Μάλιστα, κάποιοι χρησιμοποιούν τον όρο Λακανική ψυχανάλυση για να κάνουν αστεία. Θα προσπαθήσω όσο πιο εκλαικευμένα να καταθέσω τη γνώμη μου και στα δύο γνωσιακά αντικείμενα.
Η αλήθεια είναι ότι αδυνατώ προσωπικά να καταλάβω πως κάποιος μπορεί να εκφέρει άποψη για κάτι που δεν το έχει σπουδάσει. Επίσης αδυνατώ να καταλάβω πως κάποιοι απαξιώνουν έργα ανθρώπων που ανάλωσαν τη ζωή τους μελετώντας την ανθρώπινη φύση.
Όπως δεν είναι σώφρον να απαξιώσουμε τον Αριστοτέλη επειδή πίστευε ότι όλες οι λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος εκπορεύονται από την καρδιά (αντί του εγκεφάλου που είναι στην πραγματικότητα), ούτε τον Αινστάιν που μετά τη θεωρία της σχετικότητας ανάλωσε την καριέρα του στην ενοποίηση όλων των δυνάμεων της φύσης σε μια θεμελιώδη εξίσωση (έχει αποδειχθεί ότι αυτό δεν είναι εφικτό), ούτε πολιτισμούς και κουλτούρες που διέπραξαν έχοντας θεσμοθετημένη τη δουλεία (πχ Κλασσική Ελλάδα), με την ίδια συλλογιστική δεν μπορούμε να απαξιώσουμε τα έργα πολυσχιδών εργατών της ανθρωπότητας όπως του Φρόυντ και του Λακάν.
Θα ήταν πιο χρήσιμο αν οι Γνωσιακοί-συμπεριφοριστικοί θεραπευτές μελετούσαν τα σημαντικά τους έργα και ανέσυραν χρήσιμες παρατηρήσεις και συμπεράσματα που θα μπορούσαν να τους ανοίξουν νέους δρόμους στην ψυχοθεραπευτική τους πρακτική.
Κάπου είχα διαβάσει ένα άρθρο έγκριτου ψυχιάτρου εις την αλλοδαπήν, όπου υποστήριζε ότι έχουμε φτάσει πια σε ένα σημείο κορεσμού της ψυχοθεραπευτικής πράξης και όπου οτιδήποτε νέο είναι μια παραλλαγή του παλιού και κάπως, με κάποιο τρόπο, αυτό θα πρέπει να ξεπεραστεί για να δούμε θεαματικές αλλαγές με εντυπωσιακά αποτελέσματα στη σύγχρονη ψυχοθεραπευτική πρακτική.
Στις Γνωσιακές προσεγγίσεις υπάρχουν πολύ περισσότερες από μια και φυτρώνουν κάθε λίγο και άλλες (Schema therapy, ACT, DBT κλπ)
Η Λακανική Ψυχανάλυση αποκαλείται από πολλούς ως η Κοινωνική Θεωρία της ψυχανάλυσης.
Για μένα η Λακανική ψυχανάλυση αποτέλεσε τη γέφυρα, τη μετάβαση μεταξύ της κλασικής ψυχανάλυσης και της γνωσιακής προσέγγισης στον ανθρώπινο ψυχισμό.
Για παράδειγμα η θέση του ψυχαναλυτή Λακάν ήταν, ότι ο άνθρωπος, πέρα από τη φυσική του υπόσταση, μπορεί να εννοηθεί και ως ένα σύστημα γνώσεων και πεποιθήσεων.
Το ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να ταλαιπωρούνται από ψυχικές διαταραχές, από την αρχαιότητα ως την σύγχρονη εποχή, παρόλη την τόσο μεγάλη τεχνολογική πρόοδο και συσσώρευση νέας γνώσης, μας δείχνει ότι υπάρχει κάτι δομικό που έχει μείνει απαράλλακτο όλα αυτά τα χρόνια. Είναι αυτό το δομικό στοιχείο που δημιουργεί τα έντονα συναισθήματα φόβου, ντροπής, ανησυχίας και τα όμοια.
Το δομικό κατά τους ψυχαναλυτές είναι το πρωταρχικό τραύμα, το οποίο, δρα ως «μαγνήτης» εκείνων των γνώσεων, των παραδοχών, των πεποιθήσεων και των προσωπικών «πιστεύω» του ατόμου, δηλαδή αυτών που συγκροτούν τον εαυτό του.
Ο Λακάν υποστήριζε ότι αυτή η λειτουργία του «μαγνήτη» είναι να δημιουργήσει μια προστατευτική πανοπλία που θα μας προστατεύει από τη τραυματική μας εμπειρία, που μας θυμίζει τη μορφή ενός κρεμμυδιού.
Συνεπώς για να φτάσουμε, να επεξεργαστούμε και γιατρέψουμε το τραύμα θα πρέπει στα πλαίσια της ψυχανάλυσης να φτάσουμε σιγά σιγά στον πυρήνα του "κρεμμυδιού", ξεφλουδίζοντας συστηματικά και αργά μέσα από την επίμονη διαδικασία της ψυχανάλυσης.
Αχά! Μα αυτό κάτι μου θυμίζει. Μήπως την τεχνική του κάθετου τόξου, μια βασική τεχνική της Γνωσιοσυμπεριφοριστικής θεραπείας που συνεισφέρει στη γνωσιακή αναδόμηση του υποκειμένου δηλαδή του ψυχοθεραπευόμενου;
Όπου από μια αυτόματη σκέψη, που συμβαίνει σε κλάσματα δευτερολέπτου και ως εκ τούτου μη αντιληπτή, μια «ασυνείδητη σκέψη» - με ψυχαναλυτικούς όρους-, σε ένα ερέθισμα εσωτερικό ή εξωτερικό, του άμεσου περιβάλλοντός του ο ψυχοθεραπευτής καταλήγει σε μια βασική πυρηνική πεποίθηση που τον κάνει να δυσλειτουργεί;
Μια πεποίθηση βαθιά ριζωμένη που προέρχεται από την προϊστορία, την αλληλεπίδραση του ασθενή με τους σημαντικούς άλλους των παιδικών του χρόνων;
Βλέπετε ότι τώρα τα πράγματα, δηλαδή η Λακανική ψυχανάλυση και η Γνωσιο-Συμπεριφοριστική θεραπεία αρχίζουν ελαφρά να φαντάζουν λίγο εγγύτερα το ένα με το άλλο. Και συνεχίζουμε...
Στη Λακανική ψυχανάλυση, ένα σημαίνον που αντιπροσωπεύει ένα άλλο σημαίνον, ένα σύμπτωμα, επομένως, αντιπροσωπεύει ένα σημαίνον υποκατάστατο που πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί μέσα από την αλυσίδα των συσχετίσεων που θα οδηγήσει σε άλλα σημαίνοντα στο λόγο του ασθενούς.
Αλλά και στη ΓΣθ, η τοπολογία του συμπτώματος, όπως για παράδειγμα το χαμηλωμένο βλέμμα, θα πρέπει να παροτρύνει τον θεραπευτή να διερευνήσει την υπόθεση μιας κοινωνικής φοβίας χρησιμοποιώντας τα δικά του εργαλεία και τεχνικές ώσπου να φτάσει μέσα από μια αλυσίδα συσχετίσεων στη λεγόμενη «καυτή σκέψη». Μια «καυτή σκέψη» θα μπορούσε να είναι κάτι που φέρει ένα ιδιαίτερο και απολύτως προσωπικό νόημα.
Μια άλλη γνωστή διδαχή του Λακάν είναι ότι «δεν είμαστε νοικοκύρηδες στο ίδιο μας το Σπίτι», όπου σπίτι θεωρεί το ασυνείδητό μας.
Εννοεί ότι όταν αρχίζουμε να μιλάμε δεν ορίζουμε ακριβώς αυτά που θα εκστομίσουμε, εξ ου και τα προβλήματα στην επικοινωνία μας με τους άλλους.
Με γνωσιακούς όρους θα λέγαμε ότι μας παραπέμπει στα γνωσιακά λάθη που συνήθως εμπεριέχουν αυτές οι αυτόματες δυσλειτουργικές αρνητικές μας σκέψεις, είτε αναφορικά με τον εαυτό μας, τους άλλους ή το μέλλον γενικότερα.
Γι' αυτό ο Ααρον Μπεκ, στα θέματα επικοινωνίας με τους άλλους αλλά και τον εαυτό μας, μας προτρέπει να κάνουμε τις ερωτήσεις εκείνες, ώστε να είμαστε σίγουροι για το νόημα που αντιληφθήκαμε.
Ο Λακάν έλεγε ότι λόγω του ότι η επικοινωνία είναι ατελής, η σχέση ενός άνδρα και μιας γυναίκας προσομοιάζει σε μια μεγάλη παρεξήγηση που αν την βλέπαμε σε ταινία, σίγουρα θα ήταν κωμωδία.
Το ότι οι συζητήσεις συνεχίζονται και δεν τελειώνουν ποτέ, συμβαίνει γιατί τα προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν λόγω αυτής της ατελούς επικοινωνίας («η επικοινωνία είναι κάτι το αδύνατο», έλεγε).
Μια και κάναμε αναφορά στον πατέρα, είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι όλη η διδασκαλία του Λακάν στρέφεται γύρω από το Συμβολικό Όνομα του Πατέρα και την Πατρική Λειτουργία.
Στην Λακανική θεώρηση, τα ψυχολογικά προβλήματα δημιουργούνται και έχουν ως αναφορά τη συνδιαλλαγή μας με την εξουσία, τους Σημαντικούς 'Αλλους στην πρώιμη ιστορία μας. Αλλά και στη Γνωσιοσυμπεριφοριστική θεραπεία, η προϊστορία του θεραπευόμενου και ειδικά οι αλληλεπιδράσεις του εντός του οικογενειακού περιβάλοντος είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την επίλυση συναισθηματικών κι άλλων προβλημάτων του θεραπευόμενου.
Στη Γνωσιακή-Συμεπριφοριστική θεραπεία, υπάρχει η αλλαγή μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς που γίνεται σταδιακά και σύμφωνα με τις αρχές της Συμπεριφορικής επιστήμης.
Πρόκειται για μια διαδικασία μάθησης στην οποία ο θεραπευτής είναι ο καθοδηγητής μέσα από μια διαδικασία γνωστή κι ως «guided discovery» αλλά κι ένα πρότυπο προς μίμηση.
Αναλύει, περιγράφει και κάνει πρόβα της επιθυμητής συμπεριφοράς στον θεραπευόμενο, κι αυτός με τη σειρά του θα πρέπει μεταξύ 2 συνεδριών να προσπαθήσει να την επαναλάβει ώστε να εξοικειωθεί με το αντικείμενο του άγχους και του φόβου του.
Στη ψυχανάλυση, η θεραπεία επέρχεται ως υπεραξία (surplous) της όλης διαδικασίας και με την πάροδο του χρόνου, σιγά-σιγά... κατά κάποιο τρόπο, στο τέλος ο ψυχαναλυόμενος «ταυτίζεται», τρόπον τινά, με τον ψυχαναλυτή του υιοθετώντας τρόπους σκέψης και συμπεριφορές που του επιτρέπουν μια δομική αλλαγή στη ψυχοσύνθεσή του.
Η μόνη περίπτωση που ο χρόνος της ψυχοθεραπείας στη ΓΣΘ μπορεί να διαρκέσει 2 και 3 χρόνια, είναι σε σοβαρές διαταραχές της προσωπικότητας όπου ο θεραπευόμενος έχει μια αδυναμία / απροθυμία /εναντιωματική συμπεριφορά να ακολουθήσει τις οδηγίες του θεραπευτή του.
Και τέλος απαντώντας στο αρχικό ερώτημα, να υπενθυμίσω το θεώρημα της μη-πληρότητας του Gödel.
Ο Gödel απέδειξε ότι σε ένα σύστημα πάντα θα υπάρχουν προτάσεις (τα γνωστά μας αξιώματα) πάνω στα οποία «χτίζουμε» περαιτέρω γνώση. Σε ένα σύστημα, λέει ο Gödel, πάντα θα υπάρχουν παραδοξότητες και προτάσεις που δεν μπορούν να αποδειχτούν μέσα στο ίδιο το σύστημα. Είναι σε αυτές τις περιπτώσεις που η εισαγωγή γνώσης από ένα άλλο πεδίο (σύστημα γνώσης) θα μπορούσε να ικανοποιήσει αυτό το κενό.
Όταν μιλάμε για τη Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική Θεραπεία και τη Λακανική Ψυχανάλυση, ας γνωρίζουμε ότι μιλάμε για δύο τέτοια, ξέχωρα συστήματα γνώσης (disciplines) και ως έτσι, η μελέτη και των δύο αντικειμένων θα μπορούσε –θεωρητικά τουλάχιστον- να συνεισφέρει στη σύγχρονη ψυχοθεραπευτική πρακτική χωρίς αυτό να ληφθεί ως κάλεσμα για μια «ψυχαναλυτικίζουσα» προσέγγιση της Γνωσιακής - Συμπεριφορικής ψυχοθεραπευτικής πράξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου