Πρόσφατα με αναζήτησε, φίλη μου. Βρισκόταν σε απόγνωση και γεμάτη ενοχές λόγω της κατάστασης της τριαντατετράχρονης κόρης της, η οποία ζούσε ξανά μαζί της ύστερα από μια κατάρρευση που βίωσε στον εργασιακό της χώρο. Η κοπέλα αυτή βρήκε μετά τις σπουδές της εργασία σε μια άλλη πόλη και μετακόμισε εκεί. Εργαζόταν πολύ αλλά δεν είχε κοινωνικές επαφές και προσωπική ζωή.
Σε κάποια στιγμή μετά από μια αντιπαράθεση που είχε με τον εργοδότη της γύρω από ένα επαγγελματικό προσχέδιο ασθένησε, εμφανίζοντας ψυχαναγκαστικά και καταθλιπτικά συμπτώματα. Η ασθενής μου, η μητέρα της, πίστευε πως το κορίτσι της δεν πήρε στην παιδική ηλικία την σταθερότητα και εμπιστοσύνη που χρειαζόταν. Η ίδια θεώρησε πως από την πλευρά της είχε συνεισφέρει με τον τρόπο της ως μητέρα στην έλλειψη σταθερότητας και στην περιορισμένη ικανότητα του παιδιού της να ανταπεξέρχεται στις συγκρούσεις.
Η ασθενής μου είχε ακολουθήσει τις επαγγελματικές της φιλοδοξίες χτίζοντας την σταδιοδρομία της σε πολιτικές θέσεις στην διοίκηση σε διαφορετικά ομοσπονδιακά κρατίδια της Γερμανίας. Αναρριχήθηκε επαγγελματικά αλλάζοντας συχνά εργασιακούς τόπους. Χώρισε νωρίς με τον σύζυγο της και δημιούργησε με τα δύο της παιδιά μια σύγχρονη μονογονεϊκή οικογένεια. Μετακόμιζε συχνά από τόπο σε τόπο παίρνοντας μαζί τα παιδιά. Δεν ήταν μόνο οι επαγγελματικές της υποχρεώσεις και η αλλαγή περιβάλλοντος που προκαλούσε ανησυχία, πρόωρες προσαρμοστικές αναγκαιότητες και διαδικασίες αυτονόμησης στα παιδιά. Ήταν και η προσωπικότητα της (της μητέρας) που έφερε τα παιδιά αντιμέτωπα με την παρορμητικότητα, την αμφιθυμία και την υπερένταση της. Η ζωή όλων τους ήταν γεμάτη εναλλαγές, εντάσεις και μεταπτώσεις.
Εντός αυτού του πλαισίου η κόρη της δεν μπόρεσε να διαμορφώσει μια επαρκή εσωτερική σταθερότητα ώστε να αντέχει τις εντάσεις της ζωής. Ταυτόχρονα δεν υπήρξε για αυτήν ένα δίκτυο κοινωνικών δεσμών το οποίο θα μπορούσε να κάνει πιο ήπια την εξάρτηση από την μητέρα, προσφέροντας της με αυτόν τον τρόπο το αίσθημα του να ανήκει σε μια μεγαλύτερη ομάδα αναφοράς. Αν αυτό είχε συμβεί θα αποτελούσε μια θετική βάση για την δημιουργία μέσα της μιας εσωτερικής παράστασης για την ομάδα.
Αυτά τα χαρακτηριστικά ανασφάλειας και διαρκών εναλλαγών διέτρεχε αυτήν την οικογένεια για πάνω από δυο γενιές: Η μητέρα μεγάλωσε κάτω από σκληρές συνθήκες αυστηρότητας σε ένα σπίτι όπου κυριαρχούσαν οι γυναικείες παρουσίες. Το περιβάλλον ήταν περιοριστικό, σφραγισμένο από τις ανασφάλειες και τους φόβους που χαρακτήριζαν την μεταπολεμική κοινωνία. Ωστόσο βίωσε μια σχετική σταθερότητα μέχρι το τέλος των γυμνασιακών της χρόνων. Άρχισε από τα νεανικά της χρόνια να ενδιαφέρεται για τις πολιτικές πρακτικές και αντιτάχθηκε στους παραδοσιακούς κανόνες και μορφές ζωής.
Μετά το τέλος των σπουδών της αναζήτησε την αυτοπραγμάτωση της σε επαγγελματικές δραστηριότητες επιλέγοντας να ζει χωρίς τις δεσμεύσεις που απορρέουν από κληρονομημένα πρότυπα. Απέφευγε τους παραδοσιακούς θεσμούς. Τα παιδιά της βίωναν μια μητέρα με άστατη μάλλον προσωπικότητα, έντονα απασχολημένη με την εργασία της. Ο κοινωνικός τους περίγυρος ήταν διαρκώς μεταβαλλόμενος. Οι κοινωνικές σχέσεις της οικογένειας χαρακτηρίζονταν από διαρκείς απώλειες και επαναλαμβανόμενες επανεκκινήσεις. Μια οικογένεια αποδεσμευμένη από συμβατικές κοινωνικές δεσμεύσεις (γειτονιά, συνδικάτα, τοπικούς αθλητικούς συλλόγους, συλλόγους κλπ). Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αυτήν την μορφή ζωής ως αποδεσμευμένη κοινωνικά, κατά κάποιον τρόπο απελευθερωμένη.
Η ίδια η μητέρα είχε βιώσει κάτι από αυτήν την συνθήκη ήδη στα παιδικά της χρόνια. Στο σχολείο ως έφηβη παρουσιαζόταν κατά κάποιο τρόπο ως αντισυμβατική, πράγμα που μάλλον είχε να κάνει με την αποσιώπηση ενός οικογενειακού μυστικού που αφορούσε τον απόντα πατέρα της. Η μητέρα, η θεία και η γιαγιά που την μεγάλωσαν, δεν της το αποκάλυψαν ποτέ. Αργότερα, ως ενήλικη, απολάμβανε την ελευθερία να ζει με τον τρόπο που ήθελε – σε αντιδιαστολή με την στενότητα και αυστηρότητα της παιδικής της ηλικίας. Αλλά και τα παιδιά της βίωσαν την ελευθερία από δεσμευτικές και συγκρατούσες δομές. Τους ήταν δύσκολο να συνταχθούν με οικογενειακές δομές αλλά και με την λογική μεγαλύτερων κοινωνικών ομάδων. Έμαθαν να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις ή αναγκαστικά στην μάλλον ευμετάβλητη, ασταθή γονική μορφή της μητέρας τους. Πράγμα που οδήγησε σε μια έντονη συμπύκνωση των αναγκών τους, των προσδοκιών τους και των συναισθημάτων τους, στα πλαίσια μιας επισφαλούς σχέσης με την με την μητέρα τους. Αυτό τα οδήγησε ξεκάθαρα σε μια χαρακτηριστική ψυχική ευερεθιστότητα και ανησυχία.
Νεωτερικότητα κι εκσυγχρονισμός
Θα αναφέρω κάποιες σκέψεις που αφορούν την κλινική πρακτική, συζητώντας τις στο πλαίσιο εννοιών που επεξεργάστηκε ο Max Weber, ένας από τους πρώτους κοινωνιολόγους της σύγχρονης εποχής. Η Νεωτερικότητα, ως μια εποχή που ολοκληρώθηκε τα τελευταία διακόσια χρόνια, συνδέεται με μερικές σημαντικές εξελίξεις που σχηματικά μπορούν να περιγραφούν με το ακόλουθο λεξιλόγιο: εκβιομηχάνιση, καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, φυσικό δίκαιο και ανθρώπινα δικαιώματα, ρύθμιση των συνθηκών της ζωής μέσα από την διεύρυνση του συστήματος δικαιοσύνης, αναίρεση των μεταφυσικών τάξεων ως δεσμευτικές πηγές νοήματος, επέκταση των επιστημονικών πεδίων στην βάση της εμπειρικής διερευνητικής μεθοδολογίας στον αντίποδα της θρησκευτικής δογματικής θέασης του κόσμου, εξέλιξη των δημοκρατικών μορφών διακυβέρνησης, απελευθέρωση των αισθητικών μορφών από παραδοσιακές κανονιστικές ρυθμίσεις και γέννηση της ιδέας γύρω από ένα αυτόνομο υποκείμενο.
Ο Max Weber θεωρεί ως κεντρικό μηχανισμό του εκσυγχρονισμού μια γενικευμένη ορθολογικοποίηση. Αυτό σημαίνει την εισαγωγή του αξιώματος της τυπικής ορθολογικότητας σε όλα τα πεδία της ζωής. Η τυπική ορθολογικότητα ορίζεται από τέσσερα χαρακτηριστικά στοιχεία/σκοπούς: Αποτελεσματικότητα, προβλεψιμότητα, ποσοτική σύλληψη κι έλεγχος των διαδικασιών – στο βαθμό που η εργασιακή δύναμη των ανθρώπων αντικαθίσταται από μηχανές. Στην βάση αυτών των αξιωμάτων η οικονομία, οι γραφειοκρατίες και οι επιστήμες προχώρησαν σε μια ιστορικά άνευ προηγουμένου αποτελεσματικότητα.
Ο Weber δεν παρέλειψε ωστόσο να αναφέρει τον ανορθολογικό χαρακτήρα και τις δυναμικές αποανθρωποποίησης των ορθολογικοποιημένων συστημάτων. Τα ορθολογικοποιημένα συστήματα χαρακτηρίζονται από την τάση τους να αυτονομούνται και να αναπτύσσουν μια δική τους δυναμική. Αποτέλεσμα αυτής της αυτονόμησης των τυποποιημένων συστημάτων, είναι να ακινητοποιούν και να παγώνουν τους ανθρώπους που δραστηριοποιούνται μέσα σε αυτά, μετατρέποντας τους σε ρομποτικούς φορείς λειτουργιών. Η θέαση του κόσμου μέσα από την οπτική των διαδικασιών ορθολογικοποίησης αποκτά στον Weber μια πεσιμιστική διάσταση.
Μιλάει για ‘’απομαγικοποίηση του κόσμου’’ καθώς και για μεταλλικά περιβλήματα και αναπόφευκτους ψυχαναγκασμούς. Φοβάται μια εξέλιξη του πολιτισμού η οποία θα μπορούσε να καταλήξει σε ‘’εξειδικευμένους ανθρώπους χωρίς πνεύμα, ανθρώπους που αναζητούν την απόλαυση χωρίς συναισθήματα’’. ‘’Αυτό το Τίποτα φαντασιώνεται μέσα στην έπαρση του πως έχει ανέβει στα ψηλότερα σκαλιά της ανθρωπότητας’’
Η καταλυτική, εξαιρετική σημασία που θα μπορούσαν – και μπορούν – να αποκτήσουν οι διαδικασίες ορθολογικοποίησης, βρίσκεται στην δυνατότητα τους να είναι συμβατά όχι μόνο με την υλική διάσταση των ανθρώπινων πραγμάτων αλλά να εξαπλώνονται και στα πεδία του ψυχικού/νοητικού στοιχείου της ύπαρξης. Το ηθικό και ιδεολογικό ισοδύναμο των διαδικασιών ορθολογικοποίησης ανακαλύφθηκε από τον Weber εντός της προτεσταντικής ηθικής.
Ως λογική συνέπεια της ορθολογιστικής οργάνωσης της ζωής και της οικονομίας, προκύπτει η εγκατάσταση και προέλαση υποσυστημάτων, τα οποία κυριαρχούν διεισδύοντας στην ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. Τα πιο σημαντικά από αυτά τα υποσυστήματα είναι τα οικονομικά καθώς κι αυτά που συνδέονται με την εκβιομηχάνηση (τεχνολογική επέκταση, αυτοματισμός, καταμερισμός και συγκέντρωση των παραγωγικών διαδικασιών και η επιστημονικοποίηση όλο και περισσοτέρων πεδίων της ζωής).
Μιλώντας για επέκταση της οικονομικής σφαίρας εννούμε την οργάνωση του ‘’πράττειν’’ στην βάση οικονομικών κριτιρίων με γνώμονα την οικονομική επιτυχία. Ένας τέτοιος προσανατολισμός δεν είναι αυτονόητος σε καμία περίπτωση. Τα φεουδαρχικά συστήματα ήταν προσανατολισμένα στην διατήρηση μιας ισορροπίας και όχι στην επιδίωξη μιας ανάπτυξης. Ακόμα και στις πρώτες αστικές/καπιταλιστικές κοινωνίες υπήρξαν παραδοσιακά σφαίρες που δεν ακολουθούσαν το πρόσταγμα της μεγιστοποίησης του κέρδους αλλά άλλες αξίες και ιδεώδη όπως: την αξία του ιδιωτικού χώρου, το ανθρωπιστικό πνεύμα και την καλλιέργεια, την παιδεία και την μόρφωση, την ξεκούραση και τον ελεύθερο χρόνο.
Επί του παρόντος γινόμαστε θεατές της επικράτησης οικονομικών προτεραιότήτων σε όλους αυτούς τους χώρους. Η αλλαγή αυτή μπορεί σήμερα εύκολα να γίνει αντιληπτή στα πεδία της εκπαίδευσης και στους θεσμούς κοινωνικοποίησης συνολικά. Αν στο παρελθόν η εκπαίδευση θεωρείτο μια από τις σημαντικότερες πηγές για την εκτύλιξη της προσωπικότητας – σήμερα μεταλλάχθηκε σταδιακά από ένα ιδιωτικό ιδεώδες σε παράγοντα διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού.
Συνοψίζοντας κάποιες επεξεργασίες της Κοινωνιολογίας και λαμβάνοντας υπόψη τους κυρίαρχους μηχανισμούς, δυνάμεις και πρωταγωνιστές των κοινωνικών εξελίξεων διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:
Ανάδυση μιας κοινωνίας της διακινδύνευσης η οποία συμβαδίζει (κατασκευάζοντας/κατασκευαζόμενη) με τις διαδικασίες εξατομίκευσης των μελών της, την ευλυγισία ως χαρακτηριστικό του νέου καπιταλισμού, την επιστημονικοποίηση, την παγκοσμιοποίηση, την επιτάχυνση και την συμπύκνωση των εργασιακών σταδιοδρομιών αλλά και των βιογραφικών περιόδων. Καλούμαστε πιεστικά να προσαρμοζόμαστε σε όλους αυτούς τους μετασχηματισμούς, με γνώμονα τα οικονομικά συμφέροντα όπως αυτά διαμορφώνονται από το σημερινό επίπεδο των τεχνολογικών και διανοητικών προδιαγραφών.
Συνοψίζοντας κάποιες επεξεργασίες της Κοινωνιολογίας και λαμβάνοντας υπόψη τους κυρίαρχους μηχανισμούς, δυνάμεις και πρωταγωνιστές των κοινωνικών εξελίξεων διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:
Ανάδυση μιας κοινωνίας της διακινδύνευσης η οποία συμβαδίζει (κατασκευάζοντας/κατασκευαζόμενη) με τις διαδικασίες εξατομίκευσης των μελών της, την ευλυγισία ως χαρακτηριστικό του νέου καπιταλισμού, την επιστημονικοποίηση, την παγκοσμιοποίηση, την επιτάχυνση και την συμπύκνωση των εργασιακών σταδιοδρομιών αλλά και των βιογραφικών περιόδων. Καλούμαστε πιεστικά να προσαρμοζόμαστε σε όλους αυτούς τους μετασχηματισμούς, με γνώμονα τα οικονομικά συμφέροντα όπως αυτά διαμορφώνονται από το σημερινό επίπεδο των τεχνολογικών και διανοητικών προδιαγραφών.
Το Υποκείμενο
Τι συμβαίνει λοιπόν στο υποκείμενο (που και αυτό αποτελεί μια εννοιoλογική κατασκευή της νεωτερικότητας) κάτω από αυτές τις συνθήκες; Η φιλοσοφική έννοια ‘’Υπο-κείμενο’’ εμφανίστηκε πριν από διακόσια χρόνια πέρίπου. Με την έννοια αυτή χαρακτηρίζεται μια εξελικτική βαθμίδα μέσα από την σύλληψη μιας κοινωνικής-πνευματικής-ιστορικής στάθμισης του ανθρώπου. Στην φιλοσοφία ήταν πάνω από όλα ο άνθρωπος που είναι σε θέση να συλλογίζεται τον εαυτό του. Στον Καρτέσιο, Στον Έγελο και στον Καντ (Descartes, Hegel, Kant) αυτός ο ανθρωπολογικός τύπος χαρακτηρίζεται υποκείμενο (Subject).
Σύμφωνα με τις θεωρητικοποιήσεις που προέρχονται από την Κοινωνιολογία, ο άνθρωπος που πράττει και διαμορφώνει μπαίνει στο φως της Ιστορίας ως γενική καθοδηγητική εικόνα με το ξεκίνημα των Νέων χρόνων. Η αναγκαιότητα που προκύπτει την συγκεκριμμένη χρονική στιγμή είναι να πράττουμε αυτόνομα σύμφωνα με τις εσωτερικές μας πεποιθήσεις. Αυτό το πρόταγμα βρίσκει την έκφραση του σε ένα καινούριο ήθος, αυτό της προτεσταντικής ηθικής. Η έννοια του υποκειμένου αποκτά τις σημαντικότερες κοινωνικές αναφορές της και τα περιγράμματα της μέσα από την μαρξιστική φιλοσοφία. Σε αυτήν ο άνθρωπος εμφανίζεται ως ‘’υποκείμενο της ιστορίας’’, δηλαδή ως το ον που την διαμορφώνει και όχι ως έρμαιο της.
Το αποφασιστικό όμως άνοιγμα για τις ψυχολογικές εκδοχές των παραστάσεων γύρω από το υποκείμενο μας το προσέφερε η ψυχανάλυση. Από όλες τις επιστήμες του ανθρώπου και με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο, εκπροσωπεί την σκέψη της ατομικότητας, τον μέγιστο διαφωτισμό, συναρτημένο συμφυώς με την ατομική βιογραφία. Επανασημασιοδοτεί την αξία της συνειδητότητας της ύπαρξης και των πράξεων καθώς και του δικαιώματος του μεμονωμένου ανθρώπου για αναγνώριση της εντελώς προσωπικής και μοναδικής του συγκρότησης.
Μια εκδοχή αυτής της ιστορικής διαδικασίας υποκειμενοποίησης είναι η μετάβαση από μια ετερόνομη σε μια αυτόνομη καθοδήγηση της συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Με τον τρόπο που το περιέγραψε ο Norbert Elias στο έργο του ‘’Σχετικά με την διαδικασία του πολιτισμού’’, ως μια διαδικασία αυξανόμενης εσωτερίκευσης του κοινωνικού ελέγχου (On Internalisation). Το να είμαι υποκείμενο σημαίνει συνείδηση του εαυτού και της ιστορίας μου. Από την μια πλευρά το υποκείμενο αποφασίζει αυτόνομα και με την πράξη του κατασκευάζει τις συνδέσεις με το περιβάλλον του. Από την άλλη αναλαμβάνει τις ανάγκες και τις παροτρύνσεις αυτού του περιβάλλοντος. Σκέφτεται αυτούς τους δεσμούς, την ατομική του ιστορία και την ιστορία του είδους του. Είναι μέσα σε όλα αυτά σε θέση να υπερβεί την επίκαιρη κατάσταση του. Η πιο πρόσφατη έννοια της ταυτότητας τονίζει ακριβώς αυτήν την αυτοστοχαστική δυναμική του υποκειμένου.
Βέβαια αυτός ο ορισμός της υποκειμενικότητας αμφισβητείται εκ νέου στην ύστερη νεωτερικότητα. Στην λογοτεχνία ανθεί αυτή η αμφισβήτηση στους Kafka, Joys, Musil, Camus. Σε αυτούς τους συγγραφείς το υποκείμενο το υποκείμενο δεν είναι πλέον αυτό που πράττει, αλλά παρουσιάζεται υποταγμένο, αβοήθητο, άγεται και φέρεται. Είναι τυφλό.
Σχετικά με την συχνότητα των ψυχικών διαταραχών
Ο γάλλος κοινωνιολόγος Alain Ehrenberg στο βιβλίο του ‘’Ο εξουθενωμένος εαυτός – Κατάθλιψη και κοινωνία’’ θεωρεί πως οι δυτικές χώρες καλούνται να αντιμετωπίσουν μια αύξηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων στον ευρύτερο πληθυσμό. Ως κεντρική αιτία για αυτό θεωρεί την επιβάρυνση που προκύπτει από την ανάληψη της ευθύνης για τον εαυτό τους από τους ανθρώπους. Μια ευθύνη που στις δημοκρατικές κοινωνίες καλείται ο καθένας να αναλάβει. Επιτυχίες, αποτυχίες και αστοχίες καταλογίζονται στον μεμονωμένο άνθρωπο ενώ αντίθετα σε πιο παραδοσιακές αυταρχικές κοινωνίες θα αποδίδονταν στις αυθεντίες τους.
Η κατάθλιψη – με βάση αυτόν τον τρόπο κατανόησης – είναι μια ασθένεια του πολιτισμού μιας κοινωνίας της οποίας οι κανόνες συμπεριφοράς δεν στηρίζονται στην ενοχή και στην πειθαρχία αλλά στην πρωτοβουλία και στην υπευθυνότητα. Κάθε αποτυχία αποδεικνύει ως ένοχο το υποκείμενο. Το να την αποφύγουμε με κάθε μέσο που διαθέτουμε οδηγεί στο να πιέζουμε τον εαυτό μας όπως δεν το είχαμε κάνει ποτέ στο παρελθόν.
Πρωτοφανές. Στην βάση αυτής της κατανόησης, η κατάθλιψη είναι μια πολιτισμική ασθένεια. Υπάρχει μια υπόσχεση ως προς την ισότητα των ευκαιριών και μια προσδοκία αυτοπραγμάτωσης. Πολλοί άνθρωποι αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στις προδιαγραφές που θέτουν οι άρρητες νόρμες της αυτοπραγμάτωσης, της ευθύνης και της πρωτοβουλίας.
Σημαίνει αυτή η διάγνωση για την εποχή μας, πως οι ψυχικές ασθένειες έχουν αυξηθεί; Πως είναι πιο συχνές από ό,τι στο παρελθόν; Τον Σεπτέμβριο του 2011 δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα μιας επιδημιολογικής έρευνας. Αναζητήθηκαν απαντήσεις για την κατάσταση του πληθυσμού σε 27 χώρες της ευρωπαϊκής ένωσης καθώς και για την Ισλανδία, την Νορβηγία και την Ελβετία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το 38,2% του πληθυσμού αυτών των χωρών υποφέρει από κάποια σημαντική ψυχική διαταραχή. Για την Γερμανία ειδικότερα, οι σχεδιασμοί του υπουργείου υγείας προβλέπουν πως το 2020 οι διάφορες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται σε κλινικό επίπεδο η κατάθλιψη θα έρθουν στην δεύτερη θέση στους επιδημιολογικούς δείκτες, πίσω από τα καρδιολογικά νοσήματα και τις διαταραχές του κυκλοφορικού συστήματος.
Οι αριθμοί δείχνουν πως οι ψυχικές διαταραχές εμφανίζονται με υψηλή συχνότητα. Ωστόσο αξίζει να υπογραμμίσουμε πως οι έγκυρες στον σχεδιασμό τους έρευνες σχετικά με αυτά τα ζητήματα είναι σχετικά πρόσφατες και πραγματοποιούνται μόλις τα τελευταία είκοσι χρόνια. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως οι γιατροί στο παρελθόν δεν ήταν σε θέση να διαγνώσουν την ύπαρξη ψυχικών διαταραχών γιατί δεν μπορούσαν να τις ταυτοποιήσουν/αναγνωρίσουν και ταυτόχρονα οι ασθενείς αποσιωπούσαν τις ψυχικές επιβαρύνσεις που βίωναν.
Αυτό που μπορούμε επομένως να πούμε σε μια πρώτη ανάγνωση είναι πως οι ψυχικές ασθένειες αναδύονται μέσα από την προγενέστερη κοινωνική συνθήκη, η οποία τις βύθιζε σε μια λανθάνουσα κατάσταση. Το ερώτημα εάν υπάρχει μια αληθινή αύξηση των ψυχικών νοσημάτων, το πως κυριαρχούν στο κλινικό τοπίο και στην κοινωνική ζωή με τις επιπτώσεις τους – δεν μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα στην βάση των στοιχείων που διαθέτουμε.
Σχετικά με την συχνότητα των ψυχικών διαταραχών
Ο γάλλος κοινωνιολόγος Alain Ehrenberg στο βιβλίο του ‘’Ο εξουθενωμένος εαυτός – Κατάθλιψη και κοινωνία’’ θεωρεί πως οι δυτικές χώρες καλούνται να αντιμετωπίσουν μια αύξηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων στον ευρύτερο πληθυσμό. Ως κεντρική αιτία για αυτό θεωρεί την επιβάρυνση που προκύπτει από την ανάληψη της ευθύνης για τον εαυτό τους από τους ανθρώπους. Μια ευθύνη που στις δημοκρατικές κοινωνίες καλείται ο καθένας να αναλάβει. Επιτυχίες, αποτυχίες και αστοχίες καταλογίζονται στον μεμονωμένο άνθρωπο ενώ αντίθετα σε πιο παραδοσιακές αυταρχικές κοινωνίες θα αποδίδονταν στις αυθεντίες τους.
Η κατάθλιψη – με βάση αυτόν τον τρόπο κατανόησης – είναι μια ασθένεια του πολιτισμού μιας κοινωνίας της οποίας οι κανόνες συμπεριφοράς δεν στηρίζονται στην ενοχή και στην πειθαρχία αλλά στην πρωτοβουλία και στην υπευθυνότητα. Κάθε αποτυχία αποδεικνύει ως ένοχο το υποκείμενο. Το να την αποφύγουμε με κάθε μέσο που διαθέτουμε οδηγεί στο να πιέζουμε τον εαυτό μας όπως δεν το είχαμε κάνει ποτέ στο παρελθόν.
Πρωτοφανές. Στην βάση αυτής της κατανόησης, η κατάθλιψη είναι μια πολιτισμική ασθένεια. Υπάρχει μια υπόσχεση ως προς την ισότητα των ευκαιριών και μια προσδοκία αυτοπραγμάτωσης. Πολλοί άνθρωποι αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στις προδιαγραφές που θέτουν οι άρρητες νόρμες της αυτοπραγμάτωσης, της ευθύνης και της πρωτοβουλίας.
Σημαίνει αυτή η διάγνωση για την εποχή μας, πως οι ψυχικές ασθένειες έχουν αυξηθεί; Πως είναι πιο συχνές από ό,τι στο παρελθόν; Τον Σεπτέμβριο του 2011 δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα μιας επιδημιολογικής έρευνας. Αναζητήθηκαν απαντήσεις για την κατάσταση του πληθυσμού σε 27 χώρες της ευρωπαϊκής ένωσης καθώς και για την Ισλανδία, την Νορβηγία και την Ελβετία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το 38,2% του πληθυσμού αυτών των χωρών υποφέρει από κάποια σημαντική ψυχική διαταραχή. Για την Γερμανία ειδικότερα, οι σχεδιασμοί του υπουργείου υγείας προβλέπουν πως το 2020 οι διάφορες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται σε κλινικό επίπεδο η κατάθλιψη θα έρθουν στην δεύτερη θέση στους επιδημιολογικούς δείκτες, πίσω από τα καρδιολογικά νοσήματα και τις διαταραχές του κυκλοφορικού συστήματος.
Οι αριθμοί δείχνουν πως οι ψυχικές διαταραχές εμφανίζονται με υψηλή συχνότητα. Ωστόσο αξίζει να υπογραμμίσουμε πως οι έγκυρες στον σχεδιασμό τους έρευνες σχετικά με αυτά τα ζητήματα είναι σχετικά πρόσφατες και πραγματοποιούνται μόλις τα τελευταία είκοσι χρόνια. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως οι γιατροί στο παρελθόν δεν ήταν σε θέση να διαγνώσουν την ύπαρξη ψυχικών διαταραχών γιατί δεν μπορούσαν να τις ταυτοποιήσουν/αναγνωρίσουν και ταυτόχρονα οι ασθενείς αποσιωπούσαν τις ψυχικές επιβαρύνσεις που βίωναν.
Αυτό που μπορούμε επομένως να πούμε σε μια πρώτη ανάγνωση είναι πως οι ψυχικές ασθένειες αναδύονται μέσα από την προγενέστερη κοινωνική συνθήκη, η οποία τις βύθιζε σε μια λανθάνουσα κατάσταση. Το ερώτημα εάν υπάρχει μια αληθινή αύξηση των ψυχικών νοσημάτων, το πως κυριαρχούν στο κλινικό τοπίο και στην κοινωνική ζωή με τις επιπτώσεις τους – δεν μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα στην βάση των στοιχείων που διαθέτουμε.
Σκέψεις πάνω στην κλινική εμπειρία
Όλοι οι ασθενείς που σας παρουσίασα (το κομμάτι της παρουσίασης μερικών ιστορικών από ψυχαναλυτικές ψυχοθεραπείες που προηγείται δεν εμπεριέχεται στην σημερινή δημοσίευση για λόγους οικονομίας Σ.τ.μ) έχουν το κοινό χαρακτηριστικό πως ήταν άνθρωποι ιδιαίτερα ευαίσθητοι εξ αιτίας των επιβαρυντικών συνθηκών εντός των οποίων βίωσαν στην παιδική τους ηλικία τις σχέσεις με τα σημαντικά πρόσωπα της οικογένειας τους. Τα προβλήματα τους πηγάζουν από την έλλειψη, από την περιορισμένη φυσική και ψυχική παρουσία ή ακόμα και από την εξαφάνιση των πρωταρχικών τους αντικειμένων.
Για κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους υπήρξε μια εξαιρετική ένδεια στις σημαντικότερες σχέσεις τους ως παιδιά. Οι σχέσεις που είχαν ήταν τόσο περιορισμένης εμβέλειας για τις ανάγκες ενός παιδιού, με αποτέλεσμα αυτό το λίγο που υπήρχε να συμπυκνωθεί για να χωρέσει προσδοκίες, επιθυμίες και ανάγκες. Αποτέλεσμα αυτών των αντίξοων συνθηκών είναι μια μεγάλη εξάρτηση και μια σαφώς έντονη αμφιθυμία (Ambivalenz). Συχνά οι ασθενείς αυτοί δεν έχουν στην πραγματική τους ζωή μακροχρόνιες σχέσεις. Αντίθετα παραμένουν προσκολλημένοι σε ενδοοικογενειακές σχέσεις και πολύ συχνότερα αυτές οι οικογένειες είναι μονογονεϊκές. Αυτή η δομή καθιστά δύσκολη την διαμόρφωση μιας εσωτερικής παράστασης για την ομάδα. Με αναπαράσταση της ομάδας (Gruppenrepraesentanz) εννοούμε μια ψυχική αρχή η οποία συμβολίζει στον εσωτερικό ψυχικό κόσμο του ανθρώπου το ‘’συνανήκειν’’ σε μια ομάδα. Αυτή η σχεσιακή εικόνα εμπεριέχει τις εμπειρίες (και την επεξεργασία τους) με την οικογένεια, τους γείτονες ή τους φίλους. Το να αισθανόμαστε πως ανήκουμε ή ανήκαμε στο παρελθόν σε αυτές τις ομάδες ανθρώπων εκπληρώνοντας ζωτικές για την ύπαρξη μας λειτουργίες.
Η παράσταση που έχουμε για τον εαυτό μας ως μέλος μιας ομάδας (εκτεταμένα ασυνείδητη αναμφίβολα) έχει την ίδια βαρύτητα για την συγκρότηση μας, με τις παραστάσεις που έχουμε για τον εαυτό και τα αντικείμενα του.
Μέχρι πρόσφατα αυτές οι αναπαραστάσεις σχετικά με την ομάδα δεν είχαν εκτιμηθεί δεόντως από την ψυχανάλυση. Μοιάζει να προσφέρουν στον άνθρωπο ένα ασυνείδητο συναίσθημα του συνανήκειν και μια ασυνείδητη αίσθηση σιγουριάς. Την βεβαιότητα πως διαθέτουμε ένα πολλαπλό δίκτυο πραγματικών αλλά και δυνητικών σχέσεων. Αυτό το αίσθημα σιγουριάς προσφέρει ένα δίκτυο, έναν προστατευτικό ανασταλτήρα, ένα ψυχικό απόθεμα αν θέλετε, για την περίπτωση που οι κεντρικές πρωταρχικές εμπειρίες ενός ανθρώπου (με τα πρώτα αντικείμενα του) υπήρξαν επιζήμιες, αφερέγγυες ή εξαιρετικά αμφιθυμικές. Με αποτέλεσμα να προκαλέσουν στο μικρό παιδί τις ανάλογες προβληματικές εικόνες για τα αντικείμενα του. Στην περίπτωση που οι αναπαραστάσεις αυτές φέρουν μέσα τους την προβληματική της ακύρωσης – η απώλεια ενός αντικειμένου οδηγεί συχνά σε αποδόμηση τις ψυχικές αντισταθμίσεις και στην εμφάνιση μιας ψυχικής διαταραχής. Μια ευνοϊκή εσωτερική αναπαράσταση της ομάδας είναι σε θέση να μετριάσει αυτή την αρνητική έκβαση ή να την παρεμποδίσει.
Μπορούμε να βρούμε στην οικογενειακή προϊστορία αυτών των ασθενών στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να ειδωθούν ως συνέπειες του μετασχηματισμού των τρόπων ζωής στην σύγχρονη εποχή:
Εξατομικευμένοι και ευέλικτοι τρόποι ζωής. Επιταχύνσεις και συμπυκνώσεις στον εργασιακό βίο. Ακολουθούν ως αποτέλεσμα ριζικές αλλαγές στις σχέσεις γονέων-παιδιών. Σχέσεις που ενέχουν διακυβεύματα ως προς τη σταθερότητα και τη δυνατότητα στάθμισης και υπολογισμού – πράγματα που θα ήταν επιθυμητά αλλά η διαθεσιμότητα τους είναι περιορισμένη για του λόγους που αναφέραμε.
Το αποτέλεσμα αυτών των κοινωνικών εξελίξεων είναι να αυξάνονται οι πιο ασταθείς ψυχικές δομές. Αντίθετα σταθερές, προβλέψιμες και φιλικές αναπαραστάσεις του αντικειμένου αποτελούν, όπως και οι θετικές αναπαραστάσεις για την ομάδα, παράγοντες ανθεκτικότητας ενώπιον του κινδύνου των ψυχικών διαταραχών.
Επομένως είναι θεμιτό να ισχυριστούμε πως η σύγχρονη ζωή αυξάνει την προδιάθεση για ψυχικές διαταραχές. Ωστόσο είναι πολύ απλουστευτικό να δεχτούμε αβασάνιστα την διατύπωση πως η συμπύκνωση της εργασίας μας αρρωσταίνει ψυχικά. Οι σύγχρονες μορφές ζωής επιδρούν περισσότερο σε μια συνέχεια δύο γενεών. Οι γονείς προσαρμόζουν τον τρόπο ζωής τους στις απαιτήσεις της νεωτερικότητας – τα παιδιά αναπτύσσουν μέσα τους διαφοροποιημένες, εύκολα διαταράξιμες ψυχικές αρχές. Αυτές είναι τότε που προλειαίνουν το έδαφος για ψυχικές ασθένειες.
Η θέση του γάλλου κοινωνιολόγου Alain Ehrenberg πως η κατάθλιψη αποτελεί πολιτισμική ασθένεια μιας κοινωνίας στην οποία πολλοί άνθρωποι αποτυγχάνουν στους άρρητους κανόνες που προτάσσουν αυτοπραγμάτωση, υπευθυνότητα και πρωτοβουλία – αναδεικνύεται στο φως των διαγενεακών (transgenerational) μεταβιβάσεων που περιγράψαμε ως απλουστευτική και ιστορικά ξεπερασμένη. Προδιαγράφει υπαινικτικά πως υπάρχει ένα διευρυμένο πεδίο αυτονομίας κι ευκαιρίες αυτοπραγμάτωσης, πράγμα που ίσχυε για τις περιόδους του πρώιμου καπιταλισμού – και όχι σε αυτή την έκταση για την σημερινή εποχή.
Η θέση του Max Weber ως προς την ορθολογικοποίηση και την απομαγικοποίηση του κόσμου (Entzauberung der Welt) αλλά και οι απόψεις άλλων συγγραφέων σχετικά με το υποκείμενο της νεωτερικότητας, την κατασκευή του διαμέσου των διαδικασιών εξατομίκευσης και προσταγματικής ευελιξίας καθώς και η χειραγώγηση όλων μας από την μαζική κουλτούρα (Max Horkheimer, Theodor Adorno) – μας προτρέπουν να σκεφτούμε το ζήτημα μιας λεπτής χειραγώγησης.
Πρόκειται για μια απαρατήρητη, δυσδιάκριτη υπονόμευση, ένα ‘’άδειασμα’’ της ανθρώπινης αυτονομίας μέσα από δομικούς καταναγκασμούς, διαφήμιση, αγορά και παραπληροφόρηση – ως ένα από τα μεγάλα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών.
Πέρα όμως από αυτό βλέπουμε πως υπάρχει μια γενικευμένη καθήλωση σε επιφανειακές αξίες κι εξωτερικά γνωρίσματα. Ένας πολιτισμός, ο οποίος είναι προσανατολισμένος στην κατανάλωση, στις εναλλασσόμενες μόδες και στα σκάνδαλα. Με αποτέλεσμα να περιορίζεται η αντίληψη μας ως προς τα δραματικά και σημαντικά γεγονότα. Όλα αυτά καθιστούν για όλους μας αδύνατη την βαθύτερη κατανόηση των προβλημάτων και τις βιώσιμες λύσεις τους. Έτσι η συναισθηματική συνθήκη που προκύπτει μέσω αυτών των μηχανισμών για τον απλό, συνηθισμένο άνθρωπο δεν είναι άλλη από αυτή της αποξένωσης, της αδυναμίας και της απώλειας νοήματος.
Οι οικονομικές και κοινωνικές διαδικασίες σε έναν περίπλοκα δικτυωμένο κόσμο λειτουργούν με έναν αυτοματισμό – αυτό κατέδειξε η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων. Και από ό,τι φαίνεται δεν είναι ούτε οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της (από τον χώρο της οικονομίας και της πολιτικής) κύριοι στο ίδιο τους το σπίτι. Και γι αυτούς προφανώς δεν πρόκειται πια για τον έλεγχο της κατάστασης αλλά για το πώς θα σώσουν το τομάρι τους.
H ορθολογικότητα της εξουσίας στο σύγχρονο κόσμο υφίσταται στο ‘’ότι κανείς δεν την έχει προσχεδιάσει και κανείς δεν τη διατυπώνει Η: άρρητος χαρακτήρας των μεγάλων ανώνυμων στρατηγικών’’, ακριβώς όπως το έθεσε ο πολιτικός φιλόσοφος και ιστορικός Michel Foucault.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου