Κάτι τέτοιο δεν είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό αν σκεφτούμε ότι από την πλευρά μας (από την πλευρά των περισσοτέρων από εμάς) δεν αποδίδουμε ηθικές ιδιότητες στο ζωικό βασίλειο ή σε αυτό που γενικά αποκαλούμε «φύση». Δεν λέμε ότι ένα λιοντάρι είναι «ανήθικο» επειδή καταβρόχθισε μια αντιλόπη. Δεν αποδίδουμε ηθικές αρχές σε έναν κεραυνό που καταστρέφει ένα σπίτι ή σκοτώνει έναν άνθρωπο. Η ηθική – το καλό και το κακό – δεν έχει καμία θέση σε έναν κόσμο όπου κυβερνούν τα «ένστικτα» και τα «φυσικά αίτια». Για τον Νίτσε, λοιπόν, ο άνθρωπος είναι μέρος αυτού του «φυσικού», «ενστικτώδους» κόσμου. Δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο ηθικός από το λιοντάρι ή τον κεραυνό.
Δεν κατηγορούμε τη φύση για ανηθικότητα όταν στέλνει μια καταιγίδα και μας κάνει μούσκεμα: γιατί τότε αποκαλούμε τον επιβλαβή άνθρωπο ανήθικο; Επειδή δεχόμαστε στην πρώτη περίπτωση την αναγκαιότητα και στη δεύτερη μια ελεύθερη θέληση που διατάζει εθελούσια. Αλλά η διάκριση αυτή είναι λάθος. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο
Ο κόσμος του Νίτσε δεν αποτελεί έναν κόσμο γεμάτο από πράττοντες που πράττουν, από πράγματα που είναι και επί των οποίων αυτοί επενεργούν. Τα πάντα βρίσκονται σε μια συνεχή εξέλιξη, ροή, δεν υπάρχει άνεμος που φυσά, υπάρχει μόνο φύσημα. Το λιοντάρι ή ο άνθρωπος δεν αποτελούν «όντα» με ψυχή που δρουν και επιλέγουν τις πράξεις τους, όπως ακριβώς και ένα σύννεφο δεν είναι ένα σταθερό πράγμα που διαθέτει κάποιο κέντρο ή ψυχή που το κάνει να δρα όπως δρα. Η ανθρώπινη σκέψη έχει φορτωθεί με σφάλματα που οδήγησαν στις έννοιες του «ηθικού» και του «ανήθικου» ανθρώπου, του «ηθικού» και του «ανήθικου» πολιτισμού. Σύμφωνα όμως με τον Νίτσε:
Δεν υπάρχουν ηθικά φαινόμενα, υπάρχει μόνο ηθική ερμηνεία των φαινομένων… Πέραν του Καλού και του Κακού
Δεν υπάρχουν ηθικά φαινόμενα επειδή στο σύμπαν του Νίτσε – όπου τα πάντα είναι φύση – η ηθική δεν έχει λογικό έρεισμα. Ο ιστορικός άνθρωπος – σε αντίθεση με τον Νίτσε – προσδιόρισε την ανθρώπινη ύπαρξη κατά τέτοιο τρόπο ώστε το καλό και το κακό να αναφέρονται σε κάτι πραγματικό. Αν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, τότε μπορεί να επιλέξει ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Αν ο θεός έχει ορίσει νόμους, τότε το να ζεις σύμφωνα με αυτούς είναι ηθικό ενώ το αντίθετο είναι ανήθικο. Όμως στον κόσμο του Νίτσε δεν υπάρχει ελεύθερη θέληση ούτε Θεός, επομένως είναι ανόητο να μιλάμε για ηθική και ανηθικότητα. Επίσης, το να κρίνεις σημαίνει να μη σκέφτεσαι…
…άρα ο φιλόσοφος, όπως και ο Χριστός, πρέπει να πει «μην κρίνετε!» και η τελική διαφορά ανάμεσα στους φιλοσόφους και στους υπόλοιπους θα εντοπίζεται στο ότι οι μεν θα θέλουν να είναι δίκαιοι ενώ οι άλλοι να είναι κριτές. Assorted Opinions and Maxims
Εδώ, το «να είσαι δίκαιος» σημαίνει να βλέπεις τον κόσμο γι’ αυτό που είναι, δηλαδή, άπειρο, ανεξιχνίαστο, σε εξέλιξη το «να κρίνεις» σημαίνει να απλοποιείς, να είσαι επιφανειακός, να αποδέχεσαι την άποψη της αγέλης.
Αγελαίο ένστικτο. Όπου κι αν συναντήσουμε μια ηθική, συναντούμε επίσης μια αξιολόγηση και μια ιεραρχική κατάταξη των ανθρώπινων παρορμήσεων και πράξεων. Αυτές οι αξιολογήσεις και οι ιεραρχικές κατατάξεις είναι πάντα εκφράσεις των αναγκών μιας κοινότητας και αγέλης: ό,τι την ευεργετεί περισσότερο κατά πρώτο λόγο – και κατά δεύτερο και κατά τρίτο – θεωρείται ανώτερο μέτρο για την αξία όλων των ατόμων. Η ηθική μαθαίνει στο άτομο να είναι λειτουργία της αγέλης και να αποδίδει αξία στον εαυτό του μόνο ως λειτουργία. Επειδή οι όροι για τη διατήρηση διαφορετικών κοινοτήτων ήταν πολύ διαφορετικοί, υπήρξαν και πολύ διαφορετικές ηθικές. Λαμβάνοντας υπόψη τις ουσιώδεις αλλαγές στις μορφές των μελλοντικών αγελών και κοινοτήτων, κρατών και κοινωνιών, μπορούμε να προφητέ-ψουμε πως θα υπάρξουν κι άλλες διιστάμενες μεταξύ τους ηθικές. Η ηθική είναι το αγελαίο ένστικτο στο άτομο. Πέραν του Καλού και του Κακού
Το να υποκύψει κανείς στην ηθική μιας αγέλης και να πιστέψει ότι η αγέλη και ο ίδιος είναι οι «καλοί» αποτελεί κάτι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Έπειτα όμως από λίγη σκέψη, προκύπτει ότι κάτι τέτοιο είναι μεν εξαιρετικά «φυσικό», αλλά δεν είναι καθόλου «ηθικό».
Γίνεται κανείς ηθικός – όχι επειδή είναι ηθικός! – Η υποταγή στην ηθική μπορεί να είναι δουλική ή ματαιόδοξη ή ιδιοτελής ή παραιτημένη ή βαριά ενθουσιώδης ή αστόχαστη ή μια πράξη απελπισίας, όπως η υποταγή σε έναν ηγέτη: καθ’ εαυτήν δεν έχει τίποτε ηθικό. Χαραυγή
Συνοψίζοντας:
Η ηθική δεν έχει καμία λογική βάση σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι αναγκαιότητα, δηλαδή τα πάντα είναι αυτά που είναι και δεν θα μπορούσαν να είναι κάτι διαφορετικό. Ακόμα κι αυτό είναι παραπλανητικό, αφού «τα πάντα» δεν έχουν την ιδιότητα του «πράγματος», αλλά αποτελούν ένα σύνολο ροής, που συνεχώς εξελίσσεται.
Σε έναν τέτοιο κόσμο δεν υπάρχει ελεύθερη θέληση. Η ηθική εξαρτάται από την πεποίθηση ότι οι πράττοντες δρουν ελεύθερα. Ο Νίτσε δεν πιστεύει κάτι τέτοιο. Ερωτικά: πού βρίσκεται το «εγώ» που επιλέγει ή το «εγώ» που δρα ελεύθερα; Πού είναι ο άνεμος που φυσά;
Ο κόσμος είναι γεμάτος από διαφορετικές ηθικές και θα υπάρξουν πολλές ακόμα. Το να ακολουθείς μία από αυτές δεν σημαίνει ότι είσαι ηθικός αλλά ότι είσαι παραδοσιακός, δηλαδή, μέρος ενός πολιτισμού, μιας κοινωνίας, μιας παράδοσης.
Η κοινωνία, όπως είναι φυσικό, – προκειμένου να προφυλάξει τον εαυτό της – λέει ότι ο κώδικας ηθικής της είναι και ο πραγματικός, ο αληθινός, ο απόλυτος, ο σωστός. Τα ίδια όμως λένε όλες οι κοινωνίες.
Οι φιλόσοφοι, όλοι όσοι είναι, με μια σοβαρότητα και μιαν ακαμψία που προκαλούσαν το γέλιο, ζητούσαν από τον εαυτό τους κάτι το πολύ ανώτερο, το πιο απαιτητικό, το πιο επίσημο, μόλις θέλανε να ασχοληθούν με την ηθική σαν επιστήμη. Ισχυρίζονταν πως έβρισκαν τα θεμέλια της ηθικής· και όλοι οι φιλόσοφοι φαντάζονταν ως τώρα πως θεμελιώσανε την ηθική. Αλλά την ηθική, αυτή καθεαυτή, την θεωρούσαν ως «δεδομένη». Και ακριβώς επειδή οι ηθικολόγοι ξέρανε μόνο σε πολύ χοντρές γραμμές τα ηθικά γεγονότα, από αυθαίρετες περικοπές ή από τυχαίες συνόψεις, πάνω κάτω ως ηθικότητα του περιβάλλοντος τους, της κοινωνικής τους θέσης, της εκκλησίας τους, του πνεύματος της εποχής τους, του κλίματός τους ή της περιοχής τους, – γιατί ήταν κακά πληροφορημένοι σχετικά με τους λαούς, τις εποχές, τις παραδόσεις, και γιατί δεν νοιάζονταν να τα μάθουν, για τούτο τα αληθινά προβλήματα της ηθικής δεν τ’ αντίκρισαν καθόλου, γιατί αυτά τα προβλήματα εμφανίζονται μόνο όταν συγκρίνουμε πολλές ηθικές. Οσοδήποτε εκπληκτικό κι αν φαίνεται αυτό, από ολόκληρη την «επιστήμη της ηθικής» έλειψε ως σήμερα το πρόβλημα της ηθικής καθεαυτής ή η υπόνοια πως θα μπορούσε να υπάρξει αυτού κάτι το προβληματικό. Πέραν του Καλού και του Κακού
Οι φιλόσοφοι ανέκαθεν εκλάμβαναν ως δεδομένο ότι η ηθική από μόνη της είχε λογική βάση· το πρόβλημά τους ήταν απλά ποια ηθική. Ο Νίτσε λέει ότι καμιά ηθική δεν είναι υποστηρίξιμη, επειδή το πρόβλημα είναι η ίδια η έννοια της ηθικής. Η φύση – τα πάντα – στέκονται πέρα από το καλό και το κακό, ή μάλλον προηγούνται του καλού και του κακού. Το ότι ο άνθρωπος (αυτό το παράξενο μέρος της φύσης) επιμένει να δημιουργεί ηθικές, είναι απλώς μέρος αυτού που κάνει το συγκεκριμένο κομμάτι της φύσης. Όπως λέει ο Νίτσε λίγο παρακάτω στο Πέραν του Καλού και του Κακού:
«Οφείλεις να υπακούεις σε οποιονδήποτε και οφείλεις να υπακούεις πολύν καιρό, αλλιώς θα καταστραφείς, και θα χάσεις και τον τελευταίο σεβασμό προς τον εαυτό σου». Να ποια μου φαίνεται πως είναι η κατηγορική προστακτική της φύσης, που δεν είναι ούτε «κατηγορική», αντίθετα από τις απαιτήσεις του γερο-Καντ (κι απ’ αυτού προέρχεται αυτό το «αλλιώς») που δεν αποτείνεται στο άτομο (τι σημασία έχει το άτομο για τη φύση) αλλά σε λαούς, σε ράτσες, σε εποχές, σε κόστες, και πριν απ’ όλα, σ’ ολάκερο τον ζωικό «άνθρωπο», στο ανθρώπινο είδος. Πέραν του Καλού και του Κακού
Μια παρατήρηση για τ’ αυτιά των σημερινών πολιτικών
Από τότε που υπήρξαν άνθρωποι, υπήρξαν και αγέλες ανθρώπων (συνασπισμοί οικογενειών, κοινοτήτων, φυλών, λαών, κρατών, εκκλησιών) και πάντα πολλοί ευπειθείς σε σύγκριση με το μικρό αριθμό εκείνων που διοικούσαν. Αν σκεφθούμε λοιπόν πως η υπακοή υπήρξε ως σήμερα το προτέρημα που εξασκήσανε και διδάξανε περισσότερο οι άνθρωποι, μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε πως, κατά γενικό τρόπο, όλοι έχουν σήμερα την έμφυτη ανάγκη, σαν ένα είδος ρητής συνείδησης, που προστάζει: «Οφείλεις απόλυτα να κάνεις αυτό το πράγμα, οφείλεις απόλυτα να μην κάνεις εκείνο το πράγμα», με λίγα λόγια: «οφείλεις»…
Ο άνθρωπος προσπαθεί να ικανοποιήσει αυτή την ανάγκη και να της δώσει υλικό ανάλογα με τη δύναμη, την ανυπομονησία, την ενεργητικότητα αυτής της ανάγκης, θα πάρει χωρίς να διαλέξει, με μια όρεξη χονδροειδή, και θα δεχθεί όλα όσα του σφυρίζουν στ’ αυτί εκείνοι που τον διοικούν, είτε αυτοί είναι οι γονείς του είτε οι δάσκαλοι, είτε οι νόμοι, οι ταξικές προλήψεις ή η κοινή γνώμη. Στην περίεργη φτώχια της ανθρώπινης ανάπτυξης, εκείνο που είναι αναποφάσιστο, αργό, παλινδρομικό και κυκλικό, προέρχεται από το γεγονός πως το αγελαίο ένστικτο της υπακοής μεταδόθηκε, ενώ ταυτόχρονα φθειρόταν η τέχνη του διοικείν. Ας υποθέσουμε αυτό το ένστικτο να φθάνει στην ανώτερή του υπερβολή, οι αρχηγοί και οι ανεξάρτητοι θα εκλείψουν στο τέλος, ή η κακή τους συνείδηση θα τους κάνει να υποφέρουν και θα χρειασθεί να πλάσουν μόνοι τους ένα ψέμα, για να μπορέσουν να διοικήσουν: σαν υπάκουοι και αυτοί σε κάτι. Αυτή η κατάσταση των πραγμάτων κυριαρχεί, πραγματικά, στη σημερινή Ευρώπη. Την ονομάζω ηθική υποκρισία των κυβερνώντων. Αυτοί δεν ξέρουν να προφυλάσσονται από την κακή τους συνείδηση παρά μόνο παρουσιαζόμενοι σαν εκτελεστές διαταγών που προέρχονται από υψηλότερες ή αρχαιότερες αρχές, (των προγόνων, του Συντάγματος, του δικαίου, των νόμων ή και του θεού), ή ακόμα διεκδικούν για τον εαυτό τους τις γνώμες και τα λόγια της αγέλης· παραδείγματος χάριν, ως «πρώτοι υπηρέτες του λαού» ή ως «όργανα του κοινού καλού». Πέραν του Καλού και του Κακού
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου