5.5.Δ. Ιστοριογραφία«Είναι πολύ μεγάλο κακό να μην ξέρει κανείς να ξεχωρίζει την ιστορία από την ποίηση και να εισάγει στην ιστορία τα στολίδια της ποίησης: τον μύθο, το εγκώμιο και τις υπερβολές τους.»
Λουκιανός, Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν
Ο Λουκιανός επισημαίνει και καταδικάζει, με το δίκιο του, ένα γενικότερο φαινόμενο που εμφανίζεται ήδη στο βιογραφικό έργο του Πλουτάρχου: επιχειρώντας να ερμηνεύσουν και να νομιμοποιήσουν τη ρωμαϊκή κυριαρχία, προσπαθώντας να παρουσιάσουν σε ευνοϊκό φως τα γεγονότα της εποχής και θέλοντας να κολακέψουν τους πρωταγωνιστές τους, οι ιστορικοί της Ελληνορωμαϊκής εποχής παράβλεπαν συχνά το χρέος τους προς την αλήθεια, υιοθετούσαν, αν δεν έπλαθαν, μύθους και αναλύονταν σε υπερβολικούς επαίνους.
Σημαντικός Έλληνας ιστορικός στο ξεκίνημα των ελληνορωμαϊκών χρόνων ήταν ο Νικόλαος από τη Δαμασκό (1ος π.Χ./1ος μ.Χ. αι.) σύμβουλος και διπλωματικός εκπρόσωπος του Ηρώδη του Μεγάλου, βασιλιά της Ιουδαίας. Συνεχίζοντας την παράδοση του Διόδωρου ο Νικόλαος θέλησε στο έργο του Ἱστορίαι, έργο-ποταμό, να καταγράψει την κοινή ιστορία όλων των λαών, ανατολικών και δυτικών, από τις πρώτες αρχές ως και τις μέρες του. Από τα 144 βιβλία δε σώζονται παρά λιγοστά αποσπάσματα ενσωματωμένα στα έργα νεότερων ιστορικών, όπως του Ιώσηπου και του Αππιανού, που τον αντιγράψαν. Χαμένα είναι και τα υπόλοιπα (εθνογραφικά, βιογραφικά και φιλοσοφικά) έργα του, όπως χαμένες είναι και οι τραγωδίες και οι κωμωδίες που παραδίδεται ότι είχε γράψει.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ (1ος π.Χ./1ος μ.Χ. αι.)
Ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό, που τον γνωρίσαμε και ως κήρυκα του αττικισμού, δημοσίευσε και ιστορικό έργο με τίτλο Ρωμαϊκὴ ἀρχαιολογία, όπου παρουσίαζε την ιστορία της Ρώμης από τις αρχές ως τον πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο, αφετηρία της ιστορίας του Πολύβιου. Τα πρώτα έντεκα βιβλία έχουν σωθεί αυτούσια· από τα υπόλοιπα εννιά έχουμε μόνο επιτομές και αποσπάσματα.
Ο Διονύσιος ξεκινά από την πεποίθηση ότι και στα πολεμικά και στα ειρηνικά έργα η ρωμαϊκή ηγεμονία ξεπερνά κάθε προηγούμενη, και υπόσχεται να δείξει (α) ότι οι οικιστές της Ρώμης δεν ήταν κάποιοι «ανέστιοι και πλάνητες βάρβαροι», όπως λέγεται, αλλά Έλληνες από τους καλύτερους, και (β) ότι το μεγαλείο της δεν το χρωστά στην τύχη, όπως ισχυρίστηκαν άλλοι «κακοηθέστατοι» ιστορικοί, αλλά «στην ευσέβεια και τη δικαιοσύνη» των κατοίκων της (1.4). Για το πρώτο στηρίχτηκε σε μύθους, για το δεύτερο στην ικανότητά του να ωραιοποιεί τα δεδομένα της ρωμαϊκής ιστορίας.
Πηγές του ήταν οι προγενέστεροι Έλληνες και ρωμαίοι ιστορικοί και χρονογράφοι, γλώσσα του φυσικά η αττική διάλεκτος, πρότυπα ύφους οι ρήτορες των κλασικών χρόνων, αλλά βέβαια το αποτέλεσμα, όπως θα το περιμέναμε, είναι πολύ μέτριο.
Ο Φλάβιος Ιώσηπος (περ. 37-100 μ.Χ.) ήταν Ιουδαίος, γεννημένος από ιερατική οικογένεια στην Ιερουσαλήμ. Στην εβραϊκή εξέγερση πολέμησε τους Ρωμαίους από ηγετική θέση· πιάστηκε όμως αιχμάλωτος (69 μ.Χ.), κέρδισε στη Ρώμη την εύνοια του Βεσπασιανού, απελευθερώθηκε, παρακολούθησε από το ρωμαϊκό στρατόπεδο την πολιορκία και την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και τελικά εγκαταστάθηκε στη Ρώμη ως συγγραφέας και ευνοούμενος των αυτοκρατόρων. Την περιγράφει ο ίδιος τη δράση του (κάπως αόριστα και συγκαλυμμένα) πρώτα στο έργο του Ἱστορία ἰουδαϊκοῦ πολέμου πρὸς Ρωμαίους, ύστερα και στην αυτοβιογραφία που δημοσίευσε με τον τίτλο Ἰωσήπου βίος σε μια προσπάθεια να αποδείξει με κάθε μέσο την αφοσίωσή του στη Ρώμη. Τα υπόλοιπα έργα του, η Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία, με κύρια πηγή την Παλαιά Διαθήκη, και το Περὶ ἀρχαιότητος τῶν Ἰουδαίων στόχο έχουν να παρουσιάσουν στο μορφωμένο κοινό της αυτοκρατορίας την πανάρχαιη εβραϊκή ιστορική και πολιτισμική παράδοση.
Μητρική του γλώσσα ήταν τα αραμαϊκά, και σε αυτήν έγραφε τα έργα του πριν τα μεταφράσει, όχι χωρίς συνεργάτες, στα ελληνικά. Έτσι ο λόγος του, παρ᾽ όλο τον αττικισμό και το φροντισμένο ρητορικό ύφος, δεν παύει να προδίνει την ξενική του προέλευση.
Ο Αππιανός από την Αλεξάνδρεια (περ. 90-165 μ.Χ.) ανακηρύχτηκε ρωμαίος πολίτης από τον αυτοκράτορα Αδριανό και σταδιοδρόμησε ως δημόσιος λειτουργός στη Ρώμη. Το έργο του Ρωμαϊκά, γραμμένο στην Κοινή χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές απαιτήσεις, αποτελεί εξιστόρηση της ρωμαϊκής ιστορίας από τα μυθικά χρόνια ως τις μέρες του. Σε γενικές γραμμές η αφήγηση ακολουθεί τη χρονολογική τάξη· όμως οδηγός στην οικονομία της ύλης είναι και τα διάφορα έθνη που παρουσιάζονται ένα ένα με τη σειρά της υποταγής τους στους Ρωμαίους. Οι περισσότερες πηγές του Αππιανού ήταν λατινικές, και βέβαια ο θαυμασμός του για τη Ρώμη απεριόριστος.
ΑΡΡΙΑΝΟΣ (περ. 95-175 μ.Χ.)
Ο Φλάβιος Αρριανός, από τη Νικομήδεια της Βιθυνίας, σπούδασε πρώτα στην Αθήνα, ύστερα στη Νικόπολη, όπου μαθήτεψε στον Επίκτητο, γοητεύτηκε από τη φιλοσοφία του και την κατάγραψε σε δύο έργα με τίτλο Ἐπικτήτου διατριβαί και Ἐγχειρίδιον. Στη συνέχεια, ακολουθώντας την οικογενειακή του παράδοση, υπηρέτησε σε κρατικές θέσεις, συνδέθηκε φιλικά με τον αυτοκράτορα Αδριανό και τοποθετήθηκε πληρεξούσιος διοικητής της Καππαδοκίας - μεγάλη θέση. Αν και σημείωσε επιτυχίες, ιδιαίτερα στο στρατιωτικό πεδίο, όπου αναχαίτισε τους Αλανούς, εισβολείς από τον Καύκασο, σε λίγα χρόνια αποσύρθηκε, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και αφοσιώθηκε στη συγγραφή.
Από τα έργα που σχετίζονται με τη δράση του δύο, ο Περίπλους Εὐξείνου Πόντου και η Τέχνη τακτική, σώθηκαν ολόκληρα· από ένα τρίτο, την Ἀλανική, μόνο ένα απόσπασμα. Από τα έργα της ύστερης συγγραφικής περιόδου έχουν χαθεί τρεις βιογραφίες[1] και τρία μεγάλα ιστορικά έργα, τα Βιθυνιακά, τα Παρθικά και τα Μετ᾽ Ἀλέξανδρον· σώθηκαν όμως ο Κυνηγετικός, που συμπληρώνει τα Κυνηγετικά του Ξενοφώντα, η Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις, που ιστορεί την εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου, και η Ἰνδική, έργο εθνογραφικό, γραμμένο σε ιωνική διάλεκτο κατά το πρότυπο του Ηρόδοτου.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη παρατηρητικότητα για να διαπιστώσουμε πόσα βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία συνδέουν τον Αρριανό με τον Ξενοφώντα: όπως ο Ξενοφών, έτσι και ο Αρριανός μαθήτεψε σε ένα φιλόσοφο και κατάγραψε τις απόψεις του δασκάλου του· όπως ο Ξενοφών, έτσι και ο Αρριανός πολέμησε από ηγετική θέση στη Μικρασία· όπως ο Ξενοφών, έτσι και ο Αρριανός αποσύρθηκε νωρίς από τη δράση και αφοσιώθηκε στη συγγραφή· η Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις του Αρριανού αντιστοιχεί ως τίτλος στην Κύρου ἀνάβασις του Ξενοφώντα και ο Κυνηγετικός στα Κυνηγετικά. Οι ομοιότητες, θεληματικές και αθέλητες, είναι πραγματικά μεγάλες.
Σύγχρονος σχεδόν με τον Αρριανό ο Λουκιανός είχε διαπιστώσει ότι τα χρόνια εκείνα «δεν έμεινε άνθρωπος να μη συγγράφει ιστορία· όλοι μάς γίναν Θουκυδίδηδες και Ηρόδοτοι και Ξενοφώντες»[2] - σωστά! Όμως ας μην αδικήσουμε έναν ιστορικό που ήξερε να διαλέγει τις πηγές του, που διασταύρωνε τις πληροφορίες του και που, ιδιαίτερα στην Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις, μας έδωσε μιαν αξιόπιστη αφήγηση της εκστρατείας - αντικειμενική, όπου προσπάθησε βέβαια να δικαιολογήσει, όχι όμως και να αποκρύψει τις σκοτεινές πλευρές του Μεγαλέξανδρου. Όσο για τη συνειδητή μίμηση του Ξενοφώντα, αυτή τον βοήθησε να ακολουθήσει τον μέσο δρόμο και να διαμορφώσει έναν αττικό λόγο απλό, στρωτό και ευκολονόητο.
Ο Δίων Κάσσιος (περ. 163-235 μ.Χ.), συμπατριώτης και συγγενής του Δίωνα του Χρυσόστομου, γεννήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Σπούδασε στη Ρώμη και ακολουθώντας, όπως ο Αρριανός, την οικογενειακή του παράδοση, υπηρέτησε στη ρωμαϊκή διοίκηση, συνδέθηκε με τους αυτοκράτορες και έφτασε στα ύπατα αξιώματα. Ήταν πια γέρος όταν αποσύρθηκε στην πατρίδα του για να συνεχίσει το συγγραφικό του έργο. Θαυμαστής και αυτός της Ρώμης, έγραψε την ιστορία της από τις αρχές ως το 229 μ.Χ. Η Ρωμαϊκὴ ιστορία, που για να τη γράψει μας λέει ο ίδιος ότι χρειάστηκε είκοσι χρόνια, είχε 80 βιβλία, απ᾽ όπου μας σώθηκαν 24 ολόκληρα, 2 αποσπασματικά και τα υπόλοιπα σε σύνοψη. Οι περισσότερες πηγές του ήταν λατινικές, πρότυπά του στη γλώσσα και στο ύφος ο Θουκυδίδης και ο Δημοσθένης, αλλά το αποτέλεσμα, αν εξαιρέσουμε την εξιστόρηση των γεγονότων που είχε ζήσει ο ίδιος από κοντά, δεν ικανοποιεί.
Από τη Βιθυνία φαίνεται να καταγόταν και ο Ηρωδιανός (2ος/3ος μ.Χ. αι.), συγγραφέας ενός έργου με τίτλο Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας ἱστορίαι, που καλύπτει την περίοδο από τον θάνατο του Μάρκου Αυρηλίου ως την ενθρόνιση του Γορδιανού (180-238 μ.Χ.). Ο Ηρωδιανός δήλωσε ότι ἐν βασιλικαῖς ἢ δημοσίαις ὑπηρεσίαις γενόμενος κατάγραψε γεγονότα που είδε και άκουσε ο ίδιος (1.2.5), και έδωσε στην αφήγησή του τη μορφή μιας σειράς από βιογραφίες όπου οι πληροφορίες για τη δράση των αυτοκρατόρων συνδυάζονται με κριτικές παρατηρήσεις για τη μόρφωση και τον χαρακτήρα τους. Αν και οι ιστορικοί έχουν επισημάνει πολλές απροσεξίες και ανακρίβειες, αν και οι φιλόλογοι δεν ενθουσιάζονται με τη γλώσσα της[3] και τον ρητορισμό της, η ιστορία του Ηρωδιανού είναι πολύτιμη, ας είναι και μόνο γιατί παρουσιάζει πρόσωπα και πράγματα μιας κινημένης εποχής, όταν στον θρόνο ανεβοκατέβαιναν αυτοκράτορες ασήμαντοι που άλλο έργο δε σώθηκε να μας τους γνωρίσει.
Ο Δέξιππος (3ος π.Χ. αι.) ήταν Αθηναίος, κατά καιρούς ιερέας, άρχων βασιλεύς, άρχων επώνυμος, στρατηγός και σωτήρας της Αθήνας, όταν την απείλησαν γερμανοί επιδρομείς. Έργα του (α) η Χρονικὴ ἱστορία, παγκόσμια, από τις αρχές ως τα χρόνια του, (β) τα Σκυθικά, για τις επιδρομές των βαρβάρων, και (γ) Τὰ μετ᾽ Ἀλέξανδρον, που έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι αποτελούσαν επιτομή του ομώνυμου έργου του Αρριανού - όλα, εκτός από λίγα αποσπάσματα, χαμένα.
Τον 3ο μ.Χ. αιώνα, ένας άγνωστός μας συγγραφέας που τον ονομάζουμε Ψευδοκαλλισθένη (θα δούμε γιατί) αποφάσισε να συνθέσει και να καταγράψει σε συνεχή διήγηση τους ποικίλους θρύλους για τον Μεγαλέξανδρο που κυκλοφορούσαν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και που οι ρίζες τους έφταναν πίσω στα πρώτα αλεξανδρινά χρόνια. Έτσι δημιουργήθηκε η Διήγησις τοῦ Ἀλεξάνδρου, που με διάφορους τίτλους και σε πολλές παραλλαγές και μεταφράσεις κυκλοφορούσε χειρόγραφα στα βυζαντινά χρόνια, ώσπου αργότερα να τυπωθεί και να γίνει λαϊκό ανάγνωσμα, η λεγόμενη Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου. Η Διήγησις (όπου ο Μεγαλέξανδρος παρουσιάζεται να έχει κατακτήσει, κοντά στα άλλα, τη Σικελία και να συζητά με τους ινδούς γυμνοσοφιστές) αποδόθηκε στον Καλλισθένη, τον ιστορικό του Μεγαλέξανδρου, χωρίς βέβαια να είναι δική του. Αν την αναφέρουμε εδώ είναι γιατί αποτελεί ταιριαστό σύνδεσμο ανάμεσα στην ιστορία και το μυθιστόρημα.
------------------------------------------
1. Ο Αρριανός είχε βιογραφήσει τον κορίνθιο στρατηγό Τιμολέοντα, που είχε δράσει στη Σικελία, τον Δίωνα, τύραννο των Συρακουσών, και έναν άγνωστό μας ληστή, τον Τιλλόροβο.
2. Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν
3. Αναρωτιέται κανείς διαβάζοντας αν ο Ηρωδιανός, που είχε πρότυπό του τον Θουκυδίδη, ξεκίνησε να γράψει στην αττική διάλεκτο με προσμείξεις από την Κοινή, ή στην Κοινή με προσμείξεις από την αττική διάλεκτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου