Πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι στο δωδεκάθεο; Η απάντηση είναι εμφανώς αρνητική, αν αναλογιστούμε την αφετηρία της Φιλοσοφίας. Όσο περιορισμένες και αν είναι οι πηγές, τα λιγοστά αποσπάσματα των Προσωκρατικών, των πρώτων φιλοσόφων, διαθλούν τον απεγνωσμένο αγώνα του ανθρώπου απέναντι στον μύθο. Στον μύθο του Ησίοδου, όπου οι θεοί, μέγα πλήθος διαφόρων θεοτήτων, κατασκευάζουν τον κόσμο και μάχονται να επικρατήσουν στον άνθρωπο, αλλά και στα Ομηρικά έπη, όπου παίρνουν μέρος στα ανθρώπινα, έχουν αδυναμίες και προτιμήσεις, ωστόσο παραμένουν θεοί: ζουν αέναα και εξουσιάζουν τον άνθρωπο.
Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία «ξελέει» τον μύθο και επιχειρεί να εξηγήσει τα πάντα με τη λογική. Για να υπάρχει θεός, θα έχει κάποια χρησιμότητα. Είτε θα δημιούργησε τον κόσμο, είτε θα κινεί τα νήματα των φυσικών νόμων. Των φυσικών όχι των θεϊκών. Το δωδεκάθεο σαφώς παραμερίζεται ως πολύ ανθρώπινο. Αν υπάρχει θεός θα είναι ένας και δεν θα συμμετέχει στα ανθρώπινα. Δεν προστατεύει, δεν νοιάζεται ούτε επιβραβεύει ή τιμωρεί. Κυρίως δεν χρειάζεται λατρεία ή θυσίες. Αυτά παραμένουν ως παράδοση, για τον λαό που εξακολουθεί να φοβάται και να περιμένει τους οιωνούς της μαντικής τέχνης. Ο φιλόσοφος όμως έχει κάνει το βήμα προς τη λογική. Και μόλις το κάνει, η πίστη καταρρέει. Ακόμη και ο ένας θεός, αν υπάρχει, θα πρέπει να έχει κάποια θέση στο Σύμπαν, στην κοσμική τάξη.
Ο Θαλής (6ος-5ος αι. π.Χ.), ο πρώτος φιλόσοφος και ένας από τους επτά σοφούς, θέτει το ερώτημα, δίνει τη δική του απάντηση και η πάλη πίστης και λογικής ξεκινά. Αν ουσία των όντων είναι το ύδωρ, όπως διατείνεται ο Θαλής, η θεϊκή παρέμβαση στη δημιουργία του κόσμου αποκλείεται. Η βόμβα που τοποθετεί ο Θαλής στην Ιωνία εκρήγνυται και παρασύρει ανθρώπους που αναζητούν την αλήθεια και τη λογική, γνωρίζοντας ότι δεν θα τη βρουν ποτέ. Αυτή είναι και η διαφορά, η αναζήτηση της αλήθειας, που δεν είναι μία, και προχωράει για κάποιους αιώνες, δίχως να επιστρέφει στην τυφλή πίστη. Ο Αναξίμανδρος, λίγο νεότερος του Θαλή, συνεχίζει, τοποθετώντας το «άπειρον» ως την ουσία των όντων. Οι φυσικοί νόμοι αρχίζουν να διαμορφώνονται, η Γη αιωρείται στο σύμπαν χωρίς καμιά βοήθεια και τα πρώτα ζώα (από τα οποία κατάγεται ο άνθρωπος) γεννιούνται στο υγρό στοιχείο. Ο Αναξιμένης (6ος-5ος αι. π.Χ.), θέτει τον «αέρα» ως ουσία των πάντων και ο Αναξαγόρας, τον «Νου». Ο δεύτερος εγκαταλείπει την Ιωνία για την Αθήνα όπου εγκαθίσταται για δύο δεκαετίες.
Οι απόψεις των Προσωκρατικών φιλοσόφων απείχαν πάρα πολύ από τις λαϊκές δοξασίες που ήθελαν τους θεούς αναμεμειγμένους στη ζωή των ανθρώπων. Ο Ηράκλειτος από την Έφεσο (6ος-5ος αι. π.Χ), καταδικάζει την κυρίαρχη ανθρωπομορφική αντίληψη των θεών που απαντάται στα Ομηρικά έπη. Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο (9.1) υποστηρίζει ότι «τον Όμηρο αξίζει να τον διώξουν από τους αγώνες και να τον ραπίσουν». Ο Εφέσιος φιλόσοφος αντιτίθεται στις θυσίες στους θεούς, χαρακτηρίζοντας «τρελό» όποιον «κάνει αυτή την πράξη» και παραλληλίζει την προσευχή στα αγάλματα με το να μιλάει κανείς σε τοίχους (DK Α5).
Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (περίπου 570-475 π.Χ.) στρέφεται κι αυτός εναντίον του Ομήρου, από τον οποίο τα μάθαμε όλα (DK Β10) αλλά και του Ησίοδου: «Ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους θεούς όλα εκείνα που σχετίζονται με τις κατηγόριες και επικρίσεις μεταξύ των ανθρώπων: την κλοπή, την μοιχεία και την αμοιβαία εξαπάτηση.» (Β11). Διακωμωδώντας την ανθρώπινη εφευρετικότητα για τους θεούς γράφει: «…αν τα άλογα και τα βόδια είχαν τα χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν, οι θεοί τους θα έμοιαζαν πολύ με άλογα και βόδια.» (Β15). Για τον ίδιο είναι ξεκάθαρο ότι ο άνθρωπος δημιουργεί τους θεούς του και τους πλάθει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν: «Οι Αιθίοπες λένε ότι οι θεοί τους είναι μαύροι με κοντή μύτη. Οι Θράκες πως οι δικοί τους είναι γαλανομάτηδες και κοκκινοτρίχηδες.» (Β16).
Η πρώιμη επιστημονική σκέψη των Ιώνων φιλοσόφων έχει στραφεί ήδη στην αστρονομία. Οι θεοί των ανθρώπων δεν κυβερνούν εκεί, εξορίζονται στη μυθολογική σφαίρα. Αλλά μαζί με αυτούς εξορίζεται και ο Αναξαγόρας (500-428 π.Χ.). Είμαστε στην εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου και με ψήφισμα του Διοπείθη «καταγγέλλονται όσοι δεν πιστεύουν στα θεία ή διδάσκουν άλλες θεωρίες για τα ουράνια φαινόμενα» (Πλούταρχος, Βίοι, Περικλής, 32.1) Οι Αθηναίοι κατηγορούν τον πρώτο τους φιλόσοφο για αθεΐα και ο Αναξαγόρας εγκαταλείπει την Αθήνα για τη Λάμψακο. Βάσει του ιδίου νόμου θα καταδικαστεί λίγο αργότερα ο Σωκράτης σε θάνατο, αντιμετωπίζοντας και αυτός την ίδια κατηγορία. Ο Πλούταρχος μεταφέρει (Νικίας, 23):
«Ο πρώτος άνθρωπος που έγραψε την πιο ξεκάθαρη και τολμηρή από όλες τις πραγματείες για την αλλαγή των φάσεων της σελήνης ήταν ο Αναξαγόρας. Αλλά δεν ήταν αρχαία αυθεντία, ούτε η πραγματεία του είχε μεγάλη φήμη… Δεν δεχόταν τους φυσικούς φιλοσόφους και τους μετεωρολέσχας, όπως τους ονόμαζαν που διασπούσαν τη θεότητα σε άλογες αιτίες, απρόβλεπτες δυνάμεις και αναγκαίες ιδιότητες. Ο Πρωταγόρας εξορίστηκε, ο Αναξαγόρας φυλακίστηκε και με δυσκολία τον έσωσε ο Περικλής, και ο Σωκράτης, μολονότι δεν είχε καμιά σχέση με τέτοια πράγματα, έχασε τη ζωή του για την αφοσίωσή του στη φιλοσοφία.»
Η κριτική ωστόσο της παραδοσιακής θρησκείας κορυφώνεται με τους Σοφιστές. Η αντίθεση «νόμος-φύσις» είναι εκείνη που γεννά μια αμφισβήτηση που φτάνει μέχρι την αθεΐα. Ο Πρωταγόρας με σοφιστική μαεστρία παραδέχεται τον αγνωστικισμό του όσον αφορά τη γνώση των θεών. Γράφει στο Περί θεών:
«Σχετικά με τους θεούς δεν μπορώ να εξακριβώσω αν υπάρχουν ή όχι, ή ποια μορφή έχουν˙ γιατί υπάρχουν πολλά πράγματα που εμποδίζουν να τους γνωρίσουμε, η αβεβαιότητα σχετικά με το θέμα και η βραχύτητα της ανθρώπινης ζωής.»
Ωστόσο, άλλοι σοφιστές είναι πιο τολμηροί. Ο Κριτίας επιχειρεί να δώσει εξήγηση για τη βάση της θρησκείας, που δεν είναι τίποτα άλλο από μια ανθρώπινη ανακάλυψη (Β25):
(Μιλάει ο Σίσυφος). «Υπήρξε μια εποχή κατά την οποία ή ανθρώπινη ζωή ήταν ακατάστατη, γεμάτη θηριωδία, υποταγμένη στη δύναμη· μια εποχή οπού ούτε οι καλοί άνθρωποι επιβραβεύονταν ούτε πάλι οι κακοί τιμωρούνταν. Ύστερα, νομίζω, οι άνθρωποι θέσπισαν νόμους που όριζαν ποινές, ώστε το δίκαιο να τους εξουσιάζει όλους εξίσου και να έχει την αλαζονεία υπόδουλη του· κι αν τυχόν κάποιος έκανε ένα λάθος, τον τιμωρούσαν. Στη συνέχεια, επειδή οι νόμοι εμπόδιζαν μεν τους ανθρώπους να αδικούν στα φανερά, αλλά ωστόσο οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να αδικούν στα κρυφά, τότε, νομίζω, για πρώτη φορά κάποιος έξυπνος και σοφός άνθρωπος σοφίστηκε για τους θνητούς τον φόβο των θεών, ώστε να υπάρχει κάτι πού να το φοβούνται οι κακοί ακόμη κι όταν κάνουν ή λένε ή διανοούνται κάτι στα κρυφά. Επινόησε έτσι το θείο, ότι δηλαδή υπάρχει ένας δαίμονας που ζει μια δίχως τέλος ακμή, ένας δαίμονας που ακούει και βλέπει νοερά, που στοχάζεται στο έπακρο, που προσέχει τα πάντα και που έχει περιβληθεί μια θεϊκή φύση: ο δαίμονας αυτός θα ακούει οτιδήποτε λέγεται ανάμεσα στους θνητούς και θα μπορεί να αντιλαμβάνεται οτιδήποτε γίνεται. Κι αν σιωπηρά σχεδιάζεις κάτι κακό, δεν θα μείνει απαρατήρητο από τους θεούς. Γιατί ο λογισμός τους είναι πολύ δυνατός. Με αυτά τα λόγια παρουσίασε την πιο ελκυστική διδαχή, καλύπτοντας την αλήθεια πίσω από έναν ψεύτικο λόγο.»
Η αρχή έχει ήδη γίνει. Ο Στωικισμός και ο Επικουρισμός πατούν πλέον στο σταθερό έδαφος που τους προσφέρουν οι προγενέστεροι φιλόσοφοι, ώστε να μη φοβούνται να εκθέσουν τη φιλοσοφία τους, που δεν περιλαμβάνει αναγκαστικά θεούς. Ο άνθρωπος θα είναι μόνο για μερικούς αιώνες ελεύθερος να πιστεύει ό,τι θέλει. Αλλά η φιλοσοφία έχει αποδείξει ότι δεν χρειάζεται κανέναν θεό που να διασφαλίζει το ηθικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η ηθική στηρίζεται στον ίδιο τον άνθρωπο χωρίς έξωθεν τιμωρία. Το δίκαιο το ίδιο.
Υπάρχει θεός; Η φιλοσοφία δεν μπορεί να ασχοληθεί με αυτό το ερώτημα, καθώς δεν είναι φιλοσοφικό, δεν απαντάται λογικά. Όπως και δεν μπορεί να αποδείξει κανένας επιστήμονας την ύπαρξη ή μη του θεού. Γιατί η λογική και η πίστη δεν μπορούν να συμβαδίσουν. Η λογική συγκρούεται με την όποια μορφή πίστης, προκατάληψης ή σύμβασης. Και η φιλοσοφία έχει μόνο όπλο τη λογική.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου