Σχεδόν ταυτόχρονα με την ανάδειξή του Αλκιβιάδη σε αρχιστράτηγο των Αθηναίων υπήρξαν εξελίξεις και στη σπαρτιατική στρατιωτική ηγεσία. Μετά τη λήξη της θητείας του Κρατησιππίδα, διάδοχός του στην αρχηγία του στόλου ορίστηκε ο Λύσανδρος.
Αφού πήγε στη Ρόδο να παραλάβει τα πλοία κι αφού επισκέφτηκε την Κω, τη Μίλητο και την Έφεσο, αποφάσισε να πάει στις Σάρδεις για να συναντήσει τον Κύρο. Τα πράγματα ήταν απλά· από τη στιγμή που οι Πέρσες ήταν οι χρηματοδότες του πολέμου, αυτό που έμενε ως πρώτη ενέργεια ήταν να συνεννοηθεί μαζί τους, για να εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή βοήθεια: «Παραπονέθηκαν στον Κύρο για τη διαγωγή του Τισσαφέρνη και τον παρακάλεσαν να δείξει ο ίδιος όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ζήλο στη διεξαγωγή του πολέμου». (1, 5, 2).
Ο περσικός παράγοντας αποδεικνύεται καθοριστικός, αφού από τη δική του στάση θα κριθεί το αποτέλεσμα. Ο Λύσανδρος όχι μόνο φαίνεται ότι το γνωρίζει καλά, αλλά δεν έχει και την παραμικρή διάθεση να το κρύψει. Γι’ αυτό και η συνάντησή του με τον Κύρο τίθεται σε απόλυτη προτεραιότητα· γιατί δεν πρέπει να χάνεται χρόνος. Εξάλλου, η αντικατάσταση του Τισσαφέρνη από τον Κύρο φαίνεται πολύ ενθαρρυντική και το ότι ο Κύρος είναι γιος του βασιλιά είναι ακόμη ενθαρρυντικότερο.
Προφανώς ο βασιλιάς δε θα έστελνε το γιό του, αν δεν είχε σοβαρές βλέψεις επί του θέματος: «Ο Κύρος είπε ότι τέτοιες οδηγίες είχε από τον πατέρα του, αλλά και του ίδιου οι διαθέσεις δεν ήταν διαφορετικές: θα ‘κανε ό,τι περνούσε από το χέρι του. Είχε φέρει μαζί του, είπε, πεντακόσια τάλαντα. Αν δεν έφταναν, θα ξόδευε κι από τα δικά του, που του είχε δώσει ο πατέρας του· αν και τούτα δεν έφταναν, θα κομμάτιαζε ακόμα και το θρόνο όπου καθόταν, που ‘ταν από ασήμι και χρυσάφι». (1, 5, 3).
Τα μεγάλα λόγια του Κύρου έκαναν τους Σπαρτιάτες πιο διεκδικητικούς: «… τον συγχάρηκαν γι’ αυτά και του ζήτησαν να ορίσει μισθό σε κάθε ναύτη μία δραχμή αττική τη μέρα, εξηγώντας του ότι αν αυξηθεί τόσο ο μισθός θα λιποτακτήσουν οι ναύτες των Αθηναίων από τα καράβια τους κι έτσι θα ξοδέψει τελικά λιγότερα». (1, 5, 4).
Φυσικά, ο Κύρος δεν είχε καμία πρόθεση να προσφέρει αυτά που του ζητούσαν: «… αποκρίθηκε ότι είχαν δίκιο, αλλά δεν μπορούσε να ενεργήσει αντίθετα με τις οδηγίες του πατέρα του· άλλωστε η συμφωνία που είχαν κάνει ήταν να πληρώνει τρεις χιλιάδες δραχμές τον μήνα για κάθε πλοίο, όσα πλοία κι αν ήθελαν να συντηρούν οι Λακεδαιμόνιοι». (1, 5, 5).
Ενώ ήταν πρόθυμος μέχρι και το θρόνο του να εκποιήσει, καταλήγει ότι δεν μπορεί να παρακούσει «τις οδηγίες του πατέρα του». Με άλλα λόγια, θέτει τα όρια. Οι Πέρσες είναι πρόθυμοι να πληρώσουν τα συμφωνημένα (σε αντίθεση με την πολιτική του Τισσαφέρνη που έμενε – εν πολλοίς – στις υποσχέσεις), αλλά ούτε δραχμή πέρα απ’ αυτά. Οι αρχικές μεγαλοστομίες ήταν το τέχνασμα για να αλλάξει το κλίμα. Από τη στιγμή που έγινε αυτό, δεν υπήρχε λόγος να συνεχιστούν.
Σε τελική ανάλυση, οι Πέρσες βγαίνουν απολύτως κερδισμένοι. Με μια αντικατάσταση του Τισσαφέρνη και την υπόσχεση ότι από δω και πέρα θα είναι συνεπείς στις συμφωνίες κατάφεραν ακριβώς αυτό που ήθελαν· συνέχιζαν τη φθορά των Ελλήνων και έβαζαν τα θεμέλια για την οριστική ήττα των Αθηναίων. Στο κάτω – κάτω και ο χρηματοδότης χρειάζεται το μερτικό του. Αλλιώς γιατί να πληρώνει;
Και είναι αλήθεια ότι δε θα μπορούσαν να βρεθούν ευνοϊκότερες συνθήκες για τους Πέρσες. Χωρίς να φθείρονται στρατιωτικά – τουλάχιστον σε βαθμό που να αξίζει κανείς να το υπολογίσει – κατάφεραν να σταθούν στο επίκεντρο των εξελίξεων εξυπηρετώντας τα παμπάλαια επεκτατικά τους σχέδια. Η μετατροπή των Λακεδαιμονίων σε μισθοφόρους ενάντια στην Αθήνα ήταν δώρο από τον ουρανό. Γι’ αυτό και ο Κύρος έπρεπε οπωσδήποτε να κλείσει τη συμφωνία· τέτοιες ευκαιρίες δεν έρχονται κάθε μέρα.
Από την πλευρά τους, οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν άλλη επιλογή απ’ το να προσαρμοστούν σ’ αυτά που θα έδινε ο Κύρος. Η συνέχιση του πολέμου θα ήταν αδύνατη χωρίς τα περσικά λεφτά και οι Αθηναίοι φαίνονταν ανεξάντλητοι – ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες επιτυχίες του Αλκιβιάδη. Αυτό που έμενε ήταν να τηρηθούν τα προσχήματα. Να βγει από τη μέση ο «κακός» Τισσαφέρνης και να φανεί η προθυμία των διαθέσεων μέσα στο πλαίσιο του «ειλικρινούς» σεβασμού και της αμοιβαιότητας.
Τα προσχήματα αυτά εξυπηρέτησε ο Κύρος και ανανέωσε τη συμφωνία με άνεση. Όσοι πίστευαν ότι θα πετύχαιναν σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς απεδείχθησαν αφελείς. Οι Πέρσες δεν είχαν κανένα λόγο να το κάνουν αυτό. Όταν το ψάρι είναι καρφωμένο στο αγκίστρι κανείς δε ρίχνει κι άλλο δόλωμα. Γι’ αυτό και ο Λύσανδρος έμενε σιωπηλός, όταν οι άλλοι συνέχιζαν τα παζάρια· γιατί ήξερε ότι δεν υπήρχε κάτι άλλο να διεκδικήσει.
Ο επιπλέον οβολός στο μισθό κάθε ναύτη, τον οποίο κατάφερε να συμφωνήσει την ώρα του δείπνου με τον Κύρο, ήταν το ύψιστο διαπραγματευτικό όριο: «Έτσι ο μισθός έγινε τέσσερις οβολοί τη μέρα αντί για τρεις που ήταν πρωτύτερα. Τους πλήρωσε επίσης ο Κύρος τα καθυστερούμενα, καθώς και προκαταβολή για έναν μήνα, για να κεντρίσει για τα καλά το ζήλο του στρατού». (1, 5, 7).
Από την άλλη, στο στρατόπεδο των Αθηναίων ο Αλκιβιάδης αναχώρησε για τη Φώκαια «αφήνοντας τη διοίκηση του στόλου στον Αντίοχο, τον κυβερνήτη του δικού του πλοίου, μ’ εντολή να μη χτυπήσει τα πλοία του Λυσάνδρου». (1, 5, 11).
Παρά τις διαταγές ο Αντίοχος ναυμάχησε με το Λύσανδρο – ναυμαχία που ο ίδιος προκάλεσε – και ηττήθηκε χάνοντας δεκαπέντε πλοία: «Όταν μαθεύτηκε στην Αθήνα η ναυμαχία, οι Αθηναίοι θύμωσαν με τον Αλκιβιάδη, νομίζοντας ότι είχε χάσει τα καράβια από αμέλεια κι έλλειψη επιβολής, κι εκλέξαν δέκα καινούργιους στρατηγούς […] Ο Αλκιβιάδης, που είχε προκαλέσει αντιπάθειες και στο στράτευμα, πήρε ένα πολεμικό κι έφυγε για τον ιδιωτικό του πύργο στη Χερσόνησο». (1, 5, 16 – 17). Οι δέκα νέοι στρατηγοί ήταν ο Κόνωνας, ο Διομέδοντας, ο Λέοντας, ο Περικλής, ο Ερασινίδης, ο Αριστοκράτης, ο Αρχέστρατος, ο Πρωτόμαχος, ο Θράσυλλος και ο Αριστογένης. Ο πόλεμος είχε τελειώσει για τον Αλκιβιάδη.
Το επόμενο έτος, έχουμε φτάσει πια στο 406 π. Χ., έληξε και η θητεία του Λυσάνδρου στην αρχηγία του στόλου, την οποία ανέλαβε ο Καλλικρατίδας. Παρά τις αρχικές αμφισβητήσεις προς το πρόσωπό του και κάποιες συνωμοτικές κινήσεις που ήθελαν την επαναφορά του Λυσάνδρου στην αρχηγία κατάφερε να επιβληθεί στο στρατό και να ασκήσει τα καθήκοντά του.
Φυσικά, ήταν η δική του ώρα να συναντήσει τον Κύρο: «… ο Καλλικρατίδας πήγε να βρει τον Κύρο και του ζήτησε μισθό για τους ναύτες. Εκείνος του απάντησε να κάνει υπομονή δύο μέρες. Ο Καλλικρατίδας ενοχλήθηκε με την αναβολή και, θυμωμένος που τον άφηναν να περιμένει στους προθαλάμους, είπε πως είχαν καταντήσει αξιολύπητοι οι Έλληνες, να κολακεύουν τους βαρβάρους για χρήματα· κατόπιν έφυγε για τη Μίλητο, δηλώνοντας ότι αν έφτανε ζωντανός στην πατρίδα του θα ‘κανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να συμφιλιώσει τους Αθηναίους με τους Λακεδαιμονίους». (1, 6, 6- 7).
Η αλήθεια είναι ότι δυσαρέσκεια σχετικά με την περσική χρηματοδότηση υπήρξε και στο παρελθόν και μάλιστα μεγάλη, κυρίως όταν τις διαπραγματεύσεις τις έκανε ο Τισσαφέρνης. Το ζήτημα, όμως, της συμφιλίωσης με τους Αθηναίους δεν είχε αναφερθεί ποτέ – ούτε και θα ξανατεθεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Η οπτική της ενότητας, που πρέπει να προαχθεί επιλύνοντας όλες τις διαφορές, ώστε να μην είναι οι Έλληνες «αξιολύπητοι» κολακεύοντας «τους βαρβάρους για χρήματα», δεν αφορά μόνο το στιγμιαίο εκνευρισμό ενός Λακεδαιμόνιου ναυάρχου μπροστά στην περσική αλαζονεία, που του φέρεται μειωτικά, αλλά πρόκειται για κοινό μυστικό που δεν πρέπει να έρθει στην επιφάνεια.
Και στο Θουκυδίδη έχουμε δει το Λίχα να εκφράζεται με παρόμοιο τρόπο, όταν υποστήριξε ότι «…αντί να προσφέρουν οι Λακεδαιμόνιοι στους Έλληνες την ελευθερία, θα τους επιβάλανε την περσική εξουσία». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 43).
Το βέβαιο είναι ότι συμπληρώνονταν πια είκοσι τέσσερα χρόνια πολέμου κι ότι, αφού τα πράγματα είχαν φτάσει μέχρι εδώ, ήταν – μάλλον – ανώφελο να μιλάει κανείς για μια συμφιλιωτική λήξη. Ο πόλεμος θα τραβούσε μέχρις εσχάτων και ο Καλλικρατίδας το καταλάβαινε πλήρως αυτό. Τα σχετικά με τη συμφιλίωση ήταν περισσότερο προς εκτόνωση της οργής παρά προς σκέψη.
Το πρώτο που έκανε ήταν να στείλει πρέσβεις στη Σπάρτη για να ζητήσουν χρήματα για το στρατό. Η επόμενη επιλογή ήταν να απευθυνθεί στις συμμαχικές πόλεις, σχέδιο που έβαλε αμέσως σε εφαρμογή στη Μίλητο: «Εσείς» (Μιλήσιοι) «πρέπει να δώσετε το παράδειγμα στους άλλους συμμάχους για να χτυπήσουμε τον εχθρό όσο πιο γοργά κι όσο πιο πολύ μπορούμε, ώσπου να γυρίσουν από τη Λακεδαίμονα οι άνθρωποι που έστειλα να φέρουν χρήματα – μια και ο Λύσανδρος, φεύγοντας, έδωσε πίσω στον Κύρο όσα υπήρχαν εδώ, σαν να ‘ταν περιττά». (1, 6, 9 – 10).
Ο λόγος του Καλλικρατίδα προκαλεί εντύπωση όχι τόσο για την ολοκληρωτική μεταστροφή του (εξάλλου τα περί συμφιλίωσης τα υποσχέθηκε με την επιστροφή του στην πατρίδα) ούτε για τις ευθύνες που επέρριψε στον προκάτοχό του σχετικά με την έλλειψη των αναγκαίων που τα επέστρεψε στον Κύρο (και ο Λύσανδρος του είχε βάλει τρικλοποδιές όταν ανέλαβε την αρχηγία), αλλά για το ότι προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την περσική αλαζονεία σαν έναυσμα συσπείρωσης εναντίον των Αθηναίων: «Ο Κύρος […] όταν πήγα να τον δω, διαρκώς ανέβαλλε τη συνάντησή μας, και δεν ταίριαζε σε μένα να περιμένω στους προθαλάμους του. Σας υπόσχομαι άλλωστε πως για ό,τι επιτυχίες έχουμε στο διάστημα αυτό που περιμένουμε τα χρήματα θα σας ανταμείψουμε όπως ταιριάζει. Με τη βοήθεια των θεών, λοιπόν, ας δείξουμε στους βαρβάρους ότι και δίχως να τους προσκυνάμε είμαστε ικανοί να εκδικηθούμε τους εχθρούς μας!» (1, 6, 10 – 11).
Με δυο λόγια, οι Μιλήσιοι θα έπρατταν άριστα αν συνεισέφεραν τον οβολό τους στο σπαρτιατικό ταμείο προς απεξάρτηση από τους Πέρσες. Το παιχνίδι αυτό το έχουμε δει να εκτυλίσσεται με τους ίδιους ακριβώς όρους από το Θουκυδίδη και στη Χίο και στη Ρόδο. Οι Σπαρτιάτες πιεσμένοι από την ελλιπή περσική χρηματοδότηση παίρνουν τα χρήματα των «συμμάχων», τους οποίους υποτίθεται ότι απελευθερώνουν από τη δυσβάσταχτη αθηναϊκή κυριαρχία κάνοντας, όμως, τα ίδια.
Οι Αθηναίοι μάζευαν τα λεφτά για να τους προστατέψουν από τους Πέρσες. Οι Σπαρτιάτες για να πολεμήσουν τους Αθηναίους και να δείξουν στους Πέρσες ότι δεν τους έχουν ανάγκη. Η κυριαρχία οφείλει να παρουσιάζεται πάντα σαν απελευθέρωση. Το μόνο σίγουρο είναι η καταπίεση: «Μόλις τελείωσε την αγόρευσή του, σηκώθηκαν πολλοί – ιδίως όσοι φοβόνταν, επειδή είχαν κατηγορηθεί για αντίπαλοί του – και πρότειναν τρόπους για να βρεθούν χρήματα, τάζοντας ότι θα δώσουν και οι ίδιοι. Ο Καλλικρατίδας πήρε αυτά τα χρήματα, εισέπραξε και από τη Χίο πέντε δραχμές για κάθε ναύτη κι έβαλε πλώρη για τη Μήθυμνα της Λέσβου που βρισκόταν στα χέρια του εχθρού». (1, 6, 12).
Κι όταν κατέλαβε τη Μήθυμνα έπρεπε να συνεχίσει το παιχνίδι του απελευθερωτή: «Οι στρατιώτες λεηλάτησαν τα πάντα, αλλά ο Καλλικρατίδας συγκέντρωσε όλους τους αιχμαλώτους στην Αγορά· όταν οι σύμμαχοι ζήτησαν να πουληθούν οι Μηθυμναίοι για δούλοι, τους είπε ότι όσο είν’ αυτός αρχηγός, κι όσο περνάει από το χέρι του, κανένας Έλληνας δε θα γίνει δούλος». (1, 6, 14).
Τελικά, άφησε ελεύθερους τους πολίτες, αλλά τους αιχμαλώτους και τους Αθηναίους φρουρούς τους πούλησε δούλους. Το κατά πόσο ένιωθαν ελεύθεροι οι Μηθυμναίοι με την αλλαγή της φρουράς, που από αθηναϊκή έγινε σπαρτιατική, και τη γη τους λεηλατημένη είναι μια άλλη ιστορία. Το σίγουρο είναι ότι στο εξής ο Καλλικρατίδας δεν έκανε καμία αναφορά ούτε στα περί συμφιλίωσης ούτε στα περί Ελλήνων και βαρβάρων. Εξάλλου, όταν λίγο αργότερα πήρε τα λεφτά από τον Κύρο δεν έφερε την ελάχιστη αντίρρηση. Τώρα πια είχε ξεκάθαρα το πάνω χέρι. Τα συμφιλιωτικά δεν μπορούσαν να έχουν θέση στη ρητορική του.
Το πρώτο που έκανε ήταν να διαμηνύσει στον Κόνωνα ότι η κυριαρχία του στη θάλασσα έλαβε τέλος. Αμέσως μετά, πέρασε στην πράξη. Έχοντας στη διάθεσή του εκατόν σαράντα πλοία κατάφερε να εγκλωβίσει τις σαφώς λιγότερες δυνάμεις του Κόνωνα στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έδωσε εντολή να έρθει εκεί και το πεζικό από τη Χίο, καθώς και όλοι οι μάχιμοι Μηθυμναίοι (κάτι ήξερε που δεν τους πούλησε δούλους).
Ο Κόνων είχε εγκλωβιστεί και από στεριά και από θάλασσα και θα γνώριζε συντριβή, αν δεν κατέφθαναν οι ενισχύσεις από την Αθήνα. Στην τελική αναμέτρηση ο Καλλικρατίδας πρόταξε τη γενναιότητα σε βάρος της φρόνησης: «Ο Έρμων από τα Μέγαρα, κυβερνήτης του πλοίου του, του είπε ότι θα ‘καναν καλά να υποχωρήσουν, γιατί τα πολεμικά των Αθηναίων ήταν πολύ περισσότερα. Ο Καλλικρατίδας ωστόσο αποκρίθηκε ότι δε θα ‘ναι μεγάλη απώλεια για τη Σπάρτη αν αυτός σκοτωθεί, ενώ θα ήταν ντροπή να υποχωρήσουν». (1, 6, 32).
Τελικά, οι Λακεδαιμόνιοι ηττήθηκαν κατά κράτος και ο Καλλικρατίδας σκοτώθηκε, όπως το είχε προβλέψει. Δυστυχώς δεν επέστρεψε στη Σπάρτη για να δούμε πώς θα αντιμετωπίζονταν οι προτάσεις του για συμφιλίωση. Αυτό που μένει είναι τα αποτελέσματα της ναυμαχίας που επέμεινε να δώσει: «Οι Αθηναίοι έχασαν είκοσι πέντε πλοία μαζί με τα πληρώματά τους (εκτός από λίγους που έριξε το κύμα στην ακρογιαλιά), κι οι Πελοποννήσιοι εννιά από τα λακωνικά – που ήταν όλα όλα δέκα – και πάνω από εξήντα των άλλων συμμάχων». (1, 6, 34).
Αφού πήγε στη Ρόδο να παραλάβει τα πλοία κι αφού επισκέφτηκε την Κω, τη Μίλητο και την Έφεσο, αποφάσισε να πάει στις Σάρδεις για να συναντήσει τον Κύρο. Τα πράγματα ήταν απλά· από τη στιγμή που οι Πέρσες ήταν οι χρηματοδότες του πολέμου, αυτό που έμενε ως πρώτη ενέργεια ήταν να συνεννοηθεί μαζί τους, για να εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή βοήθεια: «Παραπονέθηκαν στον Κύρο για τη διαγωγή του Τισσαφέρνη και τον παρακάλεσαν να δείξει ο ίδιος όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ζήλο στη διεξαγωγή του πολέμου». (1, 5, 2).
Ο περσικός παράγοντας αποδεικνύεται καθοριστικός, αφού από τη δική του στάση θα κριθεί το αποτέλεσμα. Ο Λύσανδρος όχι μόνο φαίνεται ότι το γνωρίζει καλά, αλλά δεν έχει και την παραμικρή διάθεση να το κρύψει. Γι’ αυτό και η συνάντησή του με τον Κύρο τίθεται σε απόλυτη προτεραιότητα· γιατί δεν πρέπει να χάνεται χρόνος. Εξάλλου, η αντικατάσταση του Τισσαφέρνη από τον Κύρο φαίνεται πολύ ενθαρρυντική και το ότι ο Κύρος είναι γιος του βασιλιά είναι ακόμη ενθαρρυντικότερο.
Προφανώς ο βασιλιάς δε θα έστελνε το γιό του, αν δεν είχε σοβαρές βλέψεις επί του θέματος: «Ο Κύρος είπε ότι τέτοιες οδηγίες είχε από τον πατέρα του, αλλά και του ίδιου οι διαθέσεις δεν ήταν διαφορετικές: θα ‘κανε ό,τι περνούσε από το χέρι του. Είχε φέρει μαζί του, είπε, πεντακόσια τάλαντα. Αν δεν έφταναν, θα ξόδευε κι από τα δικά του, που του είχε δώσει ο πατέρας του· αν και τούτα δεν έφταναν, θα κομμάτιαζε ακόμα και το θρόνο όπου καθόταν, που ‘ταν από ασήμι και χρυσάφι». (1, 5, 3).
Τα μεγάλα λόγια του Κύρου έκαναν τους Σπαρτιάτες πιο διεκδικητικούς: «… τον συγχάρηκαν γι’ αυτά και του ζήτησαν να ορίσει μισθό σε κάθε ναύτη μία δραχμή αττική τη μέρα, εξηγώντας του ότι αν αυξηθεί τόσο ο μισθός θα λιποτακτήσουν οι ναύτες των Αθηναίων από τα καράβια τους κι έτσι θα ξοδέψει τελικά λιγότερα». (1, 5, 4).
Φυσικά, ο Κύρος δεν είχε καμία πρόθεση να προσφέρει αυτά που του ζητούσαν: «… αποκρίθηκε ότι είχαν δίκιο, αλλά δεν μπορούσε να ενεργήσει αντίθετα με τις οδηγίες του πατέρα του· άλλωστε η συμφωνία που είχαν κάνει ήταν να πληρώνει τρεις χιλιάδες δραχμές τον μήνα για κάθε πλοίο, όσα πλοία κι αν ήθελαν να συντηρούν οι Λακεδαιμόνιοι». (1, 5, 5).
Ενώ ήταν πρόθυμος μέχρι και το θρόνο του να εκποιήσει, καταλήγει ότι δεν μπορεί να παρακούσει «τις οδηγίες του πατέρα του». Με άλλα λόγια, θέτει τα όρια. Οι Πέρσες είναι πρόθυμοι να πληρώσουν τα συμφωνημένα (σε αντίθεση με την πολιτική του Τισσαφέρνη που έμενε – εν πολλοίς – στις υποσχέσεις), αλλά ούτε δραχμή πέρα απ’ αυτά. Οι αρχικές μεγαλοστομίες ήταν το τέχνασμα για να αλλάξει το κλίμα. Από τη στιγμή που έγινε αυτό, δεν υπήρχε λόγος να συνεχιστούν.
Σε τελική ανάλυση, οι Πέρσες βγαίνουν απολύτως κερδισμένοι. Με μια αντικατάσταση του Τισσαφέρνη και την υπόσχεση ότι από δω και πέρα θα είναι συνεπείς στις συμφωνίες κατάφεραν ακριβώς αυτό που ήθελαν· συνέχιζαν τη φθορά των Ελλήνων και έβαζαν τα θεμέλια για την οριστική ήττα των Αθηναίων. Στο κάτω – κάτω και ο χρηματοδότης χρειάζεται το μερτικό του. Αλλιώς γιατί να πληρώνει;
Και είναι αλήθεια ότι δε θα μπορούσαν να βρεθούν ευνοϊκότερες συνθήκες για τους Πέρσες. Χωρίς να φθείρονται στρατιωτικά – τουλάχιστον σε βαθμό που να αξίζει κανείς να το υπολογίσει – κατάφεραν να σταθούν στο επίκεντρο των εξελίξεων εξυπηρετώντας τα παμπάλαια επεκτατικά τους σχέδια. Η μετατροπή των Λακεδαιμονίων σε μισθοφόρους ενάντια στην Αθήνα ήταν δώρο από τον ουρανό. Γι’ αυτό και ο Κύρος έπρεπε οπωσδήποτε να κλείσει τη συμφωνία· τέτοιες ευκαιρίες δεν έρχονται κάθε μέρα.
Από την πλευρά τους, οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν άλλη επιλογή απ’ το να προσαρμοστούν σ’ αυτά που θα έδινε ο Κύρος. Η συνέχιση του πολέμου θα ήταν αδύνατη χωρίς τα περσικά λεφτά και οι Αθηναίοι φαίνονταν ανεξάντλητοι – ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες επιτυχίες του Αλκιβιάδη. Αυτό που έμενε ήταν να τηρηθούν τα προσχήματα. Να βγει από τη μέση ο «κακός» Τισσαφέρνης και να φανεί η προθυμία των διαθέσεων μέσα στο πλαίσιο του «ειλικρινούς» σεβασμού και της αμοιβαιότητας.
Τα προσχήματα αυτά εξυπηρέτησε ο Κύρος και ανανέωσε τη συμφωνία με άνεση. Όσοι πίστευαν ότι θα πετύχαιναν σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς απεδείχθησαν αφελείς. Οι Πέρσες δεν είχαν κανένα λόγο να το κάνουν αυτό. Όταν το ψάρι είναι καρφωμένο στο αγκίστρι κανείς δε ρίχνει κι άλλο δόλωμα. Γι’ αυτό και ο Λύσανδρος έμενε σιωπηλός, όταν οι άλλοι συνέχιζαν τα παζάρια· γιατί ήξερε ότι δεν υπήρχε κάτι άλλο να διεκδικήσει.
Ο επιπλέον οβολός στο μισθό κάθε ναύτη, τον οποίο κατάφερε να συμφωνήσει την ώρα του δείπνου με τον Κύρο, ήταν το ύψιστο διαπραγματευτικό όριο: «Έτσι ο μισθός έγινε τέσσερις οβολοί τη μέρα αντί για τρεις που ήταν πρωτύτερα. Τους πλήρωσε επίσης ο Κύρος τα καθυστερούμενα, καθώς και προκαταβολή για έναν μήνα, για να κεντρίσει για τα καλά το ζήλο του στρατού». (1, 5, 7).
Από την άλλη, στο στρατόπεδο των Αθηναίων ο Αλκιβιάδης αναχώρησε για τη Φώκαια «αφήνοντας τη διοίκηση του στόλου στον Αντίοχο, τον κυβερνήτη του δικού του πλοίου, μ’ εντολή να μη χτυπήσει τα πλοία του Λυσάνδρου». (1, 5, 11).
Παρά τις διαταγές ο Αντίοχος ναυμάχησε με το Λύσανδρο – ναυμαχία που ο ίδιος προκάλεσε – και ηττήθηκε χάνοντας δεκαπέντε πλοία: «Όταν μαθεύτηκε στην Αθήνα η ναυμαχία, οι Αθηναίοι θύμωσαν με τον Αλκιβιάδη, νομίζοντας ότι είχε χάσει τα καράβια από αμέλεια κι έλλειψη επιβολής, κι εκλέξαν δέκα καινούργιους στρατηγούς […] Ο Αλκιβιάδης, που είχε προκαλέσει αντιπάθειες και στο στράτευμα, πήρε ένα πολεμικό κι έφυγε για τον ιδιωτικό του πύργο στη Χερσόνησο». (1, 5, 16 – 17). Οι δέκα νέοι στρατηγοί ήταν ο Κόνωνας, ο Διομέδοντας, ο Λέοντας, ο Περικλής, ο Ερασινίδης, ο Αριστοκράτης, ο Αρχέστρατος, ο Πρωτόμαχος, ο Θράσυλλος και ο Αριστογένης. Ο πόλεμος είχε τελειώσει για τον Αλκιβιάδη.
Το επόμενο έτος, έχουμε φτάσει πια στο 406 π. Χ., έληξε και η θητεία του Λυσάνδρου στην αρχηγία του στόλου, την οποία ανέλαβε ο Καλλικρατίδας. Παρά τις αρχικές αμφισβητήσεις προς το πρόσωπό του και κάποιες συνωμοτικές κινήσεις που ήθελαν την επαναφορά του Λυσάνδρου στην αρχηγία κατάφερε να επιβληθεί στο στρατό και να ασκήσει τα καθήκοντά του.
Φυσικά, ήταν η δική του ώρα να συναντήσει τον Κύρο: «… ο Καλλικρατίδας πήγε να βρει τον Κύρο και του ζήτησε μισθό για τους ναύτες. Εκείνος του απάντησε να κάνει υπομονή δύο μέρες. Ο Καλλικρατίδας ενοχλήθηκε με την αναβολή και, θυμωμένος που τον άφηναν να περιμένει στους προθαλάμους, είπε πως είχαν καταντήσει αξιολύπητοι οι Έλληνες, να κολακεύουν τους βαρβάρους για χρήματα· κατόπιν έφυγε για τη Μίλητο, δηλώνοντας ότι αν έφτανε ζωντανός στην πατρίδα του θα ‘κανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να συμφιλιώσει τους Αθηναίους με τους Λακεδαιμονίους». (1, 6, 6- 7).
Η αλήθεια είναι ότι δυσαρέσκεια σχετικά με την περσική χρηματοδότηση υπήρξε και στο παρελθόν και μάλιστα μεγάλη, κυρίως όταν τις διαπραγματεύσεις τις έκανε ο Τισσαφέρνης. Το ζήτημα, όμως, της συμφιλίωσης με τους Αθηναίους δεν είχε αναφερθεί ποτέ – ούτε και θα ξανατεθεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Η οπτική της ενότητας, που πρέπει να προαχθεί επιλύνοντας όλες τις διαφορές, ώστε να μην είναι οι Έλληνες «αξιολύπητοι» κολακεύοντας «τους βαρβάρους για χρήματα», δεν αφορά μόνο το στιγμιαίο εκνευρισμό ενός Λακεδαιμόνιου ναυάρχου μπροστά στην περσική αλαζονεία, που του φέρεται μειωτικά, αλλά πρόκειται για κοινό μυστικό που δεν πρέπει να έρθει στην επιφάνεια.
Και στο Θουκυδίδη έχουμε δει το Λίχα να εκφράζεται με παρόμοιο τρόπο, όταν υποστήριξε ότι «…αντί να προσφέρουν οι Λακεδαιμόνιοι στους Έλληνες την ελευθερία, θα τους επιβάλανε την περσική εξουσία». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 43).
Το βέβαιο είναι ότι συμπληρώνονταν πια είκοσι τέσσερα χρόνια πολέμου κι ότι, αφού τα πράγματα είχαν φτάσει μέχρι εδώ, ήταν – μάλλον – ανώφελο να μιλάει κανείς για μια συμφιλιωτική λήξη. Ο πόλεμος θα τραβούσε μέχρις εσχάτων και ο Καλλικρατίδας το καταλάβαινε πλήρως αυτό. Τα σχετικά με τη συμφιλίωση ήταν περισσότερο προς εκτόνωση της οργής παρά προς σκέψη.
Το πρώτο που έκανε ήταν να στείλει πρέσβεις στη Σπάρτη για να ζητήσουν χρήματα για το στρατό. Η επόμενη επιλογή ήταν να απευθυνθεί στις συμμαχικές πόλεις, σχέδιο που έβαλε αμέσως σε εφαρμογή στη Μίλητο: «Εσείς» (Μιλήσιοι) «πρέπει να δώσετε το παράδειγμα στους άλλους συμμάχους για να χτυπήσουμε τον εχθρό όσο πιο γοργά κι όσο πιο πολύ μπορούμε, ώσπου να γυρίσουν από τη Λακεδαίμονα οι άνθρωποι που έστειλα να φέρουν χρήματα – μια και ο Λύσανδρος, φεύγοντας, έδωσε πίσω στον Κύρο όσα υπήρχαν εδώ, σαν να ‘ταν περιττά». (1, 6, 9 – 10).
Ο λόγος του Καλλικρατίδα προκαλεί εντύπωση όχι τόσο για την ολοκληρωτική μεταστροφή του (εξάλλου τα περί συμφιλίωσης τα υποσχέθηκε με την επιστροφή του στην πατρίδα) ούτε για τις ευθύνες που επέρριψε στον προκάτοχό του σχετικά με την έλλειψη των αναγκαίων που τα επέστρεψε στον Κύρο (και ο Λύσανδρος του είχε βάλει τρικλοποδιές όταν ανέλαβε την αρχηγία), αλλά για το ότι προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την περσική αλαζονεία σαν έναυσμα συσπείρωσης εναντίον των Αθηναίων: «Ο Κύρος […] όταν πήγα να τον δω, διαρκώς ανέβαλλε τη συνάντησή μας, και δεν ταίριαζε σε μένα να περιμένω στους προθαλάμους του. Σας υπόσχομαι άλλωστε πως για ό,τι επιτυχίες έχουμε στο διάστημα αυτό που περιμένουμε τα χρήματα θα σας ανταμείψουμε όπως ταιριάζει. Με τη βοήθεια των θεών, λοιπόν, ας δείξουμε στους βαρβάρους ότι και δίχως να τους προσκυνάμε είμαστε ικανοί να εκδικηθούμε τους εχθρούς μας!» (1, 6, 10 – 11).
Με δυο λόγια, οι Μιλήσιοι θα έπρατταν άριστα αν συνεισέφεραν τον οβολό τους στο σπαρτιατικό ταμείο προς απεξάρτηση από τους Πέρσες. Το παιχνίδι αυτό το έχουμε δει να εκτυλίσσεται με τους ίδιους ακριβώς όρους από το Θουκυδίδη και στη Χίο και στη Ρόδο. Οι Σπαρτιάτες πιεσμένοι από την ελλιπή περσική χρηματοδότηση παίρνουν τα χρήματα των «συμμάχων», τους οποίους υποτίθεται ότι απελευθερώνουν από τη δυσβάσταχτη αθηναϊκή κυριαρχία κάνοντας, όμως, τα ίδια.
Οι Αθηναίοι μάζευαν τα λεφτά για να τους προστατέψουν από τους Πέρσες. Οι Σπαρτιάτες για να πολεμήσουν τους Αθηναίους και να δείξουν στους Πέρσες ότι δεν τους έχουν ανάγκη. Η κυριαρχία οφείλει να παρουσιάζεται πάντα σαν απελευθέρωση. Το μόνο σίγουρο είναι η καταπίεση: «Μόλις τελείωσε την αγόρευσή του, σηκώθηκαν πολλοί – ιδίως όσοι φοβόνταν, επειδή είχαν κατηγορηθεί για αντίπαλοί του – και πρότειναν τρόπους για να βρεθούν χρήματα, τάζοντας ότι θα δώσουν και οι ίδιοι. Ο Καλλικρατίδας πήρε αυτά τα χρήματα, εισέπραξε και από τη Χίο πέντε δραχμές για κάθε ναύτη κι έβαλε πλώρη για τη Μήθυμνα της Λέσβου που βρισκόταν στα χέρια του εχθρού». (1, 6, 12).
Κι όταν κατέλαβε τη Μήθυμνα έπρεπε να συνεχίσει το παιχνίδι του απελευθερωτή: «Οι στρατιώτες λεηλάτησαν τα πάντα, αλλά ο Καλλικρατίδας συγκέντρωσε όλους τους αιχμαλώτους στην Αγορά· όταν οι σύμμαχοι ζήτησαν να πουληθούν οι Μηθυμναίοι για δούλοι, τους είπε ότι όσο είν’ αυτός αρχηγός, κι όσο περνάει από το χέρι του, κανένας Έλληνας δε θα γίνει δούλος». (1, 6, 14).
Τελικά, άφησε ελεύθερους τους πολίτες, αλλά τους αιχμαλώτους και τους Αθηναίους φρουρούς τους πούλησε δούλους. Το κατά πόσο ένιωθαν ελεύθεροι οι Μηθυμναίοι με την αλλαγή της φρουράς, που από αθηναϊκή έγινε σπαρτιατική, και τη γη τους λεηλατημένη είναι μια άλλη ιστορία. Το σίγουρο είναι ότι στο εξής ο Καλλικρατίδας δεν έκανε καμία αναφορά ούτε στα περί συμφιλίωσης ούτε στα περί Ελλήνων και βαρβάρων. Εξάλλου, όταν λίγο αργότερα πήρε τα λεφτά από τον Κύρο δεν έφερε την ελάχιστη αντίρρηση. Τώρα πια είχε ξεκάθαρα το πάνω χέρι. Τα συμφιλιωτικά δεν μπορούσαν να έχουν θέση στη ρητορική του.
Το πρώτο που έκανε ήταν να διαμηνύσει στον Κόνωνα ότι η κυριαρχία του στη θάλασσα έλαβε τέλος. Αμέσως μετά, πέρασε στην πράξη. Έχοντας στη διάθεσή του εκατόν σαράντα πλοία κατάφερε να εγκλωβίσει τις σαφώς λιγότερες δυνάμεις του Κόνωνα στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έδωσε εντολή να έρθει εκεί και το πεζικό από τη Χίο, καθώς και όλοι οι μάχιμοι Μηθυμναίοι (κάτι ήξερε που δεν τους πούλησε δούλους).
Ο Κόνων είχε εγκλωβιστεί και από στεριά και από θάλασσα και θα γνώριζε συντριβή, αν δεν κατέφθαναν οι ενισχύσεις από την Αθήνα. Στην τελική αναμέτρηση ο Καλλικρατίδας πρόταξε τη γενναιότητα σε βάρος της φρόνησης: «Ο Έρμων από τα Μέγαρα, κυβερνήτης του πλοίου του, του είπε ότι θα ‘καναν καλά να υποχωρήσουν, γιατί τα πολεμικά των Αθηναίων ήταν πολύ περισσότερα. Ο Καλλικρατίδας ωστόσο αποκρίθηκε ότι δε θα ‘ναι μεγάλη απώλεια για τη Σπάρτη αν αυτός σκοτωθεί, ενώ θα ήταν ντροπή να υποχωρήσουν». (1, 6, 32).
Τελικά, οι Λακεδαιμόνιοι ηττήθηκαν κατά κράτος και ο Καλλικρατίδας σκοτώθηκε, όπως το είχε προβλέψει. Δυστυχώς δεν επέστρεψε στη Σπάρτη για να δούμε πώς θα αντιμετωπίζονταν οι προτάσεις του για συμφιλίωση. Αυτό που μένει είναι τα αποτελέσματα της ναυμαχίας που επέμεινε να δώσει: «Οι Αθηναίοι έχασαν είκοσι πέντε πλοία μαζί με τα πληρώματά τους (εκτός από λίγους που έριξε το κύμα στην ακρογιαλιά), κι οι Πελοποννήσιοι εννιά από τα λακωνικά – που ήταν όλα όλα δέκα – και πάνω από εξήντα των άλλων συμμάχων». (1, 6, 34).
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ξενοφώντος Ελληνικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου