Τι έτρωγε άραγε ο Νίτσε; Ποια είναι η νιτσεική διαιτητική; Την απάντηση μας τη δίνει ο Μισέλ Ονφρέ στο βιβλίο του “Η κοιλιά των φιλοσόφων”. Διαβάστε παρακάτω:
Η νιτσεϊκή διαιτητική είναι η επιστήμη του μέτρου: ούτε υπερβολές (ρύζι, πατάτες), ούτε ελλείψεις (κρέατα), και κάποιες απαγορεύσεις (οινοπνευματώδη, διεγερτικά) -ό,τι χρειάζεται για να προαχθεί η αρμονία, η συνέπεια ανάμεσα στην αναγκαιότητα και τις υγιεινές συνήθειες.
Επειδή παρέβλεψαν αυτούς τους στοιχειώδεις κανόνες διατροφής, οι νοικοκυρές δημιούργησαν μια Γερμανία παχιά, χωρίς λεπτότητα, παραφορτωμένη. Ο Νίτσε στηλιτεύει «τη βλακεία στην κουζίνα», επικρίνει «τη γυναίκα ως μαγείρισσα» και κατακρίνει «την τρομακτική ανοησία με την οποία αυτή επιδίδεται στο έργο της διατροφής της οικογένειας και του αφέντη του σπιτιού». Κατά συνέπεια, «εξαιτίας των κακών μαγειρισσών, εξαιτίας της απόλυτης έλλειψης λογικής στην κουζίνα, καθυστέρησε και κινδύνεψε τόσο πολύ η εξέλιξη του ανθρώπου- και δεν είναι καλύτερη η κατάσταση σήμερα». Εδώ και καιρό επικρατεί η βλακώδης ιδέα ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε με ελάχιστα έξοδα έναν άνθρωπο σύμφωνα με προκαθορισμένες επιθυμίες: απλοϊκή ευγονική ή μυστηριώδης διαχείριση των σωμάτων. Ο Νίτσε ενδίδει σε αυτό τον κοινό τόπο και θεωρεί ότι μια κατάλληλη διατροφή μπορεί να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη φυλή, με διακριτές ιδιότητες. Η τροφή ως μέσο διάκρισης. Μια αρμονική δοσολογία θα παρήγε μια ελεγχόμενη ζωτικότητα, διότι «τα είδη που λαμβάνουν υπεράφθονη τροφή ρέπουν αμέσως, με τον πιο έντονο τρόπο, προς τη διαφοροποίηση του είδους και εκδηλώνουν πολλά περίεργα χαρακτηριστικά και τερατογονίες». Ο Πλάτωνας είχε προσχωρήσει σε μια εξίσου απλοϊκή μυθολογία της διαιτητικής ως οργάνου ευγονισμού. Ευτυχώς, ο Νίτσε δεν συνεχίζει προς αυτή την κατεύθυνση. Καθώς φαίνεται, παραμένει μόνο η υπόθεση στο έργο του, χωρίς μεταγενέστερη ανάπτυξη. Η απουσία σημαντικού ενδιαφέροντος για τις συλλογικές λύσεις θα τον κάνει να περιορίσει την επιστήμη της διαιτητικής σε αποκλειστικά ιδιωτικούς σκοπούς.
Στη βαριά και χωρίς λεπτότητα γερμανική κουζίνα ο Νίτσε αντιπαραθέτει την κουζίνα του Πιεμόντε, την οποία θεωρεί ελαφριά και αέρινη. Αντίθετος στα οινοπνευματώδη, εξυμνεί την αξία του νερού και εκμυστηρεύεται ότι δεν αποχωρίζεται το κύπελλό του για να πίνει από τις πηγές που αφθονούν στη Νίκαια, στο Τορίνο ή στο Σιλς. Αντί για καφέ, προτείνει το τσάι, μόνο το πρωί, λίγο αλλά αρκετά δυνατό: «Το τσάι βλάπτει και προκαλεί αδιαθεσία όλη την ημέρα όταν είναι πάρα πολύ ελαφρύ, έστω και κατά ένα μόνο βαθμό». Του αρέσει επίσης η σοκολάτα και τη συστήνει σε χώρες με κλίμα ασυμβίβαστο προς την τεΐνη. Θα συγκρίνει τις αντίστοιχες αρετές του ολλανδικού κακάου Van Houten και του ελβετικού Spriingli.
Εκτός από τη φύση και την ποιότητα της διατροφής, ο Νίτσε ενσωματώνει στη διαιτητική τούς τρόπους διατροφής, την τελετουργία των γευμάτων, τις απαιτήσεις της διατροφικής λειτουργίας. Έχει πρωταρχική σημασία να «γνωρίζει κανείς το μέγεθος του στομαχιού του». Έπειτα, να προτιμά ένα πλούσιο γεύμα από ένα ελαφρύ. Η πέψη είναι πιο εύκολη για ένα γεμάτο στομάχι. Τέλος, πρέπει να υπολογίζει κανείς το χρόνο που αφιερώνει στο φαγητό: ούτε πάρα πολύς, προς αποφυγήν του κορεσμού, ούτε πολύ λίγος, προκειμένου να αποφευχθεί η κούραση του στομαχικού μυός και η υπερέκκριση γαστρικών υγρών.
Στο θέμα της διατροφής, ο Νίτσε ομολογεί ότι προέβη «στους χείριστους δυνατούς πειραματισμούς». Συνεχίζει: «Απορώ γιατί δεν προβληματίστηκα για το θέμα αυτό παρά μόνο πολύ αργά πια, απορώ γιατί πήρα τόσο αργά τα “μαθήματα” αυτών των εμπειριών. Μόνο η απόλυτη ματαιότητα της γερμανικής κουλτούρας μας -ο “ιδεαλισμός” της- μου εξηγεί ως ένα βαθμό γιατί, σ’ αυτό το θέμα, υπήρξα καθυστερημένος σε βαθμό μακαριότητας». Όλη η αλληλογραφία με τη μητέρα του καταμαρτυρεί, πράγματι, τον ακατάλληλο τρόπο διατροφής του καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ουδέποτε ο Νίτσε φαίνεται να επιθυμεί να κόψει τα αλλαντικά και τις πλούσιες σε λίπη τροφές.
Το 1877 ακολουθούσε το παρακάτω πρόγραμμα διατροφής: «Μεσημεριανό: ζωμός Liebig (Justus Liebig Γερμανός χημικός στον οποίο χρωστάμε την εφεύρεση των κύβων ζωμού) ένα τέταρτο του κουταλιού τσαγιού πριν το γεύμα. Δύο σάντουιτς με ζαμπόν και ένα αυγό. Στις έξι οκτώ καρύδια με ψωμί. Δύο μήλα. Δύο κομμάτια πιπερόριζα. Δύο μπισκότα. Βραδινό: ένα αυγό με ψωμί. Πέντε καρύδια. Γάλα με ζάχαρη και μια φρυγανιά ή τρία μπισκότα». Τον Ιούνιο του 1879 βρίσκεται ακόμα στο ίδιο σημείο, αλλά προσθέτει σύκα και αυξάνει την κατανάλωση γάλακτος – πιθανότατα για να κατευνάσει τους στομαχόπονους. Το κρέας είναι σχεδόν ανύπαρκτο στη διατροφή του, στοιχίζει πολύ. Στη δεκαετία του 1880 ένα μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας του με τη μητέρα του συνίσταται σε παραγγελίες λουκάνικων, ζαμπόν -δυσανασχετεί με το υπερβολικό του αλάτισμα- και την προτρέπει να σταματήσει να του στέλνει αχλάδια. Την εποχή της Ενγκαντίν (Ελβετικό τμήμα της κοιλάδας του ποταμού Ιν) φροντίζει για τις προμήθειές του και δεν ησυχάζει αν δεν βεβαιωθεί ότι έχει τη δυνατότητα να αγοράσει κονσέρβες κορνμπίφ. Το 1884 οι επιστολές του περιγράφουν όλο το δράμα της καταπονημένης υγείας του: στομαχόπονοι, έντονες ημικρανίες, διαταραχές στην όραση, εμετοί- αρκείται λοιπόν σε ένα μόνο μήλο για μεσημεριανό. Η ανάγνωση του Εγχειριδίου φυσιολογίας του Φόστερ τον μεταπείθει για μια θεραπεία με αγγλικές μπίρες – stout and pale ale ( μαύρη δυνατή και ξανθιά μπίρα). Λησμονεί τα αναθέματα του για το αγαπημένο ποτό των συμπατριωτών του, αλλά μόνο για να διευκολύνει τον ύπνο του – έτσι πιστεύει τουλάχιστον. Την επόμενη χρονιά, στη Νίκαια, το μεσημέρι τρώει σιμιγδαλένιο ψωμί με γάλα, και δειπνεί στην πανσιόν της Γενεύης, «όπου τα πάντα είναι ροδοψημένα χωρίς λίπος», σε αντίθεση με τη Μαντόν, όπου «μαγειρεύουν όπως στη Βυρτεμβέργη».
Τα γαλακτοκομικά εμφανίζονται το 1886 στο Σιλς. Σε μια επιστολή προς τη μητέρα του εξυμνεί τις αρετές του «λευκού τυριού, με γάλα που έχει υποστεί ζύμωση, όπως το κάνουν στη Ρωσία». Διευκρινίζει: «Τώρα βρήκα κάτι που νομίζω ότι μου κάνει καλό – τρώω κατσικίσιο τυρί συνοδευμένο με γάλα. Επίσης παρήγγειλα πέντε λίβρες όσπρια απευθείας από το εργοστάσιο! Ας αφήσουμε το ζαμπόν προς το παρόν. Ξέχνα και τους κύβους σούπας». Μπορεί πράγματι το στομάχι να ωφελείται από τα γαλακτοκομικά, όμως τα όσπρια δεν διευκολύνουν την πέψη. Όσο για τα αλλαντικά, φαίνεται πως τα στερείται όχι τόσο για λόγους υγιεινής διατροφής, όσο εξαιτίας του δύσοσμου και ελεεινού παστώματος. Η έλλειψη χρημάτων τού απαγορεύει εντούτοις τα πλουσιοπάροχα γεύματα που θα επιθυμούσε. Η φτώχεια και η σωματική καταπόνηση δημιουργούσαν μια ασφυκτική αναγκαιότητα και περιόριζαν εξίσου το εύρος των επιλογών. Αυτό που τον στεναχω-ρεί περισσότερο είναι η έλλειψη κρέατος.
Τον Αύγουστο του 1887 στο Σιλς περνά μέρος της καλοκαιρινής περιόδου στο ξενοδοχείο Αλμπέργκο ντ’ Ιτάλια και τρώει μισή ώρα πριν από τους άλλους για να αποφύγει το θόρυβο των εκατό περίπου θαμώνων της πανσιόν, μεταξύ των οποίων υπάρχουν πολλά παιδιά. Στη μητέρα του αναφέρει την απόφασή του «να μην επιτρέπει στον εαυτό του να τρώει με όλους τους άλλους. Έτσι γευμάτιζα) μόνος: κάθε μέρα ένα ωραίο μπιφτέκι, όχι πολύ ψημένο, με σπανάκι και μια μεγάλη ομελέτα (με γέμιση μαρμελάδα μήλο). Το βράδυ μερικές φέτες ζαμπόν, δυο κρόκους αυγών και δυο ψωμάκια, τίποτε άλλο». Κάθε πρωί, στις πέντε η ώρα, φτιάχνει ένα φλιτζάνι σοκολάτα Van Houten, ξανακοιμάται και ξυπνά μια ώρα αργότερα για να πιει ένα μεγάλο φλιτζάνι τσάι.
Τα αλλαντικά συνεχίζουν ωστόσο να κατέχουν επίλεκτη θέση στην αλληλογραφία του -«ζαμπόν ή σαλάμι από χοιρομέρι»- και έπειτα μέλι, κομματάκια απήγανου και γλυκά Σαβοΐας. Τον τελευταίο χρόνο της διανοητικής του διαύγειας (το 1888) ο Νίτσε κατάργησε το κρασί, την μπίρα, τα οινοπνευματώδη και τον καφέ. Πίνει μόνο νερό και εκμυστηρεύεται μια «απόλυτη πειθαρχία στον τρόπο ζωής και διατροφής του». Αλλά συνεχίζει να ενδίδει στο συνδυασμό μπιφτέκι-ομελέτα, ζαμπόν-ωμοί κρόκοι αυγών και ψωμί. Εκείνο το καλοκαίρι παραγγέλνει έξι κιλά τρυφερό ζαμπόν για τέσσερις μήνες. Όταν παραλαμβάνει δέματα από τη μητέρα του, ο Νίτσε κρεμάει τα λουκάνικα -«τρυφερά στην αφή»- σε ένα σπάγκο κρεμασμένο στους τοίχους του σπιτιού του: πρέπει να φανταστούμε τον φιλόσοφο να γράφει τον Αντίχριστο κάτω από μια αρμαθιά λουκάνικα…
Μερικές εβδομάδες μετά τη νευρική κατάρρευση ο Νίτσε καταναλώνει -επιτέλους- φρούτα. Στο Τορίνο, όπου διαμένει, εκμυστηρεύεται ότι «αυτό που [τον] έχει μέχρι στιγμής κολακέψει περισσότερο είναι ότι οι γριές πλανόδιες μανάβισσες δεν ησυχάζουν αν δεν διαλέξουν για χάρη [του] τα πιο ώριμα τσαμπιά τους». Πρέπει να περιμένουμε αυτή την εποχή για να δούμε τα φρούτα και τα λαχανικά στη διατροφή του στοχαστή. Ποτέ δεν τίθεται θέμα για ψάρι. Στη Νίκαια, όπου μπορούσε να προμηθευτεί φρεσκότατα ψάρια, δεν φαίνεται να εκδηλώνει κανένα ενδιαφέρον για τα θαλασσινά.
Παρόλο που δεν το παραδέχεται, ο Νίτσε ακολουθεί μια βαριά διατροφή – μεσογειακή βέβαια, διατροφή του Νότου, ωστόσο βαριά. Αν και η τευτονική κουζίνα συγκαταλέγεται αναμφισβήτητα στις πιο βαριές και δύσπεπτες, η κουζίνα του Πιεμόντε, την οποία προτιμά στη θέση της, δεν είναι διόλου πιο ελαφριά: εκτός από τη λευκή τρούφα, τη σπεσιαλιτέ του, στο Πιεμόντε μαγειρεύουν κυρίως ραγού, ζυμαρικά, τίποτα πολύ ανάλαφρο. Δεν υπάρχει σαφής καμπή στη νιτσεϊκή βιογραφία όσον αφορά στη σωστή διατροφή. Γράφει: «Πράγματι, μέχρι την ώριμη ηλικία μου δεν έτρωγα ποτέ σωστά, ή, για να το εκφράσω από ηθική άποψη, έτρωγα απρόσωπα, με ανιδιοτέλεια και αλτρουισμό, προς μεγάλο όφελος των μαγείρων και των άλλων εν Χριστώ αδελφών».
Στην πραγματικότητα, το χαλασμένο στομάχι του, η αξιοθρήνητη φυσιολογία του, το σαθρό σώμα του, η ένδειά του, η ζωή του πλανόδιου που είναι καταδικασμένος να ζει στις οικογενειακές πανσιόν, γνωστές περισσότερο για τα γεύματα που αποφέρουν κέρδος παρά για τις γαστρονομικές συνταγές τους, όλα αυτά ήταν αντίθετα σε μια αποτελεσματική διαιτητική. Εκεί που κάποιος θα περίμενε μια διατροφή με ψάρια, φαγητά βραστά ή μαγειρεμένα στον ατμό -η μητέρα του είχε αγοράσει και φρόντισε να του στείλει τα απαραίτητα σκεύη- ο Νίτσε τρώει λουκάνικα, ζαμπόν, γλώσσα, πουλερικά, ζαρκάδι…
Αν θέλει να είναι κανείς νιτσεϊκός, οφείλει να θυμάται ότι ο Νίτσε γράφει στους Ανεπίκαιρους στοχασμούς·. «Εκτιμώ έναν φιλόσοφο στο βαθμό που μπορεί να δώσει ένα παράδειγμα». Με ένα τέτοιο μέτρο ο φιλόσοφος δυσφημίζεται. Ποτέ ο Νίτσε δεν θα ακολουθήσει τη διατροφή που θεωρητικοποιεί. Στα όρια της τρέλας, έγραφε στο τελευταίο του κείμενο: «Άλλο εγώ και άλλο αυτά που γράφω». Η νιτσεϊκή διαιτητική αποτελεί όντως χιμαιρική αρετή, φανταστική μέριμνα, εξορκισμό της βρώσης που μπορεί να προκαλέσει δυσπεψία. Η τροφή είναι το ανάλο-γον του κόσμου. Αφού δεν υπήρξε ποτέ αποτελεσματική ποιητική, η νιτσεϊκή ρητορική της διατροφής παραμένει μια αισθητική αρμονίας ανάμεσα στο πραγματικό και τον εαυτό μας, αλλά ουτοπική αισθητική. Η διατροφή εξαρτάται επίσης από τη θέληση να διαμορφώσουμε το σώμα μας, να αρέσουμε στον εαυτό μας. Μπροστά στην απόλυτη αναγκαιότητα της δυσαρμονίας ο Νίτσε δεν μπορούσε να διαχειριστεί μια τόσο ενθαρρυντική βούληση: τη διαφάνεια του οργανισμού, τη ρευστότητα των μηχανισμών, την ελαφρότητα της μηχανής.
Η νιτσεϊκή διαιτητική είναι μια βασική δυναμική ανάμιξης της ηθικής και της αισθητικής, μια από τις καλές τέχνες, σκοπός των οποίων είναι το ύφος της βούλησης. Αποτελεί βοήθημα της εύθυμης άσκησης του εαυτού μας, τουλάχιστον της προσπάθειας για τη χαρά. Τέχνη του εαυτού μας, εξορκισμός της αναγκαιότητας, τεχνική του έμφυτου, έχει την αξία μιας θεωρητικής λογικής και μιας θέλησης εξευγενισμού του σώματος μέσω ενός ευγενούς τρόπου ζωής. Ό,τι χρειάζεται για να πλαστεί ο Διόνυσος όταν ο Εσταυρωμένος* επιμένει στην μπόχα. Η χαρούμενη γνώση.
-------------------------
* Μετά τη νευρική κατάρρευση που υπέστη στις 3 Ιανουάριου 1889, απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου