Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

Δύο επίπεδα ανάγνωσης

Επανειλημμένα διατύπωσα την άποψη ότι ένα κείμενο (και κυρίως ένα κείμενο με αισθητική σκοπιμότητα, και στην παρούσα περίπτωση ένα αφηγηματικό κείμενο) τείνει να κατασκευάσει έναν διπλό Πρότυπο Αναγνώστη. Κατ’ αρχήν, απευθύνεται σε έναν πρότυπο αναγνώστη πρώτου επιπέδου, που θ’ αποκαλέσουμε σημειολογικό, ο οποίος επιθυμεί (και δικαίως) να μάθει πώς τελειώνει η ιστορία (αν ο Αχάμπ καταφέρνει να πιάσει τη Φάλαινα, αν ο Λέοπολντ Μπλουμ συναντά επιτέλους τον Στήβεν Δαίδαλο, αφού διασταυρώθηκαν αρκετές φορές τυχαία εκείνη τη 16η Ιουνίου του 1904, αν ο Πινόκιο θα γίνει αγοράκι με σάρκα και οστά, αν ο Αφηγητής θα καταφέρει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον Χαμένο Χρόνο). Αλλά το κείμενο απευθύνεται και σ’ έναν πρότυπο αναγνώστη δεύτερου επιπέδου, τον οποίο θα ονομάσουμε σημειωτικό ή αισθητικό. Αυτός αναρωτιέται τι είδους αναγνώστης του ζητάει το κείμενο να γίνει, και θέλει ν’ ανακαλύψει πώς πορεύεται ο πρότυπος συγγραφέας, ο οποίος τον καθοδηγεί βήμα προς βήμα. Με λίγα λόγια, ο αναγνώστης του πρώτου επιπέδου θέλει να μάθει τι θα συμβεί, ενώ εκείνος του δεύτερου επιπέδου πώς εξιστορούνται τα όσα συμβαίνουν. Για να μάθουμε πώς τελειώνει μια ιστορία, αρκεί συνήθως να τη διαβάσουμε μία μόνο φορά. Για να γίνουμε αναγνώστες του δεύτερου επιπέδου, πρέπει να τη διαβάσουμε πολλές φορές και ορισμένες ιστορίες αναγκαζόμαστε να τις διαβάζουμε επ' άπειρον.

Δεν υπάρχουν αναγνώστες αποκλειστικά του δεύτερου επιπέδου· για να γίνουν μάλιστα οφείλουν πρώτα να είναι καλοί αναγνώστες πρώτου επιπέδου. Όποιος από μας, διαβάζοντας τους Μελλόνυμφους, δεν ένιωσε ένα ρίγος, όταν η Λουτσία βλέπει να εμφανίζεται μπροστά της ο Ακατονόμαστος, δεν μπορεί να εκτιμήσει τον τρόπο με τον οποίο είναι φτιαγμένο το μυθιστόρημα του Manzoni. Αλλ’ ασφαλώς μπορούμε να είμαστε αναγνώστες πρώτου επιπέδου, χωρίς να φτάσουμε ποτέ στο δεύτερο: πράγμα που συμβαίνει σε όποιον παθιάζεται εξίσου με τους Μελλόνυμφους και τον Γαργαντούα, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι το δεύτερο είναι λεκτικά πολύ πιο πλούσιο από το πρώτο. Ή σε όποιον βαριέται, και όχι άδικα, να διαβάσει την Hypnerotomachia Poliphili διότι με τέτοιους νεολογισμούς, δεν καλοκαταλαβαίνει πού πάει το πράγμα.

Αν το καλοεξετάσουμε, ακριβώς μέσα από το παιχνίδι αυτών των δύο επιπέδων ανάγνωσης, αναδεικνύεται ο διττός τρόπος με τον οποίο εννοούμε την κάθαρση στην Ποιητική του Αριστοτέλη και εν γένει στην αισθητική: πράγματι, ξέρουμε ότι στο θέμα της κάθαρσης μπορούμε να δώσουμε είτε μια ομοιοπαθητική ερμηνεία είτε μια αλλοπαθητική ανάγνωση. Στην πρώτη περίπτωση, η κάθαρση δημιουργείται από το γεγονός ότι ο θεατής της τραγωδίας καταλαμβάνεται στ’ αλήθεια από έλεος και φόβο, σε σημείο σπασμού, έτσι ώστε υποφέροντας απ΄ αυτά τα δύο πάθη, εξαγνίζεται και βγαίνει απελευθερωμένος μέσα από τη θεατρική εμπειρία· στη δεύτερη περίπτωση, το κείμενο της τραγωδίας απομακρύνεται από το πάθος που αναπαριστά, μέσα από μια μπρεχτική σχεδόν αποστασιοποίηση, και εμείς απελευθερωνόμαστε από το πάθος, όχι βιώνοντάς το, αλλά εκτιμώντας τον τρόπο με τον οποίο αναπαρίσταται. Βλέπετε λοιπόν ότι για μια κάθαρση ομοιοπαθητικού τύπου αρκεί ένας θεατής του πρώτου επιπέδου (αυτός ο οποίος κλαίει όταν σ’ ένα γουέστερν έρχονται οι καλοί), ενώ για μια αλλοπαθητική κάθαρση χρειάζεται ένας θεατής δεύτερου επιπέδου – πράγμα το οποίο, λανθασμένα ίσως, συντελεί στο να δίνεται στην αλλοπαθητική κάθαρση μια μεγαλύτερη φιλοσοφική αξία, μια πιο αγνή και εξαγνιστική θεώρηση της τέχνης, ενώ η ομοιοπαθητική θεωρία εντάσσεται στις γιορτές των κορυβαντιώντων και της μύησης στα Ελευσίνια Μυστήρια μέσα από αρώματα ή στα ξεφαντώματα του πυρετού του Σαββατόβραδου.

Δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να θεωρήσουμε αυτήν τη διάκριση των επιπέδων σάμπως από τη μια μεριά να βρίσκεται ένας αναγνώστης που ικανοποιείται εύκολα και ενδιαφέρεται μόνο για την ιστορία, ενώ από την άλλη, ένας αναγνώστης με αισθητικά λεπτότερο ουρανίσκο, που ενδιαφέρεται για το ιδίωμα. Αν ήταν έτσι, δεν θα έπρεπε να διαβάζουμε σε πρώτο επίπεδο τον Κόμη Μοντεχρήστο και να παθιαζόμαστε ή ακόμα και να κλαίμε με μαύρο δάκρυ σε κάθε του συμφορά, και έπειτα, σε δεύτερο επίπεδο, να συνειδητοποιούμε, όπως πρέπει, ότι από άποψη ύφους, είναι φριχτά γραμμένο και να αποφαινόμαστε ότι είναι ένα κακό μυθιστόρημα. Ωστόσο, το θαύμα με έργα όπως ο Κόμης Μοντεχρήστος είναι ότι, παρότι γραμμένα άσχημα, είναι αριστουργήματα αφήγησης. Επομένως, αναγνώστης δεύτερου επιπέδου δεν είναι μόνον εκείνος που αντιλαμβάνεται ότι ένα μυθιστόρημα είναι άσκημα γραμμένο, αλλά και εκείνος που βλέπει ότι, παρά το γεγονός αυτό, η αφηγηματική δομή είναι τέλεια, όλα τ’ αρχέτυπα στη σωστή θέση, οι σκηνικές εκπλήξεις σε σωστή δοσολογία, η ανάσα (αν και μερικές φορές λαχανιαστή) σχεδόν ομηρική – έτσι, το να κακολογήσουμε τον Κόμη Μοντεχρήστο για τη γλώσσα του είναι σαν να κακολογούμε τις όπερες του Verdi επειδή ο Francesco Maria Piave και ο Salvatore Cammarano δεν ήταν Leopardi. Αναγνώστης του δεύτερου επιπέδου είναι επομένως και εκείνος που συνειδητοποιεί το πώς το έργο καταφέρνει να λειτουργεί σωστά σε πρώτο επίπεδο.

Ωστόσο, σ’ αυτό ακριβώς το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης κρίνεται το αν ένα κείμενο έχει δύο ή περισσότερα νοήματα, αν αξίζει τον κόπο ν’ αναζητήσουμε το αλληγορικό νόημα, αν ο μύθος μιλάει και για τον αναγνώστη – και αν όλ’ αυτά τα διαφορετικά νοήματα δένονται σ’ ένα αρμονικό και στέρεο σύμπλεγμα ή μπορούν να αιωρούνται ανεξάρτητα. Ο αναγνώστης του δεύτερου επιπέδου θα κρίνει ότι είναι δύσκολο να διαχωριστούν το κυριολεκτικό και το ηθικό νόημα του μύθου του λύκου και του αρνιού (σάμπως χωρίς το ηθικό νόημα να μην υπήρχε λόγος να εξιστορηθεί αυτή η φαγωμάρα ανάμεσα στα ζώα).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου