Το 335 π.Χ ο Αριστοτέλης ιδρύει στην Αθήνα μια σχολή αφιερωμένη στη φιλοσοφική και επιστημονική έρευνα, η οποία, αν και επικαλείται το πνεύμα της Πλατωνικής Ακαδημίας, απομακρύνεται απ’ αυτήν σε ό,τι αφορά τα πεδία μελέτης και τις μεθόδους που ακολουθεί. Μετά τον θάνατο του Σταγειρίτη, οι δραστηριότητες του Λυκείου επικεντρώνονται ολοένα και περισσότερο στη μελέτη της φύσης η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο εμπειρικό ενδιαφέρον, πρώτα υπό την καθοδήγηση του Θεόφραστου του Ερέσιου και στη συνέχεια με το έργο του Στρατώνα του Λαμψακηνού, ο οποίος είναι γνωστός ως«φυσικός». Από τον 1ο αιώνα π.Χ και μετά δεν διαθέτουμε ασφαλείς πληροφορίες για τη σχολή του Αριστοτέλη κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η περιπατητική παράδοση συναντάται ολοένα και περισσότερο στην Αλεξάνδρεια και τη Ρώμη επικεντρώνεται στην κριτική δραστηριότητα των ακροαματικών έργων του Σταγειρίτη, τα οποία δημοσιεύτηκαν από τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο.
Γέννηση και οργάνωση του Λυκείου
Οι κύριες πηγές απ’ όπου αντλούμε πληροφορίες για τη δομή και τις δραστηριότητες του Λυκείου είναι τα κείμενα και οι μαρτυρίες των μελών της σχολής· πρόκειται για μαρτυρίες στο πλαίσιο της σχολής, ενώ σπανιότερες είναι οι εξωτερικές πηγές.
Γνωρίζουμε ότι το Λύκειο ιδρύθηκε από τον Αριστοτέλη στην Αθήνα το 335 π.Χ. και ότι ήταν ιδιωτικό ίδρυμα, το οποίο το κράτος δεν διηύθυνε ούτε επέβλεπε, και το οποίο προσέφερε επιστημονική και φιλοσοφική εκπαίδευση υψηλού επιπέδου.
Τα δύο ονόματα με τα οποία η σχολή είναι γνωστή από την αρχαιότητα -Λύκειο ή, πιο συχνά, Περίπατος- δείχνουν ότι ο Αριστοτέλης, τουλάχιστον στην αρχή, συγκέντρωνε τους μαθητές και τους συναδέλφους του στο δημόσιο γυμνάσιο του Λυκείου (το οποίο έφερε αυτό το όνομα γιατί στεγαζόταν στον ναό που ήταν αφιερωμένος στον Λύκειο Απόλλωνα) και χρησιμοποιούσε τις δημόσιες αίθουσες του γυμναστηρίου ή ενδεχομένων νοίκιαζε μερικούς χώρους κοντά σε αυτό.
Η λέξη περίπατος, ωστόσο, όσον αφορά την κοινή χρήση της αναφέρεται σε έναν χώρο του γυμνασίου, ενδεχομένως σε ένα μονοπάτι με δέντρα μέσα σε έναν κήπο- η ετυμολογία που προτείνεται από τον Διογένη Λαέρτιο, σύμφωνα με τον οποίο το όνομα της σχολής προερχόταν από το ρήμα περιπατείν (κάνω περίπατο) και αναφερόταν στη συνήθεια του Αριστοτέλη, η οποία άλλωστε μαρτυρείται από διάφορους φιλοσόφους της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων ο Πρωταγόρας και ο Πλάτων, να συζητά με τους φίλους και τους μαθητές του περπατώντας, απορρίπτεται από πολλούς σύγχρονους μελετητές: τα ακροαματικά έργα του Αριστοτέλη, τα οποία σε μεγάλο μέρος είναι προϊόν της διδακτικής του δραστηριότητας, αφήνουν να εννοηθεί ότι στα μαθήματα χρησιμοποιούσε ανατομικά τραπέζια, γεωγραφικούς και αστρονομικούς χάρτες, διαγράμματα, πίνακες, όργανα τα οποία απαιτούν την ύπαρξη ενός σταθερού χώρου, μιας αίθουσας.
Ο Αριστοτέλης δεν είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης των τόπων όπου διδάσκει, γιατί ως μέτοικος δεν μπορεί να κατέχει ιδιοκτησία στην Αθήνα- μόνο με τον διάδοχο του στο τιμόνι της σχολής, τον Θεόφραστο τον Ερέσιο το Λύκειο αποκτά δική του έδρα. Αν και είναι και ο ίδιος μέτοικος, ο Θεόφραστος καταφέρνει να αποκτήσει το δικαίωμα της ένκτησης, δηλαδή το δικαίωμα να κατέχει ακίνητα σε μία ξένη χώρα, χάρη στη βοήθεια του Δημητρίου Φαληρέως, μέλους του Λυκείου και διοικητή της Αθήνας, και λίγο μετά το 317 πΧ αγοράζει έναν κήπο και μερικά κτήρια. Το συγκρότημα (το οποίο δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με εκείνο στο οποίο αρχικά δίδασκε ο Αριστοτέλης) αποτελεί ιδιοκτησία του Θεόφραστου, ο οποίος το αγοράζει με τα χρήματα που κληρονόμησε, αλλά περνάει στην ιδιοκτησία της σχολής όταν ο Θεόφραστος στη διαθήκη του το κληροδοτεί στην κοινότητα των Περιπατητών, απαγορεύοντας ρητά να πουληθεί.
Σύμφωνα με μια παράδοση που μας μεταφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, η σχολή του Αριστοτέλη γεννιέται μαζί με την Ακαδημία, την οποία διηύθυνε ο Ξενοκράτης (396-314 πΧ)- από μια δοξογραφία (πιθανότατα νεοπλατωνικής προέλευσης) από τον Μάρκο Τύλλιο Κικέρωνα και από την αριστοτελική βιογραφία που είναι γνωστή ως Vita Marciana, η οποία χρονολογείσαι ανάμεσα στον 1ο και τον 4ο αιώνα, μαθαίνουμε ότι το Λύκειο γεννιέται ως παρακλάδι της πλατωνικής σχολής ή, τέλος πάντως, συνάπτοντας δεσμούς φιλίας και συνεργασίας με αυτήν.
Τα στοιχεία που έχουμε δεν επαρκούν για να υποστηρίξουμε κάποια από τις δύο παραδόσεις: το βέβαιον είναι ότι ο Περίπατος, αν και παρουσιάζει κοινά στοιχεία με την Ακαδημία (όπως, άλλωστε, είναι λογικό από τη στιγμή που ο Αριστοτέλης είχε περάσει είκοσι χρόνια εκεί), ξεχωρίζει από τη σχολή του Πλάτωνα όσο αφορά τα περιεχόμενα και τη μέθοδο έρευνας.
Οι σύγχρονοι μελετητές συμφωνούν ότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε το Λύκειο σχολείο ή πανεπιστήμιο με τη σύγχρονη έννοια των όρων. Αντίθετα, δομείται ως κοινωνία, κοινότητα ανδρών, οι οποίοι συνδέονται με δεσμούς φιλίας και αφού κάθονται από κοινού στην επιστημονική και φιλοσοφική έρευνα (η λέξη που χρησιμοποιεί ο Θεόφραστος είναι συμφιλοσοφείν, αλλά η πατρότητα του νεολογισμού θα πρέπει να αποδοθεί στον Αριστοτέλη, ο οποίος τον χρησιμοποιεί στο ένατο βιβλίο ίων Ηθικών Νικομαχείων για να περιγράφει το είδος της δραστηριότητας που λάμβανε χώρα στην πλατωνική Ακαδημία).
Καθοδηγητής της σχολής είναι ο σχολάρχης. Σύμφωνα με τη Μαρτυρία του Διογένη Λαέρτιου, αυτό το καθήκον αναλαμβάνει αρχικά ο Αριστοτέλης και έπειτα ο Θεόφραστος ο Ερέσιος περίπου από το 323 έως το 287 πΧ, ο Στράτων ο Λαμψακηνός από το 287 έως τo 269 π.Χ. και ο Λύκων ο Τρώας από το 269 έως το 226-224 π.Χ.
Ο σχολάρχης είναι πρώτος μεταξύ ίσων και μεριμνά μαζί με τους άλλους φιλόσοφους για την πνευματική ανάπτυξη της σχολής, τη φροντίδα των κτηρίων και τη διευθέτηση πρακτικών θεμάτων. Η διαδικασία μέσω της οποίας γίνεται κανείς σχολάρχης δεν είναι αυστηρώς προσδιορισμένη, αλλά κάθε φορά διαφέρει. Ο πιο διαδεδομένος τρόπος φαίνεται να είναι η εκλογή από την κοινότητα, παρόλο που υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως στην περίπτωση του Αριστοτέλη και του Στράτωνα, οι οποίοι κατονόμασαν τους διαδόχους τους.
Η περιπατητική κοινότητα εν συντομία θα λέγαμε ότι δομείται σε δύο τάξεις: τα μεγαλύτερα μέρη (πρεσβύτεροι) ασχολούνται κυρίως με την έρευνα και τη διδασκαλία, ενώ οι νεώτεροι (νεανίσκοι) αφοσιώνονται ως επί το πλείστον στη μελέτη. Στην κοινότητα μπορεί να συμμετάσχει όποιος θέλει και δεν γίνονται ηλικιακές και ταξικές διακρίσεις- μοναδική προϋπόθεση είναι ο υποψήφιος να έχει λάβει βασική εκπαίδευση και να διαθέτει σχόλη, δηλαδή την ελευθερία από τις ενασχολήσεις που είναι απαραίτητες προκειμένου κάποιος να ζήσει, και επομένως να είναι σχετικά ευκατάστατος για να διαθέτει τον χρόνο που απαιτείται για τις σπουδές.
Απ’ ό,τι φαίνεται, οι δάσκαλοι δεν απαιτούσαν χρήματα για τα μαθήματα και, κατά πάσα πιθανότητα, οι οικονομικοί πόροι της σχόλης αντλούνταν από την προσωπική περιουσία του σχολάρχη και από τις δωρεές των μαικήνων και των ίδιων των Περιπατητικών.
Ούτε η συμμέτοχη σε άλλες φιλοσοφικές σχολές ούτε η διαφωνία με τις θέσεις του σχολάρχη αποτελούν εμπόδιο για την είσοδο στο Λύκειο- η σχολή δεν γεννιέται ως «αριστοτελική σχολή», με σκοπό τη μελέτη και τη διάδοση των θέσεων του ιδρυτή της, αλλά ως κέντρο μελέτης και έρευνας, στο οποίο επιτρέπεται η είσοδος σε οποιονδήποτε επιθυμεί να αφιερωθεί στη θεωρητική ζωή. Οι Περιπατητικοί απολαμβάνουν πλήρη πνευματική ελευθερία και έχουν το δικαίωμα να εκφράσουν γνώμες που είναι αντίθετες με αυτές του σχολάρχη. Πάντως, οι συζητήσεις στο πλαίσιο του Λυκείου δεν φτάνουν ποτέ σε τόσο ριζοσπαστικό επίπεδο όσο οι συζητήσεις στην Πλατωνική Ακαδημία.
Επιπλέον απόδειξη του ανοικτού χαρακτήρα της σχολής, η οποία σε καμία περίπτωση δεν λειτουργεί ως σέκτα, είναι η συνήθεια, την οποία περιγράφουν ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος, να γίνονται το πρωί μαθήματα, τα οποία είναι ελεύθερα σε όλους (πανηγύρεις), και μόνο το απόγευμα λαμβάνει χώρα η εξειδικευμένη διδασκαλία (συνεδρίαι).
Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της φιλοσοφίας της εκπαίδευσης την οποία προσδιόρισε ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά και του παιδαγωγικού συστήματος που εφαρμοζόταν στο Λύκειο, οι μελετητές διατύπωσαν αντίθετες απόψεις. Ο John Patrick Lynch υποστηρίζει ότι οι παιδαγωγικές θεωρίες του Αριστοτέλη είναι αυτές που εφαρμόζονται σε μια ιδεατή πολιτική κοινότητα, όπου εγγυητής και επιτηρητής της εκπαίδευσης είναι το κράτος, από το πρώτο επίπεδο μέχρι τα πιο υψηλά στάδια εκμάθησης· στην πραγματικότητα, ωστόσο, το Λύκειο είναι ιδιωτικός θεσμός, ο οποίος προσφέρει εθελοντικά ία απαραίτητα εργαλεία για τη φιλοσοφική μελέτη και έρευνα σε υψηλό επίπεδο. Ο Carlo Natali, εν αντιθέσει με τον Lynch, υποστήριξε, από την άλλη, ότι στο Λύκειο εμφανίζεται ο ιδιαίτερος τύπος φιλοσοφίας τον οποίο περιγράφει ο Αριστοτέλης στο δέκατο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων: μια κοινή ζωή που θα είναι αφιερωμένη στην επιδίωξη του θεωρητικού βίου. Το βέβαιον είναι ότι, ακόμα κι αν το ιδανικό εκπαιδευτικό σύστημα του Αριστοτέλη δεν εφαρμόζεται εξ ολοκλήρου στο Λύκειο, τα πρώτα μέλη του Περιπάτου ακολουθούν τις μεθόδους έρευνας του πρώτου σχολάρχη.
Γέννηση και οργάνωση του Λυκείου
Οι κύριες πηγές απ’ όπου αντλούμε πληροφορίες για τη δομή και τις δραστηριότητες του Λυκείου είναι τα κείμενα και οι μαρτυρίες των μελών της σχολής· πρόκειται για μαρτυρίες στο πλαίσιο της σχολής, ενώ σπανιότερες είναι οι εξωτερικές πηγές.
Γνωρίζουμε ότι το Λύκειο ιδρύθηκε από τον Αριστοτέλη στην Αθήνα το 335 π.Χ. και ότι ήταν ιδιωτικό ίδρυμα, το οποίο το κράτος δεν διηύθυνε ούτε επέβλεπε, και το οποίο προσέφερε επιστημονική και φιλοσοφική εκπαίδευση υψηλού επιπέδου.
Τα δύο ονόματα με τα οποία η σχολή είναι γνωστή από την αρχαιότητα -Λύκειο ή, πιο συχνά, Περίπατος- δείχνουν ότι ο Αριστοτέλης, τουλάχιστον στην αρχή, συγκέντρωνε τους μαθητές και τους συναδέλφους του στο δημόσιο γυμνάσιο του Λυκείου (το οποίο έφερε αυτό το όνομα γιατί στεγαζόταν στον ναό που ήταν αφιερωμένος στον Λύκειο Απόλλωνα) και χρησιμοποιούσε τις δημόσιες αίθουσες του γυμναστηρίου ή ενδεχομένων νοίκιαζε μερικούς χώρους κοντά σε αυτό.
Η λέξη περίπατος, ωστόσο, όσον αφορά την κοινή χρήση της αναφέρεται σε έναν χώρο του γυμνασίου, ενδεχομένως σε ένα μονοπάτι με δέντρα μέσα σε έναν κήπο- η ετυμολογία που προτείνεται από τον Διογένη Λαέρτιο, σύμφωνα με τον οποίο το όνομα της σχολής προερχόταν από το ρήμα περιπατείν (κάνω περίπατο) και αναφερόταν στη συνήθεια του Αριστοτέλη, η οποία άλλωστε μαρτυρείται από διάφορους φιλοσόφους της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων ο Πρωταγόρας και ο Πλάτων, να συζητά με τους φίλους και τους μαθητές του περπατώντας, απορρίπτεται από πολλούς σύγχρονους μελετητές: τα ακροαματικά έργα του Αριστοτέλη, τα οποία σε μεγάλο μέρος είναι προϊόν της διδακτικής του δραστηριότητας, αφήνουν να εννοηθεί ότι στα μαθήματα χρησιμοποιούσε ανατομικά τραπέζια, γεωγραφικούς και αστρονομικούς χάρτες, διαγράμματα, πίνακες, όργανα τα οποία απαιτούν την ύπαρξη ενός σταθερού χώρου, μιας αίθουσας.
Ο Αριστοτέλης δεν είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης των τόπων όπου διδάσκει, γιατί ως μέτοικος δεν μπορεί να κατέχει ιδιοκτησία στην Αθήνα- μόνο με τον διάδοχο του στο τιμόνι της σχολής, τον Θεόφραστο τον Ερέσιο το Λύκειο αποκτά δική του έδρα. Αν και είναι και ο ίδιος μέτοικος, ο Θεόφραστος καταφέρνει να αποκτήσει το δικαίωμα της ένκτησης, δηλαδή το δικαίωμα να κατέχει ακίνητα σε μία ξένη χώρα, χάρη στη βοήθεια του Δημητρίου Φαληρέως, μέλους του Λυκείου και διοικητή της Αθήνας, και λίγο μετά το 317 πΧ αγοράζει έναν κήπο και μερικά κτήρια. Το συγκρότημα (το οποίο δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με εκείνο στο οποίο αρχικά δίδασκε ο Αριστοτέλης) αποτελεί ιδιοκτησία του Θεόφραστου, ο οποίος το αγοράζει με τα χρήματα που κληρονόμησε, αλλά περνάει στην ιδιοκτησία της σχολής όταν ο Θεόφραστος στη διαθήκη του το κληροδοτεί στην κοινότητα των Περιπατητών, απαγορεύοντας ρητά να πουληθεί.
Σύμφωνα με μια παράδοση που μας μεταφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, η σχολή του Αριστοτέλη γεννιέται μαζί με την Ακαδημία, την οποία διηύθυνε ο Ξενοκράτης (396-314 πΧ)- από μια δοξογραφία (πιθανότατα νεοπλατωνικής προέλευσης) από τον Μάρκο Τύλλιο Κικέρωνα και από την αριστοτελική βιογραφία που είναι γνωστή ως Vita Marciana, η οποία χρονολογείσαι ανάμεσα στον 1ο και τον 4ο αιώνα, μαθαίνουμε ότι το Λύκειο γεννιέται ως παρακλάδι της πλατωνικής σχολής ή, τέλος πάντως, συνάπτοντας δεσμούς φιλίας και συνεργασίας με αυτήν.
Τα στοιχεία που έχουμε δεν επαρκούν για να υποστηρίξουμε κάποια από τις δύο παραδόσεις: το βέβαιον είναι ότι ο Περίπατος, αν και παρουσιάζει κοινά στοιχεία με την Ακαδημία (όπως, άλλωστε, είναι λογικό από τη στιγμή που ο Αριστοτέλης είχε περάσει είκοσι χρόνια εκεί), ξεχωρίζει από τη σχολή του Πλάτωνα όσο αφορά τα περιεχόμενα και τη μέθοδο έρευνας.
Οι σύγχρονοι μελετητές συμφωνούν ότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε το Λύκειο σχολείο ή πανεπιστήμιο με τη σύγχρονη έννοια των όρων. Αντίθετα, δομείται ως κοινωνία, κοινότητα ανδρών, οι οποίοι συνδέονται με δεσμούς φιλίας και αφού κάθονται από κοινού στην επιστημονική και φιλοσοφική έρευνα (η λέξη που χρησιμοποιεί ο Θεόφραστος είναι συμφιλοσοφείν, αλλά η πατρότητα του νεολογισμού θα πρέπει να αποδοθεί στον Αριστοτέλη, ο οποίος τον χρησιμοποιεί στο ένατο βιβλίο ίων Ηθικών Νικομαχείων για να περιγράφει το είδος της δραστηριότητας που λάμβανε χώρα στην πλατωνική Ακαδημία).
Καθοδηγητής της σχολής είναι ο σχολάρχης. Σύμφωνα με τη Μαρτυρία του Διογένη Λαέρτιου, αυτό το καθήκον αναλαμβάνει αρχικά ο Αριστοτέλης και έπειτα ο Θεόφραστος ο Ερέσιος περίπου από το 323 έως το 287 πΧ, ο Στράτων ο Λαμψακηνός από το 287 έως τo 269 π.Χ. και ο Λύκων ο Τρώας από το 269 έως το 226-224 π.Χ.
Ο σχολάρχης είναι πρώτος μεταξύ ίσων και μεριμνά μαζί με τους άλλους φιλόσοφους για την πνευματική ανάπτυξη της σχολής, τη φροντίδα των κτηρίων και τη διευθέτηση πρακτικών θεμάτων. Η διαδικασία μέσω της οποίας γίνεται κανείς σχολάρχης δεν είναι αυστηρώς προσδιορισμένη, αλλά κάθε φορά διαφέρει. Ο πιο διαδεδομένος τρόπος φαίνεται να είναι η εκλογή από την κοινότητα, παρόλο που υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως στην περίπτωση του Αριστοτέλη και του Στράτωνα, οι οποίοι κατονόμασαν τους διαδόχους τους.
Η περιπατητική κοινότητα εν συντομία θα λέγαμε ότι δομείται σε δύο τάξεις: τα μεγαλύτερα μέρη (πρεσβύτεροι) ασχολούνται κυρίως με την έρευνα και τη διδασκαλία, ενώ οι νεώτεροι (νεανίσκοι) αφοσιώνονται ως επί το πλείστον στη μελέτη. Στην κοινότητα μπορεί να συμμετάσχει όποιος θέλει και δεν γίνονται ηλικιακές και ταξικές διακρίσεις- μοναδική προϋπόθεση είναι ο υποψήφιος να έχει λάβει βασική εκπαίδευση και να διαθέτει σχόλη, δηλαδή την ελευθερία από τις ενασχολήσεις που είναι απαραίτητες προκειμένου κάποιος να ζήσει, και επομένως να είναι σχετικά ευκατάστατος για να διαθέτει τον χρόνο που απαιτείται για τις σπουδές.
Απ’ ό,τι φαίνεται, οι δάσκαλοι δεν απαιτούσαν χρήματα για τα μαθήματα και, κατά πάσα πιθανότητα, οι οικονομικοί πόροι της σχόλης αντλούνταν από την προσωπική περιουσία του σχολάρχη και από τις δωρεές των μαικήνων και των ίδιων των Περιπατητικών.
Ούτε η συμμέτοχη σε άλλες φιλοσοφικές σχολές ούτε η διαφωνία με τις θέσεις του σχολάρχη αποτελούν εμπόδιο για την είσοδο στο Λύκειο- η σχολή δεν γεννιέται ως «αριστοτελική σχολή», με σκοπό τη μελέτη και τη διάδοση των θέσεων του ιδρυτή της, αλλά ως κέντρο μελέτης και έρευνας, στο οποίο επιτρέπεται η είσοδος σε οποιονδήποτε επιθυμεί να αφιερωθεί στη θεωρητική ζωή. Οι Περιπατητικοί απολαμβάνουν πλήρη πνευματική ελευθερία και έχουν το δικαίωμα να εκφράσουν γνώμες που είναι αντίθετες με αυτές του σχολάρχη. Πάντως, οι συζητήσεις στο πλαίσιο του Λυκείου δεν φτάνουν ποτέ σε τόσο ριζοσπαστικό επίπεδο όσο οι συζητήσεις στην Πλατωνική Ακαδημία.
Επιπλέον απόδειξη του ανοικτού χαρακτήρα της σχολής, η οποία σε καμία περίπτωση δεν λειτουργεί ως σέκτα, είναι η συνήθεια, την οποία περιγράφουν ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος, να γίνονται το πρωί μαθήματα, τα οποία είναι ελεύθερα σε όλους (πανηγύρεις), και μόνο το απόγευμα λαμβάνει χώρα η εξειδικευμένη διδασκαλία (συνεδρίαι).
Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της φιλοσοφίας της εκπαίδευσης την οποία προσδιόρισε ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά και του παιδαγωγικού συστήματος που εφαρμοζόταν στο Λύκειο, οι μελετητές διατύπωσαν αντίθετες απόψεις. Ο John Patrick Lynch υποστηρίζει ότι οι παιδαγωγικές θεωρίες του Αριστοτέλη είναι αυτές που εφαρμόζονται σε μια ιδεατή πολιτική κοινότητα, όπου εγγυητής και επιτηρητής της εκπαίδευσης είναι το κράτος, από το πρώτο επίπεδο μέχρι τα πιο υψηλά στάδια εκμάθησης· στην πραγματικότητα, ωστόσο, το Λύκειο είναι ιδιωτικός θεσμός, ο οποίος προσφέρει εθελοντικά ία απαραίτητα εργαλεία για τη φιλοσοφική μελέτη και έρευνα σε υψηλό επίπεδο. Ο Carlo Natali, εν αντιθέσει με τον Lynch, υποστήριξε, από την άλλη, ότι στο Λύκειο εμφανίζεται ο ιδιαίτερος τύπος φιλοσοφίας τον οποίο περιγράφει ο Αριστοτέλης στο δέκατο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων: μια κοινή ζωή που θα είναι αφιερωμένη στην επιδίωξη του θεωρητικού βίου. Το βέβαιον είναι ότι, ακόμα κι αν το ιδανικό εκπαιδευτικό σύστημα του Αριστοτέλη δεν εφαρμόζεται εξ ολοκλήρου στο Λύκειο, τα πρώτα μέλη του Περιπάτου ακολουθούν τις μεθόδους έρευνας του πρώτου σχολάρχη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου