Μεγαλοφυΐα. Η λέξη ακούγεται σαγηνευτική, γνωρίζετε όμως τι πραγματικά σημαίνει; Προέρχεται από το λατινικό genius, αλλά στα χρόνια των Ρωμαίων σήμαινε κάτι εντελώς διαφορετικό. Την εποχή εκείνη, το genius ήταν μια απρόσωπη θεότητα που σε ακολουθούσε παντού (από την ίδια ρίζα προέρχεται και η λέξη τζίνι). Κάθε άνθρωπος, όπως και κάθε περιοχή, είχε κι από έναν genius. Πολιτείες, κωμοπόλεις και αγορές, είχαν όλες το κυρίαρχο πνεύμα τους, ένα τοπικό genius, το οποίο τους εμψύχωνε συνεχώς. Ο σύγχρονος ορισμός στα λεξικά -«εξαιρετική νοητική ικανότητα, ιδίως όπως εκδηλώνεται σε δημιουργικές δραστηριότητες»- προέρχεται από τους Ρομαντικούς του δέκατου όγδοου αιώνα, εκείνους τους μελαγχολικούς ποιητές που υπέφεραν, υπέφεραν για την τέχνη τους και, θα λέγαμε σήμερα, για τη δημιουργικότητα τους, μια λέξη ακόμη πιο πρόσφατη· εμφανίστηκε γύρω στα 1870 και άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως μόνο μετά τη δεκαετία του 1950.
Ορισμένοι επιλέγουν τον όρο μεγαλοφυΐα για να περιγράφουν έναν πολύ έξυπνο άνθρωπο -κάποιον με υψηλό ΙQ- αλλά αυτό είναι υπερβολικά περιοριστικό και μας αποπροσανατολίζει. Πάρα πολλοί άνθρωποι με εξαιρετικά υψηλό IQ έχουν επιτύχει ελάχιστα, ενώ αντιθέτως, πάρα πολλοί άνθρωποι «μέσης» νοημοσύνης έχουν καταφέρει σπουδαία πράγματα. Όχι, εγώ αναφέρομαι στη μεγαλοφυΐα από τη σκοπιά της δημιουργίας – ως την υψηλότερη μορφή δημιουργικότητας.
Ο ορισμός της δημιουργικής μεγαλοφυΐας που με καλύπτει περισσότερο, ανήκει στην ερευνήτρια και αυθεντία της τεχνητής νοημοσύνης, Μάργκαρετ Μπόντεν. «Δημιουργική μεγαλοφυΐα», λέει, είναι κάποιος με «την ικανότητα να παρουσιάζει ιδέες καινούριες, που προκαλούν έκπληξη και έχουν μεγάλη αξία». Στα ίδια κριτήρια στηρίζεται και το Γραφείο Ευρεσιτεχνιών των ΗΠΑ, όταν αποφασίζει αν μια εφεύρεση αξίζει να κατοχυρωθεί με πατέντα.
Ο Φράνσις Γκάλτον, επιστήμονας και πολυμαθής του δέκατου ένατου αιώνα, εξάδελφος του Καρόλου Δαρβίνου, πρόσφερε στον κόσμο τη στατιστική ανάλυση και το ερωτηματολόγιο, τη συνθετική προσωπογραφία και τα δακτυλικά αποτυπώματα. Υπήρξε ένας από τους πρώτους· μετεωρολόγους. Επινόησε τη φράση φύση εναντίον ανατροφής. Ο δείκτης νοημοσύνης του άγγιζε το 200.
«Να μετράς όποτε μπορείς!» ήταν η αγαπημένη φράση του Γκάλτον. Γι’ αυτόν, οτιδήποτε άξιζε να κάνε, κάποιος, άξιζε να το κάνει αριθμητικά – μάλιστα, κάποτε ομολόγησε πως για να κατανοήσει πλήρως ένα πρόβλημα, έπρεπε πρώτα να το «απαλλάξει από τις λέξεις». Ακραία αντικοινωνικός, ένιωθε πιο άνετα με τους ακέραιους αριθμούς παρά με τους ανθρώπους.
Ο κόσμος έδωσε μεγάλη σημασία στο πολύκροτο βιβλίο του Κληρονομική Μεγαλοφυΐα.
Δημοσιευμένο το 1869, μελετούσε σε βάθος τα γενεαλογικά δέντρα κορυφαίων δημιουργών, ηγετών και αθλητών. Ο Γκάλτον πίστευε πως οι συγκεκριμένοι άνθρωποι χρωστούσαν την επιτυχία τους στη γενετική, ή σε αυτές που αποκαλούσε «έμφυτες ικανότητες». Για τον Γκάλτον, η γενετική εξηγούσε τα πάντα. Εξηγούσε γιατί μια οικογένεια μπορούσε να περιλαμβάνει πολλά εξέχοντα μέλη, και κάποια άλλη κανένα. Εξηγούσε γιατί οι κοινωνίες με πολλούς μετανάστες και πρόσφυγες ήταν συχνά επιτυχημένες, αφού αυτοί οι νεοφερμένοι «εισήγαγαν μια ανεκτίμητη ροή αίματος». Εξηγούσε γιατί ορισμένα έθνη σημείωναν περισσότερες επιτυχίες από άλλα (άποψη που διασαφήνιζε σ’ ένα κεφάλαιο με τον ατυχή τίτλο «Η Συγκριτική Αξία των Φυλών»). Εξηγούσε την πτώση σπουδαίων κάποτε πολιτισμών -τα ζευγαρώματα των αρχαίων Ελλήνων, για παράδειγμα, με «κατώτερους» λαούς, είχαν ως αποτέλεσμα να αραιώσει η γραμμή του αίματός τους. Τέλος, εξηγούσε γιατί κάθε ένας απ’ αυτούς τους μεγαλοφυείς άντρες ήταν λευκός -όπως και η αφεντιά του- που ζούσε σ’ ένα μικρό, ανήλιαγο νησί πέρα από τις ακτές της ηπειρωτικής Ευρώπης. Όσο για τις γυναίκες, ο Γκάλτον τις ανέφερε μόνο μία φορά, σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Άντρες Λογοτέχνες».
Διόλου περίεργο που το βιβλίο του Γκάλτον έτυχε καλής υποδοχής. Διατύπωνε, σε επιστημονική γλώσσα, αυτό που ο κόσμος υποψιαζόταν εδώ και πολύ καιρό: οι μεγαλοφυΐες γεννιούνται, δεν φτιάχνονται.
Ωστόσο η άποψή του για την κληρονομική μεγαλοφυΐα ήταν απολύτως λαθεμένη. Η μεγαλοφυΐα δεν μεταβιβάζεται, όπως τα γαλανά μάτια. Δεν υπάρχει γονίδιο της μεγαλοφυΐας- μέχρι σήμερα, καμιά μεγαλοφυΐα δεν γέννησε μια άλλη μεγαλοφυΐα. Η άνοδος και η πτώση των πολιτισμών δεν οφείλεται σε μετατοπίσεις γονιδιακών δεξαμενών. Ναι, όταν μιλάμε για δημιουργική μεγαλοφυΐα τα γονίδια παίζουν κάποιο ρόλο στο μείγμα, αλλά έναν ρόλο πολύ μικρό, κάπου ανάμεσα σε 10 και 20 τοις εκατό, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ψυχολόγων.
Ο μύθος ότι οι μεγαλοφυΐες γεννιούνται έχει παραχωρήσει τη θέση του σε έναν άλλο μύθο: οι μεγαλοφυΐες δημιουργούνται. Επιφανειακά, δείχνει αληθινό. Όπως διαπίστωσε μια πολύ γνωστή έρευνα, χρειάζεται σκληρή δουλειά, τουλάχιστον δέκα χιλιάδες ώρες εξάσκησης, πάνω από δέκα χρόνια, για ν’ αρχίσει κάποιος να πλησιάζει το άριστο επίπεδο δεξιοτεχνίας – πόσο μάλλον τη μεγαλοφυΐα. Με άλλα λόγια, η σύγχρονη ψυχολογία απέδειξε εμπειρικά το παλιό απόφθεγμα του Έντισον, πως η επιτυχία είναι 99 τοις εκατό ιδρώτας και 1 τοις εκατό έμπνευση.
Αυτό το στοιχείο, ο ιδρώτας, προσθέτει στην εικόνα άλλο ένα κομμάτι, και μάλιστα πολύ σημαντικό. Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα παραμένει ανολοκλήρωτη. Κάτι λείπει. Τι, όμως;
Eric Weiner, Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΪΑΣ
Ορισμένοι επιλέγουν τον όρο μεγαλοφυΐα για να περιγράφουν έναν πολύ έξυπνο άνθρωπο -κάποιον με υψηλό ΙQ- αλλά αυτό είναι υπερβολικά περιοριστικό και μας αποπροσανατολίζει. Πάρα πολλοί άνθρωποι με εξαιρετικά υψηλό IQ έχουν επιτύχει ελάχιστα, ενώ αντιθέτως, πάρα πολλοί άνθρωποι «μέσης» νοημοσύνης έχουν καταφέρει σπουδαία πράγματα. Όχι, εγώ αναφέρομαι στη μεγαλοφυΐα από τη σκοπιά της δημιουργίας – ως την υψηλότερη μορφή δημιουργικότητας.
Ο ορισμός της δημιουργικής μεγαλοφυΐας που με καλύπτει περισσότερο, ανήκει στην ερευνήτρια και αυθεντία της τεχνητής νοημοσύνης, Μάργκαρετ Μπόντεν. «Δημιουργική μεγαλοφυΐα», λέει, είναι κάποιος με «την ικανότητα να παρουσιάζει ιδέες καινούριες, που προκαλούν έκπληξη και έχουν μεγάλη αξία». Στα ίδια κριτήρια στηρίζεται και το Γραφείο Ευρεσιτεχνιών των ΗΠΑ, όταν αποφασίζει αν μια εφεύρεση αξίζει να κατοχυρωθεί με πατέντα.
Ο Φράνσις Γκάλτον, επιστήμονας και πολυμαθής του δέκατου ένατου αιώνα, εξάδελφος του Καρόλου Δαρβίνου, πρόσφερε στον κόσμο τη στατιστική ανάλυση και το ερωτηματολόγιο, τη συνθετική προσωπογραφία και τα δακτυλικά αποτυπώματα. Υπήρξε ένας από τους πρώτους· μετεωρολόγους. Επινόησε τη φράση φύση εναντίον ανατροφής. Ο δείκτης νοημοσύνης του άγγιζε το 200.
«Να μετράς όποτε μπορείς!» ήταν η αγαπημένη φράση του Γκάλτον. Γι’ αυτόν, οτιδήποτε άξιζε να κάνε, κάποιος, άξιζε να το κάνει αριθμητικά – μάλιστα, κάποτε ομολόγησε πως για να κατανοήσει πλήρως ένα πρόβλημα, έπρεπε πρώτα να το «απαλλάξει από τις λέξεις». Ακραία αντικοινωνικός, ένιωθε πιο άνετα με τους ακέραιους αριθμούς παρά με τους ανθρώπους.
Ο κόσμος έδωσε μεγάλη σημασία στο πολύκροτο βιβλίο του Κληρονομική Μεγαλοφυΐα.
Δημοσιευμένο το 1869, μελετούσε σε βάθος τα γενεαλογικά δέντρα κορυφαίων δημιουργών, ηγετών και αθλητών. Ο Γκάλτον πίστευε πως οι συγκεκριμένοι άνθρωποι χρωστούσαν την επιτυχία τους στη γενετική, ή σε αυτές που αποκαλούσε «έμφυτες ικανότητες». Για τον Γκάλτον, η γενετική εξηγούσε τα πάντα. Εξηγούσε γιατί μια οικογένεια μπορούσε να περιλαμβάνει πολλά εξέχοντα μέλη, και κάποια άλλη κανένα. Εξηγούσε γιατί οι κοινωνίες με πολλούς μετανάστες και πρόσφυγες ήταν συχνά επιτυχημένες, αφού αυτοί οι νεοφερμένοι «εισήγαγαν μια ανεκτίμητη ροή αίματος». Εξηγούσε γιατί ορισμένα έθνη σημείωναν περισσότερες επιτυχίες από άλλα (άποψη που διασαφήνιζε σ’ ένα κεφάλαιο με τον ατυχή τίτλο «Η Συγκριτική Αξία των Φυλών»). Εξηγούσε την πτώση σπουδαίων κάποτε πολιτισμών -τα ζευγαρώματα των αρχαίων Ελλήνων, για παράδειγμα, με «κατώτερους» λαούς, είχαν ως αποτέλεσμα να αραιώσει η γραμμή του αίματός τους. Τέλος, εξηγούσε γιατί κάθε ένας απ’ αυτούς τους μεγαλοφυείς άντρες ήταν λευκός -όπως και η αφεντιά του- που ζούσε σ’ ένα μικρό, ανήλιαγο νησί πέρα από τις ακτές της ηπειρωτικής Ευρώπης. Όσο για τις γυναίκες, ο Γκάλτον τις ανέφερε μόνο μία φορά, σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Άντρες Λογοτέχνες».
Διόλου περίεργο που το βιβλίο του Γκάλτον έτυχε καλής υποδοχής. Διατύπωνε, σε επιστημονική γλώσσα, αυτό που ο κόσμος υποψιαζόταν εδώ και πολύ καιρό: οι μεγαλοφυΐες γεννιούνται, δεν φτιάχνονται.
Ωστόσο η άποψή του για την κληρονομική μεγαλοφυΐα ήταν απολύτως λαθεμένη. Η μεγαλοφυΐα δεν μεταβιβάζεται, όπως τα γαλανά μάτια. Δεν υπάρχει γονίδιο της μεγαλοφυΐας- μέχρι σήμερα, καμιά μεγαλοφυΐα δεν γέννησε μια άλλη μεγαλοφυΐα. Η άνοδος και η πτώση των πολιτισμών δεν οφείλεται σε μετατοπίσεις γονιδιακών δεξαμενών. Ναι, όταν μιλάμε για δημιουργική μεγαλοφυΐα τα γονίδια παίζουν κάποιο ρόλο στο μείγμα, αλλά έναν ρόλο πολύ μικρό, κάπου ανάμεσα σε 10 και 20 τοις εκατό, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ψυχολόγων.
Ο μύθος ότι οι μεγαλοφυΐες γεννιούνται έχει παραχωρήσει τη θέση του σε έναν άλλο μύθο: οι μεγαλοφυΐες δημιουργούνται. Επιφανειακά, δείχνει αληθινό. Όπως διαπίστωσε μια πολύ γνωστή έρευνα, χρειάζεται σκληρή δουλειά, τουλάχιστον δέκα χιλιάδες ώρες εξάσκησης, πάνω από δέκα χρόνια, για ν’ αρχίσει κάποιος να πλησιάζει το άριστο επίπεδο δεξιοτεχνίας – πόσο μάλλον τη μεγαλοφυΐα. Με άλλα λόγια, η σύγχρονη ψυχολογία απέδειξε εμπειρικά το παλιό απόφθεγμα του Έντισον, πως η επιτυχία είναι 99 τοις εκατό ιδρώτας και 1 τοις εκατό έμπνευση.
Αυτό το στοιχείο, ο ιδρώτας, προσθέτει στην εικόνα άλλο ένα κομμάτι, και μάλιστα πολύ σημαντικό. Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα παραμένει ανολοκλήρωτη. Κάτι λείπει. Τι, όμως;
Eric Weiner, Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΪΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου