Ως πνευματική-φιλοσοφική σύνθεση, ο Πολιτικός εδράζεται από την αρχή μέχρι το τέλος του σε μια μεγάλη, αλλεπάλληλη – με διακοπές όπου προσήκει – διαιρετική ανάλυση των υπό διερεύνηση θεματικών, από μέρους του Ελεάτη Ξένου, βασικού πρωταγωνιστή. Η διαιρετική αυτή, εκκινώντας από τον ευρύτερο επιστημονικό χώρο και καταλήγοντας στο αμιγώς πολιτικό πεδίο, περνάει, χωρίς ποτέ εντούτοις να εγκλωβίζεται, ανάμεσα και από τέχνες τις οποίες κάποιος είτε κουρασμένος από την μέθοδο, είτε αμύητος στην πολύπλοκη λογική του Ελεάτη, θα χαρακτήριζε διάφορες ως προς το κυρίως θέμα του διαλόγου. Ως εκ τούτου, θα έσφαλλε, διότι τίποτε στην φιλοσοφία εν γένει, οπότε ούτε και στην πλατωνική ειδικότερα, δεν λέγεται ή γράφεται αδίκως, παρά συντείνει στην όσο το δυνατόν εναργέστερη ανάδειξη ή απόδειξη του επιθυμητού σκοπού (τέλους).
Ούτως λοιπόν, ο Ξένος αφιερώνεται σε έναν διαρκή επιμερισμό όλων των πραγμάτων, υλικών και άυλων, που τίθενται στην συζήτηση που διεξάγει με τον Νέο Σωκράτη, προκειμένου να καταλήξει στον ορισμό της πολιτικής τέχνης, μιας τέχνης που δεν μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά με άλλες, αλλά και που μοιράζεται ταυτόχρονα με κάποιες. Μια επιστήμη, φύσει ανώτερη και πολύ σπουδαία, αφ ης στιγμής ελέγχει και συντονίζει τις ενέργειες εκείνων των επιστημών που υπάγονται σε αυτήν.
Μέρη της πολιτικής, αποτελούν μεταξύ άλλων, η ρητορική, η πολεμική και η δικαστική, τέχνες που εξυπηρετούν συγκεκριμένες πτυχές της πολιτικής, αλλά που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ανεξάρτητες. Έχουν ορισμένη λειτουργική αυτονομία, που ωστόσο ελέγχεται και ανακατευθύνεται από την πολιτική, όταν και όπως αρμόζει.
Η πολιτική, δύναται να συγκριθεί ως προς την πραξιολογία της με την υφαντική τέχνη. Κατ’ αναλογία, και ο πολιτικός άνδρας, ο γνήσιος και όχι ο μιμητής, με τον καλό υφαντή, εφόσον εκτελούν συμβολικώς την ίδια εργασία.
Και οι δυο, αποπειρώνται την ύφανση ενός πράγματος, ολοκληρωτικά συντιθέμενου εξ αντιθετικών μεταξύ τους στοιχείων. Για την δημιουργία του τελικού προϊόντος, τίποτα δεν είναι άχρηστο. Συγκεκριμένα, όπως ακριβώς ο υφαντής, θα χρειαστεί και το σκληρό και το μαλακό μαλλί, έτσι και ο ενάρετος πολιτικός, θα μεταχειριστεί τόσο την γενναία προσωπικότητα, όσο και την συνετή, συνδέοντας με τον πλέον αρμονικό τρόπο, την ορμητικότητα με την ηπιότητα και επιτυγχάνοντας κατά τον τρόπο αυτόν την δόμηση της τέλειας (ολοκληρωμένης, μη ατελούς) πολιτείας. Στο τέλειο υφαντό λοιπόν, εντοπίζονται όλα τα στοιχεία, κανένα εκ των οποίων δεν αποβάλλεται από τον τεχνίτη, παρά τοποθετείται στην κατάλληλη θέση, στην θέση δηλαδή εκείνη που θα είναι χρήσιμο και θα επιτελέσει την λειτουργία του στον απόλυτο βαθμό.
Ο πολιτικός άνδρας, είναι ακριβώς αυτός ο τέλειος υφαντής. Ψυχισμός ακέραιος, αυθεντικός, σέβεται και τηρεί τον σοφώς θεσπισμένο Νόμο της κοινωνίας του, αλλά και δεν διστάζει να τον υπερκεράσει και να κομίσει κάποιον νέο, αντικαθιστώντας τον παλαιό, σε περίπτωση που κρίνει πως διακυβεύεται το συμφέρον της πόλης του, ή στην περίπτωση που πιστεύει πως το νέο νομοθέτημα που έχει συλλάβει, θα συμπληρώσει κενά που άφηνε η προτεραία νομική τάξη. Υπό οιαδήποτε άλλη συνθήκη, ο Νόμος είναι απαράβατος και απόλυτος, όπως η φαρμακευτική αγωγή που συντάσσει ο θεράπων ιατρός και υποχρεούται να ακολουθήσει ο νοσών για την ίασή του. Εν αντιθέσει με αυτόν, τον αληθή κάτοχο της πολιτικής τέχνης, ο κίβδηλος και μιμητής πολιτικός, που μεριμνά για τον προσωπικό όφελος, τον οποίο εύλογα και εύστοχα αποδομεί ο Ελεάτης αποδίδοντάς του τίτλους όπως «λαοπλάνος, ταραχοποιός, οπαδός» , ευθύνεται για την μεγαλύτερη ζημία της πόλης του και ως εγκληματίας χρήζει της βαρύτερης τιμωρίας.
Ο Ξένος, και με την αρωγή του Νέου Σωκράτη που διαλεκτικά τοποθετείται στον διάλογο, εμπλουτίζει την πολιτική του πραγματεία με μια τυπολογία περί πολιτευμάτων. Διακρίνει σε ένα πρώτο στάδιο, την διακυβέρνηση του ενός (Μοναρχία), την διακυβέρνηση των ολίγων και την διακυβέρνηση των πολλών (Δημοκρατία), ενώ διαμέσου της προαναφερθείσας διαιρετικής μεθόδου, βαίνει προς μια εκ νέου διάκριση των αρχικών τριών πολιτευμάτων, με κριτήριο το ορθό των κυβερνώντων.
Επομένως, η μοναρχία, επιμερίζεται στην βασιλεία και την τυρρανία, όπου η μεν πρώτη ορίζεται ως τέτοια από την πίστη και την υπακοή του μονάρχη στους νόμους, η δε δεύτερη πραγματώνεται μέσα από την πολιτική αυθαιρεσία του ενός κυβερνήτη, η οποία και αποσκοπεί στην ικανοποίηση ίδιων σκοπών και όχι των συλλογικών, της πόλης.
Η διακυβέρνηση των ολίγων, υποδιαιρείται στους τύπους της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας, κοινή λύδια λίθος των οποίων, αποτελεί και πάλι όχι το ποσοτικό κριτήριο αλλά το ποιοτικό. Δηλαδή, το κατά πόσο οι εξουσιαστές φορούν το προσωπείο του ενάρετου πολιτικού ώστε να τον μιμηθούν. Στην αριστοκρατία οπότε, οι πλούσιοι, τηρούν τους νόμους, κατά τον ίδιο τρόπο που τους τηρεί και ο βασιλιάς, ενώ όταν αυτή η μίμηση γίνεται κακότροπα, με ασέβεια ως προς τον θεσπισμένο νόμο – είτε γραπτό είτε εθιμικό -, τότε το πολίτευμα ονομάζεται ολιγαρχικό.
Η δημοκρατία τέλος, διαχωρίζεται σε εκείνη που ασκείται σύμφωνα με τους νόμους και σε εκείνη που ασκείται παράνομα. Η μιμητική τέχνη, εντοπίζεται ξανά στην βάση της στρέβλωσης του ορθού πολιτεύματος. Εντούτοις, παρά την μεταξύ τους ειδοποιό διαφορά, οι δύο αυτοί τύποι μοιράζονται το ίδιο όνομα. (Αντίθετος ο Αριστοτέλης εδώ, που ως παρέκβαση της δημοκρατίας, τοποθετεί την οχλοκρατία).
Η τυπολογία που παραθέτει στον λόγο του ο Ελεάτης, δεν είναι άνευ αξιολογικού προσήμου.
Η πολιτική, δύναται να συγκριθεί ως προς την πραξιολογία της με την υφαντική τέχνη. Κατ’ αναλογία, και ο πολιτικός άνδρας, ο γνήσιος και όχι ο μιμητής, με τον καλό υφαντή, εφόσον εκτελούν συμβολικώς την ίδια εργασία.
Και οι δυο, αποπειρώνται την ύφανση ενός πράγματος, ολοκληρωτικά συντιθέμενου εξ αντιθετικών μεταξύ τους στοιχείων. Για την δημιουργία του τελικού προϊόντος, τίποτα δεν είναι άχρηστο. Συγκεκριμένα, όπως ακριβώς ο υφαντής, θα χρειαστεί και το σκληρό και το μαλακό μαλλί, έτσι και ο ενάρετος πολιτικός, θα μεταχειριστεί τόσο την γενναία προσωπικότητα, όσο και την συνετή, συνδέοντας με τον πλέον αρμονικό τρόπο, την ορμητικότητα με την ηπιότητα και επιτυγχάνοντας κατά τον τρόπο αυτόν την δόμηση της τέλειας (ολοκληρωμένης, μη ατελούς) πολιτείας. Στο τέλειο υφαντό λοιπόν, εντοπίζονται όλα τα στοιχεία, κανένα εκ των οποίων δεν αποβάλλεται από τον τεχνίτη, παρά τοποθετείται στην κατάλληλη θέση, στην θέση δηλαδή εκείνη που θα είναι χρήσιμο και θα επιτελέσει την λειτουργία του στον απόλυτο βαθμό.
Ο πολιτικός άνδρας, είναι ακριβώς αυτός ο τέλειος υφαντής. Ψυχισμός ακέραιος, αυθεντικός, σέβεται και τηρεί τον σοφώς θεσπισμένο Νόμο της κοινωνίας του, αλλά και δεν διστάζει να τον υπερκεράσει και να κομίσει κάποιον νέο, αντικαθιστώντας τον παλαιό, σε περίπτωση που κρίνει πως διακυβεύεται το συμφέρον της πόλης του, ή στην περίπτωση που πιστεύει πως το νέο νομοθέτημα που έχει συλλάβει, θα συμπληρώσει κενά που άφηνε η προτεραία νομική τάξη. Υπό οιαδήποτε άλλη συνθήκη, ο Νόμος είναι απαράβατος και απόλυτος, όπως η φαρμακευτική αγωγή που συντάσσει ο θεράπων ιατρός και υποχρεούται να ακολουθήσει ο νοσών για την ίασή του. Εν αντιθέσει με αυτόν, τον αληθή κάτοχο της πολιτικής τέχνης, ο κίβδηλος και μιμητής πολιτικός, που μεριμνά για τον προσωπικό όφελος, τον οποίο εύλογα και εύστοχα αποδομεί ο Ελεάτης αποδίδοντάς του τίτλους όπως «λαοπλάνος, ταραχοποιός, οπαδός» , ευθύνεται για την μεγαλύτερη ζημία της πόλης του και ως εγκληματίας χρήζει της βαρύτερης τιμωρίας.
Ο Ξένος, και με την αρωγή του Νέου Σωκράτη που διαλεκτικά τοποθετείται στον διάλογο, εμπλουτίζει την πολιτική του πραγματεία με μια τυπολογία περί πολιτευμάτων. Διακρίνει σε ένα πρώτο στάδιο, την διακυβέρνηση του ενός (Μοναρχία), την διακυβέρνηση των ολίγων και την διακυβέρνηση των πολλών (Δημοκρατία), ενώ διαμέσου της προαναφερθείσας διαιρετικής μεθόδου, βαίνει προς μια εκ νέου διάκριση των αρχικών τριών πολιτευμάτων, με κριτήριο το ορθό των κυβερνώντων.
Επομένως, η μοναρχία, επιμερίζεται στην βασιλεία και την τυρρανία, όπου η μεν πρώτη ορίζεται ως τέτοια από την πίστη και την υπακοή του μονάρχη στους νόμους, η δε δεύτερη πραγματώνεται μέσα από την πολιτική αυθαιρεσία του ενός κυβερνήτη, η οποία και αποσκοπεί στην ικανοποίηση ίδιων σκοπών και όχι των συλλογικών, της πόλης.
Η διακυβέρνηση των ολίγων, υποδιαιρείται στους τύπους της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας, κοινή λύδια λίθος των οποίων, αποτελεί και πάλι όχι το ποσοτικό κριτήριο αλλά το ποιοτικό. Δηλαδή, το κατά πόσο οι εξουσιαστές φορούν το προσωπείο του ενάρετου πολιτικού ώστε να τον μιμηθούν. Στην αριστοκρατία οπότε, οι πλούσιοι, τηρούν τους νόμους, κατά τον ίδιο τρόπο που τους τηρεί και ο βασιλιάς, ενώ όταν αυτή η μίμηση γίνεται κακότροπα, με ασέβεια ως προς τον θεσπισμένο νόμο – είτε γραπτό είτε εθιμικό -, τότε το πολίτευμα ονομάζεται ολιγαρχικό.
Η δημοκρατία τέλος, διαχωρίζεται σε εκείνη που ασκείται σύμφωνα με τους νόμους και σε εκείνη που ασκείται παράνομα. Η μιμητική τέχνη, εντοπίζεται ξανά στην βάση της στρέβλωσης του ορθού πολιτεύματος. Εντούτοις, παρά την μεταξύ τους ειδοποιό διαφορά, οι δύο αυτοί τύποι μοιράζονται το ίδιο όνομα. (Αντίθετος ο Αριστοτέλης εδώ, που ως παρέκβαση της δημοκρατίας, τοποθετεί την οχλοκρατία).
Η τυπολογία που παραθέτει στον λόγο του ο Ελεάτης, δεν είναι άνευ αξιολογικού προσήμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου