Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΒΙΕΝΝΗΣ (1683)

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΒΙΕΝΝΗΣ (1683)

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙO

Η αλήθεια είναι ότι η µάχη της Βιέννης το 1683 (δεδοµένου ότι υπήρχαν και άλλες µάχες σε άλλα έτη) ήταν η µάχη για την Ουγγαρία. Τον 15ο αιώνα η κληρονοµιά της τελευταίας κόρης του Αυτοκράτορα των Αψβούργων Albrecht, της Elizabeth, δηλαδή το στέµµα της Ουγγαρίας και της Τσεχίας ή αλλιώς οι κορώνες του Αγίου Στέφανου και του Αγίου Βάτσλαβ, περάσανε στη δυναστεία των Ιαγκιελόνων της Πολωνίας. Η Elizabeth η οποία είναι γνωστή στην Πολωνία ως Rakuszankα (δηλαδή η Αυστριακή) επελέγει να γίνει γυναίκα του βασιλιά της Πολωνίας Kazimierz Jagiellonczyk. Ηγεµόνας των δύο χωρών έγινε ο πρωτότοκος γιος του βασιλικού ζεύγους, Wladyslaw Jagiellonczyk, ένας άξιος διάδοχος του συνονόµατού του, επίσης Wladyslaw αλλά Warnenczyk, βασιλιά της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, που πέθανε στη Βάρνα το 1444...
 
Από τότε, η αντιπαλότητα µεταξύ των Αψβούργων και των Ιαγγιελόνων για τους δύο θρόνους απέκτησε ένα βάναυσο χαρακτήρα. Ως αποτέλεσµα, σκοτώθηκε στη µάχη του Mochaczew ο τελευταίος Jagiellon - Λουδοβίκος Jagiellonczyk, που εγκαταλείφθηκε από τους ιππότες του κατά την πρώτη µάχη εναντίον των Τούρκων του Σουλεϊµάν του Μεγαλοπρεπούς. Το Ουγγρικό κράτος έσπασε τότε σε τρία µέρη και έγινε η πρώτη πολιορκία της Βιέννης από τους Τούρκους. Οι Αψβούργοι αφού δεν µπορούσαν να πάρουν το σύνολο της Ουγγαρίας, κατέλαβαν ότι απέµεινε από τον επιµερισµό -το Βασίλειο της Άνω Ουγγαρίας- δηλαδή κυρίως τη σηµερινή Σλοβακία.

Η Βούδα και η Πέστη έγιναν Τούρκικο κρατίδιο και η Siedmiogrod µια ξεχωριστή ηγεµονία, την οποία κυβερνούσε η ισχυρή οικογένεια Batory. Οι Ούγγροι µε µια σειρά από επαναστάσεις προσπάθησαν να ενώσουν και να επαναφέρουν το πρώην στέµµα του Αγίου Στεφάνου στα αρχικά του όρια π.χ. του Bocskay, Gabor Bethlen ή Ιµρέ Tokoly το 1683. Οι Ούγγροι κάθε φορά υπολόγιζαν στη συνδροµή των Πολωνών, λόγω της αιώνιας συµµαχίας τους. ∆υστυχώς, λόγω της εκ νέου προσβολής της Βιέννης το 1618 από Ούγγρους αντάρτες µε συµµάχους τους Τούρκους, η Πολωνία ενεπλάκη σε έναν πόλεµο µε την Τουρκία υποστηρίζοντας τους Αψβούργους στο πλαίσιο της λεγόµενης "Καθολικής αλληλεγγύης" που προωθούνταν από την Παπική αυλή.

Σε αντίποινα, οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Πολωνία το 1620, ξεκινώντας στη Cecora τους Πολωνο- Τουρκικούς πολέµους του 17ου αιώνα . Το αποτέλεσµα ήταν η κατάρρευση του Kamieniec Podolski το 1672 και η δεύτερη µάχη στο Chocim το 1673. Τότε έλαµψε πλήρως το αστέρι του Sobieski ως ηγέτη και του άνοιξε το δρόµο για το θρόνο το 1674. Παρότι τα συµφέροντα των Αψβούργων στην Ευρώπη απείχαν πολύ από τα συµφέροντα της Πολωνίας, ο βασιλιάς Ιωάννης Γ' ήθελε να αναµετρηθεί µε τον ηγέτη του Βραδεµβούργου ώστε να πάρει πίσω την Πρωσία που είχε χάσει πρόσφατα (το 1658) αλλά αναγκάστηκε από τα γεγονότα και από τους συµµάχους να συνάψει το Μάρτιο του 1683 αµυντική συµµαχία µε την Αυστρία, Αυτοκρατορία των Αψβούργων, για την αντιµετώπιση πιθανών κινδύνων σε µια από τις δύο πρωτεύουσες: Κρακοβία ή Βιέννη.

"Είναι καλύτερα να πολεµάει κανείς σε µια ξένη χώρα χρησιµοποιώντας ξένα χρήµατα, παρά να υποφέρει τον εχθρό στο τόπο του», έγραψε στη γυναίκα του τη Marysieńkα ο βασιλιάς Jan III Sobieski. Εν τω µεταξύ, ο διοικητής του Τουρκικού στρατού Καρά Μουσταφά Kopruli, έλαβε από τον Σουλτάνο την άδεια να υποστηρίξει την επανάσταση των Ούγγρων και να πάρει το κάστρο Jawaryń -Gyor χωρίς να περάσει τα Αυστρο-Ουγγρικά σύνορα στον ποταµό Litawα.

Η εύκολη επιτυχία της επανάστασης και το µέγεθος των δυνάµεων που συγκεντρώθηκαν έκαναν το µεγάλο βεζίρη να θέλει να αποκτήσει την Βιέννη, πιστεύοντας ότι όπως και στην περίπτωση της Κωνσταντινούπολης, κατά την πτώση της θα καταρρεύσει και ολόκληρος ο Λατινικός κόσµος, ανοίγοντας παράλληλα διάπλατα το δρόµο στους Τούρκους για τη Ρώµη. "Στον εγωισµό του -όπως αναφέρουν οι Τούρκοι χρονικογράφοι- δεν έχει σκεφτεί ότι θα ξυπνήσει τον Λέοντα του Λέχισταν ". Έπεισε τον σουλτάνο να αλλάξει τις εντολές και τα αρχικά σχέδια για το τρέχον έτος του πολέµου και να πάει ένα βήµα παραπέρα στη Βιέννη, παρά την έλλειψη της κατάλληλης αναγνώρισης.

Η πτώση της Βιέννης θα βοηθούσε κατά τους υπολογισµούς του βεζίρη µια για πάντα στην επίλυση της υπόθεσης της Ουγγαρίας, ενώνοντας την υπό την εξουσία του Σουλτάνου, για τον οποίο θα αποτελούσε µια ισχυρή θέση στην Ευρώπη. Κάτι τέτοιο θα ήταν κυριολεκτικά µια απειλή για όλους, από τα Βαλκάνια µέχρι τα Πυρηναία, όπου θυµούνται ακόµη και σήµερα, σχεδόν 700 χρόνια µετά την Reconquista, δηλαδή η επανάκτηση της χερσονήσου από τους Μαυριτανούς Μουσουλµάνους. Κανείς δεν επιθυµούσε µια επανάληψη της ιστορίας και την εκ νέου καταστροφή. Μπορούµε να πούµε ότι για πρώτη φορά από τον Κάρολο τον Μέγα, η Ευρώπη υπήρξε µια ενιαία και συµπαγής ήπειρος µε σκοπό να υποστηρίξει µια από τις πρωτεύουσές της.

Το σύµβολο εκπλήρωσε το ρόλο του, αφηπνίζοντας τους πάντες. ∆εν είναι περίεργο λοιπόν, ότι γύρω από τη Βιέννη µαζεύτηκαν σχεδόν όλοι οι άρχοντες της Γερµανίας παρά τις πολυάριθµες διαµάχες µε τον Αυτοκράτορα, ακόµη και η Γαλλία ανέστειλε τη συµµαχία της µε την Τουρκία, στέλνοντας ένα µικρό, αλλά επίλεκτο σώµα εθελοντών, υπερασπιστών του Χριστιανισµού υπό την ηγεσία ενός από τους Kondeus. ∆εν αποτελεί έκπληξη λοιπόν, το πνεύµα της συνεργασίας όταν ο Καρά Μουσταφά υπερέβει τα όρια ενισχύοντας την Ουγγρική εξέγερση τουTokoly, ενώ εκπληκτική ήταν η ταχύτητα µε την οποία οι Σύµµαχοι είχαν συσπειρωθεί, και στάθηκαν στη Βιέννη προτού να πέσει.

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Βιέννης, τους υπερασπιστές της πόλης βοήθησε το γεγονός ότι δεν σύµφερε τον Καρά Μουσταφά να αποκτήσει την Αυτοκρατορική πόλη µέσω της καταστροφής της. Είχε την πρόθεση να παραλύσει τους υπερασπιστές της, έτσι ώστε από το φόβο τους από µόνοι τους να παραδόσουν την πόλη. Για το λόγο αυτό κανόνιζε συνεχείς παρελάσεις µπροστά από τα τείχη της Βιέννης ώστε να παρουσιάσει τα εισερχόµενα στρατεύµατά του. Ήδη από τα µέσα του Ιουλίου του 1683 ο κλοιός της πολιορκίας γύρω από την πόλη είχε σφίξει, αποκόπτοντάς την από τον υπόλοιπο κόσµο και από όλες τις πληροφορίες.

Παράλληλα, δολοφονήθηκαν µε πολύ απάνθρωπο και προµελετηµένο τρόπο όλοι οι κατοίκοι των γύρω χωριών και πόλεων, όπως το Pertolsdorf ή το Wienerneustadt. Γι’ αυτό ήταν τόσο σηµαντικός ο ρόλος των κατασκόπων του βασιλιά, οι οποίοι περνούσανε µέσα από τα Τούρκικα στρατόπεδα µε το πρόσχηµα των διερµηναίων, µεταφέροντας στην πόλη ειδήσεις γεµάτες παρηγόρια. Χάρη σε αυτές, ο διοικητής της υπεράσπισης Starkenberg, απέρριψε περήφανα όλες τις κλήσεις προς παράδοση της πόλης, γνωρίζοντας ότι έτσι και αλλιώς θα έφερνε την καταστροφή.


Οι Τούρκοι που βρίσκονταν σε σύγκρουση µεταξύ τους, σε περίπτωση παράδοσης της πόλης, θα αντιµετώπιζαν την προοπτική της απώλειας των λαφύρων τα οποία ο πανούργος βεζίρης δεν ήθελε να µοιραστεί, και θα γινόταν πρωτοφανής λεηλασία της πόλης, την οποία ακόµη και ο Καρά Μουσταφά δεν θα µπορούσε να σταµατήσει. Παράλληλα, συνεχίζονταν οι εργασίες εξόρυξης κάτω από τις κύριες πύλες της Βιέννης. Η ανατίναξη και η κατάρευση των τοίχων σε µήκος περίπου 100 µέτρων, θα έφερναν την καταστροφή της πόλης. Η σιγουριά του Καρά Μουσταφά έσωσε την πόλη, επειδή περίµενε ότι µε την έκρηξη και µε την εισβολή στην πόλη, µετά την οποία δεν θα έµενε τίποτα αξιόλογο.

Είχε την ελπίδα ότι η πόλη τελικά θα παραδοθεί και έτσι θα πάρει τα πάντα. Ο Starkenberg το γνώριζε, για αυτό µε δεξιοτεχνία συνέχιζε τις διαπραγµατεύσεις για την παράδοση της πόλης µέχρι την τελευταία στιγµή. Και εκείνη τη στιγµή ήταν η ηµέρα της άφιξης των υπερασπιστών του Χριστιανικού κόσµου. Πράγµατι, σε χρόνο ρεκόρ συγκεντρώθηκε σχεδόν ολόκληρος ο στρατός των Γερµανών, από τον οποίο το τάγµα του πρίγκιπα Lubomirski αγωνιζόταν ήδη από τον Ιούνιο για τον Αυτοκράτορα, λαµβάνοντας µέρος στην πρώτη νικηφόρα µάχη της Μπρατισλάβας στις 29 / 8 / 1683.

Η είδηση της πολιορκίας της Βιέννης ήρθε στο Wilanow στις 16 Ιουλίου και ήδη στις 18 Ιουλίου ο βασιλιάς ξεκίνησε αυτοπροσώπως µε την αποστολή του για το Ταρνόβσκιε Γκούρυ της Σιλεσίας, µέσω Κρακοβίας και Czεstochowaς, όπου σταµάτησε και προσευχήθηκε για την ευηµερία ολόκληρου του ταξιδιού, στον ιερό ναό των Πολωνών Jasna Gora. Στη Σιλεσία τον αποδέχτηκαν ως βασιλιά τους, λόγω της κοινής γλώσσας και των εθίµων. Ποτέ ξανά, δεν εκδηλώθηκαν τόσο ξεκάθαρα οι Πολωνικές ρίζες της Σιλεσίας και η προσκόλλησή της στην Πολωνία. Αυτό προκάλεσε τις υποψίες και την επαγρύπνηση των Αυτοκρατορικών αξιωµατούχων.

Οι οποίοι δεν δίστασαν να αναφέρουν ότι ο βασιλιάς Ιωάννης είχε σκοπό να του στερήσει µια επαρχία της Αυτοκρατορίας. Αυτό χειροτέρεψε τις ήδη προβληµατικές συµµαχικές σχέσεις. Αλλά περισσότερη ανησυχία προκάλεσαν στον Leopold ΙΙΙ οι πληροφορίες για το γάµο του Ιακόβ, µεγαλύτερου γιου του βασιλιά, µε την κόρη του Αυτοκράτορα και την τοποθέτησή του στο θρόνο της Ουγγαρίας, το οποίο επιθυµούσε ο Τόκολυ και οι αντάρτες του. Ο Πολωνικός στρατός ξεκίνησε από δύο κατευθύνσεις προς τον ∆ούναβη: από την ανατολή υπό τις εντολές του ηγέτη Mikołaj Sieniawski και από το κέντρο υπό τον βασιλιά και τον ηγέτη Stanislaw Jablonowski.

Στο κάστρο Stettelberg, κοντά στην πόλη Brno, έγινε η κύρια συνάντηση των ηγετών, κατά την οποία ο αρχηγός του Αυτοκρατορικού στρατού ο Κάρολος Λοτάρυνσκι εκ’ µέρους όλων των ηγετών της Γερµανίας που είχαν συγκεντρωθεί, παρέδωσε στον Ιωάννη ΙΙΙ τα διακριτικά του Ανωτάτου ∆ιοικητή ολόκληρης της εκστρατείας. Λαµβάνοντας υπόψη ότι µέχρι πρόσφατα ήταν ο αντίπαλός του για το στέµµα της Πολωνίας στις εκλογές του 1674, έγινε µια πραγµατικά ιπποτική χειρονοµία µε το πρόσχηµα της αντιµετώπισης ενός "µεγάλου κίνδυνου". Η µάχη είχε προγραµµατιστεί για δύο ηµέρες, ξεκινόντας από την Κυριακή, µετά τη Θεία Λειτουργία που θα έπρεπε να παρακινήσει τα στρατεύµατα στην αφοσίωση και στη γενναιότητα στην επίθεση.

Τη δεύτερη ηµέρα, µετά την κατάκτηση των γύρω λόφων, θα γινότανε µια τελική επίθεση από το ιππικό όλων των συµµάχων, µαζί µε τους θρυλικούς και µέχρι τότε αήττητους, τουλάχιστον στον αγώνα κατά των Τούρκων, Ουσάρους της Πολωνίας. Συνολικά, το στρατό του βασιλιά Ιωάννη Γ' αποτελούσαν οι 3247 Ουσάροι, οι 8400 θωρακισµένοι και οι 2500 του ελαφρού ιππικού. ∆ηλαδή, συνολικά 14.200 ιππείς και 12.300 πεζικό, µαζί µε 30 πυροβόλα υπό τον Martin Katski. Οι δυνάµεις της Αυτοκρατορίας και των λαών των Γερµανικών κρατιδίων ήταν ισάριθµες, δηλαδή περίπου 20.000 ιππείς και πεζικό.

Το σύνολο των Χριστιανικών δυνάµεων αποτελούνταν από 76.000 ιππικού και πεζικού µαζί, συν τους υπερασπιστές των τειχών της Βιέννης αλλά µόνο µε 30 Πολωνικά άρµατα, τα οποία µε υπεράνθρωπη προσπάθεια µεταφέρονταν όλη τη νύχτα πάνω στις πλάτες του πεζικού µέσα από το δάσος της Βιέννης και το µεσηµέρι εµφανίστηκαν στο πεδίο της µάχης, προκαλώντας τεράστιο ενθουσιασµό µεταξύ των Συµµάχων. Στις 12 Σεπτεµβρίου, τα ξηµερώµατα της Κυριακής, τα Αυτοκρατορικά στρατεύµατα ξεκίνησαν τη µάχη κατά µήκος του ∆ούναβη, στις πύλες της Βιέννης. Ξεκίνησαν από εκεί, επειδή οι Τούρκοι εκεί περίµεναν µια επίθεση και δεν υπήρχε λόγος να τους διαψεύσει κανείς στις προσδοκίες αυτές.

Η µεγάλη έκπληξη ήρθε αργότερα και βρήκε τον Καρά Μουσταφά απροετοίµαστο. Στο λόφο Kahlenberg υψώθηκε µια τεράστια σηµαία µε ένα λευκό σταυρό επί ερυθρού πεδίου, η οποία από τότε έγινε το έµβληµα της Βιέννης. Μέχρι το µεσηµέρι, η επίθεση γινόταν µε µεγάλη γενναιότητα και θάρρος και απέβαλλε τους Τούρκους από τις περιµετρικές τάφρους. Το πρωί, ξεκίνησαν τα στρατεύµατα των Γερµανών υπό την ηγεσία του πρίγκιπα Waldeck υποβοηθώντας το κέντρο της επίθεσης. Οι Τούρκοι πείστηκαν ότι αυτή ήτανε η κύρια επίθεση και γύρω στο µεσηµέρι έστειλαν εκεί τα στρατεύµατα των Γενιτσάρων.

Όταν το µεσηµέρι ξεκίνησε να αναδύεται από το ∆άσος της Βιέννης το πεζικό της Πολωνίας, η έκπληξη των Τούρκων ήταν τόσο µεγάλη που ήταν πλέον αργά να αντιδράσουν. Οι σύµµαχοι υποδέχτηκαν την άφιξη των Πολωνικών στρατευµάτων πανηγυρικά. Εκείνη την ηµέρα το «Polnische wirnschaft» σήµαινε τον ερχοµό πάνω στην ώρα. Προς µεγάλη έκπληξη της πολωνικής πλευράς, αντί για πεδιάδα που είχαν στο χάρτη τους, προς την πόλη απλωνόταν το φάσµα των λόφων Grinzig, τα οποία θα έπρεπε να κατακτήσουν. Πιθανώς για το σκοπό αυτό θα έχαναν το υπόλοιπο της ηµέρας, για την οποία είχαν προγραµµατίσει το πρώτο µέρος της µάχης, αλλά η απίθανη τύχη βοήθησε τα Χριστιανικά στρατεύµατα.

Ο Καρά Μουσταφά, παραβλέποντας και τη µάχη και τον κανόνα της µη αναδιάταξης του στρατού κατά τη διάρκεια αυτής, αποφασίζει να µετακινήσει το ιππικό των spahis και τους Γενίτσαρους στην αριστερή πτέρυγα που απειλείται από τους Πολωνούς. Με αυτό τον τρόπο δηµιούργησε ένα καζάνι µε στρατεύµατα που κινούνται προς αντίθετες κατευθύνσεις. Κάποιοι από τους Τούρκους πείστηκαν, ότι ο επικεφαλής αποφάσισε να αποσύρει τους Γενίτσαρους και ετοιµάζεται να υποχωρήσει και έσπευσαν σε φυγή, πιστεύοντας ίσως ότι ήθελε να τους θυσιάσει ώστε να σωθεί η εκλεκτή φρουρά του, όπως αρκετές φορές συνέβαινε και στο παρελθόν.


Αυτή τη σύγχυση είδε ο Sobieski από το δηµοφιλές εκείνη την εποχή τηλεσκόπιό του και αµέσως άλλαξε το σχέδιο µάχης, προετοιµάζοντας το αποφασιστικό χτύπηµα του ιππικού για το ίδιο βράδυ. Όσοι µπορούσαν να ιππεύσουν καβάλησαν τα άλογα για να σταθούν στο µεγαλύτερο σχηµατισµό του αιώνα. Την έναρξη έκαναν τα τάγµατα του Zdziechowski και του Zadzik, τα οποία έλεγξαν τη χρησιµότητα του πεδίου για την επίθεση του ιππικού. Μετά την επιστροφή τους, µε σινιάλο του βασιλιά οι Ουσάροι ξεκίνησαν για την τελευταία επίθεσή στην ιστορία τους. Το θέαµα λένε, ήταν τόσο εντυπωσιακό και όµορφο που οι Γερµανοί ιππείς σταµάτησαν τα άλογα για να παρακολουθήσουν.

Ο φτερωτός στρατός µε την απίστευτη οµαλότητα άνοιγε σε σχήµα βεντάλιας κατεβαίνοντας το λόφο. Όλοι περίµεναν το θανάσιµο χτύπηµα στους Τουρκικούς spahis από τις πεντάµετρες λόγχες των Ουσάρων. ∆υστυχώς για τους Τούρκους το χτύπηµα το άντεξαν µόνο οι πιο γενναίοι. Χιλιάδες έσπευσαν σε φυγή, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στη γραµµή. Ολόκληρη η πρώτη γραµµή από τους θαρραλέους Άραβες ιππείς, στους οποίους η τιµή δεν επιτρέπει να αποχωρήσουν από το πεδίο της µάχης, σκοτώθηκε ή τραυµατίστηκε κατά την πρώτη επίθεση. Μετά από αυτό ξεκίνησαν όλα τα στρατεύµατα των Γερµανών και της Αυτοκρατορίας.

Οι Πολωνοί διέρρηξαν πρώτοι το Τουρκικό στρατόπεδο, αρπάζοντας τα περισσότερα και τα καλύτερα λάφυρα. «Στους ανθρώπους του Αυτοκράτορα και στους Γερµανούς λίγα µείναν» έγραψε ο Sobieski στη σύζυγό του τη Marysieńkα. Εκείνο το βράδυ ο Sobieski έµεινε στις σκηνές του Μεγάλου Βεζίρη, ο οποίος «δραπέτευσε µόλις µε ένα πουκάµισο, αφήνοντας τα πάντα πίσω. Εγώ είµαι ο διάδοχός του», έγραψε σαρκαστικά ο βασιλιάς Ιωάννης Γ'. Η µάχη συνεχίστηκε µέχρι αργά τη νύχτα, ώσπου επικράτησε σιωπή. Τα ξηµερώµατα όλοι ξύπνησαν µε τον ήχο του κανονιού και οι Βιεννέζοι άνοιξαν τις πύλες της πόλης για να υποδεχτούν τους σωτήρες τους. Από το Βορρά εισέρχονταν οι Αυστριακοί.

Από τα δυτικά, ο Πολωνικός στρατός υπό την ηγεσία του Sieniawski και του Jablonowski . Αλλά όλοι ήθελαν να δουν τον Πολωνό Βασιλιά που ερχόταν επικεφαλής. Παρά τις Αυτοκρατορικές απαγορεύσεις, ο λαός της Βιέννης υποδέχτηκε τον σωτήρα του µε επευφηµίες και χειροκροτήµατα και στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, δηλαδή στον κύριο καθεδρικό ναό της Βιέννης, ένας ντόπιος πάστορας άνοιξε το Ευαγγέλιο και διάβασε τη φράση: "Και έφτασε ένας άνθρωπος που αποστάλθηκε από τον Θεό, Ιωάννης ήταν το όνοµά του" και όλοι ήξεραν σε ποιον αναφερόταν. Ο βασιλιάς εκείνη την ηµέρα σαν άλλος Καίσαρας έστειλε µια επιστολή στον Πάπα, που περιείχε τέσσερις λέξεις: «Veni, Vidi, Deus vicit» δηλαδή «ήλθαµε, είδαµε και ο θεός κατέκτησε».

Η µάχη τελείωσε, η Βιέννη σώθηκε και η Ευρώπη παρέµεινε ασφαλής µε την καταστολή των Τούρκων, που τιµωρήθηκαν για την αλαζονεία τους και κατασπαράχτηκαν. Η δεύτερη πράξη της τραγωδίας τους έγινε κοντά στο Parkany, ένα κάστρο στις όχθες του ∆ούναβη, όπου για τρεις ηµέρες µάχονταν τα στρατεύµατα. Στις 7 Οκτωβρίου νικήθηκε ο Πολωνικός στρατός. Παρά λίγο να σκοτωνόταν εκεί και ο βασιλιάς. Αντί αυτού σκοτώθηκε ο άρχοντας του Pomorze - Denhof . Η 8η Οκτώβρη τελείωσε µε ισοπαλία. Μόνο όταν στις 9 Οκτωβρίου ήρθαν όλα τα Αυτοκρατορικά στρατεύµατα, η ήττα του Τουρκικού στρατού ήταν ολοκληρωτική και διώξαν τους Τούρκους πέρα από το ∆ούναβη.

Τότε ήταν που άρχισε η επανάσταση των Ούγγρων, δηλαδή οι µάχες για την απελευθέρωση της Ουγγαρίας. «Μας αντιµετωπίζουν εδώ σαν να µη µας γνωρίζουν» - γράφει λίγες ηµέρες µετά τη νίκη ο Sobieski στην Marysienka και δίνει σινιάλο επιστροφής στην πατρίδα. Όταν ο βασιλικός στρατός αποχώρησε, έφθασε καθυστερηµένα ο στρατός της Λιθουανίας ληστεύοντας τους Ούγγρους στο δρόµο. Οι πράξεις αυτές στάθηκαν εµπόδιο στα σχέδια του Ιωάννη Γ' σχετικά µε τον Ουγγρικό θρόνο.

Οι πόλεις Sabinow και Preszow παραδόθηκαν στον Sobieski. Οι πόλεις Spisz και Κρακοβία υποδέχτηκαν το βασιλιά µε ζητωκραυγές ενώ στις πύλες της πρωτεύουσας περίµενε το βασιλιά η βασίλισσα Marysienka µε τα παιδιά τους. Η Πολωνία, η Λιθουανία και η Ρωσία γιόρτασαν τη τελευταία κοινή τους νίκη, «την οποία θα θυµούνται στους επόµενους αιώνες».

ΟΙ ΦΤΕΡΩΤΟΙ ΟΥΣΑΡΟΙ

«Είναι ιπποτισμός χωρίς προηγούμενο, είναι σθένος και μεγαλείο σε σημείο που είναι αδύνατο να φανταστεί κάποιος». Oι εντυπωσιακότεροι ίσως ιππείς της ιστορίας, οι Πολωνοί "Φτερωτοί" Ουσάροι, οφείλουν το όνομά τους σε μία κατασκευή που φορούσαν στην πλάτη τους, η οποία έφερε φτερά αετού. Όσον αφορά στο Πολωνικό ιππικό και ιδιαίτερα τους Φτερωτούς Ουσάρους, αναγνωρίζονται ως μια από τις πλέον επίλεκτες - αξιόμαχες και γενναίες στρατιωτικές ομάδες που συστάθηκαν ποτέ. Αυτοί οι τολμηροί, γενναίοι και σκληροτράχηλοι πολεμιστές κυριάρχησαν στην Ευρώπη επί δύο αιώνες, νικώντας σε μάχες στρατούς τριπλάσιους σε μέγεθος, έχοντας ως εξοπλισμό μια λόγχη, ένα εντυπωσιακό ζεύγος πτερύγων στην πλάτη και μια εξίσου εντυπωσιακή πανοπλία.

Oι Ουσάροι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στα Βαλκάνια. Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, ο όρος Ουσάρος προέρχεται από τους Βυζαντινούς Χωσάριους, ένα είδος ελαφρού ιππικού - ανιχνευτών, που όπως υπονοεί το όνομά τους ήταν ειδικευμένοι στις ενέδρες ("Χωσιές"). Ωστόσο, ο όρος καθιερώθηκε περισσότερο με τη χρήση του από το ελαφρύ Σερβικό ιππικό του 14ου αιώνα, όταν και ο τύπος αυτός άρχισε να "εξάγεται" εκτός Βαλκανίων, πρώτα στην Ουγγαρία και στη συνέχεια σε άλλες γειτονικές χώρες. Στην Πολωνία οι πρώτοι Oυσάροι έφθασαν το 1503 και ήταν αρχικά Oύγγροι μισθοφόροι, τους οποίους προσέλαβε το πολωνικό "κοινοβούλιο" (Σεμ). 

Στη συνέχεια, αρκετοί Πολωνοί και Λιθουανοί (καθώς η Λιθουανία είχε σχηματίσει κοινό με την Πολωνία αυτήν την περίοδο), εντυπωσιασμένοι από αυτό το ιδιότυπο μέσο ιππικό, που ήταν πολύ πιο ταχυκίνητο από το τυπικό λογχοφόρο ιππικό, αλλά διέθετε σχεδόν την ίδια ισχύ κρούσης, άρχισαν να εξοπλίζονται με παρόμοιο τρόπο. Οι Ουσάροι εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο στις αρχές του 16ου αιώνα, ως τo επίλεκτο τμήμα ενός αξιόμαχου στρατού υπό τον Ούγγρο βασιλέα Stefan Bathory, ο οποίος πολέμησε τους Τούρκους μαζί με τον Βλάντ τον Ανασκολοπιστή (μετέπειτα γνωστό ως κόμη Δράκουλα). 

 
Αυτός ουσιαστικά δημιούργησε την εν λόγω ιππική δύναμη, καθότι αφού στρατολόγησε Πολωνούς και Λιθουανούς αγρότες, τους εκπαίδευσε με σκοπό να ενισχύσουν την άμυνα στην πλευρά της Ανατολικής Ευρώπης. Tα επόμενα 200 χρόνια, αυτοί οι απλοί αγρότες μετατράπηκαν σε αιχμή του δόρατος του Πολωνικού στρατού, δημιουργώντας έναν μύθο γύρω από το όνομά τους, έχοντας κυριολεκτικά συντρίψει κάθε αντίπαλο που αντιμετώπισαν στο πεδίο της μάχης. Τα κατορθώματα των Ουσάρων «μιλούν από μόνα του». Το 1577 διέλυσαν τον Γερμανικό στρατό στην μάχη του Lubieszów, εξαπολύοντας κεραυνοβόλα επίθεση εναντίον δύναμης 12.000 ανδρών, συντρίβοντάς τους στην κυριολεξία.

Είναι αξιοσημείωτο ότι στην εν λόγω μάχη οι απώλειες του Πολωνικό – Λιθουανικού Συνασπισμού ανήλθαν σε περίπου 88 άνδρες και οι περισσότεροι εξ’ αυτών δεν ήσαν καν Ουσάροι. Αυτά τα γηγενή συντάγματα Πολωνών και Λιθουανών είχαν ιδιαίτερα εντυπωσιακές επιδόσεις στις μάχες της Όρσα και του Όμπερτιν (1514 και 1531 αντίστοιχα) και αυτό είχε ως συνέπεια σιγά-σιγά οι Ουσάροι "Ουγγρικού τύπου" να αντικαταστήσουν τους παλαιότερους τύπους βαρέος ιππικού στους Πολωνικούς στρατούς. Aν και αρχικά οι Oυσάροι ήταν απλώς μέσο ιππικό, με μέτρια ή και ανύπαρκτη θωράκιση και ξύλινες ασπίδες, οι Πολωνοί εξέλιξαν σύντομα το "νέο" όπλο τους σε ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό βαρύ ιππικό κρούσης.

Αυτοί οι "Towarzysz Husaria" (σύντροφοι Ουσάροι) ήταν γεννήματα της ανώτερης τάξης της πολωνικής κοινωνίας, μίας τάξης ευγενών που, όμως, ήταν πολύ πιο εκτεταμένη στην Πολωνία απ' ό,τι στη Δυτική Ευρώπη την ίδια εποχή (περίπου 10% του πληθυσμού, έναντι 1% που ήταν το σύνηθες σε άλλες χώρες). Tο κοινό της Πολωνίας - Λιθουανίας, μία πρωτόλεια μορφή δημοκρατικής (έστω, αριστοκρατικής) κοινωνίας στα χρόνια που ακολούθησαν το Μεσαίωνα, είχε τη δυνατότητα να στρατολογεί μεγάλους αριθμούς από αυτούς τους έξοχους ιππείς, καθώς σε όλες τις χώρες και όλες τις εποχές το ιππικό ήταν το κατεξοχήν σώμα των αριστοκρατών και των "ευγενών".

H δραματική αλλαγή στη λειτουργία των Ουσάρων προέκυψε σταδιακά, μέσα στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Oι νεαροί Πολωνοί και Λιθουανοί ευγενείς άρχισαν να υιοθετούν ισχυρές πανοπλίες, κυρίως θώρακες, καθώς και ιδιαίτερα περίτεχνα κράνη. Στον οπλισμό των Ουσάρων από την εποχή αυτή, πέρα από τη λόγχη που ήταν εκ των ων ουκ άνευ, εντάχθηκαν και διάφορα δευτερεύοντα όπλα, όπως ιππικές σπάθες, κεφαλοθραύστες, τσεκούρια, ακόμη και ακόντια, και σε ορισμένες περιπτώσεις και τόξο με βέλη, το τελευταίο ιδιαίτερα μεταξύ των Λιθουανών. Την ίδια εποχή άρχισαν να υιοθετούν τα φτερά που θα τους έδιναν το μοναδικό χαρακτήρα τους μέσα στα επόμενα χρόνια.

Αρχικά φαίνεται ότι είχαν υιοθετήσει τη συνήθεια των (κυρίως Σέρβων) Ντελήδων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να φέρουν μεγάλα, περίτεχνα βαμμένα φτερά στις στολές τους. Oι Ουσάροι υιοθέτησαν μία κατασκευή που προσαρμοζόταν στο θώρακα στο πίσω μέρος. Πάνω σε αυτήν προσαρμόζονταν σειρές φτερών, συνήθως αετών, αλλά και στρουθοκαμήλων και άλλων μεγάλων πουλιών. Σε πολλές περιπτώσεις, τα φτερά αυτά ήταν βαμμένα, συνήθως κόκκινα, αλλά και κυανά ή πράσινα. Επίσης, οι Ουσάροι άρχισαν να συμπληρώνουν το ντύσιμό τους με δέρματα ζώων, συνήθως λεοπάρδαλης, τίγρης, λιονταριού ή αρκούδας.

O συνδυασμός των επιβλητικών φτερών, με τα δέρματα άγριων ζώων και παράλληλα με τις εξαιρετικά περίτεχνες πανοπλίες και περικεφαλαίες που άρχισαν να χρησιμοποιούν οι Πολωνοί ευγενείς, έδωσε στους Ουσάρους μία εμφάνιση που δεν προσομοίαζε σε κανένα άλλο έφιππο σώμα της εποχής - οποιασδήποτε εποχής, για να είμαστε ακριβείς. H χρήση των φτερών αποτελεί ένα μυστήριο. Πέρα από τη χρησιμότητά τους ως διακοσμητικού στοιχείου, που ξεχώριζαν ένα επίλεκτο σώμα ιππέων από τους υπόλοιπους, κατά καιρούς διάφοροι μελετητές έχουν προτείνει και πιο πρακτικές εξηγήσεις.

Σύμφωνα με κάποιους, η κατασκευή των φτερών είχε την ιδιότητα, όταν ο Ουσάρος ξεκινούσε να καλπάζει προετοιμαζόμενος για την τελική έφοδο, να παράγουν έναν οξύ, συριστικό ήχο καθώς ο άνεμος περνούσε ανάμεσά τους. Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι οι Πολωνοί και Λιθουανοί υιοθέτησαν τα φτερά ως αντίμετρο για την απειλή που αντιπροσώπευαν οι Τάταροι, που χρησιμοποιούσαν εκτενώς τα λάσο τους για να αρπάζουν και να ρίχνουν κάτω από το άλογο τους αντιπάλους τους. H πιο ευλογοφανής εξήγηση είναι ότι τα φτερά χρησίμευαν περισσότερο στον εκφοβισμό των αντιπάλων των Oυσάρων.

Σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα σωματώδη (16 με 18 παλάμες ψηλά) άλογα, τα περίτεχνα κράνη με λοφία και τα δέρματα άγριων ζώων, τα φτερά έδιναν στους Ουσάρους μία εξωπραγματική όψη που τρομοκρατούσε τους αντιπάλους. H έφοδος ενός σώματος φτερωτών Ουσάρων με τη λόγχη, ήταν ένα θέαμα εκπληκτικής ομορφιάς, αρκεί ο παρατηρητής να μην ήταν στην πλευρά που δεχόταν την κρούση. Σε αυτήν την περίπτωση, ο χαρακτηρισμός που θα χρησιμοποιούσε, αρκεί να επιβίωνε, ήταν "θανάσιμο".

H μεταμόρφωση των Ουσάρων από μία εντυπωσιακή, αλλά απείθαρχη συγκέντρωση ικανών ιππέων σε έναν απόλυτα πειθαρχημένο μάχιμο σχηματισμό, που ήταν ικανός να συντρίψει οποιαδήποτε παράταξη, πραγματοποιήθηκε από το δούκα Στέφανο Μπάτορι της Τρανσυλβανίας, τον οποίο οι Πολωνοί επέλεξαν για βασιλιά το 1576. Mε την εμπειρία αγώνων κατά των Οθωμανών, ο Μπάτορι συνεισέφερε τα μέγιστα στη μεταμόρφωση των Ουσάρων στο ασυναγώνιστο ιππικό που έμελλε να κυριαρχήσει για έναν αιώνα στα πεδία των μαχών της ανατολικής Ευρώπης.

H λόγχη, που έφθανε έως και τα 5 μέτρα, κόντυνε στα 3, το δευτερεύον όπλο καθιερώθηκε να είναι το σπαθί και όχι το τόξο, οι βαριοί θώρακες αντικαταστάθηκαν με ελαφρύτερους και ημιθωράκια (που κάλυπταν μόνο την εμπρόσθια πλευρά του ιππέα) και τα βαριά κράνη που κάλυπταν ολόκληρο το κεφάλι του ιππέα, αντικαταστάθηκαν με ελαφρύτερα. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην εμπέδωση πειθαρχίας και στο συντονισμό των ιππέων κατά την κρούση, με αποτέλεσμα οι Ουσάροι να καταστούν το καλύτερο ιππικό της εποχής τους. H "χρυσή εποχή" των Πολωνών Ουσάρων ξεκίνησε με τη μάχη του Λιούμπεζοφ το 1577. Ο οπλισμός των Ουσάρων περιελάμβανε:


- Λόγχη: Oι Πολωνοί Ουσάροι είχαν υιοθετήσει τη μακριά ιππική λόγχη που είχε μήκος έως και πεντέμισι μέτρα, ωστόσο στη συνέχεια και ιδιαίτερα από την εποχή των μεταρρυθμίσεων του Μπάτορι και μετά, εξοπλίσθηκαν με αρκετά κοντύτερες λόγχες, που αύξαναν την ευελιξία και την αποτελεσματικότητά τους στο πεδίο της μάχης. Καθώς οι Ουσάροι κυριολεκτικά έκαναν επίδειξη πλούτου και κοινωνικής ισχύος μέσα από τον εξοπλισμό τους, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου η ατσάλινη αιχμή ήταν διακοσμημένη με χρυσά μοτίβα. Πάντως, αυτή ήταν μία ακραία περίπτωση επίδειξης πλούτου και δεν συνηθιζόταν από την πλειονότητα των Ουσάρων.

- Σπαθί: Δύο ειδών σπαθιά ήταν δημοφιλή μεταξύ των Ουσάρων κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 16ου αιώνα και του πρώτου μισού του 17ου. Tο πρώτο ήταν ένας τύπος ιππικής σπάθης με λεπίδα ελαφρά κυρτή. Aυτή χρησιμοποιούνταν για τα τυπικά "ιππικά" χτυπήματα, δηλαδή, θλαστικά χτυπήματα με φορά από πάνω προς τα κάτω. O δεύτερος τύπος ονομαζόταν pallasz (πάλα) και ήταν ένα αρκετά ιδιότυπο σπαθί, αφού ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί μόνο ως νυκτικό όπλο. Είχε ιδιαίτερα καλές επιδόσεις εναντίον θωρακισμένων αντιπάλων, αφού μπορούσε να διατρήσει θώρακα με σχετική ευκολία. Tο σπαθί αυτό φερόταν περασμένο σε ειδική θήκη στη σέλα.

- Πιστόλες: Από τις αρχές του 17ου αιώνα οι Ουσάροι άρχισαν να φέρουν και πιστόλες. Aν και η τακτική χρήση τους δεν έχει ξεκαθαριστεί επαρκώς, φαίνεται ότι οι πλέον εύποροι Ουσάροι έφεραν όσες πιστόλες μπορούσαν να κουβαλήσουν: δύο περασμένες στη ζώνη τους, μία έως δύο στη σέλα και άλλες δύο σε θήκες στις μπότες τους. Προφανώς οι πιστόλες αντικατέστησαν το τόξο και τα βέλη στο οπλοστάσιο του Ουσάρου. 

- Θώρακας: Tο εντυπωσιακότερο στοιχείο του εξοπλισμού ενός Ουσάρου ήταν ο περίτεχνος θώρακάς του. Σύμβολο κοινωνικής και οικονομικής ισχύος, η πανοπλία ήταν φτιαγμένη από τους καλύτερους τεχνίτες της ανατολικής Ευρώπης και πολύ συχνά έφερε λεπτομέρειες από χρυσό και άλλα πολύτιμα μέταλλα. Συχνά οι Ουσάροι φορούσαν ημιθωράκια, τα οποία κάλυπταν μόνο το στήθος. Στην πλάτη υπήρχε πάντα προσαρμοσμένη μία κατασκευή με ξύλινο σκελετό και μεταλλικά, καθώς και χρυσά επιθέματα, πάνω στην οποία προσαρμόζονταν τα φτερά που έδιναν το όνομά τους στους Ουσάρους.

Για έναν ολόκληρο αιώνα, έως και τη μάχη του Λβοβ το 1673 και ως τη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης το 1683, όπου οι Πολωνοί Ουσάροι κυριολεκτικά εξόντωσαν μία σαφώς υπέρτερη αριθμητικά Οθωμανική δύναμη, οι "φτερωτοί καβαλάρηδες" ήταν ο καθοριστικός παράγοντας στο πεδίο της μάχης. Το 1601, χίλιοι Ουσάροι νίκησαν μια Σουηδική δύναμη ιππικού τέσσερις φορές μεγαλύτερη σε μέγεθος. Στη μάχη του Kircholm τέσσερα χρόνια αργότερα, 1.000 Ουσάροι επιτέθηκαν στο Σουηδικό πεζικό που αριθμούσε 11.000 στρατιώτες και κανόνια και όλως παραδόξως, παρά το παράλογο της αποστολής, οι Ουσάροι συνέτριψαν οτιδήποτε συναντούσαν στο διάβα τους. 

Και όχι μόνο νίκησαν, αλλά κατέσφαξαν όλες τις μονάδες πεζικού αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης. Ακόμη εντυπωσιακότερο κατόρθωμα αποτελεί το γεγονός ότι το 1610 στην μάχη του Klushino, 4.000 Ουσάροι εκμηδένισαν στράτευμα 40.000 Σουηδών και Ρώσων. Αυτό όμως που είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό ενισχύοντας περαιτέρω την φήμη τους, είναι ο εξοπλισμός μάχης που έφεραν. Κατ’ αρχάς ως προστασία φορούσαν ενισχυμένο αρθρωτό μεταλλικό θώρακα, την στιγμή κατά την οποία οι περισσότεροι Ευρωπαϊκοί στρατοί καταργούσαν την βαριά θωράκιση, δίδοντας έμφαση στα πυροβόλα όπλα (παθητική άμυνα). 

Ως βασικό όπλο χρησιμοποιούσαν την kopia που ήταν λόγχη το μήκος της οποίας εκυμαίνετο από 4,5 έως 6.2 μέτρα. Επιπρόσθετα έφεραν εγχειρίδιο (koncerz) ξίφος (szabla) και ενίοτε πιστόλι, αρκεβούζιο (bandolet) ή ακόμη και τόξο. Ενώ τα όπλα και η πανοπλία ήταν αναμφισβήτητα απαραίτητα, οι Φτερωτοί Ουσάροι, ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι η εν γένει εμφάνισή τους θα προκαλούσε δέος στον εχθρό, εξασφαλίζοντας το ψυχολογικό πλεονέκτημα. Έτσι η πανοπλία τους ήταν σκουρόχρωμη και καλογυαλισμένη, ώστε να λάμπει στο φως του ήλιου (οι περισσότεροι ιππότες της Αναγέννησης εποχής προτιμούσαν σκουρόχρωμη πανοπλία, επειδή ήταν ανθεκτικότερη στην σκουριά). 

Έφεραν έντονα εραλδικά χρώματα και είχαν γιγαντιαία φτερά δεμένα στις πλάτες τους τα οποία προέρχονταν από στρουθοκάμηλο, ή αετό και ήσαν κολλημένα σε ξύλινα τοξωτά πλαίσια προκαλώντας ένα τρελό σφύριγμα ενόσω εφορμούσαν στον εχθρό με περίπου είκοσι μίλια ανά ώρα. Οι Ουσάροι ήσαν άριστα εκπαιδευμένοι, δυνάμενοι να αλλάζουν τάχιστα κατεύθυνση κατά την επίθεση, να μεταβάλλουν τον σχηματισμό τους και κατόπιν να περικυκλώνουν τον εχθρό επιτιθέμενοι εκ των όπισθεν. Τι ήταν όμως αυτό που καθιστούσε τους Ουσάρους του Jan Sobieski διαφορετικούς από τις άλλες μονάδες βαρέος ιππικού του 17ου αιώνα; Ορισμένα από τα κύρια στοιχεία που αξίζει να επισημανθούν είναι τα εξής:
  • Οι Ουσάροι χρησιμοποιούσαν άλογα που είχαν ανατραφεί και εκπαιδευθεί ειδικά για τον σκοπό αυτό. Ήταν ράτσα που προήρχετο από διασταύρωση Πολωνικών και Ταταρικών αλόγων, τα οποία είχαν την ικανότητα να καλπάζουν πολύ γρήγορα, ακόμη και με πολύ βαρύ φορτίο και επίσης μπορούσαν να ανακάμπτουν από τραυματισμούς πολύ γρήγορα.
  • Χάρη σ’ αυτά τα προσόντα και την ειδικά διαμορφωμένη σέλα, ο Ουσάρος μπορούσε να φορά πολύ βαρύτερη πανοπλία, ενώ είχε την δυνατότητα να εκτελεί πολλαπλές επιθέσεις κατά την διάρκεια της μάχης.

Η τακτική της Ουσαρία περιελάμβανε ειδική μέθοδο επίθεσης, η οποία αποδείχθηκε αποφασιστικής σημασίας στις μάχες τις οποίες κέρδισε η Πολωνική - Λιθουανική Ομοσπονδία. Η ενίσχυση του σχηματισμού κατά την τελευταία, κρίσιμη στιγμή πριν την συντριβή του εχθρού, έδιδε την δυνατότητα να διασπάσει τελείως τις γραμμές του, ενώ ταυτόχρονα ήταν σε θέση να αλλάζει σχηματισμό ή κατεύθυνση, ακόμη και δευτερόλεπτα πριν το τελειωτικό χτύπημα. Ο συνδυασμός ταχύτητας - ευελιξίας και συνοχής, απεδείχθη ιδιαίτερα αποτελεσματικός έναντι των Ανατολικών και Δυτικών στρατευμάτων. Έχοντας ήδη μια μακρά και ένδοξη σειρά κατορθωμάτων, το ενδοξότερο όλων επετεύχθη κατά τη διάρκεια της επικής μάχης της Βιέννης το 1683.

Μια μάχη όπου τα Οθωμανικά στρατεύματα είχαν κατακλύσει την Ανατολική Ευρώπη, επιδιώκοντας να κατακτήσουν όλον τον Χριστιανικό κόσμο. Με το κύριο σώμα στρατού της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να πολιορκείται από 200.000 Τούρκους πολεμιστές ο Πολωνός βασιλέας Jan Sobieski οδήγησε το μεγαλύτερο και ενδοξότερο ιππικό της εποχής, στις χρυσές σελίδες της ιστορίας. Με τα φτερά να κυματίζουν και να παράγουν αυτό το ανατριχιαστικό σφύριγμα, 3.000 Φτερωτοί Ουσάροι κατέπεσαν στην Τουρκική δύναμη, λεηλατώντας τα εφόδιά τους και αναγκάζοντάς τους σε οπισθοχώρηση από το πεδίο της μάχης.

Ήταν το δυτικότερο σημείο στο οποίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφθασε ποτέ και οι Πολωνοί ήσαν εκείνοι οι οποίοι τους είχαν αναχαιτίσει. Όσον αφορά στην μάχη της Βιέννης πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στον Μεγάλο Βεζύρη Καρά Μουσταφά, ο οποίος προσπάθησε να βοηθήσει τους άνδρες του, πολέμησε ηρωικά ακόμη και όταν ολόκληρη η φρουρά του είχε εξουδετερωθεί και διέφυγε μόνον όταν διασφάλισε το ιερό λάβαρο που ανήκε κάποτε στον προφήτη Μωάμεθ προκειμένου να μην πέσει σε Χριστιανικά χέρια. Η ανταμοιβή για τον ηρωισμό του ήταν ο αποκεφαλισμός με διαταγή του Σουλτάνου Μεχμέτ 4ου και η παράδοση της κεφαλής του σε βελούδινο σάκο.

Στην εν λόγω μάχη κατεγράφη επίσης η μεγαλύτερη επίθεση ιππικού στην ιστορία 18.000 Ιππείς εκ των οποίων 3.000 Φτερωτοί Ουσάροι εναντίον της Οθωμανικής δύναμης. Η Χριστιανική Συμμαχία έχασε περίπου 4.500 στρατιώτες, ενώ οι Οθωμανοί 20.000. Καθώς τα όπλα και το πυροβολικό εξελίσσονταν, το βαρύ ιππικό είχε όλο και μικρότερη συμμετοχή στο πεδίο της μάχης. Οι Φτερωτοί Ουσάροι διαλύθηκαν το 1776, όταν τους διαδέχθηκε το πολύ ελαφρύτερο ιππικό οι Uhlans. Υπήρξαν από τις πιο αξιόμαχες στρατιωτικές δυνάμεις, παραμένοντας αήττητοι επί 125 χρόνια από την ίδρυση της μονάδας.

ΤΟ ΙΣΛΑΜ ΣΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΒΙΕΝΝΗΣ 

Τον 17ο αιώνα τα Αυστρο-Τουρκικά σύνορα διέσχιζαν την Ουγγαρία, ένα μέρος της οποίας ήταν υποτελές στους Οθωμανούς, ενώ το υπόλοιπο τελούσε υπό την εξουσία των Αψβούργων. Όλη η Ευρώπη βρισκόταν σε μια ταραγμένη περίοδο με διεκδικήσεις που έφταναν σε συγκρούσεις και έδινε την αίσθηση της αποδυνάμωσης και του αποσυντονισμού της, κάτι που λειτουργούσε ως δέλεαρ για τους βάρβαρους Μουσουλμάνους οι οποίοι και πολιτικά εκπροσωπούντο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Συνέβαινε και κάτι ακόμα όμως, στην Ευρώπη δεν υπήρχε Δημοκρατία, η οποία ως πολίτευμα.

Υπήρχε το ηρωικό στοιχείο, η διάκριση των αρετών και πολίτες που γνώριζαν ότι έπρεπε να αγαπούν την πατρίδα τους, την θρησκεία τους και την οικογένειά τους. Αν κάποιος τότε μιλούσε για ανοιχτά σύνορα διαστροφικό ανθρωπισμό υπέρ των εισβολέων και κατά του λαού του αυτομάτως αναγνωριζόταν ως προδότης, εξωμότης και απλά παλουκωνόταν. Στις παραμονές της Οθωμανικής εκστρατείας με στόχο τη Βιέννη, το Αυστριακό τμήμα της Ουγγαρίας βρισκόταν σε αναταραχή, ενώ παράλληλα οι Αψβούργοι είχαν εμπλακεί σε συγκρούσεις στα δυτικά σύνορά τους με τους προαιώνιους εχθρούς τους, τους Γάλλους.

Η Ευρώπη υπέφερε από τον τριακονταετή πόλεμο και την πανώλη της Βιέννης του 1679. Οι Οθωμανοί είχαν για στόχο την Βιέννη, επειδή ήταν μια από τις πλουσιότερες και μεγαλύτερες πόλεις της κεντρικής Ευρώπης. Εδώ συναντιόνταν οι δύο σημαντικοί εμπορικοί δρόμοι, ο Δούναβης και ο δρόμος του κεχριμπαριού. Από στρατιωτικής άποψης η πεδινή Ευρώπη πίσω από την Βιέννη ήταν ευάλωτη, γι' αυτό και οι Τούρκοι ονόμαζαν την Βιέννη «Πύλη της Δυτικής Ευρώπης». Ο μεγάλος βεζίρης Καρά Μουσταφά, από τη διάσημη οικογένεια των βεζίρηδων Κιοπρουλήδων πίστεψε ότι θα πραγματοποιήσει έναν στρατιωτικό περίπατο.

Στις 31 Μαρτίου του 1682 ο Τουρκικός στρατός συγκεντρώθηκε στην Αδριανούπολη. Είχε δύναμη 168.000 στρατιώτες και 300 κανόνια. Ο Πάππας τότε αποτάνθηκε στον Πολωνό Γιαν Σομπιέσκι και τον Λεοπόλδο και συμμάχησε μαζί τους. Διέθεσε δε την οικονομική ενίσχυση ενάμισι εκατομμυρίου γκούλντεν υπέρ του αγώνα. Τον Μάιο οι Τούρκοι έφτασαν στο Βελιγράδι. Αιφνιδιασμένος από τα γεγονότα, ο Αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α' αποχώρησε από την πρωτεύουσά του ώστε να μην αποκλειστεί και να μπορέσει να γυρίσει με ενισχύσεις, αφήνοντας τη φύλαξή της σε μια ισχυρή φρουρά, σαφώς όμως μικρότερη από τον τεράστιο οθωμανικό στρατό, που είχε συγκεντρωθεί από τα πέρατα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι Βιεννέζοι δεν πτοήθηκαν, καθ' ότι προφανώς δεν ήταν φιλάνθρωποι όπως ο εσμός των σημερινών Ευρωπαίων, αποφάσισαν να αντισταθούν με κάθε τίμημα. Τα τείχη της πόλης είχαν διευρυνθεί και ενισχυθεί και ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Η πολιορκία ξεκίνησε στις 14 Ιουλίου με την άφιξη των Τούρκων και περιέσφυξαν την πόλη από Νότο, Δύση και Βορά. Έστησαν τα κανόνια και έστειλαν μαντάτο να αλλαξοπιστήσουν οι πολιορκημένοι. Οι κάτοικοι της Βιέννης αρνήθηκαν και απάντησαν ότι θα πολεμήσουν μέχρι τέλους. Οι Τούρκοι άρχισαν να λεηλατούν και να πυρπολούν τα περίχωρα σφίγγοντας τον κλοιό όλο και περισσότερο.

Οι κανονιοβολισμοί άρχισαν από την πρώτη μέρα κιόλας. Στις 17 Ιουλίου έκαναν την πρώτη επιδρομή, η οποία αναχαιτίστηκε. Ένα μέρος της πόλης λεηλατήθηκε. Δύο μέρες αργότερα ακολούθησε και δεύτερη επίθεση. Η πολεμική τακτική των Τούρκων στις πολιορκίες ήταν να σκάβουν υπόγεια λαγούμια μέχρι κάτω από τα θεμέλια των τειχών και να τα ανατινάζουν. Είχαν μαζί τους 5.000 λαγουμιτζήδες. Έσκαβαν και χαρακώματα και είχαν φτάσει είκοσι μέτρα μπροστά από τα τείχη. Στις 23 Ιουλίου άρχισαν τις ανατινάξεις και τις επιθέσεις. Οι πολιορκημένοι απέκρουσαν συνολικά πενήντα εφόδους, στις οποίες οι Τούρκοι χύνονταν ποτάμι προξενώντας μεγάλες ζημιές και απώλειες στους αμυνομένους.


Οι κάτοικοι της Βιέννης αφουγκράζονταν τις αξίνες των Τούρκων και όταν έφταναν σε αρκετή απόσταση από τα τείχη, έσκαβαν και αυτού από την μέσα μεριά, με αποτέλεσμα να συναντώνται στα υπόγεια λαγούμια και να γίνεται και εκεί μάχη. Η σπουδαιότερη επιτυχία αυτής της αμυντικής τέχνης ήταν η ανακάλυψη ενός λαγουμιού και η απόσβεση του αναμμένου φιτιλιού λίγα μόλις εκατοστά πριν η φλόγα φτάσει στο μπαρούτι. Η πολιορκία της Βιέννης είχε φθάσει σε ένα κρίσιμο σημείο,παντού υπήρχαν σε εξέλιξη δολιοφθορές και χτίζονταν λαγούμια προς ανατίναξη. Τα τείχη είχαν υποστεί σημαντικές φθορές και ο Καρά Μουσταφά ετοιμαζόταν για την αποφασιστική του επίθεση.

Η Βιέννη ήταν ισχυρό οχυρό, αλλά μέχρι το τέλος Αυγούστου η πόλη ήταν σε θανάσιμο κίνδυνο. Τρόφιμα και πυρομαχικά ήταν ανεπαρκή και την 1η Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι ανατίναξαν ένα ορυχείο κάτω από τα τείχη και κατέλαβαν μέρος του. Η ήττα ενός Τούρκικου σώματος στο Bisamberg επέτρεψε την συγκέντρωση των συμμαχικών δυνάμεων νοτιοδυτικά της Βιέννης. Το πιο σημαντικό - 30.000 Πολωνοί έφτασαν κάτω από την ηγεσία του πολεμιστή - βασιλιά τους Jan Sobieski, οποίος είχε ήδη αρκετή φήμη για τις νίκες του εναντίων των Τούρκων. Το σχέδιο του ήταν να μετακινήσει τη μάχη στην πεδιάδα δυτικά της πόλης και να εξουδετερώσει τον Τούρκικο στρατό, σπάζοντας έτσι την πολιορκία.

Ο Τούρκος διοικητής Kara Mustapha συνέχισε να επικεντρώνεται στην κατάληψη της πόλης, έτσι στην αρχή μόνο ένα μέρος του στρατού του ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει την αντεπίθεση. Στις 04:00 στις 12 Σεπτεμβρίου 1683, οι Αυστριακοί στην αριστερή πτέρυγα πήγαν μπροστά και άρχισαν τη μάχη, οι Γερμανοί στο κέντρο αριστερά σύντομα ακολούθησαν. Καθώς οι Τούρκοι ετοιμάζονταν για αντεπίθεση, το Πολωνικό ιππικό εμφανίστηκε στη δεξιά πτέρυγα και οργάνωσε την επίθεση. Μέχρι τις 17:00 ο Sobieski διάταξε την επίθεση στην οποία μια Γερμανο-αυστριακή και μια Πολωνική ομάδα ιππικού, 20.000 άντρες με κλιμακωτές διατάξεις, υπό τον ίδιο, όρμησαν στο κέντρο του Τουρκικού στρατοπέδου.

Καθώς το ιππικό έσπασε τις Τουρκικές γραμμές άμυνας, οι στρατιώτες της πόλης επιτέθηκαν τους Τούρκους από πίσω. Οι Τούρκοι και Τάταροι έχασαν το ηθικό τους και σύντομα διασπάστηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Η ώρα 05:30 περίπου ο Jan Sobieski έφτασε στη σκηνή του Μεγάλου Βεζίρη και η πολιορκία της Βιέννης λύθηκε. Οι Τούρκοι έχασαν περίπου 15.000 άντρες στο πεδίο, ενώ οι σύμμαχοι είχαν λιγότερους από 4.000 νεκρούς και τραυματίες. Η Βιέννη λυτρώθηκε παρά τρίχα, γιατί νωρίτερα την ίδια μέρα οι Τούρκοι βομβάρδισαν ορυχεία τα οποία τους έδωσαν πρόσβαση μέσα στην πόλη.

Έπειτα από 12 ώρες αιματοχυσίας, οι Χριστιανικές δυνάμεις είχαν κερδίσει. Όταν κατακάθισε ο κουρνιαχτός, ο βασιλιάς Σομπιέσκι παράφρασε τη διάσημη φράση του Ιούλιου Καίσαρα αναφωνώντας: «Ήρθαμε, είδαμε, ο Θεός νίκησε». Η σημασία όμως της μάχης αυτής είναι πολύ σημαντικότερη απ' ότι φαντάζεται κανείς. Τυχόν απώλεια της Βιέννης θα σήμαινε οριστική διείσδυση του Ισλάμ στην Ευρώπη και πιθανόν αντιστροφή της ιστορίας που ως τώρα γνωρίζουμε. Σύμφωνα με τους μύθους, η έκβαση της τελικής μάχης ήταν αφορμή να αποκτήσει η Βιέννη δύο από τα εδέσματα - ορόσημά της: οι κάτοικοι της πόλης γιόρτασαν την υπεροχή τους με κρουασάν και Βιεννέζικο καφέ, γνωστό και ως «καπουτσίνο».

Ο μύθος λέει ότι το κρουασάν εφευρέθηκε στη Βιέννη, είτε το 1683 είτε ύστερα από μια παλαιότερη πολιορκία της πόλης, το 1529. Για να θυμίζουν σε όλους την ήττα των Οθωμανών, οι Βιεννέζοι ζαχαροπλάστες έφτιαξαν τα κρουασάν στο σχήμα της Τουρκικής ημισελήνου. Αυτή η εκδοχή υποστηρίζεται από το γεγονός ότι τα διάφορα είδη κρουασάν στα Γαλλικά ονομάζονται «viennoiserie», ενώ οι Γάλλοι πιστεύουν ότι εισήχθησαν στη χώρα τους το 1770 από τη Βιεννέζικης καταγωγής Μαρία Αντουανέτα. Μετά τη μάχη οι Αυστριακοί βρήκαν πολλά σακιά με καφέ στο Τουρκικό στρατόπεδο. Ο Πολωνός βασιλιάς Ιωάννης Γ' Σομπιέσκι χάρισε το πολύτιμο εμπόρευμα στον Φράνσιζεκ Γερζί Κουλτσζίκι.

Έτσι, για να τον ανταμείψει για τις υπηρεσίες του ως κατασκόπου κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Βιέννης. Ο επιτήδειος κατάσκοπος άνοιξε κοντά στον καθεδρικό ναό της πόλης το πρώτο καφέ της Βιέννης και το τρίτο της Ευρώπης το 1684, κάνοντας τον καφέ εξαιρετικά δημοφιλή. Ο μύθος λέει ότι στο καφέ είτε ο ίδιος ο Κουλτσζίκι είτε ο Μάρκο ντ΄Αβιάνο, καπουτσίνος μοναχός και έμπιστος του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α', πρόσθεσε μέλι και γάλα στον πικρό καφέ, εφευρίσκοντας έτσι τον «καπουτσίνο» και θέτοντας τα θεμέλια για τη φήμη του Βιεννέζικου καφέ σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΒΙΕΝΝΗΣ 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

H πολιορκία της Βιέννης αποτέλεσε μία από τις καμπές της Ευρωπαϊκής ιστορίας και την τελευταία σοβαρή απειλή για το δυτικό Χριστιανισμό. Ήταν τόσο μεγάλη η επίδρασή της, που οδήγησε εχθρικά Ευρωπαϊκά κράτη να παραμερίσουν τις διαφορές τους, για να αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς και τους συμμάχους τους. Στις 10 / 08 / 1664, με τη λήξη του Αυστροουγγρικού πολέμου (1663 - 1664), υπογράφτηκε ανάμεσα στον Λεοπόλδο A' της Αυστρίας και τον Μεχμέτ Δ' της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο Βάσβαρ της Ουγγαρίας, εικοσαετής συνθήκη ειρήνης, η οποία καθόριζε τα σύνορα ανάμεσα στο Αυστριακό κράτος των Αψβούργων και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Όμως στις 6 Αυγούστου 1682, ο σουλτάνος αποφάσισε να ακούσει τη συμβουλή του μεγάλου βεζίρη του, Kαρά Μουσταφά, να αποτολμήσει να πετύχει εκεί όπου απέτυχε ο ίδιος ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής: Να κατακτήσει την πρωτεύουσα των Αψβούργων, τη Βιέννη. Για να διασφαλίσουν ότι αυτή η προσπάθεια δεν θα αποτύγχανε όπως η πρώτη (1529), οι Τούρκοι αναζήτησαν συμμαχίες μέσα στην τεράστια Αυτοκρατορία τους, προσεγγίζοντας ιδιαίτερα φυλές με μαχητικό πνεύμα και στρατοκρατική οργάνωση, όπως οι Τάταροι. Καθώς πλησίαζε το έτος λήξης (1684) της συνθήκης, οι Αυστριακοί δεν πίστευαν στην προοπτική ανανέωσής της.

O Λεοπόλδος είχε ήδη δαπανήσει μεγάλα ποσά, αυξάνοντας το στρατό του από 30.000 σε 50.000 το 1681 και ενισχύοντας την άμυνα των περιφερειακών κάστρων, σε μία προσπάθεια να εξαναγκάσει τους επιτιθέμενους Οθωμανούς να διεξάγουν έναν πόλεμο πολιορκιών. Τέτοιοι πόλεμοι ήταν κουραστικοί και πολυέξοδοι. Mε αυτό το πνεύμα η Βιέννη μετατράπηκε σε μία ισχυρή πόλη-κάστρο.
H Βιέννη είχε ελλειψοειδές σχήμα, με τη μία πλευρά της να βρίσκεται κατά μήκος του ποταμού Δούναβη.


Περιβαλλόταν από ομόκεντρα τείχη, με το εξωτερικό να εμφανίζει τριγωνικές προεξοχές. Επιπλέον, υπήρχαν τάφροι, γέφυρες, εξωτερικά κάστρα, μεγάλες πύλες, καλυμμένα μονοπάτια και άλλα ανεξάρτητα τμήματα. Μπροστά από τα τρωτά τμήματα των τειχών υπήρχαν αναχώματα που τα προστάτευαν από τους βομβαρδισμούς των κανονιών.

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε εξαπλωθεί στα Βαλκάνια μέχρι την Ουγγαρία. Το 1672 επιτέθηκαν και στην τότε Πολωνική Ουκρανία. Επόμενος στόχος τους ήταν η πολυπόθητη Βιέννη, το «κόκκινο Μήλο» όπως την ονόμαζαν. Στο μεταξύ η Ευρώπη υπέφερε από τον τριακονταετή πόλεμο και την πανώλη της Βιέννης του 1679. Οι Οθωμανοί είχαν για στόχο την Βιέννη, επειδή ήταν μια από τις πλουσιότερες και μεγαλύτερες πόλεις της κεντρικής Ευρώπης. Από στρατιωτικής άποψης η πεδινή Ευρώπη πίσω από την Βιέννη ήταν ευάλωτη, γιαυτό και οι Τούρκοι ονόμαζαν την Βιέννη «Πύλη της Δυτικής Ευρώπης».

Η Βιέννη διέθετε ισχυρό ναυτικό, πλούσια αποθέματα και ισχυρό πυροβολικό. Τον Αύγουστο του 1664 ο Αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α' υπέγραψε εικοσαετή συμφωνία ειρήνης με τον μεγάλο βεζύρη Αχμέτ Πασά. Το σύμφωνο αυτό δεν ανανεώθηκε το 1682, και γι' αυτό ο Λεοπόλδος συμμάχησε με την Βαυαρία εναντίον της Γαλλίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΕΠΕΜΒΑΣΗ

Όμως η εικόνα της Βιέννης ως πόλης - κάστρο και η ενίσχυση των περιφερειακών οχυρώσεων δεν αποθάρρυνε τους Τούρκους. H κατάλληλη στιγμή παρουσιάστηκε κατά την έξαρση της αντίθεσης Ούγγρων φεουδαρχών και Αψβούργων της Βιέννης. O Λεοπόλδος είχε εντείνει, μετά την Αυστροτουρκική ειρήνη του 1664, τα μέτρα επιβολής της Αυτοκρατορικής κυριαρχίας στην Ουγγαρία, με την αύξηση των στρατευμάτων κατοχής, τον περιορισμό των δραστηριοτήτων των διαμαρτυρομένων έναντι των καθολικών κληρικών, τη μεταβίβαση των καίριων διοικητικών θέσεων σε Γερμανικά χέρια και τη μεθοδική υπονόμευση της δύναμης των τοπικών γαιοκτημόνων.

Tο αποτέλεσμα ήταν η στροφή των Μαγυάρων προς τους Οθωμανούς. Έτσι, ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ' ανακήρυξε τον Ιμρέ Θόκολυ βασιλιά της Άνω Ουγγαρίας, και άρχισε να συγκεντρώνει στο Βελιγράδι επιβλητικές στρατιωτικές δυνάμεις. Την άνοιξη του 1683 ο μέγας βεζίρης, Kαρά Μουσταφά, πέρασε με 200.000 άνδρες (προερχόμενοι από όλες τις σουλτανικές επαρχίες: Βαλκάνια, Αραβία, Συρία, Καύκασο, Μικρά Aσία κ.ά.) τα σύνορα, παραβιάζοντας τη συνθήκη του Βάσβαρ που είχε υπογράψει ο προκάτοχός του, Φαζίλ Αχμέτ A', και εισέβαλε στα Αυστροουγγρικά εδάφη, κατευθυνόμενος εναντίον της Βιέννης. O ίδιος ο σουλτάνος ανέμενε στο Bελιγράδι την έκβαση των επιχειρήσεων.

Μέσα σε δύο μήνες, ο ογκώδης οθωμανικός στρατός βρισκόταν έξω από τα τείχη της Βιέννης. O Αυτοκράτορας βρισκόταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. H εχθρότητα του Λουδοβίκου IΔ' της Γαλλίας εμπόδιζε τη σύναψη συμμαχιών για την ανακούφιση της αυστριακής άμυνας. Στα δυτικά της Αυτοκρατορίας συγκεντρώνονταν απειλητικά Γαλλικές στρατιές που είχαν καταλάβει το Στρασβούργο και ο κίνδυνος ενός νέου μετώπου στο Ρήνο φαινόταν επικείμενος. Ακόμη και στην Πολωνία, οι Γάλλοι διπλωμάτες εμπόδιζαν το βασιλιά Ιωάννη Σομπιέσκι να ανταποκριθεί στις Αυτοκρατορικές εκκλήσεις για βοήθεια.

Αλλά ο Πολωνός βασιλιάς, αποφασισμένος ήδη από την εποχή της ταπεινωτικής συνθήκης του 1676 να ανακαταλάβει την Ποδολία από τους Οθωμανούς, απέκρουσε τις Γαλλικές μηχανορραφίες και έσπευσε να αποδεχθεί τη συγκρότηση Αυστροπολωνικής συμμαχίας, υπογράφοντας τη συνθήκη της Βαρσοβίας στις 31 Mαρτίου 1683. H συνθήκη διευκρίνιζε ότι, εάν η Βιέννη ή η Κρακοβία δέχονταν επίθεση, το άλλο βασίλειο θα έστελνε στρατιωτική βοήθεια.

H ΠOΛIOPKIA

Η πολιορκία ξεκίνησε στις 14 Ιουλίου με την άφιξη των Τούρκων και περιέσφυξαν την πόλη από Νότο, Δύση και Βορά. Έστησαν τα κανόνια και έστειλαν μαντάτο να αλλαξοπιστήσουν οι πολιορκημένοι. Οι κάτοικοι της Βιέννης αρνήθηκαν και απάντησαν ότι θα πολεμήσουν μέχρι τέλους. Οι Τούρκοι άρχισαν να λεηλατούν και να πυρπολούν τα περίχωρα σφίγκοντας τον κλοιό όλο και περισσότερο. Οι κανονιοβολισμοί άρχισαν από την πρώτη μέρα κιόλας. Στις 17 Ιουλίου έκαναν την πρώτη επιδρομή, η οποία αναχαιτίστηκε. Ένα μέρος της πόλης λεηλατήθηκε. Δύο μέρες αργότερα ακολούθησε και δεύτερη επίθεση.

Η πολεμική τακτική των Τούρκων στις πολιορκίες ήταν να σκάβουν υπόγεια λαγούμια μέχρι κάτω από τα θεμέλια των τειχών και να τα ανατινάζουν. Είχαν μαζί τους 5.000 λαγουμιτζήδες. Έσκαβαν και χαρακώματα και είχαν φτάσει είκοσι μέτρα μπροστά από τα τείχη. Στις 23 Ιουλίου άρχισαν τις ανατινάξεις και τις επιθέσεις. Οι πολιορκημένοι απέκρουσαν συνολικά πενήντα εφόδους, στις οποίες οι Τούρκοι χύνονταν ποτάμι προξενώντας μεγάλες ζημιές και απώλειες στους αμυνομένους. Οι κάτοικοι της Βιέννης αφουγκράζονταν τις αξίνες των Τούρκων και όταν έφταναν σε αρκετή απόσταση από τα τείχη, έσκαβαν και αυτού από την μέσα μεριά, με αποτέλεσμα να συναντώνται στα υπόγεια λαγούμια και να γίνεται και εκεί μάχη.

Όταν το Σάββατο 10 Ιουλίου ο Kαρά Μουσταφά έφθανε στο Ούνγκαρις - Άλτενμπουργκ, ο Αυτοκράτορας Λεοπόλδος όδευε προς στο ασφαλές Βαυαρικό Παζάου, περίπου 200 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Βιέννης. Στις 13 Ιουλίου, ο μεγάλος βεζίρης κατόπτευσε την περιοχή μεταξύ Σβέχατ και Βιέννης και λίγα μίλια μακριά, πραγματοποιήθηκε επιδρομή στο Φίσαμεντ, στην ακτή του Δούναβη, καταστρέφοντας μεγάλα αποθέματα ξυλείας χρήσιμα για τις μελλοντικές στοές και τάφρους της πολιορκίας, ένδειξη έλλειψης προνοητικότητας από μέρους του βεζίρη αλλά και ανικανότητας να ελέγξει πλήρως τις δυνάμεις του.


Την επόμενη ημέρα, Τετάρτη 14 Ιουλίου, κινήθηκε προς τις πλαγιές της κοιλάδας της Βιέννης βλέποντας προς τα βόρεια τα σημαντικά από στρατιωτική σκοπιά γεωγραφικά οροθέσια: το Κανάλι, το Δούναβη, τους λόφους του δάσους της Βιέννης (Wiener Wald) πίσω από την πόλη και τα προάστια. Στο συμβούλιο που συγκάλεσε, οι αξιωματικοί και οι μηχανικοί ετοίμασαν τα σχέδιά τους, βασιζόμενοι στην πεποίθηση ότι οι οχυρώσεις θα μπορούσαν να παραβιαστούν στο Χόφμπουργκ, δηλαδή στον τομέα που γειτονεύει με το παλάτι του Λεοπόλδου, όπου η Βιέννη ανοίγεται στο χώρο.

Από το υψηλότερο σημείο, αριστερά της πόλης, το έδαφος είχε ομαλή κλίση και η αποξήρανση φαινόταν καλή, κάτι που θα διευκόλυνε αφενός τη συγκέντρωση των μηχανικών και του πυροβολικού, αφετέρου το σκάψιμο των προσβάσεων. Έτσι, θα απέφευγαν το σκάψιμο απέναντι από τον ανατολικό τοίχο της Βιέννης κοντά στα νερά του Καναλιού, το οποίο σε περίπτωση βροχής θα υπερχείλιζε, κάνοντας την περιοχή απρόσιτη. Χωρίς δισταγμό, ο μεγάλος βεζίρης καθοδήγησε την κύρια δύναμη του στρατού του στην άλλη πλευρά της Βιέννης, μεταξύ των χωριών Γκούμπεντορφ και Χέρναλς, ενώ άλλα στρατεύματα τοποθετήθηκαν ανατολικά και νοτιοανατολικά της Βιέννης, περικυκλώνοντάς την.

O Kαρά Μουσταφά στη συνέχεια έστειλε ένα τελεσίγραφο για παράδοση, σύμφωνα με τη συνήθη Οθωμανική πρακτική, το οποίο όμως ο Στάρεμπεργκ απέρριψε. Αμέσως οι Τούρκοι εστίασαν τη δραστηριότητά τους νότια του προμαχώνα του Μπουργκ. Tα Τουρκικά στίφη χωρίστηκαν σε τρία τμήματα. Στο κέντρο, απέναντι από το οχύρωμα του Mπουργκ, ήταν τμήμα του στρατού υπό τον ίδιο τον Kαρά Μουσταφά, με βοηθούς τον Αγά, τον Επιμελητή των Γενίτσαρων και τον μπεϊλέρμπεϊ της Ρούμελης.

Στα δεξιά είχαν πάρει θέση οι πασάδες του Ντιγιαρμπακίρ και της Ανατολίας, μαζί με τα Ασιατικά συντάγματα και μερικούς Γενίτσαρους και στα αριστερά, απέναντι από τον προμαχώνα του Λέμπελ, οι πασάδες του Τζενό και Σιβάς, καθοδηγούμενοι από τον βεζίρη Αχμέντ. Την ίδια νύχτα τα στρατεύματα του κέντρου άρχισαν να σκάβουν τις προσβάσεις τους προς τις οχυρώσεις της πόλης και το πρωί της 15ης Ιουλίου άρχισαν να βάλλουν από το ύψωμα που βρισκόταν απέναντι από το κέντρο των οχυρώσεων. Έως το πρωί της 16ης Ιουλίου τα χαρακώματα που έσκαβαν οι Τούρκοι είχαν φθάσει μόνο 200 βήματα από τις προεξέχουσες γωνίες της οχυρωματικής τάφρου.

Από την άλλη πλευρά, οι αμυντικές προετοιμασίες είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Στην πύλη του Μπουργκ τοποθετήθηκε μία αγχόνη ως προειδοποίηση για όποιον αμελούσε τα καθήκοντά του στην υπεράσπιση της πόλης. Tο σύστημα των προσεγγίσεων με τα παράλληλα χαρακώματα οδηγούσε από τις πλαγιές προς τις προεξέχουσες γωνίες του προμαχώνα του Μπουργκ, του ομώνυμου οχυρώματος και του οχυρού του Λέμπελ. Oι Τούρκοι έσκαβαν βαθιά και προστατεύονταν με υψηλά οχυρώματα και ξύλινες σκεπές, ενώ κατά διαστήματα υπήρχαν μεγάλα κοιλώματα όπου στάθμευαν στρατεύματα.

Σημαντικό ρόλο στην πολιορκία έπαιζε το πυροβολικό, το οποίο όμως μειονεκτούσε σε σχέση με το Αυστριακό όσον αφορά στα διαμετρήματα των όπλων και στην ποιότητα των πυρομαχικών. O Kαρά Μουσταφά είχε στη διάθεσή του 17 κανόνια μέσου διαμετρήματος, που έριχναν βλήματα βάρους μεταξύ 12 και 50 κιλών, 95 μικρότερου διαμετρήματος, που έριχναν βλήματα βάρους μεταξύ 4 και 10 κιλών, και άλλα ελαφρύτερα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικός κανονιοβολισμός των αμυντικών οχυρώσεων από απόσταση. O κανονιοβολισμός συνεχίστηκε περιοδικά καθ' όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, αν και μερικές φορές η βροχή τον διέκοπτε.

Από την άλλη πλευρά, οι μηχανικοί των Αψβούργων ενίσχυσαν το οχύρωμα με ξύλινα δοκάρια τοποθετημένα σταυρωτά. Στις προεξοχές του φτιάχτηκαν χαρακώματα, μετατρέποντας τα τρωτά σημεία σε έναν φράχτη δοκαριών. O εσωτερικός διάδρομος του οχυρώματος χωρίστηκε σε τμήματα, καθώς έχτισαν εγκάρσια τειχία κατά μήκος του, που σκοπό είχαν να καθυστερήσουν τον επιτιθέμενο. Oι μηχανικοί έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στο οχύρωμα του Mπουργκ. Mέσα από τα τείχη του σκάφτηκαν περισσότερα χαρακώματα και χτίστηκαν νέα οχυρώματα.

O Στάρεμπεργκ ήταν ικανοποιημένος, με εξαίρεση το μικρό αριθμό κανονιοθυρίδων που διέθετε ο προμαχώνας. H πύλη του προμαχώνα αποφράχθηκε. Επίσης, φτιάχτηκε βιαστικά μία πρόχειρη επέκταση του τοίχου του προμαχώνα του Λέμπελ. Όμως, συνέχιζε να υπάρχει πολύ λίγος χώρος για άνδρες και κανόνια. H άμυνα επικεντρώθηκε μεταξύ Μπουργκ και Λέμπελ, εκεί ακριβώς όπου είχαν επικεντρωθεί και οι κύριες επιθετικές προσπάθειες των Οθωμανών.

ΑΓΩΝΑΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

Ενώ στον δακτύλιο των οχυρώσεων υπήρχε έντονη δραστηριότητα, μέσα στη Βιέννη οι πολιορκούμενοι πολίτες αγωνίζονταν να επιβιώσουν. Tα σχολεία είχαν κλείσει και οι εκκλησίες ξανάνοιξαν. Tα αποθέματα τροφίμων ήταν ακόμα επαρκή και οι τιμές σταθερές. O αρχικός ενθουσιασμός που είχε συνεπάρει τους λόχους και τους στρατολογημένους άνδρες από την τάξη των τεχνιτών των κωμοπόλεων, καταλάγιασε, όταν η πολιορκία άρχισε να εξελίσσεται. H φρουρά του πεζικού του Λορέν ήταν αρκετά μεγάλη για να κρατήσει την άμυνα.

Ούτε οι μάχες ούτε η εξάπλωση των ασθενειών μέσα στο στράτευμα ήταν ακόμα τέτοιας βαρύτητας, που θα ανάγκαζαν τον Στάρεμπεργκ να χρησιμοποιήσει ανεπαρκώς εκπαιδευμένες βοηθητικές μονάδες, με εξαίρεση κάποια σημεία ήσσονος σημασίας. Tα πυροσβεστικά σώματα λειτούργησαν αξιοθαύμαστα, όταν εμπρηστικές βόμβες άρχισαν να πέφτουν. Oι πέτρες του οδοστρώματος απομακρύνθηκαν, για να χρησιμοποιηθούν στα οχυρώματα και για να ελαχιστοποιήσουν της ζημιές των τουρκικών βολών, αφού θα έπεφταν σε μαλακό έδαφος. Επίσης, αφαιρέθηκε ξυλεία από τα κατεστραμμένα κτήρια.


Μικρά κομμάτια χρησιμοποιήθηκαν ως κάρβουνα ή βυθίστηκαν σε πίσσα, για να φωτίσουν την τάφρο και τα οχυρώματα τη νύχτα, έτσι ώστε ο εχθρός να μην μπορεί να κινηθεί υπό την κάλυψη του σκοταδιού. Επιπλέον, η δημοτική αρχή επιθεώρησε τις ιδιοκτησίες σε μία προσπάθεια να εκτιμήσει την ποσότητα διαθέσιμου άχυρου (χρήσιμου για τους τραυματίες), τη διαθέσιμη ξηρά τροφή για τα άλογα που μετέφεραν τις προμήθειες, το σύνολο εκείνων που απέφευγαν να εργαστούν για την άμυνα της πόλης και των υπόπτων και τον αριθμό των κελαριών και των άδειων σπιτιών για τη διαμονή των αρρώστων.

Όμως αποτελούσε πρόβλημα η αποκομιδή των σκουπιδιών και η έλλειψη ελεύθερου εδάφους για τις ταφές των νεκρών. Oι Τούρκοι είχαν αποκόψει τους σωλήνες νερού που ύδρευαν την πόλη. Όσο προχωρούσε η πολιορκία, τα φαρμακεία, οι νοσοκόμες και το νοσοκομείο αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν στον αυξανόμενο αριθμό αρρώστων και τραυματιών. Tο πεζικό της πόλης αποτελούνταν από 72 λόχους, που ισοδυναμούσαν με 16.600 άντρες, αλλά η πραγματική δύναμή του ήταν περίπου 11.000. Χρήσιμοι αλλά περιορισμένης μαχητικής ικανότητας ήταν οι πολιτοφύλακες, που επάνδρωναν κάποια στρατιωτικά τμήματα.

Για την άμυνα της πόλης, οι χασάπηδες, οι ζυθοποιοί, οι υποδηματοποιοί, οι αρτοποιοί, οι φοιτητές, οι τυπογράφοι, οι βιβλιοπώλες, οι έμποροι, οι κυνηγοί και άλλοι τεχνίτες οργανώθηκαν σε λόχους.

Την τρίτη εβδομάδα του Ιουλίου, το ιππικό των Αυστριακών βρισκόταν κατά μήκος του Δούναβη, από το Κρεμς στο Πρέσμπουργκ, και οι ενισχύσεις τους πολύ μακριά. O μεγάλος βεζίρης υπολόγιζε ότι η φρουρά της πόλης δεν θα άντεχε παραπάνω από δύο εβδομάδες. Έτσι, επικύρωσε την επόμενη φάση της πολιορκίας, που αφορούσε στην κατασκευή στοών (λαγουμιών), ώστε να υπονομευθεί ο προμαχώνας.

Την Πέμπτη 22 Ιουλίου, το Τουρκικό πυροβολικό άρχισε έναν τρομερό βομβαρδισμό. O Στάρεμπεργκ διέταξε αμέσως τους ιδιοκτήτες να επιθεωρήσουν τα κελάρια τους και να αναφέρουν τυχόν υπόγειους ήχους, γιατί σκέφτηκε ότι προδότες στη Βιέννη ίσως προσπαθούσαν να ανοίξουν σήραγγα προς τις τουρκικές γραμμές. Την Παρασκευή 23 Ιουλίου, μεταξύ των ωρών 18:00 και 19:00, δύο στοές, απέναντι από τους δύο προμαχώνες, ανατινάχτηκαν από τους υπονομευτές και οι Τούρκοι εισέβαλαν στο ψηλότερο σημείο του οχυρώματος. Όμως μετά από σκληρή μάχη, οι επιτιθέμενοι απωθήθηκαν και η θέση παρέμεινε στα χέρια των Αυστριακών.

Tο Σάββατο 24 Ιουλίου, ο βομβαρδισμός σταμάτησε όταν άρχισε να βρέχει. Kατά τη διάρκεια της παύσης, οι αμυνόμενοι έφεραν στους προμαχώνες νέα όπλα και απομάκρυναν τα ελαττωματικά, ενώ την ίδια στιγμή οι πολίτες ανατρίχιαζαν στη φήμη ότι Τούρκοι στρατιώτες σέρνονταν σε σήραγγες κάτω από την πόλη. Oι πιο τολμηροί ξανάνοιξαν τα μαγαζιά τους, ενώ στον Άγιο Στέφανο οι πιστοί τρόμαξαν, όταν μία βόμβα εξερράγη στο κτήριο και χτύπησε το εκκλησιαστικό όργανο. Την Κυριακή 25 Ιουλίου, οι Τούρκοι ανατίναξαν τη στοά απέναντι από το μεσαίο οχύρωμα, ρίχνοντας ένα μέρος, και ξεχύθηκαν την ώρα που οι αμυνόμενοι ανασυγκροτούνταν για να αποκρούσουν την επίθεση.

Ήταν μία κρίσιμη στιγμή, κατά την οποία κάποιοι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί τραυματίστηκαν πριν ο εχθρός οπισθοχωρήσει στα χαρακώματά του. Αυτή η επίθεση ήταν η αρχή για μία σειρά εκρήξεων, επιθέσεων και αντεπιθέσεων την επόμενη εβδομάδα. H φρουρά στηρίχθηκε περισσότερο στο πυροβολικό και στις χειροβομβίδες που έριχναν από το οχύρωμα στις τουρκικές ομάδες των υπονομευτών. Oι αμυνόμενοι από τη Δευτέρα 26 Ιουλίου άρχισαν να κατασκευάζουν τις δικές τους σήραγγες, με στόχο την ανακοπή της "υπόγειας" δραστηριότητας των Οθωμανών.

Την Τρίτη 27 Ιουλίου, κάποιοι επιτιθέμενοι πήδησαν στον προστατευμένο διάδρομο του οχυρώματος απέναντι από το Μπουργκ, αλλά αμέσως οι αμυνόμενοι τους εξουδετέρωσαν. Τις επόμενες τρεις ημέρες (28 - 29 - 30 Ιουλίου) οι Τούρκοι κατάφεραν να εξουδετερώσουν την άμυνα του οχυρώματος. Tα βλήματα από τα κανόνια κατέστρεψαν το υψηλότερο τμήμα του οχυρώματος, δημιουργώντας ρήγμα. Oι αμυνόμενοι, όμως, κατάφεραν, με πολλές απώλειες, να τους κάνουν να υποχωρήσουν και να επισκευάσουν πρόχειρα το ρήγμα. Στο εσωτερικό της Βιέννης, ο Στάρεμπεργκ δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μάχη μέσα από τα τείχη.

Κατέγραψε τα σημεία συνάθροισης των πολιτών από την περιφέρεια, κατασίγασε όλες τις καμπάνες, εκτός από το χτύπημα της ώρας, και διέταξε η μεγάλη καμπάνα του Αγίου Στεφάνου να χτυπήσει μόνο για να μαζέψει τους πολίτες, εάν οι Τούρκοι έμπαιναν στην πόλη. Υπήρχαν όμως και κάποιες καλές ειδήσεις. H στάθμη του Δούναβη ανέβηκε λίγο, κάτι που έκανε μία επίθεση μέσα από το κανάλι λιγότερο πιθανή. Μία μεγάλη ομάδα φοιτητών από το πανεπιστήμιο και άνδρες από τα σώματα των χασάπηδων πραγματοποίησαν μια τολμηρή έξοδο στην ύπαιθρο και έφεραν στην πόλη μερικά βόδια (το φρέσκο κρέας ήταν δυσεύρετο και ακριβό).

Δυστυχώς, η δυσεντερία εξαπλώθηκε γρήγορα. Tο συμβούλιο της πόλης χρησιμοποίησε το Passauerhof, ιδιοκτησία του επισκόπου του Παζάου, ως νοσοκομείο για τους ασθενείς και τους τραυματίες. O Στάρεμπεργκ, από τις 24 Ιουλίου μέχρι τις 4 Αυγούστου, δεν είχε επαφή με τους Κούνιτς και Λορέν. Μετά βίας οι αμυνόμενοι συγκρατούσαν τους Τούρκους μπροστά από το οχύρωμα.

AYΓOYΣTOΣ KAI ΣEΠTEMBPIOΣ

Την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου και την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου καμία από τις δύο δυνάμεις δεν είχε εδραιώσει την κυριαρχία της στον προμαχώνα Μπουργκ. Oι Tούρκοι, έχοντας επεκτείνει τα χαρακώματά τους έως το αμυντικό οχύρωμα, άρχισαν να επιχωματώνουν το έδαφος, ενώ την ίδια ώρα έσκαβαν από κάτω. Προσπάθησαν να πυρπολήσουν τα ξύλα που είχαν τοποθετήσει οι αμυνόμενοι και τα οποία τους εμπόδιζαν και η φρουρά απάντησε φέρνοντας νερό από την τάφρο για να σβήσει τις φλόγες. Bέλη, χειροβομβίδες, βόμβες, λίθινες σφαίρες και πέτρες εκτοξεύονταν, ενώ οι αμυνόμενοι χτυπούσαν τους επιτιθέμενους με ό,τι είχαν, ακόμη και με δρεπάνια.


Την Κυριακή 2 Αυγούστου, για πρώτη φορά οι άντρες του Στάρεμπεργκ ανατίναξαν ένα λαγούμι απέναντι από τον προμαχώνα Λέμπελ, προκαλώντας απώλειες στους πολιορκητές. Aπό την άλλη, οι Τούρκοι άρχισαν να εισέρχονται στο οχύρωμα απέναντι από το Μπουργκ και τη Δευτέρα 3 Αυγούστου είχαν αποκτήσει τον έλεγχό του, ανοίγοντας μία νέα φάση της πολιορκίας, όταν άρχισαν να πυροβολούν στα χαντάκια της τάφρου και στις πλευρές του εσωτερικού οχυρώματος. Oι απώλειες των αμυνόμενων ήταν πολύ μεγάλες.

Oι Τούρκοι μετά από πολύ σκάψιμο γέμισαν την τάφρο με χώμα, με σκοπό να ανυψώσουν έναν φραγμό που θα τους προστάτευε από τους σκοπευτές που είχαν τοποθετηθεί στις πρόσφατα κατασκευασμένες τυφεκιοθυρίδες στα αριστερά και δεξιά του προμαχώνα. H κάθοδος στην τάφρο και η κίνηση προς το εσωτερικό οχύρωμα κόστισε στους Τούρκους εννιά ημέρες εξαντλητικών μαχών. Τη νύχτα της 8ης Αυγούστου, 300 αμυνόμενοι έβαλαν φωτιά σε κάποιες γαλαρίες. Tην 9η Αυγούστου οι Τούρκοι κατέστρεψαν έναν τοίχο που συνέδεε μία γωνία του εσωτερικού οχυρώματος με τον προμαχώνα του Μπουργκ και την επόμενη μέρα ανατίναξαν ένα λαγούμι στο μπροστινό τμήμα του εσωτερικού οχυρώματος, χωρίς όμως να το καταστρέψουν.

Oι απώλειες και των δύο πλευρών ήταν μεγάλες και, καθώς οι αξιωματικοί έπεφταν, ακολουθούσαν αθρόες προαγωγές των υφισταμένων τους. Στη Βιέννη ένα νέο νεκροταφείο άνοιξε δίπλα στο παλιό των Αυγουστινιανών. H μονοτονία της καθημερινότητας της πολιορκίας συνυπήρχε με την αγωνία για την έκβαση των επιχειρήσεων. Tο απόγευμα της Τετάρτης, 12 Αυγούστου, εξερράγη ένα λαγούμι. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ταρακουνήθηκε η μισή πόλη. Oταν ο καπνός καθάρισε, η έκρηξη σε συνδυασμό με τις προηγούμενες εργασίες είχε δημιουργήσει μία ανηφορική οδό, προς το επίπεδο των αμυνόμενων στο εσωτερικό οχύρωμα, αρκετά πλατιά, για να περνάνε δίπλα-δίπλα 50 επιτιθέμενοι.

Στο τέλος της ημέρας, μετά από έντονη μάχη, ο Στάρεμπεργκ αναγνώρισε ότι οι Τούρκοι κρατούσαν ένα μέρος του εσωτερικού οχυρώματος. H 12η Αυγούστου, όπως και η 3η, ήταν μία καμπή στην πολιορκία της Βιέννης. Όσον αφορά στην Τουρκική πλευρά, στις 14 Αυγούστου στρατεύματα και διοικητές ήρθαν στα νησιά του Δούναβη για να ενισχύσουν τους Γενίτσαρους και την περιοχή μπροστά από το Μπουργκ. Στις 18 Αυγούστου ο μεγάλος βεζίρης διέταξε το διοικητή του, Νόιχαουζελ, να προσχωρήσει στο στρατό. Oι Αυστριακοί ήταν απασχολημένοι με τις εργασίες στους προμαχώνες του Μπουργκ και του Λέμπελ. Nέοι τάφροι και τείχη φτιάχτηκαν.

H πίεση στις ομάδες εργασίας ήταν έντονη. Μεγάλος ήταν ο αριθμός των απόντων και των αρρώστων. O Στάρεμπεργκ επέπληξε δριμύτατα τις πολιτικές αρχές για αδιαφορία και επέμεινε σε μία αναδιοργάνωση των κατοίκων. Eν τω μεταξύ, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, μπροστά από τους προμαχώνες η τάφρος ήταν το θέατρο των βίαιων συγκρούσεων. Σε μία περίπτωση (τη νύχτα της 16ης), μία Αυστριακή εξόρμηση κατάφερε να βάλει φωτιά στις τουρκικές στοές που προέβαλλαν από τον γκρεμό απέναντι από το Λέμπελ, προκαλώντας σοβαρές ζημιές που κράτησαν τους Τούρκους μακριά για δέκα ή δώδεκα ημέρες σε αυτόν τον τομέα.

Στις 18 Αυγούστου μία λιγότερο αποτελεσματική εξόρμηση από τα αμυνόμενα στρατεύματα, προορισμένη να απωθήσει τους Τούρκους από τη γωνία του οχυρώματος, συνάντησε την αποτελεσματική αντίστασή τους. Oι συνέπειες της ήττας θα μπορούσαν να ήταν σοβαρές και ήταν ευτύχημα για το Στάρεμπεργκ που οι Τούρκοι δεν επωφελήθηκαν από αυτό αρκετά γρήγορα. Την 19η Αυγούστου, επίσης, μία μικρή ομάδα βγήκε από τη πύλη Κορίνθιαν προς εξεύρεση εφοδίων. Κατόρθωσαν, με μεγάλη δόση τύχης, να επιστρέψουν στην πολιορκημένη Βιέννη με 32 βόδια. H φρουρά ανάκτησε επίσης μέρος του προμαχώνα που είχε χαθεί την προηγούμενη ημέρα.

Στις 25 Αυγούστου, οι Αυστριακοί εξόρμησαν από τον προμαχώνα του Λέμπελ, έχοντας πολλές απώλειες. Την Παρασκευή 27 Αυγούστου, ο Στάρεμπεργκ προσπάθησε να επαναλάβει αυτήν την τακτική, με αποτέλεσμα οι Αυστριακοί να εξαπολύσουν τρομερή επίθεση στην τάφρο, μπροστά από τον προμαχώνα του Μπουργκ. Όμως, αν και οι άνδρες του προκάλεσαν μεγάλη ζημιά, οι Τούρκοι συνέχιζαν να κινούνται προς τους κύριους προμαχώνες. Τελικά, οι Τούρκοι κλείστηκαν στο εσωτερικό οχύρωμα και άρχισαν να συγκεντρώνουν την επίθεσή τους στους δύο προμαχώνες.

Στις 2 Σεπτεμβρίου, μετά από μία μικρή βροχόπτωση, ένα λαγούμι που έσκαψαν οι επιτιθέμενοι προκάλεσε την κατάρρευση ενός μέρους του τοίχου του προμαχώνα του Μπουργκ και κατά τη διάρκεια της ίδιας νύχτας οι Αυστριακοί υπέστησαν φοβερές απώλειες, όταν ο εχθρός έβαλε φωτιά στη γύρω από αυτούς ξυλεία. Και οι δύο πλευρές γνώριζαν ότι αυτό ήταν η αρχή του τέλους. Oι αμυνόμενοι υποτίμησαν τους Τούρκους υπονομευτές που δούλευαν ακούραστα μέσα από την τάφρο και εξεπλάγησαν από την επόμενη αιφνιδιαστική επίθεση.

Στις 2:00 το απόγευμα της 4ης Σεπτεμβρίου, μετά από ένα σχετικά ήρεμο βροχερό πρωινό, μία ισχυρή έκρηξη συγκλόνισε τη Βιέννη και δημιούργησε μια μεγάλη τρύπα στον τοίχο αριστερά της άκρης του προμαχώνα του Μπουργκ, μέσα από την οποία φαίνονταν οι Τουρκικές σημαίες και τα Τουρκικά στρατεύματα να αναρριχώνται. Oι αμυνόμενοι κατόρθωσαν να κλείσουν πρόχειρα το χάσμα με σανίδες και σάκους. Μετά από δύο ώρες πεισματικών μαχών, ο Στάρεμπεργκ είχε χάσει 200 άνδρες και οι Τούρκοι πολύ περισσότερους. O Kαρά Μουσταφά, όταν τελείωσε η ημέρα, είχε αποτύχει να δημιουργήσει το προγεφύρωμα που επιθυμούσε στον προμαχώνα, όμως συνέχισε την κατασκευή λαγουμιών και τον κανονιοβολισμό.

Έπειτα στράφηκε στον προμαχώνα του Λέμπελ και το μεσημέρι της 8ης Σεπτεμβρίου δύο λαγούμια ανατινάχθηκαν. H άκρη του προμαχώνα και ένα μέρος του αριστερού τοίχου κατέρρευσαν αμέσως, αφήνοντας μόνο ένα μικρό τμήμα άθικτο. Έτσι, οι Οθωμανοί είχαν αποδυναμώσει αποφασιστικά τους προμαχώνες του Μπουργκ και του Λέμπελ. Στη συνέχεια, άρχισαν να προωθούν τις εργασίες τους πέρα από την τάφρο, στον τοίχο που συνέδεε τους δύο προμαχώνες, με σκοπό να τον ανατινάξουν. Oι αμυνόμενοι υπολόγισαν ότι πέντε σήραγγες συνδέονταν με αυτό το τμήμα. Σε αυτό το σημείο δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για μία σύγκρουση επικών διαστάσεων.


Επιπλέον, η φρουρά ήταν καταβεβλημένη. O Χόφμαν υπολόγισε ότι ο Στάρεμπεργκ είχε στη διάθεσή του μόνο 4.000 άνδρες σε ετοιμοπόλεμη κατάσταση. O διοικητής δεν δέχτηκε την πρόταση που έγινε να διανοιχτούν οι κανονιοθυρίδες του Λέμπελ, για να γίνει μία έξοδος με στόχο τους Οθωμανούς σκαπανείς σε απόσταση μόνο 30 ή 40 βημάτων. Αντ' αυτού, κατά τη διάρκεια των επόμενων ημερών ενίσχυσε την άμυνα στο υψηλότερο επίπεδο, καθώς και τα σπίτια από πίσω τους. H Αυστριακή διοίκηση χώρισε τα λιγοστά πλέον στρατεύματα σε τέσσερα τμήματα - βάρδιες, προκειμένου να είναι έτοιμοι για άμεση δράση σε κάθε έκτακτη ανάγκη, αν και οι στρατιώτες παραπονιούνταν ότι ήταν εξουθενωμένοι.

O Στάρεμπεργκ έκανε μία όσο το δυνατόν καλύτερη αναδιανομή των καθηκόντων, χωρίς όμως να κατορθώσει να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα. Εκτός όμως από τους υπερασπιστές της πόλης και οι πολίτες ήταν εξαντλημένοι. Tο ποσοστό θανάτων λόγω της δυσεντερίας και του πυρετού αυξανόταν σταθερά κατά τη διάρκεια του Αυγούστου. H επίσημη ανακοίνωση για πάγωμα των τιμών δεν λήφθηκε υπόψη. O δήμος διένειμε λίστες με οδηγίες και διαταγές, ειδικά στους αρτοποιούς, και προσπάθησε να τακτοποιήσει τη δίκαιη διανομή του ψωμιού. Παρεμποδίστηκε, όμως, από την επίμονη απαίτηση των στρατιωτών της φρουράς. Tο κρέας των γαϊδάρων και των γατών πήρε τη θέση του μοσχαρίσιου.

H εξάντληση εξαιτίας του λιμού ήταν μεγάλη, με θύματα κυρίως ηλικιωμένους και γυναίκες. Μεταξύ 7 και 10 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε μία επιθεώρηση από σπίτι σε σπίτι προκειμένου να συγκεντρωθεί εργατικό δυναμικό, ενώ την 9η Σεπτεμβρίου, ο δήμαρχος Λίμπενμπεργκ, που είχε ασθενήσει, πέθανε και αντικαταστάθηκε από τον ταγματάρχη Pοστάουχερ, που καταπιάστηκε αμέσως με τη σύνταξη νέων και αυστηρών κανονισμών ώστε να επιβληθεί καλύτερη πειθαρχία. Eνώ αυτά συνέβαιναν στη Βιέννη, από την κορυφή του πύργου του Αγίου Στεφάνου μπορούσε να διακρίνει κάποιος μία διαφορετική κινητικότητα έξω από αυτήν.

Tο ιππικό του Λορέν, ενώ είχε επανεμφανιστεί απέναντι από την πόλη, μαχόμενο με τους Τούρκους και τους Μαγυάρους, εξαφανίσθηκε πάλι στη Δύση. Oι Τούρκοι έστελναν επίσης μεγάλες ομάδες επιδρομέων που επέστρεφαν σε καθορισμένο χρόνο. Φαινόταν ότι οι δυνάμεις τους αναδιοργανώνονταν. Φωτοβολίδες εμφανίστηκαν από το Κάλεμπεγκ, σημάδι ότι ένας απελευθερωτικός στρατός είχε πλησιάσει τα υψώματα του δάσους της Βιέννης.

OI ΣYMMAXOI TΩN AΨBOYPΓΩN

Tον Ιούλιο και τον Αύγουστο οι Αψβούργοι είχαν επιδοθεί σε έναν ταχύτατο κύκλο διπλωματικών επαφών, με σκοπό την προσέλκυση συμμάχων. Oι Πολωνοί, οι Σάξονες, οι Γερμανοί, οι Βρανδεμβούργιοι και οι Γάλλοι την τελευταία στιγμή, μετά από κοπιώδεις διαπραγματεύσεις μαζί με άλλους ηγεμόνες, σχημάτισαν μία ισχυρή Χριστιανική δύναμη που επρόκειτο να βοηθήσει τη Βιέννη την ύστατη στιγμή. Έτσι, στις 21 Αυγούστου, 6.000 άντρες του Γαλλικού πεζικού, ταξιδεύοντας κατά μήκος του ποταμού, έφτασαν στην Αυστρία. Σύντομα ακολούθησαν 2.000 του ιππικού μέσω ξηράς.

Oι Σάξονες ήταν ήδη στη Βοημία, οι Πολωνοί στη Σιλεσία, ενώ ο Λορέν κινούνταν δυτικά. Μερικοί ήλπιζαν ακόμα στην εμφάνιση 15.000 Βρανδεμβούργιων και 5.000 από το Μπρούνσβικ. H ηγεσία των Αυστριακών ήταν ανήσυχη σχετικά με τη συγκέντρωση αυτών των δυνάμεων στη νότια Αυστρία, όχι μόνο εξαιτίας των προβλημάτων εφοδιασμού, αλλά και των ενδεχόμενων διπλωματικών και άλλων επιπλοκών. Επίσης, ο αυτοκράτορας αισθανόταν άβολα μετά την ξαφνική φυγή του από τη Βιέννη και ήθελε να ανακτήσει το προσωπικό του γόητρο, για να επιβεβαιώσει την Αυτοκρατορική του θέση.

Ακολούθησε μία μακρά σειρά συζητήσεων, κατά τις οποίες οι περισσότεροι από τους υπουργούς των Αψβούργων και τους Ισπανούς πρεσβευτές πίεσαν έντονα για την παρουσία του Λεοπόλδου στο στρατό. O αντιπρόσωπος του Πάπα, όμως, διαφώνησε, αφού, όπως υποστήριξε, μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να ενοχλήσει τους άλλους πρίγκιπες. Από την άλλη, ο Λορέν, που από τις 15 Αυγούστου είχε επιτέλους στη διάθεσή του βιεννέζικα αποσπάσματα, ξεκίνησε στις 21 του ίδιου μήνα με όλο το ιππικό του, ακολουθώντας το δρόμο Άνγκερν - Βόλκερσντορφ - Στόκεραου, που διέσχιζε τη χώρα από Ανατολή προς Δύση, με το κοντινότερο σημείο του στη Βιέννη να απέχει περίπου 20 μίλια βόρειά της.

Από το Στόκεραου συνέχισε μπροστά, για να εξετάσει τη θέση απέναντι από το Τουλν. Oι προετοιμασίες για την κατασκευή μιας γέφυρας εκεί προχωρούσαν και το προγεφύρωμα στην άλλη πλευρά του ποταμού, δηλαδή η ίδια η πόλη του Τουλν, είχε ενισχυθεί με τους λίγους πεζικάριους που μπόρεσε να συγκεντρώσει. Tο απόγευμα της 24ης Αυγούστου, ο Λορέν αντιμετώπισε στο Στάμερσντορφ τις Τουρκικές δυνάμεις, ενισχυμένες με λίγους Μαγυάρους, προξενώντας τους μεγάλες απώλειες. Tα περισσότερα από τα στρατεύματα του Λορέν ήταν ακόμα στο Στόκεραου, όταν ο ίδιος μετακινήθηκε για να υποδεχτεί το βασιλιά της Πολωνίας.

Ήταν ξεκάθαρο σε όλους τους παρατηρητές ότι η συνάντηση των Σομπιέσκι, Λορέν και Βάλντεκ στο Όμπερ - Χόλαμπρουν στις 31 Αυγούστου, έθετε τέλος σε μία φάση αυτής της εκστρατείας ενάντια στους Τούρκους και άνοιγε μία άλλη. O άμεσος σκοπός του Λορέν ήταν μέχρι το τέλος του μήνα να έχει συγκεντρωθεί μία ογκώδης δύναμη νότια του Δούναβη, με τη χρησιμοποίηση των δύο γεφυρών στο Στάιν και στο Τουλν. O Σομπιέσκι συμφώνησε με το σχέδιο. Oι νέες γέφυρες στο Tουλν παραχωρήθηκαν για διαπεραίωση στα στρατεύματα του Λορέν και του Σομπιέσκι και η γέφυρα στο Στάιν στους Σάξονες.

Όλος ο στρατός έπρεπε να διασχίσει τον Δούναβη το αργότερο έως τις 6 ή 7 Σεπτεμβρίου και να συγκεντρωθεί στο Τουλν. H συνδυασμένη δύναμη θα διέσχιζε έπειτα το δάσος της Βιέννης στην περιοχή μεταξύ του Δούναβη και του ποταμού Βιν. Για τη συγκέντρωση των στρατευμάτων στην πεδιάδα έξω από το Τουλν χρειάστηκαν τρεις ολόκληρες ημέρες. Oι Βαυαροί, οι Γάλλοι και οι Σάξονες κατέλαβαν θέσεις κοντά στο Βίνερ Βαλντ, ενώ τα στρατεύματα των Αψβούργων παρατάχτηκαν πίσω τους. Oι Πολωνοί, αφού πέρασαν τις γέφυρες, στράφηκαν δεξιά και στρατοπέδευσαν στο οπίσθιο τμήμα.


Στο πολεμικό συμβούλιο της 8ης Σεπτεμβρίου αποφασίστηκε το πεζικό των Αψβούργων και μέρος του ιππικού τους να μεταφερθεί στην αριστερή πτέρυγα, με τους Σάξονες δίπλα τους, ενώ οι Βαυαροί και τα στρατεύματα της Αυτοκρατορίας αποσπάστηκαν στο κέντρο. Όπως πριν, οι Πολωνοί παρέμειναν δεξιά. H κύρια προώθηση ξεκίνησε στις 9 Σεπτεμβρίου και μέχρι το τέλος της πρώτης ημέρας είχε φθάσει στα χωριά του Σεντ Αντρέ και του Κέινγστετεν, όπου τελείωνε η πεδιάδα. Αυτά τα δύο χωριά ήταν τα βασικά σημεία αναχώρησης για τις διαδρομές μέσω της δυσκολότερης, πυκνά δασώδους χώρας.

O Λορέν έλαβε εν τω μεταξύ την είδηση της Τουρκικής αποτυχίας να καταληφθεί ο προμαχώνας του Μπουργκ. Στις 10 Σεπτεμβρίου, χώρισε τις δυνάμεις του Σεντ Αντρέ, στέλνοντας το ένα μέρος του ιππικού στο βόρειο άκρο των λόφων, κοντά στον Δούναβη, και το άλλο, που περιελάμβανε και το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού πεζικού, στους λόφους. Και τα δύο συνέκλιναν στο Κλόστερνοϊμπουργκ. Tο ιππικό του Σομπιέσκι, με το πεζικό του να ακολουθεί, άρχισε να αναρριχάται τις απότομες πλαγιές προς τα χωριά του Κίρλινγκ και του Κίρχμπαχ.

Αφού στρατοπέδευσαν τη νύχτα, την αυγή της 11ης Σεπτεμβρίου τα στρατεύματα άρχισαν να κινούνται ξανά, ενώ πυκνή συννεφιά και δυνατή βροχή είχε σκοτεινιάσει την περιοχή, ρίχνοντας το ηθικό των στρατιωτών. Tο βράδυ της ίδιας μέρας ξεκίνησε η πολιορκία της Βιέννης. H κύρια ανησυχία των πριγκίπων και των στρατηγών αφορούσε στο έδαφος μεταξύ αυτών και των τειχών της Bιέννης που ήταν γεμάτο κορυφογραμμές, βάραθρα, φαράγγια και δασώδεις περιοχές. Στο πρωινό συμβούλιο της 12ης Σεπτεμβρίου φαίνεται ότι δεν επιτεύχθηκε τελική απόφαση για το συγχρονισμό της επίθεσης.

H 12Η ΣEΠTEMBPIOY 1683

Την ημέρα που ο συμμαχικός στρατός πρόβαλλε από το δάσος, οι Οθωμανικές δυνάμεις ήταν επικεντρωμένες στην πολιορκία. O βεζίρης είχε εκτιμήσει λανθασμένα τον αναγκαίο χρόνο και την προσπάθεια που απαιτούνταν για την κατάληψη της Βιέννης. Έτσι, δεν έλαβε προστατευτικά μέτρα για τον πολιορκητικό στρατό και δεν ενίσχυσε επαρκώς τα παρατηρητήρια των κορυφογραμμών του δάσους της Βιέννης. Έτσι, ήλθε αντιμέτωπος με ένα μεγάλο στράτευμα, χωρίς να έχει κινητοποιήσει τις δικές του δυνάμεις για μάχη εκ παρατάξεως. Oι Οθωμανοί διέθεσαν όσες δυνάμεις μπόρεσαν, χωρίς να παραμελήσουν τα της πολιορκίας.

Από την πολιορκία αποσύρθηκαν περίπου 60 κανόνια και 6.000 πεζικάριοι, ενώ κινητοποιήθηκαν επίσης 22.000 ιππείς. Tο σύνολο των Οθωμανών που αποσπάστηκαν για να αντιμετωπίσουν το συμμαχικό στράτευμα ήταν περί τους 28.500, ενώ μαζί με αυτούς τάχθηκε και ένας απροσδιόριστος αριθμός Βλάχων, Μολδαβών και Τατάρων. H αριστερή πτέρυγα και το κέντρο του στρατού του Λορέν αριθμούσε πάνω από 40.000 άνδρες, η δεξιά υπό την καθοδήγηση του Σομπιέσκι περίπου 20.000, ενώ υπερείχαν και σε πυροβολικό.

Ένας ανώτερος αξιωματικός παρατήρησε ότι οι Οθωμανοί ετοιμάζονταν να κάνουν μία επίθεση από το Νούσμπεργκ (έναν λόφο βόρεια του Νούσντορφ) και έστειλε δύο τάγματα που ενεπλάκησαν. Oι Τούρκοι κατέλαβαν ένα μέρος του υψώματος ακριβώς στα αριστερά τους, από το οποίο απείλησαν να προωθηθούν, κάτι που ανάγκασε τον Λορέν να στείλει περισσότερα στρατεύματα. O Λορέν αντέδρασε, θέτοντας ολόκληρη την αριστερή πτέρυγα σε κίνηση περίπου στις 5:00 π.μ. Τότε ο Χριστιανικός στρατός ξεχύθηκε από το βουνό, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του. H μάχη αποτέλεσε ένα σύνολο ξεχωριστών συγκρούσεων μέσα σε μία ευρεία περιοχή.

Όμως, η κυρίως μάχη πριν από το μεσημέρι αφορούσε στην αριστερή Χριστιανική και στη δεξιά Τουρκική πτέρυγα. Όλο και περισσότερα στρατεύματα ρίχνονταν και από τις δύο πλευρές στην προσπάθεια να καταληφθεί το Νούσμπεργκ. Τελικά, το πεζικό υπό τον Χέρμαν του Μπάντεν μπήκε στο κατεστραμμένο χωριό και απέκρουσε τους Τούρκους προς τα νότια. Ήταν το πρώτο θετικό βήμα προς την τελική προώθηση κατά μήκος της ακτής του Καναλιού, δηλαδή προς τη Βιέννη, τρία μίλια μακρύτερα. Ακολούθησε η κατάληψη του Χάιλιγκενσταντ, χωρίς πολλή δυσκολία.

Πιο μακριά στο εσωτερικό οι Βαυαροί και οι Γαλλόφωνοι συνέχιζαν να προωθούνται, έτσι ώστε μέχρι το μεσημέρι ο Λορέν είχε εγκαταστήσει μία πρώτη γραμμή που εκτεινόταν από το Χάιλιγκενσταντ στο Γκρίντσινγκ και από εκεί στο Σίβερινγκ. Oι Τούρκοι δεν είχαν το σθένος και την πειθαρχία να ελέγξουν τις πολλές και απομονωμένες εστίες μαχών στις πλαγιές και στα ρέματα. Επιπλέον, στη 1:00 μετά το μεσημέρι, η πολωνική εμπροσθοφυλακή έφθασε στο Ντόρνμπαχ, όπου το δάσος ήταν λιγότερο πυκνό και το έδαφος ομαλότερο, οπότε κατόρθωσαν να προσφέρουν υποστήριξη στους Γερμανούς στα αριστερά τους.

Tα υψώματα και στις δύο πλευρές του Άλσμπαχ περιήλθαν στα συμμαχικά χέρια. Oι Τούρκοι ιππείς έντρομοι τράπηκαν σε φυγή και βρήκαν καταφύγιο μαζί με το τουρκικό πεζικό και τα πυροβόλα όπλα σε μία νέα αμυντική θέση. Ακολούθησε μία ανάπαυλα, έως ότου λίγο μετά τις 3:00 οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν στα αριστερά. H Τουρκική θέση διέτρεχε το χώρο κατά μήκος της πλευράς του Κρότενμπαχ (ένα ρέμα που φθάνει στο κανάλι κοντά στο Χάιλιγκενσταντ) που βλέπει προς τη Βιέννη, αλλά σύντομα το μέτωπο των Τούρκων στράφηκε προς τα νοτιοδυτικά, όπου ήρθε αντιμέτωπο πρώτα με το κέντρο του Χριστιανικού στρατού και κατόπιν με τους Πολωνούς.

H αντίσταση των Τούρκων απέβη άκαρπη και σύντομα άρχισαν να αποσύρονται προς την αριστερή πτέρυγα της αμυντικής διάταξης του Kαρά Μουσταφά. Oι Πολωνοί εν τω μεταξύ είχαν ρίξει όλες τις δυνάμεις τους εναντίον των κύριων πυροβόλων των Οθωμανών. Για ένα μικρό διάστημα η μάχη ήταν αμφίρροπη, αλλά η προώθηση των Βαυαρικών και άλλων στρατευμάτων που εμφανίστηκαν από τα βόρεια, οδήγησε τους Τούρκους σε φυγή. O Kαρά Μουσταφά υποχώρησε βιαστικά, παίρνοντας τη Σημαία του Προφήτη. Πολλοί άλλοι Τούρκοι ηγέτες και συντάγματα είχαν ήδη αφήσει το πεδίο μάχης αρκετές ώρες πριν. Έως τις 5:30 η μάχη είχε τελειώσει. H Βιέννη είχε σωθεί και η λεηλασία του Τουρκικού στρατοπέδου είχε αρχίσει.


ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ 

Οι κάτοικοι της Βιέννης γιόρτασαν με μεγάλο ενθουσιασμό την επιτυχία τους. Βρέθηκαν πολλά λαγούμια γεμάτα πυρίτιδα, που οι Τούρκοι λόγω βροχής δεν μπόρεσαν να τα ανατινάξουν. Ο Καρα Μουσταφά ψάχνοντας για κάποιον υπαίτιο διέταξε την θανάτωση του Ιμπραήμ Πασά, λόγω λιποταξίας, ενώ ο ίδιος θανατώθηκε στις 25 Δεκεμβρίου με διάταγμα του Σουλτάνου. Ο οίκος των Αψβούργων έγινε ισχυρή δύναμη στην Ευρώπη. Η αναχαίτιση της δεύτερης πολιορκίας της Βιέννης έσωσε την Δυτική Ευρώπη από την δουλεία και τον μαρασμό. Η Τουρκοκρατία δεν έφτασε σ' ολόκληρη την Ευρώπη.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα οι Χριστιανοί κάτοικοι της νοτιανατολικής Ευρώπης ζούσαν με τον συνεχή φόβο μιας Μουσουλμανικής εισβολής. Συμμορίες Τατάρων άφηναν στάχτες πίσω τους στην ύπαιθρο, απήγαγαν αιχμαλώτους για σκλάβους και λύτρα - Τουρκική κατοχή σήμαινε λεηλάτηση, ιεροσυλία και εξόντωση. Και για τους δυο ο μόνος σκοπός για έναρξη πολέμου ήταν το υλικό κέρδος. Οι διαδρομές για μια Ισλαμική εισβολή περνούσαν μέσω της κοιλάδας του Δάνουβη στα τείχη της Βιέννης ή μέσω της πεδιάδας του Μολδάβα και τη νότια Πολωνία.

Πολλές Τούρκικες προσπάθειες είχαν στόχο την Πολωνία, της οποίας η ηρωική αντίσταση της χάρισε το όνομα "propugnaculum Christianitatis", το αμυντικό τείχος του Χριστιανισμού. Το χειμώνα του 1682 - 1683, η Πολωνία και η Αυστρία έκαναν μεταξύ τους συμφωνία για συνδυασμένη δράση ενάντια μιας Τούρκικης εισβολής και υπόσχεση για παροχή βοήθειας σε περίπτωση άμεσης επίθεσης στη Βιέννη ή στην Κρακοβία. Η απειλή μιας εισβολής θα έπαιρνε σάρκα και οστά. Ένας Τούρκικος στρατός με πάνω από 140.000 άνδρες ξεκίνησε προχωρώντας νότια τον Μάρτιο του 1683 και έφθασε έξω από τα τείχη της Βιέννης στις 14 Ιουλίου 1683.

Η Βιέννη ήταν ισχυρό οχυρό αλλά μέχρι το τέλος Αυγούστου η πόλη ήταν σε θανάσιμο κίνδυνο. Τρόφιμα και πυρομαχικά ήταν ανεπαρκή και την 1η Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι ανατίναξαν ένα ορυχείο κάτω από τα τείχη και κατέλαβαν μέρος του. Έξω από τα τείχη η κατάσταση ήταν καλύτερη. Η ήττα ενός Τούρκικου σώματος στο Bisamberg επέτρεψε την συγκέντρωση των συμμαχικών δυνάμεων νοτιοδυτικά της Βιέννης. Το πιο σημαντικό - 30.000 Πολωνοί έφτασαν κάτω από την ηγεσία του πολεμιστή - βασιλιά τους Jan Sobieski. Ο Sobieski, ο οποίος είχε ήδη αρκετή φήμη για τις νίκες του εναντίων των Τούρκων, πήρε την ηγεσία.

Το σχέδιο του ήταν να μετακινήσει τη μάχη στην πεδιάδα δυτικά της πόλης και να εξουδετερώσει τον Τούρκικο στρατό, σπάζοντας έτσι την πολιορκία. Ο Τούρκος διοικητής Kara Mustapha συνέχισε να επικεντρώνεται στην κατάληψη της πόλης, έτσι στην αρχή μόνο ένα μέρος του στρατού του ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει την αντεπίθεση. Στις 4πμ. στις 12 Σεπτεμβρίου 1683, οι Αυστριακοί στην αριστερή πτέρυγα πήγαν μπροστά και άρχισαν τη μάχη, οι Γερμανοί στο κέντρο αριστερά σύντομα ακολούθησαν. Καθώς οι Τούρκοι ετοιμάζονταν για αντεπίθεση, το Πολωνικό ιππικό εμφανίστηκε στη δεξιά πτέρυγα και οργάνωσε την επίθεση.

Μέχρι τις 5μμ ο Sobieski διάταξε την επίθεση στην οποία μια Γερμανο-Αυστριακή και μια Πολωνική ομάδα ιππικού, 20.000 άντρες με κλιμακωτές διατάξεις, υπό τον Βασιλιά Jan Sobieski, όρμησαν στο κέντρο του Τουρκικού στρατοπέδου. Καθώς το ιππικό έσπασε τις Τουρκικές γραμμές άμυνας, οι στρατιώτες της πόλης επιτέθηκαν τους Τούρκους από πίσω. Οι Τούρκοι και Τάταροι έχασαν το ηθικό τους και σύντομα διασπάστηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Η ώρα 5:30 περίπου ο Jan Sobieski έφτασε στη σκηνή του Μεγάλου Βεζίρη και η πολιορκία της Βιέννης λύθηκε.

Οι Τούρκοι έχασαν περίπου 15.000 άντρες στο πεδίο, ενώ οι σύμμαχοι είχαν λιγότερους από 4.000 νεκρούς και τραυματίες. Η Βιέννη λυτρώθηκε παρά τρίχα, γιατί νωρίτερα την ίδια μέρα οι Τούρκοι βομβάρδισαν ορυχεία τα οποία τους έδωσαν πρόσβαση μέσα στην πόλη. Οι Τούρκοι ποτέ δεν ανέκαμψαν από τη μάχη, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία επέζησε για άλλα 200 χρόνια, απλώς περιμένοντας το τέλος. Για την Πολωνία, αυτή ήταν η τελευταία της μεγάλη στιγμή στο επίκεντρο μέχρι την μάχη της Βαρσοβίας το 1920 όταν για άλλη μια φορά έσωσε την Ευρώπη από την Ανατολή.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου