορώ παρά να διαλέξω έναν μόνο συγγραφέα, και διαλέγω τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη, για έναν πολύ απλό λόγο. Χοντρός, ήρεμος, αγγελικός, δεν παρασύρεται απ’ την οργή, όπως μας λένε τόσες και τόσες θαυμάσιες ιστορίες για το πρόσωπό του, αλλά φροντίζει να εκδηλώνει το θυμό του με καυστικά ευφυολογήματα. Παρ' όλα αυτά, όπως μας πληροφορούν οι βιογράφοι του, ακόμη κι αυτός κάποτε παρασύρθηκε, κι αυτό έγινε όταν άρπαξε ένα αναμμένο κλαδί κι έδιωξε τη μισόγυμνη κοπέλα που τ’ αδέρφια του είχαν στείλει στο δωμάτιό του για να τον πείσει να μη γίνει καλόγερος. Υπήρξαν βέβαια και στιγμές που έδειξε τον ανυπόφορο χαρακτήρα του, όπως όταν αντιμετώπιζε τους θεωρητικούς του αντιπάλους και του άρεσε να τους διαμελίζει, έστω και μόνο στα χαρτιά.
Τι μας λέει ο Ακινάτης για την οργή; Ο ίδιος επεξεργάζεται μια λεπτότατη και εξαιρετικά περίπλοκη θεωρία των παθών. Το πάθος είναι μια πράξη της αισθησιακής τάσης στην οποία αντιστοιχεί μια κάποια αλλοίωση του κορμιού. Αυτή όμως η τάση των αισθήσεων μπορεί να διαχωριστεί σε επιθυμία (λαχτάρα) και σε οργή. Η επιθυμία αφορά το καλό και το κακό εφόσον τα έχουμε γνωρίσει, η οργή αφορά το καλό και το κακό καθόσον αποτελούν αντικείμενο φυγής ή κατάκτησης. Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι καλό και κακό είναι αυτό που η επιθυμία μας νιώθει σαν καλό ή κακό. Κι ο άγιος Θωμάς δε διστάζει να μας πει ότι για έναν ομοφυλόφιλο είναι καλό αυτό που «ορέγεται», δηλαδή η ομοφυλοφιλική επαφή. Στη συνέχεια βέβαια, θα έρθει ο ορθός λόγος (η σωστή λογική) και θα πει στον ομοφυλόφιλο ότι είναι κακό αυτό που ο ίδιος επιθυμεί σαν καλό. Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι για τον άγιό μας δεν ήταν καθόλου εύκολο να σχεδιάσει αυτή την καθαρή φυσική των παθών, που η λογική αργότερα θα τα κρίνει, αυτά καθ’ αυτά όμως υπακούουν μόνο στους νόμους της επιθυμίας.
Ας έρθουμε όμως στην επιθυμία και τις υποδιαιρέσεις της. Η Αγάπη και το Μίσος είναι οι θετικές και αρνητικές κινήσεις μπροστά σ’ ένα καλό ή ένα κακό που αντιμετωπίζουμε τώρα. Η Απαντοχή και η Φυγή είναι οι κινήσεις προς ένα μελλοντικό καλό ή ένα μελλοντικό κακό. Η Ηδονή και ο Πόνος είναι οι κινήσεις προς ένα καλό ή κακό στο παρελθόν. Όπως βλέπουμε, τα πάθη κινούνται αντιθετικά και κατά ζεύγη.
Ας έρθουμε τώρα στην «όρεξη» οργής. Όταν το άτομο αντιμετωπίζει κάτι που δύσκολα μπορεί να κατακτηθεί, ή μετατρέπεται σε προσπάθεια (και τότε έχουμε την Ελπίδα και την Τόλμη) ή αποθαρρύνεται (και τότε έχουμε την Απελπισία και τον Φόβο). Η ελπίδα υπάρχει και στα ζώα, είναι άφθονη στους νέους και τους μεθυσμένους, είναι αιτία αγάπης, βοηθάει στην «επιχείρηση» για κατάκτηση. Ο φόβος κατακερματίζεται σε μια αξιοθαύμαστη ποικιλία: θαυμασμός, απορία, κατάπληξη, αγωνία, ψυχικό μπλοκάρισμα, κοκκίνισμα γι’ αυτό που κάνουμε, ντροπή γι’ αυτό που έχουμε κάνει, και προ-καλεί σφίξιμο στο πνεύμα και τρεμούλιασμα, εμποδίζοντας την επιχείρηση».
Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται η οργή, το μόνο πάθος που δεν αντιπαρατίθεται σε κανένα άλλο. Δεν έχει αντίθετα και συνεπώς είναι το αντίθετο του εαυτού του: με άλλα λόγια είναι ένα πάθος αντιφατικό. Η οργή θέλει και δεν θέλει. Θέλει το καλό, επειδή γεννιέται από μια βασανιστική λαχτάρα για δικαιοσύνη, θέλει όμως και το κακό εκείνων που διέπραξαν αδικίες. Θέλει ταυτόχρονα τη δικαιοσύνη και την αδικία, συλλογίζεται λογικά και παράλογα. Εκδηλώνεται σαν Χολή (που πυρπολεί την ψυχή), σαν Μανία (που σιγοκαίει για πολύ καιρό) και σαν Μνησικακία που δε βρίσκει ησυχία αν δεν επιτευχθεί η εκδίκηση. Προκαλεί μια παράξενη ευχαρίστηση, μια γλυκιά αναταραχή στην καρδιά, εμποδίζει όμως τη χρήση της λογικής και συχνά οδηγεί σε μια μακρόχρονη και τρομερή σιωπή. Η οργή είναι δυστυχισμένη γιατί στέκει στα μισά του δρόμου, ανάμεσα στη δράση και την απραξία, ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος.
Στο σημείο αυτό ας αφήσουμε τον Ακινάτη κι ας προσπαθήσουμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Να γιατί οι άνθρωποι αποδίδουν την οργή τόσο στο Θεό όσο και στους κολασμένους. Βρίσκεται εκτός θέσεως, είναι έξω από το σύστημα, αποτελεί το tilt στο σύστημα των παθών.
Στις μέρες μας την οργή τη λέμε και «λύσσα» και, όπως έχω γράψει κι άλλες φορές, η «λύσσα» είναι μια λέξη που εμφανίζεται με υπερβολική συχνότητα στις εφημερίδες. Μια τέτοια τρομακτική οργή φαίνεται πως εκδηλώνουν οι καταπιεσμένοι και τα θύματα της εκμετάλλευσης, οι σεισμοπαθείς κι ο πρόεδρος της δημοκρατίας, τα συνδικάτα και οι διαδηλωτές. Γιατί άραγε όλοι αυτοί συμπεριφέρονται οργισμένα, δηλαδή «λυσσασμένα»;
Ας προσπαθήσουμε να δώσουμε μιαν απάντηση: η οργή (ή «λύσσα») είναι ένα πάθος που εκδηλώνεται σε περιόδους κρίσης και είναι ένα πάθος λανθασμένο, τόσο στο καλό όσο και στο κακό. Οι μεγάλοι εγκληματίες, εκείνοι που τους θαυμάζουμε για την τελειότητα των εγκλημάτων τους, ποτέ δεν παρασείρονται από την οργή. Καλλιεργούν το φθόνο και το μίσος για πολύ καιρό, χτυπάνε παραμένοντας στη σκιά, αλλά δεν εξοργίζονται. Όπως δεν εξοργίζονται οι μεγάλοι μοραλιστές: διορθώνουν, επικρίνουν, επιπλήττουν, δείχνουν σεμνά ότι ενοχλήθηκαν, κάπου κάπου σαρκάζουν. Δεν εξοργίζονται οι μεγάλοι πολέμαρχοι και πολιτικοί, από τον Οδυσσέα ώς τον Ναπολέοντα. Η οργή παρέσυρε τον Αχιλλέα και είδαμε τι έγινε. Ο Θεός οργίστηκε με τον Αδάμ, ο Θεός που με ψυχρότητα και υπομονή είχε ολοκληρώσει το αριστούργημα της πλάσης, εξαιτίας της οργής προκαλεί το μεγαλύτερο μπέρδεμα της ιερός ιστορίας. Για το Θεό όμως, θα πρέπει ίσως να πούμε ότι συχνά προσποιείται τον οργισμένο, κι αυτό είναι κάτι άλλο, είναι παιδαγωγική τεχνική, όποιος προσποιείται τον οργισμένο δε σημαίνει ότι είναι οργισμένος.
Οι μεγάλοι επαναστάτες δεν εξοργίζονταν, ήταν ψυχροί υπολογιστές που υπολόγιζαν τα αντίθετα, το καλό και το κακό, το μίσος και την αγάπη, την ελπίδα και το φόβο, από τον Λένιν ώς τον Μάο κινούνταν με προσεχτικά ζυγίσματα των αντιθέσεων. Αντίθετα, οργισμένοι είναι οι λουντιστές, οι επαναστάτες της κακιάς ώρας που τα σπάζουν όλα εξαιτίας μιας συγκεχυμένης αγάπης για τη δικαιοσύνη. Διαπράττουν αδικία και γίνονται θύματα της αδικίας των άλλων, και πεθαίνουν αφού προκάλεσαν θανάτους.
Η οργή και η «λύσσα» είναι οι πλέον απολιτικές αρετές. Πρέπει να παραπονιόμαστε γιατί ζούμε σε μια εποχή εξαιρετικά σκοτεινή, όταν όλοι εκφράζουν οργή και όχι, όπως θά ’πρεπε, μίσος και αγάπη, ελπίδα ή τόλμη, απελπισία ή φόβο, επιθυμία ή απέχθεια. Αντίθετα: υπάρχει οργή, νευρωτικό πάθος (αυτό κι αν είναι), που δε μπορεί να οδηγήσει παρά στην ήττα, των φίλων και των εχθρών.
Κι όμως οι εφημερίδες, με τον τρόπο τους, εξυμνούν την οργή, και κάνουν άσχημα, η στάση τους είναι οργισμένη. Οργισμένες είναι οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, οργισμένος θα είναι ο αμερικανός πρόεδρος που θα πατήσει το κόκκινο κουμπί του πυρηνικού πολέμου, ή ο σοβιετικός ομόλογός του, οργισμένοι είναι οι αγιοταλάχ, και βλέπεις το χαμό που προκαλούν, οργισμένοι ήταν οι γάλλοι επαναστάτες την εποχή της Τρομοκρατίας, όταν παρέδιδαν την επανάσταση στα φθονερά και υπομονετικά χέρια της αντίδρασης που καραδοκούσε. Με την οργή φουσκώνουν τα λειριά και οι άνθρωποι μοιάζουν με γαλοπούλες. Μια κοινωνία που εκτιμά την οργή ή την εξαλλοσύνη σαν πολιτική αρετή, είναι μια κοινωνία που δεν έχει πλέον εμπιστοσύνη στη λογική και τον υπολογισμό. Τί ατυχία! Ζούμε σε μια κοινωνία οργισμένων και μας το αποδεικνύουν οι οδηγοί των αυτοκινήτων που κλείνουν την κυκλοφορία για να καυγαδίσουν για μια γρατσουνιά στον προφυλακτήρα του αμαξιού τους, έστω κι αν είναι από καουτσούκ.
Κι ανάμεσα σ’ όλους τους οργισμένους και τους έξαλλους, οι πιο επικίνδυνοι δεν είναι εκείνοι που έχουν άδικο, ούτε εκείνοι που πιστεύουν (αδίκως) ότι έχουν δίκαιο, αλλά εκείνοι που πραγματικά έχουν δίκαιο.
Η ανθρωπότητα, όμως, ποτέ δεν έπαψε να θαυμάζει μερικά ξεσπάσματα οργής, (όσο κι αν προκάλεσε άσχημες καταστάσεις, η οργή του Αχιλλέα έχει μια δική της ευγένεια), και σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασε στο σημείο να αποδίδει την οργή ακόμη και στους Θεούς. Αν οι καταιγίδες αποτελούν εκδήλωση της θεϊκής οργής, θα λέγαμε ότι κατά τους θερινούς μήνες οι Θεοί οργίζονται με υπερβολική συχνότητα κι ότι η οργή τους είναι ακόμη και απαραίτητη για την ανάπτυξη της γεωργίας.
Όλοι οι μεγάλοι θεωρητικοί των παθών, αρχίζοντας απ’ τον Αριστοτέλη, έχουν κάτι να μας πουν για την οργή, στα περιορισμένα όμως όρια αυτού του σημειώματος δε μπορώ παρά να διαλέξω έναν μόνο συγγραφέα, και διαλέγω τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη, για έναν πολύ απλό λόγο. Χοντρός, ήρεμος, αγγελικός, δεν παρασύρεται απ’ την οργή, όπως μας λένε τόσες και τόσες θαυμάσιες ιστορίες για το πρόσωπό του, αλλά φροντίζει να εκδηλώνει το θυμό του με καυστικά ευφυολογήματα. Παρ' όλα αυτά, όπως μας πληροφορούν οι βιογράφοι του, ακόμη κι αυτός κάποτε παρασύρθηκε, κι αυτό έγινε όταν άρπαξε ένα αναμμένο κλαδί κι έδιωξε τη μισόγυμνη κοπέλα που τ’ αδέρφια του είχαν στείλει στο δωμάτιό του για να τον πείσει να μη γίνει καλόγερος. Υπήρξαν βέβαια και στιγμές που έδειξε τον ανυπόφορο χαρακτήρα του, όπως όταν αντιμετώπιζε τους θεωρητικούς του αντιπάλους και του άρεσε να τους διαμελίζει, έστω και μόνο στα χαρτιά.
Τι μας λέει ο Ακινάτης για την οργή; Ο ίδιος επεξεργάζεται μια λεπτότατη και εξαιρετικά περίπλοκη θεωρία των παθών. Το πάθος είναι μια πράξη της αισθησιακής τάσης στην οποία αντιστοιχεί μια κάποια αλλοίωση του κορμιού. Αυτή όμως η τάση των αισθήσεων μπορεί να διαχωριστεί σε επιθυμία (λαχτάρα) και σε οργή. Η επιθυμία αφορά το καλό και το κακό εφόσον τα έχουμε γνωρίσει, η οργή αφορά το καλό και το κακό καθόσον αποτελούν αντικείμενο φυγής ή κατάκτησης. Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι καλό και κακό είναι αυτό που η επιθυμία μας νιώθει σαν καλό ή κακό. Κι ο άγιος Θωμάς δε διστάζει να μας πει ότι για έναν ομοφυλόφιλο είναι καλό αυτό που «ορέγεται», δηλαδή η ομοφυλοφιλική επαφή. Στη συνέχεια βέβαια, θα έρθει ο ορθός λόγος (η σωστή λογική) και θα πει στον ομοφυλόφιλο ότι είναι κακό αυτό που ο ίδιος επιθυμεί σαν καλό. Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι για τον άγιό μας δεν ήταν καθόλου εύκολο να σχεδιάσει αυτή την καθαρή φυσική των παθών, που η λογική αργότερα θα τα κρίνει, αυτά καθ’ αυτά όμως υπακούουν μόνο στους νόμους της επιθυμίας.
Ας έρθουμε όμως στην επιθυμία και τις υποδιαιρέσεις της. Η Αγάπη και το Μίσος είναι οι θετικές και αρνητικές κινήσεις μπροστά σ’ ένα καλό ή ένα κακό που αντιμετωπίζουμε τώρα. Η Απαντοχή και η Φυγή είναι οι κινήσεις προς ένα μελλοντικό καλό ή ένα μελλοντικό κακό. Η Ηδονή και ο Πόνος είναι οι κινήσεις προς ένα καλό ή κακό στο παρελθόν. Όπως βλέπουμε, τα πάθη κινούνται αντιθετικά και κατά ζεύγη.
Ας έρθουμε τώρα στην «όρεξη» οργής. Όταν το άτομο αντιμετωπίζει κάτι που δύσκολα μπορεί να κατακτηθεί, ή μετατρέπεται σε προσπάθεια (και τότε έχουμε την Ελπίδα και την Τόλμη) ή αποθαρρύνεται (και τότε έχουμε την Απελπισία και τον Φόβο). Η ελπίδα υπάρχει και στα ζώα, είναι άφθονη στους νέους και τους μεθυσμένους, είναι αιτία αγάπης, βοηθάει στην «επιχείρηση» για κατάκτηση. Ο φόβος κατακερματίζεται σε μια αξιοθαύμαστη ποικιλία: θαυμασμός, απορία, κατάπληξη, αγωνία, ψυχικό μπλοκάρισμα, κοκκίνισμα γι’ αυτό που κάνουμε, ντροπή γι’ αυτό που έχουμε κάνει, και προ-καλεί σφίξιμο στο πνεύμα και τρεμούλιασμα, εμποδίζοντας την επιχείρηση».
Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται η οργή, το μόνο πάθος που δεν αντιπαρατίθεται σε κανένα άλλο. Δεν έχει αντίθετα και συνεπώς είναι το αντίθετο του εαυτού του: με άλλα λόγια είναι ένα πάθος αντιφατικό. Η οργή θέλει και δεν θέλει. Θέλει το καλό, επειδή γεννιέται από μια βασανιστική λαχτάρα για δικαιοσύνη, θέλει όμως και το κακό εκείνων που διέπραξαν αδικίες. Θέλει ταυτόχρονα τη δικαιοσύνη και την αδικία, συλλογίζεται λογικά και παράλογα. Εκδηλώνεται σαν Χολή (που πυρπολεί την ψυχή), σαν Μανία (που σιγοκαίει για πολύ καιρό) και σαν Μνησικακία που δε βρίσκει ησυχία αν δεν επιτευχθεί η εκδίκηση. Προκαλεί μια παράξενη ευχαρίστηση, μια γλυκιά αναταραχή στην καρδιά, εμποδίζει όμως τη χρήση της λογικής και συχνά οδηγεί σε μια μακρόχρονη και τρομερή σιωπή. Η οργή είναι δυστυχισμένη γιατί στέκει στα μισά του δρόμου, ανάμεσα στη δράση και την απραξία, ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος.
Στο σημείο αυτό ας αφήσουμε τον Ακινάτη κι ας προσπαθήσουμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Να γιατί οι άνθρωποι αποδίδουν την οργή τόσο στο Θεό όσο και στους κολασμένους. Βρίσκεται εκτός θέσεως, είναι έξω από το σύστημα, αποτελεί το tilt στο σύστημα των παθών.
Στις μέρες μας την οργή τη λέμε και «λύσσα» και, όπως έχω γράψει κι άλλες φορές, η «λύσσα» είναι μια λέξη που εμφανίζεται με υπερβολική συχνότητα στις εφημερίδες. Μια τέτοια τρομακτική οργή φαίνεται πως εκδηλώνουν οι καταπιεσμένοι και τα θύματα της εκμετάλλευσης, οι σεισμοπαθείς κι ο πρόεδρος της δημοκρατίας, τα συνδικάτα και οι διαδηλωτές. Γιατί άραγε όλοι αυτοί συμπεριφέρονται οργισμένα, δηλαδή «λυσσασμένα»;
Ας προσπαθήσουμε να δώσουμε μιαν απάντηση: η οργή (ή «λύσσα») είναι ένα πάθος που εκδηλώνεται σε περιόδους κρίσης και είναι ένα πάθος λανθασμένο, τόσο στο καλό όσο και στο κακό. Οι μεγάλοι εγκληματίες, εκείνοι που τους θαυμάζουμε για την τελειότητα των εγκλημάτων τους, ποτέ δεν παρασείρονται από την οργή. Καλλιεργούν το φθόνο και το μίσος για πολύ καιρό, χτυπάνε παραμένοντας στη σκιά, αλλά δεν εξοργίζονται. Όπως δεν εξοργίζονται οι μεγάλοι μοραλιστές: διορθώνουν, επικρίνουν, επιπλήττουν, δείχνουν σεμνά ότι ενοχλήθηκαν, κάπου κάπου σαρκάζουν. Δεν εξοργίζονται οι μεγάλοι πολέμαρχοι και πολιτικοί, από τον Οδυσσέα ώς τον Ναπολέοντα. Η οργή παρέσυρε τον Αχιλλέα και είδαμε τι έγινε. Ο Θεός οργίστηκε με τον Αδάμ, ο Θεός που με ψυχρότητα και υπομονή είχε ολοκληρώσει το αριστούργημα της πλάσης, εξαιτίας της οργής προκαλεί το μεγαλύτερο μπέρδεμα της ιερός ιστορίας. Για το Θεό όμως, θα πρέπει ίσως να πούμε ότι συχνά προσποιείται τον οργισμένο, κι αυτό είναι κάτι άλλο, είναι παιδαγωγική τεχνική, όποιος προσποιείται τον οργισμένο δε σημαίνει ότι είναι οργισμένος.
Οι μεγάλοι επαναστάτες δεν εξοργίζονταν, ήταν ψυχροί υπολογιστές που υπολόγιζαν τα αντίθετα, το καλό και το κακό, το μίσος και την αγάπη, την ελπίδα και το φόβο, από τον Λένιν ώς τον Μάο κινούνταν με προσεχτικά ζυγίσματα των αντιθέσεων. Αντίθετα, οργισμένοι είναι οι λουντιστές, οι επαναστάτες της κακιάς ώρας που τα σπάζουν όλα εξαιτίας μιας συγκεχυμένης αγάπης για τη δικαιοσύνη. Διαπράττουν αδικία και γίνονται θύματα της αδικίας των άλλων, και πεθαίνουν αφού προκάλεσαν θανάτους.
Η οργή και η «λύσσα» είναι οι πλέον απολιτικές αρετές. Πρέπει να παραπονιόμαστε γιατί ζούμε σε μια εποχή εξαιρετικά σκοτεινή, όταν όλοι εκφράζουν οργή και όχι, όπως θά ’πρεπε, μίσος και αγάπη, ελπίδα ή τόλμη, απελπισία ή φόβο, επιθυμία ή απέχθεια. Αντίθετα: υπάρχει οργή, νευρωτικό πάθος (αυτό κι αν είναι), που δε μπορεί να οδηγήσει παρά στην ήττα, των φίλων και των εχθρών.
Κι όμως οι εφημερίδες, με τον τρόπο τους, εξυμνούν την οργή, και κάνουν άσχημα, η στάση τους είναι οργισμένη. Οργισμένες είναι οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, οργισμένος θα είναι ο αμερικανός πρόεδρος που θα πατήσει το κόκκινο κουμπί του πυρηνικού πολέμου, ή ο σοβιετικός ομόλογός του, οργισμένοι είναι οι αγιοταλάχ, και βλέπεις το χαμό που προκαλούν, οργισμένοι ήταν οι γάλλοι επαναστάτες την εποχή της Τρομοκρατίας, όταν παρέδιδαν την επανάσταση στα φθονερά και υπομονετικά χέρια της αντίδρασης που καραδοκούσε. Με την οργή φουσκώνουν τα λειριά και οι άνθρωποι μοιάζουν με γαλοπούλες. Μια κοινωνία που εκτιμά την οργή ή την εξαλλοσύνη σαν πολιτική αρετή, είναι μια κοινωνία που δεν έχει πλέον εμπιστοσύνη στη λογική και τον υπολογισμό. Τί ατυχία! Ζούμε σε μια κοινωνία οργισμένων και μας το αποδεικνύουν οι οδηγοί των αυτοκινήτων που κλείνουν την κυκλοφορία για να καυγαδίσουν για μια γρατσουνιά στον προφυλακτήρα του αμαξιού τους, έστω κι αν είναι από καουτσούκ.
Κι ανάμεσα σ’ όλους τους οργισμένους και τους έξαλλους, οι πιο επικίνδυνοι δεν είναι εκείνοι που έχουν άδικο, ούτε εκείνοι που πιστεύουν (αδίκως) ότι έχουν δίκαιο, αλλά εκείνοι που πραγματικά έχουν δίκαιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου