Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

Karlheinz Deschner: Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού - Παραχαράξεις

Συμπλήρωμα στο άρθρο: «Ιερές» παραχαράξεις
 
*Όλοι πλαστογραφούσαν, περισσότερο από όλους οι κληρικοί
 
Αφού στις αρχές του 5ου αιώνα αναγνωρίστηκε στη Δύση επίσημα το περιεχόμενο της Καινής Διαθήκης, η Εκκλησία διαχώριζε αυστηρά ανάμεσα σε κανονικά και μη κανονικά κείμενα. Όλα όσα δεν θεωρούντο κανονικά, όσα δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να τα χρησιμοποιήσουν, τα χαρακτήριζαν ως «απόκρυφα» και τα πολεμούσαν σκληρά ως «αιρετικά», κατά καιρούς και με την πυρά’ αν και βέβαια για πολύ καιρό, καθώς δεν υπήρχε (καθορισμένης έκτασης) κανόνας, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Οι περισσότεροι αρχαίοι θεολόγοι θεωρούσαν πολλά «απόκρυφα» αποστολικά, εντελώς γνήσια, αληθινά, τα θεωρούσαν τεκμήρια πίστης, κατά καιρούς προτιμούσαν κάποια από αυτά αντί των βιβλίων της Καινής Διαθήκης— ας παραβλέψουμε εντελώς το γεγονός ότι η ίδια η Εκκλησία, με τη μοναδική αυθαιρεσία που τη χαρακτηρίζει, αναγνώρισε επισήμως «απόκρυφα» βιβλία, κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη. Για πολύ καιρό ένα τμήμα της «απόκρυφης» γραμματείας, το οποίο ύστερα δαιμονοποιήθηκε, «θεωρείτο ισότιμο με τα έργα τα οποία αργότερα θεωρήθηκαν ως κανονικά» (Schneemelcher).
 
Ιδιαίτερα καθώς σε μερικές περιοχές διάβαζαν και σέβονταν τα πάμπολλα αρχαία «απόκρυφα» Ευαγγέλια από τα οποία μάλιστα σώζεται ένα μικρό τμήμα, αν και μόνο σε αποσπάσματα, σε παραθέματα) τόσο φυσικά, όσο σε άλλες τα κανονικά κείμενα.
 
Ας θυμηθούμε ότι ο χριστιανικός κόσμος δεν ήταν συνεκτικό μέγεθος, ότι δεν υπήρχε από την αρχή «ορθοδοξία» αλλά μια μεγάλη ποικιλία διδασκαλιών και δογμάτων. Έτσι υπήρχε και πληθώρα διαφορετικών Ευαγγελίων, Πράξεων, Αποκαλύψεων, ανάλογα με τις ιδέες των Εκκλησιών. Μόνο όταν άρχισαν τον εμφύλιο πόλεμο (ομολογουμένως πολύ νωρίς), ο οποίος εντεινόταν όλο και περισσότερο, όταν κυρίως η αποκαλούμενη Μεγάλη Εκκλησία αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη, άρχισε ταυτόχρονα να δαιμονοποιεί όλο και περισσότερους χριστιανούς εκτός των γραμμών της, εξωθώντας τη γραμματεία τους στην παρανομία, ανακηρύσσοντας τη σε ψευδή, πλαστή, δηλαδή «απόκρυφη» (από το ρήμα αποκρύπτω: κρύβω). Αυτή η χρήση της λέξης είναι όμως σχετικά νέα, δεν συνηθίζεται ακόμη στους αρχαίους κανονικούς καταλόγους, αρχικά δεν συνδέεται καθόλου με την κανονική ιστορία, αλλά χρησιμοποιήθηκε ταυτόχρονα με την έναρξη του πολέμου κατά των «αιρετικών»· στον Ειρηναίο π.χ. ή τον Τερτυλλιανό, τον μετέπειτα εξέχοντα «αιρετικό», τα «απόκρυφα» και τα «πλαστά» χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα.
 
Σε κύκλους «αιρετικών», όπου σέβονταν πολύ τα μυστικιστικά κείμενα και τα ονόμαζαν «απόκρυφα», η λέξη είχε εξ ολοκλήρου θετική σημασία. Ακόμη και ο Ωριγένης αξιολογεί θετικά τα ψευδεπίγραφα ως «εκκλησιαστικά» απόκρυφα σε σύγκριση με τα «αιρετικά» μυστικιστικά βιβλία. Αλλά για τους Πατέρες της Εκκλησίας στον αγώνα τους εναντίον των «πλάνων διδασκαλιών» η λέξη πήρε σύντομα αρνητική, απαγορευτική χροιά. Η λέξη «απόκρυφο» ταυτίστηκε γι’ αυτούς με τον χαρακτηρισμό του δόλια αποδιδόμενου, του πλαστού, αν και η αφαίρεση των «απόκρυφων» από τον κανόνα συντελέστηκε μόλις μετά από περίπου 400 χρόνια χριστιανισμού. Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε ότι η έννοια «απόκρυφα» και «απόκρυφο» δεν ήταν ποτέ μία, ότι ήταν πάντα πολυσήμαντη και ότι αυτό παρέμεινε πάντα έτσι στην εκκλησιαστική ιστορία τόσο από λογοτεχνική όσο και από θεολογική άποψη.
 
Ένα άλλο σημαντικό γεγονός, το οποίο οι απολογητές αμφισβητούν ανέκαθεν με πλούτο λόγων αλλά φτώχια σκέψεων, είναι ότι αντικειμενικά οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στη γραμματεία της Καινής Διαθήκης και την «απόκρυφη» δεν είναι βαρύνουσας σημασίας.
 
Τέλος, όλα τα «απόκρυφα» μετά την Καινή Διαθήκη τα έγραψαν φυσικά ανεξαιρέτως χριστιανοί. Έτσι, όλα τους είναι χριστιανικές πραγματείες. Συνδέονται και στη μορφή και στη βάση τους λίγο ή πολύ με τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Και όλα τους είναι «εξ ολοκλήρου πλαστογραφίες» (Bardenhewer), είτε είναι της Μεγάλης Εκκλησίας, είτε έχουν αιρετική προέλευση.
 
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τα «απόκρυφα» συνέβαλαν στη διάδοση του χριστιανισμού ακριβώς το ίδιο όσο και τα κανονικά κείμενα, ίσως μάλιστα και περισσότερο. Με όλα προσηλύτιζαν, με όλα έκαναν διαφήμιση και με όλα κέρδιζαν οπαδούς. Πολλά «απόκρυφα» μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και διαδόθηκαν ευρέως. Υπήρχαν σε άπειρες και ποικίλες εκδοχές, επεκτάσεις, συντομεύσεις. Συχνά δεν γνωρίζουμε σχεδόν ή και καθόλου αν έχουμε να κάνουμε με εκκλησιαστική ή «αιρετική» πλαστογραφία, επειδή δεν μπορούμε να χαράξουμε σαφή όρια, επειδή τα σωζόμενα αποσπάσματα είναι πολύ μικρά, οι αλλαγές, οι αλλοιώσεις, οι παραμορφώσεις πολύ συχνές, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες προέκυψαν πολύ σκοτεινές, κατά κανόνα αδιαπέραστα σκοτεινές. Έτσι, η ίδια η Εκκλησία ωφελήθηκε σημαντικά και για πολύ καιρό, το Μεσαίωνα ακόμα, από τα «απόκρυφα». Όχι μόνο τα δημιουργούσαν οι ίδιοι με μεγάλο ζήλο σε κύκλους της αρχαίας Εκκλησίας, αλλά όπως αποδεικνύεται η Εκκλησία αναθεωρούσε και ρετούσαρε ήδη νωρίς «αιρετικά απόκρυφα»· μάλιστα «σχεδόν όλα» όσα γενικά υπάρχουν ακόμη από αυτά, «δεν έχουν παραδοθεί με το γνήσιο περιεχόμενο τους, αλλά κατόπιν επεξεργασίας από τους ορθοδόξους» (καθολικός Bardenhewer), δηλαδή οι πλαστογραφίες των «αιρετικών» πλαστογραφούνταν άλλη μια φορά από το εκκλησιαστικό στρατόπεδο. Και ενώ το αρχικό κείμενο εξαφανίστηκε σχεδόν εντελώς και ανεπιστρεπτί, ένα τμήμα των «βελτιωμένων» αυτών κειμένων τα οποία είχαν πλαστογραφηθεί δύο ή, συχνά, και περισσότερες φορές διαβαζόταν και κατά τη διάρκεια ολόκληρου του Μεσαίωνα, το καταβρόχθιζαν με μανία, ιδιαίτερα, όπως φαίνεται, τις Αποκαλύψεις και τις Πράξεις Πιλάτου.
 
Δεν μπορούμε να περιφρονήσουμε τη διάδοση και την αποτελεσματικότητα της πλαστογραφημένης βιβλιογραφίας— ένα πρόβλημα, πολύ μπερδεμένο ακόμη και σήμερα. Η ακτινοβολία της, το κύρος της πρέπει να ήταν μεγάλο, αφού η αθωότητα ήταν τεράστια, ειδικά στις μάζες, και όχι μόνο σε αυτές, και πέρα από αυτό υπήρχε ιδίως στον θρησκευτικό τομέα τρομερή δίψα για τα ασυνήθιστα, τα θαυμαστά, μια δυνατή έλξη για τον αποκρυφισμό και το μυστικισμό· μια ευπιστία η οποία βέβαια εξαπλώνεται τώρα πάλι σαν επιδημία, τηρουμένων των αναλογιών, προς όφελος όλων εκείνων οι οποίοι ψαρεύουν στα θολά. Τι’ αυτό και συνήθως η πρώτη Εκκλησία δεν αντιδρούσε με οργή στις πλαστογραφίες, υποστήριζε τη γνησιότητα τους, όμως μόνο για όσο διάστημα τη συνέφεραν και δεν έρχονταν σε αντίθεση με τις διδασκαλίες της: τα αποφασιστικά κριτήρια για την ανοχή ή και τη διαφήμιση τους. Το περιεχόμενο ενός κειμένου είχε προφανώς μεγαλύτερη σημασία από την αυθεντικότητα του.
 
Οι πλαστογραφίες των «αιρετικών», αντιθέτως, για την αντιμετώπιση των οποίων συχνά κατασκεύαζαν άλλες πλαστογραφίες, θεωρούνταν ως υπηρεσία του Διαβόλου, ως ηθική τερατωδία. Όσο πρόθυμα έκανε η Εκκλησία τα στραβά μάτια στις δικές της απατεωνιές και για μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, με τόσο μεγαλύτερη οργή επέκρινε εκείνες των αντιπάλων. Σίγουρα κατηγορούσε συχνά δίκαια για απάτη τους «αιρετικούς», ιδιαίτερα τους γνωστικούς. Σίγουρα ξεσκέπασε και τους απολλιναριστές ως πλαστογράφους· όπως και γενικά προσπαθούσε να καίει πραγματείες «αιρετικών» οι οποίες κυκλοφορούσαν με το όνομα «ορθόδοξων» συγγραφέων. Αλλά και οι «ορθόδοξοι» πλαστογραφούσαν, βλέπετε. Και έτσι όχι μόνο απαντούσαν στις πλαστογραφίες αλλόδοξων χριστιανών με άλλα πλαστά κείμενα, όπου το ένα πλαστογράφημα έχει την ίδια ηλικία με το άλλο, αλλά ένα άλλο κομμάτι των απατών τους χρησίμευε στην ηθοπλασία —όπως σε τελευταία ανάλυση βέβαια και το (πρώτο) κομμάτι το οποίο υπηρετούσε την «πίστη». Αυτά συνδέονται άρρηκτα, και σε καμία περίπτωση μόνο για το λαό. Μια εντελώς νέου είδους —και πολύ αποτελεσματική— απάτη των χριστιανών ήταν ωστόσο να διαδίδουν πλαστογραφίες με το όνομα του αντιπάλου τους, μεγεθύνοντας σε αυτές την «αιρετικότητά» του, ώστε να μπορούν να την αντικρούουν ευκολότερα.
 
Και ας μην ξεχνάμε: οι περισσότεροι χριστιανοί απατεώνες, ανεξάρτητα από ποια πλευρά, ήταν ιερωμένοι. Οι αρχηγοί της Εκκλησίας μάλιστα αλληλοκατηγορούνταν για πλαστογραφίες. Έτσι ο Άγιος Ιερώνυμος κατηγόρησε τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Ρουφίνο —με τον οποίο διεξήγαγε έναν από τους χειρότερους «πολέμους» μεταξύ Πατέρων— επανειλημμένα και με εξαιρετική κακία για βιβλιογραφική απάτη. Ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Ιωάννης κατηγόρησε με τη σειρά του τον Άγιο Ιερώνυμο για πλαστογραφία. Ο Άγιος εκκλησιαστικός Πατέρας Κύριλλος της Αλεξάνδρειας λέγεται ότι στην επίθεση του κατά του Νεστόριου πλαστογράφησε παραθέματα του. Ο επίσκοπος Ευστάθιος της Αντιόχειας, ένας αμείλικτος πολέμιος των αρειανιστών, κατηγόρησε τον επίσκοπο Ευσέβιο της Καισαρείας, τον «πατέρα της εκκλησιαστικής ιστορίας», για την πλαστογραφία του δόγματος της Νικαίας.
 
Με λίγα λόγια, όλοι πλαστογραφούσαν. Βεβαίως, σύμφωνα με σύγχρονους γηραιότερους καθολικούς, μόνο οι μη καθολικοί χριστιανοί είχαν το «θράσος» να παρουσιάζουν σε «εξαιρετικά» μεγάλο αριθμό «τα προϊόντα της φαντασίας τους ως θείες αποκαλύψεις» και να διεκδικούν γι’ αυτά «αποστολική προέλευση» (Kober). Στην πραγματικότητα πλαστογραφούσαν οι πάντες: όχι μόνο οι γνωστικοί, οι εγκρατίτες, οι μανιχάίστές, οι νοβατιανοί, οι μακεδονιανοί, οι αρειανιστές, οι λουκιφεριανοί, οι δονατιστές, οι πελαγιανοί, οι νεστοριανοί, οι απολλιναριστές, οι μονοφυσίτες, αλλά φυσικά και οι ορθόδοξοι- στη μάχη εναντίον του γνωστικισμού συνέταξαν παραδείγματος χάρη ακόμη και «μη γνήσια» Ευαγγέλια. Ο αποστολικός πρωτονοτάριος Otto Bardenhewer (πέθανε το 1935) στο τετράτομο θεμελιώδες έργο του Geschichte der altkirchlichen Literatur {Ιστορία της λογοτεχνίας της αρχαίας Εκκλησίας) αποδίδει μεν (και πιθανώς δικαίως) την «πλειοψηφία» των «απόκρυφων» της Καινής Διαθήκης σε «αιρετικές ειδικές διδασκαλίες», αλλά μια άλλη «μεγάλη ομάδα» σε «ορθόδοξα χέρια». Επομένως ας συνοψίσουμε: όλες οι πλευρές πλαστογραφούσαν. Και όλοι όσοι πλαστογραφούσαν ήταν χριστιανοί! Και πολλοί από αυτούς ήταν χριστιανοί μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Ο ιστορικός του Δικαίου από το Τύμπινγκεν Friedrich Thudichum (πέθανε το 1913), συγκέντρωσε σε τρεις μεγάλους τόμους Εκκλησιαστικές πλαστογραφίες.
 
Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – Τόμος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησίας, Απόσπασμα (σ.σ. 161-167)
 
*Πλαστογραφημένα Ευαγγέλια και άλλα κείμενα με το όνομα ενός Αποστόλου
 
Σε αυτές τις παραγωγές ανήκουν το «Κατά Ματθίαν Ευαγγέλιο», το «Ευαγγέλιο του Ιούδα», το «Κατά Θωμάν Ευαγγέλιο» ή το «Βιβλίο του Θωμά του αθλητή το οποίο έγραψε για τους τελείους». Το τελευταίο ανακαλύφθηκε στην Αίγυπτο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο πλαστογράφος ισχυρίζεται ανάμεσα σε άλλα: «Τα μυστικά λόγια τα οποία ελέχθησαν από το Σωτήρα στον Ιούδα Θωμά και κατέγραψα εγώ, ο Ματθαίος, ο οποίος τα άκουσα καθώς οι δύο συνομιλούσαν».
 
Πλαστογραφία είναι το Ευαγγέλιο του Φιλίππου στο οποίο μια ομάδα ατόμων αυτοαποκαλούμενων «Εβραίοι Απόστολοι» δίνει εξηγήσεις· όπου επίσης «τρεις» άγιες γυναίκες πορεύονται «συνεχώς με τον Κύριο»: «η μητέρα του Μαρία και οι αδελφές της… και η Μαγδαληνή την οποία αποκαλούν κοινωνό του».
 
Πλαστό είναι το αρχαίο αλλά και επιτυχημένο «Απόκρυφο Ιωάννη» από τον πρώιμο 2ο αιώνα. Σώζεται σε πολλά αντίτυπα και χρησιμοποιείτο σε μερικές ομάδες γνωστικών έως τον 8ο αιώνα. Σε αυτά ανήκει και το «Απόκρυφο Ιακώβου» το οποίο προέρχεται ομοίως από τον 2ο αιώνα με νουθεσίες του Αναστάντα, με μακρηγορούσες προτροπές, απειλητικές προειδοποιήσεις, έως και την αναγγελία: «Εδώ πρέπει να σταματήσω… Και τώρα θα αναληφθώ πάλι…» Εδώ ο Ιάκωβος και ο Πέτρος ακούνε, λέει, τους ύμνους «οι οποίοι με περιμένουν στους ουρανούς. Πράγματι, σήμερα πρέπει να μεταβώ εις την δεξιά του Πατρός…» Και οι Απόστολοι διαβεβαιώνουν ότι «ακούσαμε με τα αφτιά μας και είδαμε με τα μάτια μας το θόρυβο του πολέμου…, τη φωνή της σάλπιγγας, και μεγάλη σύγχυση» αλλά και «ύμνους και προσευχές των αγγέλων. Και οι άγγελοι και οι κύριοι των ουρανών αγάλλονταν».
 
Έως ότου βρέθηκε ένα απόσπασμα στο Αχμίν της Βόρειας Αιγύπτου δεν είχαμε από το «Ευαγγέλιο του Πέτρου» ούτε ένα παράθεμα σε κείμενο. Ύστερα βρέθηκε στον τάφο ενός χριστιανού μοναχού από τον πρώιμο Μεσαίωνα (μαζί με αποσπάσματα της ελληνικής Αποκάλυψης του Πέτρου και του ελληνικού Βιβλίου του Ενώχ).
 
Και αυτό το Ευαγγέλιο έχει σαφώς πλαστογραφηθεί με το όνομα του Πέτρου και μάλιστα, όπως δέχονται, στα μέσα του 2ου αιώνα στη Συρία. Χρησιμοποιεί κατά βούληση τους κανονικούς προπάτορες, φορτώνει στους Ιουδαίους και στον Ηρώδη όλη την ευθύνη για το θάνατο του Κυρίου, απαλλάσσει εντελώς τον Πιλάτο, τον μεταβάλλει μάλιστα σε μάρτυρα της θεότητας του Ιησού και περιγράφει, σε αντίθεση με όλες τις χριστιανικές παρουσιάσεις, την ανάσταση μπροστά σε όλο τον κόσμο, μπροστά σε ειδωλολάτρες στρατιώτες και τους Ιουδαίους προκρίτους, συνοδευόμενη από πολλά θαύματα. Ο συγγραφέας επιμένει ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας, στο μικρό απόσπασμα μιλάει δύο φορές σε πρώτο πρόσωπο και αναφέρεται με το όνομα του: «Εγώ δε, ο Σίμων Πέτρος, και ο αδελφός μου ο Ανδρέας πήραμε τα δίχτυα μας και πήγαμε στη θάλασσα».
 
Αλλά οι χριστιανοί τίμησαν έναν τόσο σημαντικό άντρα όπως τον κορυφαίο Απόστολο με πολλές πλαστογραφίες. Παραδείγματος χάρη και με το «Κήρυγμα Πέτρου» το οποίο όμως σώζεται σε πενιχρά αποσπάσματα και το οποίο πολεμάει την ιουδαϊκή λατρεία του Θεού, ακριβώς όπως και την ειδωλολατρική πολυθεΐα. Δεν είναι όμως εντελώς σίγουρο ότι το έργο ισχυρίζεται την προέλευση του από τον ίδιο τον Πέτρο. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας πάντως έτσι το αντιλήφθηκε στην αλλαγή προς τον 3ο αιώνα. Δεν είχε καμία αμφιβολία για τη γνησιότητα του κειμένου. Το θεωρεί αυτονόητο να παραθέτει χωρία του.
 
Περαιτέρω πλαστογράφησαν με το όνομα του κορυφαίου Αποστόλου την επονομαζόμενη Αποκάλυψη του Πέτρου· η οποία δίπλα στις Αποκαλύψεις του Παύλου, του Ιωάννη, του Θωμά, του Στέφανου, της Μαρίας είναι μια από τις σημαντικότερες «απόκρυφες» Αποκαλύψεις. Γεννήθηκε το πρώτο ήμισυ του 2ου αιώνα και από το 1910 έχουμε πλήρες το κείμενο του Ψευδο-Πέτρου· εδώ το αιθιοπικό κείμενο αποκλίνει πολύ έντονα από το ελληνικό απόσπασμα το οποίο ανευρέθηκε το 1886/7 στον τάφο του μοναχού που αναφέραμε.
 
Ο Ψευδο-Πέτρος στρέφεται ήδη με τα πρώτα λόγια του εναντίον των πολλών «ψευδοπροφητών» οι οποίοι «κηρύττουν πολλών ειδών διδασκαλίες περί συντέλειας…» Και καθώς φυσικά κάνει το αντίθετο, σύντομα του επιτρέπεται να δει μαζί με τους άλλους έντεκα τον Κύριο Ιησού. Τον παρακαλούν να τους «δείξει έναν από τους δίκαιους αδελφούς μας οι οποίοι έφυγαν από τον κόσμο». Και αμέσως ο Κύριος τους αφήνει να δουν δύο σε όλη τη δόξα τους. «Δεν ήμασταν σε θέση», διηγούνται οι δώδεκα, «να τους κοιτάξουμε απευθείας· διότι μια ακτίνα ξεκινούσε από το πρόσωπο τους, όπως από τον ήλιο, και ο χιτώνας τους έλαμπε, όπως ποτέ δεν έχει δει ανθρώπου μάτι… τα σώματα τους ήταν λευκότερα από κάθε χιόνι και πιο κόκκινα από κάθε ρόδο».
 
Στον Πέτρο επιτρέπεται μάλιστα να ρίξει μια ματιά στον ίδιο τον ουρανό, μια σύντομη μόνο, του δίνεται όμως η χαρά να απολαύσει περισσότερο την κόλαση. Στη «δεξιά παλάμη» του Πέτρου ο Ιησούς ζωγραφίζει αυτά που θα συμβούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία… και πώς οι κακούργοι θα εξολοθρευθούν στους αιώνες των αιώνων —πάντα μια ισχυρή ελπίδα πολλών χριστιανών. Ο Σωτήρας περιγράφει πολύ παραστατικά και τα μελλοντικά δεινά, ανάλογα με τα είδη των αμαρτωλών (και στην κόλαση πρέπει να υπάρχει τάξη): «Υπήρχαν εκεί μερικοί τους οποίους είχαν κρεμάσει από τη γλώσσα. Ήταν εκείνοι οι οποίοι βλασφημούσαν την οδό της δικαιοσύνης, και μια φωτιά έκαιγε κάτω τους και τους βασάνιζε. Και εκεί υπήρχε μια μεγάλη λίμνη, γεμάτη καυτή λάσπη, στην οποία βρίσκονταν άνθρωποι οι οποίοι στρεψοδικούσαν, και άγγελοι τους απειλούσαν και τους βασάνιζαν. Αλλά υπήρχαν και άλλοι εκεί: Γυναίκες τις οποίες είχαν κρεμάσει από τα μαλλιά πάνω από λάσπη που κόχλαζε. Ήταν εκείνες που βάφονταν, για να διαπράξουν μοιχεία. Και εκείνες οι οποίες είχαν ανακατευτεί μαζί τους στο όνειδος της μοιχείας, κρέμονταν από τα πόδια και είχαν τα κεφάλια χωμένα στη λάσπη…»
 
Με αυτό τον κατατοπιστικό τρόπο συνεχίζει η Αποκάλυψη έως το τέλος του αποσπάσματος. Η απάτη είχε κάποτε υψηλό γόητρο, ακόμη και σε εκκλησιαστικούς κύκλους. Η «Αποκάλυψη του Πέτρου» διαδόθηκε στην Ανατολική και στη Δυτική Εκκλησία, αναγνωρίστηκε επίσημα από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα, ο οποίος μάλιστα τη σχολίασε, από το Μεθόδιο θεωρήθηκε θεόπνευστη, στον Μουρατόρειο Κανόνα τοποθετήθηκε δίπλα στην Αποκάλυψη του Ιωάννη της Καινής Διαθήκης, συμπεριλήφθηκε και σε άλλους καταλόγους βιβλίων της Βίβλου και τον 5ο αιώνα ακόμη διαβαζόταν τη Μεγάλη Παρασκευή στις εκκλησίες της Παλαιστίνης. Συνέχισε να υπάρχει σε πολλά χριστιανικά έργα, άσκησε μάλιστα μεγάλη επιρροή και κατά το Μεσαίωνα, ανάμεσα σε άλλα στη Θεία Κωμωδία του Δάντη.
 
Όπως κατασκεύασαν την Αποκάλυψη του Πέτρου, έτσι πλαστογράφησαν, ίσως στην αλλαγή προς τον 5ο αιώνα, και την «Αποκάλυψη του Παύλου», όπου αυτός ο πλαστογράφος γνώριζε και χρησιμοποίησε και εκείνη την πλαστογραφία. Και αυτή η πλαστογραφία έχει δεχθεί πολλαπλές διασκευές. Ο ευφάνταστος συγγραφέας συνδέει το κείμενο του με τη Β’ προς Κορινθίους 12, όπου ο Παύλος αφηγείται ότι «μεταφέρθηκε έως τον τρίτο ουρανό», «μεταφέρθηκε στον παράδεισο» στον οποίο εισέρχεται επανειλημμένα, ενώ τον χαιρετούν πολλές διασημότητες του άλλου κόσμου. Βλέπει τα παιδιά της Βηθλεέμ τα οποία είχε σφάξει ο Ηρώδης, βλέπει και ακούει και τον Δαβίδ να ψάλλει αλληλούια μπροστά σε ένα άμβωνα. Πρώτα, σε τέσσερα κεφάλαια, κάνει και μια επιθεώρηση της κόλασης και των διαφόρων τόπων βασανιστηρίων της. Όποιος μιλούσε και μόνο μέσα στην εκκλησία, έπρεπε να κομματιάσει με τα δόντια του την ίδια του τη γλώσσα. Σε πύρινα ποτάμια στέκονται οι άθεοι, άντρες και γυναίκες, βουτηγμένοι στην πύρινη λάβα, ανάλογα με τη βαρύτητα της αμαρτίας τους, μέχρι τα γόνατα, μέχρι τον αφαλό, ακόμη και μέχρι την κορυφή της κεφαλής τους. Σε άλλο μέρος πληρώνουν τις αμαρτίες τους ακόμη και κληρικοί, αναγνώστες, διάκονοι, πρεσβύτεροι, επίσκοποι. Δεν προκάλεσε το θέαμα των ανθρώπων της Εκκλησίας τη συμπόνια του «Παύλου»; Για χάρη του και με ικεσίες των αγγέλων ο καλός Χριστός απαλλάσσει τους επάρατους την Κυριακή από όλα τα βάσανα! Και τέλος ο Παύλος επισκέπτεται και τον παράδεισο, όπου κάποτε αμάρτησαν ο Αδάμ και η Εύα…
 
Ο Αυγουστίνος αναθεμάτισε την πλαστογραφία, καθώς «δεν αναγνωρίζεται από τη νηφάλια (!) Εκκλησία και είναι γεμάτη από κι εγώ δεν ξέρω με τι μύθους». Πώς ορκίζεται, ωστόσο, ο ίδιος ο Αυγουστίνος στους μύθους της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης; Πώς πιστεύει σε θαύματα, σε νεκραναστάσεις μάλιστα —και σε πλήθος κακών πνευμάτων; Και η πλαστογραφημένη Αποκάλυψη του Παύλου είναι βέβαια πολύ καθολική. Σύμφωνα με υπόθεση του Bardenhewer, «έχει ως συγγραφέα έναν καλοπροαίρετο μοναχό από ένα μοναστήρι κοντά στα Ιεροσόλυμα». Έτσι, πολλοί μοναχοί την πίστεψαν και τη χειροκρότησαν ζωηρά, και κατά το Μεσαίωνα ήταν πολύ δημοφιλής, γνώρισε πολλές βελτιώσεις και μεταφράσεις. Και σύμφωνα με την άποψη διακεκριμένων ερευνητών του Δάντη, ο ποιητής της Θείας Κωμωδίας όχι μόνο γνώριζε αυτό το πλαστό κείμενο — το οποίο, σύμφωνα με μια σύντομη παρατήρηση στον πρόλογο ή στον επίλογο, ανακαλύφθηκε σε μαρμάρινη κάψουλα την εποχή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου μετά από υπόδειξη αγγέλου κάτω από την πρώην κατοικία του Παύλου στην Ταρσό —, αλλά παρέπεμπε και ρητά σε αυτό. (Κόλαση 2,28)
 
Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – Τόμος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησίας, Απόσπασμα (σ.σ. 173 -179)
 
*Πλαστογραφίες προς τιμήν της ''Παρθένου''

Πλαστογραφίες γίνονταν στο στρατόπεδο της Μεγάλης Εκκλησίας και για να ενισχύσουν τη λατρεία της Παναγίας. Στο τέλος της αρχαιότητας και κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα έπρεπε να επιβάλουν όλο και περισσότερο τη Θεομήτορα η οποία είχε παραμεληθεί πολύ στις πανάρχαιες εποχές. Έτσι κυκλοφόρησαν Ευαγγέλια της Παναγίας και άλλα παραμύθια σχετικά με τη Μαρία, τα οποία φέρουν το όνομα των Αποστόλων Ιάκωβου, Ματθαίου, του ευαγγελιστή Ιωάννη, του μαθητή του Ιωάννη, Μελίτωνα, του μαθητή του Πέτρου, Ευόδιου, του Ιωσήφ της Αριμαθαίας κ.ά. Σε αυτά ανήκει και ένα πλαστογραφημένο κήρυγμα με το όνομα του Κύριλλου της Αλεξάνδρειας, ένα κοπτικό Ευαγγέλιο των Δώδεκα Αποστόλων και άλλες «Αποκαλύψεις της Παναγίας», των οποίων η επιρροή δεν ήταν μεν πολύ μεγάλη στη θεολογία, αλλά μεγαλύτερη στη λαϊκή δοξασία και την τέχνη. Ωστόσο, αυτά τα πλαστά κείμενα στήριζαν τις δογματικές δηλώσεις σχετικά με την Παναγία, που γίνονταν ιδίως κατά τον 5ο αιώνα, και τον βαθμό της στην ιεραρχία που πρόβαλλαν με εντεινόμενη υστερία. Το «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου», πλαστογραφημένο το 2ο αιώνα από την πλευρά των «ορθοδόξων», ισχυρίζεται ότι γράφτηκε από τον ίδιο τον Ιάκωβο το νεότερο, τον αδελφό του Κυρίου και Σωτήρα και «επί σκοπό» Ιεροσολύμων. Η μαρτυρία του ίδιου είναι σαφής: «Εγώ δε, ο Ιάκωβος, που έγραψα αυτή την ιστορία στην Ιερουσαλήμ, αποσύρθηκα στην έρημο, όταν με το θάνατο του Ηρώδη άρχισαν φασαρίες, έως ότου έληξαν οι φασαρίες στην Ιερουσαλήμ,[…] το Θεό ο οποίος μου έδωσε το χάρισμα και τη σοφία να γράψω αυτή την ιστορία».
 
Το κύριο θέμα για τον απατεώνα είναι μια «αληθινή ιστορία» σχετικά με τα νεανικά χρόνια της Παναγίας, για τα οποία δεν γνώριζαν απολύτως τίποτα, όπως και η διαφήμιση της διαρκούς παρθενίας της. Αμέσως μετά τη γέννηση του, εξαφανίζεται το βρέφος σε ένα ιδιωτικό ιερό για άσπιλες κόρες, από το τέταρτο έτος της ηλικίας της δέχεται στο ναό τροφή από το χέρι ενός αγγέλου, στα δώδεκα δίνεται με ένα νεύμα του ουρανού στην προστασία του αγίου Ιωσήφ (ενός χήρου ο οποίος για καλό και για κακό είναι ήδη υπέργηρος) και στα δεκαέξι της μένει έγκυος από το Άγιο Πνεύμα. Επιπλέον, μετά τη γέννηση του Σωτήρα η τέχνη της μαμής διαπιστώνει τον εντελώς ανέπαφο παρθενικό υμένα της Μαρίας. Σε κάποια κυρία Σαλώμη, η οποία αμφιβάλλει για την παρθενία της Μαρίας και εξετάζει την κατάσταση της «με εισαγωγή του δακτύλου της», κόβεται αμέσως το χέρι, αλλά φυτρώνει αμέσως πάλι, αφού η Σαλώμη με διαταγή αγγέλου παίρνει στην αγκαλιά της το θείο βρέφος. Οι εκκλησιαστικοί Πατέρες Κλήμης ο Αλεξανδρέας και Ζήνων της Βερόνας προπαγάνδιζαν το δόγμα της διαρκούς παρθενίας της Μαρίας επικαλούμενοι αυτό το «ιστορικό κείμενο».
 
Ενώ η πλαστογραφία, στην οποία προφανώς πρόσθεσαν αργότερα λαθραία και πολλά άλλα κεφάλαια, ήταν πολύ δημοφιλής στην Ανατολή (είχε μεταφραστεί στη συριακή, την αρμενική, γεωργιανή, κοπτική, αιθιοπική γλώσσα και ήταν ευρέως διαδεδομένη σε εκκλησιαστικούς κύκλους) δεν αναγνωριζόταν στη Δύση, παρ’ όλα αυτά η «Μαριολογία» η οποία βρίθει από μύθους και θαύματα συνέχισε να επιδρά όχι μόνο στην εικονογραφία και τη λειτουργία, αλλά επηρέασε και τη δογματική ιστορία (virginitas in partu!), εξακολουθεί μάλιστα να παίζει κάποιο ρόλο στην ηθοπλαστική λογοτεχνία, όπως και στη γλυπτική του 20ού αιώνα.
 
Ιδιαίτερα τον καθολικό μύθο της Παναγίας προήγαγε και ένα πλαστό Ευαγγέλιο Κατά Ματθαίον με μια αλληλογραφία των επισκόπων Χρωμάτιου και Ηλιόδωρου η οποία χρησιμεύει ως πιστοποιητικό γνησιότητας και είναι παρομοίως πλαστή, όπως και ένα πλαστό κείμενο «De nativitate Sanctae Mariae (Περί γενέσεως της Παναγίας)» με μια πλαστογραφημένη επιστολή του Ιερώνυμου, μια αργοπορημένη απάτη του Paschasius Radbertus, ο οποίος στα μέσα του 9ου αιώνα ήταν ηγούμενος του Κορμπί και άγιος της Καθολικής Εκκλησίας. (Είχε «ιδιαίτερες σχέσεις» με τη μονή της Παναγίας της Σουασόν, η ηγουμένη Θεοδώρα της οποίας είχε μια φυσική κόρη, την Ίμμα, η οποία έγινε και αυτή ηγουμένη εκεί.).
 
Ναι, ενάρετες κυρίες. Υπάρχουν και μερικά Ευαγγέλια με το όνομα αγίων γυναικών, όπως το «Κατά Μαρίαν Ευαγγέλιο», «Η γέννα της Μαρίας» ή «Οι ερωτήσεις της Μαρίας», στην τελευταία των οποίων ο Κύριος απαντά με προφανώς χυδαίες μεθόδους. Πάντως εδώ ο Ιησούς, σύμφωνα με τον έμπειρο διώκτη των «αιρετικών» αρχιεπίσκοπο Επιφάνιο, κάνει στην Αγία Παρθένο και την ακόλουθη αποκάλυψη: την πήρε μαζί του στο όρος, προσευχήθηκε, ύστερα δημιούργησε από το πλευρό του μια γυναίκα και άρχισε να συνουσιάζεται μαζί της και ύστερα, παίρνοντας το έκκριμα του (το σπέρμα του), έδειξε ότι «έτσι πρέπει να πράττουμε, όσο ζούμε». Η Μαρία, έκπληκτη καθώς φαίνεται, συντετριμμένη, έπεσε καταγής· αλλά τη σήκωσε (όπως πάντα) ο Κύριος πάλι και είπε: «Γιατί αμφέβαλες, ολιγόπιστη;».
 
Εδώ η επιστημονική έρευνα έχει την εντύπωση ότι τέτοιου είδους «ερωτήσεις» «ανήκαν στο συνηθισμένο τύπο των γνωστικών Ευαγγελίων», ούτως ειπείν, σε ειδικές αποκαλύψεις τις οποίες κοινωνούσε ο Σωτήρας σε εκλεκτούς πιστούς, αν και υποθέτουν ότι «η συνομιλήτρια του Σωτήρα», εδώ όπως και «σε άλλα έργα του ιδίου είδους», δεν είναι η μητέρα του Κυρίου, αλλά μάλλον η Μαρία η Μαγδαληνή.
 
Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – Τόμος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησίας, Απόσπασμα (σ.σ. 179 -182)
 
*Πλαστογραφίες στο όνομα όλων των Αποστόλων

Πολλά πλαστά Ευαγγέλια ή συγγενή ντοκουμέντα αποδίδονται στο σύνολο των Αποστόλων. Τα επινοούσαν για να καλυφθούν άμεσα με την αυθεντία όλων των μαθητών του Ιησού. Αλλά είναι κείμενα για τα οποία γνωρίζουμε λίγα, και αυτά τα λίγα είναι μόνο αβέβαια και κατά αντιστοιχία αμφισβητούμενα. Σε αυτά ανήκουν το «Ευαγγέλιο των Δώδεκα», τα «Memoria Apostolorum (Απομνημονεύματα Αποστόλων)», το (μανιχαϊστικό) «Ευαγγέλιο των δώδεκα Αποστόλων», το «Ευαγγέλιο των Εβδομήκοντα», όπως και μερικά άλλα «Ευαγγέλια των δώδεκα Αποστόλων» τα οποία είναι πολύ μεταγενέστερες πλαστογραφίες.
 
Ένα παράξενο «απόκρυφο» είναι η «Epistula Apostolomm (Επιστολή Αποστόλων)» για την ύπαρξη της οποίας δεν ήταν απολύτως τίποτα γνωστό έως το 1895, έως την ανακάλυψη της από τον Carl Schmidt (σε κοπτική εκδοχή).
 
Στο προφανώς ορθόδοξο κατασκεύασμα, οι έντεκα Απόστολοι γνωστοποιούν τις συζητήσεις τους με τον Ιησού μετά την ανάσταση του για διάφορα θέματα και κυρίως σχετικά με αυτή. Όπως άλλες χριστιανικές πλαστογραφίες, π.χ. η Β’ Επιστολή Πέτρου, και αυτή η επιστολή τονίζει την αυτοπτική μαρτυρία, αν και συντάχθηκε μόλις κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα (σύμφωνα με το Harnack μεταξύ 150-180). «Εμείς, ο Ιωάννης και ο Θωμάς και ο Πέτρος και ο Ανδρέας και ο Ιάκωβος και ο Φίλιππος και ο Βαρθολομαίος και ο Ματθαίος και ο Ναθαναήλ και ο Ιούδας ο Ζηλωτής και ο Κηφάς έχουμε γράψει (=γράφουμε) προς τις Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης, προς Βορρά και Νότο, αφηγούμενοι και κηρύττοντας τα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, καθώς γράψαμε και τον ακούσαμε και τον αγγίζαμε, όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς, και καθώς εκείνος μας αποκάλυψε μεγάλα, θαυμαστά, αληθινά πράγματα». Ανάμεσα στους έντεκα Αποστόλους (ποιος το αντιλήφθηκε;) δεν είναι μόνο ο Πέτρος, αλλά και ο Κηφάς! Και το τέλος της συζήτησης, ένα σεβαστό τέλος, αποτελεί η ανάληψη του Ιησού.
 
Η «Διδαχή των δώδεκα Αποστόλων», της οποίας η ανακάλυψη στην Κωνσταντινοπολίτικη βιβλιοθήκη των Ελλήνων Πατριαρχών Ιεροσολύμων το 1883 προκάλεσε διεθνή σάλο, αυτοπαρουσιάζεται ως διδασκαλία του Κυρίου δια στόματος των δώδεκα Αποστόλων προς τους ειδωλολάτρες, αν και προέρχεται μόλις από το 2ο αιώνα, όταν δεν ζούσε πλέον κανένας από τους «πρώτους Αποστόλους». Και αυτή την πλαστογραφία ακολούθησαν πολλές άλλες πλαστογραφίες ή τουλάχιστον επηρεάστηκαν έντονα από αυτήν, όπως η Συριακή ή Αποστολική Διδασκαλία — «Καθολική διδασκαλία των δώδεκα Αποστόλων και αγίων μαθητών του Σωτήρα μας». Το μεγάλο έργο το οποίο δημοσιεύτηκε από τον Lagarde το 1854 σε συριακή γλώσσα, είναι ένας εκκλησιαστικός κανόνας του 3ου αιώνα και παρ’ όλα αυτά ισχυρίζεται ότι συντάχθηκε κατά την Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων. «Καθώς τώρα κινδύνευε ολόκληρη η Εκκλησία να περιέλθει στην αιρετική πίστη, συγκεντρωθήκαμε εμείς όλοι οι δώδεκα Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα και κάναμε συμβούλιο για το τι θα γίνει, και αποφασίσαμε όλοι ομόφωνα να γράψουμε αυτή την καθολική διδασκαλία για την ενίσχυση της πίστης όλων σας».
 
Τώρα αυτό δεν το πιστεύει σήμερα ούτε η καθολική πλευρά, από την οποία ένας ειδικός της αρχαίας εκκλησιαστικής λογοτεχνίας, όπως ο Otto Bardenhewer, δεν συνειδητοποιεί καν την ειρωνεία, όταν γράφει ότι η πλαστογραφία («η ομήγυρης η οποία εμφανίζεται με το προσωπείο των Αποστόλων») είναι «η αρχαιότερη γνωστή μας απόπειρα ενός «corpus iuris canonici»», όρος με τον οποίο εννοείται η σύνοψη των κυριότερων πηγών εκκλησιαστικού Δικαίου του Μεσαίωνα.
 
Στην αρχή, στο τέλος και στη μέση του κατασκευάσματος (το οποίο, ανάμεσα σε πολλά άλλα, περιέχει και μια εντελώς νέα χρονολόγηση της ιστορίας των Παθών), ο απατεώνας, κάποιος καθολικός επίσκοπος, υπενθυμίζει διαρκώς ότι οι Απόστολοι μιλούν εδώ αυτοπροσώπως· το παραμύθι της αποστολικής συγγραφικής πατρότητας «διαρκεί μέχρι τέλους» (Strecker). Κομμάτια από την ιστορία των Παθών και από τις Πράξεις των Αποστόλων τα αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Καθένας ξεχωριστά παρουσιάζονται ο Ματθαίος, ο Πέτρος και ο Ιάκωβος με το όνομα τους. Περιγράφεται ακόμη και πώς προέκυψε το ίδιο το κείμενο, όπου περίπου λέγεται ότι «μοιράσαμε μεταξύ μας τα δώδεκα δωδέκατα του κόσμου και πήγαμε στους λαούς για να κηρύξουμε σε όλο τον κόσμο το Λόγο…» Όπως τόσες άλλες πλαστογραφίες έτσι και η «Αποστολική Διδασκαλία» στηρίζεται με τη σειρά της σε άλλες πλαστογραφίες, στη «Διδαχή», στο «Ευαγγέλιο του Πέτρου», στις «Πράξεις Παύλου».
 
Ένας δήθεν «Αποστολικός εκκλησιαστικός κανόνας (Canones apostolorum ecclesiastici)», γνωστός από το 1843, γράφτηκε στα πρώτα χρόνια του 4ου αιώνα, πιθανώς στην Αίγυπτο. Με τη σειρά μιλούν εδώ οι Απόστολοι και δίνουν τις οδηγίες τους με το σίγουρα αρχαιότερο τίτλο: «Εκκλησιαστικοί κανόνες των Αγίων Αποστόλων».
 
Τις «Διαταγές των Αγίων Αποστόλων», τον πιο εκτεταμένο εκκλησιαστικό κανόνα της αρχαιότητας, ο οποίος αποτελείται από οχτώ βιβλία και περιέχει νόμους για τα ήθη, το δίκαιο, τη Λειτουργία, κατασκεύασαν γύρω στο 400 στη Συρία ή την Κωνσταντινούπολη. Τα πρώτα έξι βιβλία παρουσιάζονται ως επιστολή των Αποστόλων. Εδώ μιλάνε σε πρώτο ενικό, ή σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, και ολόκληρο το φιλόδοξο έργο ισχυρίζεται ότι συντάχθηκε και διαδόθηκε από τον φερόμενο ως Ρωμαίο επίσκοπο Κλήμεντα, «από τον συνάδελφο μας Κλήμεντα», τον οποίο ο χριστιανικός θρύλος μετέβαλε σε πρέσβη και μέλος του αυτοκρατορικού οίκου των Φλαβίων. Το 7ο βιβλίο προσφέρει ανάμεσα σε πολλά άλλα και έναν κατάλογο των αρχιποιμένων τους οποίους είχαν χειροτονήσει οι Απόστολοι. Το 8ο βιβλίο περιέχει την αρχαιότερη πλήρη Θεία Λειτουργία και δεν ξεχνάει, ούτε τις δέκατες! Ψυχρά ψεύδεται ο πλαστογράφος δια στόματος του Ψευδο-Κλήμεντα: «Γι’ αυτό το λόγο (δηλαδή επειδή υπήρχαν «αιρέσεις») εμείς, ο Πέτρος και ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης…, ο Φίλιππος και ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος και… ο Θαδδαίος και ο Σίμων ο Κανανίτης, και ο Ματθίας… και ο Παύλος… μαζευτήκαμε όλοι τώρα και καταγράψαμε αυτή την καθολική διδασκαλία για την ενίσχυση της πίστης σας». Ο απατεώνας μάλιστα παρουσιάζει ολόκληρη την απάτη του ως κείμενο της Καινής Διαθήκης. Και στους 85 «αποστολικούς κανόνες» οι οποίοι αναφέρονται στο τελευταίο κεφάλαιο του τελευταίου βιβλίου η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης του 692 (Quinisextum, Πενθέκτη) έδωσε ισχύ νόμου: «Η Ιερά Σύνοδος αποφασίζει να παραμείνουν και στο μέλλον σε πάγια και αδιάσειστη ισχύ οι 85 κανόνες οι οποίοι μας παραδόθηκαν με το όνομα των αγίων και σεβάσμιων Αποστόλων» (κεφ. 2).
 
Περισσότερο από μια χιλιετία διήρκεσε η επιτυχία της απάτης, αφού θεωρήθηκε έργο των Αποστόλων και του εντολοδόχου γραφέα τους, του Κλήμεντα της Ρώμης. Και να σκεφτείτε ότι ο συντάκτης, ο Ψευδο-Κλήμης, ένας αρειανιστής, αποτρέπει κατηγορηματικά από τις πλαστογραφίες των «αιρετικών» που φέρουν το όνομα Αποστόλων. «Διότι γνωρίζουμε ότι εκείνοι οι οποίοι συνόδευαν τον Σίμωνα και τον Κλεόβιο κατασκεύασαν δηλητηριώδη βιβλία στο όνομα του Ιησού και των μαθητών του». Πλαστογραφώντας ο ίδιος ο πλαστογράφος επικρίνει τις πλαστογραφίες των άλλων ρίχνοντας το δηλητήριο του, αποτρέπει από το δηλητήριο των «αιρετικών». Συνιστά την παιδική βάπτιση (χωρίς την οποία οι Εκκλησίες σήμερα θα συρρικνώνονταν μέσα σε δύο γενεές σε ασήμαντες αιρέσεις). Απαιτεί σαρανταήμερη νηστεία πριν το Πάσχα και απαγορεύει εντελώς τη μελέτη της ειδωλολατρικής βιβλιογραφίας. Πάντως προπαγανδίζει από τότε την πενθήμερη εργασία. «Εγώ, ο Πέτρος, και εγώ, ο Παύλος, διατάσσουμε οι ανελεύθεροι να εργάζονται πέντε ημέρες και να έχουν το Σάββατο και την ημέρα του Κυρίου ελεύθερες».
 
Πλαστοί είναι και οι κανόνες μίας Αποστολικής Συνόδου της Αντιόχειας η οποία γενικά δεν συγκλήθηκε ποτέ. (Ο 2ος, ο 4ος και ο 5ος κανόνας καταφέρονται εναντίον των Ιουδαίων.) Και όπως αρχικά κατασκεύαζαν απατηλές συλλογές κανόνων με το όνομα των Αποστόλων, έτσι κατασκεύαζαν αργότερα αντίστοιχες συλλογές και με το όνομα επιφανών Πατέρων της Εκκλησίας, όπως τους κανόνες του Ψευδό Αθανάσιου, του Ψευδο-Βασίλειου και άλλων.
 
Τώρα, ναι μεν περιέχουν πολλοί από αυτούς τους εκκλησιαστικούς κανόνες στο μεγαλύτερο μέρος τους γνήσιο, αρχαιότερο «αγαθό», αλλά οι πλαστογράφοι τους έβαλαν τον Ιησού και τους μαθητές του να μιλάνε αυτοπροσώπως. Με απάτη πρόσθεσαν επίσης και την επένδυση, τα παρελκόμενα, ολόκληρους θρύλους της γένεσης τους· ακόμη και ολόκληρα κεφάλαια στο κυρίως μέρος. Και στο τέλος το γνήσιο αρχαιότερο «αγαθό» παύει να είναι το παλαιότερο, όπως ισχυρίζονται χρησιμοποιώντας δήθεν λόγους του Ιησού και των Αποστόλων. Και τελικά, ακόμη και στην αρχαιότερη, στην κανονική περίπτωση είναι αυτό αγαθό;
 
Πλαστογραφία αποδεικνύεται τελικά να είναι και η επονομαζόμενη Αποστολική Ομολογία Πίστεως η οποία από τον 4ο αιώνα ονομάζεται «Symbolum Apostolorum (Σύμβολο των Αποστόλων)».
 
Με τον ίδιο τρόπο που απέδιδαν στους Αποστόλους πολύ μεταγενέστερους «αποστολικούς» εκκλησιαστικούς κανόνες, έτσι μετέτρεψαν σε κείμενο των Αποστόλων και την ομολογία πίστης της Μεγάλης Εκκλησίας. Όμως όχι μόνο δεν τη συνέταξαν εκείνοι, αλλά δεν αποδίδει και καθόλου τα δικά τους πιστεύω. Το αρχικό περιεχόμενο της προέκυψε κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ 150-175 στη Ρώμη, αφού τον 3ο αιώνα ακόμη κυκλοφορούσε παντού. Αλλά η Εκκλησία ισχυρίστηκε ότι οι Απόστολοι συνέταξαν το δικό τους δόγμα για την ομολογία πίστης και αυτό διέδιδε από τα τέλη του 2ου αιώνα. Διακόσια χρόνια αργότερα δηλώνει παραδείγματος χάρη ο Άγιος Αμβρόσιος: «Οι Άγιοι Απόστολοι συναντήθηκαν λοιπόν σε έναν τόπο και δημιούργησαν μια σύντομη ανθολογία της διδασκαλίας της πίστης, ώστε να συλλάβουμε εμείς εν συντομία τη συνέχεια ολόκληρης της πίστης». Ψέμα και απάτη. Οι Άγιοι Απόστολοι οι οποίοι πίστευαν στην άμεση έλευση του τέλους του κόσμου, δεν είχαν καθόλου στο μυαλό τους να γράψουν «εκκλησιαστική ιστορία» —και το κείμενο της «αποστολικής» ομολογίας πίστης που προέρχεται δήθεν από αυτούς ολοκληρώθηκε οριστικά μόλις το Μεσαίωνα.
 
Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – Τόμος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησίας, Απόσπασμα (σ.σ. 182 – 189)
 
*Πλαστές Πράξεις Αποστόλων

Εκτός από τα συχνά πολύ ετερογενή «απόκρυφα» Ευαγγέλια, από τα κείμενα που μοιάζουν με τα Ευαγγέλια, από τις Αποκαλύψεις, από τους «αποστολικούς» εκκλησιαστικούς κανόνες κ.λπ. υπάρχει και μια σημαντική σειρά πλαστών Πράξεων των Αποστόλων, οι οποίες ανάμεσα σε άλλα «συμπληρώνουν» τις αντίστοιχες της Καινής Διαθήκης.
 
Οι Πράξεις Αποστόλων του 2ου και 3ου αιώνα, προερχόμενες από εντελώς διαφορετικές τάσεις, συνέχισαν να πλαστογραφούνται, όπως και τα υπόλοιπα «Απόκρυφα», τα οποία παραδίδονταν μόνο αποσπασματικά και γνώρισαν αργότερα πολλές απομιμήσεις. Παρ’ όλες τις διαφορές, ωστόσο, το ουσιαστικό περιεχόμενο του χριστιανισμού (αρκετά αξιοσημείωτο) είναι για πολλές η σεξουαλική ασκητεία, πράγμα το οποίο ανάγεται αναμφίβολα στον Πέτρο. (Εδώ έχουμε λοιπόν αρχαίο, αρχαιότατο «αγαθό»!) Πολλές Πράξεις Αποστόλων περιέχουν εντούτοις ορθόδοξα και ταυτόχρονα «αιρετικά» (γνωστικά) στοιχεία, διότι εκείνη την εποχή όλα αυτά δεν ήταν σαφώς διαχωρισμένα, τα όρια ήταν ρευστά.
 
Ο κύριος σκοπός αυτών των πλαστογραφιών όμως ήταν ηθοπλαστικός, απευθύνονταν ιδιαίτερα στους αποκαλούμενους απλούς ανθρώπους, και η απολογητική τις δικαιολογούσε πάντα ως αθώα ψυχαγωγικά αναγνώσματα, αφού δεν ήταν μόνο κανονική λαϊκή λογοτεχνία, πιθανώς η σπουδαιότερη, αλλά μέχρι και τον πρώιμο Μεσαίωνα θεωρούνταν και αξιολογούνταν ως γνήσιες ιστορικές πηγές, όπως αποδεικνύει η πρόσφατη έρευνα. Αφού οι περισσότεροι αναγνώστες της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα θεωρούσαν ακόμη και το ιστορικό μυθιστόρημα ως ιστοριογραφία.
 
Στην αρχή αυτής της αποστολικής λογοτεχνίας βρίσκονται οι «Πράξεις Ιωάννου» οι οποίες συντάχθηκαν με το ύφος ειδωλολατρικών μυθιστορημάτων που εξιστορούσαν θαύματα.  Προέκυψαν μετά το 150 στη Μικρά Ασία, απορρίφθηκαν ύστερα από τον εκκλησιαστικό ιστοριογράφο Ευσέβιο, μαζί με πολλά άλλα κείμενα, «ως εντελώς λανθασμένες και αντίθετες της θρησκείας», απορρίφθηκαν και από τον Αυγουστίνο και η Οικουμενική Σύνοδος του 787 τις ανακήρυξε σε άξιες «να παραδοθούν στην πυρά». Και έτσι χάθηκαν στο σύνολο τους. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσαν να προσηλυτίζουν με αυτές πυρετωδώς. Βελτιώθηκαν από την Εκκλησία και γνώρισαν «μεγάλη διάδοση με μεταφράσεις».
 
Και οι «Πράξεις Πέτρου» οι οποίες πλαστογραφήθηκαν τον όψιμο 2ο αιώνα, υπάρχουν σε ποικίλες εκδοχές και γλώσσες· σκοπός τους ήταν μάλλον να συμπληρώσουν τις κανονικές Πράξεις των Αποστόλων. Μετά από κάλεσμα του Κυρίου, σπεύδει ο Πέτρος εδώ, στη Ρώμη, και ακυρώνει τα σχέδια του μάγου Σίμωνα, ενός, φυσικά, πολύ κακού πάτρωνα, όπως και τα μαγικά κόλπα του στην αγορά, κάνοντας τα πιο απίστευτα θαύματα και νικώντας τον αντίπαλο σε διάφορους διαγωνισμούς θαυμάτων, για να τον αποτελειώσει τελικά. Την ώρα που εκείνος ετοιμάζεται να αναληφθεί στους ουρανούς, γκρεμίζεται με την προσευχή του Πέτρου, σπάει το πόδι του σε τρία σημεία και λίγο αργότερα παραδίδει το κακό πνεύμα του. Αλλά και οι ημέρες του Πέτρου είναι μετρημένες.
 
Διότι αφού έκανε τόσο δεξιοτεχνικά κηρύγματα για την αγνότητα, ώστε πολλές Ρωμαίες αρνήθηκαν στο σύζυγο τους τη συνουσία και από τον έπαρχο της Ρώμης Αγρίππα έφυγαν τέσσερις παλλακίδες μαζί, εκείνος τον σταυρώνει λόγω «αθεΐας». Το πλαστό κείμενο έχει «αιρετική προέλευση», αλλά βελτιώθηκε προφανώς σε εντελώς «ορθόδοξο», ώστε να γίνει χρήσιμο στην Εκκλησία.
 
Αντιθέτως οι «Πράξεις Παύλου» οι οποίες γράφτηκαν με απάτη ομοίως κατά τον όψιμο 2ο αιώνα είναι εξαρχής «ορθόδοξης» προέλευσης, είναι το έργο ενός ιερέα της Μεγάλης Εκκλησίας ο οποίος καθαιρέθηκε γι’ αυτό το λόγο, αλλά δεν αφορίστηκε· ενός άντρα ο οποίος χρησιμοποίησε τις αιρετικές «Πράξεις Πέτρου» και τις τελειοποίησε (αν και μερικοί ερευνητές ισχυρίζονται ότι συνέβη το αντίθετο). Τόσο ο Άγιο Ιππόλυτος, όσο και ο Ωριγένης γνώριζαν τις Πράξεις Παύλου και δεν τις απέρριπταν. Και ο επίσκοπος Ευσέβιος τις θεωρούσε μακράν καλύτερες από τις γνωστικές «Πράξεις Πέτρου», συγκατάλεγε μάλιστα τις «Πράξεις Παύλου» στα «αντιλεγόμενα», τα αμφισβητούμενα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Και ο Otto Bardenweher εξακολουθεί τον 20ό αιώνα να θεωρεί το προϊόν του πρώιμου «ορθόδοξου» πλαστογράφου «μία, όπως και να το κάνουμε, λαμπρή επίδειξη του συγγραφικού ταλέντου του».
 
Το «Κήρυγμα Πέτρου» πλαστογραφήθηκε από «ορθόδοξο» και το «Κήρυγμα του Παύλου» από «αιρετικό». Οι «Πράξεις Πέτρου και Παύλου» (να μη συγχέονται με τις παρομοίως πλαστές Πράξεις Πέτρου και Πράξεις Παύλου) πλαστογραφήθηκαν από «ορθόδοξο», από γνωστικούς oι «Πράξεις Ανδρέου». «Ορθόδοξη» πλαστογραφία είναι οι «Πράξεις Φιλίππου», «αιρετική» οι «Πράξεις Θωμά». «Ορθόδοξη» πλαστογραφία είναι οι «Πράξεις Ματθαίου».
 
Ανάμεσα σε όλα τα «απόκρυφα» Ευαγγέλια, τις «απόκρυφες» αποστολικές Πράξεις και Αποκαλύψεις ο J.S. Candlish βρήκε μόνο λίγα ηθικά καλά στοιχεία, αλλά πολλά παιδαριώδη, παράλογα, διαστροφικά. Θα ήταν μάταιο να αναζητήσουμε «ανάμεσα τους ένα παράδειγμα για κάποιον υψηλό ηθικό χαρακτήρα ενός ψευδώνυμου βιβλίου». Μάλλον δεν είναι τίποτα άλλο παρά «μία ευσεβής απάτη…, την οποία εφάρμοζαν, επειδή πίστευαν ότι εξυπηρετούσε τη θρησκεία…».
 
Η αρχαία Εκκλησία όμως παρουσίαζε σιγά-σιγά όλο και περισσότερα πράγματα ως αποστολικά. Όλα όσα της ήταν σημαντικά τα ανήγαγε ανενδοίαστα στους Αποστόλους.
 
Προσποιούνταν ότι ο Ιησούς πληροφορεί τους Αποστόλους, στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Παύλος το αργότερο από το έτος 120 περίπου, για το μέλλον της Εκκλησίας και διατάζει στο πλήθος των μαθητών ήδη τα πιο απίστευτα πράγματα με θεϊκή οξυδέρκεια, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα φαιδρούς αναχρονισμούς. Αλλά ακόμη και οι μεγαλύτεροι Πατέρες της Εκκλησίας, και ειδικά αυτοί, συμμετείχαν σε αυτή την «pia firaus (ευσεβή απάτη)», ο Αυγουστίνος, όπως και ο πάπας Λέων Α’ ή ακόμη και ο από κοινωνικής άποψης σεβάσμιος Βασίλειος —φυσικά σε σχεδόν όλες τις περιπτώσεις χωρίς ίχνος αποδείξεων. Και έτσι δεν προέρχεται μόνο η χριστιανική ομολογία πίστης από τους Από στόλους, δεν ίδρυσαν μόνο τις σημαντικότερες Εκκλησίες του κόσμου, αλλά και το ωράριο της προσευχής των μοναχών ανάγεται σε αυτούς, οι κανόνες της προσευχής, ο τρόπος που κάνουμε το σταυρό μας, η επάλειψη με λάδι, η παιδική βάπτιση, η ευλογία του νερού της βάπτισης, η εορτή της Βάπτισης, το Πάσχα και η Πεντηκοστή, οι λειτουργικές εορτές, η χειροτόνηση επισκόπων την Παρασκευή, το έθιμο να επιτρέπεται στον ιερέα μόνο μία σύζυγος, η νηστεία κατά την πρώτη ημέρα του τριμήνου και ούτω καθεξής.
 
Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – Τόμος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησίας, Απόσπασμα (σ.σ. 189 – 193)
 
*Φανταστικές επιστολές και φανταστικά πρόσωπα

Και το λογοτεχνικό είδος των επιστολών της Καινής Διαθήκης αντιγράφηκε στην «απόκρυφη» γραμματεία των χριστιανών, αλλά ήδη στην Καινή Διαθήκη αποτελείτο στο μεγαλύτερο μέρος του από πλαστογραφίες. Και όπως είχαν πλαστογραφήσει ήδη εκεί διάφορες επιστολές με το όνομα του Παύλου, έτσι και τον όψιμο 2ο αιώνα άνθρωποι από το περιβάλλον του Μαρκίωνα πλαστογράφησαν μια επιστολή προς Λαοδικείς (η οποία σύμφωνα με την Προς Κολοσσαείς 4,16 χάθηκε). Ίσως ως αντίδοτο προς την πλαστογραφία των μαρκιωνιτών, επινόησαν από την πλευρά των «ορθοδόξων» αποκλειστικά από λέξεις και προτάσεις λίγο ή πολύ γνήσιων επιστολών του Παύλου μια άλλη επιστολή προς τους χριστιανούς της Λαοδίκειας η οποία υπήρχε πάντως από τον 6ο έως τον 15ο αιώνα (με φριχτή γλώσσα) σε πολλά λατινικά χειρόγραφα της Βίβλου. Ο πλαστογράφος κάνει έκκληση εδώ στους Λαοδικείς να κάνουν όλα όσα είναι «αγνά, αληθινά, ηθικά, δίκαια»… Οι μαρκιωνίτες συνέχισαν, πλαστογραφώντας μια επιστολή προς τους Αλεξανδρινούς πάλι με το όνομα του Παύλου. Και γύρω στο 180 ένας «ορθόδοξος» ιερέας της Μικράς Ασίας κατασκεύασε μια Γ’ Επιστολή προς Κορινθίους, στην οποία και προειδοποιεί: «Διότι ο Κύριος μου ο Ιησούς Χριστός θα έρθει γρήγορα, καθώς τον αρνούνται εκείνοι οι οποίοι παραποιούν τους λόγους του» —ομολογουμένως μια συχνή συνήθεια των πλαστογράφων. Έτσι απειλεί ο Ιησούς στην πλαστή «Epistula Apostolorum (Επιστολή των Αποστόλων)»: «Αλλά αλίμονο σε εκείνους οι οποίοι θα παραποιήσουν το λόγο μου και την εντολή μου».
 
Η Γ’ Επιστολή προς Κορινθίους ανήκει στις μη γνήσιες Πράξεις Παύλου τις οποίες είχε συντάξει ο Μικρασιάτης ιερέας «από αγάπη προς τον Παύλο». Αφού αποκαλύφθηκε σύντομα, ο απατεώνας καθαιρέθηκε μεν από την Εκκλησία, αλλά η φανταστική αλληλογραφία ανάμεσα στους Κορινθίους και τον «Παύλο» παρέμεινε έως τα τέλη του 4ου αιώνα στις συριακές (και ύστερα επί αιώνες στις αρμενικές) εκδόσεις της Καινής Διαθήκης· ο ίδιος ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας Εφραίμ τη σχολίασε γύρω στο 360 ως κανονική, ισάξια των άλλων επιστολών του Παύλου. Γενικά οι πλαστογραφημένες Πράξεις Παύλου «απομακρύνονται με πολύ αργούς ρυθμούς από την εκκλησιαστική χρήση» (Kraft).
 
Όλο και πιο ασύστολα παρουσιάζονταν χριστιανοί ως Απόστολοι του Ιησού. Και όταν δεν έγραφαν με το όνομα Αποστόλων —οι οποίοι σε πολλές Πράξεις Αποστόλων κηρύττουν το χριστιανισμό ενώπιον των επιφανέστερων αξιωματούχων στα αυτοκρατορικά παλάτια, με τα κείμενα του Πιλάτου —, εμφανίζονταν κατά προτίμηση ως μαθητές των Αποστόλων. Έτσι, κάποιος Λεύκιος και κάποιος Πρόχορος μεταβάλλονται σε μαθητές του Ιωάννη, κάποιος Ευόδιος της Αντιόχειας και κάποιος Μάρκελλος σε μαθητές του Πέτρου, κάποιος Εύριπος σε μαθητή του Βαπτιστή κ.ο.κ. Και οι «ορθόδοξοι» Γράθων, Αίνος, Κλήμης, Μελίτων πλαστογραφούσαν ακόμη και σε μεταγενέστερους αιώνες Πράξεις Αποστόλων με το όνομα μαθητών των Αποστόλων. Εκτός αυτού, ακόμη σωζόμενες πλαστογραφίες, Πράξεις Αποστόλων και άλλα κείμενα, αποδίδονται ψευδώς σε πρόσωπα της αρχαιότατης χριστιανικής εποχής, για το λογοτεχνικό έργο των οποίων δεν γνωρίζουμε τίποτα: στο Νικόδημο, τον Γαμαλιήλ, τον Ιωσήφ της Αριμαθαίας, σε κάποιον Λούκιο, Χάρινο, Ρόδωνα, Ζηνά, Πολυκράτη. Επιπλέον, οι χριστιανοί της ύστερης αρχαιότητας αντικαθιστούσαν συχνά με λογοτεχνικές πλαστογραφίες πραγματείες οι οποίες είχαν χαθεί ή είχαν μόνο αναγγελθεί. Επινοούσαν μάλιστα ολόκληρες μορφές, με το όνομα των οποίων παρήγαγαν ύστερα κάποια έργα. Έτσι στην πατρολογική γραμματεία έχουν επινοηθεί ελεύθερα: ο Ευσέβιος Αλεξανδρείας, ο επίσκοπος Αγαθόνικος της Ταρσού, ο Επίσκοπος Αμβρόσιος της Χαλκηδόνας κ.α.
 
Αλλά και με το όνομα γνωστών προσώπων της εκκλησιαστικής ιστορίας πλαστογραφούσαν ανεξέλεγκτα.
 
Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – Τόμος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησίας, Απόσπασμα (σ.σ. 193 – 195)
 
*Πλαστογραφίες με το όνομα εκκλησιαστικών Πατέρων

Από τον 3ο αιώνα και μετά «ορθόδοξοι» και «αιρετικοί» πλαστογραφούν με τα ονόματα διακεκριμένων εκκλησιαστικών συγγραφέων. Όσο πιο γνωστοί είναι, τόσο μεγαλύτερη είναι η κατάχρηση της αυθεντίας τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αριθμός των πλαστογραφιών που έγιναν στο όνομα τους, είναι ενδεικτικός του κύρους τους.
 
Από τον Κλήμεντα της Ρώμης, τον φερόμενο ως τρίτο διάδοχο του Πέτρου ο οποίος, όπως λέγεται, πρόλαβε και χειροτόνησε ο ίδιος τον Κλήμεντα, υπάρχει ένα και μοναδικό γνήσιο κείμενο· όλοι οι Ψευδο-Κλήμεντες πλαστογραφήθηκαν με στόχο να θεωρηθούν αληθινοί —«μία ολόκληρη βιβλιοθήκη» (Bardy). Ανάμεσα τους και η ονομαζόμενη Β’ Επιστολή Κλήμεντος —«το αρχαιότερο χριστιανικό κήρυγμα που σώζεται», όπως εξαίρει με αραιή γραμματοσειρά η Πατρολογία του Altaner «ένας παραινετικός λόγος για τη βελτίωση των ηθών ενόψει της επικείμενης συντέλειας», όπως περιγράφει ο Kraft την πλαστογραφία. Εκτός αυτού: είκοσι πλαστογραφημένες Ομιλίες, δήθεν (συντετμημένα) κηρύγματα του Πέτρου, στα οποία ο Ιησούς, σύμφωνα με την ιουδαιοχριστιανική τάση, λέει κάποτε: «Δεν επιτρέπεται να θεραπεύετε τους ειδωλολάτρες οι οποίοι μοιάζουν με σκυλιά…»· δέκα πλαστογραφημένα βιβλία Recognitiones (Αναγνωρισμών) που έχουν ως θέμα τους τα ταξίδια τα οποία ισχυρίζεται ότι έκανε μαζί με τον Άγιο Πέτρο ο Κλήμης· δύο ψευδοκλημέντειες επιστολές «Ad virgines (Προς παρθένους)», ένας χριστιανός Κνίγκε, θα λέγαμε, για παρθένες και ασκητές- κατά τις επιστολές ο Ιησούς για λόγους αγνότητας παρακάλεσε την Παναγία να μην τον αγγίζει: πλαστογραφίες στο σύνολο τους οι οποίες προέκυψαν σχεδόν όλες μόλις τον 3ο και 4ο αιώνα.
 
Ο χριστιανός πλαστογράφος ο οποίος, όπως και να το κάνουμε, γράφει την εποχή της δουλείας, της χείριστης μορφής εκμετάλλευσης, είναι προφανώς πολύ ικανοποιημένος με την επικρατούσα κοινωνική τάξη πραγμάτων. Όλοι οι πλούσιοι που εμφανίζονται είναι η προσωποποίηση της καλοσύνης, ο αυτοκράτορας τιμάται στους υψηλότερους τόνους, φυσικά ο πολυθεϊσμός στηλιτεύεται, ωστόσο συνιστάται η διατήρηση κάποιων ειδωλολατρικών εθίμων, όπως το λουτρό μετά τη συνουσία. Ενώ (ο γνήσιος) Κλήμης της Ρώμης ήταν σύμφωνα με κάποιες πλαστογραφίες κάποιος απελεύθερος ή γιος απελεύθερου, σύμφωνα με άλλες κατάγεται «από γένος συγκλητικών και από το δένδρο των καισάρων» (Hennecke). Δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτόν που θα ήταν έστω κατά το ήμισυ βέβαιο. Αλλά παρ' όλα αυτά είναι πολύ διάσημος.
 
Από τον Αντιοχέα επίσκοπο Ιγνάτιο, ο οποίος απεβίωσε τον πρώιμο 2ο αιώνα, μας έχουν παραδοθεί επτά επιστολές, των οποίων η γνησιότητα ήταν δικαιολογημένα υπό διαρκή αμφισβήτηση. Πάντως τον όψιμο 4ο αιώνα βελτιώθηκαν και συμπληρώθηκαν αυτές οι (γνήσιες) επιστολές με μεροληπτικές παρεμβολές. Και για άλλη μια φορά αυτός ο πλαστογράφος παράθεσε και καταλήστεψε μια άλλη πλαστογραφία, τις «Διαταγές των Αποστόλων». Ο ίδιος απατεώνας, ένας «ορθόδοξος», πλαστογράφησε τότε και άλλες έξι επιστολές. Ο Ψευδο-Ιγνάτιος τις ανακάτεψε πολύ επιδέξια με τις γνήσιες και τις επιμελήθηκε όλες, όπου αρχίζοντας με δύο πλαστές, τις ενάλλασσε «σε σχέση 2:2:2:3:2:2» (Brox). Το Μεσαίωνα έρχονται να προστεθούν και άλλα τέσσερα λατινικά πλαστά κείμενα τα οποία έχουν στο επίκεντρο την Παναγία — και μια επιστολή προς την Αγία Παρθένο μαζί με μια απάντηση της! —, και αυτές οι πλαστογραφίες «θεωρούνταν από όλους γνήσιες» (Altaner/Stuiber)
 
Αιώνες ολόκληρους πλαστογραφούσαν και με το όνομα του Αγίου Ιουστίνου, του σημαντικότερου απολογητή και μεγάλου αντιιουδάίστή του 2ου αιώνα. Έχουμε από αυτόν τρία γνήσια αλλά όχι εντελώς πλήρη, πιθανώς ακρωτηριασμένα, και εννέα πλαστά κείμενα, εκ των οποίων τα τελευταία συντάχθηκαν μάλλον τον 4ο και 5ο αιώνα. Τρεις μη γνήσιες απολογίες, των οποίων οι τίτλοι ταυτίζονται με εκείνους των γνήσιων αλλά χαμένων έργων του Ιουστίνου, προέκυψαν ίσως τον 3ο αιώνα ακόμη: ένας Λόγος παραινετικός, ίνας Λόγος (και τα δύο κείμενα απευθύνονται στους ειδωλολάτρες οι οποίοι επιπλήττονται ανάλογα, καθώς τα δύο κείμενα προβάλλουν μόνο αλήθειες, αφού τις αντλούν από τον Μωυσή ή τους προφήτες, τους μοναδικούς διδασκάλους της αλήθειας), όπως και το Περί μοναρχίας (για τη μοναδικότητα του Θεού). Η τελευταία πλαστογραφία προσπαθεί να αποδείξει την αλήθεια του μονοθεϊσμού με παραθέματα από Έλληνες ποιητές, όπου και τα παραθέματα είναι εν μέρει πλαστογραφημένα.
 
Με το όνομα του Τερτυλλιανού, ο οποίος γεννήθηκε περίπου γύρω στο 150 στην Καρχηδόνα και έγινε αργότερα «αιρετικός», πλαστογράφησαν την πραγματεία «De exsecrandis gentium diis (Περί των επάρατων θεών των εθνών)» η οποία επικρίνει σφόδρα τις ανάξιες αντιλήψεις των ειδωλολατρών περί του Θεού· εκτός αυτού, σε πέντε βιβλία και με κακά Λατινικά, το «Carmen adversus Marcionitas (Άσμα κατά μαρκιωνιτών)», μάλλον από τον 4ο αιώνα· όπως και μια συλλογή 32 «αιρετικών πίστεων» με τον τίτλο «Adversus omnes haereses (Κατά πασών των αιρέσεων)», μια πλαστογραφία η οποία συγγραφέα έχει τον πάπα Ζεφυρίνο (199-217) ή έναν από τους κληρικούς του.
 
Ντουζίνες κείμενα υπάχθηκαν στο όνομα του Αγίου Κυπριανού, πραγματείες, επιστολές, προσευχές· σίγουρα ή κατά πάσα πιθανότητα προέρχονται από καθολικούς επισκόπους της Αφρικής, όπως το «Ad Novatianum (Προς Νοβατιανό)», «De singularitate clericorum (Περί αγαμίας κληρικών)», «Epistula ad Turasium (Επιστολή προς Τυράσιο)», «Adversus aleatores (Κατά κυβευτών)». Αντιθέτως οι καθολικοί —150 χρόνια μετά το θάνατο του Κυπριανού— ανακήρυξαν σε πλαστές όλες τις (γνήσιες) επιστολές του για τη βάπτιση των αιρετικών, καθώς δεν ανταποκρίνονταν στην καθολική διδασκαλία.
 
Οι οπαδοί του Πελάγιου, αφού ανακηρύχθηκε αιρετικός, διέδωσαν τα κείμενα του με το όνομα των «ορθόδοξων» Ιερώνυμου, πάπα Σίξτου, Αθανάσιου, Αυγουστίνου, Σουλπίκιου Σεβήρου, Παυλίνου της Νόλας. Ο αποκαλούμενος Πραιδεστινάτος (Praedestinatus: Προορισμένος), ένας άγνωστος πελαγιανός —ίσως ο μοναχός Αρνόβιος (ο νεότερος) ή ο επίσκοπος Ιουλιανός του Αικουλάνου —θέλησε να στηρίξει το φιλόδοξο πλαστό έργο του (σε τρία βιβλία) δίνοντας την εντύπωση της ορθοδοξίας ως υπερασπιστής του Αυγουστίνου, τη διδασκαλία του οποίου περί προεπιλογής και θείας χάριτος προσπαθούσε στην πραγματικότητα συστηματικά να πλήξει.
 
Όσο μεγαλύτερο κύρος απολάμβανε ένα άγιος, τόσο μεγαλύτερη προτίμηση έβρισκε το όνομα του ανάμεσα στους χριστιανούς πλαστογράφους. Αλλά όσο τεράστιος κι αν ήταν ο όγκος αυτών των πλαστογραφιών, τα ονόματα των πλαστογράφων συνήθως είναι τόσο σπάνια γνωστά, όσο ήταν πιθανώς και για τους σύγχρονους τους.
 
Με τεράστιες ποσότητες πλαστών κειμένων τίμησαν τον Άγιο Πατέρα της Εκκλησίας Αθανάσιο ο οποίος ήταν ο ίδιος μεγάλος πλαστογράφος ενώπιον του Κυρίου. Λουκιφεριανοί, απολλιναριστές, νεστοριανοί «επιμελήθηκαν», γέμισαν παρεμβάσεις βιβλία του Αθανάσιου, αλλά του απέδωσαν και εντελώς ξένα. Και κάποια από αυτά τα τελευταία έγιναν σχεδόν περισσότερο γνωστά από ό,τι τα γνήσια. Τον έντονα αντιιουδάίκό και πλαστό έργο «Historia imaginis Berytensis (Λόγος εις το θαύμα το γεγονός εν Βηρυτώ, περί της τίμιας και σεβάσμιας εικόνος τοϋ Κυρίου και Θεού ημών)» π.χ. το παρουσίασαν στη Β’ Σύνοδο της Νικαίας (787) και το Μεσαίωνα το εκδώσανε σε περισσότερα αντίτυπα από οποιαδήποτε γνήσιο.
 
Καθώς ο «Πατέρας της ορθοδοξίας» ήταν βράχος της ορθοδοξίας της Νικαίας, του απέδιδαν κατά προτίμηση βιβλία με θέμα το τριαδικό δόγμα ή τη χριστολογία, γενικά έναν ποταμό δογματικών κειμένων. Πλαστογράφησαν με το όνομα του έναν «Sermo maior de fide (Μείζονα λόγο περί πίστεως)», μια «Expositio fidei (Έκθεση πίστεως)», «Interpretatio in symbolum (Ερμηνεία εις το Σύμβολον)», δύο «Dialogi contra Macedonianos (Λόγους εν είδει διαλέξεως κατά Μακεδονιανών)», πέντε «Dialogi de sancta trinitate (Διάλογους περί της Τριάδος)». Από όλες τις συνόψεις της «ορθόδοξης» πίστης γνήσιες είναι στην καλύτερη περίπτωση μόνο δύο. Μόνο έξι ψευδοαθανάσεια κηρύγματα έχουν ως συγγραφέα το μητροπολίτη Βασίλειο της Σελεύκειας (πέθανε γύρω στα 468). Όμως, και ανάμεσα στα 41 κηρύγματα του τα οποία εξέδωσε ο Migne μερικά δεν είναι γνήσια. Αλλά οι πλαστογράφοι μπορούν σπάνια μόνο να κατονομαστούν. Ήδη οι επονομαζόμενοι Μαυρίνοι (ο γαλλικός κλάδος του τάγματος των Βενεδικτίνων, ιδρυθείς το 1618 και επικυρωμένος από τον πάπα το 1621) των οποίων η βασική μονή ήταν το αββαείο του Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε (Αγίου Γερμανού του Πρε) κοντά στο ΙΙαρίσι, είχαν ανακηρύξει όλα τα κηρύγματα τα οποία αποδίδονταν ενυπόγραφα στον Αθανάσιο είτε σε αμφίβολα είτε σε νόθα.
 
Και το περίφημο «Symbolum Athanasianum (Σύμβολον του Αγίου Αθανασίου ή Αθανασιανό Σύμβολο)», το οποίο απέκτησε μεγάλο κύρος και συμπεριελήφθη στη λειτουργία, αναγνωρίστηκε τον 17ο αιώνα ως μη γνήσιο, χωρίς να γνωρίζουμε μέχρι σήμερα τον πραγματικό συγγραφέα. Σχεδόν βέβαιο είναι μόνο ότι αυτό το «Symbolum Athanasianum» (σύμφωνα με την αρχή του κειμένου, επονομαζόμενο και «Quicumque (Οίος: όποιος)» προέκυψε κατά τα τέλη του 5ου αιώνα στη Νότια Γαλατία.
 
Ένας φίλος του Αθανάσιου, ο ανακηρυγμένος σε αιρετικό επίσκοπος Απολλινάριος της Λαοδίκειας (πέθανε γύρω στα 390), «μία εξέχουσα προσωπικότητα, ένας άνθρωπος με πνεύμα και γνώση, πρώτης τάξεως γνώστης των Γραφών» (Bardenhewer), πλαστογράφησε με μεγάλη επιτυχία μια ολόκληρη σειρά βιβλίων τα οποία χρησιμοποίησε ο Άγιος Κύριλλος ως γνήσιες μαρτυρίες. Ο επίσκοπος Απολλινάριος έγραψε με το όνομα του Αθανάσιου, του Γρηγόριου του Θαυματουργού, του πάπα Ιουλίου Α’. Και οι μαθητές του Απολλινάριου πλαστογραφούσαν με το όνομα του Αθανάσιου, όπως και των επισκόπων Ιουλίου και Φήλικος της Ρώμης, πλαστογράφησαν μια επιστολή του επισκόπου Διονυσίου της Αλεξάνδρειας προς τον επίσκοπο Παύλο τον Σαμοσατέα και άλλα ντοκουμέντα, ακριβώς όπως και μέρος μιας επιστολής προς τον Αθανάσιο, εκτός αυτού μια ολόκληρη αλληλογραφία ανάμεσα στον Πατέρα της Εκκλησίας Βασίλειο και τον Απολλινάριο, και μια ομολογία πίστης η οποία παρουσιάστηκε ως Σύμβολο της Συνόδου της Αντιόχειας (268) ή της Νίκαιας και υπάρχει στα πρακτικά της Συνόδου της Εφέσου.
 
Οι μονοφυσίτες, οι οποίοι υιοθέτησαν στις ανθολογίες τους πολλές απολλιναριστικές πλαστογραφίες, συχνά πλαστογραφούσαν και οι ίδιοι· π.χ. επιστολές με το όνομα του Συμεών του στυλίτη, μια αλληλογραφία ανάμεσα στο Θεοδώρητο της Κύρρου και το Νεστόριο. Πλαστογράφησαν κομμάτια από επιστολές του Ιγνάτιου της Αντιόχειας (οι οποίες βρίσκονταν στην αραβική και αιθιοπική παράδοση). Με πλαστά κείμενα πολέμησαν τους νεστοριανούς, και ακόμη και τους ίδιους τους εαυτούς τους. Επίσης επενέβησαν σε πολλές «ορθόδοξες» πραγματείες.
 
Και με το όνομα του Πατέρα της Εκκλησίας Αμβρόσιου υπάρχουν πολλά μη γνήσια κείμενα, π.χ. μια λατινική μετάφραση «Hegesippus sive De bello Iudaico (Hγήσιππος ή Περί ιουδαϊκού πολέμου)» (και στον Σέξτο Ιούλιο Αφρικανό, τον Ευσέβιο και τον Ιερώνυμο αποδόθηκαν φανταστικές μεταφράσεις)· η «Lex Dei sive Mosaicarum et Romanarum legum collatio (Νόμος του Θεού ή Σύγκρισις μωσαϊκών και ρωμαϊκών νόμων)», σημαντική όσον αφορά το εκκλησιαστικό Δίκαιο, φιλοδοξούσε να αποδείξει κάποια εξάρτηση του ρωμαϊκού Δικαίου από την Παλαιά Διαθήκη· μια σειρά πλαστογραφημένων επιγραφών σε στίχους, «Tituli», εκτός αυτού ύμνοι. Ούτε ο δήθεν δοξαστικός ύμνος του Αμβροσίου «Te Deum laudamus (Εσένα, τον Θεό, υμνούμε)» προέρχεται από τον Αμβρόσιο. Με το όνομα του έχει πλαστογραφηθεί επίσης ένα Υπόμνημα στις 13 επιστολές του Παύλου το οποίο γράφτηκε στη Ρώμη επί πάπα Δάμασου (366- 384). Αυτό το Υπόμνημα χαρακτηρίζεται από τον Έρασμο και εξής «Αμβροσιαστής (=Ψευδο-Αμβρόσιος)», χωρίς να έχει λυθεί το ζήτημα του πραγματικού συγγραφέα, όπως άλλωστε τόσο συχνά- μια «εξαιρετική επίδοση» πάντως (Altaner/Stuiber) —αλλά σίγουρα όχι του Αμβρόσιου.
 
Μία πλαστογραφημένη επιστολή του Αμβρόσιου (επιστολή Ρ/, PL 17,821 κ.εξ.) περιέχει τα παρομοίως πλαστογραφημένα πάθη των μαρτύρων Γερβάσιου και Προτάσιου, των οποίων τα λείψανα είχε ανακαλύψει ήδη ο ίδιος ο Αμβρόσιος με τόσο χαρισματικό τρόπο, ώστε πολλοί ερευνητές (συμφωνώντας με τη χριστιανική αυτοκρατορική αυλή της εποχής εκείνης) κάνουν λόγο περί «ευσεβούς απάτης» και «απάτη μεγάλης έκτασης» — και δεν είναι η μοναδική που έχει στο ενεργητικό του ο εκκλησιαστικός Πατέρας.
 
Τεράστιος αριθμός φανταστικών κειμένων αποδόθηκε στον Ιερώνυμο. Μόνο στη συλλογή των 150 επιστολών του πολλές ντουζίνες είναι μη γνήσιες. Πλαστογραφημένη είναι και μια αλληλογραφία ανάμεσα στον Ιερώνυμο και τον πάπα Δάμασο Α’, η οποία ανοίγει το δρόμο για το «Liber Pontificalis», το επίσημο βιβλίο των παπών, το οποίο με τη σειρά του βρίθει από τόσες πλαστογραφίες, ώστε γύρω στην αλλαγή προς τον 6ο αιώνα είναι σχεδόν άχρηστο από ιστορικής άποψης. Μία άλλη πλαστογραφημένη αλληλογραφία ανάμεσα στο δολοφόνο πάπα και τον εκκλησιαστικό Πατέρα προσφέρει ο Ψευδο-Ισίδωρος. Οι συχνές πλαστογραφίες όμως δείχνουν μόνο «πόσο μεγάλο ήταν το γόητρο το οποίο απολάμβανε εκείνος ως ορθόδοξος συγγραφέας λόγιων δοκιμίων» (Kraft).
 
Αλλά αυτός ο άγιος είναι (όπως ο Αμβρόσιος ή ο Αθανάσιος) και ο ίδιος πλαστογράφος. Στον προστάτη των λογίων χρωστάμε μια ολόκληρη πλαστογραφημένη βιογραφία, τη «Vita sancti Pauli monachi (Βίος Αγίου Παύλου του ερημίτη)» η οποία περιγράφει την πραγματικά θαυμαστή ζωή του φερόμενου ως πρώτου χριστιανού μοναχού, του Παύλου εκ Θηβαΐδος, του προδρόμου του Αγίου Αντωνίου. Αυτός ο κυριολεκτικά φανταστικός «πρωτερημίτης», ο οποίος σύμφωνα με τον Ιερώνυμο έζησε ενενήντα χρόνια σε ένα σπήλαιο χωρίς να δει άνθρωπο, τρεφόμενος καθημερινά με μισό καρβέλι ψωμί που του έφερνε ένας κόρακας, έως ότου δύο λιοντάρια τού έσκαψαν τον τάφο, αμφισβητείτο ήδη την εποχή που ζούσε ο βιογράφος του. Από την πλευρά των καθολικών όμως η ψεύτικη ιστορία εξακολουθεί να συγκαταλέγεται σήμερα ακόμη στα «ιστορικά κείμενα» του αγίου (Altaner/Stuiber)’ όπως ακριβώς και θρυλικές βιογραφίες μοναχών οι οποίες βρίθουν από απίστευτα θαύματα.
 
Πλήθος κειμένων πλαστογράφησαν χριστιανοί με το όνομα του Αυγουστίνου, και μη νομίσετε ότι το μοναδικό θέμα ήταν (πολύ λογικά) η θεία χάρη. Δεν θέλησαν να αρκεστούν σε ένα (γνήσιο) κείμενο του Αυγουστίνου «Κατά Ιουδαίων» και έγραψαν άλλα δύο μη γνήσια με το όνομα του: το «Sermo contra Judaeos, Paganos et Arianos de symbolo (Λόγος κατά Ιουδαίων, παγανιστών και αρειανών περί του συμβόλου», όπως και το «Altercatio Ecclesiae et Synagogae (Έριδα Εκκλησίας και Συναγωγής)». Ένα άλλο ασκητικό έργο που αποδίδεται στον Αυγουστίνο το «Soliloquia (Μονόλογοι)» προέρχεται πιθανώς μόλις από τον 13ο αιώνα, αλλά διαβαζόταν πολύ και εξακολούθησε να τυπώνεται επανειλημμένα και σε νεότερους χρόνους, τις περισσότερες φορές μαζί με αλλά δύο ηθοπλαστικά βιβλία τα οποία απέδωσαν στον Αυγουστίνο, τα «Meditationes (Μελέτες)» και «Manuale (Αγιασματάριο)» – «Sermo de Rusticano subdiacono a Donatistis rebaptizato et in diaconum ordinato (Λόγος περί του υποδιακόνου Ρουστικανού, ο οποίος ξαναβαφτίστηκε και διορίστηκε διάκονος)» είναι μάλιστα προφανώς σύγχρονη πλαστογραφία. Εκδόθηκε για πρώτη φορά χωρίς να μπορέσει να ανευρεθεί κάποιο χειρόγραφο, από τον Ιερώνυμο Βινιέ (πέθανε το 1661), έναν «ορατοριανό ο οποίος ήταν γνωστός πλαστογράφος εγγράφων» (Bardenhewer), δηλαδή μέλος ενός ορατόριου το οποίο ιδρύθηκε το 1575 στη Ρώμη από τον Άγιο Φίλιππο Νέρι, μιας κοινότητας με μοναστικά στοιχεία, η οποία περιλάμβανε ιερείς και λαϊκούς. Αλλά το 1842 ακόμη ο Α. Β. Caillau παρουσίασε στο Παρίσι 164 μη επιμελημένα κηρύγματα του Αυγουστίνου, από τα οποία είναι σχεδόν όλα πλαστά. Και ακριβώς έτσι ή παρόμοια έχουν τα πράγματα στην περίπτωση των (δήθεν) κηρυγμάτων του Αυγουστίνου «S. Augustini sermones ex codicibus vaticanis (Λόγοι του Αγίου Αυγουστίνου από Βατικανά χειρόγραφα)», τα οποία επιμελήθηκε στη Ρώμη δέκα χρόνια αργότερα, το 1852, ο καρδινάλιος Άγγελος Μάι. Από τα περισσότερα από εξακόσια κηρύγματα τα οποία φέρουν το όνομα του Αυγουστίνου ως συγγραφέα, πλαστογραφήθηκαν πάντως πάνω από εκατό.
 
Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – Τόμος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησίας, Απόσπασμα (σ.σ. 195- 206)
 
*Ένας χριστιανός πλαστογράφος «Επί αιώνες ο αρχιδιδάσκαλος του Δυτικού Κόσμου»

Ιδιαίτερα διάσημες πλαστογραφίες χρωστάει ο χριστιανικός κόσμος σε ένα Σύρο ο οποίος γύρω στο 500 συνέταξε τέσσερις μεγάλες πραγματείες και δέκα ως επί το πλείστον σύντομες επιστολές, με μια τόσο τεράστια και διαρκή επιτυχία την οποία κανείς λογοτεχνικός πλαστογράφος δεν είχε την τύχη να αποκτήσει «ποτέ πια» (Bardy).
 
Αυτός ο χριστιανός παρουσιάζεται και ως Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο συγκλητικός που προσηλυτίστηκε στην Αθήνα από τον Παύλο (Πράξεις 17,34), λόγος για τον οποίο απευθύνει τις επιστολές του προς Αποστόλους και μαθητές Αποστόλων, και δίνει σωρό λεπτομέρειες που σκοπό έχουν να μπερδέψουν τον αναγνώστη, να τον κάνουν να πιστέψει ότι έχει μπροστά του το έργο ενός σύγχρονου της εποχής των Αποστόλων. Ισχυρίζεται ότι ήταν μάρτυρας της έκλειψης του ηλίου κατά το θάνατο του Ιησού, ισχυρίζεται ότι ήταν με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο στην κηδεία της Αγίας Παρθένου. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτές οι απατεωνιές προέκυψαν το νωρίτερο κατά τα τέλη του 5 ου, αν όχι μόλις στις αρχές του 6ου αιώνα.
 
Το Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο —«συγκεντρωμένο και ελεγμένο από έγκυρες πηγές…»— καταχωρεί το θεόπνευστο πλαστογράφο ως ιερομάρτυρα στην ημερομηνία της 9ης Οκτωβρίου. Αυτός ο οποίος έζησε μισή χιλιετία μετά τον Παύλο, «βαπτίστηκε από τον Άγιο Απόστολο», όπως γράφει εκεί, χειροτονήθηκε πρώτος επίσκοπος των Αθηνών, ύστερα στη Ρώμη «εστάλη από τον Άγιο επίσκοπο Ρώμης Κλήμεντα στη Γαλλία για να κηρύξει το Ευαγγέλιο, και έτσι έφθασε στο Παρίσι όπου ασκεί πιστά την υπηρεσία που του ανατέθηκε για μερικά χρόνια, και τέλος υπό τον επιμελητή Φασκεννίνο και μετά από φριχτά βασανιστήρια υπέστη μαρτυρικό θάνατο δι’ αποκεφαλισμού, μαζί με τους συντρόφους του».
 
Ο πλαστογράφος Διονύσιος, ο οποίος παρεμπιπτόντως επινόησε από το πουθενά και το πρόσωπο του διδασκάλου του, του Ιερόθεου, παρουσιαζόταν επομένως και επίσημα ως επίσκοπος Αθηνών και Παρισίων. Προ πάντων λόγω αυτού του γεγονότος το ένδοξο Corpus των Αρεοπαγιτικών —ένα μίγμα αρχαίας φιλοσοφίας και χριστιανισμού, του οποίου η ακτινοβολία έπεφτε όμως και στην πολιτική— μετά από αρχική απόρριψη από τους καθολικούς επηρέασε σε ανυπολόγιστο βαθμό περισσότερο από μια χιλιετία τη Δύση. Ο απατεώνας έγινε «επί αιώνες ο αρχιδιδάσκαλος του Δυτικού Κόσμου», καθιστώντας σαφές στους λογίους της ότι «ο χριστιανισμός δεν χρειαζόταν πλέον να θεωρείται «βάρβαρη» αποκάλυψη, απαράδεκτη για ένα καλλιεργημένο πνεύμα λόγω του θαυμαστού στοιχείου της» (Roques).
 
Ήδη τον πρώιμο 6ο αιώνα ο αρχιεπίσκοπος Ανδρέας της Καισαρείας παραθέτει αποσπάσματα από τα βιβλία «του μακάριου μεγάλου Διονυσίου». Έναν αιώνα αργότερα τα θαυμάζει ο Άγιος Μάξιμος και υπερασπίζεται τη γνησιότητα τους. Τον 9ο αιώνα κατέκτησαν τη χριστιανική Δύση κυρίως λόγω της μετάφρασης τους στα Λατινικά από τον Ιωάννη Σκώτο (Εριγένη) και τον ηγούμενο Ιλδουίνο του Αγιου Διονυσίου (814-840), ο οποίος ήταν αναμφίβολα γεννημένος για τέτοια πράγματα, αφού συνέταξε ο ίδιος μια σειρά πλαστών εγγράφων, όπως η Conscriptio (Συγγραφή) του Βίσπιου, μια επιστολή του Αρίσταρχου προς τον Ονησίφορο, ύμνους του Βενάντιου Φορτουνάτου, του Ευγένιου του Τολέδου και εμπλούτισε τις πλαστογραφημένες επιστολές του Αρεοπαγίτη με ένα δικό του πλαστό κείμενο, την «Epistula ad Apollophanium (Επιστολή προς Απολλοφάνιο)».
 
Το δε κατασκεύασμα του Ψευδο-Διονυσίου μελετήθηκε σαν τη Βίβλο από τους επιφανέστερους θεολόγους, τον Μάξιμο τον ομολογητή, τον Ούγο του Αγίου Βίκτωρα, τον Αλβέρτο τον Μέγα, τον Θωμά Ακινάτη, ερμηνεύθηκε και θεωρήθηκε ως έργο του Αγίου Πνεύματος. Απολάμβανε «σχεδόν κύρος κανόνα» (Billmeyer). 0 Θωμάς έγραψε ένα υπόμνημα πάνω στο Περί θείων ονομάτων (De Divinis nominibus) και παρέθεσε στο υπόλοιπο έργο του περίπου 1.700 χωρία από την πλαστογραφία. Τον 13ο αιώνα, το Πανεπιστήμιο των Παρισίων ανακήρυξε πανηγυρικά τον πλαστογράφο σε Απόστολο της Γαλλίας και Μέγα Διδάσκαλο του χριστιανικού κόσμου— κατά περίεργο τρόπο ήταν ο μοναδικός συγγραφέας της Ανατολής ο οποίος παρέμεινε ζωντανός στη Δύση. Τη γνησιότητα των κειμένων του, η οποία αμφισβητήθηκε για πρώτη φορά από τον χριστιανό ουμανιστή Λαυρέντιο Βάλλα (πέθανε το 1457),  ύστερα από τον Έρασμο (το 1504), υπερασπίζονταν ακόμη τον 19ο και 20όαιώνα, παρόλο που ήδη νωρίς, σύντομα μετά τη γένεση αυτής της τεράστιας απάτης, ο επίσκοπος Υπάτιος της Εφέσου, κατά καιρούς έμπιστος του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, είχε αμφισβητήσει τη γνησιότητα της: «Εάν κανένας από τους αρχαίους συγγραφείς δεν αναφέρει εκείνα (τα κείμενα), τότε δεν γνωρίζω πώς μπορείτε τώρα να αποδείξετε ότι ανήκουν στον Διονύσιο».
 
Αμφίβολο παραμένει έως και σήμερα ποιος ήταν αυτός ο Άγιος Ψευδο-Διονύσιος: πιθανώς κάποιος «αιρετικός», κάποιος μονοφυσίτης. Ίσως ένας από τους δύο Πατριάρχες της Αντιόχειας, ο Πέτρος Φούλλων (Κναφεύς) (πέθανε το 488) ή ο Σεβήρος της Αντιόχειας (512-518), ο οποίος τουλάχιστον είχε αποδείξει πολλές φορές πλαστογραφίες που έκαναν οι υπερασπιστές του δόγματος της Χαλκηδόνας. Δεν θα έπρεπε να απορούμε για το γεγονός ότι στη μεγάλη απάτη του Ψευδο-Διονυσίου ήρθαν να προστεθούν και δευτεροδιονύσειες πλαστογραφίες, κυρίως στις αρχές του Μεσαίωνα- ότι τελικά τον κέρδισε ο «θρύλος» και ο μάρτυρας Άγιος Διονύσιος, ή μάλλον η πλασματική εικόνα του, ένα προϊόν εκ Παρισίων, οδηγεί στο ευρέως διαδεδομένο θρυλικό μοτίβο του βαστάγματος της κάρας. Σύμφωνα με αυτή την ιστορία, μάρτυρες και άγιοι κρατούν το κεφάλι τους στο χέρι τους: ο Λουκιανός κουβαλάει το κομμένο κεφάλι του, ο Ιόνιος της Σαρτρ, ο Λουκανός της Σαρτρ, ο Νικάσιος της Ρουέν, οι Μάξιμος και Βενεράνδος του Εβρέ, ο Κλάρος ο ερημίτης στη Νορμανδία, η παρθένος Σατουρνίνα στο Αρτουά. Ο οσιομάρτυρας Χρυσόλιος, του οποίου το κεφάλι κόβουν στα δύο, ώστε τα μυαλά πετάγονται γύρω, το ξαναμαζεύει και μεταφέρει το κρανίο μαζί με το περιεχόμενο του στην Κομίν. Ο Φυσκιανός και ο Βικτωρικός μεταφέρουν τις κάρες τους μίλια ολόκληρα. Ο αποκεφαλισμένος παις Ιούστος της Ωσέρ κρατάει το κρανίο του, ενώ το σώμα του προσεύχεται, προς φρίκη των διωκτών του. Οι Άγιοι Φροντάσιος, Σεβηρίνος, Σεβηριανός, Σιλανός του Περιγκέ, Πάπυλος της Τουλούζης, Μάρκελλος του Λε Πυΐ (Anitium), επίσκοποι και αρχιεπίσκοποι, παρθένες και πρίγκιπες από το Βορρά έως το Νότο κουβαλούν τις κάρες τους, ο πρίγκιπας του Δούναβη Σεβήρος, ο Μεροβίγγειος Αδαλβάλδος, ο αρχιεπίσκοπος Λέων της Ρουέν, ο απόστολος της Πρωσίας Αδαλβέρτος, ο βασιλόπαις Φίνγκαρ στην Κορνουάλη, η βασιλοκόρη Οσίθα στο Νόρντεν… Ατελείωτο είναι το πλήθος των χριστιανών μαρτύρων οι οποίοι κουβαλούν το κεφάλι τους στο χέρι —και όλα αυτά είναι τόσο γνήσια, όσο και ο «Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης».
 
Ένα ολόκληρο χριστιανικό εργαστήριο πλαστογραφίας υπήρχε τον 7ο αιώνα στην Αλεξάνδρεια. Εδώ, υπό τον έπαρχο της Αιγύπτου, δεκατέσσερις καλλιγράφοι πλαστογραφούσαν κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας, ιδιαίτερα του Κύριλλου της Αλεξάνδρειας, στο πνεύμα των μονοφυσιτών.
 
Ειδικά, λοιπόν, στην πανάρχαια ιστορία του χριστιανισμού, σχεδόν τα πάντα ήταν και είναι αβάσιμα και αβυσσαλέα, πολύ αβέβαια από ιστορικής άποψης και αναπόδεικτα, αφού κάποιες πλαστογραφίες αποσκοπούσαν και στη δημιουργία ιστορικών βάσεων.
 
Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – Τόμος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησίας, Απόσπασμα (σ.σ. 206-210)
 
*Πλαστογραφίες για τη θεμελίωση της ιστορικότητας του Ιησού

Οι χριστιανοί πλαστογράφησαν σειρά κειμένων, για να αποκτήσουν μαρτυρίες για την ιστορικότητα του Ιησού —η οποία παραμένει έως σήμερα αναπόδεικτη, αλλά ούτε έχει αντικρουστεί — , για τη ζωή και για την ανάσταση του. Διότι στη χαρακτηριζόμενη κοσμική λογοτεχνία δεν υπήρχε τίποτα σχετικό.
 
Έτσι δημιούργησαν μη γνήσια ντοκουμέντα μη χριστιανών συγγραφέων με θέμα τη ζωή του Ιησού, παρεμβάλλοντας π.χ. όχι μόνο στην Ιουδαϊκή αρχαιολογία του Ιουδαίου Ιώσηπου το επονομαζόμενο Testimonium Flavianum (Φλαβιανή μαρτυρία), αλλά μεταβάλλοντας και τον ίδιο τον Ιώσηπο σε συγγραφέα ολόκληρων χριστιανικών βιβλίων. Ανάλογους στόχους επεδίωκαν οι χριστιανικές επιστολές του Πιλάτου· στο μεταξύ, οι ειδωλολατρικές Πράξεις Πιλάτου, προς αντίκρουση των οποίων οι χριστιανοί δημιούργησαν μια αντίστοιχη πλαστογραφία, τον πρώιμο 4ο αιώνα μεταβλήθηκαν σε προπαγανδιστικό όργανο των ειδωλολατρών εναντίον των χριστιανών το οποίο εισήχθη και στα σχολεία.
 
Κατασκευάστηκε μια πλαστογραφημένη επιστολή του Πιλάτου προς τον αυτοκράτορα Τιβέριο, μια πλαστογραφία την οποία θα επικαλεστούν ως ιστορική πηγή ύστερα με τη σειρά τους άλλες πλαστογραφίες, με σαφώς απολογητική πρόθεση. Κατάφεραν κυρίως να μεταβάλουν τον Πιλάτο σε επώνυμο ειδωλολάτρη ομολογητή τής, όπως λέει και ο Ευσέβιος, «θαυμαστής ανάστασης και ανάληψης του Σωτήρος μας». Δεν παρέλειψαν να αναφέρουν και την άσπιλο σύλληψη. Μετά από μια καλοπροαίρετη επεξεργασία των Ρωμαίων, δεν έλειπαν και οι αντιιουδαϊκές επιθέσεις. «Έτσι, ο σωτήριος Λόγος, όμοιος με ακτίνα ηλίου, με την ουράνια δύναμη και συνεργία φώτισε διαμιάς την οικουμένη». (Ευσέβιος).
 
Υπάρχει ολόκληρη σειρά και άλλων «Επιστολών Πιλάτου», οι οποίες γράφονται στο πέρασμα πολλών αιώνων. Παρουσιάζουν όλο και περισσότερο «μυθικά» χαρακτηριστικά, συνοδευόμενα από μια τάση που τις περισσότερες φορές είναι φιλική προς τη Ρώμη και εχθρική προς τους Ιουδαίους. Μία φορά λέει ο Νικόδημος ευθέως για τον Πιλάτο: «Αυτός είναι ο εκπρόσωπος του Ιησού», και ο τοποτηρητής το επιβεβαιώνει. Πλαστογράφησαν μια αλληλογραφία ανάμεσα σε κάποιο Θεόδωρο και τον Πιλάτο, μια «Επιστολή του Πιλάτου προς τον Κλαύδιο», όπου ο Πιλάτος μιλάει σχετικά με την παρθενογένεση, απαριθμεί τα πολλά θαύματα του Ιησού, κατηγορεί τους αρχιερείς: «Και συσσωρεύοντας το ένα ψέμα πάνω στο άλλο, δήλωσαν ότι είναι μάγος και ενεργεί ενάντια στο νόμο τους». Ο Πιλάτος αναφέρει ακόμη το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού και τελειώνει: «Αυτά τα μετέφερα στη Μεγαλειότητα Σου, ώστε να μην πει ψέματα κάποιος άλλος και εσύ νομίσεις ότι πρέπει να πιστέψεις τους απατηλούς λόγους των Ιουδαίων». Όταν λέει κάποιος ψέματα, κατηγορεί, όπως συμβαίνει τόσο συχνά, τους άλλους ότι ψεύδονται. Πλαστογράφησαν μια αλληλογραφία του Πιλάτου με τον Ηρώδη, ακόμη και με τον Αύγουστο ο οποίος κατά τη σταύρωση του Ιησού ήταν από δύο δεκαετίες νεκρός. Πλαστογράφησαν και ένα Ευαγγέλιο του Γαμαλιήλ, όπου ο Πιλάτος ομολογεί την ανάσταση του Ιησού. Και οι χριστιανοί της εποχής εκείνης (ανάμεσα τους κάποιος Γρηγόριος της Τουρ) θεωρούσαν «γενικά τέτοιου είδους… κείμενα ιστορικές πηγές» (Speyer). Η «Παράδοσις» του Πιλάτου μεταβάλει τον τοποτηρητή και σε χριστιανό μάρτυρα. Η Κοπτική, η Αιθιοπική Εκκλησία τον λατρεύουν ως άγιο. Αντιθέτως στην «Cura sanitatis Tiberii (Θεραπεία υγείας Τιβέριου)» στην οποία ο Τιβέριος παρουσιάζεται ως πιστός χριστιανός, στο «Mors Pilati (Θάνατος Πιλάτου)», ο Πιλάτος πληρώνει στο τέλος με τη ζωή του για τη σταύρωση του Ιησού.
 
Μια πλαστή αλληλογραφία του 6ου αιώνα ανάμεσα στον (τρεις φορές καθαιρεμένο και εξορισμένο) επίσκοπο Κύριλλο των Ιεροσολύμων (348-386) και τον πάπα Ιούλιο της Ρώμης, είχε σκοπό να καθορίσει την εποχή της γέννησης και της βάπτισης του Ιησού. Με αυτή όμως δεν ήθελαν να κάνουν αποδεκτή την ιστορικότητα του Ιησού, αλλά τη νέα δυτική ημερομηνία της γέννησης του στην Ανατολή, ιδιαίτερα στην Παλαιστίνη. Όμοια κατασκεύασαν ορθόδοξοι χριστιανοί πλαστογραφήματα κατά την έριδα για τον υπολογισμό της ημερομηνίας της εορτής του Πάσχα.
 
Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – Τόμος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησίας, Απόσπασμα (σ.σ. 210-213)
 
*Πλαστογραφίες για την αύξηση γοήτρου των χριστιανών απέναντι σε Ιουδαίους και ειδωλολάτρες

Συχνά οι χριστιανοί διευκόλυναν τον πόλεμο τους με τους Ιουδαίους με πλαστογραφίες, αφού αποδυνάμωναν τις κατηγορίες των άλλων με λογοτεχνική απάτη, για να κάνουν τη δική τους πίστη να λάμπει φωτεινότερη, κυρίως για να δείξουν σαφέστερα ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας των προφητών και γιος Παρθένου.
 
Αυτό συνέβη αρχικά με πολυάριθμες παρεμβολές, όπου τα ιουδαϊκά ψευδεπίγραφα βόλεψαν ιδιαίτερα τους χριστιανούς. Επενέβησαν στους Σιβυλλικούς Χρησμούς, το Δ’ βιβλίο του Έσδρα, την πιο διαδεδομένη αποκάλυψη της αρχαιότητας, το Μαρτύριο του Ησαΐα, τον ελληνικό Βαρούχ, τις Αποκαλύψεις του Αβραάμ, του Ηλία, του Σοφονία, τα Παραλειπόμενα του Ιερεμία, τους Βίους προφητών, τις Διαθήκες του Αδάμ, του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Εζεκία, του Σολομώντα, των Δώδεκα Πατριαρχών κ.ο.κ. Οι χριστιανοί πλαστογράφησαν ρήσεις προφητών, με τη βοήθεια των οποίων προσπαθούσαν έως και το Μεσαίωνα να προσηλυτίσουν Ιουδαίους. Αλλά πλαστογραφούσαν και ολόκληρα κείμενα με τα ονόματα προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης, παραδείγματος χάρη την Ανάληψη του Ησαΐα, την Αποκάλυψη του Ζαχαρία, διάφορες Αποκαλύψεις του Δανιήλ, την Αποκάλυψη του Έσδρα, το Ε’ και ζ’ βιβλίο του Έσδρα, πλαστογραφίες στις οποίες δεν μιλάει συνεχώς σε πρώτο πρόσωπο μόνο ο Έσδρας αλλά και ο Θεός, ο Κύριος, πλαστογραφίες από τις οποίες ακόμη και το σημείο Ε’ Έσδρας 2,42-48 συμπεριελήφθη ατόφιο στην επίσημη ρωμαιοκαθολική Λειτουργία.
 
Οι χριστιανοί πλαστογραφούσαν συχνά, για να ενισχύσουν με ντοκουμέντα την παρθενογένεση την οποία αμφισβητούσαν οι Ιουδαίοι και οι «αιρετικοί» Ιουδαιοχριστιανοί (οι οποίοι φυσικά ανέφεραν ως φυσικό πατέρα του Ιησού τον Ιωσήφ), π.χ. με τους χριστιανικούς Σιβυλλικούς Χρησμούς, με το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου ή την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού με το κείμενο «Οι ιεροσύνη του Χριστού», έναν ιουδαιοχριστιανικό διάλογο. Εδώ αναφέρεται ότι ο Ιησούς εμφανίζεται ενώπιον του Συμβουλίου αντί κάποιου Ιουδαίου ιερέα που πέθανε. Έτσι παίρνουν ακριβείς πληροφορίες για το πρόσωπο της μητέρας του και τις καταγράφουν στον κώδικα του ναού. Οι χριστιανοί πλαστογράφησαν έργα Ιουδαίων κοσμικών συγγραφέων, όπως αυτά του Φίλωνα και του Ιώσηπου. Συχνά, παρενέβησαν χριστιανοί διαφορετικών αιώνων στα ίδια κείμενα. Η έρευνα των τελευταίων δεκαετιών ωστόσο δεν παραμέλησε τυχαία τη διαφώτιση αυτού ακριβώς του τομέα, και έτσι απουσιάζει γενικά κάποια ιστορία της αντίστοιχης «παρεμβατικής λογοτεχνίας».
 
Τον 3 ο και 4 ο αιώνα πλαστογραφήθηκε και μια ολόκληρη αλληλογραφία ανάμεσα στον Απόστολο Παύλο και το στωικό Σενέκα (4 π.Χ.- 65 μ.Χ.)
 
Γραμμένο σε ανατριχιαστικά Λατινικά, αυτό ειδικά το κατασκεύασμα ήταν μάλλον ένα διαφημιστικό κείμενο με σκοπό να συστήσουν την ανάγνωση των επιστολών του Παύλου στους μορφωμένους Ρωμαίους οι οποίοι τις περιφρονούσαν λόγω του ύφους τους. Η απίστευτα πρωτόγονη αλληλογραφία, οχτώ επιστολές του «Σενέκα» και έξι του «Παύλου» (τις οποίες αποκάλεσε πλαστογραφία με μεγάλη έμφαση πρώτος από όλους τους λογίους ο Έρασμος του Ρότερνταμ) είχε σκοπό να παγιώσει το γόητρο του Παύλου. Διότι πολλές από τις σκέψεις του ταυτίζονταν τόσο με τη φιλοσοφία των στωικών της εποχής των αυτοκρατόρων, ώστε ο Τερτυλλιανός είπε: «Seneca saepe noster (ο Σενέκας συχνά δικός μας)». Έτσι το πλαστογράφημα αντιστρέφει τη σχέση εξάρτησης, αφού ο Σενέκας εξυμνεί τον Απόστολο(«Ζήτω σου, φίλτατε Παύλο μου…») ως φερέφωνο του ουρανού, ως «άντρα, από κάθε άποψη θεοφίλητο»· του πιστοποιεί μάλιστα ότι «το Άγιο Πνεύμα κατοικεί εντός σου», ενώ ο Παύλος μόνο κάπου-κάπου και πολύ αφ’ υψηλού παροτρύνει το φιλόσοφο να συνεχίσει την επιδίωξη των στόχων του. Τα πλαστογραφημένα αυτά κείμενα, όπως πιστοποιεί ο Άγιος Ιερώνυμος, ο ίδιος μεγάλος πλαστογράφος ενώπιον του Κυρίου, «a plurimis leguntur (διαβάζονται από πάρα πολλούς)». Και όχι μόνο τα θεωρούσε ο ίδιος γνήσια (και ύστερα από αυτόν και ο Αυγουστίνος), αλλά ο Ιερώνυμος συγκατάλεγε και το Σενέκα προφανώς λόγω αυτής της απάτης στους χριστιανούς αγίους. Ο εκκλησιαστικός Διδάσκαλος γράφει δηλαδή: «Ο Λεύκιος Ανναίος Σενέκας από την Κόρδοβα… διήγαγε πολύ εγκρατή βίο. Δεν θα τον συμπεριλάμβανα στον κατάλογο των αγίων, εάν δεν μου έδιναν την αφορμή εκείνες οι επιστολές οι οποίες διαβάζονται από πάρα πολλούς, (οι επιστολές) του Παύλου προς το Σενέκα και αντίστοιχα του Σενέκα προς τον Παύλο».
 
Η πλαστογραφημένη αλληλογραφία η οποία σώζεται σε ασυνήθιστη πληθώρα χειρογράφων, συνέχισε να υπάρχει κατά το Μεσαίωνα και επηρέασε τον Πέτρο Κλουνυανό, τον Πέτρο Αβελάρδο, ακόμη και τον Πετράρχη.
 
Πολλές φορές οι χριστιανοί δεν επινοούσαν μόνο επιστολές και αλληλογραφίες, αλλά και ολόκληρες δημόσιες αντιπαραθέσεις, π.χ. τον αποκαλούμενο Θρησκευτικό Διάλογο στην αυλή των Σασσανιδών.
 
Ο συγγραφέας παρουσιάζει το φιλόδοξο έργο του ως είδος πρωτοκόλλου μίας αντιπαράθεσης για το Χριστό και το χριστιανισμό που διοργανώθηκε στην Περσία και που κατέγραψε ως αυτόπτης μάρτυρας. Με φόντο το λαμπρό παλάτι και την αίγλη της δύναμης των Σασσανιδών και με την τιμητική προεδρία ενός Σασσανίδη, οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας επιδεικνύουν τα όπλα τους — τα οποία είναι φυσικά πάντα νικηφόρα— εναντίον των Ελλήνων, των χριστιανών «αιρετικών», των Περσών μάγων και των Ιουδαίων. Κάπου-κάπου δέχονται επίθεση και οι Σαμαρείτες, οι βουδιστές και το Ρωμαϊκό Κράτος· πιο ήπια, σχεδόν φιλελεύθερα, αντιμετωπίζονται οι Έλληνες, ούτως ειπείν οι πρωτοπόροι του χριστιανισμού, και πιο φαρμακερά οι Ιουδαίοι.
 
Ο πλαστογράφος είναι «ορθόδοξος». Κηρύττει την πλήρη θεία και ανθρώπινη υπόσταση του Ιησού, τη δόξα της Μαρίας, τη θριαμβευτική νίκη των χριστιανών επισκόπων πάνω στους Πέρσες μάγους με πλήθος θαυμάτων, με τη θεραπεία λεπρών, την ανάσταση νεκρών, με ένα γεράκι από πηλό το οποίο ζωντανεύει. Ποιος απορεί πλέον για τους ιστορικούς αναχρονισμούς, τις επινοημένες πηγές, τις δημόσιες εμφανίσεις του Πέρση βασιλέα Αρρινάτου, για τον οποίο μάταια αναζητούσε στοιχεία ο Βολλανδιστής G. Henschen τον 17ο αιώνα, ενός μυθικού βασιλιά (ο οποίος φιγουράρει και αλλού) υπό την επίβλεψη του οποίου γίνεται ο θρησκευτικός διάλογος, ο οποίος επικυρώνει τα χριστιανικά θαύματα και πιστοποιεί τη συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις επίσημα, με δίπλωμα. Πολύ έξυπνα δεν πλαστογράφησαν τα πάντα, αλλά διασκόρπισαν στο κείμενο και ιστορικά στοιχεία. Ο ίδιος όμως ο συντάκτης παραμένει ανώνυμος. Σιωπά για τον εαυτό του, όπως και για την εποχή του —και καταλήστεψε ασύστολα τα άγνωστα στους περισσότερους κείμενα του Φίλιππου του Σιδίτη, είτε από τον 5ο ακόμη αιώνα είτε από τον 6ο.
 
Ολόκληρος χείμαρρος πλαστογραφιών έγινε σχετικά με τους αρχαίους διωγμούς των χριστιανών: όσο λιγότεροι πραγματικοί μάρτυρες, τόσο περισσότερες πλαστογραφημένες Πράξεις Μαρτύρων.
 
Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – Τόμος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησίας, Απόσπασμα (σ.σ. 213-218)
 
*Οι περισσότερες Πράξεις μαρτύρων είναι πλαστογραφημένες [1]
 
…θεωρούνται όμως στο σύνολό τους ως ιστορικά ντοκουμέντα πλήρους αξίας

Αρχικά οι χριστιανοί πλαστογραφούσαν από τον 2ο αιώνα και μετά αυτοκρατορικά διατάγματα ανοχής: όπως το διάταγμα του Αντωνίνου του Ευσεβούς (γύρω στα 180). Ή μια επιστολή του Μάρκου Αυρήλιου προς τη σύγκλητο, στην οποία ο αυτοκράτορας δίνει μαρτυρία για τη διάσωση από χριστιανούς ρωμαϊκών στρατευμάτων που κινδύνευαν να πεθάνουν από τη δίψα. Οι χριστιανοί πλαστογράφησαν και μια επιστολή του τοποτηρητή Τιβεριανού προς τον Τραϊανό σχετικά με τη δήθεν αυτοκρατορική διαταγή να δοθεί τέλος στον αιματηρό διωγμό· πλαστογράφησαν ένα διάταγμα του Νέρβα το οποίο ανακαλεί τα σκληρά μέτρα του Δομιτιανού εναντίον του Αποστόλου Ιωάννη. Ο εκκλησιαστικός ιστοριογράφος Ευσέβιος (στηριζόμενος στον Ανατολίτη χριστιανό Ηγήσιππο, τον συγγραφέα πέντε βιβλίων με τον τίτλο «Υπομνήματα») αναφέρει μάλιστα ότι ο ίδιος ο Δομιτιανός απελευθέρωσε «το συγγενή του Κυρίου», αφού τον είχαν συλλάβει ως απόγονο του Δαβίδ, και διέταξε «να σταματήσουν το διωγμό της Εκκλησίας».

Αλλά, ενώ αρχικά οι χριστιανοί πλαστογραφούσαν ντοκουμέντα για την απαλλαγή τους από τους αυτοκράτορες, τελικά, όταν παρήλθαν οι διωγμοί τους και άρχισαν οι ίδιοι να διώκουν με πολύ χειρότερο τρόπο τους ειδωλολάτρες, πλαστογραφούσαν ντοκουμέντα για την ενοχοποίηση των ειδωλολατρών ηγεμόνων. Από τη μια πλευρά πλαστογραφούσαν δηλαδή αδιάκοπα μεγάλο αριθμό αντιχριστιανικών διαταγμάτων και εγκυκλίους αυτοκρατόρων και τοποτηρητών (ιδιαίτερα κατά τον όψιμο 3ο αιώνα), δήθεν δημόσια έγγραφα τα οποία υπάρχουν στις μη ιστορικές Πράξεις Μαρτύρων, και από την άλλη πλήθος μαρτυρίων. Αμέτρητοι είναι οι χριστιανοί οι οποίοι εμφανίζονται ως αυτόπτες μάρτυρες σε όλα τα εντελώς μυθικά πάθη ή τις εξιστορήσεις της ζωής των μαρτύρων.
 
Ήδη ο πρώτος δήθεν διωγμός την εποχή του Νέρωνα, ο οποίος για δύο χιλιετίες έκανε αυτόν τον αυτοκράτορα να μοιάζει με τέρας μοναδικό στο είδος του το οποίο έγδερνε χριστιανούς, δεν ήταν καν διωγμός κατά των χριστιανών, αλλά μια δίκη για εμπρησμό. Ακόμη και οι εχθρικοί προς το Νέρωνα ιστορικοί Τάκιτος και Σουητώνιος έκριναν τη δίκη ως δίκαιη και συνετή —«ο ίδιος ο χριστιανισμός δεν συζητήθηκε καθόλου», γράφει ο ευαγγελικός θεολόγος Carl Schneider. Αλλά και η Ιστορία του Χριστιανισμού του καθολικού θεολόγου Michel Clevenot διαπιστώνει «ότι ούτε ο Νέρων, ούτε η αστυνομία του, ούτε οι Ρωμαίοι δεν θα πρέπει να πίστευαν ότι επρόκειτο για χριστιανούς. Αυτοί κινούνται ακόμη πάρα πολύ στα σκοτεινά και είναι πολύ ολιγάριθμοι, για να αποτελούσε η εκτέλεση τους αντικείμενο του δημόσιου ενδιαφέροντος…».
 
Αλλά καθώς οι καθολικοί θεολόγοι δεν τα πάνε και πολύ καλά με τη λογική, ή μάλλον δεν τους επιτρέπεται να τα πηγαίνουν καλά, ο Clevenot —αφού σημειώνει πρώτα την «εντυπωσιακά» καλή μνήμη που άφησε ο αυτοκράτορας Νέρων στους Ρωμαίους— κλείνει το κεφάλαιο του σχετικά με τον εμπρησμό της Ρώμης τον Ιούλιο του 64 ως εξής: στη μνήμη των χριστιανών ζει ακόμη και σήμερα ως αιμοσταγής τρελός. Και αυτό, λέει, είναι «ίσως (!) παρ’ όλα αυτά η καλύτερη απόδειξη για το ότι οι χριστιανοί πρέπει πράγματι να προσμετρηθούν στα θύματα της φοβερής σφαγής του Ιουλίου του έτους 64».
 
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη δίκη δεν έπαιξαν κανέναν ή πολύ δευτερεύοντα ρόλο τα θρησκευτικά κίνητρα. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι επιχειρήσεις του Νέρωνα περιορίστηκαν στους χριστιανούς της Ρώμης. Ναι μεν πλαστογράφησαν αργότερα έγγραφα, τα οποία τοποθετούν μαρτύρια και αλλού, στην Ιταλία και στη Γαλατία, αλλά, γράφει ο καθολικός θεολόγος Ehrhard, «όλες αυτές οι Πράξεις Μαρτύρων δεν έχουν ιστορική αξία».
 
Η ανοχή των Ρωμαίων ήταν συνήθως μεγάλη από θρησκευτικής άποψης. Ανοχή έδειξαν ακόμη και στους Ιουδαίους, τους διασφάλισαν πλήρη θρησκευτική ελευθερία, ακόμη και μετά τον ιουδαϊκό πόλεμο δεν απαίτησαν να λατρεύουν τους θεούς του κράτους και τους απάλλαξαν και από τις υποχρεωτικές θυσίες υπέρ του αυτοκράτορα. Έως και τις αρχές του 3 ου αιώνα το μίσος εναντίον των χριστιανών, οι οποίοι συμπεριφέρονταν σαν να ήταν μοναδικοί, οι οποίοι παρ’ όλη την ταπεινοφροσύνη(!) αισθάνονταν ως κάτι εντελώς ιδιαίτερο, ως «Ισραήλ του Θεού», «γένος των εκλεκτών», «ιερός λαός», ως «το χρυσό τμήμα», εκπορευόταν κυρίως από το λαό. Οι αυτοκράτορες θεωρούσαν τον εαυτό τους απέναντι στην περίεργη σέκτα των ασήμαντων ανθρώπων πάρα πολύ ισχυρό για να επέμβουν σοβαρά. «Όσο μπορούσαν απέφευγαν» τις δίκες χριστιανών (Eduard Schwartz). Για δύο ολόκληρους αιώνες γενικά δεν «διώκανε» τους χριστιανούς. Ο αυτοκράτορας Κόμμοδος είχε χριστιανή μετρέσα. Και στη Νικομήδεια το κτίριο της κύριας εκκλησίας των χριστιανών βρισκόταν απέναντι από τα ανάκτορα του Διοκλητιανού. Και κατά τη διάρκεια του χειρότερου πογκρόμ εναντίον των χριστιανών ο καθηγητής ρητορικής του αυτοκράτορα, ο εκκλησιαστικός Πατέρας Λακτάντιος, παρέμεινε εντελώς ανέπαφος στο στενότατο περιβάλλον του ηγεμόνα. Ο Λακτάντιος δεν δικάστηκε ούτε κλείστηκε στα μπουντρούμια. Σχεδόν όλοι γνώριζαν τους χριστιανούς, αλλά δεν ήθελαν να λερώσουν τα χέρια τους με τη δίωξη τους. Αν όμως ήταν καμιά φορά αναγκαίο, επειδή οι μάζες των ειδωλολατρών μαίνονταν, οι υπάλληλοι έκαναν τα πάντα, για να μπορέσουν να απελευθερώσουν πάλι όσους είχαν συλλάβει.
 
Οι χριστιανοί έπρεπε μόνο να εγκαταλείψουν την πίστη τους —και την εγκατέλειπαν κατά μάζες, αυτό ήταν παντού ο κανόνας — και κανείς δεν τους ενοχλούσε πλέον. Κατά τον πιο αυστηρό διωγμό ακόμη, εκείνον του Διοκλητιανού, το κράτος επέμενε μόνο στην εκτέλεση της υποχρεωτικής θυσίας η οποία επιβαλλόταν από το νόμο για κάθε πολίτη. Μόνο η άρνηση της τιμωρούταν, σε καμία περίπτωση η εξάσκηση της χριστιανικής θρησκείας. Γιατί οι εκκλησίες ακόμη και στους διωγμούς του Διοκλητιανού μπορούσαν να έχουν περιουσία.
 
Για γενικό και συστηματικό διωγμό των χριστιανών μπορούμε να μιλάμε μόνο την εποχή του αυτοκράτορα Δέκιου το έτος 250. Ως πρώτο θύμα διωγμού πέθανε τότε ο Ρωμαίος επίσκοπος Φαβιανός —και πέθανε στη φυλακή· δεν είχε εκδοθεί θανατική ποινή εναντίον του. Έως τότε όμως η αρχαία Εκκλησία παρουσίαζε ήδη έντεκα από δεκαεπτά Ρωμαίους επισκόπους ως «μάρτυρες», αν και ούτε ένας τους δεν ήταν μάρτυρας! Και να σκεφτεί κανείς ότι ήδη διακόσια χρόνια ζούσαν δίπλα-δίπλα με τους αυτοκράτορες. Και παρ’ όλα αυτά ακόμη και στα μέσα του 20ού αιώνα ψεύδονται από καθολικής πλευράς —με τυπογραφική άδεια της Εκκλησίας (και αφιέρωση: «Στην Αγία Θεομήτορα»)— ότι «οι περισσότεροι πάπες πεθαίνουν εκείνη την εποχή ως μάρτυρες» (Ruger).
 
O πάπας Κορνήλιος, ο οποίος απεβίωσε ειρηνικά στη Σιβιταβέκια, σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές Πράξεις Μαρτύρων αποκεφαλίζεται. Το ίδιο πλαστές είναι οι Πράξεις οι οποίες καθιστούν το Ρωμαίο επίσκοπο Στέφανο Α’ (254-257) θύμα των διωγμών του Βαλεριανού. Ο Αγιος πάπας Ευτυχιανός (275-283) λέγεται μάλιστα ότι έθαψε «με τα ίδια του τα χέρια» 342 μάρτυρες, προτού τους συναντήσει ο ίδιος. Την αποστασία πολλών παπών κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα προσπάθησαν να καλύψουν παρομοίως με πλαστογραφίες Πράξεων. To Liber pontificalis, ο επίσημος κατάλογος των παπών, βάζει το Ρωμαίο επίσκοπο Μαρκελλίνο (296-304), ο οποίος έκανε θυσίες στους θεούς και παρέδωσε στον εχθρό τα «ιερά» βιβλία, να μετανοεί αμέσως και να υφίσταται μαρτυρικό θάνατο, πράγμα που δεν είναι παρά πλαστογραφία. Στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ο ένας πάπας μετά τον άλλο κερδίζει το στέφανο του μάρτυρα —σχεδόν όλα είναι ψέματα και απάτη. (Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η λατρεία των μαρτύρων εμφανίστηκε γενικά κατά τα τέλη του 3ου αιώνα.).
 
Ειδικά οι επίσκοποι —ο μαρτυρικός θάνατος των οποίων θεωρείτο ως «κάτι το ανώτερο» σε σχέση με εκείνον των απλών χριστιανών, αφού ακόμη και στον άλλο κόσμο καταλαμβάνουν υψηλότερη θέση στην ιεραρχία—, ειδικά οι επίσκοποι σπάνια γίνονταν μάρτυρες. Κατά σωρούς το έβαζαν στα πόδια, πολλές’ φορές διέφευγαν από χώρα σε χώρα, έφταναν μάλιστα μέχρι τα πέρατα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, φυσικά με ειδική εντολή του Θεού και χωρίς να ξεχνάνε να στέλνουν από την ασφαλή κρυψώνα τους εμψυχωτικές επιστολές σε φυλακισμένους πιστούς κατώτερου βαθμού. Στην αρχαία Εκκλησία αυτό ήταν τόσο γνωστό, ώστε ακόμη και στις πολυάριθμες πλαστογραφημένες ιστορίες μαρτύρων μόνο λίγοι επίσκοποι φιγουράρουν ως μάρτυρες! (Με το ξέσπασμα του τοπικού πογκρόμ, ο ΙΙατριάρχης της Αλεξάνδρειας Διονύσιος ήταν σε τέτοια βιασύνη που έφυγε καβάλα σε ασέλωτο ζώο —δικαίως φέρει την προσωνυμία «Μέγας»).
 
Σχεδόν όλοι οι «άγιοι» των πρώτων αιώνων ανακηρύχτηκαν εκ των υστέρων σε «μάρτυρες», «ακόμη και αν είχαν πεθάνει ειρηνικά. Κάθε ένδοξο πρόσωπο της προκωνσταντίνειας εποχής έπρεπε, βλέπετε, να έχει υποστεί μαρτυρικό θάνατο» (Kotting). Κι όμως «λίγες μόνο» των αποκαλούμενων Acta Martyrum (Πράξεων Μαρτύρων) είναι «γνήσιες και βασίζονται σε γνήσιο αποδεικτικό υλικό» (Syme). Και κυρίως από τον 4ο αιώνα και μετά άρχισαν οι καθολικοί χριστιανοί να «καθαρίζουν» Πράξεις και ιστορίες μαρτύρων που τους φαίνονταν πλαστογραφημένες από «αιρετικούς», κατασκευάζοντας δικές τους πλαστογραφίες. Αναγνώριζαν μεν τα αναφερόμενα θαύματα των Αποστόλων, απέρριπταν όμως τις «ψευδείς διδασκαλίες» οι οποίες υπήρχαν επίσης εκεί. Έτσι αντέδρασαν ορθόδοξοι πλαστογράφοι όπως ο Ψευδο-Μελίτων, ο Ψευδο-Ιερώνυμος, ο Ψευδο- Αβδίας με δικές τους πλαστογραφίες.
 
Οι χριστιανικές «Πράξεις Μαρτύρων» δε σταματούν μπροστά σε καμία υπερβολή, καμία αναλήθεια, κανένα κιτς.

Καθώς η Εκκλησία δεν έκανε χρήση του μαρτυρίου της συζύγου του κορυφαίου Αποστόλου και πρώτου πάπα, του Αγίου Πέτρου, για το οποίο παραδίδει στοιχεία κάποιος εκκλησιαστικός Πατέρας, πρώτη γυναίκα μάρτυρας θεωρείται η Αγία Θέκλα, αν και λέγεται ότι σώθηκε από κάποιο θαύμα.
 
Τέλεια γνώστρια όμως γίνεται η καθολική ιστορία των μαρτυρικών θανάτων με το μαρτύριο του Πολύκαρπου, του οποίου γνωρίζουν ακόμη και την ώρα του θανάτου — σχεδόν μοναδικό φαινόμενο στην πρώιμη χριστιανική λογοτεχνία. Η ημερομηνία όμως είναι άγνωστη· δεν γνωρίζουμε καν αν συνέβη επί Μάρκου Αυρήλιου ή επί Αντωνίνου του Ευσεβούς. Σε αυτή την αρχαιότατη έκθεση αυτόπτη μάρτυρα σχετικά με το μαρτυρικό θάνατο χριστιανού, ένα κείμενο στο οποίο έχουν παρεμβάλει από την αρχή μέχρι το τέλος πλαστά κομμάτια, στο οποίο υπάρχουν επιμέλειες και επεμβάσεις, προσθήκες πριν και μετά τον Ευσέβιο, όπως και ένα μη γνήσιο παράρτημα, ο άγιος επίσκοπος γνωρίζει εκ των προτέρων τον τρόπο με τον οποίο θα πεθάνει. Μπαίνοντας στην αρένα, τον ενθαρρύνει μια ουράνια φωνή: «Πολύκαρπε βάστα γερά!» Δεν καίγεται στην πυρά, για την οποία έφερναν ξύλα «ιδιαίτερα οι Ιουδαίοι», μάταια λαμπαδιάζουν οι φλόγες. Έτσι ο δήμιος αναγκάζεται να του καταφέρει το θανατηφόρο χτύπημα, οπότε το αίμα του σβήνει τη φωτιά και από την πληγή βγαίνει ένα περιστέρι που πετάει προς τον ουρανό… Αυτές οι Πράξεις «γράφονταν», λοιπόν, μόνο «αργά και κομμάτι-κομμάτι» (Kraft). Και τον 20ό αιώνα ακόμη ακτινοβολεί στο καθολικό «Θεολογικό και Εκκλησιαστικό Λεξικό» αυτή η ιστορία ως «η πολυτιμότερη μαρτυρία για τη λατρεία αγίων και λειψάνων από τους καθολικούς». Σήμερα ακόμη ο γενναιόψυχος μάρτυρας (ο οποίος παρεμπιπτόντως, όπως αρμόζει σε επίσκοπο, το είχε σκάσει προηγουμένως πολλές φορές, και είχε αλλάξει πολλά κρησφύγετα) εορτάζεται ως άγιος: από τη Βυζαντινή και Συριακή Εκκλησία στις 23 Φεβρουαρίου, από τους μελχίτες στις 25 Ιανουαρίου, από τους καθολικούς στις 26 και ακόμη παίζει το ρόλο του «προστάτη εναντίον της ωτίτιδας».
 
Ας ρίξουμε μια ματιά, επί παραδείγματι, στις «Πράξεις Περσών Μαρτύρων».
Εδώ οι χριστιανοί τρέχουν κατά πλήθη να εκτελεστούν, «ψέλνοντας πανηγυρικά τους ψαλμούς του Δαβίδ». Και δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να γελάνε, καθώς ο δήμιος ακονίζει ήδη το σπαθί. Εδώ τους σπάνε όλα τα δόντια και τους τσακίζουν όλα τα. κόκκαλα. Αγοράζουν ειδικά γι’ αυτό το λόγο καινούρια μαστίγια, για να τους λιώσουν. Τους χτυπάνε και τους σακατεύουν. Τους διαμελίζουν, τους γδέρνουν από την κορυφή μέχρι τα νύχια, τους κόβουν αργά από τη μέση του σβέρκου έως το κρανίο, τους κόβουν τις μύτες και τα αφτιά, τους μπήγουν πυρωμένα καρφιά στα μάτια, τους πετροβολούν, τους κόβουν φέτες με πριόνια, τους αφήνουν να πεθάνουν της πείνας μέχρι που το δέρμα ξεκολλάει και πέφτει από τα κόκκαλα. Μία φορά φέρνουν και 16 ελέφαντες για να ποδοπατήσουν τους ήρωες… Αλλά ό,τι κι αν τους κάνουν, εκείνοι υπομένουν σχεδόν τα πάντα εκπληκτικά για πολύ ώρα και ευδιάθετοι, που λέει ο λόγος μέσα στην καλή χαρά. Αφού τους έχουν κάνει κομμάτια, όλο αίμα και πύο, εκείνοι βγάζουν τους πιο εμψυχωτικούς λόγους: Ουρλιάζουν: «Η καρδιά μου αγαλλιάζει στον Κύριο και χαίρεται στη σωτηρία του». Ή ομολογούν: «Αυτός ο πόνος αναζωογονεί».
 
Ο μάρτυρας Ιάκωβος, ο εκμελισθείς (διαμελισμένος), αφού του έχουν αφαιρέσει ήδη τα δέκα δάχτυλα των χεριών και τρία των ποδιών, γελώντας, κάνει βαθυστόχαστες παρομοιώσεις: «Ακολούθησε κι εσύ, τρίτο δάχτυλο του ποδιού μου, τους συντρόφους σου και μη σε νοιάζει. Γιατί, όπως το σιτάρι που πέφτει στη γη και την άνοιξη βγάζει τους συντρόφους του, έτσι κι εσύ θα ενωθείς με τους δικούς σου αυτοστιγμεί την ημέρα της Ανάστασης». Ωραία δεν τα είπε; Αφού του κόβουν το πέμπτο δάχτυλο του ποδιού, φωνάζει όμως και ζητάει εκδίκηση: «Δίκασε, ω Θεέ, τη δίκη μου, και εκδικήσου την εκδίκηση μου στον ανελέητο λαό».
 
Γενικά αυτοί οι άγιοι γίνονται συχνά δύστροποι και βρίζουν τους τελείως άθεους βέβαια βασανιστές ή δικαστές τους σύμφωνα με όλους τους κανόνες της θρησκείας και της αγάπης· τους υπόσχονται ότι «θα τρίζουν τα δόντια τους στους αιώνες των αιώνων», τους αποκαλούν «ακάθαρτους, βρόμικους, αιμοσταγείς», «κακά κοράκια που κάθονται επί πτωμάτων», «μαγικά φίδια που διψάνε να δαγκώσουν», «πράσινους» από μίσος «σαν κακιές οχιές», λάγνους άντρες που κυλιούνται «με γύναια στις κρεβατοκάμαρες», «ακάθαρτους σκύλους». Ο Άγιος Aitillaha (Αιθέριος) απευθύνεται στο δήμιο του χαρακτηρίζοντάς τον: «Πράγματι, είσαι άλογο ζώο». Και ο Αγιος Ιωσήφ ούτε που σκέφτεται να αγαπήσει τον εχθρό του, να του στρέψει και το άλλο μάγουλο, όχι· εύστοχα γράφουν: «Ο Ιωσήφ μάζεψε σάλιο στο στόμα του, τον έφτυσε, γεμίζοντας με το σάλιο του όλο του το πρόσωπο και είπε: «Βρε ακάθαρτε και μιαρέ, δεν ντρέπεσαι…»».
 
Αφού κόβουν ένα-ένα όλα τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών του μάρτυρα Ιάκωβου, κάθε φορά συνοδευόμενοι είτε από έναν ευγενή είτε και από ένα φαρμακερό λόγο εναντίον των «σαρκοβόρων λύκων», η πίστη του γίνεται όλο και πιο σταθερή και ζητάει περισσότερα βασανιστήρια. «Τι καθόσαστε και τεμπελιάζετε;» φωνάζει ανυπόμονος. «Ας μη φείδονται οι οφθαλμοί σας. Διότι η καρδιά μου αγαλλιάζει στον Κύριο και η ψυχή μου υψώθηκε σε εκείνον ο οποίος αγαπά τους ταπεινούς». Και έτσι οι δήμιοι μετά από τα δέκα δάχτυλα των ποδιών και τα δέκα των χεριών, συνεχίζουν τρίζοντας τα δόντια, να του κόβουν και άλλα μέλη, εντελώς συστηματικά, και κάθε μέλος που πέφτει καταγής ο άγιος το σχολιάζει πάλι με ένα ευσεβές ρητό. Μετά την απώλεια του δεξιού πέλματος λέει: «Κάθε μέλος που μου κόβετε, δίνεται θυσία στον επουράνιο βασιλέα». Του έκοψαν το αριστερό πέλμα και εκείνος είπε: «Εισάκουσε με, ω Κύριε, διότι εσύ είσαι αγαθός και μεγάλη είναι η καλοσύνη σου προς όλους όσοι σε καλούν». Του έκοψαν το δεξί χέρι και εκείνος φώναξε: «Η χάρη του Θεού ήταν μεγάλη επάνω μου· ελευθέρωσε την ψυχή μου». Του έκοψαν το αριστερό χέρι και εκείνος είπε: «Κοίτα, στους νεκρούς κάνεις θαύματα». Προχώρησαν και του έκοψαν τον δεξί μπράτσο και εκείνος είπε πάλι: «Θα υμνώ τον Κύριο, όσο ζω και θα δοξάζω το Θεό μου, όσο υπάρχω. Ας του αρέσει ο ύμνος μου· εγώ θα χαρώ στον Κύριο».
 
Οι κακοί ειδωλολάτρες κόβουν και το αριστερό μπράτσο, βγάζουν τον δεξί μηρό από την κλείδωση του γόνατος… και τέλος «ο ένδοξος» κείτεται ξαπλωμένος πλέον μόνο με «κεφάλι, στήθος και κοιλιά», σκέφτεται λίγο την κατάσταση και ανοίγει «πάλι το στόμα», για να απαριθμήσει επακριβώς σε μια μικρή ομιλία προς τον Θεό όλα όσα έχασε ήδη για χάρη του —πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι αρκετά γενναίο σε αυτή την περιορισμένη κατάσταση —: «Κύριε και Θεέ, ευσπλαχνικέ και ελεήμονα, σε παρακαλώ εισάκουσε την προσευχή μου και αποδέξου τις ικεσίες μου. Κείτομαι εδώ, αφού μου έχουν αφαιρέσει τα μέλη· ο μισός κείτομαι εδώ και σιωπώ. Δεν έχω, Κύριε, δάχτυλα, για να σε ικετέψω· ούτε μου άφησαν οι διώκτες χέρια, για να τα απλώσω σ’ εσένα. Τα πόδια μού τα έκοψαν τα γόνατα τα έλυσαν τα μπράτσα μού τα έβγαλαν τους μηρούς τούς έκοψαν. Τώρα κείμαι ενώπιον Σου σαν διαλυμένο σπίτι, από το οποίο έχει μείνει μόνο ένα κομμάτι στέγης. Σε ικετεύω, Κύριε και Θεέ…» κ.λπ. κ.λπ.
 
Και το βράδυ, ως συνήθως, οι χριστιανοί έκλεψαν το πτώμα ή μάλλον «περισυνέλλεξαν και τα είκοσι οχτώ κομμένα μέλη» μαζί με το υπόλοιπο σώμα —και τότε έπεσε φωτιά από τον ουρανό, «έγλυψε το αίμα από το αχυρόστρωμα… έως ότου τα μέλη του αγίου κοκκίνισαν και έγιναν σαν ώριμο τριαντάφυλλο».
 
Πράξεις Μαρτύρων!
Σύμφωνα με τέτοια υποδείγματα μπορούσαν να βάζουν πολλούς χριστιανούς ήρωες να πεθαίνουν.
Ας συγκρίνουμε με το μαρτύριο του μάρτυρα Ιακώβου στην Περσία εκείνο του Αγίου Αρκαδίου στη Βόρεια Αφρική (ο οποίος ακτινοβολεί επίσης στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο), και του οποίου τη μνήμη η Καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να εορτάζει ακόμη και σήμερα στις 12 Ιανουαρίου.
 
Όπως ο Άγιος Ιάκωβος έτσι και ο Άγιος Αρκάδιος είναι ήρωας και χριστιανός από την κορυφή έως τα νύχια, επομένως τίποτα δεν μπορεί να τον ταράξει. Όταν τελικά ο λυσσασμένος τοποτηρητής τού δείχνει τα εργαλεία των βασανιστηρίων, εκείνος χλευάζει μόνο: «Θα διατάξεις να γδυθώ;» Αλλά και την απόφαση του δικαστηρίου να του κόψουν ένα-ένα τα μέλη του σώματος του, αργά-αργά, την ακούει «με εύθυμη διάθεση». «Τώρα όρμησαν οι δήμιοι επάνω του και του έκοψαν τις κλειδώσεις των δαχτύλων, των βραχιόνων και των ώμων, και κομμάτιασαν τα δάχτυλα των ποδιών, τα πέλματα και τους μηρούς. Ο μάρτυρας πρότεινε πρόθυμα το ένα μέλος μετά το άλλο… Κολυμπώντας στο αίμα του προσευχόταν δυνατά: «Κύριε και Θεέ μου, όλα αυτά τα μέλη εσύ μου τα έδωσες, κι εγώ τώρα στα επιστρέφω ως θυσία…»» κ.λπ. Και όλοι οι παρευρισκόμενοι πλέουν στα δάκρυα, όπως ο άγιος στο αίμα. Ακόμη και οι δήμιοι καταριούνται την ημέρα που γεννήθηκαν. Μόνο ο κακός ειδωλολάτρης τοποτηρητής μένει ασυγκίνητος. «Όταν είχαν κόψει όλα τα άκρα του άγιου ομολογητή, εκείνος παρακαλούσε να του κόψουν με ένα στομωμένο τσεκούρι και τα μεγαλύτερα, έτσι ώστε να απομείνει πλέον μόνο ο κορμός. Και τότε ο Άγιος Αρκάδιος, ο οποίος ζούσε ακόμη (!), θυσίασε τα σκορπισμένα μέλη του στο Θεό και φώναξε: «Ευτυχή μέλη!»» Και ύστερα —όλα αυτά, όπως αναφέραμε «μόνο με τον κορμό»— ακολουθεί και ένα φλογερό θρησκευτικό κήρυγμα προς τους ειδωλολάτρες…
 
Ο εκδότης του μεγαλεπήβολου καθολικού έργου, από το οποίο παραθέσαμε τα αποσπάσματα, διαβεβαιώνει στον πρόλογο ότι θέλει να προσφέρει «θεμελιωμένα στοιχεία στη θέση (!) των αποκαλούμενων θρύλων», «μόνο θεμελιωμένα και αληθινά», και προσφέρει με αυτό τον τρόπο αμέτρητες ιστορίες τρόμου.
 
Και τον 20ό αιώνα η καθολική μέριμνα —πολλές φορές με άδεια της ηγεσίας— για τη σωτηρία της ψυχής βγάζει το «δίδαγμα» από αυτό το φρικιαστικό\ κιτς με τα λόγια του Αγίου Αρκαδίου: «Το να πεθαίνεις για Εκείνον, σημαίνει ζωή. Το να υποφέρεις για Εκείνον, είναι η μεγαλύτερη χαρά! Υπόμενε, χριστιανέ, τα πάθη και τα δεινά αυτής της ζωής και μην αφήσεις τίποτα να σε απομακρύνει από την υπηρεσία του Θεού. Ο ουρανός αξίζει τα πάντα».
 
Ας επιστρέψουμε για λίγο ακόμη στις «Πράξεις Περσών Μαρτύρων».
Για όσους το μαρτύριο του μάρτυρα Ιάκωβου δεν είναι αρκετά θαυμαστό, συμβαίνουν φυσικά (ή υπερφυσικά) και άλλα μεγαλειώδη πράγματα.. Κάποιος χριστιανός ο οποίος παίρνει τη διαταγή και επιχειρεί να σκοτώσει ένα χριστιανό, τον σηκώνει η «δύναμη του Θεού» δύο φορές και τον συντρίβει σχεδόν στη γη· τρεις ώρες κείτεται σαν νεκρός. Στον μακάριο Ναρσή δεν μπόρεσαν να κόψουν την κεφαλή, τη γενναία, ούτε με δεκαοχτώ σπαθιά, ύστερα τα κατάφερε ένα μαχαίρι. Και στον τόπο που πεθαίνουν αυτοί οι ήρωες, καθώς βέβαια πρέπει να πεθάνουν κάποτε, «ανεβοκατεβαίνουν συχνά τη νύχτα… στρατιές αγγέλων…» Κάποτε μάλιστα, χωρίς καμία αμφιβολία, είδαν ακόμη και ειδωλολάτρες βοσκοί ότι «για τρεις νύχτες στρατιές αγγέλων ανεβοκατέβαιναν» πάνω από «τον τόπο της δολοφονίας των αγίων και υμνούσαν το Θεό».
 
Πράξεις Μαρτύρων!
Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι εδώ δεν πρόκειται για χριστιανικούς θρύλους, αλλά, βλέπετε, για πράξεις, για ιστορικές αναφορές· ότι εκτός αυτού τα ίδια τα ντοκουμέντα τονίζουν ακόμη μια φορά την «ορθή καταγραφή»· ότι αναφέρουν: «Ακούσαμε την ακριβή ιστορία εκείνων οι οποίοι υπήρξαν πριν από εμάς, από το στόμα γέρων, φιλαληθών και αξιόπιστων επισκόπων και ιερέων. Διότι αυτοί τους είδαν με τα μάτια τους και έζησαν στις ημέρες τους».
 
Εννοείται ότι οι χριστιανοί ομολογούν με το αίμα τους την πίστη τους σε όλο και μεγαλύτερα πλήθη, ότι πεθαίνουν σε τόσες ποσότητες και με τόσο ηρωικό τρόπο, ώστε οι δήμιοι κουράζονται από το πολύ σφάξιμο. Κάποτε πεθαίνουν μαζί με τον επίσκοπο τους δεκαέξι, ύστερα εκατόν είκοσι οχτώ μάρτυρες, ύστερα εκατόν έντεκα άντρες και εννέα γυναίκες, ύστερα διακόσιοι εβδομήντα πέντε, ύστερα οχτώ χιλιάδες εννιακόσιοι σαράντα, ύστερα δεν μπορούν πλέον να μετρηθούν, μια και «ο αριθμός τους υπερβαίνει τις πολλές χιλιάδες».
 
Στην πραγματικότητα υπήρχαν πολύ, μα πάρα πολύ λιγότεροι χριστιανοί μάρτυρες από όσους παρουσίαζαν στον κόσμο για αιώνες ολόκληρους. Κάποιοι πραγματικοί εξαφανίστηκαν επιπλέον χωρίς ίχνος, η στάχτη τους πετάχτηκε στα ποτάμια, σκορπίστηκε στους τέσσερις ανέμους. Υπήρχαν μεγάλες περιοχές φτωχές ή κενές μαρτύρων. Και, όταν άρχισαν να κλείνουν τα άγια λείψανα στα ιερά, οι άνθρωποι πήγαιναν συχνά προσκυνητές διανύοντας μακρινές αποστάσεις και επιχειρούσαν επίπονες ανακομιδές, ό,τι και αν ανακόμιζαν στην πραγματικότητα. Λείψανα γνωστών μαρτύρων πουλιόντουσαν ακριβά, υπήρχε μεγάλη ζήτηση και για μεγάλες ποσότητες, για κομμάτια πολλών μαρτύρων, είτε γνώριζαν το όνομα τους είτε όχι.
 
Όλο και πιο δημοφιλείς γίνονταν γι’ αυτό λόγο οι ομαδικοί μάρτυρες: οι 18 της Σαραγόσας, οι 40 της Σεβαστής, όλοι τους «σκλάβοι του πολέμου», οι 70 σύντροφοι του Αγίου μοναχού Αναστάσιου τους οποίους έπνιξαν στο ποτάμι, οι 99 εκτελεσθέντες με τον Άγιο Νίκωνα της Καισαρείας της Παλαιστίνης, οι 128 οι οποίοι πέθαναν με τον Άγιο επίσκοπο Σαδώθ την εποχή του Πέρση βασιλέα Σαπώρ· οι περίπου δύο ντουζίνες επίσκοποι και 250 κληρικοί οι οποίοι κέρδισαν τον μαρτυρικό θάνατο επίσης στην Περσία, οι 200 άντρες και 70 γυναίκες οι οποίοι διεκπεραίωσαν ηρωικά τα μαρτύρια τους την εποχή του Διοκλητιανού στη νήσο Παλμαρία, οι 300 αυτόχειρες τους οποίους επινόησε ο Προυδέντιος (ο χριστιανός ποιητής που θαυμαζόταν και διαβαζόταν το Μεσαίωνα περισσότερο από όλους) και οι οποίοι, για να μην αναγκαστούν να θυσιάσουν στους θεούς, έπεσαν δήθεν μέσα σε ένα λάκκο με καυτό ασβέστη την εποχή του Βαλεριανού, —κι άλλες ψεύτικες ιστορίες— οι 1.525 οσιομάρτυρες στην Ούμπρια, η θηβαϊκή Λεγεώνα, σχεδόν 6.600 άνθρωποι οι οποίοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο δήθεν στην Ελβετία (πιθανώς πλέον πολύ περισσότεροι από όλους τους χριστιανούς· μάρτυρες που υπήρχαν την αρχαιότητα), οι πολλές χιλιάδες μάρτυρες τους οποίους ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός διέταξε να κάψουν ζωντανούς σε μια εκκλησία στη Νικομήδεια, καθώς όλοι αρνήθηκαν τη «θυσία στα είδωλα» —ειδικά «την αγία ημέρα των Χριστουγέννων» και κατά την «Θεία Λειτουργία…» (Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο), εκτός αυτών οι 10.000 χριστιανοί που σταυρώθηκαν στο όρος Αραράτ ή οι 24.000 συνοδοιπόροι του Αγίου Πάππου οι οποίοι την εποχή του Λικίνιου χύνουν το αίμα τους για το Χριστό στην Αντιόχεια, μέσα σε πέντε ημέρες σε ένα και μοναδικό βράχο. Πολύ συχνά δεν αναφέρουν καν αριθμό, αλλά βάζουν να πεθαίνει «αμέτρητο πλήθος πιστών», μιλάνε για «αμέτρητους» μάρτυρες, ισχυρίζονται εντελώς στερεότυπα μόνο το θάνατο «πάρα πολλών ιερομαρτύρων», ή υπερηφανεύονται επίσης για το γεγονός ότι «σχεδόν ολόκληρο το ποίμνιο» ακολούθησε τον επίσκοπο του στο θάνατο, ή αναφέρουν «τα πάθη πάρα πολλών αγίων γυναικών, οι οποίες… για χάρη της χριστιανικής πίστης βασανίστηκαν και θανατώθηκαν με τον πιο επώδυνο τρόπο» (Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ή «Κατάλογος όλων εκείνων των χριστιανών πιστών οι οποίοι στέφθηκαν με αγιότητα και μαρτυρικό θάνατο, των οποίων τη ζωή, τη δράση και τον ηρωικό θάνατο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συνέλεξε, έλεγξε και κατέγραψε και φύλαξε εις αιώνια πανηγυρική μνήμη εκείνων. Με συνημμένη σύντομη περιγραφή των σημαντικότερων στιγμών της ζωής τους, αφορμή του προσηλυτισμού τους, της δράσης τους και του επώδυνου θανάτου τους».) Όπως καταλαβαίνουμε ήταν συχνός ο χαρακτηρισμός των λειψάνων με τη διατύπωση: «Των οποίων το όνομα γνωρίζει ο Θεός».
 
Γεγονός είναι ότι ο αριθμός όλων των χριστιανών μαρτύρων των τριών πρώτων αιώνων μπόρεσε να υπολογιστεί κατ' εκτίμηση στους 1.500 (σίγουρα ένας προβληματικός αριθμός)· ότι από τα αναφερόμενα 250 ελληνικά μαρτύρια σε, όπως και να το κάνουμε, 250 χρόνια, μόνο περίπου 20 αποδείχθηκαν ιστορικά· ότι γενικά γραπτές πηγές έχουμε μόνο για μερικές δωδεκάδες μαρτύρων ότι και ο Ωριγένης, ο μεγαλύτερος θεολόγος της προκωνσταντίνειας εποχής, τόσο σεβαστός για πολλά πράγματα, χαρακτηρίζει τον αριθμό των χριστιανών μαρτύρων «μικρό και εύκολο να μετρηθεί». Παρ’ όλα αυτά το 1959 ακόμη ο καθολικός θεολόγος Stockmeier γράφει: «Τρεις ολόκληρους αιώνες τούς κυνηγούσαν μέχρι θανάτου…»· και παρομοίως στα μέσα του 20ού αιώνα ακόμη γράφει και ο Ιησουίτης Hertling: «Θα πρέπει να υποθέσουμε σίγουρα έναν εξαψήφιο αριθμό». Θα πρέπει; Γιατί; Μας απαντάει ο ίδιος: «Ο ιστορικός ο οποίος εξετάζει τις πηγές με κριτικό πνεύμα και θέλει να παρουσιάσει τα πράγματα όπως ήταν, διατρέχει διαρκώς κίνδυνο να τραυματίσει ευσεβή αισθήματα. Μόνο και μόνο όποιος βγάλει το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξαν εκατομμύρια μάρτυρες… ».
 
Η Εκκλησία όμως δεν υπερέβαλε εγκληματικά μόνο στον αριθμό των μαρτυρίων, αλλά και στην παρουσίαση τους. Στα μέσα του 20ού αιώνα ακόμη ο καθολικός Johannes Schuck υπερηφανεύεται (με διπλή τυπογραφική άδεια της Εκκλησίας) λες και συνεχίζει την ευσεβιανή εκκλησιαστική ιστορία του 4ου αιώνα: «Αυτή ήταν μάχη! Από τη μια πλευρά τα θηρία της αρένας, η φωτιά που έγλυφε τα μέλη που σπαρταρούσαν, τα βασανιστήρια, ο σταυρός και όλα τα δεινά ‘που έμοιαζαν να βγαίνουν σαν βρόμικος οχετός από την κόλαση· από την άλλη πλευρά η ακλόνητη δύναμη με την οποία οι χριστιανοί αντιμετώπιζαν έναν ολόκληρο κόσμο, αβοήθητοι και παρ’ όλα αυτά υποστηριζόμενοι από μια βοήθεια πάνω στην οποία έσπαγε κάθε τρικυμία, αν και με λυσσαλέο μένος, άνθρωποι με το ένα πόδι ακόμη στη σκοτεινή γη, με την καρδιά ήδη στην πρώτη φωτεινή λάμψη της αιωνιότητας…».
 
Εδώ ο Schuck αγάλλεται ακόμη και για το γεγονός ότι οι τόσο φρικιαστικοί διωγμοί εναντίον των χριστιανών, «όσο παράλογο κι αν ακούγεται, έφεραν στη βασιλεία του Θεού μεγάλο κέρδος», ότι «η Εκκλησία μόνο κέρδος είχε», μέχρι «ψηλά στους ουρανούς» και «στα πέρατα του κόσμου». Αφού το «αίμα των μαρτύρων» τής απέφερε ειδικά «τις πολυτιμότερες ψυχές εκτός Εκκλησίας», αφού ειδικά τα θηρία «μπήκαν στο κοπάδι του Κυρίου δια της πίστης και της αυτοθυσίας, της αγάπης και της ηθικής ευγένειας των χριστιανών…».
 
Και με πλήθος πλαστογραφιών.
Τέτοιες πλαστογραφίες υπήρχαν και σε έναν εντελώς διαφορετικό τομέα, που είναι όμως σχετικός, τον τομέα της εκκλησιαστικής πολιτικής. Διότι όπως δημιούργησαν πλαστές Πράξεις Μαρτύρων για να αυξήσουν τους πιστούς, έτσι έφτιαξαν και πλαστούς καταλόγους επισκόπων, για να αυξήσουν την εξουσία του κλήρου. Δηλαδή σιγά-σιγά επινόησαν για όλες τις επισκοπικές έδρες αποστολικές καταβολές.
 
Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – Τόμος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησίας, Απόσπασμα (σ.σ.218-235)
 
*Σχεδόν όλες οι λίστες επισκόπων της Αποστολικής παράδοσης είναι πλαστογραφημένες

Η στήριξη ηγετικών αξιώσεων με ιστορικά παραμύθια, ήταν φυσικά πάλι αρχαία υπόθεση. Ένα πρώιμο παράδειγμα: ο Έλληνας ιστορικός και προσωπικός γιατρός του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Β’ (404-358), ο Κτησίας. Στα 23 βιβλία του υπό τον τίτλο «Περσικά» — που χρησιμοποιήθηκαν πολύ ως κύρια πηγή για την ιστορία της Ανατολής, όπως αποδείχτηκε, από τον Ισοκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη— επινόησε μέσα από τα αρχεία των Περσών μια ολόκληρη δυναστεία ηγεμόνων τους στο βασίλειο των Μήδων το οποίο είχαν προσαρτήσει το 550 π.Χ.
 
Διαδοχές και αλυσίδες παράδοσης κατασκεύαζαν στις φιλοσοφικές σχολές, οι πλατωνικοί, οι στωικοί, οι περιπατητικοί, τις κατασκεύαζαν και στην αιγυπτιακή, ρωμαϊκή, ελληνική θρησκεία, όπου πολλές φορές έφταναν ιστορικά μέχρι τον ίδιο το Θεό, επομένως και αυτά τα είχαν προ πολλού. Πολύ πριν ο ισχυρισμός μιας αδιάλειπτης νόμιμης διαδοχής στο επισκοπικό αξίωμα από τις ημέρες των Αποστόλων, της δήθεν αποστολικής διαδοχής, οδηγήσει σε μεγάλες επιχειρήσεις απάτης σε σχεδόν όλες τις χριστιανικές χώρες. Διότι ακριβώς επειδή απομακρύνονταν δογματικά όλο και περισσότερο από τις καταβολές, προσπαθούσαν να διατηρήσουν την επίφαση του semper idem (πάντοτε ίδιου) και με δραστικές πλαστογραφίες προφασίζονταν παντού κάποια αποστολική παράδοση, η οποία δεν υπήρχε πουθενά.
 
Η θεωρία της «succesio apostolica (αποστολικής διαδοχής)» σε κάθε παλαιά επισκοπική έδρα αποτυγχάνει πρώτα από όλα λόγω του γεγονότος ότι σε πολλές περιοχές, όσο μπορούμε ακόμη να το διερευνήσουμε, δεν υπήρχε στις αρχές του χριστιανισμού κανένας, μα κανένας «ορθόδοξος» χριστιανισμός. Σε μεγάλα τμήματα του αρχαίου κόσμου, στην κεντρική και ανατολική Μικρά  Ασία, στην Έδεσσα, την Αλεξάνδρεια, την Αίγυπτο, τη Συρία, στο πιστό στο Νόμο ιουδαιοχριστιανισμό οι πρώτες χριστιανικές ομάδες δεν είναι «ορθόδοξες» αλλά «αλλόδοξες». Για τις περιοχές αυτές, όμως, δεν ήταν σέκτες, «αιρετικές» μειονότητες, αλλά ο δεδομένος «ορθόδοξος» χριστιανισμός.
 
Για χάρη, όμως, του μύθου της αποστολικής παράδοσης, για να μπορέσουν να νομιμοποιήσουν παντού το αξίωμα του επισκόπου με αδιάλειπτη νόμιμη διαδοχή, έκαναν πλαστογραφίες ακόμη και (ή καλύτερα: ειδικά) στις επιφανέστερες επισκοπικές έδρες της αρχαίας Εκκλησίας. Σχεδόν όλα εδώ είναι καθαρή αυθαιρεσία, επινοήθηκαν εκ των υστέρων και στηρίχτηκαν με χειροπιαστές κατασκευές. Και φυσικά μπόρεσαν και οι περισσότεροι «αιρετικοί» να απαντήσουν με αντίστοιχα πλαστογραφήματα, οι αρτεμωνίτες, ο αρειανιστές, οι γνωστικοί όπως ο Βασιλείδης, ο Βαλεντίνος ή ο Βαλεντινιανός Πτολεμαίος. Αφού οι γνωστικοί μάλιστα επικαλούνταν στέρεη θεωρητική παράδοση νωρίτερα από την «ορθόδοξη» Εκκλησία που βρισκόταν στα σπάργανα και δημιούργησε τη δική της έννοια περί παραδόσεως, για να αμφισβητήσει την παλαιότερη των «αιρετικών» —και εδώ έφτασε να υιοθετήσει επακριβώς την πλαστογραφική μέθοδο των γνωστικών!
 
Σε ό,τι αφορά τη Ρώμη, η πλαστογραφία της εκεί σειράς των επισκόπων —έως το 235 όλα τα ονόματα είναι αβέβαια και για τις πρώτες δεκαετίες καθαρή αυθαιρεσία— συζητήθηκε ήδη παράλληλα με τη γένεση του παπισμού· το ίδιο και η εκτεταμένη πλαστογραφία του Σύμμαχου, η οποία όμως ήταν εντελώς διαφορετικά δομημένη. Και καθώς η Ρώμη απόκτησε τεράστια πλεονεκτήματα με την ιδέα του Πέτρου και την πλαστή λίστα των επισκόπων που βασιζόταν σε αυτή, το Βυζάντιο αμύνθηκε απέναντι στη ρωμαϊκή πλαστογραφία ανάλογα, εντούτοις πάρα πολύ αργά, μόλις τον 9ο αιώνα. Κάποιος πλαστογράφος της εποχής εκείνης παρουσιαζόταν ως Προκόπιος, εκδότης που έζησε τον 6ο αιώνα, και επινόησε τους καταλόγους κάποιου Δωρόθεου της Τύρου, λογοτέχνη που έζησε δήθεν τον 4ο αιώνα. Ο απατεώνας προσπάθησε να τεκμηριώσει το Πατριαρχείο του Βυζαντίου ως ίδρυμα του Αποστόλου Ανδρέα. Μια και δεν μπορούσε να στηρίξει τις εγειρόμενες αξιώσεις σε κάποιον Απόστολο, έβαλε τον Απόστολο Ανδρέα να έρχεται σε ένα ταξίδι του στο Βυζάντιο και να διορίζει εκεί πρώτο επίσκοπο κάποιον Στάχυ —μία πολύ ανοικονόμητη απάτη η οποία επινόησε ολόκληρες λίστες Αποστόλων και μαθητών των Αποστόλων, όπως και ονόματα επισκόπων, για να πιστοποιήσει στο Βυζάντιο το ίδιο αξίωμα με τη Ρώμη, για να μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Ανδρέας ήταν ο πρώτος επίσκοπος της Κωνσταντινούπολης, όπου και πέθανε.
 
Η χριστιανική εκκλησία της Αλεξάνδρειας ισχυρίστηκε ότι ιδρύθηκε από τον Μάρκο, τον φερόμενο ως μαθητή και συνοδό του Πέτρου. Αλλά την αλεξανδρινή επισκοπική λίστα, η οποία αναφέρει δέκα επίσκοπους από τον Μάρκο έως τα τέλη του 2ου αιώνα, την έβγαλε προφανώς από το μυαλό του ο Ιούλιος Αφρικανός, ένας χριστιανός ο οποίος στο έργο του Κεστοί κατά πάσα πιθανότητα πλαστογραφεί ασύστολα ακόμη και τον Όμηρο. Τον 4ο αιώνα η αλεξανδρινή λίστα υιοθετήθηκε από τον Ευσέβιο, εάν δεν κατασκευάστηκε πρώτα από αυτόν. Πάντως λείπει «κάθε συνοδευτική παράδοση»,  αφού έχουμε «σχεδόν πλήρη άγνοια της ιστορίας του χριστιανισμού στην Αλεξάνδρεια και την Αίγυπτο… έως το έτος 180» (Harnack)’ αφού τα πρώτα δέκα ονόματα αυτής της επισκοπικής λίστας μετά τον συνοδό του Αποστόλου, τον Μάρκο, είναι «για εμάς πλασματικά. Και ποτέ τους δεν ήταν και κάτι άλλο» (W. Bauer).
 
Ισχυρίζονται ότι ο Μάρκος ίδρυσε τη χριστιανική Εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Αλλά παρά τα αμέτρητα κείμενα πάπυρων του 1ου και 2ου αιώνα δεν βρέθηκαν εκεί ίχνη χριστιανών. Ο πρώτος, πράγματι ιστορικά χειροπιαστός επίσκοπος Αλεξάνδρειας ήταν ο Δημήτριος (189-231), και εκείνος ήταν ο πρώτος επίσκοπος ολόκληρης της χώρας (τόσοι λίγοι «ορθόδοξοι» χριστιανοί υπήρχαν την εποχή εκείνη στην Αίγυπτο), ο οποίος, ωστόσο, διόρισε ύστερα άλλους τρεις.
 
Η Εκκλησία της Κορίνθου και της Αντιόχειας ισχυρίζονταν ότι προήλθαν από τον Πέτρο· και πρώτος επίσκοπος θεωρείτο εδώ ο Πέτρος. Αλλά αυτά που αναφέρονται εκ των υστέρων σχετικά με την ίδρυση επισκοπών την εποχή των Αποστόλων, «βασίζονται στο μεγαλύτερο μέρος τους, εάν όχι σε ολόκληρο, σε φαντασίες» (Haller). Και τα ονόματα των Αντιοχέων επισκόπων έως τα μέσα του 2ου αιώνα τα επινόησε πάλι ο εκκλησιαστικός Πατέρας Ιούλιος Αφρικανός στις αρχές του 3ου αιώνα. Και όταν ο Πατριάρχης Πέτρος Κναφεύς (Φούλλων), βασιζόμενος στην αρχαιότερη «αποστολική» ίδρυση της Αντιόχειας, επιδίωξε την εξουσία επί της Κύπρου, ο αρχιεπίσκοπος Ανθέμιος αντέδρασε βρίσκοντας, τελευταία στιγμή, τα οστά του Αγίου Βαρνάβα κάτω από μια χαρουπιά: στο στήθος του το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και σε ιδιόχειρο αντίγραφο του Βαρνάβα! «Με αυτή την πρόφαση οι Κύπριοι κατάφεραν να γίνει ανεξάρτητη η μητρόπολη τους και να μην υπάγεται πλέον στην Αντιόχεια» (Θεόδωρος Αναγνώστης). Από την άλλη, ένας άλλος πλαστογράφος ήθελε να κάνει την επισκοπή της Ταμασσού την αρχαιότερη επισκοπική έδρα της Κύπρου.
 
Ο επίσκοπος Ιουβενάλιος των Ιεροσολύμων το 431 στη Σύνοδο της Εφέσου προσπάθησε να επιβάλει τις αξιώσεις του επί της Παλαιστίνης, της Φοινίκης και της Αραβίας με πλαστογραφημένες ιστορικές πηγές —αποκαλύφθηκε μεν, αλλά δεν απέτυχε πλήρως— απέναντι στον Πατριάρχη Μάξιμο της Αντιόχειας ο οποίος από την πλευρά του προφανώς πλαστογράφησε, όπως τον συνέφερε, τα πρακτικά της Συνόδου της Χαλκηδόνας.
 
Βλέπετε, όλοι ήθελαν και όφειλαν να είναι «αποστολικοί». Οι Αρμένιοι αξίωναν αποστολικές καταβολές από τους Αποστόλους Θαδδαίο και Βαρθολομαίο, ακόμη και ίδρυση από τον Χριστό.
 
Μία περιβόητη αλληλογραφία, πλαστογραφημένη μάλλον γύρω στο 300, ανάμεσα στον τοπάρχη Άβγαρο Ουκκάμα της Έδεσσας (εννοείται ο Άβγαρος Δ’, 9-46 μ.Χ.) και τον Ιησού, ο οποίος υπέγραφε και σφράγιζε (!) ιδιοχείρως, δεν αποσκοπούσε πάλι σε τίποτα άλλο παρά στην προχρονολόγηση της ίδρυσης της Εκκλησίας της Έδεσσας και την τοποθέτηση της σε αποστολική εποχή.
 
Ο «πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας», επίσκοπος Ευσέβιος της Καισαρείας, διέσωσε για εμάς την ύποπτη αλληλογραφία η οποία «φυλασσόταν» στα «αρχεία» της Έδεσσας ανάμεσα στα «εκεί επίσημα πιστοποιητικά… έως τη σήμερον ημέρα». Ο περίφημος ιστορικός ισχυρίζεται μάλιστα ότι πήρε την αλληλογραφία ο ίδιος από το κρατικό αρχειοφυλακείο της Έδεσσας και τη μετέφρασε από τα Συριακά. «Ο Άβγαρος Ουχάμα, ο τοπάρχης, χαιρετά τον Ιησού, τον αγαθό Σωτήρα που εμφανίστηκε στην Ιερουσαλήμ. Πληροφορήθηκα σχετικά με το πρόσωπο σου και τις θεραπείες σου, ότι τις κάνεις χωρίς γιατρικά και βότανα. Όπως λένε, ξαναδίνεις το φως σε τυφλούς, κάνεις παράλυτους να περπατάνε, καθαρίζεις λεπρούς, εξορκίζεις πνεύματα και δαιμόνια, θεραπεύεις εκείνους που τυραννιούνται καιρό από αρρώστιες, και ανασταίνεις νεκρούς. Μετά από όλες αυτές τις πληροφορίες, είπα μόνος μου: είτε είσαι Θεός και κάνεις αυτά τα θαύματα επειδή κατέβηκες από τον ουρανό, είτε, επειδή τα κάνεις αυτά, είσαι Υιός του Θεού. Ως εκ τούτου, με αυτή την επιστολή, στρέφομαι σε σένα με την παράκληση να κοπιάσεις στο σπίτι μου και να με απαλλάξεις από την πάθηση μου. Διότι άκουσα επίσης ότι οι Ιουδαίοι μουρμουρίζουν εναντίον σου και θέλουν να σου κάνουν κακό. Εγώ έχω μια πολύ μικρή, άξια πόλη η οποία επαρκεί και για τους δυο μας».
 
Ο Ιησούς δέχεται την επιστολή ευμενώς. Ανταπαντά και στέλνει ύστερα με τον Ανανία, τον αγγελιοφόρο του τοπάρχη, την απάντηση του: «Μακάριος είσαι, επειδή πιστεύεις σε εμένα, χωρίς να με έχεις δει. Γράφτηκε δηλαδή σχετικά με το πρόσωπο μου ότι εκείνοι που με είδαν δεν θα με πιστέψουν και ότι εκείνοι που δεν με είδαν θα πιστέψουν και θα ζήσουν. Όσον αφορά τη γραπτή πρόσκληση σου να έρθω στο σπίτι σου, πρέπει να γνωρίζεις: είναι αναγκαίο να εκπληρώσω πρώτα όλα εκείνα για τα οποία στάλθηκα στη γη, και ύστερα, όταν έχουν εκπληρωθεί, θα επιστρέψω κοντά σε Εκείνον που με έστειλε. Μετά την ανάληψη μου θα σου στείλω έναν από τους μαθητές μου, για να σε θεραπεύσει από την πάθηση σου και να δώσει στους δικούς σου ανθρώπους τη ζωή».
 
Πράγματι, αναφέρει ο Ευσέβιος, μετά την ανάληψη του Ιησού έρχεται ο απόστολος Θαδδαίος και θεραπεύει τον τοπάρχη ο οποίος πίστεψε τόσο πολύ στον Κύριο ώστε «θα ήταν πρόθυμος να εξολοθρεύσει με στρατό τους Ιουδαίους οι οποίοι τον σταύρωσαν», εάν δεν τον εμπόδιζε η κυριαρχία των Ρωμαίων. Φυσικά ο Θαδδαίος θεράπευσε και «πολλούς άλλους πολίτες…, έκανε μεγάλα θαύματα και κήρυξε το λόγο του Θεού…».

Ολόκληρη η «υπόθεση Θαδδαίου», η αλληλογραφία και η επακόλουθη έκθεση των θαυμάτων γράφτηκε προφανώς μόλις την εποχή του Ευσέβιου και οφείλεται πιθανώς στο περιβάλλον του επισκόπου Kune της ‘Εδεσσας ο οποίος ήθελε να κόψει τη φόρα ισχυρών «αιρετικών» κύκλων, αλλά και να συνδέσει την Εκκλησία του με τους Αποστόλους, προσδίδοντας της έτσι αποστολικό γόητρο. Το Χρονικό της Εδέσσης αναφέρει τον Kune ως τον πρώτο επίσκοπο της Έδεσσας (πέθανε το 133), και δεν είναι απίθανο ο ίδιος ο Kune να πάσαρε τα «αρχεία» στον επίσκοπο Ευσέβιο. Χάρη σε αυτό το παραμύθι πάντως η Έδεσσα ήταν ήδη τον 4ο αιώνα πασίγνωστος τόπος προσκυνήματος. Για πολύ καιρό φιγούραρε ως ιερό κειμήλιο πάνω από την πύλη της πόλης το κατασκεύασμα το οποίο είχε εμφανιστεί ως δια μαγείας από το αρχειοφυλακείο. Αλλά την εποχή του Ευσέβιου, που είναι ο πρώτος που σερβίρει τη μυστηριώδη αλληλογραφία, το κοινό της Έδεσσας δεν γνώριζε τίποτα σχετικά με αυτήν.
 
Προς όφελος της Έδεσσας πλαστογράφησαν εκτός αυτού τις «Πράξεις Θαδδαίου», όπου ο Αναστάς τρώει και πίνει με τους δώδεκα «πολλές» ημέρες, το συριακό «Δόγμα Αδδαίου» (στην αλλαγή του 4ου προς τον 5ο αιώνα), για να διασφαλίσουν την αποστολική ίδρυση της πόλης μέσω του αποστόλου Θαδδαίου ή μέσω του Αδδαίου, ενός από τους 70 ή 72 μαθητές. Στην πραγματικότητα, όσο και να υπάρχει ο ισχυρισμός του αντιθέτου, δεν αποδεικνύεται ακόμη στην Έδεσσα ούτε γύρω στο έτος 200 εκκλησιαστικά οργανωμένος χριστιανισμός. Στο Χρονικό της Έδεσσας η σειρά των εκεί επισκόπων αρχίζει μόλις τον 4ο αιώνα.
 
Στις Πράξεις Θαδδαίου, οι οποίες υφίστανται συνεχείς «βελτιώσεις», αναφέρεται ανάμεσα σε πολλά πώς κτίζουν εκκλησίες στην Έδεσσα, πώς χειροτονούν ιερείς και καταστρέφουν «ειδωλολατρικά ιερά». Μετά από παρακλητική επιστολή του Άβγαρου ο αυτοκράτορας Τιβέριος διατάζει την εκτέλεση μερικών αρχηγών των Ιουδαίων ως τιμωρία για τη σταύρωση του Ιησού. Εδώ διαβάζουμε επίσης την ιστορία για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού, όχι όμως από την Αγία Ελένη, τη μητέρα του Κωνσταντίνου, που είναι και η συνηθισμένη εκδοχή, αλλά από την Πρωτονίκη, τη σύζυγο του αυτοκράτορα Κλαύδιου. Μία πολύ νεότερη «βελτιωμένη έκδοση» αναφέρει ύστερα, ίσως για να αναιρέσει την αντίφαση, ότι η ανεύρεση έγινε και από την Πρωτονίκη και από την Ελένη.
 
Η θαυμαστή επιστολή του Χριστού επισκιάστηκε όμως τελείως, ξεχάστηκε σχεδόν, από μια εικόνα του Χριστού που προέκυψε θαυματουργικά επίσης στην Έδεσσα. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του 544 από τους Πέρσες, σώζει την πόλη από ύψιστο κίνδυνο «η Θεοποίητη εικόνα την οποία δεν κατασκεύασαν ανθρώπινα χέρια, αλλά την είχε στείλει στον Άβγαρο ο Χριστός, ο Θεός, καθώς εκείνος ήθελε πολύ να τον δει» (Ευάγριος)· και οι εχθροί με επικεφαλής το Χοσρόη, ενώ βρίσκονταν λίγο πριν τη νίκη, υποχωρούν ταπεινωμένοι.
 
Τώρα, υπήρχαν προ πολλού στους Έλληνες είδωλα από τον υπερπέραν, όπως το πολυτραγουδισμένο Παλλάδιο της Τροίας, το είδωλο της Παλλάδας Αθηνάς, το οποίο θεωρείτο διιπετές, δηλαδή ριγμένο στη γη από το Δία. Η πίστη σε τέτοια διιπετή ήταν ευρέως διαδεδομένη. Στη Ρώμη γνώριζαν π.χ. την ιστορία για την ασπίδα που έπεσε από τον ουρανό με τη δύναμη της προσευχής του Νουμά, την ancile —και μόνο η εξολόθρευση των ειδώλων σταμάτησε και την πίστη στα είδωλα που έρχονται από τον ουρανό.
 
Ωστόσο, «ουράνιες επιστολές» έπεφταν επίσης στον προχριστιανικό και στο χριστιανικό κόσμο σε πολλές περιοχές· όπως φαίνεται, σχεδόν παντού όπου υπήρχε γραπτός πολιτισμός. Και εντύπωση κάνουν οι ταυτίσεις ανάμεσα στις ειδωλολατρικές και χριστιανικές «ουράνιες επιστολές», οι οποίες από τη χριστιανική πλευρά περιέχουν θεϊκές διαταγές για τον εορτασμό της Κυριακής, το «διάβασμα» του κομποσκοινιού, την ίδρυση μοναστηριών κ.λπ. Από τον 4ο και 5ο αιώνα διέδιδαν σε ελληνικά, λατινικά, συριακά, αιθιοπικά, αραβικά χειρόγραφα μια ουρανοκατέβατη επιστολή του Ιησού Χριστού. Μια ελληνική εκδοχή η οποία διαβεβαιώνει ότι η επιστολή δεν γράφτηκε από ανθρώπινο χέρι, αλλά από το αόρατο χέρι του Πατέρα, αναθεματίζει κάθε φλύαρο και πνευματομάχο που την αμφισβητεί. Σκοπός της πλαστογραφίας ήταν να εδραιώσει την πίστη στον Ιησού, να ανακοινώσει το επιτρεπτό του όρκου, την αναγκαιότητα της Κυριακής, την αποχή από το κρέας (την die Veneris [Παρασκευή], σύμφωνα με μια λατινική εκδοχή, μόνο λαχανικά και λάδι: μηνύματα από το υπερπέραν). Και πρώτα από όλα ο Κύριος διατάζει με τρομερές απειλές τιμωρίας να αποδίδουν στους επισκόπους τη δεκάτη!
 
Αργότερα πέφτουν όλο και πιο συχνά «ουράνιες επιστολές». Τις χρησιμοποιούν το Μεσαίωνα για πλαστογραφικούς σκοπούς, οι μυστικιστές για την τεκμηρίωση της συνάντησης τους με τον Ιησού. Κερδίζουν σπουδαίο μέλλον ως προστατευτικά μέσα εναντίον της φωτιάς και των πολέμων, έτσι ώστε διατηρούν τη σημασία τους ακόμη και στους πολέμους του 19ου αιώνα.
 
Ας επιστρέψουμε στην απόκτηση της αποστολικής παράδοσης με απατηλά μέσα, που γνωρίζει παντού έξαρση. Από τον 5ο αιώνα και μετά πλαστογραφούν και σε πολλές επισκοπικές πόλεις της Ισπανίας, Ιταλίας, Δαλματίας, στις Παραδουνάβιες χώρες, στη Γαλατία έως και τη Βρετανία, για να αποδείξουν την αποστολική ίδρυση των εκάστοτε επισκοπικών εδρών πράγμα πολύ σημαντικό για τα πρωτεία.
 
Έτσι η διαμάχη ανάμεσα στις επισκοπές της Ακουιληίας και της Ραβέννας, όπως και της Ακουιληίας και του Γκράντο για τα μητροπολιτικά δικαιώματα συνοδεύεται από πλαστογραφίες της εκκλησιαστικής πολιτικής.
 
Η αρχιεπισκοπή της Ακουιληίας αξίωνε με το θρύλο του Μάρκου ή του Ερμαγόρα αποστολικές καταβολές και τον πατριαρχικό τίτλο, πράγμα που οδηγεί σε μακροχρόνιο σχίσμα με τη Ρώμη. Με μια πλαστογραφία η Ακουιληία προσπαθεί να επιβάλλει και ηγετική αξίωση απέναντι στους επισκόπους της Ραβέννας. Αλλά στη Ραβέννα πλαστογραφούν επίσης, και ο αρχιεπίσκοπος Μαύρος (642-671) επιτυγχάνει την αυτονομία της Ραβέννας στη διαμάχη με τη Ρώμη με ένα πλαστογραφημένο προνόμιο δήθεν του Βαλεντινιανού Β’ και το παρομοίως πλαστογραφημένο Πάθος του δήθεν μαθητή του Πέτρου, του Απολλινάριου. Με τον ίδιο τρόπο γίνονται πλαστογραφίες και κατά την έριδα ανάμεσα στις επισκοπές της Ακουιληίας και του Γκράντο για τη μητροπολιτική εξουσία. Και με πλαστογραφίες γίνονται ο Βαρνάβας ιδρυτής της επισκοπής των Μεδιολάνων και ο μαθητής του Πέτρου, ο Δόμνιος, ιδρυτής της επισκοπής των Σαλώνων στη Δαλματία.
 
Κατά τις αρχές του 1ου αιώνα ο επίσκοπος Πάτροκλος της Αρελάτης πέτυχε την πρωτοκαθεδρία στη Γαλατία με σχετικά αθώες ακόμη επινοήσεις ιστορικών στοιχείων.
 
Ο Πάτροκλος (412-426), αναμφίβολα ένας τόσο πονηρός όσο και αρχομανής εκκλησιαστικός ηγέτης, ήταν ο κερδισμένος μιας κυβερνητικής αλλαγής στη Γαλατία· εξόρισε τον προκάτοχο του, τον επίσκοπο Ήρωα της Αρελάτης, και ανέβηκε ο ίδιος στον επισκοπικό θρόνο της πλούσιας, ανθηρής πόλης. Μια και η Τρηρ κινδύνευε ήδη πολύ, έγινε η Αρελάτη «γαλατική Ρώμη» (gallula Roma), η αυτοκρατορική επαρχιακή πρωτεύουσα της Γαλατίας, ένα είδος συμπρωτεύουσας της Δύσης, και ο Πάτροκλος έγινε μητροπολίτης, με πονηρό μεν, αλλά όχι και ασυνήθη τρόπο.
 
Δηλαδή, με τη βοήθεια του Πάτροκλου είχε ανέβει ο Ζώσιμος στον παπικό θρόνο της Ρώμης, και πριν περάσουν τέσσερις ημέρες ο Ζώσιμος έκανε τον Πάτροκλο μητροπολίτη των τριών γαλατικών επαρχιών, της Βιεν και της Ναρβώνης Α’ και Β’ (τις σημερινές Προβηγκία και Ντωφινέ). Οι επίσκοποι της Μασσαλίας, της Ναρβώνης και της Βιεν διαμαρτυρήθηκαν, και στον πόλεμο που ξέσπασε, ο Πάτροκλος επικαλέστηκε την αποστολική ίδρυση της έδρας του από τον Άγιο Τρόφιμο. Μια μεταγενέστερη αίτηση της γαλατικής επισκοπής προς τον πάπα Λέοντα Α’ το έτος 449 αναφέρει τον Άγιο Τρόφιμο ρητά ως μαθητή του ίδιου του Αγίου Πέτρου. Πρώτος τον έκανε όμως ο επίσκοπος Πάτροκλος. Είχε επινοήσει τον Τρόφιμο, τον οποίο δεν γνώριζε κανείς μέχρι εκείνη τη στιγμή —τον 9ο αιώνα ακόμη δεν αναγραφόταν το όνομα του στον κατάλογο των επισκόπων της Αρελάτης. Και όπως σε αυτή την περίπτωση ο Πάτροκλος της Αρελάτης, έτσι προσπαθούσαν για πολλούς αιώνες και άλλες επισκοπές να διασφαλίσουν αποστολικές καταβολές, την αξίωση τους σε μητροπολιτικά και καθεδρικά δικαιώματα, με πλαστογραφίες, αρχικά με αγιογραφικά πλαστογραφήματα, δήθεν παραδόσεις, ύστερα με πλαστογραφημένες ιστορικές πηγές.
 
Όπως σχεδόν όλες οι επισκοπές; έτσι και εκείνες του Ρήνου δεν είχαν «αποστολικότητα», δεν διέθεταν ανάλογη παράδοση. Γι’ αυτό το λόγο την πλαστογράφησαν για τους τρεις πρώτους αιώνες με φανταστικές βιογραφίες — πάντα με επιτυχία. Το Μετς επικαλέστηκε τον Κλήμεντα, η Τρηρ αξίωσε γα τον εαυτό της τους μαθητές του Πέτρου Βαλέριο, Ευχάριο, Ματερνό, το Μάιντς τον μαθητή του Πέτρου Κρήσκεντα. Πλαστογραφήθηκε και η λίστα επισκόπων του Σπάγιερ μαζί με τα πρακτικά μιας Συνόδου η οποία έγινε δήθεν το έτος 346 κατά του αρειανισμού στην Κολωνία. Αλλά στην πραγματικότητα αυτά τα πρακτικά γράφτηκαν μόλις 400 χρόνια αργότερα στην Τρηρ, η οποία προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εμποδίσει την προαγωγή της Κολωνίας σε μητροπολιτική έδρα.
 
Αυτές οι απατεωνιές που άρχισαν στην αρχαιότητα, συνεχίστηκαν το Μεσαίωνα και κράτησαν πολλούς αιώνες σχεδόν χωρίς περιορισμούς, στο Ρήνο όσο και στην Αυστρία, στην Ισπανία, Ιταλία, Δαλματία, Γαλλία ή και στην Αγγλία. Και η λογοτεχνική απάτη, συνηθισμένη μόνο στις μεγάλες επισκοπικές έδρες, στα αρχαία πατριαρχεία, εξαπλώνεται βαθμηδόν σε μικρές και μικρότερες επισκοπές, ακόμη και σε πολλά μοναστήρια —«σε όλες τις χώρες του χριστιανικού κόσμου», «παντού βλέπεις να εργάζονται πλαστογράφοι οι οποίοι κατασκευάζουν τις ιστορικές πηγές τους, παρακινούμενοι από εκκλησιαστική πολιτική αρχομανία» (Speyer), παντού «πλαστογραφούσαν χωρίς αναστολές για χάρη του αξιώματος της παράδοσης» (C. Schneider).
 
Αλλά τον 20ό αιώνα ακόμη, ένας καθολικός θεολόγος ψεύδεται —με τυπογραφική άδεια της Εκκλησίας — «υπέρ των χριστιανών»!: «Οπουδήποτε υπάρχει επισκοπική έδρα, μπορώ να αποδείξω ότι ο πρώτος επίσκοπος της ή ήταν Απόστολος ή μαθητής Αποστόλου ή, αν όχι, είχε λάβει από νόμιμο διάδοχο των Αποστόλων τη χειροτόνηση και τη θεία έμπνευση για το αξίωμα του».
 
Πλήθος πλαστογραφιών προέκυψαν κατά τη διάρκεια των δογματικών αναταραχών του 5ου, 6ου και 7ου αιώνα. Οι χριστολογικές έριδες οδήγησαν σε απάτες από όλες τις πλευρές και με κάθε τρόπο.
 
Τον 4ο αιώνα άρχισαν να πλαστογραφούν τα δικά τους παλαιότερα κείμενα, τα οποία ήταν μεν γνήσια, αλλά δεν στέκονταν στο ύψος των καιρών, δεν συμβάδιζαν με την εξέλιξη της διδασκαλίας, άρχισαν δηλαδή να κάνουν παρεμβάσεις στους «Πατέρες» του 2ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια των ατέρμονων δογματικών πολέμων «ορθόδοξοι» και «αιρετικοί» επινοούσαν ακόμη και πρακτικά Συνόδων. Και από τον 5ο αιώνα και μετά γινόταν όλο και πιο πολύ δημοφιλές να παραθέτουν στις εμφανιζόμενες ανθολογίες κείμενα που είχαν πλαστογραφήσει για χάρη της «ορθής» πίστης. Μόνο και μόνο στην έριδα για την περίφημη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451) «ορθόδοξοι» και μονοφυσίτες κατασκεύασαν πλαστογραφήματα σε ποσότητες, πράγμα που γνώριζαν ήδη στην αρχαιότητα. Ο ηγούμενος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ένας φανατικός πολέμιος των «αιρετικών», ιδιαίτερα των μονοφυσιτών και των Ιουδαίων, πιστοποιεί μια ανθολογία προς τον πάπα Λέοντα την οποία πλαστογράφησε ο ίδιος με το όνομα του Φλαβιανού. Στη μάχη εναντίον των μονοφυσιτών κατασκεύασαν οχτώ επιστολές ως επί το πλείστον φανταστικών προσώπων προς τον Πέτρο Κναφέα (Φούλλωνα). Ο Ιωάννης Ό Ρήτωρ, ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης (πέθανε το 577), επιμελήθηκε κείμενα με το όνομα του Πέτρου του Ίβηρος και του Θεοδόσιου των Ιεροσολύμων.
 
Και η έριδα μεταξύ των κληρικών των ταγμάτων που εμφανίζονται κατά τον 5ο αιώνα, η έριδα ανάμεσα σε μοναστήρια και επισκοπές, οδήγησε σε περισσότερες νέες απατεωνιές, και το Μεσαίωνα ιδίως σε ανυπολόγιστες παραποιήσεις ιστορικών πηγών. Παρομοίως, από τον 4ο αιώνα υποστήριξαν την εμφάνιση της αγιολατρείας με πολλά τοπικιστικά και λειτουργικολατρευτικά πλαστογραφήματα. Πολλοί τόποι της Αιγύπτου έγειραν την αξίωση να είναι το καταφύγιο της Αγίας Οικογένειας, πράγμα που τεκμηρίωσαν εκεί μοναστήρια με επινοημένες ιστορίες ψευδών ή, για να το πούμε πιο εκλεπτυσμένα, με μεροληπτικούς θρύλους. Επίσης αφηγούνταν και διάφορες εκδοχές της Transitus Mariae (Μετάβασης Μαρίας), του θανάτου και της ανάληψης της Μαρίας στον ουρανό, οι οποίες είχαν πλαστογραφηθεί πιθανώς προς όφελος των Ιεροσολύμων. Για το συμφέρον της Λύδδας επινοούν μια αναφορά η οποία έχει ως συγγραφέα δήθεν τον Ιωσήφ της Αριμαθαίας, αλλά στην πραγματικότητα προέκυψε εξακόσια χρόνια αργότερα. «Οι παραδόσεις της όψιμης αρχαιότητας σχετικά με τη ζωή Σύρων αγίων, ιδιαίτερα των μεγάλων ιερομόναχων του 4ου και 5ου αιώνα, είναι γεμάτες επινοήσεις οι οποίες χρησίμευαν και στη δόξα μεμονωμένων μοναστηριών» (Speyer).
 
Όπως ακριβώς κατασκεύαζαν ψευδείς βίους αγίων, ψευδείς αποστολικές παραδόσεις, ψευδείς επιστολές εξ ουρανού ή ψευδή μαρτύρια, έτσι κατασκεύαζαν και πλήθος θαυμάτων και ιερών λειψάνων, παρομοίως σε αντιστοιχία με τις σχετικές ειδωλολατρικές συνήθειες της προχριστιανικής εποχής, πράγμα που θα δείξει το επόμενο κεφάλαιο.
 
Προηγουμένως όμως ας παρατηρήσουμε τις παλαιοχριστιανικές πλαστογραφίες και υπό το πρίσμα της σύγχρονης απολογητικής, όπως και το επιτρεπτό της «ευσεβούς» απάτης στο χριστιανισμό έως και σήμερα.
 
Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – Τόμος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησίας, Απόσπασμα (σ.σ.235 – 250)
 
*Η προσπάθεια δικαιολόγησης Παλαιοχριστιανικών πλαστογραφιών

Πως η Απολογητική προσπαθεί να δικαιολογήσει τις Παλαιοχριστιανικές πλαστογραφίες

Η Εκκλησία έκανε τα πάντα, για να παρουσιάσει ως ασήμαντη την παλαιοχριστιανική ζούγκλα πλαστογραφιών, να την εξωραΐσει και να την αποδυναμώσει. Η βιβλιογραφία της βρίθει από δικαιολογίες, ύποπτες εξηγήσεις, ψέματα.
 
Μέχρι πρόσφατα ισχυρίζονταν συχνά ότι η συνείδηση της πνευματικής ιδιοκτησίας στον ιουδαιοελληνιστικό χώρο ήταν «υποανάπτυκτη σε σύγκριση με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο» (Hengel). Στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο, αφού προφανώς η έννοια της λογοτεχνικής ιδιοκτησίας στην όψιμη ελληνιστική περίοδο «έγινε κάπως αυστηρότερη» (Speyer) στους Ιουδαίους και χριστιανους.
 
Μέχρι πρόσφατα ήταν σχεδόν μόδα για τους θεολόγους να παρουσιάζουν την πλαστογραφία ως σχεδόν συνηθισμένη πρακτική της αρχαιότητας, ως κάτι σχεδόν καθημερινό, κι έτσι ως ηθικά αβλαβές. Συνεχώς χαρακτήριζαν ιδιαίτερα την τόσο διαδεδομένη πρώιμη χριστιανική ψευδεπιγραφία ως τομέα ενός λογοτεχνικού είδους που ήταν αυτονόητο στην αρχαιότητα, που δεν ήταν άσεμνο αλλά τελείως κατανοητό από …ψυχολογικής άποψης. Οι υπερασπιστές της Εκκλησίας δεν παύουν να τονίζουν ότι η ψευδωνυμία κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δεν ήταν μόνο λογοτεχνική φόρμα, αλλά ότι και οι αναγνώστες την αντιλαμβάνονταν ως τέτοια.
 
Δεν μπορούσαν προ πάντων να διανοηθούν ότι «θεία» κείμενα παρήχθησαν με απάτη, βιβλία τα οποία αξιώνουν δέσμευση κανόνα, χαρακτήρα θείας επιφοίτησης! Για να σώσει έτσι τουλάχιστον την Καινή Διαθήκη, ο Αύγουστος Μπλούνταου, επίσκοπος του Έρμλαντ, στο βιβλίο του «Schriftfalschungen der Haretiker (Πλαστογραφίες κειμένων από αιρετικούς)» υπερασπίζεται ακόμη και τους «αιρετικούς»· και τούτο, παρότι εκείνοι είχαν ήδη κατηγορήσει γι’ αυτό το λόγο πολλές φορές τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αλλά, αν ο επίσκοπος εξαιρέσει το Μαρκίωνα, «οι σκόπιμες πλαστογραφίες για τις οποίες κατηγορούν τους αιρετικούς αποδεικνύονται μικροπράγματα»· «οι πιθανές πλαστογραφίες» δεν μπορούν «να κλονίσουν στο ελάχιστο την εμπιστοσύνη μας στην παράδοση του βιβλικού κειμένου».
 
Όταν, ωστόσο, αποδεικνυόταν μια ψευδής συγγραφική πατρότητα, τότε δικαιολογούσαν το ψεύτικο όνομα του συγγραφέα, εξηγώντας ότι αυτό που σήμερα θεωρείται ως απάτη, ήταν στην αρχαία γραμματεία αναγνωρισμένη συνήθεια των λογοτεχνών, ένα διαδεδομένο βοηθητικό μέσο. Μπορούσαν να κάνουν τέτοιες επινοήσεις καλή τη πίστη, δεν καταλόγιζαν σε συγγραφείς αυτού του είδους ανέντιμες προθέσεις, δεν έβλεπαν τίποτα το ανήθικο σε αυτό, αλλά το αντιλαμβάνονταν μάλλον ως επιτρεπτή καλλιτεχνική επέμβαση.
 
Αλλά μπορούσαν πραγματικά να πλαστογραφούν καλή τη πίστη, τη στιγμή που όχι μόνο γίνονταν πλαστογραφίες, αλλά μέμφονταν και αναθεμάτιζαν τόσο συχνά τα πλαστά κείμενα; Αφού «αιρετικοί» και «ορθόδοξοι» αλληλοκατηγορούνταν διαρκώς για απατεωνιές —η καλύτερη απόδειξη ότι αυτές απαγορεύονταν και από τη χριστιανική πλευρά και ιδιαίτερα από αυτήν, τουλάχιστον προς τα έξω, και παρ' όλα αυτά βρίσκονταν σε έξαρση σε όλα τα στρατόπεδα. Αφού οι χριστιανοί πολεμούσαν με πλαστογραφίες και τους ειδωλολάτρες και τους Ιουδαίους, για να εξουδετερώσουν τις ενστάσεις τους και να προπαγανδίσουν τη δική τους πίστη. Και ασκούσαν κριτική και στην ιουδαϊκή λογοτεχνία όσον αφορά τη γνησιότητα της. Οι κατηγορίες πλαστογραφίας που εγείρονταν συνεχώς αποδεικνύουν, ακριβώς όπως και η συχνά εφαρμοζόμενη κριτική της γνησιότητας, ότι η συνείδηση των ανθρώπων εκείνης της εποχής ήταν εντελώς οξυμένη στο ζήτημα της πλαστογραφίας, της λογοκλοπίας, της ψευδεπιγραφίας. Ακόμη και η πλαστογράφοι, πιστεύει ο Norbert Brox, είχαν συνείδηση του ανεπίτρεπτου της πράξης τους, εφόσον ενοχοποιούσαν τις αρχικές πλαστογραφίες με δικές τους αντίθετες.
 
Είναι επομένως απολύτως κατανοητό ότι πολύ έξυπνα αποφεύγουν την απόδειξη του ισχυρισμού ότι η πλαστογραφία στην αρχαιότητα ήταν αναγνωρισμένη λογοτεχνική συνήθεια, μια καλλιτεχνική επέμβαση η οποία αντιμετωπιζόταν με ανοχή, αφού το αργότερο τον πρώιμο 19ο αιώνα υποψιάστηκαν αρκετά καθαρά την κατάσταση των πραγμάτων. Διότι στην πραγματικότητα το φαινόμενο της ψευδωνυμίας, όσο συχνά κι αν παρουσιαζόταν, ήταν το ασυνήθιστο, ποτέ το συνηθισμένο, πάντα η εξαίρεση, ποτέ ο κανόνας, ακόμη και στην «ιερή» λογοτεχνία, αν εξαιρέσουμε τις πλαστογραφίες των αποκαλυπτικών. Και εάν στην υπόλοιπη θρησκευτική γραμματεία δεν υπερίσχυε η ψευδωνυμία, αυτό δεν γινόταν, όπως θα νόμιζαν κάποιοι, επειδή οι θρήσκοι απεχθάνονται ιδιαίτερα την αναλήθεια· διότι τελικά δεν επικρατεί ούτε στη μη θρησκευτική ή αντιθρησκευτική λογοτεχνία. Αν ήταν όμως συχνότερη ειδικά στη θρησκευτική, τότε αυτό γινόταν μάλλον επειδή ειδικά εδώ ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, η συνείδηση της θείας αποστολής την απάτη, επειδή πίστευαν πιθανώς ότι με τις πλαστογραφίες υπηρετούσαν την «αλήθεια».
 
Αλλά και στον πρώιμο χριστιανισμό, όπου η ψευδωνυμία ήταν σύνηθες φαινόμενο, δεν θεωρείτο δικαιολογημένη. Παρ’ όλη την ευπιστία εξέταζαν τουλάχιστον κάποιες φορές σχολαστικά το ζήτημα της συγγραφής και αποδοκίμαζαν με δριμύτητα την ψευδωνυμία που αποδεικνυόταν. Έτσι ο Μικρασιάτης πρεσβύτερος, ο οποίος πλαστογράφησε τις «Πράξεις Παύλου», καθαιρέθηκε από το αξίωμα του, και μάλιστα όχι, όπως ισχυρίζονταν κατά καιρούς, λόγω «αιρετικής πίστης»· αυτή δεν του καταλογίζεται «από καμία πλευρά» (C. Schmidt). Και η χριστιανική Εκκλησία της εποχής εκείνης «θα ήταν αδύνατον να μπορέσει να παρουσιάσει σαφέστερα την καταδίκη κάθε λογοτεχνικής πλαστογραφίας», τονίζει ο λόγιος Frederik Torm από την Κοπεγχάγη γράφοντας: «Οι ψευδώνυμοι χριστιανοί συγγραφείς πρέπει επομένως στις νηφάλιες (!) στιγμές της ζωής τους να γνώριζαν ότι οι σύγχρονοι τους δεν θα αντιλαμβάνονταν την ψευδώνυμη πρακτική τους ως εφαρμογή μιας λογοτεχνικής φόρμας και ως εκ τούτου θα την θεωρούσαν ως ηθικά μεμπτή».
 
Συχνά προσπαθούν να μετριάσουν τις χριστιανικές απατεωνιές και με την υπόθεση ότι οι ίδιοι οι πλαστογράφοι δεν έπαιρναν την πράξη τους τόσο σοβαρά και δεν αποσκοπούσαν σώνει και καλά στην επιτυχία των παραπλανητικών επιχειρήσεων τους. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι περίμεναν ότι οι αναγνώστες τους θα τους καταλάβουν χωρίς επιπτώσεις- παρότι βέβαια η κάθε αποκάλυψη κάποιας απάτης ματαίωνε την πρόθεση του πλαστογράφου.
 
Ιδιαίτερα για την εξ ολοκλήρου πλαστογραφημένη αποκαλυπτική λογοτεχνία η απολογητική και μάλιστα η έρευνα πρόβαλε λόγους οι οποίοι σκοπό έχουν να αθωώσουν όλους εκείνους οι οποίοι δημοσίευσαν τις Αποκαλύψεις τους με το όνομα του Ενώχ, του Μωυσή, του Ηλία, του Έσδρα, του Βαρούχ, του Δανιήλ και άλλων. Τους αναγνώρισαν ένα βασικά άλλο «πλαίσιο», ιουδαιο- χριστιανικές ιδιαιτερότητες σκέψης, θρησκευτικά «γνήσια» και γι' αυτό το λόγο ηθικά «νόμιμα» κίνητρα, υπέθεταν την ίδια «ψυχολογική κατάσταση», μια παρόμοια κατάσταση έμπνευσης και οραματικής εμπειρίας, όπως και στους πρώτους «φορείς της αποκάλυψης». Όλα αυτά μπορεί να αληθεύουν λίγο ή πολύ, μπορεί από περίπτωση σε περίπτωση να είναι λίγο ή πολύ λογικά, αλλά είναι μόνο μια εικασία, δεν έχουν πραγματική αποδεικτική ισχύ και εκτός αυτού δεν αποτελούν θεμελιώδη διαφορά με τη μη αποκαλυπτική πλαστογράφηση του ονόματος του συγγραφέα. Πέρα από αυτό οι Αποκαλύψεις, όπως και άλλα βιβλία, πλαστογραφήθηκαν για εντελώς διαφορετικούς, «συνηθισμένους» λόγους, δηλαδή για την επίτευξη της αυθεντίας, για την ιδιαίτερη καταξίωση.
 
Σωστό και σημαντικό είναι, ωστόσο, ότι ειδικά σε χριστιανικούς κύκλους —και καθόλου τυχαία εδώ — η κριτική ευαισθησία είχε αμβλυνθεί και κάνει εντύπωση μια κάποια «γενναιοδωρία» στην αποδοχή των πλαστογραφιών. Σωστό και σημαντικό είναι επίσης ότι για την παραδοχή ή την απόρριψη κειμένων δεν αποφάσιζε καθόλου το αυτονόητο για εμάς κριτήριο της λογοτεχνικής γνησιότητας, αλλά το γεγονός ότι το περιεχόμενο μεταβαλλόταν σε κριτήριο εκκλησιαστικής «αλήθειας», δηλαδή η παρουσία εκείνων των στοιχείων που μπορούσαν ή ήθελαν να χρησιμοποιήσουν και εκείνων που τους ήταν άχρηστα! Αντί για τη λογοτεχνική γνησιότητα το θέμα ήταν επομένως, για την Εκκλησία που γεννιόταν, η συμφωνία μίας δήλωσης με την «ορθόδοξη» διδασκαλία. Το κριτήριο για την αποδοχή στον κανόνα της Καινής Διαθήκης δεν ήταν το ζήτημα της συγγραφικής πατρότητας, η αυθεντικότητα, αλλά η δήθεν αποστολικότητα, δηλαδή στην πραγματικότητα η χρησιμότητα για τη δική της πρακτική και το δικό της δόγμα. Αυτή ήταν η «αποστολική αυθεντία» —χωρίς αποστόλους! Η πραγματική προέλευση ήταν δευτερεύουσας σημασίας, το ζήτημα της γνησιότητας δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας.

Με την ψευδή συγγραφική πατρότητα μπορούσαν να μετατρέψουν αμέσως Ευαγγέλια, επιστολές και άλλες πραγματείες σε γνήσια, δηλαδή, «αποστολικά» κείμενα — και αυτό έκαναν.
 
Και σαν να μην έφτανε αυτό. Υπήρχαν πολλοί χριστιανοί που όχι μόνο έκαναν απάτες, αλλά και τις επέτρεπαν ρητά, υπήρχαν μάλιστα μερικοί ιδίως ανάμεσα στους επιφανείς οι οποίοι τις επαινούσαν! Αφού η γκανγκστερική πρόταση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» σπάνια έπαιξε χειρότερο ρόλο από όσο στην ιστορία της χριστιανικής Εκκλησίας.
 
Ο ΣΚΟΠΟΣ ΑΓΙΑΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑ — Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΑΠΑΤΗ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΕΞΑΡΧΗΣ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ
 
Karlheinz Deschner, Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – Τόμος: Αρχαία Χριστιανική Εκκλησίας, Απόσπασμα (σ.σ 250-256 )

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου