Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ: Η ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1956 - 1997)

Η Ειρηνική Περίοδος 1956 - 1997

Γενικά

Η πολεμική περίοδος 1940 - 1949 εξασθένησε οικονομικά την Ελλάδα, τη δίχασε εσωτερικά και δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στα βόρεια σύνορά της. Η είσοδός της στο ΝΑΤΟ το 1952 της προσέδωσε νέα οικονομικά και αμυντικά ερείσματα, καθώς και εγγυημένη προστασία μέσα στο νέο σύστημα συλλογικής ασφάλειας. Ως αντάλλαγμα, η Ελλάδα προσέφερε, εκτός από τη σταθερή και ειλικρινή προσήλωσή στους Δυτικούς Συμμάχους της, τις ισχυρές και κυρίως εμπειροπόλεμες Ένοπλες Δυνάμεις της...
 
Η αποκορύφωση του Ψυχρού Πολέμου στη δεκαετία του 1960, τα έντονα αμυντικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τη στρατιωτική δικτατορία (1967 - 1974) και την Τουρκική στρατιωτική απειλή, ιδιαίτερα μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974, επέβαλλαν συνεχή και αυξημένη στρατιωτική ετοιμότητα. Η ύφεση που επικράτησε λίγα χρόνια αργότερα δε συντέλεσε στη χαλάρωση των μέτρων επαγρυπνήσεως της Ελλάδας, λόγω της συνεχώς εντεινόμενης προκλητικής στάσεως της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Κύπρο.

Ακολούθησε η πτώση του υπαρκτού Σοσιαλισμού (Κομμουνισμού) στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η οποία σηματοδότησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, του διπολισμού και της αντιπαραθέσεως των δύο κόσμων. Η μεταβολή αυτή χαιρετίστηκε απ΄ όλους ως αφετηρία για την παγκόσμια συνεργασία και τον αφοπλισμό. Για την Ελλάδα όμως, εξαιτίας της αναβιώσεως εθνικιστικών διεκδικήσεων και εσωτερικών ταραχών στις γειτονικές της χώρες, αποτέλεσε την απαρχή ανησυχιών και κινδύνων που επέτειναν την ανάγκη διατηρήσεως ισχυρών Ένοπλων Δυνάμεων.

Στα σαράντα οκτώ περίπου χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου, η Ελλάδα, αν και αποτέλεσε και εξακολουθεί να είναι μοναδική νησίδα ειρήνης, σταθερότητας και προόδου στην περιοχή των Βαλκανίων, ωστόσο είναι υποχρεωμένη να παραμένει με το όπλο «παρά πόδας» και να διαθέτει μεγάλο μέρος του κρατικού προϋπολογισμού της για εξοπλισμούς και άλλες αμυντικές δαπάνες. Είναι κι αυτή μια επιπρόσθετη θυσία του ελληνικού λαού στο βωμό της ειρήνης και της εθνικής του ανεξαρτησίας.

Η Οργάνωση του Στρατού 1956 - 1997

Με την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, το σύνολο σχεδόν του Ελληνικού Στρατού, πλην της ΑΣΔΕΝ, τέθηκε υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο της Συμμαχίας. Το 1957 έγινε νέα οργάνωση του στρατού και επήλθαν ορισμένες μεταβολές στη σύνθεση των μονάδων, με σκοπό την επαύξηση της ευκινησίας και της ισχύος πυρός, και τη δημιουργία προϋποθέσεων για την ταχύτερη συγκρότηση μονάδων με το νέο υλικό.

Το 1967, με την επικράτηση της στρατιωτικής δικτατορίας (21 Απριλίου 1967), οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής επέβαλαν απαγόρευση (embargo) στην αποστολή οπλισμού προς την Ελλάδα, με συνέπεια την αναστολή της παραπέρα αναπτύξεως και ενισχύσεως του στρατού. Το γεγονός αυτό την υποχρέωσε να στραφεί, για πρώτη φορά με εθνικούς πόρους, στην προμήθεια πολεμικού υλικού από τη διεθνή αγορά. Το σκηνικό της επταετούς δικτατορικής περιόδου κατέρρευσε με την επιστράτευση του Ιουλίου του 1974, εξαιτίας της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, κατά την οποία επικράτησε προσωρινά μεγάλη ένταση και η δύναμη του στρατού αυξήθηκε σε 200.000 άνδρες.
 
 
Η μεταπολίτευση που ακολούθησε, συνέβαλε στη σταδιακή εκτόνωση της καταστάσεως και την αποκλιμάκωση των μέτρων ετοιμότητας. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974, το ενδιαφέρον στράφηκε, κυρίως, στον αναπροσανατολισμό του αμυντικού σχεδιασμού προς τη Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου, όπου οι μονάδες ενισχύθηκαν αρκετά. Παράλληλα, πάρθηκαν δραστικά μέτρα για τον εκδημοκρατισμό του στρατεύματος και την επαναφορά της τάξεως και πειθαρχίας, που τόσο είχαν διασαλευθεί στη διάρκεια της δικτατορίας.

Από το 1977 μέχρι το 1997 οι οργανωτικές μεταβολές στον Ελληνικό Στρατό ήταν πολλές. Η συνολική δύναμη του Ενεργού Στρατού, με βάση την μέχρι τον Ιούλιο του 1997 οργανωτική του δομή, ανέρχεται περίπου σε 126.000 άνδρες και γυναίκες και της Εθνοφυλακής σε 34.000 άνδρες. Αποστολή του στρατού είναι να εξασφαλίζει την άμυνά της χώρας και να υπερασπίζεται την εθνική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας.

Αρχηγός των Ένοπλων Δυνάμεων, σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας, είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενώ η ευθύνη για την άμυνα της χώρας, ανήκει στην Κυβέρνηση, η οποία καθορίζει την πολιτική γενικά της εθνικής άμυνας και ασκεί τη διοίκηση στις Ένοπλες Δυνάμεις. Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση και τον έλεγχο των Ένοπλων Δυνάμεων, είναι προϊστάμενος των Κλάδων των Ένοπλων Δυνάμεων και ασκεί τη διοίκηση και τον έλεγχο στο προσωπικό, το υλικό και τα μέσα με τους Αρχηγούς των Κλάδων και συντονιστή τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας.

Ο Οπλισμός του Στρατού κατά την Περίοδο 1956 - 1997

Στη δεκαετία του 1950 σχεδόν ολοκληρώθηκε η αντικατάσταση του Βρετανικού οπλισμού και μέχρι το 1970 ο φορητός οπλισμός Αμερικανικής κατασκευής και προελεύσεως ήταν ο κύριος οπλισμός του στρατού. Οι δύο όμως κρίσεις του Κυπριακού, το 1964 και το 1967, καθώς και η απαγόρευση χορηγήσεως Αμερικανικού οπλισμού μετά το 1967, υποχρέωσαν την Ελλάδα να στραφεί, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική της ιστορία, στην προμήθεια φορητού οπλισμού από εθνικούς πόρους. 

Έτσι, το 1965 αποφασίστηκε η σταδιακή αντικατάσταση του Αμερικανικού ελαφρού οπλισμού του στρατού και η εισαγωγή στην Ελλάδα του τυποποιημένου διαμετρήματος του ΝΑΤΟ των 7,62 χιλιοστών. Ο εφοδιασμός των μονάδων του Ενεργού Στρατού με το νέο φορητό οπλισμό εγχώριας παραγωγής είχε ως συνέπεια τη βαθμιαία απόσυρση από τις μονάδες αυτές του τυφεκίου Μ1, των οπλοπολυβόλων Μπρεν και Μπαρ, της αυτόματης αραβίδας Τόμσον και των πολυβόλων Βίκερς και Μπράουνινγκ.
 
 
Επίσης, αποσύρθηκαν σταδιακά και τα παλαιότερου τύπου αντιαρματικά πυροβόλα, αντιαρματικοί εκτοξευτές και όλμοι. Σήμερα ο Ελληνικός Στρατός, από πλευράς ελαφρού οπλισμού, διαθέτει πιστόλια Κολτ 0,45'', σε περιορισμένο αριθμό, τυφέκια εφόδου κυρίως διαμετρήματος 7,62 χιλιοστών και εξελιγμένα αντιαρματικά και αντιαεροπορικά ελαφρά συστήματα. Αμερικανικός οπλισμός εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από ορισμένες μονάδες Εθνοφυλακής και Εσωτερικού. 

Η ποσότητα του Αμερικανικού οπλισμού που είχε εισαχθεί στην Ελλάδα κατά την εικοσαετία 1947-1967 ήταν μεγάλη και οπωσδήποτε η πλήρης αντικατάστασή της δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

Εκπαίδευση

Την περίοδο 1956-1997 συνεχίστηκε απρόσκοπτα και περισσότερο συστηματοποιημένα η λειτουργία των Στρατιωτικών Παραγωγικών Σχολών (αξιωματικών - υπαξιωματικών) για την εκπαίδευση του απαραίτητου αριθμού νέων μόνιμων στελεχών του στρατεύματος. 

Παράλληλα, λειτουργούν συνεχώς ή περιοδικά πολλές σχολές επιμορφώσεως ή ειδικής εκπαιδεύσεως των στελεχών όπως οι Σχολές Ανώτατης Στρατιωτικής Εκπαιδεύσεως, οι Σχολές Ανώτατης Τεχνικής Εκπαιδεύσεως (από το 1983 και μετά), οι Σχολές Γενικής-Ειδικής Εκπαιδεύσεως, οι Σχολές Όπλων και Σωμάτων, τα διάφορα Κέντρα Εκπαιδεύσεως καθώς επίσης και τα διάφορα Σχολεία των Σχηματισμών, ενώ πολλοί αξιωματικοί, εξάλλου, φοιτούν σε σχολές των άλλων Κλάδων των Ένοπλων Δυνάμεων αλλά και σε αντίστοιχες Σχολές του εξωτερικού.

Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση του στρατεύματος πρέπει να σημειωθεί ότι η φύση του σύγχρονου πολέμου επιτάσσει την ανάπτυξη ισχυρού εθνικού φρονήματος, υψηλού ηθικού και κατάλληλης τεχνικής και τακτικής εκπαιδεύσεως των στελεχών και των οπλιτών, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στην πραγματικά δύσκολη αποστολή τους. Απαραίτητη είναι η στενή συνεργασία μεταξύ των Κλάδων των Ένοπλων Δυνάμεων, που επιτυγχάνεται μόνο με την εντατική εκπαίδευση και τη συμμετοχή σε κοινές ασκήσεις.
 

Από το 1956 μέχρι σήμερα πραγματοποιήθηκαν και πραγματοποιούνται πολλές ασκήσεις Εθνικές και Νατοϊκές, με ή χωρίς στρατεύματα, με σκοπό την τεχνική και τακτική εκπαίδευση των στελεχών και των οπλιτών και την εξαγωγή των απαραίτητων συμπερασμάτων. Οι έφεδροι εξασκούνται στα νέα οπλικά συστήματα, τα σχέδια κινητοποιήσεως δοκιμάζονται και γίνονται ανάλογες αναπροσαρμογές, ώστε να καλύπτονται πλήρως οι αμυντικές απαιτήσεις της χώρας. Σήμερα η οργάνωση της εκπαιδεύσεως στο στράτευμα έχει απόλυτα συστηματοποιηθεί και εκτελείται σύμφωνα με τις «Γενικές Οδηγίες Εκπαιδεύσεως» του Γενικού Επιτελείου Στρατού.

Για τους κληρωτούς οπλίτες όλων των Όπλων και Σωμάτων η θητεία διακρίνεται από απόψεως εκπαιδεύσεως σε τρεις κύκλους. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η σταδιακή προσαρμογή των νεοσυλλέκτων στο στρατιωτικό περιβάλλον με στόχο τη διατήρηση σε υψηλό επίπεδο της στρατιωτικής εκπαιδεύσεως και την επαύξηση της ικανότητας των στρατευσίμων να εκτελούν ειδικά καθήκοντα, ανάλογα με την αποστολή και τη φύση της μονάδας στην οποία υπηρετούν.

Στρατολογία

Στο χρονικό διάστημα από το 1956 μέχρι το 1997, η Στρατολογική Νομοθεσία, που διέπει την καθολική στράτευση των Ελλήνων, υπέστη πολλές μεταβολές και προσαρμογές, με σκοπό την εξυπηρέτηση κάθε φορά των υπηρεσιακών αναγκών του κοινωνικού συνόλου και ιδιαίτερα του συμφέροντος των ίδιων των νέων.

Το 1957 αυξήθηκε ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας των οπλιτών Πεζικού από 20 σε 21 μήνες. Για τους οπλίτες των άλλων Όπλων, Σωμάτων και Υπηρεσιών και για τους έφεδρους αξιωματικούς διατηρήθηκε ο ίδιος χρόνος των 24 μηνών.

Το 1967 η διάρκεια της θητείας ορίστηκε σε 24 μήνες για όλους τους στρατευσίμους ολόκληρης θητείας και σε 8 μήνες για τους υπόχρεους εκγυμνάσεως, οι οποίοι όμως στην πραγματικότητα υπηρετούσαν 12 μήνες.
 

Το 1985, με σκοπό την κάλυψη των αναγκών του στρατού σε κατώτερα στελέχη, εκτός από τους μόνιμους και εθελοντές οπλίτες, αποφασίστηκε η εθελοντική κατάταξη σε όλα τα Όπλα και Σώματα και οπλιτών διαφόρων ειδικοτήτων με το βαθμό του δεκανέα ή λοχία, με πενταετή υποχρέωση, ενώ από το 1991 θεσπίστηκε ο θεσμός των εθελοντών-εθελοντριών μακράς θητείας, στον οποίο μπορούν να ενταχθούν, μετά από αίτησή τους, οι οπλίτες πενταετούς υποχρεώσεως και οι εθελόντριες που υπηρετούν στο στρατό και συμπληρώνουν την πενταετή υποχρέωσή τους. 

Επίσης, το 1991 καθιερώθηκε η δυνατότητα ανακατατάξεως οπλιτών θητείας για βραχεία περίοδο, διάρκειας ενός έως τρία έτη.

Το 1988 η στράτευση των κληρωτών οπλιτών καθιερώθηκε να γίνεται από το εικοστό έτος της ηλικίας και δόθηκε το δικαίωμα σε στρατευσίμους μικρότερων ηλικιών, μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας τους (πρότακτοι οπλίτες), να κατατάσσονται για εκπλήρωση της θητείας τους πριν από την αρχική πρόσκληση της κλάσεώς τους. Το δικαίωμα αυτό μέχρι σήμερα έχει ασκήσει μεγάλος αριθμός νέων, με ικανοποιητική ανταπόκριση στις συνθήκες και τις απαιτήσεις της στρατιωτικής ζωής.

Το 1997 η διάρκεια της πλήρους θητείας ήταν εικοσιτετράμηνη και της μειωμένης δωδεκάμηνη, εξάμηνη ή τρίμηνη και προβλεπόταν για ορισμένες κατηγορίες, που κρίθηκε ότι χρειάζονταν ειδική αντιμετώπιση. Μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, απολύονται από τις τάξεις του στρατού και εγγράφονται στην εφεδρεία, στην οποία παραμένουν μέχρι τη συμπλήρωση του πεντηκοστού έτους της ηλικίας τους. Οι έφεδροι αυτοί συχνά καλούνται για ολιγοήμερη εκπαίδευση στις μονάδες που ανήκουν, με σκοπό την τεχνική εκπαίδευση στα νέα όπλα, τη συμμετοχή σε ασκήσεις και κάθε είδους άλλη σχετική εκπαίδευση.

Στολή

Οι τροποποιήσεις που έγιναν στις στολές των αξιωματικών και ανθυπασπιστών του στρατού μέχρι το 1969 ήταν σχετικά μικρές και γενικά δε διαφοροποίησαν τα όσα ίσχυαν μέχρι τότε. Από το καλοκαίρι του 1969 όμως, τη χειμερινή στολή και τη θερινή μπεζ αντικατέστησαν νέες στολές Αμερικανικού τύπου από χακί φαιοπράσινο ύφασμα ενώ καταργήθηκε η δερμάτινη εξάρτυση από τη χειμερινή στολή.

Το 1979, λόγω των τροποποιήσεων που είχαν γίνει μέχρι τότε στις στολές των αξιωματικών και ανθυπασπιστών του στρατού, αλλά και την ανάγκη απεικονίσεως τους με έγχρωμες φωτογραφίες, το Γενικό Επιτελείο Στρατού εξέδωσε Πάγια Διαταγή και λεπτομέρειες για τις βαθυκύανες στολές (χειμερινές – θερινές), τις φαιοπράσινες (χειμερινές – θερινές) και τη φαιοπράσινη στολή εκστρατείας – παρατάξεων – παρελάσεων.
 

Το 1980, με νεότερη απόφαση, υπήρξαν τροποποιήσεις σε διάφορες στολές, ενώ το 1981, με παρόμοια Πάγια Διαταγή του Γενικού Επιτελείου Στρατού, καθορίστηκαν λεπτομερώς και τα περί στολής των μόνιμων και εθελοντών υπαξιωματικών (ανδρών -γυναικών), που είναι ίδιες με αυτές των αξιωματικών, καθώς επίσης της στολής εξόδου (χακί) και της στολής υπηρεσίας, παρατάξεων, παρελάσεων, ασκήσεων και εκστρατείας (φαιοπράσινη παραλλαγής) των στρατεύσιμων οπλιτών γενικά. Παρόμοια, καθορίστηκαν οι στολές των οπλιτών Προεδρικής Φρουράς, των Ειδικών Δυνάμεων, της Στρατονομίας και της Μουσικής.

Παράσημα – Μετάλλια – Διαμνημονεύσεις

Παράσημα

Τάγμα Αριστείας της Τιμής: Συστάθηκε το 1975, σε αντικατάσταση του Τάγματος του Γεωργίου Α΄ που καταργήθηκε. Ένταξη στο Τάγμα Αριστείας της Τιμής γίνεται για τους ίδιους λόγους για τους οποίους προβλεπόταν ένταξη στο Τάγμα του Γεωργίου του Α΄.

Μετάλλια

Το 1974 έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις στη Νομοθεσία για τα στρατιωτικά μετάλλια, σύμφωνα με τις οποίες διακρίνονται σε πολεμικά και μη. Τα πολεμικά στρατιωτικά μετάλλια είναι τα εξής:

- Αριστείο Ανδραγαθίας
- Αριστείο Ανδρείας
- Πολεμικός Σταυρός
- Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων

Τα μη πολεμικά στρατιωτικά μετάλλια είναι τα ακόλουθα:

- Μετάλλιο Εξόχου Πράξεως
- Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας 1974
- Μετάλλιο Ευδόκιμης Υπηρεσίας 1974

Διαμνημονεύσεις

Από το έτος 1990 θεσπίστηκε επίσης η δυνατότητα καθιερώσεως διαφόρων κατηγοριών διαμνημονεύσεων, με σκοπό την ενίσχυση των στελεχών και την ηθική επιβράβευση των προσπαθειών τους. Οι διαμνημονεύσεις, που συστήθηκαν στα πλαίσια της δυνατότητας αυτής, είναι οι ακόλουθες:

- Αρχηγείας Γενικού Επιτελείου
- Αστέρας Αξίας και Τιμής
- Αξίας και Τιμής
- Ηγεσίας Σχηματισμού-Μεγάλης Μονάδας
- Ευδόκιμης Διοικήσεως
- Πολυετούς Υπηρεσίας Αξιωματικών Σωμάτων
- Υπηρεσιών Αξιωματικού Επιτελούς
- Υπηρεσίας σε Επιτελείο
- Συμμετοχής σε Ειρηνευτικές Αποστολές
 

Στρατιωτική Ιεραρχία – Εξέλιξη των Μονίμων Αξιωματικών

Η ιεραρχία των βαθμών των αξιωματικών και υπαξιωματικών από τον ανώτερο προς τον κατώτερο, είναι κατά κατηγορία η ακόλουθη:

- Ανώτατοι Αξιωματικοί: στρατηγός, αντιστράτηγος, υποστράτηγος, ταξίαρχος.
- Ανώτεροι Αξιωματικοί: συνταγματάρχης, αντισυνταγματάρχης, ταγματάρχης.
- Κατώτεροι Αξιωματικοί: λοχαγός, υπολοχαγός, ανθυπολοχαγός.
- Υπαξιωματικοί: αρχιλοχίας, επιλοχίας, λοχίας, δεκανέας.

Οι ανθυπασπιστές αποτελούν ενδιάμεση κατηγορία βαθμού μεταξύ αξιωματικών και υπαξιωματικών. Οι Δόκιμοι Έφεδροι Αξιωματικοί (ΔΕΑ) διατελούν σε μεταβατική κατάσταση, από άποψη βαθμού και βρίσκονται σε θέση ιεραρχίας μετά τους ανθυπασπιστές. Υπάρχει τέλος, ο τίτλος του υποδεκανέα, ο οποίος δεν είναι βαθμός, αλλά τιμητική διάκριση για στρατιώτες με εξαιρετικές επιδόσεις.

Τα θέματα της ιεραρχίας και εξελίξεως των μόνιμων αξιωματικών των Ένοπλων Δυνάμεων καθορίστηκαν σε νέα βάση. Έτσι, η αρχαιότητα μεταξύ των αξιωματικών Όπλων ρυθμίζεται από τη χρονολογία κτήσεως του βαθμού τους και όχι από την ονομασία τους ως αξιωματικών. Επίσης, οι αξιωματικοί Σωμάτων και ειδικοτήτων που προέρχονται από ανώτατες στρατιωτικές σχολές θεωρούνται αρχαιότεροι των ομοιοβάθμων τους που δεν προέρχονται από τις σχολές αυτές. 

Με τον ίδιο νόμο αυξήθηκαν τα χρόνια παραμονής στους βαθμούς από αντισυνταγματάρχη μέχρι υποστράτηγο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η μέγιστη κατά το δυνατό αξιοποίηση των στελεχών στους κρίσιμους αυτούς βαθμούς και η αύξηση της συντάξιμης υπηρεσίας τους. Καθιερώθηκε ακόμη νέο είδος κρίσεως, αυτή του «διατηρητέου στον αυτό βαθμό». Τέλος, με σκοπό την ταχύτερη προώθηση των κατά τεκμήριο ικανότερων στελεχών, αυξήθηκαν τα ποσοστά των προαγόμενων κατ΄ εκλογή αξιωματικών βαθμού λοχαγού μέχρι και αντισυνταγματάρχη, με αντίστοιχη μείωση των ποσοστών κατ΄ αρχαιότητα. 

Οι παραπάνω ρυθμίσεις, σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις του νόμου αυτού, που αφορούν το χρόνο διοικήσεως, την υποχρεωτική φοίτηση σε ορισμένα σχολεία, την αυστηρή και αξιοκρατική βαθμολόγηση των ουσιαστικών προσόντων των αξιωματικών και άλλα παρόμοια ζητήματα, συμπλήρωσαν και βελτίωσαν σημαντικά τον τρόπο εξελίξεως των στελεχών, ώστε να επιβραβεύονται και να προωθούνται οι ικανότεροι, προς όφελος τόσο των ιδίων όσο και του στρατεύματος.
 

Μέριμνα για το Προσωπικό

Η μέριμνα για το στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό των Ένοπλων Δυνάμεων και των μελών των οικογενειών τους και η έγκαιρη αντιμετώπιση των προβλημάτων τους αποτελούσε πάντοτε υποχρέωση και καθήκον της στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. 

Έτσι, και στην περίοδο 1956-1997, παράλληλα με την προσπάθεια για αύξηση της ισχύος και της μαχητικής ικανότητας του στρατού, έγιναν σημαντικές ενέργειες για τη γενική βελτίωση της καταστάσεως του προσωπικού του, από άποψη συνθηκών διαβιώσεως, λοιπών μέτρων διοικητικής μέριμνας, επιμορφώσεως και επαγγελματικής εξελίξεώς του.

Στο πλαίσιο των μέτρων αυτών, αντιμετωπίστηκε με σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων η επαγγελματική εξέλιξη των στελεχών, η οποία κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια χώλαινε σοβαρά, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού μόνιμων στελεχών και της διαφορετικής τους προελεύσεως. Ταυτόχρονα, επιλύθηκε ικανοποιητικά το πρόβλημα των αξιωματικών που κρίνονται ακατάλληλοι για τη μάχιμη υπηρεσία, εξαιτίας τραύματος ή νοσήματος σε διαταγμένη ή μη υπηρεσία, αλλά ικανοί για υπηρεσία γραφείου. 

Ακόμη, οργανώθηκε κατά τον καλύτερο τρόπο η υγειονομική περίθαλψη των στρατιωτικών, ενώ κατασκευάστηκαν στρατιωτικά οικήματα αξιωματικών (ΣΟΑ) κατά φρουρά, κυρίως στις ακριτικές περιοχές και τα νησιά, όπου το στεγαστικό πρόβλημα παρουσιάζεται οξύτατο. Επίσης, ρυθμίστηκαν διάφορα συνταξιοδοτικά θέματα και βελτιώθηκαν οι παροχές από το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. 

Συστάθηκε για πρώτη φορά Επικουρικό Ταμείο για τους μόνιμους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς και οργανώθηκε σε καλύτερη βάση η λειτουργία των στρατιωτικών πρατηρίων τροφίμων και άλλων ειδών στις μεγάλες στρατιωτικές φρουρές, ενώ καθιερώθηκαν ευεργετικά μέτρα υπέρ των πολύτεκνων στελεχών.
 

Τα μέτρα που αφορούσαν τους οπλίτες την ίδια περίοδο αποσκοπούσαν κυρίως στην αναβάθμιση της στρατιωτικής τους ζωής και στην απόδοση ουσιαστικού περιεχομένου, με συνειδητή πειθαρχία, στη θητεία. Βελτιώθηκαν οι συνθήκες διαβιώσεως και εκπαιδεύσεως, λειτούργησαν κατά μονάδα ή φρουρά σχολεία αναλφάβητων ή άλλα σχολεία επιμορφώσεως, βελτιώθηκε αισθητά το συσσίτιο και η στολή, μειώθηκαν οι πειθαρχικές ποινές, προγραμματίστηκε σε καλύτερη βάση η χορήγηση των αδειών και επιτράπηκε η πολιτική περιβολή κατά την έξοδο. 

Στα πλαίσια της μέριμνας για τους στρατευμένους οπλίτες, καθιερώθηκαν ευεργετικές ρυθμίσεις για τους έγγαμους οπλίτες και ο θεσμός ψυχοκοινωνικής μέριμνας που αποσκοπεί στην άμβλυνση των διαφόρων προβλημάτων των στρατευμένων νέων, με τη βοήθεια ψυχολόγων, κοινωνιολόγων και κοινωνικών λειτουργών. Τη ζωή των στρατευσίμων όμως, πραγματικά άλλαξε η πρόβλεψη να καταργηθεί η κάθε μορφής σωματική και ηθική δοκιμασία, το γνωστό «καψώνι».

Η λήψη όλων των παραπάνω μέτρων, σε συνδυασμό με τη γενικότερη αλλαγή στη συμπεριφορά και στη μεταχείριση προς τους οπλίτες σήμερα, εδραίωσαν την εμπιστοσύνη προς τους προϊσταμένους τους και ανέβασαν αισθητά το φρόνημά τους. Σημαντικά συνέβαλαν, οπωσδήποτε, η άνοδος του πνευματικού και πολιτιστικού επιπέδου τόσο των διοικούντων όσο και των ίδιων των διοικουμένων, γεγονός που διαπιστώνεται σε όλες τις εκδηλώσεις και δραστηριότητες της καθημερινής ζωής οποιουδήποτε σημερινού στρατοπέδου ή άλλης στρατιωτικής εγκαταστάσεως.

Συμμετοχή σε Πολυεθνικές Δυνάμεις και σε Ειρηνευτικές Αποστολές

Μετά το τέλος του πολέμου στην Κορέα το 1953, όπου συμμετείχαν πολλά κράτη μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα με το δικό της εκστρατευτικό σώμα, ακολούθησε μια σχετικά μακρά περίοδος ειρήνης. Ωστόσο, δεν έλειψαν οι περιορισμένοι τοπικοί πόλεμοι, οι εμφύλιες συγκρούσεις και οι εστίες κρίσεως, όπου η Ελλάδα κλήθηκε κι αυτή να συνεισφέρει στην αποκατάσταση ή διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας, την εξασφάλιση της απαιτούμενης ανθρωπιστικής βοήθειας και την άμβλυνση του ανθρώπινου πόνου, ό,τι επέβαλε δηλαδή η διεθνής νομιμότητα και το εθνικό συμφέρον.

Η συμμετοχή της Ελλάδας στις ειρηνευτικές προσπάθειες απορρέει από διεθνείς συμφωνίες ή αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και υλοποιείται, μεταξύ των άλλων, με την αποστολή ένοπλης δυνάμεως, στρατιωτικών παρατηρητών και υλικής βοήθειας. Μέχρι το 1997 τέτοιου είδους στρατιωτικά τμήματα έχουν αποσταλεί στην Κύπρο, τη Σομαλία, τη Βοσνία και στην Αλβανία.

 
Εκτός από τις παραπάνω στρατιωτικές ειρηνευτικές αποστολές, η Ελλάδα συμμετέχει και σε άλλες παρόμοιες προσπάθειες των Ηνωμένων Εθνών ή άλλων Διεθνών Οργανισμών που έχουν σκοπό την αποκατάσταση ή διατήρηση της ειρήνης και ασφάλειας, καθώς επίσης τον εκδημοκρατισμό και άμβλυνση του ανθρώπινου πόνου, οπουδήποτε το απαιτούν οι περιστάσεις και η διεθνής νομιμότητα ή το επιβάλλει το εθνικό συμφέρον. Ειδικότερα, η Ελλάδα συμμετέχει με παρατηρητές στις ακόλουθες αποστολές:

- Από τις 26 Απριλίου 1991 στην Αποστολή Παρατηρητών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στο Κουβέιτ.
- Από τις 26 Ιουλίου 1991 στη Δύναμη Φρουρών των Ηνωμένων Εθνών στο Βόρειο Ιράκ.
- Από τον Ιούλιο 1991 στην Κοινοτική Επιτροπή Ελέγχου στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
- Από τις 22 Σεπτεμβρίου 1991 στη Στρατιωτική Δύναμη Παρατηρητών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Δυτική Σαχάρα.
- Από τις 5 Σεπτεμβρίου 1994 στην Αποστολή Παρατηρητών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Γεωργία.

Η κοινωνική Προσφορά του Στρατού

Ο στρατός, έχοντας ιεραρχική διάρθρωση, υψηλή πειθαρχία, άρτια εκπαίδευση και γρανιτώδη συνοχή, αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες και τέλεια οργανωμένες κοινωνικές ομάδες, με τεράστια επιρροή στην κοινωνία και γενικότερα στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας. Η εκπαίδευση και απόδοση στην παραγωγή επαρκούς ειδικευμένου προσωπικού, ειδικότερα στη χώρα μας, που υστερούσε σημαντικά στο σημείο αυτό, συμβάλλει ευεργετικά στην οικονομική ανάπτυξη. Η προσφορά του στρατού οπωσδήποτε είναι μεγάλη και ουσιώδης. 

Οι περισσότεροι απόφοιτοι των διάφορων τεχνικών σχολών χρησιμοποιούνται κατά τη στράτευσή τους στις ειδικότητές τους, όπου τους δίνεται η ευκαιρία να εφαρμόσουν πρακτικά τις γνώσεις τους. Η αφθονία του τεχνικού εξοπλισμού του στρατεύματος, τους παρέχει την ευκαιρία να αποκτήσουν εμπειρία, την οποία θα διέθεταν ενδεχόμενα μετά την παρέλευση αρκετών ετών στην πολιτική τους σταδιοδρομία. 

Επίσης, το πλήθος των μηχανημάτων που χρησιμοποιούνται στο στρατό, καθιστά αναγκαία και επιβεβλημένη τη λειτουργία πολλών στρατιωτικών τεχνικών σχολών, με εντατικό και ταχύρυθμο πρόγραμμα τεχνικής εκπαιδεύσεως. Μετά την αποφοίτηση από τις σχολές αυτές, ακολουθεί ευρύτατα πρακτική εφαρμογή στα διάφορα εργαστήρια, τα συνεργεία και τις μονάδες, με αποτέλεσμα πάρα πολλοί απ΄ αυτούς, απολυόμενοι από το στρατό, να έχουν προσανατολιστεί επαγγελματικά στην ειδικότητά τους στη διάρκεια της στρατιωτικής τους υπηρεσίας.
 

Παράλληλα, η άρτια οργάνωση, πειθαρχία, ετοιμότητα, αυτοτέλεια σε μέσα, ταχύτητα και ευελιξία του στρατού συντέλεσαν πάντοτε στο να παρέχει ταχύτατα τη βοήθειά του, οπουδήποτε χρειάστηκε, για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών και άλλων παρόμοιων καταστάσεων. Αμέριστη ήταν η βοήθεια του Στρατού σε σεισμοπαθείς, πλημμυροπαθείς και κατοίκους χιονόπληκτων και αποκλεισμένων περιοχών, ενώ στρατιωτικά τμήματα χρησιμοποιήθηκαν σε πολλές περιπτώσεις, τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στα νησιά, για την κατάσβεση μεγάλων και καταστροφικών πυρκαγιών σε δάση ή την αντιμετώπιση άλλων περιστατικών έκτακτης ανάγκης. 

Παρόμοια ήταν η συμβολή του στρατού στα έργα υποδομής και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η διοχέτευση στην εργασία ειδικευμένου και ειδικά εκπαιδευμένου έμψυχου υλικού αποτελεί αναμφισβήτητα μεγάλη κοινωνική παροχή, ενώ η δημιουργία και εδραίωση του αισθήματος ασφάλειας και σταθερότητας στον Ελληνικό λαό είναι ουσιώδης παράγοντας για την ανάπτυξη της απαιτούμενης δραστηριότητας και εξασφαλίζει την αναγκαία αποδοτικότητα στον τομέα της απασχολήσεως και παραγωγής.

Το Πολεμικό Ναυτικό Κατά την Περίοδο (1956 - Σήμερα)

Με τη δικτατορία των Συνταγματαρχών το 1967, το Ναυτικό, με πρώτο τον Αρχηγό ΓΕΝ, Αντιναύαρχο Κ. Εγκολφόπουλο, που παραιτήθηκε εξέφρασε από την αρχή την αντίθεση του στην κατάλυση της δημοκρατίας. Στους μήνες που ακολούθησαν αποστρατεύτηκαν αναγκαστικά 61 αξιωματικοί από τις τάξεις του. Κορύφωση της αντιστασιακής δημοκρατικής δράσης του αποτέλεσε το λεγόμενο «Κίνημα του Ναυτικού», που τελικά δεν εκτελέστηκε, αλλά κατάφερε καίριο πλήγμα στη χούντα και ανέτρεψε τα σχέδια της. 

Στις 25-5-1973, το αντιτορπιλικό «ΒΕΛΟΣ» κατέπλευσε στο λιμάνι Φιουμιτσίνο της Ιταλίας και με τη διαφυγή του αυτή εκφράστηκε η θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ενόπλων Δυνάμεων και του λαού να πληροφορήσουν και να καταγγείλουν στη παγκόσμια κοινή γνώμη ότι στην Ελλάδα είχε επιβληθεί ένα παράνομο καθεστώς βίας από επίορκους αξιωματικούς. Κατά την επίθεση στην Κύπρο, ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στις δύο τορπιλακάτους «Τ1» και «Τ3», οι οποίες τα ξημερώματα της 20 ης Ιουλίου 1974. 

Με την εμφάνιση της τουρκικής ναυτικής δύναμης του ΑΤΤΙΛΑ έξω από την Κερύνεια, απέπλευσαν, αλλά η αμυντική τους προσπάθεια καταπνίγηκε από την έντονη αεροπορική επίθεση, εκεί σκοτώθηκε ο Κυβερνήτης της «Τ3» υποπλοίαρχος ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΤΣΟΜΑΚΗΣ μαζί με όλο το πλήρωμα. Επίσης την ίδια μέρα, το αρματαγωγό «ΛΕΣΒΟΣ», με κυβερνήτη τον πλωτάρχη ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΧΑΝΔΡΙΝΟ, στην Πάφο, βομβάρδισε επί ώρα τον τομέα της τουρκικής στρατιωτικής δύναμης που στάθμευε στο νησί, κάτω από το ενετικό φρούριο της πόλης, μέχρι την τελική της παράδοση.
 
 
Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο πλοίο αποβίβασε τη δύναμη της ΕΛΔΥΚ, που μόλις είχε παραλάβει για την Ελλάδα, παρερμηνεύτηκε από τους Τούρκους ότι δήθεν γίνεται απόβαση του Ελληνικού στόλου έτσι, τα τουρκικά αεροσκάφη βύθισαν ένα Τουρκικό αντιτορπιλικό, ενώ ένα άλλο υπέστη σοβαρότατες ζημίες.

Μετά τη μεταπολίτευση και ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του '80, το ναυτικό επεξεργάζεται καινούρια σχέδια για την άμυνα της χώρας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της νέας δομής του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με τα οποία οι σκοποί του δεν εξαντλούνται στη θωράκιση των συνόρων της χώρας μας, αλλά επιβάλλεται και η συνεισφορά του σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις με την αιγίδα του ΟΗΕ. Από το 1982 καθιερώθηκε η οργάνωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων και των αγορών των Ενόπλων Δυνάμεων με βάση πενταετή.

Το αξιόμαχο του Ναυτικού και η καίρια γεωπολιτική θέση της χώρας αναδείχθηκαν και στην πρόσφατη κρίση του Κόλπου, κατά την οποία ο ναύσταθμος της Σούδας συντήρησε 97 πλοία, φόρτωσε και ξεφόρτωσε 13.000 τόνους υλικών, εξυπηρέτησε 31.000 πτήσεις και τροφοδότησε αεροσκάφη με 4.500 εκ. λίβρες υγρά καύσιμα, λειτουργώντας 24 ώρες το 24ωρο με εξουθενωτικούς ρυθμούς, πράττοντας το καθήκον του κατά τρόπο άψογο. 

Για την εφαρμογή των κυρώσεων σε ό,τι αφορά τη διακίνηση αγαθών προς και από το Ιράκ, συμμετείχε με τις φρεγάτες «ΕΛΛΗ» και «ΛΗΜΝΟΣ» στη διασυμμαχική ναυτική δύναμη. Επίσης, συμμετείχε με δύο πλοία του κατά την Αλβανική κρίση του 1997 στη μεταφορά ξένων υπηκόων από την Αυλώνα και το Δυρράχιο στην Ελλάδα.

Στις 31-1-1996 το Ναυτικό θρήνησε την απώλεια τριών αξιωματικών του κατά τις επιχειρήσεις στην κρίση των βραχονησίδων Ίμια, ΒΑ της Καλύμνου, τους υποπλοιάρχους Χρ. ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ και Π. ΒΛΑΧΑΚΟ ΠΝ και τον αρχικελευστή Ε. ΓΙΑΛΟΨΟ.

Με την αλλαγή του δόγματος για τον ενιαίο αμυντικό χώρο Ελλάδας και Κύπρου το 1997, το Πολεμικό Ναυτικό αποσκοπεί στην ανάπτυξη της ναυτικής ισχύος στην εξαιρετικά σημαντική αυτή περιοχή της ΝΑ Μεσογείου, στην εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας στην Ελλάδα και την Κύπρο, στο να διαφυλάσσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα, να διατηρεί ανοιχτές τις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνιών και να συντελεί στην τήρηση υψηλού ηθικού στο νησιωτικό πληθυσμό και στα στρατεύματα των νησιών.
 

Παράλληλα, εκτελεί μεταφορές προς όφελος των άλλων κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων και συμβάλλει, με αερομεταφορές κυρίως, στην εξυπηρέτηση άμεσων αναγκών υγείας του πληθυσμού των νησιών.

Τέλος, η ναυτική παρουσία στα Ελληνικά νησιά και ιδιαίτερα στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και στην ευρύτερη περιοχή της Κέρκυρας είναι συνεχής, με περιπολίες πολεμικών πλοίων αφενός, για την αντιμετώπιση ενεργειών που στρέφονται κατά των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, και αφετέρου στην ενίσχυση του Λιμενικού Σώματος στην απαγόρευση εισόδου λαθρομεταναστών στη χώρα και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων διακίνησης ναρκωτικών, λαθρεμπορίας όπλων κλπ.

Η Πολεμική Αεροπορία Κατά την Περίοδο (1956 - Σήμερα)

Η Πρώτη Γενιά Αεριωθουμένων (1950-1973)

Το 1956 δημιουργήθηκε η 114 ΠΜ και στη δύναμή της εντάχθηκαν οι Μοίρες των F-86Ε, 341, 342 και 343. Το δεύτερο Ακροβατικό Σμήνος, γνωστό ως "Acro Team", συγκροτήθηκε τον Αύγουστο του 1957, με F-86Ε της 341 Μοίρας Αναχαίτισης Ημέρας (ΜΑΗ). Τα αεροσκάφη του, βαμμένα με εντυπωσιακά χρώματα (κυανά, λευκά και πορτοκαλί), συνέχισαν επάξια την επιτυχημένη πορεία του πρώτου Ακροβατικού Σμήνους, ενώ οι χειριστές του έτυχαν πολλών τιμητικών διακρίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Το 1957, παρελήφθη ένας νέος τύπος αεριωθουμένων τακτικής αναγνώρισης τα RF-84F Thunderflash, με τα οποία συμπληρώθηκε η δύναμη της 348 ΜΤΑ. Το 1958, η Αεροπορία παρέλαβε τα πρώτα της ελικόπτερα Έρευνας και Διάσωσης, τύπου Sikorsky UH-19 Chickasaw.

Με την είσοδο στη δεκαετία του 1960, η Αεροπορία απέκτησε τα πρώτα αναχαιτιστικά αεροσκάφη με Radar, τύπου North American F-86D Dog Sabre και από το 1964 πέρασε στα υπερηχητικά αεριωθούμενα Lockheed F-104G Starfighter και Northrop F-5A/B Freedom Fighter. Παράλληλα, ενισχύθηκαν οι Μοίρες εκπαίδευσης με εκπαιδευτικά Cessna T-37 Tweety Bird. Η 1η γενιά ολοκληρώθηκε με την παραλαβή των δελταπτέρυγων Convair F-102A Delta Dagger.

Το Μάιο του 1960, έφθασαν στην 114 ΠΜ, από την 110 ΠΜ, τα F-84F της 335 ΜΔΒ, η οποία ανέλαβε ρόλο κρούσης (strike). Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, κλιμάκιο της 355 ΜΤΜ εκτέλεσε με επιτυχία την επιχείρηση διάσωσης Ελλήνων ομογενών στο Κογκό. Το 1960, δημιουργήθηκε η 350 Μοίρα "ΝΙΚΗ", εξοπλισμένη με σύγχρονα βλήματα εδάφους/αέρος. Το ίδιο έτος παρελήφθησαν τα αεροσκάφη αναχαίτισης παντός καιρού F-86D Sabre Dog και προστέθηκαν στη δύναμη της 337 Μοίρα Παντός Καιρού (ΜΠΚ).
 

Το Μάρτιο του 1961, μετά την ολοκλήρωση σημαντικών έργων υποδομής, συγκροτήθηκε η 117 Σμηναρχία Μάχης (ΣΜ) και υποδέχθηκε τα F-84F της 339 Μοίρας Διώξεως Βομβαρδισμού. Τον Απρίλιο του 1964, παρελήφθησαν από την 114 ΠΜ, τα F-104G. Με τα Starfighters συγκροτήθηκε η νέα 335 Μοίρα Διώξεως Βομβαρδισμού (ΜΔΒ), της οποίας τα F-84F, εντάχθηκαν στη νεοσύστατη 340 ΜΔΒ.

Στις αρχές του 1965, συγκροτήθηκε η δεύτερη Μοίρα αεροσκαφών F-104G, η 336 Μοίρα Κρούσεως. Το Μάιο του 1965, παραδόθηκαν στην Αεροπορία τα πρώτα F-5Α/Β και αργότερα, το 1968-1969 παραλήφθηκαν 16 φωτοαναγνωριστικά RF-5Α με 4 κάμερες KS-92.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, παρελήφθησαν τα Ελικόπτερα Agusta Bell 205A (1971), ενώ στα τέλη του 1973 παραλήφθηκαν τα πρώτα πυροσβεστικά αεροσκάφη Canadair CL-215. Τέλος, τη δεκαετία αυτή, τα αειθαλή North American T-6 Texan (Harvard) αντικαταστάθηκαν από τα εκπαιδευτικά αεροσκάφη Cessna T-41D Mescalero.

Τρίτη Γενιά Αεριωθουμένων (1988 – Σήμερα)

Το σημερινό πρόσωπο της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ) άρχισε να διαμορφώνεται στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με την είσοδο σε υπηρεσία μαχητικών πολλαπλών ρόλων 3ης γενιάς.

Η αρχή έγινε με την παραλαβή των πρώτων Dassault Mirage 2000 EGM/BGM, τον Απρίλιο του 1988, 40 από τα οποία εξόπλισαν τις 331 και 332 Μοίρες, με κύριο ρόλο την αναχαίτιση. Την επόμενη χρονιά, παραλήφθηκαν 40 μαχητικά F-16C/D Blk30 από τις ΗΠΑ, στo πλαίσιο του προγράμματος Peace Xenia I, τα οποία εξόπλισαν τις 330 και 346 Μοίρες.

Αυτός ο βασικός κορμός μαχητικών 3ης γενιάς ενισχύθηκε μέχρι σήμερα, με σημαντικές παραλαβές επιπλέον αεροσκαφών, όπως 40 F-16C/D Blk50 του προγράμματος Peace Xenia II, που από το 1997 διατέθηκαν στις 341 και 347 Μοίρες. Το 2003, άρχισε η παραλαβή ακόμα 60 αεροσκαφών της έκδοσης F-16C/D Blk52+, τα οποία εξόπλισαν Μοίρες, που άλλαξαν τύπο, όπως οι 337, 340, και 343 Μοίρες. Ο κύκλος παραδόσεων διαφόρων εκδόσεων του F-16 περιλαμβάνει και την παραλαβή 30 F-16C/D Blk52+ Advanced, τα οποία το 2010 εντάχθηκαν στην 335 Μοίρα.
 

Η περίοδος μετά το 1988, σηματοδότησε την ενίσχυση του στόλου μαχητικών 2ης γενιάς, με την παράδοση 28 F-4E Phantom II SRA (αποσύρθηκαν το 2005) από τις ΗΠΑ και 27 RF-4E Phantom II από τη Γερμανία. Επίσης, σημαντικός αριθμός βομβαρδιστικών A-7E Corsair II προστέθηκε στο δυναμικό της ΠΑ. Μετά από αυτές τις παραλαβές στάθηκε δυνατή η απόσυρση παλαιότερων μαχητικών, όπως τα Republic RF-84F Thunderflash (1991), τα Lockheed F-104G Starfighter (1993) και τα Northrop F-5 Freedom Fighter (2001).

Στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού παλαιότερων τύπων, 38 F-4E Phantom II υποβλήθηκαν στο πρόγραμμα Peace Icarus 2000, ενώ παραλήφθηκαν 10 Dassault Mirage 2000-5 και εκσυγχρονίστηκαν ακόμα 15 αεροσκάφη Dassault Mirage 2000, στο επίπεδο -5.

Ο τομέας των αποστολών υποστήριξης, επίσης, ενισχύθηκε σημαντικά με την παράδοση 12 ελικοπτέρων AS-332C1 Super Puma, 10 πυροσβεστικών Bombardier CL-415, 8 μεταγωγικών C-27J Spartan και 6 αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας Lockheed P-3B Orion, που εκμεταλλεύτηκε επιχειρησιακά το Πολεμικό Ναυτικό. Επίσης, το 2003 αποκτήθηκαν 4 αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης, EMB-145H AEW&C. Σημαντική ήταν η αναβάθμιση της εκπαίδευσης των Ικάρων μετά την απόκτηση 45 εκπαιδευτικών T-6A Texan II, από τις ΗΠΑ.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου