Κατά τον Αριστοτέλη, προκειμένου να γίνει κάποιος αγαθός, πρέπει να ανατραφεί καλά και να αποκτήσει με την άσκηση καλές συνήθειες. Η ανατροφή αυτή δεν είναι μόνο έργο της οικογένειας ή των δασκάλων αλλά κυρίως της «πόλης». Αυτόν το ρόλο της πόλης υπογραμμίζει όταν λέει ότι «οι νομοθέτες καθιστούν ενάρετους τους πολίτες με τον εθισμό» (οι νομοθέται τους πολίτας εθίζοντες ποιουσιν αγαθούς) και ότι «στην επίτευξη ή μη αυτού του στόχου διαφέρει η αγαθή πολιτεία από τη φαύλη».
Η ευδαιμονία είναι ενέργεια της ψυχής σύμφωνα με την αρετή.
Η αρετή, κατά τον Αριστοτέλη, είναι δύο ειδών:
η διανοητική αρετή, που οφείλει τη γένεση και την επαύξησή της στη διδασκαλία, και
η ηθική αρετή, που προέρχεται από τον εθισμό.
Εδώ θα πούμε για την ηθική αρετή, που χωρίς αυτήν δεν μπορεί κανείς να είναι ευδαίμων. Για την κατάκτηση των ηθικών αρετών την κύρια ευθύνη φέρει ο καθένας χωριστά. Ο άνθρωπος έχει από τη φύση την ιδιότητα να τις δεχθεί, αλλά φθάνει στην τελείωση ως προς αυτές με τον εθισμό. Αποκτά τις αρετές, αφού πρώτα τις ασκήσει. Γίνεται π.χ κάποιος δίκαιος με το να κάνει δίκαιες πράξεις. Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία το να εθίζεται από πολύ μικρή ηλικία, ώστε να διαμορφώσει τις σωστές έξεις.
«H αρετή είναι έξη προαιρετικη, που βρίσκεται στο -σε σχέση μ’ εμάς μέσο- μέσο που καθορίζεται από τη λογική και συγκεκριμένα με τη λογική που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος».
Με τον όρο «έξις» δηλώνεται η ιδιότητα που απέκτησε κάποιος επαναλαμβάνοντας μια πράξη πολλές φορές, ώστε να του γίνει συνήθεια. Είναι η τελική κατοχή ενός μόνιμου και σταθερού τρόπου συμπεριφοράς, μιας ορισμένης στάσης απέναντι στα πάθη (οργή, επιθυμία, φόβος, μίσος κλπ). Συνεπώς, οι έξεις που συνιστούν την ενάρετη συμπεριφορά θα προέλθουν από την επανάληψη αντίστοιχων ενεργειών.
Η σωστή ανατροφή των νέων είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση της έξης εκείνης. Aυτή η αγωγή είναι μάλλον αναγκαία αφού οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν τη φυσική τάση να πειθαρχούν από ντροπή, αλλά από φόβο, ούτε να αποφεύγουν τις κακές πράξεις από ντροπή, αλλά εξαιτίας των τιμωριών. Επιπλέον, επειδή «δια την ηδονήν τα φαύλα πράττομεν» και «δια την λύπην των κακων απεχόμεθα», πρέπει ο άνθρωπος να διαπαιδαγωγείται από τη νεανική ηλικία, ώστε να αισθάνεται χαρά ή λύπη για τα πράγματα που πρέπει.
Ο Αριστοτέλης, χωρίζει τα άτομα από άποψη ηθικής υπόστασης σε τέσσερις βαθμίδες:
α) ακόλαστος, που επιδιώκει πάντοτε το ευχάριστο και αποφεύγει το δυσάρεστο,
β) ακρατής, που αναγνωρίζει το ορθό και το αγαθό, αλλά οι επιθυμίες του είναι τόσο ισχυρές που τον οδηγούν στις αντίθετες πράξεις,
γ) εγκρατής, που γνωρίζοντας ότι οι επιθυμίες είναι φαύλες, δεν τις ακολουθεί «διά τον λόγον»,
δ) φρόνιμος, που δεν επιθυμεί καν τα πράγματα στα οποία εναντιώνεται το «λογιστικόν». Αυτός χάρη στις ικανότητές του και στην πείρα είναι σε θέση να εκτιμά από ηθική άποψη τις πράξεις που απαιτούνται σε κάθε περίπτωση. Φρόνηση και ηθική αρετή συνυπάρχουν στον φρόνιμο άνθρωπο.
Στο ερώτημα πώς μπορούμε να γνωρίζουμε ότι η κρίση «αυτό είναι καλό» είναι ορθή, ο Αριστοτέλης απαντά: ο γνωστικός άνθρωπος έχοντας διδαχθεί από την πείρα της ζωής και από το φιλοσοφικό στοχασμό και κατέχοντας απόλυτα τη φρόνηση είναι γνώμονας και μέτρο. Στα «Ηθικά Νικομάχεια» συνιστά να δίνουμε προσοχή και στις αναπόδεικτες κρίσεις των φρονίμων όχι μικρότερη από εκείνη που δίνουμε στις κρίσεις που αποδεικνύονται. Οι άνθρωποι αυτοί, επειδή αποκτούν από την εμπειρία τους «όραση», βλέπουν τα πράγματα και κρίνουν σωστά. Παρατηρούν τις καλές πράξεις και γνωρίζουν ότι είναι καλές με τον ίδιο τρόπο που γνωρίζουμε όλοι μας ότι το τρίγωνο είναι τρίγωνο.
Εφόσον δεχόμαστε ότι ο άνθρωπος είναι η αρχή και η αιτία των πράξεών του, τότε και οι πράξεις που έχουν την αφετηρία μέσα μας εξαρτώνται και αυτές από εμάς και είναι εκούσιες. Και η αρετή και η κακία ανήκουν στα πράγματα που εξαρτώνται από εμάς. Συνεπώς από εμάς εξαρτάται και το να είμαστε καλοί ή κακοί.
Ο άνθρωπος ζει σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Στα παιδιά, λέει, υπάρχει έντονη η επιθυμία της ηδονής. Αν δεν μάθει το παιδί να πειθαρχεί, θα ξεστρατίσει πολύ. Δια τούτο είναι αναγκαίος ο περιορισμός των επιθυμιών στο σωστό μέτρο. Καθοριστικό ρόλο παίζει σ’ αυτό η αγωγή στο σύνολό της, τα πρότυπα, οι αντιλήψεις περί του αγαθού, το πολίτευμα και οι νόμοι μιας συγκεκριμένης κοινωνίας.
Σε ποιο βαθμό όμως μπορεί κανείς να τα διαμορφώσει αυτά ή να τα επιλέξει;
Ο Αριστοτέλης δέχεται βέβαια ότι το παιδί, όπως και κάθε άνθρωπος, διαθέτει έμφυτη ροπή προς το καλό, αλλά χρειάζεται νουθεσία, παράδειγμα και τιμωρία, για να φθάσει στο σημείο να εκλέγει και να αποφασίζει καλές πράξεις. Η ικανότητα να δούμε ότι ορισμένες πράξεις είναι καλές, ενώ άλλες κακές, δεν είναι έμφυτη. Χρειάζεται να εθισθούμε προτού να φτάσουμε στο σημείο να αναγνωρίζουμε την ηθική ποιότητα των πράξεων.
Δεν πρέπει όμως να μη ληφθεί υπόψη και η συμβολή της πόλης με το συγκεκριμένο πολίτευμα στη διαμόρφωση των αρετών του ατόμου. Στο πλαίσιο της πόλης και στις σχέσεις του με τους άλλους δρα το άτομο και πραγματοποιεί το «τέλος» του, την τελείωσή του ως ηθικοπολιτικό όν.
Κατά τον Αριστοτέλη, τα πάτρια ήθη και οι κρατούσες αντιλήψεις σε μια κοινωνία, για το ποια πράξη πρέπει να επαινείται και ποια να ψέγεται, μαζί με τους νόμους της διαπαιδαγωγούν τους πολίτες, οι οποίοι μέσω του εθισμού αποκτούν ορθές έξεις και γίνονται ενάρετοι. Ας μην ξεχνούμε ότι η πολιτική κοινωνία αποβλέπει στην ηθική παιδεία του συνόλου, στο ευ ζην. Επομένως, στην «κατ’ αρετήν τελείαν» ενέργεια της ψυχής, που συνιστά την ευδαιμονία, επιδρά σημαντικά η πόλη και ως εκ τούτου θα μπορούσαμε να πούμε πως το να ζει κάποιος σε μια πόλη αγαθή ή φαύλη -με δεδομένο μάλιστα το ότι η αγαθή πολιτεία «ποιει αγαθούς τους πολίτας ενώ η φαύλη φαύλους»- είναι ένα είδος ευτυχίας ή κακοτυχίας. Η «Πολιτεία» λειτουργεί ως μέσο που καθιστά δυνατή την άριστη ζωή, δηλαδή την απόκτηση αρετής και ουσίας.
Η φιλία εξασφαλίζει τη συνοχή των πόλεων περισσότερο από όσο η δικαιοσύνη, και, αν οι πολίτες είναι μεταξύ τους φίλοι, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη δικαιοσύνης. Η φιλία καθιστά περιττή τη δικαιοσύνη, διότι αυτός που αγαπάει κάποιον θα του αποδώσει ό,τι αποδίδει και στον εαυτό του.
Κατά τον Επίκουρο, η φιλία αποτελεί το συνεκτικό δεσμό μεταξύ των ατόμων που συγκροτούν μια κοινότητα φίλων. Αυτή δένει τα άτομα με αμοιβαία αγάπη και αλληλεγγύη στην κοινή επιδίωξη του «μακαρίως ζην». Σε μια τέτοια κοινότητα οι νόμοι είναι περιττοί, διότι τα πάντα είναι γεμάτα δικαιοσύνη. Η κοινότητα των φίλων προβάλλει -μετά την παρακμή της πόλης κράτους και της ίδρυσης μεγάλων βασιλείων- ως η μόνη δυνατή μορφή κοινωνικής οργάνωσης που μπορεί να στηρίξει το άτομο κα να του εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις της ευδαιμονίας του. Η πολιτεία δεν ήταν πια σε θέση να εξασφαλίσει τους όρους μιας ευτυχισμένης ζωής. Τη θεωρούσαν μάλιστα οι επικούρειοι «βλάβη και σύγχυση του μακαρίου» και γι’ αυτό συνιστούσαν την απομάκρυνση από την πολιτική. «Πρέπει», λέει ο Επίκουρος, «να ελευθερώνουμε τους εαυτούς μας από τη φυλακή των καθημερινών ενασχολήσεων και της πολιτικής». Αυτή η αναχώρηση από τα πολιτικά δρώμενα συμπυκνώθηκε στην αποφθεγματική φράση: «λάθε βιώσας».
Η φράση σημαίνει: απόφευγε τις μωρές επιδιώξεις, τις τιμές και τη δόξα, τις πράξεις που προκαλούν αντίδραση και ταράζουν τη γαλήνη σου. Η αληθινή ασφάλεια και συνακόλουθα η αταραξία της ψυχής προέρχεται από μιαν ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος.
Οι απόψεις αυτές δε σημαίνουν ότι ο Επίκουρος υπερασπιζόταν την αναχώρηση από τον κόσμο, αλλά αναδεικνύουν την ανάγκη αναζήτησης ενός συλλογικού τρόπου ζωής που να καθιστά δυνατό τον μακάριο βίο. Για τον Επίκουρο μια τέτοια ζωή μπορεί να εξασφαλισθεί σε μια κοινότητα φίλων· ανάμεσά τους το άτομο λυτρώνεται από φόβους και «μάταιες» επιθυμίες, ηρεμεί η τρικυμία της ψυχής και ζει σε μια κατάσταση που συναγωνίζεται και τη θεϊκή μακαριότητα.
Μια τέτοια κοινότητα φίλων ήταν και ο Κήπος που ίδρυσε ο Επίκουρος σε ένα προάστιο της Αθήνας. Σ’αυτήν την κοινότητα συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες, άνθρωποι κάθε κοινωνικής προέλευσης, ακόμη και δούλοι· όλοι θεωρούνταν ικανοί να καταλάβουν τη φιλοσοφία και να επωφεληθούν από αυτήν. Συνεκτικός δεσμός όσων συμμετέχουν στην επικούρεια κοινότητα ήταν η φιλία και η κοινή επιδίωξη του ευ ζην μέσω της φιλοσοφίας.
Ο επικούρειος τρόπος ζωής είναι πράγματι ένας ύμνος στη χαρά και στη φιλία, «η οποία σέρνει το χορό ολόγυρα στην οικουμένη κηρύσσοντας σ’όλους μας να σηκωθούμε για την ευτυχία μας.
————————–
Η αρετή, κατά τον Αριστοτέλη, είναι δύο ειδών:
η διανοητική αρετή, που οφείλει τη γένεση και την επαύξησή της στη διδασκαλία, και
η ηθική αρετή, που προέρχεται από τον εθισμό.
Εδώ θα πούμε για την ηθική αρετή, που χωρίς αυτήν δεν μπορεί κανείς να είναι ευδαίμων. Για την κατάκτηση των ηθικών αρετών την κύρια ευθύνη φέρει ο καθένας χωριστά. Ο άνθρωπος έχει από τη φύση την ιδιότητα να τις δεχθεί, αλλά φθάνει στην τελείωση ως προς αυτές με τον εθισμό. Αποκτά τις αρετές, αφού πρώτα τις ασκήσει. Γίνεται π.χ κάποιος δίκαιος με το να κάνει δίκαιες πράξεις. Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία το να εθίζεται από πολύ μικρή ηλικία, ώστε να διαμορφώσει τις σωστές έξεις.
«H αρετή είναι έξη προαιρετικη, που βρίσκεται στο -σε σχέση μ’ εμάς μέσο- μέσο που καθορίζεται από τη λογική και συγκεκριμένα με τη λογική που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος».
Με τον όρο «έξις» δηλώνεται η ιδιότητα που απέκτησε κάποιος επαναλαμβάνοντας μια πράξη πολλές φορές, ώστε να του γίνει συνήθεια. Είναι η τελική κατοχή ενός μόνιμου και σταθερού τρόπου συμπεριφοράς, μιας ορισμένης στάσης απέναντι στα πάθη (οργή, επιθυμία, φόβος, μίσος κλπ). Συνεπώς, οι έξεις που συνιστούν την ενάρετη συμπεριφορά θα προέλθουν από την επανάληψη αντίστοιχων ενεργειών.
Η σωστή ανατροφή των νέων είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση της έξης εκείνης. Aυτή η αγωγή είναι μάλλον αναγκαία αφού οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν τη φυσική τάση να πειθαρχούν από ντροπή, αλλά από φόβο, ούτε να αποφεύγουν τις κακές πράξεις από ντροπή, αλλά εξαιτίας των τιμωριών. Επιπλέον, επειδή «δια την ηδονήν τα φαύλα πράττομεν» και «δια την λύπην των κακων απεχόμεθα», πρέπει ο άνθρωπος να διαπαιδαγωγείται από τη νεανική ηλικία, ώστε να αισθάνεται χαρά ή λύπη για τα πράγματα που πρέπει.
Ο Αριστοτέλης, χωρίζει τα άτομα από άποψη ηθικής υπόστασης σε τέσσερις βαθμίδες:
α) ακόλαστος, που επιδιώκει πάντοτε το ευχάριστο και αποφεύγει το δυσάρεστο,
β) ακρατής, που αναγνωρίζει το ορθό και το αγαθό, αλλά οι επιθυμίες του είναι τόσο ισχυρές που τον οδηγούν στις αντίθετες πράξεις,
γ) εγκρατής, που γνωρίζοντας ότι οι επιθυμίες είναι φαύλες, δεν τις ακολουθεί «διά τον λόγον»,
δ) φρόνιμος, που δεν επιθυμεί καν τα πράγματα στα οποία εναντιώνεται το «λογιστικόν». Αυτός χάρη στις ικανότητές του και στην πείρα είναι σε θέση να εκτιμά από ηθική άποψη τις πράξεις που απαιτούνται σε κάθε περίπτωση. Φρόνηση και ηθική αρετή συνυπάρχουν στον φρόνιμο άνθρωπο.
Στο ερώτημα πώς μπορούμε να γνωρίζουμε ότι η κρίση «αυτό είναι καλό» είναι ορθή, ο Αριστοτέλης απαντά: ο γνωστικός άνθρωπος έχοντας διδαχθεί από την πείρα της ζωής και από το φιλοσοφικό στοχασμό και κατέχοντας απόλυτα τη φρόνηση είναι γνώμονας και μέτρο. Στα «Ηθικά Νικομάχεια» συνιστά να δίνουμε προσοχή και στις αναπόδεικτες κρίσεις των φρονίμων όχι μικρότερη από εκείνη που δίνουμε στις κρίσεις που αποδεικνύονται. Οι άνθρωποι αυτοί, επειδή αποκτούν από την εμπειρία τους «όραση», βλέπουν τα πράγματα και κρίνουν σωστά. Παρατηρούν τις καλές πράξεις και γνωρίζουν ότι είναι καλές με τον ίδιο τρόπο που γνωρίζουμε όλοι μας ότι το τρίγωνο είναι τρίγωνο.
Εφόσον δεχόμαστε ότι ο άνθρωπος είναι η αρχή και η αιτία των πράξεών του, τότε και οι πράξεις που έχουν την αφετηρία μέσα μας εξαρτώνται και αυτές από εμάς και είναι εκούσιες. Και η αρετή και η κακία ανήκουν στα πράγματα που εξαρτώνται από εμάς. Συνεπώς από εμάς εξαρτάται και το να είμαστε καλοί ή κακοί.
Ο άνθρωπος ζει σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Στα παιδιά, λέει, υπάρχει έντονη η επιθυμία της ηδονής. Αν δεν μάθει το παιδί να πειθαρχεί, θα ξεστρατίσει πολύ. Δια τούτο είναι αναγκαίος ο περιορισμός των επιθυμιών στο σωστό μέτρο. Καθοριστικό ρόλο παίζει σ’ αυτό η αγωγή στο σύνολό της, τα πρότυπα, οι αντιλήψεις περί του αγαθού, το πολίτευμα και οι νόμοι μιας συγκεκριμένης κοινωνίας.
Σε ποιο βαθμό όμως μπορεί κανείς να τα διαμορφώσει αυτά ή να τα επιλέξει;
Ο Αριστοτέλης δέχεται βέβαια ότι το παιδί, όπως και κάθε άνθρωπος, διαθέτει έμφυτη ροπή προς το καλό, αλλά χρειάζεται νουθεσία, παράδειγμα και τιμωρία, για να φθάσει στο σημείο να εκλέγει και να αποφασίζει καλές πράξεις. Η ικανότητα να δούμε ότι ορισμένες πράξεις είναι καλές, ενώ άλλες κακές, δεν είναι έμφυτη. Χρειάζεται να εθισθούμε προτού να φτάσουμε στο σημείο να αναγνωρίζουμε την ηθική ποιότητα των πράξεων.
Δεν πρέπει όμως να μη ληφθεί υπόψη και η συμβολή της πόλης με το συγκεκριμένο πολίτευμα στη διαμόρφωση των αρετών του ατόμου. Στο πλαίσιο της πόλης και στις σχέσεις του με τους άλλους δρα το άτομο και πραγματοποιεί το «τέλος» του, την τελείωσή του ως ηθικοπολιτικό όν.
Κατά τον Αριστοτέλη, τα πάτρια ήθη και οι κρατούσες αντιλήψεις σε μια κοινωνία, για το ποια πράξη πρέπει να επαινείται και ποια να ψέγεται, μαζί με τους νόμους της διαπαιδαγωγούν τους πολίτες, οι οποίοι μέσω του εθισμού αποκτούν ορθές έξεις και γίνονται ενάρετοι. Ας μην ξεχνούμε ότι η πολιτική κοινωνία αποβλέπει στην ηθική παιδεία του συνόλου, στο ευ ζην. Επομένως, στην «κατ’ αρετήν τελείαν» ενέργεια της ψυχής, που συνιστά την ευδαιμονία, επιδρά σημαντικά η πόλη και ως εκ τούτου θα μπορούσαμε να πούμε πως το να ζει κάποιος σε μια πόλη αγαθή ή φαύλη -με δεδομένο μάλιστα το ότι η αγαθή πολιτεία «ποιει αγαθούς τους πολίτας ενώ η φαύλη φαύλους»- είναι ένα είδος ευτυχίας ή κακοτυχίας. Η «Πολιτεία» λειτουργεί ως μέσο που καθιστά δυνατή την άριστη ζωή, δηλαδή την απόκτηση αρετής και ουσίας.
Η φιλία εξασφαλίζει τη συνοχή των πόλεων περισσότερο από όσο η δικαιοσύνη, και, αν οι πολίτες είναι μεταξύ τους φίλοι, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη δικαιοσύνης. Η φιλία καθιστά περιττή τη δικαιοσύνη, διότι αυτός που αγαπάει κάποιον θα του αποδώσει ό,τι αποδίδει και στον εαυτό του.
Κατά τον Επίκουρο, η φιλία αποτελεί το συνεκτικό δεσμό μεταξύ των ατόμων που συγκροτούν μια κοινότητα φίλων. Αυτή δένει τα άτομα με αμοιβαία αγάπη και αλληλεγγύη στην κοινή επιδίωξη του «μακαρίως ζην». Σε μια τέτοια κοινότητα οι νόμοι είναι περιττοί, διότι τα πάντα είναι γεμάτα δικαιοσύνη. Η κοινότητα των φίλων προβάλλει -μετά την παρακμή της πόλης κράτους και της ίδρυσης μεγάλων βασιλείων- ως η μόνη δυνατή μορφή κοινωνικής οργάνωσης που μπορεί να στηρίξει το άτομο κα να του εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις της ευδαιμονίας του. Η πολιτεία δεν ήταν πια σε θέση να εξασφαλίσει τους όρους μιας ευτυχισμένης ζωής. Τη θεωρούσαν μάλιστα οι επικούρειοι «βλάβη και σύγχυση του μακαρίου» και γι’ αυτό συνιστούσαν την απομάκρυνση από την πολιτική. «Πρέπει», λέει ο Επίκουρος, «να ελευθερώνουμε τους εαυτούς μας από τη φυλακή των καθημερινών ενασχολήσεων και της πολιτικής». Αυτή η αναχώρηση από τα πολιτικά δρώμενα συμπυκνώθηκε στην αποφθεγματική φράση: «λάθε βιώσας».
Η φράση σημαίνει: απόφευγε τις μωρές επιδιώξεις, τις τιμές και τη δόξα, τις πράξεις που προκαλούν αντίδραση και ταράζουν τη γαλήνη σου. Η αληθινή ασφάλεια και συνακόλουθα η αταραξία της ψυχής προέρχεται από μιαν ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος.
Οι απόψεις αυτές δε σημαίνουν ότι ο Επίκουρος υπερασπιζόταν την αναχώρηση από τον κόσμο, αλλά αναδεικνύουν την ανάγκη αναζήτησης ενός συλλογικού τρόπου ζωής που να καθιστά δυνατό τον μακάριο βίο. Για τον Επίκουρο μια τέτοια ζωή μπορεί να εξασφαλισθεί σε μια κοινότητα φίλων· ανάμεσά τους το άτομο λυτρώνεται από φόβους και «μάταιες» επιθυμίες, ηρεμεί η τρικυμία της ψυχής και ζει σε μια κατάσταση που συναγωνίζεται και τη θεϊκή μακαριότητα.
Μια τέτοια κοινότητα φίλων ήταν και ο Κήπος που ίδρυσε ο Επίκουρος σε ένα προάστιο της Αθήνας. Σ’αυτήν την κοινότητα συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες, άνθρωποι κάθε κοινωνικής προέλευσης, ακόμη και δούλοι· όλοι θεωρούνταν ικανοί να καταλάβουν τη φιλοσοφία και να επωφεληθούν από αυτήν. Συνεκτικός δεσμός όσων συμμετέχουν στην επικούρεια κοινότητα ήταν η φιλία και η κοινή επιδίωξη του ευ ζην μέσω της φιλοσοφίας.
Ο επικούρειος τρόπος ζωής είναι πράγματι ένας ύμνος στη χαρά και στη φιλία, «η οποία σέρνει το χορό ολόγυρα στην οικουμένη κηρύσσοντας σ’όλους μας να σηκωθούμε για την ευτυχία μας.
————————–
”Αριστοτέλης – Ο πατέρας των Επιστημών του Δυτικού Κόσμου”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου