Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Η Λογοτεχνία ως αισθητική απόλαυση

Με τον όρο Λογοτεχνία εννοούμε τα γραπτά και προφορικά προϊόντα του έντεχνου λόγου. Η λογοτεχνία είναι έννοια στενότερη από την γραμματεία, που περιλαμβάνει το σύνολο των – γραπτών κατά κανόνα- κειμένων μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Αυτό λοιπόν που διαφοροποιεί τα λογοτεχνικά κείμενα από τα μη λογοτεχνικά είναι η «λογοτεχνικότητα». Η έννοια της λογοτεχνικότητας βέβαια δεν μπορεί να οριστεί εύκολα, γι’ αυτό και ο χώρος της Λογοτεχνίας δεν μπορεί να καθοριστεί με αυστηρά όρια.

Για τον καθορισμό της έννοιας της λογοτεχνικότητας έχουν γίνει πολλές προσπάθειες, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες, ανάλογα με τις κατευθύνσεις που ακολουθούν: η μία είναι η οντολογική εξέταση, αυτή δηλαδή που προσπαθεί να ορίσει την Λογοτεχνία «εκ των έσω», με εσωτερικά κριτήρια, με τα οποία προσπαθεί να προσδιορίσει κάποια σταθερά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού λόγου.

Κάποιες από τις προσπάθειες οντολογικού ορισμού είναι οι ορισμοί της Λογοτεχνίας ως «μυθοπλαστικής γραφής», ως «αποκλίνουσας χρήσης της γλώσσας» ή ως κειμένου που προσφέρει «αισθητική απόλαυση». Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η ιστορικο-εξελικτική εξέταση, που μελετά το «τι θεωρήθηκε κατά καιρούς λογοτεχνία» .

Μια τέτοια εξέταση, η οποία βέβαια δεν στοχεύει στην διατύπωση κάποιου ορισμού, μας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη γιατί μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις διάφορες μεταβολές της αντιμετώπισης της Λογοτεχνίας και της λογοτεχνικότητας.

Ιστορία του όρου: Ο όρος Λογοτεχνία εμφανίζεται πρώτη φορά τον 12ο αι. σε κείμενο του Νικήτα Ευγενειανού, με την σημασία της ρητορικής χρήσης του λόγου, της καλλιέπειας. Με την σημερινή σημασία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ι. Πανταζίδη το 1886, στο άρθρο του «Φιλολογία, Γραμματολογία, Λογοτεχνία», στο περιοδικό Εστία. Ο συντάκτης του άρθρου εξηγεί ότι χρησιμοποιεί τον όρο λογοτεχνία για να δηλώσει την τέχνη του λόγου, σε αντιστοιχία με τους όρους «καλλιτέχνης» και «καλλιτεχνία».

Μια πρώτη νύξη για την χρήση του όρου είχε γίνει το 1867 από τον Α. Κυπριανό, στον πρόλογο της μετάφρασης της Ιστορία της ελληνικής φιλολογίας του K. O. Muller. Εκεί ο συγγραφέας εξηγούσε ότι προτίμησε τελικά τον καθιερωμένο όρο «φιλολογία», φοβούμενος μήπως ο καινοφανής όρος «λογοτεχνία» (τον οποίον χρησιμοποιούσε έπειτα από υπόδειξη του Ι. Πανταζίδη) ξενίσει τους αναγνώστες. Μέχρι τότε χρησιμοποιείτο ο όρος «φιλολογία» για να δηλώσει και το αντικείμενο, δηλαδή τα μνημεία του λόγου, και την επιστήμη. Για να αποφεύγεται μάλιστα η σύγχυση υπήρχε και ο όρος «ελαφρά φιλολογία», που αναφερόταν στα λογοτεχνικά έργα. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής ο όρος «ελαφρά φιλολογία» ήταν σε χρήση μέχρι και το 1920 περίπου.

Η Λογοτεχνία ως μυθοπλασία: Μυθοπλασία είναι η σύνθεση ενός πλαστού μύθου, δηλαδή ενός μύθου επινοημένου από τον συγγραφέα, με φαντασιακά στοιχεία. Ο ορισμός της Λογοτεχνίας με αυτό το κριτήριο παρουσιάζει τις εξής αδυναμίες: η διάκριση μεταξύ μυθοπλαστικής αφήγησης και αφήγησης γεγονότων δεν ήταν σαφής, ιδίως στους προηγούμενους αιώνες. στην Λογοτεχνία παλαιότερα συμπεριλαμβάνονταν κείμενα που δεν μπορούν να θεωρηθούν μυθοπλαστικά, όπως επιστολές, πραγματείες, φιλοσοφικά κείμενα. τα μυθοπλαστικά κείμενα δεν θεωρούνται πάντα λογοτεχνικά, όπως για παράδειγμα τα κόμικς.

Η Λογοτεχνία ως ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας: Ένας πολύ συνηθισμένος ορισμός της Λογοτεχνίας είναι ο ορισμός της λογοτεχνικής γραφής ως γραφής που αποκλίνει από την συνηθισμένη χρήση της γλώσσας. Αυτήν την κατεύθυνση στην μελέτη της λογοτεχνίας έδωσαν οι Ρώσοι φορμαλιστές , οι οποίοι θεωρούσαν χαρακτηριστικό της λογοτεχνικότητας την ιδιαίτερη οργάνωση της γλώσσας: ο λογοτέχνης, με τη χρήση διαφόρων «τεχνασμάτων», «παραμόρφωνε» την συμβατική γλώσσα, η οποία γινόταν «ανοίκεια» -εξού και η περιώνυμη «ανοικείωση» στην οποία οι οπαδοί του κλάδου συμπύκνωναν τη λογοτεχνικότητα της λογοτεχνίας.

Να σημειωθει ότι η ανοικείωση δεν προέκυπτε μόνο από την τοποθέτηση μιας αλλότριας μορφής εκέι όπου η κοινη γλώσσα συνήθιζε να τοποθετεί μία άλλη, πιο οικεία, αλλα και ο ενοφθαλμισμός μιας απλής εκεί όπου αναμενόταν μία σύνθετη. Σε αυτή τη βάση η λογοτεχνικότητα υπάγεται στον όρο «δυσπρόσιτη μορφή» που καλύπτει και τις δύο περιπτώσεις. . Το πρόβλημα που προκύπτει από αυτόν τον ορισμό είναι οι δυσκολίες του ακριβούς καθορισμού της συμβατικής γλώσσας, από την οποία αποκλίνει η λογοτεχνική.

Το λογοτεχνικό κείμενο ως «μη πρακτικό» κείμενο: Το λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να οριστεί ως κείμενο που δεν εξυπηρετεί κάποιον πρακτικό σκοπό, για παράδειγμα την πληροφόρηση για κάποιο θέμα. Έτσι το λογοτεχνικό κείμενο διαφέρει για παράδειγμα από ένα επιστημονικό κείμενο. Με μια τέτοια θεώρηση το ενδιαφέρον στη μελέτη ενός λογοτεχνικού κειμένου δεν εστιάζεται στο θέμα για το οποίο μιλάει το κείμενο, αλλά στον τρόπο με τον οποίο μιλάει.

Η πρακτική από την μη πρακτική χρήση των κειμένων όμως είναι δύσκολο να διαχωριστεί, αφού δεν εξαρτάται μόνο από την πρόθεση του συγγραφέα να γράψει ένα κείμενο «πρακτικό» ή «λογοτεχνικό», αλλά (κυρίως) και από τον τρόπο με τον οποίον ο αναγνώστης επιλέγει να διαβάσει το κείμενο. Γι αυτόν τον λόγο, είναι δυνατό κάποιο κείμενο να γραφτεί με «λογοτεχνική» πρόθεση, αλλά σταδιακά να πάψει να αντιμετωπίζεται ως λογοτεχνικό, ενώ αντίθετα κάποιο άλλο να ανήκει σε είδος λόγου που δεν θεωρείται «λογοτεχνικό», αλλά με την πάροδο του χρόνου να συμπεριλαμβάνεται στα λογοτεχνικά κείμενα.

Η Λογοτεχνία ως αισθητική απόλαυση: Υπάρχει η τάση να ορίζονται ως λογοτεχνικά κείμενα τα κείμενα που θεωρούνται «καλά», που έχουν δηλαδή αξιολογηθεί ως ανώτερα από κάποια άλλα και προσφέρουν στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση. Μια τέτοια θεώρηση είναι προβληματική, γιατί δεν υπάρχουν κάποια εγγενή κριτήρια με τα οποία μπορεί να αξιολογηθεί ένα κείμενο, οι αισθητικές αντιλήψεις δεν παραμένουν αμετάβλητες μέσα στον χρόνο, γιατί εξαρτώνται απόλυτα από το περιβάλλον, τις πεποιθήσεις και τους προβληματισμούς κάθε εποχής.

Είναι πολύ πιθανό λοιπόν, ένα κείμενο που σε μια συγκεκριμένη εποχή είχε αναγνωρισμένη λογοτεχνική αξία, σε κάποια άλλη να πάψει να ανταποκρίνεται στους σύγχρονους προβληματισμούς και να χάσει την αξία του. Επιπλέον, η αξιολόγηση ενός έργου συχνά καθορίζεται από την συγκεκριμένη εικόνα που έχουμε σχηματίσει για τον «λογοτεχνικό κανόνα»: αν διαβάσουμε ένα έργο γνωρίζοντας ότι είναι έργο ενός αναγνωρισμένου και καταξιωμένου λογοτέχνη θα το αξιολογήσουμε θετικά με αυτό το κριτήριο, ενώ μπορεί να απορρίψουμε κάποιο άλλο γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι πρόκειται για έργο ενός λογοτέχνη που θεωρείται ελάσσων.

Ενδεικτικό της σχετικότητας των αξιολογικών κρίσεων είναι το πείραμα του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Cambridge I. A. Richards, ο οποίος το 1929 έδωσε στους φοιτητές του ποιήματα χωρίς να αποκαλύψει τους συγγραφείς τους και ζήτησε να εκφράσουν την αξιολογική τους κρίση: οι φοιτητές απέρριψαν πολλά ποιήματα καθιερωμένων ποιητών και προτίμησαν άλλα, αγνώστων ή υποτιμημένων.

Η Λογοτεχνία ως «μίμηση» Η Ποιητική του Αριστοτέλη ήταν η πρώτη αυτοτελής και συστηματική μελέτη για την ποίηση, όχι όμως με την σημερική σημασία της ποίησης, αλλά με την σημασία αυτού που σήμερα αποκαλούμε Λογοτεχνία. Ο Αριστοτέλης ορίζει την ποίηση ως «μίμηση» (κεφ. Ι, 1447a), δηλαδή ως αναπαράσταση της πραγματικότητας. Τα ποιητικά είδη που εξετάζει είναι η τραγωδία και το έπος και αποκλείει από την μελέτη του την λυρική ποίηση, επειδή το περιεχόμενό της είναι μη αφηγηματικό, επομένως μη μιμητικό.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Αριστοτέλης δεν ταυτίζει την έννοια της ποίησεως με την έννοια του μέτρου, αφού τονίζει ότι ένα έργο σε έμμετρη μορφή δεν είναι κατ’ ανάγκην ποιητικό (κεφ. Ι, 1447b). Από την εποχή της Αναγέννησης ως το τέλος της περιόδου του κλασικισμού η θεώρηση της λογοτεχνίας στηριζόταν στην Ποιητική του Αριστοτέλη. Για την αναφορά στο λογοτεχνικό φαινόμενο χρησιμοποιείτο ακόμα ο όρος «ποίηση», ενώ ο πεζός λόγος (Prosa), δεν είχε ακόμα θέση στον λογοτεχνικό κανόνα.

Η λογοτεχνία ως «έκφραση» Η μεγάλη αλλαγή στην θεώρηση της λογοτεχνία σημειώθηκε τον 18ο-19ο αι., υπό την επίδραση του Ρομαντισμού. Από τότε η λογοτεχνία άρχισε να αντιμετωπίζεται όχι πλέον ως «μίμηση» της πραγματικότητας, αλλά ως «έκφρασή» της. Σύμφωνα με αυτήν την θεώρηση, ο συγγραφέας με το έργο του δεν μιμείται την πραγματικότητα αλλά «δημιουργεί» μια δική του πραγματικότητα.

Η λογοτεχνία εθεωρείτο πλέον «έκφραση» του ψυχικού κόσμου του δημιουργού και η έννοιά της περιορίστηκε και αποκλείστηκαν όσα κείμενα είχαν μόνο κάποια χρηστική λειτουργία (για παράδειγμα την πληροφόρηση ή την πειθώ). Εκείνη την εποχή εισήχθησαν και οι έννοιες της «φαντασίας», της «δημιουργικότητας» και της «πρωτοτυπίας» ενός έργου, οι οποίες παλαιότερα δεν θεωρούνταν απαραίτητες, αφού οι σύνθεση ενός έργου έπρεπε να υπακούει σε αυστηρούς κανόνες. Την ίδια περίοδο άρχισε να χρησιμοποιείται συχνότερα ο όρος «litteratura» και να αντικαθιστά σταδιακά τον όρο «ποίηση», ο οποίος τελικά περιορίστηκε στην σημασία της «λυρικής ποίησης». Τα λογοτεχνικά γένη αποκρυσταλλώθηκαν σε ένα νέο σχήμα (Δράμα, Έπος, Λυρική ποίηση) από τον Γκαίτε και τον Χέγκελ τον 19ο αι. και παράλληλα άρχισε σταδιακά να διευρύνεται η έννοια της Λογοτεχνίας για να συμπεριλάβει τελικά και τον πεζό λόγο (διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα), οποίος είχε αρχίσει να γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη.

Γένη και είδη του λόγου: Γένη του λόγου ονομάζονται οι ευρείες κατηγορίες στις οποίες εντάσσονται τα μνημεία του λόγου και είδη οι μικρότερες υποδιαιρέσεις τους. Υπάρχουν πολλές προτάσεις για την κατάταξη των κειμένων σε είδη και γένη και συχνά αμφισβητείται ακόμα και η χρησιμότητα της κατηγοριοποίησης, αφού τα λογοτεχνικά είδη συνεχώς εξελίσσονται αλλά και συχνά αναμειγνύονται.

Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται κυρίως η ταξινόμηση στις τρεις μεγάλες κατηγορίες της πεζογραφίας, της ποίησης και του θεάτρου. Κάποια από τα σημαντικότερα είδη του λόγου είναι: μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα, έπος, ωδή, σονέτο, μπαλάντα, πεζόμορφο ποίημα, τραγωδία, κωμωδία. Είδη του πεζού λόγου όπως τα απομνημονεύματα, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, η αυτοβιογραφία, η βιογραφία και τα ταξιδιωτικά κείμενα συχνά αντιμετωπίζονται ως λογοτεχνικά με την ευρεία σημασία του όρου.

Ιστορία της λογοτεχνίας: Ιστορία της λογοτεχνίας είναι ο κλάδος που εξετάζει ιστορικά την εξελικτική πορεία της λογοτεχνικής παραγωγής ενός έθνους (συνηθέστερα) αλλά και μιας ευρύτερης ή στενότερης ομάδας. Η ιστορία της λογοτεχνίας βέβαια δεν περιορίζεται στα έργα που μπορούν να θεωρηθούν λογοτεχνικά μόνο με τις τρέχουσες αντιλήψεις, αλλά εξετάζει όσα έργα θεωρούνταν λογοτεχνικά και λειτουργούσαν ως λογοτεχνικά την εποχή που γράφτηκαν. Επιπλέον είναι απαραίτητο η εξέταση της ιστορίας της λογοτεχνίας να συνδυαστεί με την μελέτη γενικότερα της ιστορίας των γραμμάτων, της παιδείας και της πνευματικής κίνησης της συγκεκριμένης ομάδας, χωρίς φυσικά να αποκλείεται η αναζήτηση των επιδράσεων των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων στην πνευματική και λογοτεχνική ζωή.

Η παρουσίαση του υλικού στην Ιστορία της Λογοτεχνίας δεν πρόκειται βέβαια για απλή παράταξη του υλικού· αυτού που προέχει είναι η εξέταση των αλληλεπιδράσεων και των σχέσεων μεταξύ των πνευματικών φαινομένων. Η ιστορία της λογοτεχνίας διαιρεί το υπό εξέταση υλικό σε περιόδους, δηλαδή μεγάλα χρονικά διαστήματα στα οποία γενικά εμφανίζεται σχετική ομοιογένεια στην λογοτεχνική κίνηση. Η ταξινόμηση σε περιόδους δεν γίνεται πάντα με λογοτεχνικά κριτήρια· συχνά χρησιμοποιούνται σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Η κατάτμηση αυτή φυσικά δεν είναι απόλυτη, καθώς τα πνευματικά φαινόμενα δεν προκύπτουν εκ του μηδενός ούτε αντικαθιστούν αμέσως τα προϋπάρχοντα.

Γενιές, Σχολές και Κινήματα: Οι περίοδοι διαιρούνται επιπλέον σε μικρότερα τμήματα, τις γενιές, τις σχολές και τα κινήματα. Η λογοτεχνική γενιά διακρίνεται κυρίως με βιολογικά κριτήρια, περιέχει δηλαδή συγγραφείς περίπου συνομήλικους, που έχουν δεχθεί κοινά ερεθίσματα και επιδράσεις, τα έργα τους έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά και φυσικά διαφοροποιούνται από την προηγούμενη γενιά. Η κατάταξη σε γενιές, που συχνά αμφισβητείται, δεν βασίζεται στο κριτήριο της χρονολογίας δημοσίευσης των έργων, γιατί είναι συχνό φαινόμενο ένας συγγραφέας να εμφανιστεί μαζί με τους συγγραφείς μιας συγκεκριμένης γενιάς, αλλά το έργο του να έχει τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης, ή να έχει εντελώς ιδιόμορφο χαρακτήρα.

Η σχολή είναι μια ομάδα λογοτεχνών που έχουν κοινά χαρακτηριστικά, κοινές αντιλήψεις, έχουν την επίγνωση ότι ανήκουν σε μια κοινή ομάδα και κυρίως αποδέχονται ως «αρχηγό» και πρωτοπόρο έναν συγκεκριμένο λογοτέχνη, τον οποίον ακολουθούν ως πρότυπο, όπως για παράδειγμα οι ποιητές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής και ο Κωστής Παλαμάς. Συγγενής με τους όρους «σχολή» και «γενιά» είναι και ο όρος κίνημα, ο οποίος προσδιορίζει μια ομάδα καλλιτεχνών που εκτός από τα χαρακτηριστικά της σχολής διαθέτουν επιπλέον το γνώρισμα ότι έχουν στόχο την ριζική ανατροπή των τάσεων που επικρατούν και την επιβολή των δικών τους αισθητικών αντιλήψεων. Τα μέλη ενός κινήματος κάνουν δυναμικά αισθητή την παρουσία και προβάλλουν έντοντα το έργο τους για να επιτύχουν τον σκοπό τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου