1 Παρθενοσυλλέκτες λέω αὐτοὺς ποὺ μαζεύουν κορίτσια, γιὰ νὰ τὰ καλλιεργοῦν. συνήθως εἶναι δραπέτες ἀπὸ χριστιανικὲς ἀδελφότητες, ποὺ δραπέτευσαν γιὰ νὰ ἐπιδοθοῦν στὴν περισυλλογὴ θηλυκῶν καὶ νὰ κυριαρχοῦν σ’ αὐτὰ ὅπως ὁ κόκορας στὶς κότες τοῦ κοτετσιοῦ. ὑπάρχουν ὅμως καὶ ὄχι λίγοι ποὺ δραπέτευσαν ἀπὸ μοναστήρια, καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν προέρχονται οὔτε ἀπὸ ἀδελφότητες οὔτε ἀπὸ μοναστήρια. ὅλοι μαζὶ στὴν πλειοψηφία τους εἶναι ἄγαμοι, ἀλλ’ ἔχω δῆ σπανίως καὶ παρθενοσυλλέκτες ἐγγάμους.
καὶ ὅλοι τους εἶναι τυπικὰ ἢ ἄτυπα ἐξομολόγοι τοὐλάχιστο τῶν θηλυκῶν στὰ ὁποῖα κυριαρχοῦν ἢ ἐκείνων τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ πιθανὰ θηράματά τους.
διακρίνονται γιὰ τὴν ἄσβεστη κάψα τους νὰ κυριαρχοῦν σὲ κορίτσια καὶ γυναῖκες. ἀποφεύγουν τοὺς ἄντρες «ὅπως ὁ διάολος τὸ θυμιάμα» κατὰ τὴν παροιμία, καὶ ἀγαποῦν πολὺ τὶς κοπέλλες ὅπως ὁ λαγὸς τὰ μαρούλια. ὅταν χρειάζωνται καὶ κάποιον ἄντρα γιὰ τὶς ἀγγαρεῖες των, τὸν κρατοῦν σὲ ἀπόστασι καὶ κυρίως μακριὰ ἀπὸ τὰ θηλυκά τους· διότι εἶναι ἔντονα ζηλότυποι.
2 οἱ παρθενοσυλλέκτες εἶναι πάντοτε ἄνθρωποι φθονεροί. ἀπὸ φθόνο διάλεξαν τὴν ἄγαμη ζωὴ κι ἀπὸ φθόνο πάλι μεταμελήθηκαν στὸ βάθος γιὰ τὴν ἐπιλογή τους κι ἔγιναν παρθενοσυλλέκτες. ὅ,τι κάνουν τὸ κάνουν πάντα ἀπὸ φθόνο. τὸν πρῶτο φθόνο ἀνέπτυξαν, ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν νὰ εἶναι κατώτεροι ἀπὸ κάποιους, δὲν τοὺς τὸ ἐπέτρεπε ἡ φθονερὴ μωροφιλοδοξία τους. τὸν δεύτερο φθόνο ἀνέπτυξαν, ἐπειδὴ μετὰ τὴν ἀπόφασί τους γιὰ ἀγαμία λαχτάρησαν τὶς χαρὲς τῶν ἐγγάμων, κατ’ οὐσίαν ἀθέτησαν τὴν πρώτη τους ἀπόφασι, καὶ ῥίχτηκαν στὴν ἀπόκτησι τῆς ἐξουσίας τῶν ἐγγάμων ἐπάνω στὶς γυναῖκες των. ὁ πρῶτος φθόνος τους ἦταν μωροφιλόδοξος, ὁ δεύτερος ἐρωτικὸς καὶ σεξουαλικός. κατακάηκαν γιὰ θηλυκά, πάντοτε γιὰ πολλὰ θηλυκὰ αὐτοί, διότι κάθε λαχταριστὸ θηλυκὸ τὸ θέλουν δικό τους, καὶ ῥίχτηκαν μὲ πάθος στὴν ἀπόκτησι ὅσο γίνεται περισσοτέρων θηλυκῶν. θέλουν πάρα πολὺ νὰ εἶναι ἔγγαμοι ἄγαμοι ἀλλὰ ταυτόχρονα νὰ εἶναι καὶ ἄγαμοι ἔγγαμοι. ἐν τέλει δηλαδὴ εἶναι καὶ ψυχοπαθεῖς.
3 μὴ θέλοντας ὅμως «νὰ τὰ πετάξουν», διότι ἀπὸ τὴν πίστι βιοπορίζονται καὶ αἰσχροκερδοῦν, καὶ χωρὶς αὐτὸ θὰ ἦταν ἄνεργοι καὶ ἄποροι τεμπέληδες καὶ ἀκαμάτες, διότι χωρὶς τὸ δίχτυ τῆς ἐξομολογήσεως δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ψαρεύουν καὶ νὰ ψωνίζουν θηλυκά, ἀφοῦ τὸ μόνο φλέρτ, στὸ ὁποῖο τὰ καταφέρνουν, εἶναι ἡ ἐξομολόγησι κοριτσιῶν, διότι ἂν προσπαθοῦσαν νὰ φλερτάρουν κοπέλλα ὄχι σὰν «πάτερ» ἢ «διδάσκαλοι» ἀλλὰ σὰν ἄντρες, δὲν θὰ γύριζε νὰ τοὺς κυττάξῃ οὔτε μία. δὲν πετοῦν τὸ ῥάσο καὶ τὴν «ἀγαμία» τους, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ ἐργαλεῖο τους. ἔτσι λοιπόν, ἀποφεύγοντας καὶ τὸ ῥεζίλεμα τοῦ νὰ «τὰ πετάξουν», μεθόδευσαν τὴν ἀπόλαυσι τῶν θηλυκῶν μ’ ἕναν ὕπουλο τρόπο, ὥστε καὶ νὰ φαίνεται ὅτι ἡ «παρθενική» τους ζωὴ συνεχίζεται καὶ τὴν κυριαρχία στὰ θηλυκὰ ν’ ἀπολαμβάνουν. σπανίως ὑπάρχουν καὶ παρθενοσυλλέκτες λαϊκοί.
4 ἐπειδὴ μέχρι ν’ ἀποδράσουν ἀπὸ τὸ «γέροντά τους» ἢ μέχρι νὰ τὰ τινάξῃ ὁ «γέροντάς τους», ποὺ τὴν «κοίμησί του» τὴ λαχταροῦν ὅσο τίποτε ἄλλο στὴ ζωή τους, ἢ μέχρι νὰ κάνουν κουράγιο νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ ἕνα «γέροντα», ποὺ δὲν λέει ὁ ἀφιλότιμος νὰ τὰ τινάξῃ, καὶ μέχρι νὰ στήσουν τὸν ἱστό τους τόσο γιὰ νὰ πιάνουν θηλυκὰ ὅσο καὶ γιὰ νὰ πραγματοποιοῦν εἰσπράξεις, τὶς ὁποῖες συνήθως λὲν «εὐλογίες θεοῦ», οἱ περισσότεροι γίνονται 50 – 60 ἐτῶν, ὅταν ἐπὶ τέλους ἀποκτοῦν τὸ λαχταριστὸ χαρέμι τους, δὲν ἔχουν πιὰ τὶς προϋποθέσεις νὰ θυσιάσουν τὴ μαύρη «παρθενία τους» ἀνατομικῶς, οἱ πλεῖστοι παρθενοσυλλέκτες δὲν φτάνουν μέχρι τ’ ὡλοκληρωμένο ζευγάρωμα μὲ τὰ θηλυκά τους· χωρὶς βέβαια νὰ λείπουν καὶ μερικὲς περιπτώσεις ποὺ ὁλοκληρώνουν. οἱ πλεῖστοι παραμένουν παρθένοι• μιξοπάρθενοι δηλαδή.
…………………………………………………………
6 Τὸ θηρευτικὸ πεδίο, στὸ ὁποῖο βγαίνουν γιὰ σαφάρι θηλυκῶν οἱ παρθενοσυλλέκτες, εἶναι οἱ οἰκογένειες τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, οἱ ἐνορίες τῶν ἐκκλησιῶν, καὶ τὰ κατηχητικὰ θηλέων τῶν ἐνοριῶν. τὰ δίχτυα ποὺ ἁπλώνουν γιὰ τὴ θήρευσι ἢ στρατολόγησι τῶν θηλυκῶν γενιτσάρων εἶναι διάφορα. οἱ παρθενοσυλλέκτες ἀναπτύσσουν ἔντονο ἐνοριακὸ ἔργο μὲ πολλὲς κοπέλλες καὶ γυναῖκες βοηθούς, βγαίνουν 10 μῆνες τὸ χρόνο ἀπὸ τὸ μοναστήρι τους σὲ σαφάρι ἐξομολογήσεως, διοργανώνουν συχνὲς προσκυνηματικὲς ἐκδρομές, στέλνουν τὰ παλιότερα «κορίτσια τους» κατηχήτριες στὶς ἐνορίες κι ἐκεῖ ἐκεῖνες στρατολογοῦν τὰ ἐκλεκτότερα κατὰ τὴν ἐκτίμησί τους μικρὰ κορίτσια σὲ ὁμάδες, τὶς ὁποῖες τραβοῦν σὲ αἴθουσες τοῦ μεγάλου παρθενοσυλλέκτου σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς πόλεως μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐνορία τους ἢ κι ἀπὸ τὴν ἐπισκοπή τους, ἱδρύουν κατασκηνώσεις, καί, τὸ καρποφορώτερο, ἰδιωτικὰ λύκεια γυμνάσια δημοτικά. ὅλ’ αὐτὰ ἀσφαλῶς εἶναι πολλὲς φορὲς ὑγιῆ πράγματα, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς στήνονται καὶ σὰν ἱστοὶ ἀράχνης ἀπὸ τοὺς παρθενοσυλλέκτες, οἱ ὁποῖοι αἰχμαλωτίζουν πολλὰ κορίτσια, διενεργοῦν συστηματικὸ παιδομάζωμα, κι ἀποβουτυρώνουν τελείως ἐνορίες καὶ οἰκογένειες. γίνεται μεθοδικὴ κι ὁλοκληρωτικὴ ἀπομύζησι. ἕνας παρθενοσυλλέκτης ἔλεγε• «Ἀφῆστε ἐκεῖ μόνο τὶς πόρνες».
…………………………………………………………
12 Ὁ παρθενοσυλλέκτης ὑπολογίζει πολὺ τὸ νεαρὸ «κορίτσι», πρῶτα διότι εἶναι ὄμορφο καὶ τρυφερό, δεύτερον διότι συνεχῶς ζητεῖται ἀπὸ ὑποψηφίους γαμπροὺς σὲ νόμιμο γάμο, καὶ τρίτον διότι οἱ γονεῖς του εἶναι ἀκόμη νέοι κι ἐπικίνδυνοι. ἐξ ἄλλου ὁ παρθενοσυλλέκτης εἶναι σὰν τὸ μουσουλμάνο σεΐχη, ποὺ θέλει στὸ χαρέμι του κάθε λίγο κι ἕνα καινούργιο καὶ τρυφερὸ κορίτσι. τὸ ἴδιο θέλει κι ὁ παρθενοσυλλέκτης. ἔχει πολλὰ «κορίτσια», ἀλλὰ ἀστειεύεται, φλυαρεῖ, φλερτάρεται, καὶ χαϊδεύεται μὲ τὰ μικρά, τὰ τροφαντά, τὰ καινούργια, ποὺ θ’ ἀκούσουν τὶς ἐξυπνάδες του ὡς πρεμιέρες. καὶ κυρίως φλερτάρει ἐκεῖνα ποὺ ὡς κοπέλλες ἔχουν ζήτησι ἀπὸ ὑποψηφίους γαμπρούς. διότι ἔτσι ἀποδεικνύεται καὶ νικητής. καὶ μέχρι ποὺ ἔχουν ζήτησι, μέχρι τὰ 30 – 35 τους νὰ ποῦμε, τὰ πολιορκεῖ συνεχῶς• κι ἐκεῖνα αἰσθάνονται συναισθηματικῶς χορτᾶτα, κι ἀποκρούουν κάθε γαμπρό. ὅταν μιὰ κοπέλλα ἀφιερωμένη φτάσῃ σὲ ἡλικία, ποὺ εἶναι πλέον ἀζήτητη, τότε ἀρχίζουν γι’ αὐτὴ τὰ δύσκολα. τ’ ἀδέρφια της εἶναι ὅλα παντρεμένα, κυττάζουν τὶς οἰκογένειές των, ἴσως καὶ τὰ πρῶτα ἐγγόνια τους, λοξοκυττάζουν ἴσως καὶ τὸ μοιράδι της ἀπὸ τὴν πατρικὴ περιουσία, ἂν δὲν τὸ βούτηξε κι αὐτὸ ὁ παρθενοσυλλέκτης — ὁ κάθε παρθενοσυλλέκτης εἶναι ἀπαραιτήτως καὶ συλλέκτης περιουσιῶν καὶ διακεκριμένος προικοθήρας — , οἱ γονεῖς της εἶναι ὑπέργηροι, ἂν δὲν εἶναι ἤδη πεθαμένοι, καὶ δὲν ἔχουν πλέον τὴ δύναμι ἢ τὴ βούλησι ἢ τὴν ἐξουσία ν’ ἀντιδράσουν. ὅλ’ αὐτά, καὶ τὸ ὅτι στὸ χαρέμι του ἦρθαν κι ἄλλα νεώτερα καὶ τρυφερώτερα κορίτσια, τὸν πείθουν ὅτι μπορεῖ καὶ νὰ παραπετάξῃ κάπου τὴ
13 σαραντάρα καὶ πενηντάρα. ἂν αὐτὴ ἔχῃ κάποια προσόντα γιὰ στρατολόγησι νεωτέρων κοριτσιῶν γιὰ τὸν παρθενοσυλλέκτη ἢ διοικητικὰ προσόντα γιὰ τὴ διοίκησι τμήματος τοῦ χαρεμιοῦ, λ.χ. γιὰ διευθύντρια ἑνὸς οἰκοτροφείου μαθητριῶν ἢ φοιτητριῶν – αὐτὰ εἶναι συνήθως προθάλαμοι ἢ διαλογιστήρια τῶν χαρεμιῶν τοῦ παρθενοσυλλέκτου – , τότε κι αὐτὴ ἡ «μπάμπω» ἔχει γι’ αὐτὸν κάποια ἀξία. ἂν εἶναι λ.χ. μιὰ ὀδοντίατρος ποὺ τοῦ ἀποφέρει σοβαρὰ λεφτά, ἢ μιὰ συμβολαιογράφος ποὺ τοῦ ἀποφέρει κατὰ καιροὺς καμμιὰ ἀξιόλογη γεροντικὴ διαθήκη «ὑπὲρ τῆς ἱεραποστολῆς του…» κλπ., ἔχει κάποια εὔνοιά του. ἂν ἦταν ἁπλῶς μιὰ νόστιμη κοπέλλα, ποὺ τώρα ἔχει τραχύνει μπαταλιάσει χοντρύνει σταφιδιάσει, κι ἂν τὴν κάποια προῖκα της ὁ παρθενοσυλλέκτης τὴν ἔχῃ πρὸ πολλοῦ ῥευστοποιήσει καὶ συγχωνεύσει μὲ ἄλλες ὄχι πολὺ σημαντικὲς προῖκες καὶ τὴν ἔχῃ μεταλλάξει σὲ νεοανεγερθέντα μεγάλα κτήρια καὶ μεγάλες ἐγκαταστάσεις, σχολεῖα, κατασκηνώσεις, αἴθουσες, ἰδιωτικοὺς ναούς, οἰκοτροφεῖα κλπ., τότε ἀλίμονό της. εἶναι μιὰ λησμονημένη σταφίδα. κάνει μαῦρο μάτι γιὰ νὰ δῇ ἕνα χαμόγελο τοῦ παρθενοσυλλέκτου. καὶ λιώνει καταφρονημένη στὴν ἀφάνειά της. τότε εἶναι κυριολεκτικὰ μιὰ «μπάμπω». γίνεται ὑπηρέτρια καὶ σκλάβα μιᾶς νεαρῆς ποὺ τὴν εἶχε μαθήτρια στὸ κατηχητικό της. ὁ παρθενοσυλλέκτης φτάνει μέχρι τὸ σημεῖο νὰ εἰρωνεύεται, νὰ βρίζῃ μὲ τὸ παραμικρό, ἀκόμη καὶ νὰ κακομεταχειρίζεται τὴ «μπάμπω». πρὶν ἀπὸ 50 χρόνια ἡ προίκα, ποὺ ἀπαιτοῦσαν οἱ γαμπροὶ ἀπὸ τὶς νύφες, ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες κοινωνικὲς μάστιγες. σήμερα τὸ ἔθιμο τῆς ἀπαιτήσεως καταργήθηκε. δὲν τὸ κατήργησε ἡ ἐκκλησία οὔτε τὸ κράτος, ἀλλ᾽ ἡ κοινωνία μόνη της. σήμερα οἱ μόνοι προικοθῆρες ποὺ ἔμειναν εἶναι οἱ παρθενοσυλλέκτες• ἀθεράπευτοι προικοθῆρες, λυσσασμένοι προικοθῆρες, ἄγριοι κι ἀπάνθρωποι προικοθῆρες,
14 ποὺ δὲν κάνουν τὴ δότρια σύζυγό τους καὶ μητέρα τῶν παιδιῶν τους. εἶναι δὲ οἱ περισσότερες ἀφι – ερωμένες καὶ ἀνασφάλιστες. μιὰ ζωὴ δουλεύουν χωρὶς μισθό, χωρὶς ἔνσημα. οἱ παρθενοσυλλέκτες ὡς ἐκμεταλλευταὶ εἶναι πιὸ ἀπάνθρωποι κι ἀπὸ τὸ χειρότερο κοσμικὸ ἐργοδότη. καὶ οἱ «μπάμπες» περιμένουν τὸ θάνατο ὡς λύτρωσι. σὲ «μπάμπες» ὁ παρθενοσυλλέκτης δὲν ἔχει τὸ κουράγιο νὰ χαρίσῃ οὔτε ἕνα γλυκὸ βλέμμα ἢ λόγο. δὲν προλαβαίνει ν’ ἀκκίζεται καὶ νὰ χαριεντίζεται μὲ τὶς μικρές• ποῦ νὰ βρῇ χρόνο γιὰ τὶς «μπάμπες»; θέλει ὅμως νὰ τὶς κατέχῃ γιὰ λόγους ἀσφαλείας. μιὰ ἀποχώρησί τους, ἀνέλπιστη στὴν πραγματικότητα, βάζει σὲ κίνδυνο τὰ μυστικὰ τοῦ παρθενοσυλλέκτου, ποὺ δὲν ἀντέχουν στὴ δημοσιότητα. τὶς ἱκανώτερες «μπάμπες» ὁ παρθενοσυλλέκτης τὶς τοποθετεῖ διευθύντριες σ’ ἐπαρχιακὰ οἰκοτροφεῖα του θηλέων, ἂν ἔχουν καὶ κάποιο πτυχίο. κι ἐκεῖνες σκίζονται νὰ ἐπανακτήσουν τὴν εὔνοιά του ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ μὲ τὸ νὰ στρατολογοῦν γι’ αὐτὸν καινούργια καὶ φρέσκα «κορίτσια». καὶ παίρνουν γιὰ μπόνους ἕνα γλυκόλογο ἐκείνου, καὶ τρελλαίνονται ἀπὸ τὴ χαρά τους. καὶ διαπρέπουν σ’ αὐτὸ τὸ ἀπεγνωσμένο ζητιανηλίκι. καὶ γίνεται ζηλότυπος ἀνταγωνισμὸς ἀνάμεσα στὶς «μπάμπες» γιὰ τὸ ποιά θὰ στρατολογήσῃ τὶς περισσότερες καὶ ὡραιότερες καινούργιες κοπέλλες• κι ἂν εἶναι καὶ πλούσιες, τόσο τὸ καλλίτερο• οἱ παρθενοσυλλέκτες οὐδέποτε περιφρονοῦν τὸ χρῆμα.
…………………………………………………………
20 Ἕνας φίλος μου μοῦ διηγήθηκε τὴν ἀκόλουθη ἱστορία. «Μιὰ φορὰ πρὸ τοῦ 1963 ἕνας παρθενοσυλλέκτης ἀπέκτησε ἀνέλπιστα δυὸ κάρτες τοῦ βασιλέως, ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἕνας αὐλικός, γιὰ νὰ τοῦ κλείσῃ τὸ στόμα. μιὰ μόνο φορὰ στὴ ζωή μου εἶδα τέτοιες κάρτες, καὶ τὶς ἔβλεπα ἐπὶ πολὺν καιρό. ἦταν μικρὲς σκληρὲς στιλπνές πολυτελέστατες, καὶ στὴν πάνω ἀριστερὴ γωνία ἔγραφαν κάτω ἀπὸ ἕνα στέμμα σὲ δυὸ σειρὲς κειμένου ΥΨΗΛΗι ΕΠΙΤΑΓΗι ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΟΣ. ὁ ἄνθρωπος τὶς εἶχε σὰν τὸν πολυτιμότερο θησαυρό του. προεξωφλοῦσε ὅτι θὰ χρησιμοποιοῦσε τὴ μιὰ γιὰ νὰ ψηφιστῇ διδάκτωρ καὶ τὴν ἄλλη γιὰ νὰ ψηφιστῇ καθηγητὴς πανεπιστημίου. κάποτε ἦρθε στὸ οἰκοτροφεῖο φοιτητριῶν, ποὺ ἤλεγχε αὐτός, μιὰ «αἰθέρια ὕπαρξι», ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσε αὐτὸς ὁ ἴδιος, ἡ ὁποία ἐκδήλωνε σαφεῖς καὶ ἰσχυρὲς τάσεις ν’ ἀφιερωθῇ, ἀλλ’ «ἀναζητοῦσε τὸν ἀξιοπιστότερο πνευματικὸ πατέρα». ἦταν ὄντως πολὺ ὄμορφη, πολὺ ἔξυπνη, καὶ πολὺ πλούσια• καὶ τὸ δὴ κάλλιστον, ἦταν εὐπειθεστάτη. ὁ ζάπλουτος πατέρας της εἶχε ἕνα φοβερὸ πρόβλημα• ὁ γιός του, κατηγορούμενος γιὰ λιποτάκτης, ἦταν προφυλακισμένος κι ἐπρόκειτο νὰ δικαστῇ σὲ στρατοδικεῖο. ἐκεῖνα τὰ χρόνια τὰ μεταπολεμικὰ τέτοιο παράπτωμα περίμενε ποινὴ τοὐλάχιστο ἰσοβίου φυλακίσεως. ὁ πατέρας ἦταν διαλυμένος. ὅταν «εἶπε τὸν πόνο του» στὸν παρθενοσυλλέκτη μὲ τὴν παράκλησι «Μὴ πῇς τίποτε γι’ αὐτὸ τὸ ζήτημα στὴν κόρη μου, δὲν θέλω νὰ μαραζώσῃ ἀπὸ τώρα», παρ’ ὅλο ποὺ τὸν εἶπε τὸν πόνο του ἔτσι μόνο γιὰ παρηγοριὰ δηλαδή, ὁ παρθενοσυλλέκτης ἀποφάσισε νὰ θυσιάσῃ τὴ μιὰ βασιλικὴ κάρτα του• «ὄχι γιὰ τὸ γιὸ τὸν ἀλήτη», δηλαδή, ὅπως μοῦ ἔλεγε ὁ ἴδιος, «ἀλλὰ γι᾽ αὐτὴ τὴ χαρισματοῦχο ὕπαρξι, ποὺ εἶναι πιὸ ἁγνὴ κι ἀπὸ τὸ χιόνι, τὴν προωρισμένη γιὰ ὑψηλὰ πράγματα, τὴν προικισμένη ἀπὸ τὸ θεό». τὴν προικισμένη κι ἀπὸ τὸν πατέρα της δηλαδή, κι ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ θεό. κι ὅταν οἱ παρθενοσυλλέκτες «κερδίζουν μιὰ ψυχὴ γιὰ τὸ θεό», κερδίζουν εἴπαμε, μαζὶ καὶ τὴν προῖκα της καὶ κάθε γονικὴ κληρονομιά της. ἐγὼ τότε ἤμουν πολὺ νέος γιὰ νὰ ἑρμηνεύω τέτοιες μεγάλες θυσίες• καὶ θαύμασα τὴ
21 θυσία του καί γε τὸν ἱεραποστολικὸ ζῆλο του. μοῦ λέει ὁ παρθενοσυλλέκτης• «Φέρε μου τὶς κάρτες». διότι τὶς φύλαγα ἐγώ. κι ἀπὸ τὸ πολὺ τὸ φύλαγμα δὲν μποροῦσα νὰ τὶς βρῶ. τὸ φακελάκι τους εἶχε σφηνωθῆ σὲ μιὰ δυσεξιχνίαστη πτυχὴ τοῦ περιεχομένου τοῦ σχετικοῦ συρταριοῦ τόσο διαβολεμένα, ποὺ δὲν φαινόταν, κι ἐγὼ πῆγα νὰ τρελλαθῶ. ἐντυπωσιακώτερο ὅμως ἦταν ὅτι ὁ παρθενοσυλλέκτης μοῦ εἶπε ἐξαγριωμένος «Ἂν δὲν βρεθοῦν, θὰ σὲ σκοτώσω», κάτι ποὺ μετὰ τὸ καλὸ τέλος θεώρησα μόνο σὰν τρόπο τοῦ λέγειν. εὐτυχῶς λοιπὸν βρέθηκαν. ἔδωσε τότε τὴ μία κάρτα στὸν πονεμένο πατέρα, ἡ κάρτα παρέλυσε τοὺς στρατοδίκες, ὁ λιποτάκτης ἀπαλλάχτηκε, κι ὁ πατέρας του τὸν ἔστειλε ἀμέσως στὸ ἐξωτερικό, ἡ δὲ «αἰθέρια ὕπαρξι» τὴν ἄλλη μέρα κιόλας ἔφυγε ἀπὸ τὸ οἰκοτροφεῖο, διέκοψε κάθε σχέσι μ᾽ αὐτό, κάθισε σ᾽ ἕνα διαμέρισμα, κι «ἔκανε τὴ ζωή της»• τὴν παραέκανε δηλαδή. γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ξεβγαλμένη σὲ θαυμαστὸ βαθμό. δὲν ξέρω ἂν ἡ μαστοριὰ ἦταν ἰδέα δική της ἢ τοῦ πατέρα της ἢ κοινὴ προσπάθεια. πάει ἡ μιὰ κάρτα! ὅταν ἦταν ν᾽ ἀξιοποιηθῇ ἡ ἄλλη, ὁ Μεγαλειότατος ἀπουσίασε γιὰ πάντα». αὐτὰ μοῦ διηγήθηκε ὁ φίλος μου.
22 Πολὺ ἀργότερα κατάλαβα πόσο λαχταριστὴ καὶ πολύτιμη εἶναι μιὰ «αἰθέρια ὕπαρξι» σ᾽ ἕναν παρθενοσυλλέκτη, πόσο κουράγιο καὶ κέφι κι εὐφορία τοῦ χαρίζει γιὰ τὴν ἱεραποστολή του, πόσο ἡ κάψα του ταυτίζει τὸν «αἰθέρα» της μὲ τὴν πνευματικότητα, καὶ πόσο τὸν μαστουρώνει καὶ τὸν τυφλώνει αὐτὴ ἡ κάψα του, ὥστε νὰ τὸν ἐμπαίζῃ καὶ μιὰ καρατέτοια.
…………………………………………………………
56 Μιὰ φορὰ πήγαινα σ᾽ ἕνα ἐκτροφεῖο «ἀφι – ερωμένων» μαζὶ μὲ κάποιον ποὺ ἦταν «τὸ παιδὶ γιὰ τὶς ἀγγαρεῖες τοῦ γέροντα». ὁ «παρθενὼν» ἦταν ἐκτὸς πόλεως, γι᾽ αὐτὸ καὶ φυλαγόταν ἀπὸ ἕνα θεριεμένο λυκόσκυλο. μόλις ἄνοιξε ἡ αὐλόπορτα μὲ τὸ ἠλεκτρικὸ κουδούνι, μᾶς γαύγιξε τὸ λυκόσκυλο, ἀλλ᾽ ἐνῷ ἐγὼ φοβήθηκα, ὁ ἄλλος γέλασε, καὶ μοῦ ἐξήγησε• «Μὴ φοβᾶσαι, δὲν δαγκώνει ποτὲ κανέναν, οὔτε κἂν ὁρμάει, γιατὶ εἶναι εὐνουχισμένο• τὸ εὐνούχισε ὁ γέροντας». ἔχοντας ἀκούσει πρώτη φορὰ τέτοιο πρᾶγμα, ῥώτησα• «Γιατί;». «Γιατί», μοῦ λέει, «δὲν εἶναι σωστὸ σὲ κοινόβιο κοριτσιῶν νὰ ὑπάρχῃ ἕνα βαρβᾶτο λυκόσκυλο. ὅσο γιὰ τοὺς κλέφτες, αὐτοὶ δὲν ξέρουν ὅτι εἶναι εὐνουχισμένο καὶ δὲν δαγκώνει. τὸ βλέπουν τί θηρίο εἶναι, τὸ ἀκοῦν πῶς γαυγίζει, καὶ φοβοῦνται». κι αὐτὸ γιὰ βαρβᾶτο σὲ κοινόβιο πρώτη φορὰ τὸ ἄκουγα. καὶ δὲν τὸ κρύβω τώρα ἐδῶ ὅτι ἀπ᾽ αὐτὸ μέτρησα μέσα μου τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ «γέροντα» στὴν ἁγνότητα τῶν «ἀφι – ερωμένων» του παρθένων, καὶ στὴ διδασκαλία του βέβαια καὶ στὸ ὅλο «πνευματικὸ» ἔργο του. τὸ ὅλο θέμα μοῦ φάνηκε πολὺ τρελλό. σὰν ἀγρότης ἐξοικειωμένος μὲ τὰ ζῷα ἤξερα καλὰ ὅτι ποτὲ κανένα ζῷο δὲν ὀρεξεύεται σεξουαλικὰ τὸν ἄνθρωπο ἢ ἔστω ἕνα ζῷο ἄλλου εἴδους, ἂν δὲν ἐθιστῇ ἀπὸ τὸν κακοήθη ἄνθρωπο. πρώτη φορὰ ἄκουγα νὰ ἐξουδετερώνῃ παρθενοσυλλέκτης τὸν ἀντεραστή του μὲ εὐνουχισμό.
57 Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἦταν ἕνας δεινὸς παρθενοσυλλέκτης καὶ στάρετς. ἦταν ἡγούμενος ἀντρικοῦ μοναστηριοῦ ἀλλ᾽ εἶχε καὶ τέσσερα καινούργια γυναικεῖα μοναστήρια στὴν Ἀττικὴ καὶ σὲ νησιά. καὶ ὅλο στὰ γυναικεῖα βρισκόταν• ἐκεῖ εἶχε στήσει σὰν ἀράχνη τοὺς ἱστούς του καὶ μάζευε μοναχὲς ἀλλὰ καὶ λαϊκὲς «ἀφιερωμένες»• στίφη πολυπληθῆ. ὅταν τοὺς δύο θερινοὺς μῆνες Ἰούλιο καὶ Αὔγουστο βρισκόταν στὸ ἀντρικὸ μοναστήρι του, γιὰ νὰ ὑποδέχεται τοὺς θερινοὺς θρησκοτουρίστες καὶ νεοχατζῆδες, ἐκεῖ θέσπιζε ἀλλόκοτα πράγματα. κοινωνοῦσαν ὅλοι μέρα παρὰ μέρα. μιὰ φορὰ ῥώτησα ἕνα μοναχό του• «Γιατί τὸ κάνετε αὐτό;». μοῦ λέει• «Μὲ τὴν τόσο συχνὴ θεία κοινωνία, εἶπε ὁ γέροντας, εἴμαστε ὡς “λέοντες πῦρ πνέοντες” ἀπὸ τὰ ῥουθούνια μας, κι ὁ σατανᾶς δὲν τολμάει νὰ μᾶς πλησιάσῃ, γιατὶ θὰ καῇ»! ὥσπου ὁ γέροντας μπούχτισε ὅλα τὰ ἐδῶ καὶ ἔφυγε σὲ χώρα μακρινὴ καὶ εὐδαίμονα, ὅπου ἀπέκτησε καὶ ἰθαγένεια• καὶ φώλιασε. ἐκεῖ καθαιρέθηκε κάποτε κι ἔπειτα ἀποκαταστάθηκε. θὰ πῶ κάτι
58 ποὺ ἔκανε, ὅταν ἦταν ἡγούμενος ἐδῶ. ἕναν νέο 22 ἐτῶν, ποὺ ἤθελε νὰ παντρευτῇ, ὁ στάρετς τὸν ἔπεισε νὰ μονάσῃ. ἐκεῖ ποὺ ὁ νέος ἑτοιμαζόταν νὰ καρῇ μοναχός, ὁ γέροντας τοῦ λέει• «Ὄχι• ἔχω ἀποκάλυψι ὅτι πρέπει νὰ παντρευτῇς»• ὁ νέος σάστισε, ἀλλὰ καὶ πάλι πείσθηκε. ὁ γέροντας τοῦ εἶπε καὶ ποιά θὰ πάρῃ. ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὁ παρθενοσυλλέκτης εἶχε μιὰ ἄγαμη «λαϊκὴ ἀφιερωμένη» 50 χρονῶν, ποὺ ἤθελε νὰ μονάσῃ σὲ γυναικεῖο μοναστήρι τοῦ γέροντος, ἀλλ᾽ ἦταν ὑψηλόμισθη ὑπάλληλος μεγάλης τραπέζης, κι ὁ γέροντας τὴν ἤθελε μαζὶ μὲ τὴν παχυλὴ σύνταξί της. ἂν ἦταν ἔγγαμη, θὰ μποροῦσε νὰ πάρῃ τὴ σύνταξί της πρόωρη. τότε ἦταν ὅμως ἄγαμη. λέει λοιπὸν ὁ γέροντας στὸ νέο• «Θὰ παντρευτῇς, ἀλλὰ μετὰ μιὰ ἑβδομάδα θὰ χωρίσῃς “ἀπὸ συμφώνου”, καὶ θὰ μονάσετε καὶ οἱ δυό. μὴ ῥωτήσῃς Γιατί ἔτσι». «Νἆναι εὐλογημένο, γέροντα». λέει πάλι ὁ γέροντας• «Εἶναι ἡλικιωμένη. θὰ πᾶμε στὴν Ἀθήνα, θὰ εἶναι ὅλα τὰ χαρτιὰ ἕτοιμα• θὰ στεναφανωθῆτε• θὰ εἶναι μόνον ὁ παπᾶς ποὺ θὰ σᾶς στεφανώσῃ, ἐγώ, ὁ κουμπάρος, καὶ σεῖς οἱ δύο. δὲν θὰ καλέσῃς οὔτε τοὺς γονεῖς σου• οὔτε θὰ τοὺς πῇς ὅτι παντρεύεσαι. θὰ τελειώσουμε σὲ μία μέρα. στὴν ἐκκλησία δὲν θὰ γυρίσῃς οὔτε νὰ τὴν κυττάξῃς. δὲν θὰ τὴ γνωρίσῃς, δὲν θὰ ξέρῃς ποιά εἶναι. ἀμέσως μετὰ τὰ στέφανα ἐμεῖς θὰ φύγουμε, ἐκείνη θὰ πάῃ στὸ σπίτι της. θὰ κάνῃς ὑπακοή». καὶ «ἔκανε ὑπακοὴ» τὸ μοσχαράκι. ἔτσι λέγεται αὐτὴ
59 ἡ ἔκφρασι, ὅπως λένε «ἔκανε κέφι» ἢ «κάνε παιχνίδι», «κάνε τσιγάρο». καὶ — ὢ τοῦ θαύματος! — ἔγιναν ὅλα ὅπως τὰ «ᾠκονόμησεν ὁ γέροντας», ὁ στάρετς, μὲ καταπληκτικὴ ταχύτητα, μὲ ἀνεπανάληπτο αὐτοματισμό, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀνάγλυφα τὸ πλῆθος καὶ τὸ κοινωνικὸ ὕψος τῶν λάτρεων τοῦ γέροντος. οἱ μεγάλοι μεγάλοι μιὰ ζωὴ εἶναι ἄδικοι καὶ ἄθεοι, ἀλλὰ κάποιοι στὸ τέλος γίνονται θρησκομανεῖς λάτρεις τέτοιων ὑποκειμένων• τὸ φαινόμενο εἶναι διεγνωσμένο. μοῦ εἶπε ἀργότερα τὸ παιδί• «Δὲν ἔτρεξα γιὰ χαρτιὰ καθόλου, δὲν εἶδα ποτὲ τὰ χαρτιά, καλὰ καλὰ δὲν ἤξερα ὅτι βγαίνουν καὶ χαρτιὰ καὶ τί χαρτιά, δὲν εἶδα ποτὲ τὸ πρόσωπό της, δὲν ἦταν ντυμένη νύφη, δὲν ἔμαθα τὸ ἐπίθετό της, δὲν συγκράτησα τὸ μικρό της ὄνομα ποὺ ἀκούστηκε στὴ στέψι, φύγαμε ἀμέσως, δὲν ἔκανα τίποτε γιὰ διαζύγιο, δὲν ἔμαθα τίποτε ἄλλο, ἂν τὴν ξαναδῶ δὲν θὰ τὴ γνωρίσω, δὲν τὸ πίστευα ὅτι εἶμαι ὁ γαμπρὸς τοῦ γάμου». μετὰ μιὰ ἑβδομάδα οἱ θαυμασταὶ τοῦ γέροντος ἔβγαλαν τὸ διαζύγιο. πρέπει νὰ ὑπάρχῃ πολλὴ σῆψι σὲ τέτοια θρησκόληπτα ὑψηλὰ πρόσωπα. κι ὁ γέροντας εἶπε στὸ νέο• «Πήγαινε σπίτι σου• μὴ λὲς σὲ κανέναν τίποτε. σὰ νὰ μὴν ἔγινε. νομίζω, πρέπει νὰ παντρευτῇς. βρὲς μιὰ κοπέλλα καὶ παντρέψου, εἶσαι ἐλεύθερος• νὰ παντρευτῇς δὲν ἤθελες ἀρχικά;». οὔτε γάτα οὔτε ζημιά. ἀργότερα διαπιστώθηκε ὅτι τὴν ἑπομένη τῆς στέψεως ἡ «νύφη» πῆρε πρόωρη σύνταξι ὡς ἔγγαμη• μετὰ λίγες μέρες πῆρε διαζύγιο. κι ἔπειτα μαζὶ μὲ τὴ σύνταξί της
60 ἔγινε μοναχὴ σ᾽ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα γυναικεῖα μοναστήρια τοῦ γέροντος. ὁ νέος μετὰ ἕνα χρόνο ἀγάπησε μιὰ κοπέλλα τοῦ τόπου του κι ἀρραβωνιάστηκαν. παρθένοι, ἁγνοί, καὶ εὐσεβεῖς καὶ οἱ δύο• καὶ πολὺ εὐτυχισμένοι. ὁ πατέρας τῆς κοπέλλας ἀνέλαβε νὰ βγάλῃ τὰ χαρτιὰ καὶ τῶν δύο γιὰ τὸ γάμο, κι ἐκεῖ ἐξερράγη ἡ νάρκη. βλέπει ὁ πεθερὸς τὰ χαρτιὰ τοῦ γαμπροῦ• «Ὁ Τάδε ποὺ ἔρχεται εἰς δεύτερον γάμον μετὰ τὸ διαζύγιό του μὲ τὴν Τάδε κλπ.»! ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὸ πρῶτο σὸκ ἔγινε θηρίο. «Τὸν πρόστυχο! τὸν ἀπατεῶνα! δεύτερος γάμος! κι ὁ πρῶτος; καὶ παιδιά; καὶ πόσα; καὶ διατροφές; καὶ γιατί ἡ ἀπόκρυψι; κλπ.». ἐμβρόντητοι ἔμειναν καὶ οἱ γονεῖς τοῦ νέου. «Μὰ ὁ γιός τους δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ διάστημα μεγαλείτερο ἀπὸ 10 μέρες! ποιός γάμος; ποιό διαζύγιο; κάποιο λάθος θἄγινε!». ὁ παρὰ λίγο πεθερὸς καὶ ἡ παρὰ λίγο νύφη ἦταν ἐξωργισμένοι καὶ ἀμετάπιστοι. ὁ νέος τὰ ὡμολόγησε στοὺς γονεῖς του ὅλα. μόνο ποὺ δὲν πέθαναν. ἦταν ὅμως ἀργά. τὰ πάντα ἀδιόρθωτα. σήμερα ὁ νέος ἐκεῖνος εἶναι 45 ἐτῶν, ἀκόμη ἄγαμος, πληγωμένος, κατασκανδαλισμένος. ἡ πενηντάρα – ἑβδομηντάρα μονάζει καὶ ὁσιεύεται. ὁ γέροντας φωλιάζει, βόσκει, καὶ θαυματουργεῖ στὸ ἄλλο ἡμισφαίριο τῆς γῆς. λέγεται ὅτι, ὅταν λειτουργῇ, δὲν πατάει στὴ γῆ• βρίσκεται μετέωρος 1,20 μ. πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος. ὁ στάρετς καὶ παρθενοσυλλέκτης ἔχει τώρα ἐκεῖ 17 (δεκαεφτὰ) γυναικεῖα μοναστήρια — μόνο γυναικεῖα, κανένα ἀντρικό— καὶ ἀμέτρητα πλήθη ἀφιερωμένων γυναικῶν, μόνο γυναικῶν, ὅπως μοῦ εἶπε παλιός μου «φίλος» καὶ συμφοιτητὴς (ἄλλης σχολῆς) καὶ τώρα μοναδικὸς ἀρσενικὸς ὑποτακτικὸς
61 τοῦ «γέροντος». αὐτὸς ὁ ὑποτακτικός, λαϊκὸς ἀκόμη, κουβαλοῦσε τακτικὰ σ᾽ αὐτὸν τὸν παρθενοσυλλέκτη στάρετς – γέροντα μορφῖνες. μιὰ φορά, καθὼς κουβαλοῦσε τὶς μορφῖνες, τὸν τράκαρε ἕνας ἀπὸ πίσω, τοῦ τσαλάκωσε τὸ πὸρτ – μπαγκάζ, καὶ τὰ ζουμιὰ τῶν μορφινῶν ἔτρεχαν στὴν ἄσφαλτο. βλέπει ἡ τροχαία τὶς μορφῖνες καὶ τὸν συλλαμβάνει (ἦταν τὸ 1968). τοὺς λέει• «Εἶμαι προσωπικὸς γιατρὸς τοῦ Τάδε «γέροντος», καὶ τοῦ πηγαίνω αὐτὰ τὰ φάρμακα, ἐπειδὴ τὰ ἔχει ἀνάγκη. τοῦ λένε• «Τόσο πολλὲς μορφῖνες; αὐτὲς εἶναι γιὰ ἀρρώστους ἑνὸς νοσοκομείου γιὰ ἕνα ἔτος! κι ἀπὸ τί πάσχει ὁ ἐν ἐνεργείᾳ ἡγούμενος;». δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς πῇ ἀπὸ τί ἔπασχε ὁ γέροντας. τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ τηλεφωνήσῃ σὲ κάποιον. ἐκεῖνος, ἀντὶ σὲ δικηγόρο, τηλεφώνησε σὲ κάποια προσωπικότητα, κι ἡ προσωπικότητα σὲ κάποιον ἀνώτατο ἀξιωματικὸ τοῦ στρατοῦ, κι ὁ ἀνώτατος ἀξιωματικὸς διέταξε τὴν τροχαία νὰ τὸν ἀφήσουν ἐλεύθερο. τὸν ἄφησαν ἐλεύθερο μὲ τὴν ἐξωργισμένη παρατήρησι• «Θὰ σὲ παρακολουθοῦμε• ἂν ξανασυμβῇ αὐτό, θὰ σὲ συλλάβουμε. καὶ θὰ πᾷς φυλακή. δὲν θὰ τὴν ξαναγλυτώσῃς». ἐγὼ τὰ ἔμαθα ἀπὸ τὸ γιατρὸ καὶ τὴν «προσωπικότητα» διασταυρωμένα.
…………………………………………………………
80 Ἕνας μεγάλος παρθενοσυλλέκτης πίεζε ἀπὸ μακριὰ μιὰ ὄμορφη ἔξυπνη κι εὐκατάστατη τελειόφοιτη λυκείου ν᾽ ἀφιερωθῇ. τὴν πίεζε μέσῳ μιᾶς ἀπὸ τὶς «δεσποινίδες» του, ποὺ ἦταν καὶ λυκειάρχισσα τῆς μαθητρίας. εἶχε μάντρες «ἀμνάδων» — οἱ ἴδιοι τὶς λένε κι ἔτσι — σὲ ὀχτὼ πόλεις, καὶ ἡ μαντὰμ τῆς κάθε μάντρας ἦταν παρθενοσυλλέκτρια γιὰ λογαριασμό του. ἡ τοπικὴ παρθενοσυλλέκτρια λοιπὸν καὶ λυκειάρχισσα πίεζε τὴν ἐν λόγῳ μαθήτρια ν᾽ ἀφιερωθῇ, λέγοντάς της τὸ πολύχρηστο «Ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ ξέρῃς, ἐγὼ ξέρω ὅτι δὲν κάνεις γιὰ γάμο, ἀλλὰ γι᾽ ἀφιέρωσι• καὶ θὰ εἶναι βλασφημία ἐναντίον τοῦ θεοῦ ν᾽ ἀποκρούσῃς τὴν κλῆσι του… κλπ. κλπ.». ἤξερε ἡ «μπάμπω» τί ἤθελε ὁ θεός, καὶ τὸν ἐκπροσωποῦσε αὐτόκλητη. καὶ δὲν καταλάβαινε ὅτι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι βλασφημία τοῦ θεοῦ. ὑποχρέωνε δὲ τὴν κοπέλλα νὰ γράφῃ καὶ ἡμερολόγιο κάθε μέρα, γιὰ νὰ παρακολουθῇ τὸν ἐσωτερικό της κόσμο καὶ νὰ ἑλίσσεται καταλλήλως, συμβουλευόμενη καὶ τὸ «διδάσκαλο» τηλεφωνικῶς.
81 Τὴν κοπέλλα τὴν ἀγαποῦσε κι ἕνας δάσκαλος, ὁ ὁποῖος ἐπιδίωκε ὁ καψερὸς νὰ τὴ συναντάῃ. οἱ «θεοῦσες» «μάζευαν» τὴν κοπέλλα στὸ μαθητικὸ οἰκοτροφεῖο, γιὰ νὰ μὴν τὴ βρίσκῃ ὁ δάσκαλος. μιὰ φορὰ τὸν εἶδαν νὰ περνάῃ ἀπὸ τὸ δρόμο, κι αὐτὲς μέσ᾽ ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ πάνω ὀρόφου τὸν κουτσομπόλευαν, τὸν κορόιδευαν, καὶ γελοῦσαν. πολὺ ἀργότερα ἡ κοπέλλα μοῦ εἶπε• «Ἐγὼ δὲν τὸν ἤθελα. μὲ πείραξε ὅμως ποὺ τὸν κορόιδευαν ἔτσι. γιατί; τί κακὸ ἔκανε; αὐτὲς δὲν ἤξεραν ὅτι δὲν τὸν ἤθελα. γιατί λοιπὸν προεξωφλοῦσαν τὴ συμφωνία μου μαζί τους, ὅταν τὸν κορόιδευαν; δὲν ἔβλεπαν ὅτι ἐγὼ δὲν γελοῦσα; καὶ γιατί τὸν κορόιδευαν τὸν ἄνθρωπο;».
82 Κάποτε ἡ πίεσι ποὺ ἀσκοῦνταν στὴν κοπέλλα ἔγινε ἀβάσταχτη, καὶ ἡ κοπέλλα θυμήθηκε ἐμένα. ἡ ἀλλιότικη περὶ γάμου κι ἀφιερώσεως ἄποψί μου εἶχε τότε γνωσθῆ πολύ. κι ἄκουσε κι ἐκείνη. πολλὰ κορίτσια τότε κατέφευγαν σ᾽ ἐμένα, νὰ μὲ ῥωτήσουν ἂν ἁμαρτάνουν ἢ βλασφημοῦν τὸ θεό, ἐπειδὴ θέλουν νὰ παντρευτοῦν. καὶ τὶς κατατόπιζα, καὶ παντρεύονταν. ἡ ἐν λόγῳ μὲ πλησίασε στὴν ἀρχὴ πολὺ ἐπιφυλακτικά. πρῶτα τηλεφωνικῶς μόνο• καὶ μοῦ ἔδωσε ψεύτικο ὄνομα. καὶ μὲ ῥώτησε τὰ περὶ γάμου πολλὲς φορὲς ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους. μὲ εἶχε ἐντυπωσιάσει. κατάλαβα ὅτι φοβόταν πολύ. εἶχε καῆ στὸν τραχανᾶ καὶ φυσοῦσε καὶ τὸ γιαούρτι. ὅταν βεβαιώθηκε ὅτι πράγματι ἔχω τὴν ἄποψι, γιὰ τὴν ὁποία φημιζόμουν, φανέρωσε τὸ πραγματικό της ὄνομα καὶ ἦρθε στὴ Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας μαζί της καὶ τοὺς τόμους τοῦ ἡμερολογίου της. φυσικὰ δὲν εἶχα χρόνο νὰ τοὺς διαβάσω. μία σελίδα ποὺ διάβασα φωναχτὰ μπροστά της, μοῦ φάνηκε τόσο ἀστεία, ποὺ γέλασα. κι ἀκόμη τὴν πειράζω γιὰ κείνη τὴ σελίδα καὶ γελοῦμε. σήμερα εἶναι πολύτεκνη μητέρα. τότε τὴν ἔβαλα καὶ μοῦ εἶπε τί περίπου γράφει στὸ ἡμερολόγιό της, τί θέλει, καὶ τί τῆς λέει ἡ «δεσποινὶς» τοῦ «διδασκάλου».
83 Μοῦ εἶπε ὅτι θέλει πολὺ νὰ παντρευτῇ, κι ἂν μπορῶ νὰ τῆς ὑποδείξω τὸν κατάλληλο ἄντρα. τῆς εἶπα• «Ἂν ἄκουσες ὅτι ἔτσι γίνεται, δὲν ἀληθεύει• αὐτὸ δὲν τὸ κάνω ποτέ. μπορῶ ὅμως νὰ σὲ βοηθήσω ὡς ἑξῆς. ἀφοῦ μπορεῖς νὰ ἔρχεσαι ἀπὸ τὴν πόλι σου κάθε Σαββατοκύριακο, θὰ ἐκκλησιάζεσαι στοὺς ναοὺς ποὺ κηρύττω. ἐκεῖ θὰ βλέπῃς γύρω μου πολλοὺς νέους ἄντρες. ἂν σ᾽ ἀρέσῃ κανείς, γνωρίσου μαζί του ἄφοβα, καὶ σὺ ξέρεις. παντρευτεῖτε. μερικοὶ εἶναι ἤδη παντρεμένοι, καὶ θὰ εἶναι μὲ τὶς γυναῖκες τους δίπλα τους. γνωρίσου μ᾽ αὐτές, ἔμπα στὴν ὁμάδα τους, πές τις ἄφοβα τὸ αἴτημά σου, ὅπως τὸ λὲς καὶ σὲ μένα, κι ἐκεῖνες θὰ σὲ βοηθήσουν ἀποτελεσματικὰ καὶ ταχύτατα». μοῦ λέει• «Πρώτη φορὰ βλέπω κι ἀκούω ἱεροκήρυκα νὰ μιλάῃ ἔτσι. ὅταν πρωτάκουσα γιὰ σᾶς, δὲν πίστευα. ἐπὶ τέλους θὰ κάψω καὶ τὰ ἡμερολόγια, καὶ δὲν θὰ ξαναγράψω. τὰ ἔγραφα γιὰ τὴ «δεσποινίδα», καὶ συνεχῶς γράφω μόνο ἕνα πρᾶγμα• ἂν «Σήμερα ἀγωνίστηκα νὰ ξεπεράσω τὴν ἐπιθυμία τοῦ γάμου», κι ἂν «Ἀρχίζω ν᾽ ἀνταποκρίνωμαι πλέον στὴν κλῆσι τοῦ θεοῦ ν᾽ ἀφιερωθῶ». τὸ βαρέθηκα αὐτὸ τὸ στύψιμο. ἐπὶ τέλους εἶμαι ἐλεύθερη». τῆς λέω• «Ὄχι• θὰ συνεχίσῃς νὰ γράφῃς ἡμερολόγιο». «Τί;!». «Ναί• καὶ θὰ γράφῃς• «Ἐπὶ τέλους ξεπέρασα τὴν ἐπιθυμία τοῦ γάμου, καὶ λαχταρῶ ν᾽ ἀφιερωθῶ». «Τί; μὰ τί μοῦ λέτε τώρα;». τῆς λέω• «Βοήθησέ με νὰ τοὺς χειριστῶ σὰν πειραματόζῳα μέσῳ σου». τὄπιασε καὶ τὄκανε.
84 Μόλις ἔγραψε τέτοια, ἡ «δεσποινὶς μπάμπω» εἰδοποίησε πάραυτα τὸ «διδάσκαλο». ἐκεῖνος εἶχε ὁρίσει γιὰ τὴν ἐπικείμενη Κυριακὴ ἐπίσημη διάλεξι στὴ Θεσσαλονίκη, καὶ τὴν εἶχε ἀναγγείλει κι ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες. ματαίωσε τὴ διάλεξι καὶ γεμάτος εὐφορία καὶ ἀνεκλάλητη κι ἀσυγκράτητη χαρὰ ἑτοιμάστηκε γιὰ τὴν ἐπαρχιακὴ πόλι. ἐγὼ τὸν παρατηροῦσα μέχρι καὶ ποιό κουστούμι διάλεγε. τοῦ λέω• «Καλά, καὶ ἡ διάλεξι;». μοῦ λέει• «Μὲ καλοῦν μείζονα καθήκοντα• ἀναπλήρωσέ με ἐδῶ ἐσύ». «Ἐν τάξει» τοῦ λέω. ἔφυγε ἀπὸ Σάββατο πρωΐ. τηλεφωνῶ στὴν κοπέλλα• «Ἔλα ἀμέσως στὴ Θεσσαλονίκη». ἦρθε. τὴ Δευτέρα ὁ «διδάσκαλος» ἐπέστρεψε ἄκεφος• οὔτε «κορίτσι» οὔτε διάλεξι. τοῦ λέω• «Λύθηκε τὸ ζήτημα; τί ἦταν;». μοῦ λέει• «Δυστυχῶς δὲν λύθηκε• μπῆκε ὅμως σὲ καλὸ δρόμο. δεσμεύτηκα νὰ τηρήσω ἐχεμύθεια καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ λεπτομέρειες». τοῦ λέω• «Κανένα πρόβλημα• δὲν ἐπιμένω νὰ γνωρίζω ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα».
85 Λέω στὴν κοπέλλα• «Τώρα ποὺ θὰ γυρίσῃς στὴν πόλι σου, καὶ θὰ σὲ ῥωτήσουν, νὰ πῇς ὅτι καὶ τὴν ἄλλη Κυριακὴ θὰ ἔρθῃς στὴ Θεσσαλονίκη κατ᾽ ἀπαίτησι τοῦ πατέρα σου τάχα. δὲν θὰ ἔρθῃς ὅμως. θὰ μείνῃς στὴν πόλι σου ἐξαφανισμένη μὲς στὸ σπίτι σου ἀπὸ Σάββατο πρωΐ μέχρι Κυριακὴ μετὰ τὴν ἐκκλησία. ἐκκλησιάσου σ᾽ ἕνα διπλανὸ χωριό. καὶ μετὰ τὴν ἐκκλησία θὰ ἐμφανιστῇς ὁπωσδήποτε στὴ «δεσποινίδα»• νὰ σὲ δῇ ὁπωσδήποτε. κι ὅταν σὲ ῥωτήσῃ, θὰ πῇς• «Δὲν τοῦ ταίριαξε τοῦ πατέρα μου, καὶ δὲν πήγαμε». καὶ τὸ ὅτι θἀρθῇς στὴ Θεσσαλονίκη νὰ τὸ πῇς Παρασκευὴ ἀπόγευμα». κι ἔκανε ἀκριβῶς ἔτσι. κι ὁ «διδάσκαλος», ποὺ γιὰ τὴ δεύτερη ἐκείνη Κυριακὴ λογάριαζε νὰ πάῃ πάλι στὴν ἐπαρχιακὴ πόλι, «ἐπειδὴ τὸ ζήτημα παρουσίασε ἔξαρσι», τὸ Σάββατο πρωΐ ἀποφάσισε νὰ μὴν πάῃ, καὶ τὴν Κυριακὴ ἔκανε μιὰ πρόχειρη καὶ μὴ ἀναγγελθεῖσα ὁμιλία. καὶ ἦταν ἄκεφος. τοῦ λέω• «Τί τρέχει; γιατί δὲν πῆγες;». μοῦ λέει ἀόριστα• «Κάποιες ἐπιπλοκές…». τὸ βράδυ ὅμως ἦταν πολὺ στενοχωρημένος. προφανῶς ἡ «δεσποινὶς» τοῦ τηλεφώνησε• «Ἐδῶ ἦταν». πανάθεμά τα• οὔτε διάλεξι τῆς προκοπῆς, οὔτε «κορίτσι» πάλι. τοῦ λέω• «Ἄσχημες ἐπιπλοκές, ἔ;». ἔκανε ἕνα μορφασμὸ σχετλιασμοῦ, σὰ νἄλεγε «Ἄστα…».
86 Ὀχτὼ φορὲς ἔγινε αὐτὴ ἡ διπλῆ μανούβρα μέσα σ᾽ ἕνα ἑξάμηνο. στὴ μικρὴ πόλι ὁ «διδάσκαλος», στὴ Θεσσαλονίκη ἡ κοπέλλα• στὴ μικρὴ πόλι ἡ κοπέλλα, στὴ Θεσσαλονίκη ὁ «διδάσκαλος». ἀκεφιὲς ὁ διδάσκαλος, ἄνετη παρακολούθησι ἐγώ. τὸν τρέλλανα, καὶ τὸ γλεντοῦσα. τὸ μόνο δυσάρεστο γιὰ μένα ἦταν ὅτι δὲν εἶχα ἕνα δεύτερο γνώστη, νὰ γελοῦμε μαζί. μόνος του κανεὶς δὲν γελάει καὶ πολύ. μιὰ φορὰ πρὸς τὸ τέλος σὲ σχετικὴ ἐρώτησί μου ὁ παρθενοσυλλέκτης εἶπε• «Νὰ ξέρῃς ἕνα πρᾶγμα. ὅταν ὁ διάβολος ἐμποδίζῃ κάτι μὲ ὅλη του τὴ λύσσα, αὐτὸ τὸ κάτι εἶναι κάτι πολὺ μεγάλο, καὶ θὰ γίνῃ ὁπωσδήποτε• θὰ σπάσῃ ὁ διάβολος τὸ πόδι του». προσθέτω• «Καὶ τὰ κέρατά του». οἱ «διδάσκαλοι» μερικὲς φορὲς δίνουν εἰς ἀλλήλους ὑψηλὰ μαθήματα.
87 Μετὰ τὸ πέρας τοῦ ἑξαμήνου ἐκείνου ἡ κοπέλλα ἔβγαλε τὸ λύκειο, κι ἔγινε φοιτήτρια στὴ Θεσσαλονίκη. ἡ «δεσποινὶς» τῆς πρότεινε γιὰ τὸ καλοκαίρι ἐκδρομές, κατασκηνώσεις, κι ὅ,τι θέλει. ἡ κοπέλλα τῆς εἶπε ὅτι τὸ καλοκαίρι θὰ βοηθήσῃ τὸν πατέρα της, κι ὅτι θὰ ταξιδεύῃ μαζί του συχνά• «Ἂς τ᾽ ἀφήσουμε γιὰ τὸν Ὀκτώβριο». ἐρχόταν κάθε Σαββατοκύριακο στὴ Θεσσαλονίκη. ἀγάπησε κάποιον ἀπὸ τὴν ὁμάδα ποὺ γνώρισε, καὶ λογοδέθηκαν. τοὺς εἶπα• «Ὁρίστε τὴν ἡμερομηνία τοῦ γάμου σας καὶ μὴν κάνετε ἐπίσημο ἀρραβῶνα». μ᾽ ἄκουσαν. εἶχα δεύτερο σχέδιο. ἤξερα ὅτι στὴ Θεσσαλονίκη οἱ δυό τους θὰ κυκλοφορήσουν μαζί, καὶ κάπου κάποτε θὰ τοὺς πάρῃ τὸ μάτι τῶν «κοριτσιῶν» τοῦ «διδασκάλου» ποὺ τὴ γνώριζαν. στὴ Θεσσαλονίκη τὰ «κορίτσια» τοῦ «διδασκάλου» εἶχαν μιὰ «μεγάλη Δεσποινίδα», τὴν ὁποία ὁ «διδάσκαλος» θεωροῦσε πιὸ τσαχπίνα στὸ παιδομάζωμα καὶ πιὸ τραβηχτική, καὶ καθὼς ἐκτελοῦσαν ὑπαγορεύσεις τοῦ «διδασκάλου» καὶ τῆς «Δεσποσύνης», θὰ μποροῦσα νὰ παρακολουθήσω τὸ φάσμα τῆς στρατολογήσεως σ᾽ ὅλο τὸ μεγαλεῖο του.
88
Τὰ «κορίτσια» λοιπὸν τοῦ «διδασκάλου» πρότειναν στὴν κοπέλλα νὰ μείνῃ στὸ οἰκοτροφεῖο τους. αὐτή, ἀπαντώντας μετὰ ἀπὸ ὁδηγίες μου, τὶς εἶπε• «Δὲν μπορῶ, δὲν μ᾽ ἀρέσει ἡ ζωὴ τοῦ οἰκοτροφείου, δὲν ἔχει τὶς ἀνέσεις ποὺ θέλω, δὲν τὰ μπορῶ τὰ προγράμματα, θέλω τὴν ἐλευθερία μου», καὶ ἄλλα τέτοια. τῆς εἶπα νὰ δείχνῃ ὅσο μπορεῖ πιὸ καλομαθημένη μὲ τὴν ἔννοια τῆς κακομαθημένης, ἰδιότροπη, ἀλαζονική, στριμμένη, ἀνυπόφορη. ἤθελα νὰ δῶ μέχρι ποῦ θὰ φτάσῃ ὁ παρθενοσυλλέκτης μειοδοτώντας. ἡ κοπέλλα, παρ᾽ ὅλο ποὺ ποτὲ δὲν τῆς ἐξήγησα γιὰ τὶς προειρημένες μανοῦβρες οὔτε γιὰ τίποτε ἄλλο, μ᾽ ἄκουγε σ᾽ ὅ,τι τῆς ἔλεγα. καταλάβαινε ἀόριστα ὅτι τοὺς ταλαιπωρῶ καὶ τοὺς βυθομετρῶ. τὰ «κορίτσια» λοιπὸν ὑποχωρώντας συνεχῶς στὰ τεχνητὰ καπρίτσια τῆς κοπέλλας, ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ τῆς προτείνουν νὰ διαλέξῃ ἕνα διαμέρισμα ὅ,τι λογῆς θέλει, νὰ τὸ πληρώνῃ «ἡ διεύθυνσι τοῦ οἰκοτροφείου», νὰ μένῃ μόνη της, νὰ τῆς πηγαίνουν τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα φαγητὸ ἀπὸ τὸ οἰκοτροφεῖο, ἤ, ἂν θέλῃ, ἰδιαίτερο φαγητό, ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἔστω καὶ ἰδεατὰ ἐντεταγμένη στὸ οἰκοτροφεῖο. αὐτὸ τὸ οἰκοτροφεῖο εἶναι ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης τοῦ παρθενοσυλλέκτου. τότε κατάλαβα ὅσο ποτὲ μέχρι ποῦ μπορεῖ νὰ φτάσῃ ἕνας παρθενοσυλλέκτης, ὅταν βάλῃ στὸ νοῦ του ν᾽ ἀποκτήσῃ ἕνα καλὸ συλλεκτικὸ κομμάτι. μιὰ φορὰ εἶπα στὴν κοπέλλα ἀστειευόμενος• «Ζήτα νὰ σοῦ δώσουν ὑπηρέτρια τὴ «Δεσποινίδα».
89 Φυσικὰ ἡ κοπέλλα δὲν δέχτηκε τίποτε ἀπ᾽ ὅσα τῆς πρότειναν οἱ «θεοῦσες», ὅπως τὶς λέει ὁ ἁπλὸς κόσμος. λέγονται καὶ «κότσοι». μετὰ λίγον καιρὸ τὴν εἶδαν νὰ κυκλοφορῇ σούρουπο στὴν παραλία μὲ τὸν ἀρραβωνιαστικό της πιασμένοι ἀπὸ τὸ χέρι. ἐκείνη ἀντιλήφθηκε ὅτι τὴν εἶδαν, ἀλλ᾽ ἔκανε πὼς δὲν ἀντιλήφθηκε. καὶ τὴν ἄλλη μέρα πῆγαν τὴ βρῆκαν στὴ σχολή της κι ἄρχισαν νὰ τῆς λένε• «Ἂν δὲν ἔρθῃς στὸ οἰκοτροφεῖο, μόνη σου θὰ διατρέξῃς μεγάλους ἠθικοὺς κινδύνους. ὁ διάβολος θὰ σὲ φτάσῃ στὸ σημεῖο νὰ γυρίζῃς νύχτα στὴν παραλία μὲ κανέναν ἀληταρᾶ». εἶναι καὶ προφήτισσες. ἐκείνη τὶς ἔλεγε• «Ἆ μπά, τέτοιο κατάντημα, δὲν νομίζω• σὲ τέτοιον πειρασμὸ δὲν ὑποκύπτω». ἐκεῖνες• «Μὴν ἔχῃς τέτοια ὑπερηφάνεια κι αὐτοπεποίθησι• αὐτὸ θὰ σὲ γκρεμίσῃ, θὰ καταντήσῃς νὰ γυρίζῃς πιασμένη χέρι – χέρι μὲ κανέναν ἀληταρᾶ»! ἀλλ᾽ ἐκείνη οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι.
90
Τὶς παραμονὲς τοῦ γάμου τους εἶπα στὰ δυὸ ἀρραβωνιασμένα παιδιὰ νὰ παρουσιαστοῦν στὸν παρθενοσυλλέκτη, καὶ νὰ τοῦ ἀνακοινώσουν τὸν ἀρραβῶνα τους καὶ τὸν ἐπικείμενο γάμο τους. νὰ τὸ κάνουν μετὰ τὸ πέρας τῆς ὁμιλίας του, ὅταν συνηθίζῃ νὰ χαιρετάῃ πολλοὺς δίπλα στὸ βῆμα καὶ νὰ κουβεντιάζῃ μὲ τὸν καθένα. κι ἐγὼ παρακολουθοῦσα ἀπὸ τὸν ἐξώστη τῆς αἰθούσης ἀνάμεσα σὲ πολὺ κόσμο. ὅταν πῆραν σειρὰ κι ὁ «διδάσκαλος» τοὺς εἶδε μπροστά του, λέει στὸν ἄντρα• «Ὢ ὢ ὤ, Φίλιππέ μου ἀγαπητέ, δὲν ξέρεις πόσο χαίρομαι ποὺ σὲ βλέπω!». τοῦ λέει ὁ ἄντρας• «Νὰ σᾶς γνωρίσω τὴ μνηστή μου». συγχαρητήρια χαρὲς καὶ γέλια ὁ «διδάσκαλος», κοπλιμέντα καὶ φιλοφρονήσεις• καὶ ῥωτάει• «Κι ἀπὸ ποῦ εἶναι ἡ ἐξαίρετη αὐτὴ κοπέλλα;». «Ἀπὸ τὴν τάδε πόλι». δεύτερη χαρὰ ὁ «διδάσκαλος». «Τί ὡραία τί ὡραία! δική μας πόλι.» «Καὶ πῶς λέγεται ἡ κοπέλλα;». «Λέγεται ἔτσι». Μόλις ἄκουσε τ᾽ ὄνομά της ὁ παρθενοσυλλέκτης, ταράχτηκε ἀνεξέλεγκτα, ἀγρίεψε, τοὺς ἀγνόησε, καὶ τοὺς δυό, γύρισε τὴν πλάτη του, χωρὶς καμμιὰ κουβέντα, καὶ χαιρέτησε ἄλλους.
91 Καὶ ὁ ἄντρας καὶ ἐγὼ μείναμε κατάπληκτοι. δὲν τὴ γνώριζε φυσιογνωμικὰ τὴν κοπέλλα, καὶ ἡ κοπέλλα δὲν σκέφτηκε νὰ μᾶς τὸ πῇ• νόμιζε ὅτι τὸ ξέραμε. ὁ ἄθλιος ὅλα ὅσα ἔκανε, ἡμερολόγια, μπαροῦφες περὶ γάμου καὶ ἀφιερώσεως, ταξίδια, δαπάνες, ματαιώσεις διαλέξεων, χασομέρια, ἄγχη, ὅλα τὰ ἔκανε γιὰ μιὰ κοπέλλα ποὺ δὲν γνώριζε. δὲν τὸ πιστεύαμε.
92 Τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ παρθενοσυλλέκτης εἶχε καταλάβει πολλά, καὶ μὲ μίσησε θανάσιμα καὶ ὕπουλα. καὶ ἡ περαιτέρω συνεργασία μας δὲν διήρκεσε παραπάνω ἀπὸ 1,5 ἔτος. θυμοῦμαι πῶς 3 μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴ διακοπή της, σ᾽ ἕναν ἄγριο καυγᾶ μας, ἄγριο ἐκ μέρους του δηλαδὴ καὶ κυνικὸ ἐκ μέρους μου, καυγᾶ γιὰ κάποια ἄλλα θέματα, ξαφνικὰ ἔσπασε, παράτησε τὸ συζητούμενο θέμα κι ἄρχισε νὰ φωνάζῃ ἄγρια• «Μοῦ ἔφαγες τὴν Τάδε, μοῦ ἔφαγες τὴν Τάδε, μοῦ ἔφαγες τὴν Τάδε…». ὠνόμασε πάνω ἀπὸ δέκα, ποὺ τὶς εἶχε γι᾽ ἀφιέρωσι, ἀλλ᾽ αὐτὲς παντρεύτηκαν, καὶ κυρίως τὴν προειρημένη, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα βέλαξε, λ.χ. σὰν «Εὐδοξίαααα». ἦταν ἔξαλλος• δὲν τὸν εἶχα δῆ στὴν κατάστασι ἐκείνη ἄλλη φορά. ἦταν σχιζοφρενὴς πάνω στὴν ἔκρηξί του, ποὺ κραυγάζει καὶ σχεδὸν γαυγίζει. τοῦ ἀπάντησα• «Δὲν σοῦ τὶς ἔφαγα ἐγώ• οἱ ἄντρες των σοῦ τὶς ἔφαγαν. ἐσὺ μὲ τοὺς ἄντρες των τί εἶσαι; ἀντεραστής; μοιχὸς κατὰ πρόθεσι;». εἶχε ἐκμανῆ. χωρὶς καμμιὰ ὑπερβολὴ λέω ὅτι, ἂν τὸ σκηνικὸ ἐκεῖνο ἦταν σ᾽ ἄλλον καιρὸ καὶ τόπο, θὰ τὸν ἔδεναν καὶ θὰ τὸν μετέφεραν μὲ ἀσθενοφόρο στὸ ψυχιατρεῖο. κι ἐγὼ τὸ ἀπολάμβανα αὐτό. δὲν θὰ πῶ ἐδῶ τώρα γιατί.
93 Αὐτὴ ἡ ὑπόθεσι εἶναι τὸ πιὸ ἔντονο καὶ χαρακτηριστικὸ περιστατικὸ ἐκδηλώσεως παρθενοσυλλέκτου ἀπ᾽ ὅλα ὅσα ἔχω δῆ κι ἀκούσει στὴ ζωή μου. αἰσθάνομαι ἀνεπαρκῆ τὴν ἐκφραστικότητά μου γιὰ νὰ τὸ ἀποδώσω. ἄλλο νὰ σᾶς τὸ λέω κι ἄλλο νὰ τὸ ἔχετε παρακολουθήσει ἐπὶ ἕνα χρόνο καὶ νὰ βλέπετε καὶ τὴν τελική του ἔκρηξι. σὲ κάποια ἀφήγησι αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ κάποιος μὲ ῥώτησε ἂν τὴ στιγμὴ τῆς ἐκρήξεως ὁ ψυχοπαθὴς φαινόταν ἂν μπορεῖ νὰ χειροδικήσῃ. ναί, ἦταν ἕτοιμος καὶ πολὺ παρωρμημένος νὰ χειροδικήσῃ θανάσιμα, ἀλλὰ κάποια δύναμι τὸν κρατοῦσε δεμένο, καὶ ἤξερα καλὰ πόσο σφιχτὰ τὸν κρατοῦσε. ἤμουν καλὰ πληροφορημένος γιὰ τρεῖς τοὐλάχιστο τέτοιες ἐκρήξεις του, καὶ γιὰ τὸ φιτίλι τῆς κάθε μιᾶς, μία κατὰ τὰ ἐφηβικά του χρόνια, μία κατὰ τὴ στρατιωτικὴ θητεία του, καὶ μία πάρα πολὺ ἄγρια ὅταν ἦταν νεαρὸς καθηγητὴς σὲ ἰδιωτικὸ γυμνάσιο, ἀπ᾽ ὅπου τὸν ἔδιωξαν ὡς ἐπικίνδυνο ἀκριβῶς μετὰ τὴν ἔκρηξί του ἐκείνη. καὶ οἱ τρεῖς ἐκρήξεις του ἐκεῖνες εἶχαν φιτίλι σεξουαλικό. εἶχα διαγνώσει ἐπίσης πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ περιστατικὸ μὲ τὴν προειρημένη κοπέλλα ὅτι ὅλοι οἱ παρθενοσυλλέκτες ἔχουν ἕνα εἶδος ψυχασθένειας, ποὺ σὲ δεδομένη στιγμὴ τοὺς κάνει ἰδιαζόντως βίαιους, κι ὅταν θὰ τὸν μεταχειριζόμουν σὰν πειραματόζῳο, εἶχα προνοήσει νὰ ἔχω τὸ πειραματόζῳο καλὰ ἀσφαλισμένο στὸ κλουβί του. ἔχω ἐρεθίσει καὶ ἐμπαίξει λιοντάρι πολλὲς φορὲς κι ἀπὸ 30 πόντους κοντά, ἀλλὰ μόνο ἔξω ἀπὸ τὰ κάγκελλα τοῦ κλουβιοῦ του, ὅπου ἦταν ἔγκλειστο. τὴ στιγμὴ τῆς ἐκρήξεως τοῦ παρθενοσυλλέκτου εἶχα ὅλη τὴν ἄνεσι ν᾽ ἀπολαμβάνω τὴν πυρακαϊὰ ποὺ ἄναψα.
94 Μιὰ φορὰ ἕνας παρθενοσυλλέκτης μοῦ ἔκανε τὴν τιμὴ νὰ μοῦ ζητήσῃ νὰ πῶ στὰ «κορίτσια» του «δυὸ λόγια γιὰ τὶς νεαρὲς παρθένες Φοίβη καὶ Χλόη, τὶς στενὲς συνεργάτριες τοῦ Παύλου, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν στὴν ἱεραποστολή του μὲ τόση αὐτοθυσία καὶ μὲ ὁλόψυχη ἀφιέρωσι» (Ῥω 16,1-2• Α’ Κο 1,11). ἀφοῦ σφίχτηκα, γιὰ ν᾽ ἀποκρύψω τὴν ἀνατριχίλα ποὺ μὲ διαπέρασε μπροστὰ σὲ μιὰ τόσο ἀνατριχιαστικὴ διαστρέβλωσι τοῦ βιβλικοῦ κειμένου, ἀτένισα τὶς «θεοῦσες» καὶ εἶπα περίπου τὰ ἑξῆς. «Ἡ μὲν Φοίβη ἦταν 60 – 70 ἐτῶν, χήρα μὲ τὰ παιδιά της ὅλα ἀποκαταστημένα…» — παγωμάρα ἔπεσε στὰ «κορίτσια», καὶ τὸ κατάλαβα ἀκαριαία, διότι εἶδα τὰ γλυκά τους μάτια καὶ τὰ χαρωπά τους πρόσωπα νὰ σκυθρωπάζουν ξαφνικά, νὰ χαμηλώνουν ταυρηδόν, καὶ νὰ γίνωνται θολὰ θαμπὰ καὶ τσιμεντένια —, «…διότι ὁ Παῦλος κληρονόμησε ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ εἶχε τὶς 8 -10 μαθήτριές του πάνω ἀπὸ 60 ἐτῶν, κληρονόμησε μιὰ πρακτικὴ καὶ μιὰ θεμελιώδη ἀρχή• ὅτι ἡ γυναίκα συνεργάτις ἑνὸς ἐργάτου τοῦ εὐαγγελίου πρέπει νὰ εἶναι χήρα, χωρὶς οἰκογενειακὲς ὑποχρεώσεις πλέον, καὶ μὴ ἔλαττον ἐτῶν ἑξήκοντα, καὶ ποὺ νἄχῃ κοιμηθῆ στὴ ζωή της μόνο μ᾽ ἕναν ἄντρα (Α’ Τι 5,9). καὶ δὲν νομίζω ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἄλλα ἔλεγε κι ἄλλα ἔκανε ἢ ὅτι ἔβαζε τὸν ἑαυτό του ὑπεράνω τοῦ νόμου. κι ἀφοῦ ἡ Φοίβη ἦταν διάκονος τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν
95 Κεγχρεαῖς, ἦταν πάνω ἀπὸ 60 ἐτῶν. ὅσο γιὰ τὴ Χλόη, αὐτὴ πρέπει νὰ ἦταν μεγαλείτερη χήρα, κι ἔχουμε τὸ προνόμιο νὰ γνωρίζουμε καὶ τρεῖς τοὐλάχιστο γιούς της, νοικοκυραίους καὶ σημαντικοὺς Χριστιανούς, σπουδαῖα στελέχη τῆς ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου, ποὺ εἶχαν καὶ τὸ πολιτικὸ προνόμιο, σὰν τὸν Παῦλο, νὰ εἶναι Ῥωμαῖοι πολῖτες• τὸ Στεφανᾶ, τὸ Φορτουνᾶτο, καὶ τὸν Ἀχαϊκό (Α’ Κο 1,11• 1,16• 16,17-18). αὐτοὶ εἶναι οἱ τῆς Χλόης (καὶ ὄχι μαθηταί της ἢ ὀπαδοί της βέβαια), οἱ ὁποῖοι ἐνημέρωσαν τὸν ἀπόντα Παῦλο γιὰ τὰ προβλήματα τῆς ἐν Κορίνθῳ ἐκκλησίας καὶ προκάλεσαν τὶς δυὸ Πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολές του. ἡ ῥωμαϊκή τους ἰθαγένεια φαίνεται ἀπὸ τὸ λατινικὸ ὄνομα τοῦ μεσαίου. καὶ δὲν «ἔκανε ἱεραποστολὴ ἡ Χλόη μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο»• ἁπλῶς ἦταν μιὰ γερὴ γιαγιὰ ποὺ σκούπιζε τὴν αἴθουσα συγκεντρώσεων – ἐκκλησιασμοῦ τῶν Χριστιανῶν. διακόνισσες λοιπόν, δηλαδὴ περίπου καθαρίστριες, τῆς ἐν Κορίνθῳ ἐκκλησίας καὶ τοῦ προαστίου – ἐπινείου της, τῶν Κεγχρεῶν, ἦταν οἱ δυὸ τιμημένες γερόντισσες Χλόη καὶ Φοίβη. καὶ δὲν ἀκολουθοῦσαν ποτὲ τὸν Παῦλο. αὐτὸ τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος στὴν ἴδια Ἐπιστολή, ὅτι οὐδέποτε στὴ συνοδία του εἶχε γυναῖκες ὁποιασδήποτε ἡλικίας, πολὺ δὲ περισσότερο δὲν εἶχε στὰ ταξίδια του (Α’ Κο 9,5). καὶ δὲν ἀσχολοῦνταν οὔτε αὐτὲς οὔτε καμμιὰ ἄλλη διακόνισσα μὲ τὴν ἱεραποστολή. ὁ Παῦλος ἀπαγορεύει νὰ ὁμιλοῦν ἱεραποστολικὰ κι ἐκκλησιαστικὰ οἱ γυναῖκες• στὰ ἐκκλησιαστικὰ τὶς θέλει σιγώσας (Α’ Κο 14,34 -35• Α’ Τι 2,11 -15)». ἔδινα καὶ τὶς παραπομπές, διότι τὶς ἔχω ἀπὸ χρόνια πολύχρηστες. μὲ μίσησαν. ἀργότερα ἔμαθα ὅτι, ἐνῷ μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἤμουν «Ὁ κύριος Κωνσταντῖνος», μετὰ ἀπὸ τότε ἔγινα «Αὐτός».
96 Ἐκείνη ὅμως τὴν ἴδια στιγμὴ πετάχτηκε μία, ἡ σεβασμιωτάτη ἀρχηγός, καὶ μοῦ εἶπε σὲ ὕφος δασκάλας• «Ὁ Κύριος εἶχε μαθήτριες πάνω ἀπὸ 60 ἐτῶν; καὶ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία;». τῆς λέω• «Ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία εἶναι κοριτσόπουλο ὄμορφο καὶ μὲ ξεσκέπαστα καὶ ξέπλεκα μαλλιὰ μόνο στὰ παπικῆς καὶ προτεσταντικῆς προελεύσεως ἢ ἐμπνεύσεως κάδρα καὶ εἰκονίσματα καὶ μυθιστορήματα καὶ κινηματογραφικὰ σενάρια• μέσα στὰ Εὐαγγέλια ἡ Μαγδαληνὴ βέβαια δὲν εἶναι οὔτε κι 60 ἐτῶν. εἶναι 70 -75 ἐτῶν, διότι ἦταν σεβαστὴ ἐπὶ κεφαλῆς στὶς ἑξηντάρες ἄλλες γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ἦταν μητέρες τῶν τριαντάρηδων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μαρτυρεῖται, καὶ μητέρα δική του, καὶ θεῖες του (συννυφάδες τῆς μητέρας του καὶ μητέρες τῶν ἐξαδέρφων του), καὶ λίγες ἄλλες συνομήλικες. ἀκολουθοῦσαν τοὺς γιούς των ἀπὸ μακριὰ καὶ τοὺς διακονοῦσαν• μαγείρεμα νὰ ποῦμε, μερεμέτισμα
97 ῥούχων, παροχἠ χρημάτων, ὅπως μαρτυρεῖται». μοῦ ξαναλέει πικρόχολα• «Καὶ οἱ ἀδερφὲς τοῦ Λαζάρου; ἡ Μαρία καὶ ἡ Μάρθα; κι αὐτὲς γριὲς ἦταν;». τῆς λέω• «Ὄχι• αὐτὲς ἦταν νέες κοπέλλες σὰν ἐσᾶς• γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν ἀκολούθησαν τὸν Κύριο ποτέ τους. αὐτὲς μόνο μέσα στὸ σπίτι τους διακονοῦσαν τὸν ἀδερφό τους Λάζαρο, ὅταν ἐκεῖνος φιλοξενοῦσε στὸ σπίτι του τὸν Κύριο καὶ τοὺς μαθητάς του, γιὰ λίγες μέρες, καθὼς ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴ Γαλιλαία στὴν Ἰερουσαλὴμ γιὰ τὸ πάσχα. δὲν μαγείρευε τὰ φαγητὰ ὁ Λάζαρος. σὰν αὐτὲς ἀργότερα μαρτυροῦνται στὴν Κ. Διαθήκη κι ἄλλες τέσσερες νέες κοπέλλες 20 – 40 ἐτῶν, οἱ θυγατέρες τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου, οἱ ὁποῖες διακονοῦσαν τὸν πατέρα τους. καὶ παντρεμένες γυναῖκες νεώτερες τῶν 60 ἐτῶν, ὅπως οἱ Πρίσκιλλα, Ἀπφία, Ἰουνία, Ἰουλία (Πρξ 18,2 -3• 18,26• Α’ Κο 16,19• Ῥω 16,3 – 4• 16,7• 16,15• Φλμ 2• Β’ Τι 4,19), διακονοῦσαν τοὺς ἄντρες των Ἀκύλα, Φιλήμονα, Ἀνδρόνικο, Φιλόλογο. στὴν Κ. Διαθήκη ὁλόκληρη δὲν ἀνευρίσκεται ποτὲ κοπέλλα ἢ γυναίκα, καὶ μάλιστα νέα, νὰ διακονῇ τὸν Κύριο ἢ ἕναν ἐργάτη τοῦ εὐαγγελίου, καὶ μάλιστα νὰ διδάσκῃ, νὰ γράφῃ,
98 νὰ ὁμιλῇ, νὰ διευθύνῃ, νὰ ἔχῃ γνώμη, νὰ ἔχῃ ἐκκλησιαστικὸ λόγο. ἡ γυναίκα ἔχει στὴ ζωή της μιὰ περίοδο ἀρκετὰ μεγάλη, 60 – 80 ἐτῶν (ἡ Ἄννα τοῦ Φανουὴλ μέχρι καὶ 84 ἐτῶν Λκ 2,36 -37), κατὰ τὴν ὁποία ἐνδέχεται νὰ εἶναι γερὴ καὶ χωρὶς συζυγικὲς ἢ μητρικὲς ὑποχρεώσεις, καὶ τότε εἶναι πολὺ χρήσιμη γιὰ τὶς ἀγγαροδουλειὲς τῶν ἐργατῶν τοῦ εὐαγγελίου, γιὰ νὰ μὴ χάνουν ἐκεῖνοι χρήσιμο χρόνο. κι ὁ Κύριος κι ὁ Παῦλος συνιστοῦν τότε ἀκριβῶς νὰ χρησιμοποιῆται ἡ γυναίκα, ἐφ᾽ ὅσον βέβαια ὑπῆρξε στὴ ζωή της ὁλόκληρη ἀνεπίληπτη καὶ μόνον ἑνὸς ἀνδρὸς γυνή».
99 Ἔπεσε νεκρικὴ σιγή. βγῆκα ἀπὸ τὴν ὁμήγυρι ὕστερ᾽ ἀπὸ λίγο μόνο, ἐνῷ προβλεπόταν νὰ ἔχουμε «θεολογικὸ συμπόσιο». ὁ παρθενοσυλλέκτης, ποὺ μὲ συνώδευσε μέχρι ἔξω, μοῦ εἶπε• «Τἄκανες θάλασσα• σκέτη ἀπογοήτευσι». τοῦ λέω• «Σᾶς ἀφήνω τὴ θάλασσα νὰ κολυμπᾶτε»• καὶ πιὸ σοβαρά• «Βρῆκα στραπάτσο, κι ἀποκατέστησα τὰ ἱερὰ κείμενα. αὐτὸ εἶναι ἀποστολή μου». κατάλαβα, ὄχι γιὰ πρώτη φορὰ βέβαια, ὅτι οἱ παρθενοσυλλέκτες ἔχουν καὶ θεωρητικὴ – βιβλικὴ «κατοχύρωσι» τῆς πρακτικῆς των, μὲ τὴν ὁποία ἀφιονίζουν καὶ μαστουρώνουν τὰ θηλυκά τους, γιὰ νὰ εἶναι πιὸ δεκτικά.
100 Ἡ πρακτικὴ τῶν παρθενοσυλλεκτῶν ἔχει πάντοτε τὴν ἀνάγκη τῆς θεωρητικῆς κατοχυρώσεως, καὶ εἰ δυνατὸν τῆς βιβλικῆς• ἀνάγκη νὰ θεολογηθῇ.
101 Ἤδη τὸ Β’ αἰῶνα οἱ νικολαΐτες καὶ ὅλα γενικῶς τ᾽ ἀκάθαρτα συγκρητιστικὰ συστήματα χρησιμοποιοῦσαν βιβλικὲς φράσεις. αὐτὸ δείχνει ὅτι προσπαθοῦσαν νὰ στηρίξουν τὴν ἀκάθαρτη πρακτική τους καὶ μ᾽ αὐτὲς τὶς φράσεις, τὶς παρμένες ἀπὸ μιὰ πίστι, ποὺ δὲν μετροῦσε ἀκόμη οὔτε ἑνὸς αἰῶνος ζωή, καὶ συνεπῶς δὲν ἀποτελοῦσε ἀκόμη ἕνα δυσκαταγώνιστο καθεστὼς ὡς πρὸς τὴν ἐγκόσμια παρουσία της. σήμερα ποὺ ἡ πίστι αὐτὴ μετράει ζωὴ εἴκοσι αἰώνων καὶ τὸ ἠθικὸ κῦρος της εἶναι καὶ στὴν κοσμικὴ ἀκόμη συνείδησι ὄχι μόνο δυσκαταγώνιστο ἀλλὰ κι ἀδιαφιλονείκητο, ἡ ἀνάγκη νὰ κατοχυρώνουν οἱ ἀκάθαρτοι τὴν πρακτική τους μὲ βιβλικὰ τεκμήρια εἶναι ἀκόμη πιὸ βαρειά.
102 Τὸν Γ’ αἰῶνα γράφτηκε τὸ μυθιστόρημα τῆς Θέκλης καὶ τοῦ Παύλου, κατ᾽ ἀπομίμησι παρομοίων εἰδωλολατρικῶν ἐρωτικῶν μυθιστορημάτων, ἀπὸ ἕναν ἀνόητο καὶ ἀλητήριο κληρικό, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν πληροφορία τοῦ συγχρόνου του Τερτυλλιανοῦ (De baptismo 17,5), ὅταν κλήθηκε σὲ ἀπολογία, ὡμολόγησε ὅτι εἶναι μόνο μυθιστόρημα τῆς φαντασίας του. τὸ μυθιστόρημα ἦταν κατάλληλο γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσῃ ἕναν παρθενοσυλλέκτη. παρ᾽ ὅλο ποὺ ὁ κληρικὸς ἐκεῖνος ἐπιπλήχθηκε καὶ τὸ μυθιστόρημά του ἐκκλησιαστικῶς ἀπορρίφθηκε καὶ καταδικάστηκε, τὸ σενάριο παρέμεινε, καὶ ἀργότερα συναξαριοποιήθηκε κι ἐπενδύθηκε καὶ μὲ τὴ συνακόλουθη ὑμνολογία. συναξαριοποιήθηκε δὲ μετὰ ἀπὸ κρᾶσι τῆς μυθιστορηματικῆς Θέκλης μὲ μιὰ μεταγενέστερη καὶ πραγματικὴ μάρτυρα Θέκλα τοῦ Δ’ αἰῶνος. συγκεκριμένα στὶς 20 – 11 – 308 ἐπὶ Μαξιμίνου μαρτύρησαν στὴν Παλαιστίνη δύο μάρτυρες, ὁ Ἀγάπιος καὶ ἡ Θέκλα, ἴσως σύζυγοι, οἱ ὁποῖοι ῥίφθηκαν στὰ θηρία καὶ φαγώθηκαν (Εὐσέβιος Καισ., Περὶ τῶν ἐν Παλ. μαρτ.,7 ). δὲν γνωρίζουμε γι᾽ αὐτοὺς τίποτε ἄλλο. μετὰ τὸν Δ’ αἰῶνα, ὅταν ἔγινε ἡ κρᾶσι τῶν δύο προσώπων, τῆς πραγματικῆς μάρτυρος Θέκλης καὶ τῆς μυθιστορηματικῆς Θέκλης, ἀφοῦ τὸ ὄνομα καὶ ἡ μνήμη τῆς πραγματικῆς μάρτυρος δὲν εἶχε ὡς γόμωσι κανένα ἄλλο βιογραφικὸ στοιχεῖο, προσέλαβε ὡς τέτοια τὴν ὕλη τοῦ προϋπάρχοντος μυθιστορήματος. ἡ νέα γόμωσι ἐκτόπισε καὶ τὸ πραγματικὸ βιογραφικὸ στοιχεῖο, ὅτι ἡ Θέκλα φαγώθηκε ἀπὸ θηρία• τὸ ὑποκατάστατο ἦταν κρεατοκοπτικὰ βασανιστήρια. καὶ ἡ μνήμη τῆς μάρτυρος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ἡμερομηνία 20 Νοεμβρίου, πῆγε καὶ 9 Ἰουνίου, 19 Αὐγούστου, 6 καὶ 24 καὶ 26 Σεπτεμβρίου. κι ἐκτὸς ἀπὸ μάρτυς ποὺ ἦταν, ἔγινε καὶ παρθένος καὶ ἰσαπόστολος ὡς ἀξεκόλλητη «Μαγδαληνὴ» τοῦ «Παύλου». τὸ μυθιστόρημα σήμερα στὴ συναξαριοποιημένη μορφή του εἶναι προσφιλὲς ἀνάγνωσμα στὰ
103 παρθενοσυλλεκτικὰ χαρέμια. πολὺ ἐξαίρεται καὶ συγκλονίζει τὰ χαρέμια αὐτὰ τὸ «γεγονὸς» ὅτι ἡ Θέκλα ἀπαρνήθηκε τὸν ἀρραβωνιαστικό της κι ἀκολούθησε τὸν Παῦλο, τὸ φανταστικὸ Παῦλο ποὺ ἐνσαρκώνει τὸν παρθενοσυλλέκτη. κι ἀναφέρω ὅτι ὑπάρχουν καὶ σήμερα παρθενοσυλλέκτες, ποὺ χώρισαν ἀρραβωνιασμένους καὶ πῆραν καὶ ἔχουν σὰν «ἀφιερωμένες» των τὶς κοπέλλες στὸ χαρέμι τους. κι αὐτὸ γι᾽ αὐτοὺς εἶναι μιὰ ἰδιαίτερη νίκη ἐναντίον τῶν νομίμων ἀντρῶν τῶν γυναικῶν αὐτῶν, καὶ ἄρα ἕνα ἐξαιρετικὸ τρόπαιο ποὺ κολακεύει ἀφάνταστα τὸν ἀντρισμό τους καὶ τὸ διεστραμμένο κοκοριλίκι τους. ἐξαίρεται ἐπίσης τὸ ὅτι «κατὰ τὸ μαρτύριο τῆς παρθενομάρτυρος Θέκλης τῆς ἔκοψαν τοὺς μαστούς της» (φυσικὰ τόσο τὸ ὅτι ἦταν παρθένος καὶ τέως ἀρραβωνιασμένη ὅσο καὶ οἱ κομμένοι μαστοὶ εἶναι στοιχεῖα μυθιστορικά). μὰ δὲν εἶναι κάτι τὸ τρυφερό; καὶ μόνο ἡ ἀναφορὰ τῶν μαστῶν συγκλονίζει τὰ «κορίτσια» τὰ σεμνά. καὶ τὸν παρθενοσυλλέκτη βέβαια. ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ χουφτώσουν οἱ κακοὶ δήμιοι τέτοιους ἀνεκτίμητους καὶ ὁλόαγνους θησαυροὺς καὶ νὰ τοὺς κόψουν! (ἀλγολαγνικὲς ἀνατριχίλες). μαστοὶ κοριτσιοῦ καὶ μάλιστα ἀνέγγιχτοι εἶναι αὐτοί, δὲν εἶναι ἀλόγου σέλλα.
104 Τὸν Δ’ αἰῶνα ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει τὸ ἔργο του Κατὰ συνεισάκτων, δηλαδὴ ἐναντίον τῶν παρθενοσυλλεκτῶν ποὺ συγκατοικοῦν μὲ τὰ «κορίτσια τους». τὸ φαινόμενο ἦταν ἤδη μάστιγα.
105 Τὸν Ε’ αἰῶνα στὴ λατινόγλωσση Δύσι, ὅπου ἁπαξάπαντες οἱ κληρικοὶ ἀπὸ τὸ 306 εἶναι ὑποχρεωτικῶς ἄγαμοι, κι ἔχουν ἀδεῶς καὶ ἐπισήμως τὶς Τερέζες των, ἄρχισε ν᾽ ἀναπτύσσεται ἡ εἰδικὴ θεολογία ἡ γνωστὴ ὡς Μαγδαληνολογία, ἡ ὁποία ἀνθεῖ μέχρι σήμερα καὶ δίνει ἄφθονη τροφὴ σὲ μυθιστορήματα, τραγούδια, ψαλμῳδίες, ζωγραφικοὺς πίνακες, εἰκόνες κι ἀγάλματα ναῶν, εἰκονοῦλες, κινηματογραφικὰ σενάρια, κι ὅ,τι ἄλλο τὴν ἀπαρτίζει. ἡ γερόντισσα στὴν ἡλικία Μαγδαληνὴ τῶν Εὐαγγελίων χρειαζόταν νὰ μεταποιηθῇ σὲ πανόμορφο κοριτσόπουλο μὲ ὡραῖα ξεσκέπαστα καὶ ξέπλεκα μαλλιὰ καὶ πλούσια πορνικὴ πεῖρα, ποὺ ἀκολουθεῖ σὰν τρελλὸ ἀπὸ ἔρωτα τὸ Χριστό• ἕναν πλαστὸ Χριστό βέβαια, ποὺ ἐνσαρκώνει τὸν παρθενοσυλλέκτη παπικὸ παπᾶ. δὲν σεβάστηκαν οὔτε τὸν Κύριο οἱ παρθενοσυλλέκτες, ποὺ τὸν φόρεσαν σὰ μάσκα στὴ μούρη τους.
106 Αὐτὰ τὰ σενάρια καὶ εἰδικὰ θεολογήματα περὶ Θέκλης καὶ Μαγδαληνῆς ἦταν καὶ τότε ἀναγκαῖα, διότι ἤδη τὸν Γ’ αἰῶνα ὁ Μοντανός, μέγας καὶ πρωτοποριακὸς παρθενοσυλλέκτης, εἶχε τὸ στῖφος τῶν «κοριτσιῶν του» καὶ τὶς στρατολόγες «δεσποινίδες» του, καὶ τὶς δυὸ ἀνώτατες «Δεσποινίδες» του Πρίσκιλλα καὶ Μαξιμίλλα, ὅπως ὁ παλαβὸς παρθενοσυλλέκτης τῆς Ἀσίζης Φραγκῖσκος, ποὺ μιλοῦσε κι ἐκεῖνος μὲ τὰ ζωΰφια καὶ τὰ λουλούδια καὶ εἶχε ἀνωτάτη «Δεσποινίδα» του τὴν Κλάρα καὶ «κορίτσια του» τὶς «Κλάρισσες».
107 Αὐτὴ ἡ διαβόητη Κλάρα, στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ὁποίας ξεψύχησε ὁ Φραγκῖσκος, καὶ οἱ Κλάρισσες συνείρουν στὴ μνήμη μου ἕνα σημερινὸ φαινόμενο. ὑφίσταται παρθενοσυλλεκτικὸ σμῆνος, ὅπου ἡ «Δεσποινὶς» λέγεται Φανὴ καὶ οἱ δυὸ ταξιαρχίες τοῦ σμήνους λέγονται «Φανοῦλες» οἱ τοῦ λυκείου καὶ «Φανουλῖτσες» οἱ τοῦ γυμνασίου. παιδὶ νήπιο οἰκογενείας – πηγῆς στρατολογησίμων θηραμάτων ἐθίζεται, ὅταν ἐρωτᾶται «Τί θὰ γίνῃς ὅταν μεγαλώσῃς;», ν᾽ ἀπαντάῃ «Θὰ γίνω «Φανούλα». ὅπως ἀκριβῶς τὸ Καῖσαρ ἀπὸ ὄνομα προσώπου ἔγινε ὄνομα ἰδιότητος καῖσαρ. ἢ ὅπως ἀπὸ τὸ Χριστὸ ὠνομάστηκαν οἱ Χριστιανοί. κι αὐτὲς οἱ «Φανοῦλες» καὶ οἱ «Φανουλῖτσες» ἔχουν καμάρι καὶ κόρδωμα ἔναντι τῶν ἄλλων ὁμάδων ἀνάλογο μὲ τὸ κόρδωμα τῶν ἐπὶ Μουσολίνι ἀλπινιστῶν τῆς μεραρχίας «Τζούλια». ὑπάρχουν ἄφθονα θηλυκὰ γενιτσαρόπουλα ποὺ μιμοῦνται σὰν παπαγαλάκια καὶ μαϊμοῦδες τὴ φωνὴ καὶ τὸ στόμφο τῆς «Δεσποινίδος», τὶς χειρονομίες, τὴν περπατησιά, τὸ κούνημα, τὸ νάζι, τοὺς μορφασμούς, ἀκόμη καὶ τὰ νευρικά της τίκ, γιὰ «νὰ εἶναι σὰν τὴ Δεσποινίδα». ὅπως ἀκριβῶς οἱ κοσμικοὶ νέοι μιμοῦνται τὸ πῶς τινάζει τὰ μακριὰ μαλλιά του ἕνας κίναιδος
108 τραγουδιστὴς ἢ ἠθοποιός, καὶ κιναιδοφέρνουν ὅλοι. κι ὁ παρθενοσυλλέκτης ποὺ τὰ καλλιεργεῖ αὐτά, ὅταν καλλιεργῇ κορίτσια, ἐξυμνεῖ στὰ γενιτσαρόπουλα τὴ «Δεσποινίδα» μὲ ἔντονα ἐρωτικὸ στύλ, καὶ συναξαριολογεῖ τὴ γέννησι, τὴν ἀνάπτυξι, τὰ κατορθώματα, καὶ δὴ τὴν εἰς αὐτὸν ἀφοσίωσι τῆς «Δεσποινίδος», γιὰ νὰ ζηλεύῃ καὶ ν᾽ ἀναφλέγεται τὸ κάθε γενιτσαρόπουλο, γιὰ νὰ πυρπολῇ αὐτὸς τὶς καρδιὲς τῶν θηλυκῶν γιὰ τὴ μούρη του. ὑψηλὴ τέχνη. σιγὰ σιγὰ θὰ δημιουργηθοῦν καὶ ῥήματα ἢ ἄλλα μέρη τοῦ λόγου, ὅπως φανουλώνω, θὰ σὲ φανουλώσω, φανουλωμένη, φανουλοπρέπεια, φανουλοπρεπῶς, φανουλιστί, κλπ.. δὲν τὸ λέω γι᾽ ἀστεῖο. καὶ τί δὲν κάνουν τὰ «κορίτσια» τῶν ἄλλων ὁμάδων, γιὰ ν᾽ ἀποσπαστοῦν ἀπὸ τὶς μεραρχίες «Θέκλες», «Φαβιόλες», «Περπέτουες», καὶ «Βαρβάρες», καὶ νὰ μεταταγοῦν στὶς μεραρχίες «Φανοῦλες» καὶ «Φανουλῖτσες»! ὅπως ἕνας ὑπερπατριώτης καὶ ὑπερλεβενταρᾶς κάνει αἴτησι καὶ βάζει μέσον νὰ μεταταγῇ ἀπὸ τὸ ἁπλὸ πεζικὸ στὶς ταξιαρχίες τῶν καταδρομέων ἢ τῶν πεζοναυτῶν. κι ὅπως ἕνας λοκατζῆς γεμάτος ἀλαζονεία θὰ πῇ περιφρονητικὰ «Πεζικάριοι βρομοποδαρᾶδες!», ἔτσι καὶ οἱ «Φανοῦλες» λὲν περιφρονητικὰ τὶς ἄλλες «Βαρβαρίτσες», ἐνῷ ἐκείνων θ᾽ ἀναφλεγῇ ὁ φθόνος ὁ ἀνταγωνιστικὸς γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῆς εὐνοίας τοῦ
109
παρθενοσυλλέκτου! κοσμικὰ ἐρωτικὰ τραγούδια διασκευάζονται, ὅπως ἀνέφερα, σὲ χριστιανικά, κρατώντας μερικοὺς στίχους, ὅπως ἐκεῖνο τὸ
«Ἀπὸ τότε ποὺ τὸν εἶδα,
ἀπὸ τότε ποὺ τὸν εἶδα»•
ἐννοεῖται «τὸν παρθενοσυλλέκτη». κάτι τέτοια γιὰ τὸν παρθενοσυλλέκτη, ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι ἀπολαυστικά, εἶναι καὶ μεγάλα στρατολογικὰ κόλπα. τὰ στρατεύματα τῶν ἐθνῶν δὲν εἶναι σήμερα τόσο προχωρημένα στὰ ὁπλικὰ συστήματα καὶ στὰ στρατολογικὰ κόλπα, ὅσο οἱ μέθοδοι τῶν παρθενοσυλλεκτῶν. προηγμένη τεχνολογία.
110 Ἕνας παρθενοσυλλέκτης σήμερα, γιὰ νὰ θεωρηθῇ ὑπολογίσιμος στὴ λέσχη τῶν παρθενοσυλλεκτῶν, πρέπει νὰ ἔχῃ τὸ λιγώτερο 100 «κορίτσια». γνωρίζω πολλοὺς ποὺ ἔχουν 200, λίγους ποὺ φτάνουν τὰ 600, κι ἕναν ποὺ ἔχει 1300 «κορίτσια» καὶ περίπου 2000 ἀνεπίλεκτα κοριτσόπουλα ποὺ φλέγονται νὰ γίνουν «Φανοῦλες». ὅπως οἱ πολύτιμοι λίθοι κι ὁ χρυσὸς ζυγίζονται σὲ καράτια, ἔτσι καὶ οἱ παρθενοσυλλέκτες ζυγίζονται σὲ κορίτσια. νομίζω ὅτι καὶ οἱ μουσουλμάνοι σεΐχηδες ζυγίζονται μὲ τὸ μέγεθος τῶν χαρεμιῶν τους.
111 Ἀπὸ τὰ «κορίτσια του» ἕνας παρθενοσυλλέκτης ἄλλες κρατάει ἀδιόριστες ὡς ἐπιτελεῖο του, διευθύντριες καὶ βοηθούς του, ἔχοντάς τις καὶ πιὸ ἔμπιστες ἀλλὰ καὶ τελείως ἄπορες καὶ ἀνασφάλιστες, ὥστε νὰ τὶς κρατάῃ γερά, κι ἄλλες ἐπιτρέπει νὰ διοριστοῦν στὸ δημόσιο ἢ ν᾽ ἀσκήσουν ἐπάγγελμα ὡς δασκάλες καὶ καθηγήτριες κυρίως καὶ γι᾽ αὐτὸν στρατολόγες, ἀλλὰ καὶ ὡς δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, παιδίατροι, νοσηλεύτριες, ὀδοντίατροι, πλέκτριες, ὑφάντριες, μοδίστρες, τυπογράφοι, λογίστριες, ὑπάλληλοι δημοτικῶν καὶ κρατικῶν ὑπηρεσιῶν, οἱ ὁποῖες τοῦ ἀποφέρουν καὶ εἰσόδημα καὶ ἀκίνητα ἀπὸ διαθῆκες ἀκλήρων γερόντων καὶ πρόσβασι (μέσα καὶ ῥουσφέτια) σὲ δημόσιες ὑπηρεσίες, καὶ κυρίως τοὺς μισθούς των. ἕνας διδάσκει καὶ κανονίζει στὰ μισθωτὰ «κορίτσια του» τὸ τοῦ Παύλου ἔχοντες διατροφὰς καὶ σκεπάσματα τούτοις ἀρκεσθησόμεθα (Α’ Τι 6,8), ἐννοώντας αὐτὸς ὅτι ἡ κάθε ἀφι -ερωμένη κρατώντας γιὰ τὸν ἑαυτό της τὸ ἕνα τρίτο τοῦ μισθοῦ της, πρέπει νὰ τοῦ δίνει αὐτουνοῦ τὰ ὑπόλοιπα δύο τρίτα. τὸν ἄκουσα νὰ αἰτιολογῇ• «Μ᾽ ἕνα μισθὸ τοῦ δημοσίου συντηρεῖ κανεὶς ἐπαρκῶς τετραμελῆ οἰκογένεια• αὐτὲς εἶναι ἡ καθεμιὰ ἕνα ἄτομο μ᾽ ἕνα μισθό. τῆς φτάνει λοιπὸν τὸ ἕνα τρίτο τοῦ μισθοῦ της καὶ τῆς ἔρχεται καὶ πολύ». ὑπολογίστε τώρα• ἕνας παρθενοσυλλέκτης τῶν 600 «κοριτσιῶν» ἔχει τὶς 100 (πολὺ εἶναι) γιὰ ἐπιτελεῖο καὶ διοίκησι, τὶς δὲ 500 διωρισμένες καὶ μισθωτὲς ἢ ἐπαγγελματίες καὶ εἰσοδηματοῦχες. αὐτὲς ἀπὸ τὶς 15.000 € τοῦ ἐτησίου μισθοῦ τους τοῦ δίνουν ἡ κάθε μιὰ 10.000 € τὸ χρόνο, δηλαδὴ 5.000.000 € (=1,6 δισεκατομμύριο δραχμὲς) τὸ χρόνο.
112 Τέτοια ποσὰ δὲν κρατιοῦνται χῦμα ποτὲ καὶ δὲν τοκίζονται ὡς ἁπλὲς καταθέσεις ποτέ. κατατίθενται σὲ τράπεζες καὶ ταμιευτήρια κάθε μέρα• ὑπάρχει εἰδικὴ «ἀφιερωμένη δικηγόρος» ἢ λογίστρια ποὺ κάθε μέρα κι ὅλη μέρα ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὶς καταθέσεις καὶ τὴ λοιπὴ τοποθέτησι τοῦ χρήματος. ὑπάρχουν καταθέσεις εἰδικές, κλειστές, κλπ., ὁμόλογα, μετοχές, ἀμοιβαῖα κεφάλαια, κλπ., καταθέσεις σὲ πολλὰ νομίσματα, εὐρώπιο, δολλάριο, δολλάρια Καναδᾶ καὶ Αὐστραλίας, λίρες Ἀγγλίας, κλπ. σὲ τράπεζες πολλὲς καὶ πολλῶν κρατῶν, καὶ ἀπόθεμα σὲ χρυσὲς λίρες προερχόμενο ἐν μέρει ἀπὸ κομποδέματα ἀποκλήρων γερόντων. ἡ «εἰδικὴ καταθέτρια» πηγαίνει σὲ Γερμανία, Ἀγγλία, Ἀμερική, Αὐστραλία γιὰ ἄνοιγμα ἢ διευθέτησι λογαριασμῶν. θυμοῦμαι, τότε ποὺ ἦταν ἀκόμη ἡ δραχμή, καὶ ἡ ἐξαγωγὴ συναλλάγματος ἀπαγορευόταν, ἡ «καταθέτρια» πήγαινε στὴ Γερμανία συχνά, μάζευε ἀπὸ Ἕλληνες ἐργάτες τεράστια ποσά, τὰ κατέθετε σὲ γερμανικὲς τράπεζες ὡς μάρκα, ἐρχόταν στὴν Ἑλλάδα μὲ ἄδεια χέρια, κι ἀπὸ τὸ ταμεῖο τοῦ χαρεμιοῦ μοίραζε ἢ ἔστελνε στὶς ἐν Ἑλλάδι οἰκογένειες τῶν ἐν Γερμανίᾳ ἐργατῶν τὰ ποσὰ ποὺ εἶχε πάρει ἀπ᾽ αὐτούς. προτιμοῦσαν κι ἐκεῖνοι τὸν τρόπο αὐτὸ διαβιβάσεως τῶν χρημάτων τους στὶς οἰκογένειές των γιὰ πολλοὺς λόγους• κυριώτερος τὸ ὅτι οἱ τράπεζες στὴν ἐξαργύρωσι τοῦ συναλλάγματος κρατοῦσαν προμήθεια. εἶχε δημιουργηθῆ εἰδικὴ ἄτυπη καὶ ἄγνωστη ὑπηρεσία διαβιβάσεως χρημάτων μεταξὺ Γερμανίας – Ἑλλάδος, Ἀγγλίας – Ἑλλάδος, Ἀμερικῆς – Ἑλλάδος, Αὐστραλίας -
113 Ἑλλάδος, κλπ.. ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ῥευστὸ χρῆμα ὑπάρχουν καὶ τ᾽ ἀκίνητα. δὲν ἐννοῶ τόσο τὰ λειτουργικὰ κτήρια τοῦ χαρεμιοῦ, παρθενοσυλλεκτικὲς αἴθουσες καὶ κατασκηνώσεις, παρθενοσυλλεκτικὰ ἰδιωτικὰ σχολεῖα, οἰκοτροφεῖα, καὶ λοιπὰ ἱδρύματα τῆς λειτουργίας τοῦ σμήνους, ὅσο τὰ σπίτια καὶ μαγαζιὰ καὶ λοιπὰ ἀκίνητα ποὺ ἀγοράζονται πρὸς ἐκμετάλλευσι ἢ κληροδοτοῦνται στὰ χαρέμια ἀπὸ διαφόρους γηροκομημένους κατ᾽ οἶκον, θαυμαστὰς τοῦ «ἔργου», προικοδότες γονεῖς, κλπ.. κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπολογίσῃ τὴν περιουσία ἑνὸς παρθενοσυλλέκτου, ἀλλ᾽ οὔτε κἂν νὰ τὴ βρῇ, γιὰ νὰ κάνῃ τὶς ἐκτιμήσεις του.
114 Ὁ ἀποδέκτης καὶ κάτοχος αὐτῶν τῶν ποσῶν καὶ τῶν ἀκινήτων μὲ τὰ μισθώματά τους καὶ ὅλων τῶν ὑλικῶν ἀξιῶν εἶναι τυπικῶς διάφορα «σωματεῖα» – σφραγῖδες. οἱ 50 ἐμπιστότερες ἀφιερωμένες «δεσποινίδες» – «κορίτσια» ἀποτελοῦν μέλη 10 σωματείων μὲ 50 μέλη τὸ καθένα καὶ προεδρεῖα – διοικητικὰ συμβούλια στὸ ἕνα οἱ πρῶτες 7, στὸ ἄλλο οἱ ἄλλες 7, στὸ τρίτο οἱ ἄλλες 7, καὶ οὕτω καθ᾽ ἑξῆς. μερικὲς εἶναι σὲ δύο σωματεῖα, καὶ οἱ 50 ἀποτελοῦν ὅλες τὴ συνέλευσι μελῶν τοῦ κάθε σωματείου καὶ ὅλων μαζί. ὁ παρθενοσυλλέκτης δὲν φαίνεται πουθενά, εἶναι «ἀκτήμων», ἀλλ᾽ αὐτὸς «λέει» (=dicit – dictator) ποιές θὰ «ψηφιστοῦν» καὶ τί θὰ «ψηφιστοῦν» στὸ κάθε σωματεῖο, τί θὰ διαλαμβάνῃ τὸ καταστατικὸ τοῦ καθενός, κι αὐτὸς «κρατάει τὸ σφιγμό» τους καὶ τὴν ἐρωτικὴ θέρμη τῆς καθεμιᾶς στὸ χέρι του• μόλις μυριστῇ (ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια ταλέντα τοῦ παρθενοσυλλέκτου εἶναι νὰ ἔχῃ ῥουθούνι) ὅτι μία μόνο ἀπ᾽ αὐτὲς ἔχει ἐρωτικὴ ὑπότασι κι ἐνδέχεται νὰ «κάνῃ νερὰ» ἔστω καὶ λίγα κι ἀδιόρατα, αὐτὴ ἀντικαθίσταται στὴ σύγκλητο τῶν 50 πατρικίων ἀπὸ μιὰ ἄλλη. τὸ κάθε παρθενοσυλλεκτικὸ χαρέμι εἶναι ὑπόδειγμα ἀδιάπτωτης δικτατορίας.
115 Παρὰ ταῦτα εἶδα στὴ ζωή μου δυὸ παρθενοσυλλέκτες δικτάτορες ποὺ ἀνατράπηκαν ἕνα πρωϊνό, ὅταν ἡ ἀνωτάτη «Δεσποινίς» τους τοὺς πέταξε ἔξω ἀπ᾽ ὅλα. ὁ ἕνας ἔπαθε ἐγκεφαλικὸ καὶ πέθανε σὲ μιὰ ἑβδομάδα, ὁ ἄλλος βγῆκε ζαλισμένος κι ἀργότερα, ἀφοῦ ὑπεξέκλεψε γύρω στὶς 10 πιστὲς «ἀφιερωμένες του», ἐπιβίωσε, ἀλλ᾽ ὄχι μὲ τὴν παλιὰ αἴγλη. δικαστικὲς ἐνέργειες οὔτε μποροῦσε νὰ κάνῃ οὔτε τὸν συνέφεραν. μαφιόζικα πράγματα, μαφιόζικα ξεκαθαρίσματα λογαριασμῶν, ἀσύμβατα πρὸς κάθε νομιμότητα.
116 Ἕνας, γιὰ νὰ μειώσῃ τὶς προσωπικὲς δαπάνες τῶν προσοδοφόρων «κοριτσιῶν του», ἔβαζε πολλὲς νὰ στεγάζωνται καὶ διατρέφωνται στὰ φοιτητικὰ οἰκοτροφεῖα του ὡς «ἀπαραίτητα στελέχη» διοικήσεως καὶ ὑπηρεσιῶν δῆθεν, καὶ φυσικὰ ἔτρωγαν πλύνονταν στεγάζονταν κλπ. εἰς βάρος τῶν τροφείων ποὺ κατέβαλλαν οἱ οἰκότροφες φοιτήτριες. λίγο ἀνεβαίνει ἡ μηνιάτικη ταρίφα, καὶ κανεὶς δὲν τὸ παίρνει εἴδησι. ἄλλωστε καὶ οἱ οἰκότροφες φοιτήτριες εἶναι συνήθως μαστουρωμένες ἀπὸ τὸν παρθενοσυλλέκτη, καὶ ὁ πατέρας ποὺ πληρώνει ἀναλογίζεται τοὺς κινδύνους τῆς κόρης του στὴν ἰδιοκατοίκησι, οἱ ὁποῖοι καὶ μεγιστοποιοῦνται στὴ διαφημιστικὴ προπαγάνδα τοῦ παρθενοσυλλέκτου, καὶ μιὰ οἰκότροφος, ποὺ ῥωτάει πολλά, ἀποβάλλεται. ὅλ᾽ αὐτὰ εἶναι καλὰ μελετημένα ἀπὸ τοὺς πεπειραμένους παρθενοσυλλέκτες.
117 Μὲ κάθε τρόπο ὁ κάθε παρθενοσυλλέκτης τῶν 50 καὶ ἄνω «κοριτσιῶν» παίζει μὲ τὰ ἑκατομμύρια (€) ἢ δισεκατομμύρια (δρχ.). μπορεῖ ἀκόμη καὶ πολιτευτὰς νὰ χρηματοδοτῇ, πλυμένα ἢ ἄπλυτα, καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύῃ ἢ κυριολεκτικὰ νὰ τοὺς ἀναδεικνύῃ μὲ «χριστιανικὲς» ψήφους, καὶ νἄχῃ ἔπειτα τ᾽ ἀνάλογα ἀνταποδοτικὰ ὀφέλη, ὄχι ἀπὸ τὴν τσέπη ἐκείνων βέβαια, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸ ταλαίπωρο δημόσιο, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ταλαιπώρους φορολογουμένους. ξέρω παρθενοσυλλέκτη ποὺ στηρίζει ἔτσι διττῶς τρεῖς πολιτευτὰς τριῶν διαφορετικῶν κομμάτων, σὲ τρεῖς ὅμως διαφορετικοὺς νομούς, διαποτίζοντας τοὺς «Χριστιανοὺς» μὲ τὸ σλόγκαν• «Οἱ Χριστιανοὶ εἴμαστε ὑπεράνω κομμάτων• ψηφίζουμε βουλευτή, δὲν ψηφίζουμε κόμμα». διότι καὶ τοὺς ἀλλάζει κόμμα ἢ βουλευτὴ μερικὲς φορές. ἐκτὸς ἀπὸ τὰ χρήματα τῆς χορηγίας ὁ παρθενοσυλλέκτης ἐξαπολύει καὶ τὰ «κορίτσια» του καὶ ἄλλα πολλὰ ἐξαρτημένα πρόσωπα, ποὺ κάνουν πλύσι ἐγκεφάλου στὸν ψηφοφόρο λαὸ τῶν «Χριστιανῶν».
118 Κάθε παρθενοσυλλέκτης τῶν 50 καὶ ἄνω «κοριτσιῶν» εἶναι δικτυωμένος σὲ πολὺ χοντρὸ παιχνίδι μὲ δημοσίους λειτουργοὺς καὶ ὑπαλλήλους. γι᾽ αὐτὸ κι ἀπολαμβάνει μιὰ ἀσυλία τελείως ἀνεξήγητη στοὺς κοινοὺς θνητούς. μπορεῖ καὶ λαδώνει πολλὰ γρανάζια τῆς κρατικῆς μηχανῆς. γι᾽ αὐτὸ μὴ νομίσῃ κανεὶς ὅτι τὸ κείμενό μου αὐτὸ εἶναι γιὰ μένα ἀκίνδυνο.
119 Ὅπως ἀντιλαμβάνεται κανείς, γράφοντας γιὰ παρθενοσυλλέκτες, δὲν ἐννοῶ ντὲ καὶ καλὰ κληρικοὺς ἢ θεολόγους ποὺ εἶναι ἔκδοτοι σὲ ὡλοκληρωμένη πορνεία ἢ μοιχεία ἢ παλλακεία. τέτοιες κρουσματικὲς περιπτώσεις δὲν μὲ ἀπασχολοῦν. ἐδῶ ἐννοῶ ἀνθρώπους ποὺ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, νομίζω, διατηροῦνται ἀνατομικῶς παρθένοι. λίγα μόνο κρούσματα ἀνατομικῆς καὶ ὡλοκληρωμένης σεξουαλικῆς διαφθορᾶς γνωρίζω.
120 Γνωρίζω τέσσερες μόλις παρθενοσυλλέκτες ποὺ εἶναι πόρνοι τῆς ὡλοκληρωμένης καὶ μὴ μόνο ἰδεατῆς πορνείας. πορνεύουν δὲ μὲ μικρὸ μόνο ποσοστὸ τῶν «κοριτσιῶν τους».
121 Γιὰ ἕναν ἀπ᾽ αὐτοὺς διάβασα κάποτε φωτοτυπικὸ ἀντίγραφο ἀνακριτικοῦ φακέλου. ἡ εἰς βάρος του ἀνάκρισι εἶχε διαταχθῆ ἀπὸ ἐπίσκοπο καὶ εἶχε πραγματοποιηθῆ ἀπὸ ἔντιμο κι ἀξιοσέβαστο ἔγγαμο πρεσβύτερο. τὸ φωτοτυπικὸ ἀντίγραφο ὑπεξεκλάπη. σήμερα δὲν ζοῦν οὔτε ὁ διατάξας ἐπίσκοπος, οὔτε ὁ διενεργήσας πρεσβύτερος, οὔτε ὁ ὑποκλέψας παρθενοσυλλέκτης. ζῇ μόνον ὁ ἔνοχος παρθενοσυλλέκτης, γέρος πιά, ἀλλ᾽ ὄχι κι ἀνενεργός. ἁπλῶς τὰ ψωμιά του εἶναι λίγα πλέον. δὲν γνωρίζω γιατί ἡ ἀνάκρισι δὲν προχώρησε ποτὲ σὲ δίκη. ἴσως νὰ ἦταν μόνο φόβητρο ἐναντίον τοῦ ἐνόχου, γιὰ νὰ ξεκουμπιστῇ ἀπὸ μιὰ ἐπισκοπὴ καὶ νὰ πάῃ ὅπου ἀλλοῦ ἤθελε, ὅπερ καὶ ἐγένετο. ἡ ὑπόθεσι κινήθηκε μετὰ ἀπὸ καταγγελία ἀδικηθείσης γυναικός. ἡ γυναίκα ἦταν τέως κοσμικὴ κι ἁμαρτωλὴ ζωντοχήρα. κάποτε μετανόησε, ἐξωμολογήθηκε στὸν ἐν λόγῳ παρθενοσυλλέκτη, καὶ ἄρχισε ζωὴ χριστιανική. ὁ παρθενοσυλλέκτης ὑπολόγισε ὅτι αὐτὴ μετὰ ἀπὸ κάποιον καιρὸ θὰ νοσταλγοῦσε τὸν πρότερο βίο της καὶ θὰ δεχόταν εὐχαρίστως τὰ δικά του ἁγιασμένα χάδια, στὰ ὁποῖα θὰ ὑπέκυπτε ὁλοκληρωτικὰ εὐχερῶς. ἀλλ᾽ ὑπολόγισε λαθεμένα. τῆς ῥίχτηκε τόσο ἄγρια, ποὺ παρὰ λίγο νὰ γίνῃ φόνος. τὰ ἀσαφῶν ὁρίων ἁγιασμένα χάδια του μπορεῖ νὰ ἦταν ἁγιασμένο ἀφιόνι γιὰ τὰ ἄγαμα καὶ ἄπειρα «κορίτσια του», ἀλλὰ γιὰ τὴν ἔμπειρη πρώην ἁμαρτωλὴ ἦταν πολὺ σαφῆ καὶ εὐερμήνευτα. καὶ ἡ τέως ἁμαρτωλὴ εἶχε εἰλικρινῆ κι ἀποφασιστικὴ μετάνοια, κάτι ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ τὸ φανταστῇ ὁ ἄπιστος παρθενοσυλλέκτης. ἡ ὄντως Χριστιανὴ πλέον ἀντέδρασε ἄγρια, γλύτωσε ἀπὸ τὰ νύχια του, καὶ κατήγγειλε.
122 Γιὰ ἕναν μόνο ἀπὸ τοὺς παρθενοσυλλέκτες ἄκουσα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ θύματά του, πρώην «κορίτσια του», ποὺ τοῦ ἔφυγαν, καὶ ὡς παντρεμένες πλέον ἔλεγαν, μπροστὰ στοὺς συζύγους των, ὅτι ἀσελγοῦσε ἐπάνω τους μετὰ τὴν ἐξομολόγησι «μὲ τὰ ῥοῦχα», κι ἐκεῖνος κι ἐκείνη. οἱ γυναῖκες κατέθεταν ὅτι «αἰσθάνονταν τὴν κάτω ἀπὸ τὰ ῥοῦχα σκλήρυνσί του», «ἔνιωθαν τὸν κραδασμὸ τῆς ἐκτονώσεώς του», κι ἔπειτα «ἔβλεπαν τὸ μούσκεμά του».
123 Γιὰ ἕναν ἄκουσα ἀπὸ δυὸ θύματά του ὅτι, ὅσες φορὲς τοῦ ἐξωμολογοῦνταν τοὺς «πονηροὺς λογισμούς των», τὶς ἔβαζε μπρούμυτα γυμνὲς καὶ τὶς χτυποῦσε μὲ μαλακὸ ῥόπαλο. ὅταν ὅμως ἔπαυαν νὰ ἔχουν «πονηροὺς λογισμοὺς» γιὰ ἐξομολόγησι, τὶς ἀπομάκρυνε, καὶ ἔχαναν τὴν εὔνοιά του καὶ τὴ «στοργή του».
124 Γιὰ ἕναν, τὸν πιὸ ἰδιότυπο, ἄκουσα ἀπὸ πολλὰ θύματά του πρώην «κορίτσια του», ποὺ τοῦ ἔφυγαν καὶ παντρεύτηκαν, καί, ὅσα ἔλεγαν, τὰ ἔλεγαν ταραγμένες καὶ κατάχλωμες μπροστὰ στοὺς ἄντρες των, τὰ πιὸ ἀλλόκοτα. ὅλες ἀνεξαιρέτως ἦταν γυναῖκες διαφόρων ἡλικιῶν, ἀπὸ διαφόρους τόπους, πέρασαν ἀπὸ κοντά του σὲ διαφορετικοὺς καιροὺς μιᾶς τεσσαρακονταετίας, δὲν γνωρίζονταν μεταξύ τους, δὲν εἶχαν κἂν ἰδωθῆ ποτέ τους, καὶ εἶχαν ἔρθει νὰ ἐκμυστηρευτοῦν τὸν πόνο τους σ᾽ ἐμένα, ὅταν μὲ κάποιο βιβλίο μου ἔγινα κοινὸ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ ὅλες. διότι ἤλπιζαν ὅτι θὰ γράψω καὶ δεύτερο παρόμοιο. ὅλες λοιπὸν αὐτὲς οἱ ἄγνωστες μεταξύ τους κατέθεταν ἕνα πρᾶγμα ὁλόιδιο καὶ πολὺ ἰδιότυπο• καὶ γι᾽ αὐτὸ ἦταν γιὰ μένα ἀξιόπιστες. τὸ κατατιθέμενο ἦταν ὅτι γυμνὸς μὲ γυμνὲς ἔκανε μαζί τους τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διείσδυσι, ἐπειδὴ δὲν εἶχε στῦσι. μία εἶπε• «Ὅλα ὅσα κάνω μὲ τὸν ἄντρα μου, ἐκτὸς ἀπ᾽ αὐτό». καὶ σ᾽ ὅλες ἔδειχνε καὶ «ἐξηγοῦσε»• «Νά, βλέπεις; δὲν ἐρεθίζομαι• εἶμαι ἀπαθής, διότι εἶμαι ἄγγελος». τόσες γυναῖκες, τέτοια πράγματα ποὺ τἄλεγαν μπροστὰ στοὺς ἄντρες των, μὲ τόση ταραχή, ἄγνωστες κι ἀσυνεννόητες μεταξύ τους, νὰ καταθέτουν τὸ ἴδιο πρᾶγμα, καὶ μάλιστα τὸ πιὸ ἀλλόκοτο κι ἀπίθανο, τὶς θεώρησα ἀδιαμφισβήτητα εἰλικρινεῖς. τὸ κατατιθέμενο ἦταν, ὅπως λέμε στὴν κριτικὴ κειμένου, lectio difficilior. οἱ ψεῦτρες καὶ οἱ βαλτὲς γιὰ διαβολὴ πόρνες θὰ ἔλεγαν ὅτι μαζί τους ὡλοκλήρωνε, ὅτι αὐτὸς τὶς διακόρευσε (οἱ ἄντρες των ὡμολογοῦσαν ὅτι τὶς βρῆκαν παρθένες), ὅτι ἔκανε μαζί τους ὄργια ὡλοκληρωμένα. αὐτὲς ὅμως δὲν ἔλεγαν τέτοια οὔτε μία. ἢ μπορεῖ οἱ ψεῦτρες ν᾽ ἀπέκρυβαν τὰ βαριὰ καὶ νὰ ὡμολογοῦσαν τὰ ψιλοπράγματα. αὐτὲς ὅμως τὰ ἔλεγαν ὅλα καὶ μὲ πολλὴ ταραχή. ἦταν κάτι τὸ συγκλονιστικὸ
125 κι ἀνατριχιαστικό. δύο μόνο κατέθεσαν ὅτι τὶς διακόρευσε μὲ τὸ δάχτυλο — τὸ δάχτυλο ἔχει κόκκαλα καὶ δὲν εἶναι ἀγγελικό —, κι ὅτι, ὅταν τὶς πῆραν τὰ αἵματα, κι ἐκεῖνες ἔβαλαν τὰ κλάματα, ἐκεῖνος, μᾶλλον πανικοβλημένος, τὶς σκούπιζε μ᾽ ἕνα μαντήλι, λέγοντάς τις• «Μὴν κλαῖς• ἐγὼ εἶμαι ἡ μανούλα σου, καὶ σὲ σκουπίζω• δὲν εἶναι τίποτε». ἄκου «μανούλα»! οἱ δυὸ ὁμοιοπαθεῖς κοπέλλες δὲν γνωρίζονται μεταξύ τους, οὔτε γνωρίζει ἡ κάθε μία ὅτι ὑπάρχει
126 καὶ ὁμοιοπαθής. πολλὲς ἐπίσης κατέθεσαν ὅτι κατὰ τὴ συγκύλισι ὁ παρθενοσυλλέκτης ἔκλανε πολὺ ἠχηρὰ κι ἐπιδεικτικά. μία εἶπε ὅτι παρατήρησε ὅτι μερικὲς ὧρες πρὶν ἀπὸ κάθε τέτοια συνεύρεσι ὁ παρθενοσυλλέκτης ἐπίτηδες ἔτρωγε φασολάδα, γιὰ νὰ ἔχῃ ἀπωθημένα ἀέρια διαθέσιμα σὲ συχνὲς στιγμές. ἕνας πολὺ πεπειραμένος ἐξομολόγος, ὄντως πιστὸς κι ἁγνὸς κι ἀξιοσέβαστος ἄνθρωπος, ἐξηγώντας τὸ φαινόμενο αὐτό, ὅταν τοῦ τὸ εἶπα, μοῦ εἶπε• «Εἶναι ἡ ἐπικυριαρχία τοῦ ἄρρενος στὸ θῆλυ. αὐτὸς ὁ ἄστυτος δὲν εἶχε ἄλλον τρόπο νὰ τὴν ἐκφράσῃ». παραδέχομαι τὴν ἑρμηνεία του.
127 Ἡ ἑρμηνεία τοῦ σοφοῦ ἀντρὸς γιὰ τὶς πορδὲς τοῦ ἐν λόγῳ παρθενοσυλλέκτου σκάλισε στὴ μνήμη μου παρατηρήσεις μου ποὺ ἐπὶ πολλὰ χρόνια δὲν μποροῦσα νὰ τὶς ἑρμηνεύσω. ὁ παρθενοσυλλέκτης αὐτός, ὅταν ἔτρωγε σὰν ἀγᾶς στὸν «παρθενῶνα» — ἔτσι λέει τὸ κάθε ἐκτροφεῖο τῶν «κοριτσιῶν του» —, συνήθιζε ν᾽ ἀφήνῃ στὸ ποτήρι του 2 – 3 γουλιὲς νερὸ ἢ κρασί, τὸ ὁποῖο κάποια στιγμὴ τὸ πετοῦσε ξαφνικὰ στὰ μοῦτρα ἢ στὰ μαλλιὰ ἢ στὰ στήθη τῶν «κοριτσιῶν» ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσαν. ἄλλοτε τὶς διέταζε «νὰ κάνουν ὑπακοὴ» (ἔτσι λέγεται στὴ διάλεκτό τους ἡ ἔκφρασι αὐτή, ὅπως λὲν οἱ θεριακλῆδες «κάνε τσιγάρο») «καὶ νὰ φᾶν τὰ ὑπολείμματα τοῦ φαγητοῦ του». καί, δὲν θὰ τὸ πιστέψετε, τὸ ἔτρωγαν κι ἐκεῖνες εὐχαρίστως. καὶ μία φορὰ συνέβη τὸ ἑξῆς. βγαίναμε μαζὶ ἀπὸ τὸ ἐκτροφεῖο τῶν «κοριτσιῶν», καὶ μᾶς ξεπροβοδοῦσε ἡ μεγάλη «Δεσποινίς», σὲ κλῖμα πολλῆς εὐθυμίας κι εὐφορίας. καὶ καθὼς ἐκεῖνος βρισκόταν σὲ μέρα ἀποθεραπείας κρυολογήματος καὶ συναχιοῦ, ἀποχρέμφθηκε ἐπιδεικτικὰ μιὰ μεγάλη κίτρινη ῥέχα, ποὺ ἀνακάτεψε μέσα στὸ στόμα του καὶ μὲ αἷμα ποὺ ἀπομύζησε ἀπὸ τὰ δόντια του, κι ἔφτυσε τὸ μῖγμα τὴν τελευταία στιγμὴ πάνω στὰ στήθη τῆς «Δεσποινίδος», στὸ φόρεμά της. κι ἀπομακρύνθηκε γελώντας καὶ πολὺ χαρούμενος καὶ ἱκανοποιημένος. τοῦ λέω• «Μὰ τί κάνεις; θὰ γίνῃ τώρα ἔξω φρενῶν». μοῦ λέει• «Δὲν θὰ θυμώσῃ, θὰ τὸ χαρῇ»! μετὰ τὴν προειρημένη ἑρμηνεία τοῦ σοφοῦ ἀντρὸς γιὰ τοὺς βροντεροὺς ἐξαερισμοὺς τοῦ παρθενοσυλλέκτου, ἑρμηνεύω τώρα μετὰ τόσα χρόνια κι ἐγώ• «Ἔτσι ἐκσπερματώνει στὰ «κορίτσια του» αὐτὸς ὁ ἄστυτος». δὲν εἶναι καὶ εὔκολο νὰ ἑρμηνεύσῃς ἕναν ἀνώμαλο, γιατὶ δὲν ὑπάγεται στοὺς γνωστοὺς κανόνες τῶν φυσιολογικῶν ἀνθρώπων. ὁ κάθε ἀνώμαλος ἀποτελεῖ μόνος του δικό του εἶδος. γι᾽ αὐτὸ λέγεται sui generis (= τοῦ δικοῦ του εἴδους).
128 Ὅσο γιὰ τὰ ἐρωτικὰ γράμματα ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ἔχω καὶ ἀρχεῖο. τὰ γράμματα τῶν κοριτσιῶν εἶναι ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν παρθενοσυλλέκτη. αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τοὺς κοινοὺς τόπους τῆς ἐκφράσεως, ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ συμβαίνῃ σὲ τόσες ἀσυνεννόητες κοπέλλες. πολλὲς φορὲς ἡ κατηχητικὴ φρασεολογία κι ὁρολογία τοῦ παρθενοσυλλέκτου φαίνεται ἀνάγλυφα μέσα στὰ γραπτὰ τῶν κοριτσιῶν. τὰ δικά του γράμματα δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἐρωτικά• εἶναι εἰδεχθῶς πρόστυχα, ποὺ μποροῦν νὰ σοκάρουν καὶ τὸν πιὸ ἀνεπηρέαστο ἀναγνώστη• γράμματα διακεκριμένα γιὰ τὴν εὑρηματικὴ προστυχιὰ τοῦ λεξιλογίου τους, τὴν καταγόμενη κατ᾽ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸ θάλαμο τῆς διμοιρίας. φαίνεται ὅτι αὐτὸς ἐκτονώνεται ἔτσι.
129 Γιὰ τὶς μεταξὺ παρθενοσυλλεκτῶν ἀπειλὲς κι ἀντεκδικήσεις εἶπα. οἱ μεταξύ τους μηχανορραφίες κι ἐκβιασμοὶ εἶναι πιὸ δυσεξερεύνητες, γι᾽ αὐτὸ ξέρω πολὺ λίγες.
130 Δυὸ παρθενοσυλλέκτες, ποὺ ὑπηρετοῦσαν ὡς κληρικοὶ σὲ δυὸ γειτονικὲς μητροπόλεις, εἶχαν σιωπηρὴ «συμφωνία κυρίων» νὰ μὴν εἰσπηδᾷ ὁ ἕνας στὴ «μητρόπολι τοῦ ἄλλου». ὁ ἕνας ὅμως διέπραξε τὴν καλπουζανιὰ νὰ εἰσπηδήσῃ, καὶ ἄγρευσε ἀπὸ τὴ «μητρόπολι τοῦ ἄλλου» μερικὰ «κορίτσια». αὐτὸ ὅμως τὸν πρόδωσε, διότι οἱ ἀγρευθεῖσες ἦταν γνωστὸ ὅτι κατάγονταν ἀπὸ χωριὰ τῆς «μητροπόλεως τοῦ ἄλλου». τότε «ὁ ἄλλος», καθὼς πήγαινε τακτικὰ στὸ μητροπολιτικὸ κτήριο ἢ ἐπειδὴ εἶχε σ᾽ αὐτὸ ἀνθρώπους δικούς του, ὑπεξέκλεψε ἐπιστολόχαρτο καὶ φάκελο τοῦ μητροπολίτου μὲ τὴν ἔντυπη φίρμα του, κι ἔγραψε μὲ γραφομηχανὴ ὡς «ὁ Μητροπολίτης» ἕνα γράμμα -κοινοποίησι πρὸς τὸν ἀλογοκλέφτη• ἢ μᾶλλον φοραδοκλέφτη. καὶ δίπλα στὴν πλαστογραφημένη ὑπογραφὴ τοῦ μητροπολίτου ἔβαλε καὶ τὴ γνήσια σφραγῖδα τῆς μητροπόλεως. τοῦ ἔγραφε ὅτι πληροφορήθηκε ὅτι εἰσπηδᾷ στὴ μητρόπολί του, ὅτι τελεῖ παρ᾽ ἐνορίαν πράξεις, τουτέστιν ἐξομολογήσεις καὶ λοιπὰς ἱεροπραξίας, ὅτι παρέσυρε ἀπὸ χωριὰ τῆς εὐθύνης του νεάνιδας, κι ὅτι λίαν ἐπιεικῶς τὸν συγχωρεῖ γιὰ πρώτη φορά, ἀλλ᾽ ἂν δὲν τὶς ἀφήσῃ παραχρῆμα ἀνενόχλητες, αὐτὸς θὰ πράξῃ τὰ δέοντα, ὅπως ὁ ἔνοχος παραπεμφθῇ σὲ δίκη καὶ καθαιρεθῇ. ὁ φοραδοκλέφτης τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ, ποὺ ὄχι μόνο δὲν ξαναπάτησε στὴ «μητρόπολι τοῦ ἄλλου», ἀλλ᾽ ἔδιωξε καὶ τὶς κλεμμένες φοράδες, ἢ ἐπὶ τὸ παρθενοσυλλεκτικώτερον «ἀμνάδες», πάντως χαϊβάνια, κι ὁ ἄλλος βγῆκε νικητής• καὶ λίγο ἀργότερα βγῆκε παγανιὰ καὶ περιμάζεψε τὶς φοράδες. κι ἔλεγε σὲ ἔμπιστό του γελώντας• «Ὄχι θὰ τὸν ἀφήσω τὸν κερατᾶ νὰ μπαινοβγαίνῃ σὲ ξένο σπίτι καὶ νὰ μὲ κερατώνῃ σὰ μοιχεπιβάτης!».
131 Παρθενοσυλλέκτης ἀπέκτησε παρθένο ἀσχημομούρα μουστακαλοῦ κακοπέχαλη κοντοστούπα πάμφτωχη, ἀλλὰ μὲ ταλέντο ἀνεπανάληπτο γιὰ μηχανορράφο παρθενοσυλλέκτη. ὅπως ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μιμοῦνται τὴ φωνὴ πολλῶν ἀνθρώπων, ἰδίως πολιτικῶν, καὶ παράγουν σχετικὲς κασέτες, οἱ ὁποῖες τοὺς ἀποφέρουν χρήματα, ἔτσι αὐτὴ μπορεῖ νὰ μιμηθῇ τὸ γραφικὸ χαρακτῆρα ὁποιουδήποτε, «ἀρκεῖ νὰ τῆς δώσουν ἕνα γραπτὸ τοῦ θύματος, ὅπου τὰ 24 γράμματα καὶ ὡς κεφαλαῖα καὶ ὡς μικρὰ γράφονται 2 – 3 φορὲς τὸ καθένα». ἔτσι μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε κάποτε ἡ ἴδια. κι ὁ ἰδιοκτήτης αὐτῆς τῆς κότας μὲ τὰ χρυσᾶ αὐγὰ (Πρξ 16,19) ἔκανε χρυσὲς ῥᾳδιουργίες. κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπολογίσῃ πόσους ἀνθρώπους ῥήμαξε μὲ τὸ ταλέντο τῆς κότας. κυρίως ὅμως ῥημάζει τοὺς ὁμοτέχνους του παρθενοσυλλέκτες. ὑπάρχουν θύματα ποὺ ἔφτασαν στὰ ὅρια τῆς τρέλλας. ὁ βίος ἑνὸς παρθενοσυλλέκτου δηλαδὴ δὲν εἶναι καὶ τόσο ἀνθόσπαρτος. ἀλλὰ μήπως ὑπῆρξε στὴν ἱστορία βίος μαφιόζου ἀνθόσπαρτος; ἐν ἱδρῶτι τοῦ ἄγχους αὐτῶν ἐσθίουσιν οἱ καημένοι τὸν ἄρτον αὐτῶν.
132 Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι τὸ φαινόμενο τοῦ παρθενοσυλλέκτου ἐμφανίζεται σὲ πολλὲς εὐημεροῦσες ἐποχές• γι᾽ αὐτὸ παρατηρεῖται καὶ στὴ σημερινὴ ἐποχὴ καὶ στὴ βυζαντινὴ καὶ στὴν ἑλληνορρωμαϊκὴ καὶ στὴ μινωϊκή, ἀλλ᾽ ὄχι στὴν ἐποχὴ τῆς τουρκοκρατίας. αὐτὸ λέει καὶ ἡ ἀνεπανάληπτη παρατήρησι τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιὰ τοὺς παρθενοσυλλέκτες τῆς ἐποχῆς του, τὴν ὁποία κατέγραψε στὴν τελευταία Ἐπιστολή του μέσα ἀπὸ τὴν τελευταία του καὶ θανάσιμη φυλακὴ πρὸς τὸ μαθητή του Τιμόθεο• Οἱ ἐνδύνοντες εἰς τὰς οἰκίας καὶ αἰχμαλωτίζοντες γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις, ἀγόμενα ἐπιθυμίαις ποικίλαις, πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα (Β’ Τι 3,6 – 7).
133 Σὲ προχριστιανικὰ ἑλληνικὰ κείμενα βρῆκα δυσαλίευτες δυσυνδύαστες καὶ δυσερμήνευτες μαρτυρίες, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν ἰδίως στὴν προδωρικὴ ἐποχὴ καὶ στὶς ὁποῖες φαίνεται ὅτι ὑπῆρχαν μεγάλοι παρθενοσυλλέκτες καὶ τότε. τὰ «κορίτσια τους» λέγονταν μέλισσαι, ὁ παρθενοσυλλέκτης λεγόταν κηφὴν (=ἀρσενικὴ μέλισσα) ἢ καὶ βασιλεὺς μελισσῶν (οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες νόμιζαν ὅτι ἡ βασίλισσα τοῦ μελισσιοῦ εἶναι ἀρσενικὸ ἄτομο καὶ βασιλεύει, κι ἀγνοοῦσαν ὅτι αὐτὴ γεννάει ὅλες τὶς ἄλλες μέλισσες). αἱ μέλισσαι βέβαια ἦταν ἱερόδουλοι, δηλαδὴ βακούφικες πόρνες, οἱ ὁποῖες ἐκδίδονταν στοὺς προσκυνητὰς ἐπὶ χρήμασιν ὑπὲρ τοῦ ναοῦ. τὸ ἀπὸ τῶν μελισσῶν εἰσόδημα λεγόταν μέλι.
134 Ὅπως «ἡ κούτρα τὸ ἔχει νὰ κατεβάζῃ ψεῖρες», ἔτσι, νομίζω, ἡ εὐημεροῦσα ἐποχὴ τὸ ἔχει νὰ κατεβάζῃ παρθενοσυλλέκτες καὶ «κορίτσια» ἢ μελίσσας ἢ ἀμνάδας ἢ φοράδες. δὲν νομίζω ὅτι ἡ μάστιγα αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἐξαλειφθῇ ἀπὸ τὸν κόσμο. ἂν ἐξαλειφθῇ ἡ πορνεία, θὰ ἐξαλειφθῇ κι αὐτή. διότι εἶναι εἶδος πορνείας, εἴτε φτάνει μέχρι τὴν πορνεία εἴτε παραμένει σὲ
135 κάποιον ἐνδιάμεσο σταθμό. ξέρω παρθενοσυλλέκτη, ποὺ ὅταν θέλῃ νὰ κολακεύσῃ κάποιον ἢ νὰ τὸν ἐξευμενίσῃ ἢ νὰ τοῦ κάνῃ ἐπίδειξι δυνάμεως ἢ καὶ γοήτρου, τοῦ στέλνει τὴν πρωτοχρονιὰ μιὰ καλοδιαλεγμένη ὁμάδα τρυφερῶν «ἀθῴων» καὶ «ἀγγελικῶν» «κοριτσιῶν του», ποὺ «ἀποπνέουν τὸ ἄρωμα τῆς χριστιανικῆς ἁγνότητος», καὶ τοῦ λὲν τὰ κάλαντα, κι ἐκεῖνος ξελιγώνεται καὶ λύνεται. χρησιμοποιοῦνται δηλαδὴ οἱ ἀφιερωμένες ὡς μαζορέττες• γιὰ ν᾽ «ἀνεβάζουν τὸ ἠθικὸ» τῶν παικτῶν τῆς διαπλοκῆς, ὅπως ἐκεῖνες «ἀνεβάζουν τὸ τῶν ποδοσφαιριστῶν καὶ τὸ τῶν θεατῶν». κάποτε εἶπα ὅτι αὐτὸ εἶναι κατ᾽ οὐσίαν σωματεμπορία, καὶ κάποιοι ἐξωργίστηκαν ἐναντίον μου. ἐξήγησα ὅμως• «Γιατί δὲν στέλνει νὰ τοῦ ποῦν τὰ κάλαντα μιὰ ὁμάδα ὡραῖοι ἄντρες;» (καὶ ποῦ νὰ τοὺς βρῇ τοὺς ἄντρες ἕνας παρθενοσυλλέκτης;). καὶ «Ἂν σταλοῦν 10 ἀσχημομοῦρες μουστακαλοῦδες στραβοκάνες καὶ κοντοστοῦπες νὰ τοῦ ποῦν τὰ κάλαντα, θὰ προκύψῃ ἡ ἴδια εὐφορία καὶ τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα;». μὲ τὸ τσιγκέλι ἔβγαλα τὴν ἀπάντησί τους• «Ὄχι». «Ἒ λοιπόν», τοὺς λέω, «γι᾽ αὐτὸ κι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι σωματεμπορία. τὸ κορμὶ τῶν «κοριτσιῶν» ἐπιτυγχάνει τὴν ἐξαγορά. δὲν πωλοῦνται τὰ «κορίτσια», ἀλλὰ νοικιάζονται γιὰ 10 λεπτά. καὶ οἱ πόρνες τῆς ὀθόνης δὲν συγκυλίονται μὲ τοὺς πελάτες, ποὺ τὶς βλέπουν ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ τὴ μούρη τους μόνο δείχνουν καὶ ὅ,τι ἄλλο προκύψῃ, κι ἐκ τοῦ μακρόθεν, κι ἐκείνη ἡ πορνεία κι ὀφθαλμοπορνία καὶ σωματεμπορία εἶναι πολὺ πιὸ ἐπικερδὴς ἀπὸ τὴν πορνεία τῶν χαμαιτυπείων. ἒ λοιπὸν κι αὐτὴ ἡ πορνεία μὲ τὰ «κορίτσια» γίνεται μὲ ὑψηλὰ ἀνταλλάγματα». καὶ ἀσφαλῶς ἡ τακτὴ ἀπομύζησι χρημάτων ἀπὸ τὰ «κορίτσια», τὴν ὁποία διενεργεῖ ὁ παρθενοσυλλέκτης καὶ ἡ ὁποία δὲν διαφέρει οὐσιαστικὰ σὲ τίποτε ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ μαστροποῦ (=νταβατζῆ), λέει πάλι τὰ ἴδια• ὅτι ἡ ἐκτροφὴ «κοριτσιῶν» εἶναι πορνεία καὶ σωματεμπορία.
136 Ἕνας παλιὸς παρθενοσυλλέκτης μιὰ πανόμορφη κοπέλλα 18 ἐτῶν, ποὺ τοῦ ἐξωμολογήθηκε ὅτι θέλει νὰ παντρευτῇ, σιγὰ σιγὰ τὴν «ἔψησε» καὶ τὴν ἔπεισε ν᾽ ἀφιερωθῇ λέγοντάς της ὅτι εἶναι ἀπὸ τὸ θεὸ σημαδεμένη ἐκ κοιλίας μητρὸς γι᾽ ἀφιέρωσι, καὶ θὰ εἶναι ἀπόκρουσι τῆς θείας κλήσεως καὶ χάριτος καὶ βλασφημία τοῦ ἁγίου πνεύματος τὸ νὰ παντρευτῇ. κι ὅταν ἐκείνη ἀφιερώθηκε, τὴν ἔκανε ἰδιαιτέρα του. μετὰ ἕνα ἔτος ὁ παρθενοσυλλέκτης συζητοῦσε στὸ γραφεῖο του μ᾽ ἕναν γενικὸ γραμματέα ὑπουργείου γιὰ μιὰ ὑπόθεσι τοῦ χαρεμιοῦ του. ἐκεῖνος ἦταν ἕνας ἐργένης γεροξούρας 55 ἐτῶν, κι ὅταν εἶδε τὴν κοπέλλα, εἶπε στὸν παρθενοσυλλέκτη ὅτι ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ τὸ μέγα ῥουσφέτι, ποὺ θὰ τοῦ ἔκανε, ἤθελε γιὰ γυναῖκα του τὴν κοπέλλα ἐκείνη. διπλάσιο κόπο ἔκανε ὁ παρθενοσυλλέκτης νὰ πείσῃ τώρα τὴν κοπέλλα νὰ παντρευτῇ τὸ γεροξούρα, ἀλλὰ στὸ τέλος τὰ κατάφερε. ἡ κοπέλλα ἐσωτερικὰ κατέρρευσε. πολλοὶ τὴν ἔβλεπαν ἐπὶ πολλὰ χρόνια ὅτι ἡ «κυρία», ποὺ δὲν ἀπέκτησε καὶ παιδιά, μαράζωσε. αὐτὸ δὲν ἦταν σωματεμπορία;
137 Κοσμικῶς τὸ φαινόμενο τοῦ παρθενοσυλλέκτου καὶ τῶν «κοριτσιῶν του» εἶναι ἀνεξάλειπτο, ἀλλ᾽ ἐκκλησιαστικῶς εἶναι, νομίζω, ἐξαλείψιμο, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρξῃ ἐκκλησιαστικὴ ἐπαγρύπνησι καὶ χριστιανικὴ εὐθύτης.
……………………………………..
145 Θὰ ἱστορήσω τώρα μερικὰ περιστατικά, κατὰ τὰ ὁποῖα παμπόνηρος παρθενοσυλλέκτης, ὄντως ἀνισόρροπος, ἀνώμαλος, βιολογικὰ ἀφλόγιστος, ψυχικὰ καιόμενος, καὶ πρακτικὰ ἀκάθαρτος, καταπίεζε κοπέλλες ν᾽ ἀφιερωθοῦν, διδάσκοντάς τις ἐκφοβιστικὰ ὅτι «Σήμερα δὲν ὑπάρχει γάμος• ὑπάρχει μόνο παρθενία καὶ πορνεία». κι ἐπειδὴ ἐκεῖνες ναὶ μὲν στὴν ἀρχὴ παραπείστηκαν καὶ ὑπέκυψαν σὲ ἄθεσμα χάδια του ὡς ἀφι – ερωμένες, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἤθελαν ἔντονα νὰ παντρευτοῦν, καὶ φυσικὰ ἤθελαν ἄντρα ποὺ νὰ ἄγῃ τὰ χάδια σὲ κάποιο πέρας, καὶ ὄχι ἀντρείκελο – γαργαλιέρα σὰν αὐτόν, δέχτηκε τελικὰ νὰ τὶς ἐπιτρέψῃ νὰ παντρευτοῦν. δὲν ἐννοοῦσε ὅμως καθόλου νὰ τὶς ἀφήσῃ ἀπὸ τὴν τυραννικὴ ἐρωτικὴ ἐξουσία του, ἀλλ᾽ ἐννοοῦσε καὶ μετὰ τὸ γάμο τους νὰ τὶς κατεξουσιάζῃ αὐτὸς σὰν οὐσιαστικὸς σύζυγος καὶ αὐτὸς νὰ κανονίζῃ κι ἐπιτρέπῃ πότε κατὰ τὴν ἔγγαμη ζωή τους θὰ τὶς διακορεύσῃ ὁ νόμιμος σύζυγός των καὶ κάθε πότε μετὰ τὴ διακόρευσι θὰ μπορῇ νὰ ἑνώνεται μὲ τὴ γυναῖκα του. μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ σεξουαλικῶς ἀνίκανος παρθενοσυλλέκτης δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ στὶς κοπέλλες καὶ τίποτε περισσότερο ἀπὸ ἄσκησι ἐξουσίας, καὶ γι᾽ αὐτὸ ὄχι μόνο διατηροῦσε τὴν ἐξουσία του ὡς ζηλόφθονο veto, ἀλλ᾽ ἀναδεικνυόταν καὶ νικητὴς τῶν νομίμων συζύγων, ἀφοῦ ἡ συζυγικὴ ἕνωσι θὰ γινόταν μόνον ὅταν ἤθελε αὐτὸς κι ὅταν ἐπέτρεπε αὐτός. τὸ θέλημα τοῦ ἀνδρὸς (Ἰω 1,13) θὰ ἦταν τὸ δικό του θέλημα. ὁ νόμιμος θὰ ἔκανε ἁπλῶς τὴ διείσδυσι καὶ τὴν ἐκσπερμάτωσι, ὅταν φυσικὰ θὰ ἔπαιρνε τὴν ἄδεια τοῦ παρθενοσυλλέκτου. ἔτσι ἐκπληρωνόταν, γιὰ πολλοστὴ φορὰ ἀσφαλῶς, τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ προφήτου καὶ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος προφητεύει• Τὸ δὲ πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων, ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυστηριασμένων τὴν ἰδίαν συνείδησιν, κωλυόντων γαμεῖν, ἀπέχεσθαι βρωμάτων ἃ ὁ θεὸς ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετὰ εὐχαριστίας (= Τὸ δὲ πνεῦμα λέει ῥητῶς ὅτι σὲ ὄψιμα χρόνια κάποιοι θ᾽ ἀποστατήσουν ἀπὸ τὴν πίστι καὶ θὰ προσέχουν σὲ πνεύματα πλάνα καὶ σὲ διδασκαλίες δαιμονίων• θὰ εἶναι ὑποκριταὶ καὶ ψεῦτες, μὲ πωρωμένη τὴ συνείδησί τους, θὰ ἐμποδίζουν τὸ γαμεῖν, θὰ ἐπιβάλλουν ν᾽ ἀπέχετε ἀπὸ τρόφιμα τὰ ὁποῖα δημιούργησε ὁ θεός, γιὰ νὰ τὰ τρῶμε καὶ νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε γι᾽ αὐτά) (Α’ Τι 4,1-3). στὴν περίπτωσί του ἑρμήνευσα τὴν ψυχολογία τῶν τέτοιων πεπωρωμένων καὶ ἀνωμάλων αἱρετικῶν τοῦ νικολαϊτικοῦ τύπου.
……………………………………………..
151 Ὁ Χρῆστος ἦταν κοσμικὸς ἄντρας, ποὺ κάπνιζε κιόλας, ἀλλ᾽ ἀγάπησε πολὺ τὴ Μαρία, χωρὶς νὰ ξέρῃ ὅτι τὴ φλερτάρει ἄγρια κι ὁ παρθενοσυλλέκτης. ἐκείνη ταλαντευόταν μεταξὺ γάμου καὶ «παρθενίας»• παρθενοσυλλεκτικῆς παρθενίας δηλαδή. στὴν πραγματικότητα ἤθελε γάμο, ἀλλὰ τὴν ταλάντευε ὁ παρθενοσυλλέκτης. δίψυχο γύναιο, δὲν ἤξερε τί θέλει, ἢ μᾶλλον δὲν τ᾽ ὡμολογοῦσε. ὁ Χρῆστος κατάλαβε ὅτι εἶμαι στὸ περιβάλλον μου σπουδαῖο πρόσωπο, καὶ μὲ πλησίασε. κάθε Κυριακὴ ἐπὶ δύο χρόνια μὲ πήγαινε στὰ κηρύγματά μου μὲ τὸ αὐτοκινητάκι τῆς μεγάλης ἑταιρίας στὴν ὁποία δούλευε. τοῦ εἶπα νὰ κόψῃ τὸ τσιγάρο, καὶ τὸ ἔκοψε, κάτι τὸ ὁποῖο δὲν τοῦ τὸ εἶχε ζητήσει ποτὲ ὁ παρθενοσυλλέκτης, προφανῶς ἐπειδὴ δὲν ἤθελε τὴ βελτίωσί του, γιὰ νὰ τὸν ἔχῃ εὐκολώτερα καταρρίψιμο ἀντεραστή• γιὰ νὰ πείθῃ τὴ Μαρία δηλαδὴ νὰ μὴν παντρευτῇ «αὐτὸν τὸν ἀλήτη τὸ φουμαδόρο». ὁ «ἀλήτης» στὴν πραγματικότητα ἦταν ἐκλεκτὴ ψυχή. πειθαρχοῦσε σ᾽ ἐμένα σὰ στρατιώτης, χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητάω. κάθε Κυριακὴ πρωΐ, χωρὶς νὰ χτυπάῃ τὸ κουδούνι τῆς πόρτας, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήσῃ, μὲ περίμενε ἀπὸ πολὺ νωρὶς κάτω στὸ δρόμο μὲ τ᾽ αὐτοκίνητό του, γιὰ νὰ μὲ πάῃ ὅπου ἤθελα• ὅπως περιμένει τὸ διοικητή του ὁ στρατιώτης ὁδηγός του. κάναμε καὶ ζὶκ ζὰκ μέσα στὴν πόλη, γιὰ νὰ μαζέψω ἀπὸ διάφορα σημεῖα τοῦ δρόμου μέχρι καὶ τρεῖς μαθητάς μου 15 -18 ἐτῶν, γιὰ νὰ τοὺς πάρω στὴν ἐκκλησία νὰ μ᾽ ἀκούσουν. καὶ ὕστερα τοὺς μοιράζαμε στὰ ἴδια σημεῖα. καταλάβαινα ὅτι μ᾽ ἀγαποῦσε
152 καὶ μὲ σεβόταν, παρ᾽ ὅλο ποὺ ἦταν καὶ λίγο μεγαλείτερός μου. κάποτε μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε καὶ τὸν ἔρωτά του γιὰ τὴ Μαρία καὶ πῶς ἐκείνη τὸν τυραννάει, κάτι ποὺ αὐτὸς δὲν τὸ θεωροῦσε τυραννία οὔτε τὸ ἔλεγε ἔτσι. ἁπλῶς περιέγραφε, κι ἐγὼ συμπέραινα τυραννία. καὶ δὲν μοῦ ζήτησε τίποτε εἴτε ἀπὸ εὐγένεια εἴτε ἐπειδὴ δὲν φανταζόταν ὅτι μπορῶ νὰ τὸν βοηθήσω. οὔτε κι ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ἀφήνοντας νὰ ἐννοήσῃ τέτοιο πρᾶγμα, ἀλλὰ συγκινήθηκα. τὴν ἄλλη μέρα, σὲ ὕφος σχεδὸν ἐπιπληκτικό, εἶπα στὸν παρθενοσυλλέκτη καὶ στὴ Δεσποινίδα• «Τί πράματα εἶναι αὐτά;! ἢ νὰ τὸν πάρῃ ἢ νὰ τοῦ πῇ ἕνα ὁριστικὸ ὄχι! τὴ σεγοντάρουμε νὰ τὸν κοροϊδεύῃ; οὔτε ἀχρίστιανοι τὰ κάνουν αὐτά». εἶχα πολλὴ ἐξουσία ἐκεῖνον τὸν καιρό. τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ ὁ Χρῆστος μοῦ εἶπε χαρούμενος ὅτι ἀρραβωνιάζονται. καὶ φαινόταν σὰ νὰ κατάλαβε τί ἔκανα. ἀλλὰ κι ἂν σ᾽ αὐτὸ ἀπέβλεπε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ γι᾽ αὐτὸ μὲ πλησίασε καὶ μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε, γιὰ νὰ προκαλέσῃ τὴν ἐπέμβασί μου, ἐμένα αὐτὸ δὲν μ᾽ ἐνωχλοῦσε• βοήθησα ἕνα δίκαιο αἴτημα ἑνὸς ἀθῴου ἀνθρώπου.
153 Ὁ γάμος ἔγινε μεταξὺ Φώτων καὶ Σαρακοστῆς. ὅταν τελείωσαν ὅλα, ἡ Δεσποινὶς τοὺς ἀκολούθησε μέχρι καὶ μέσα στὴν κρεβατοκάμαρα. λέει ὁ Χρῆστος στὴ Μαρία• «Νὰ γονατίσουμε πρῶτα νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὴν οἰκογένεια ποὺ ἱδρύουμε αὐτὴ τὴν ὥρα». γονατίζει τὸ ζεῦγος, γονατίζει μαζί τους καὶ ἡ Δεσποινίς. κι ἀρχίζει νὰ προσεύχεται ἡ Δεσποινίς. παρ᾽ ὅλη τὴ φυσικὴ εὐγένειά του ὁ Χρῆστος τὴ σταματάει λέγοντας• «Ἐγὼ ἱδρύω τὴν οἰκογένειά μου καὶ εἶμαι ἡ κεφαλὴ τῆς γυναικός μου• ἔτσι δὲν εἶπε κι ὁ Ἀπόστολος ποὺ ἀκούσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο; ἐγὼ θὰ προσευχηθῶ». ἡ Δεσποινὶς θύμωσε• «Τί ξέρεις ἐσύ; …». ὁ Χρῆστος ὅμως εἶχε ἀρχίσει νὰ προσεύχεται μεγαλόφωνα, καὶ δὲν ἐπέτρεψε καμμία διακοπή. κι ἔκανε θερμὴ καὶ εἰλικρινῆ προσευχή• κι ἀπευθυνόταν σαφῶς στὸ θεό. τελευταίως εἶχε γίνει πολὺ πνευματικὸς ἄνθρωπος. κι ὅταν τελείωσε, εἶπε στὴ Δεσποινίδα• «Καληνύχτα». καὶ τῆς ἄνοιξε τὴν πόρτα νὰ φύγῃ. ἐκείνη, ἀφοῦ κοντοστάθηκε γιὰ λίγο ἀναποφάσιστη γιὰ τὸ ἂν πρέπει νὰ φύγῃ, ἐν τέλει ἔφυγε ἐξωργισμένη. σὲ λίγες μέρες ἄρχιζε καὶ ἡ Σαρακοστή.
154 Πολὺ ἀργότερα, ὅταν ἔμαθα γι᾽ αὐτὴ τὴν προσευχή, ῥώτησα• «Ὅταν ἄρχισε, τί προσευχὴ ἔλεγε ἡ Δεσποινίς;». μοῦ λέει ὁ Χρῆστος• «Δὲν ἦταν προσευχή• μάθημα περὶ ἁγνότητος πῆγε νὰ κάνῃ, κι ἀπευθυνόταν σὲ μᾶς, ὄχι στὸ θεό».
155 Μετὰ 11 μῆνες, δηλαδὴ μετὰ τὰ ἑπόμενα Φῶτα, ἔνιωσα τὸ Χρῆστο νὰ βρομάῃ στὰ χνῶτα του τσιγαρίλα, κι ἀνησύχησα. ὁμολογῶ ὅτι μέσα μου τὸν κατέκρινα• «Ἒ βέβαια• τώρα τὴν πῆρε, κι ἐπιστρέφει στὰ παλιά του». ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτε. κατὰ τὰ ἄλλα ἦταν μαζί μου γεμάτος ἀγάπη κι ἐξυπηρετικότητα, πάντα τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς μὲ περίμενε κάτω, πάντα μ᾽ ἐξυπηρετοῦσε σ᾽ ὅ,τι ἤθελα, πάντα προσεκτικὸς ἀκροατὴς τοῦ κηρύγματος. (ὅταν κηρύττω προσέχω ὅλους τοὺς ἀκροατὰς στὰ μάτια, κι ἔπειτα θυμοῦμαι τὴν παρουσία τους, τὴ θέσι τους, τὸ ὕφος τους• ὅλων). αὐτὰ δὲν ταίριαζαν μὲ τὴν τσιγαρίλα του. δὲν μποροῦσα νὰ ἐξηγήσω τὴν κατάστασι. καταλάβαινα ὅτι κάτι δὲν καταλάβαινα.
156 Μιὰ φορὰ πολὺ στενοχωρημένος μοῦ λέει• «Ἔχεις νὰ μοῦ δανείσῃς δέκα ἑκατομμύρια;». τοῦ λέω• «Ὅπως ξέρεις, ὄχι». μοῦ λέει• «Ὧρες ὧρες μοῦ ἔρχεται πειρασμὸς ν᾽ αὐτοκτονήσω». τοῦ λέω• «Γιατί;». μοῦ λέει• «Γιατὶ τὰ χρήματα αὐτὰ τὰ ἔχασα στὰ χαρτιὰ τὴν πρωτοχρονιά». τρόμαξα. ἄλλο πάλι κι αὐτό• μετὰ τὴν ὑποτροπὴ τοῦ τσιγάρου καὶ ἡ ὑποτροπὴ τῆς χαρτοπαιξίας. γενικὴ ὑποτροπὴ τῆς κακοηθείας καὶ τῆς πρώην ἀλητείας. ἒ βέβαια• τὴν ἔκανε δική του τώρα. ὅμως ἡ ταραχή του καὶ ἡ εἰλικρίνειά του δὲν ἔδειχναν τέτοια νοοτροπία• κι ἔκανα ἄλλη μιὰ φορὰ ὑπομονὴ καὶ δὲν ἔδειξα τὴν ἀγανάκτησί μου. τοῦ εἶπα νὰ μοῦ πῇ εἰλικρινὰ τί συμβαίνει, «χαρτὶ καὶ καλαμάρι». καὶ μοῦ τὰ εἶπε ὅλα. διότι μέχρι τότε παρὰ τὴ συχνὴ συναναστροφή μας ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτε ἀπ᾽ ὅσα συνέβαιναν στὸ ζεῦγος μετὰ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου στὴν ἐκκλησία• φανταζόμουν ὅτι τὰ πάντα βαίνουν καλῶς.
157 Εἴκοσι μέρες μετὰ τὸ γάμο ἡ Μαρία ἀρνήθηκε νὰ τοῦ δοθῇ γιὰ 64 ἡμέρες, ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω μέχρι τὴ Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ. «Γιατί;». «Γιατὶ ἔτσι λέει ἡ Δεσποινίς, ποὺ τὰ ξέρει κατ᾽ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸ «διδάσκαλο». ἦρθε καὶ στὸ σπίτι μου ἡ ἴδια καὶ μοῦ τὸ εἶπε ἀπ᾽ εὐθείας. (τί ἀμεσότης θεοπνευστίας!). ἔπειτα κάθε Δευτέρα Τετάρτη Παρασκευὴ – Σάββατο – Κυριακὴ πάλι ἀποχή. μόνο Τρίτη καὶ Πέμπτη, ποὺ ἤμουν κουρασμένος, καὶ πάλι μόνον ἂν ἡ Μαρία δὲν εἶχε περίοδο. πρὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἄλλες 15 μέρες συνεχῶς. μετὰ ἕνα μῆνα ἄλλες 15 μέρες μὲς στὸν Αὔγουστο, τὸ κατακαλόκαιρο. Τίμιος Πρόδρομος, Τίμιος Σταυρός, πέντε φορὲς κάθε ἑβδομάδα, 40 μέρες τὴ Σαρακοστὴ τῶν Χριστουγέννων σὺν 14 συναπτὲς ἡμέρες ἀπὸ Χριστούγεννα μέχρι καὶ τὴν ἑπομένη τῶν Φώτων, 54 ἡμέρες γιὰ τὴν ἀκρίβεια. κι ἐκεῖνο τὸ κάθε ἑβδομάδα συνεχὲς τετραήμερο Παρασκευὴ – Σάββατο – Κυριακὴ – Δευτέρα μὲ τσακίζει. καὶ τώρα σὲ λίγες μέρες ἔρχονται οἱ 64 ἡμέρες πάλι τῆς μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ τῆς Διακαινισίμου. τὶς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων δὲν ἄντεχα. παρακαλοῦσα. ἐκείνη τίποτε. «Ἔτσι λέει ἡ Δεσποινίς». δύο παντρευτήκαμε ἢ τρεῖς; δὲν ἄντεχα νὰ βλέπω τὴ γυναῖκα μου, ποὺ τόσο ἀγαπῶ. ἔμενα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μέχρι τὰ μεσάνυχτα, γιὰ νὰ μὴν τὴ βρίσκω ξυπνητὴ καὶ μοῦ ἀνάβουν τὰ αἵματα. καὶ φυσικὰ κοιμόμουν σὲ ἄλλο δωμάτιο, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἐνοχλήσω, ὅταν θὰ τρίξῃ ἡ πόρτα τῆς κρεβατοκάμαρας, ποὺ τὴν εἶχε κλειστή, κι ἔφευγα πολὺ πρωΐ, πρὶν
158 ξυπνήσῃ ἐκείνη, γιὰ τὴ δουλειά μου. μοῦ ἔλειπε κάθε συντροφιά. βρῆκα τοὺς παλιούς μου φίλους, ποὺ μὲ εἶχαν χάσει. κάπνισα μαζί τους γιὰ παρηγοριά, …», ἐδῶ τὸν διέκοψα καὶ τοῦ εἶπα ὅτι αὐτὸ τὸ μυρίστηκα κι ἐγώ, κι ἐκεῖνος μοῦ εἶπε «Κατάλαβα ὅτι μὲ κατάλαβες, καὶ σὲ ντρεπόμουν, καὶ σ᾽ ἀπέφευγα λίγο. τὴν πρωτοχρονιὰ παίξαμε χαρτιὰ μ᾽ ἕνα τιποτένιο ποσό, «ἔτσι γιὰ τὸ ἔθιμο», εἶπαν, κι ἔχασα κάτι λίγο. βάλθηκα νὰ τὸ ξανακερδήσω, ἀλλ᾽ ἔχανα, ἔχανα, μέχρι ποὺ ἔχασα δέκα ἑκατομμύρια. (τί φίλοι κι αὐτοὶ οἱ κοσμικοὶ φίλοι! δεινόσαυροι ἀνθρωποφάγοι). πῆγα νύχτα στὸ χρηματοκιβώτιο τῆς ἑταιρίας καὶ τὰ πῆρα καὶ τὰ ἔδωσα. στὸ τέλος τοῦ μηνὸς ὁ ἐργοδότης μου, ποὺ μ᾽ ἀγαποῦσε σὰν τὸν ἐμπιστότερο, τὸ πῆρε εἴδησι. τοῦ εἶπα τὴν ἀλήθεια. λίαν ἐπιεικῶς μοῦ ἄλλαξε πόστο. θὰ μοῦ πάρῃ καὶ τὸ αὐτοκίνητο. μοῦ ζητάει συχνὰ τὰ χρήματα. δὲν ἔχω νὰ τὰ δώσω. θὰ χάσω τὴ δουλειά μου. ἡ Μαρία μὲ κατέστρεψε, ἀλλ᾽ ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ. θέλω νὰ πεθάνω», μοῦ εἶπε, κι ἔβαλε τὰ κλάματα. ταράχτηκα. μοῦ λέει• «Ξέρω ὅτι δὲν ἔχεις χρήματα. πές μου τί νὰ κάνω• νὰ σωθῶ. σῶσε με». τοῦ λέω• «Ἔχεις νὰ πουλήσῃς τίποτε;». μοῦ λέει• «Ἔχω τὸ τάδε ἀκίνητο• τὰ πιάνει τὰ δέκα ἑκατομμύρια. εἶναι ἡ μόνη μου κληρονομιὰ ἀπὸ τὴ μάνα μου». «Πούλα το», τοῦ λέω. τὸ πούλησε. ἔδωσε τὰ δέκα ἑκατομμύρια. νὰ σοῦ φάῃ τὴν περιουσία μιὰ πόρνη, πάει κι ἔρχεται• ἀλλὰ νὰ στὴ φάῃ ἡ γυναίκα σου! θέλω νὰ πῶ νὰ σὲ παρασύρῃ μέχρι νὰ τὴ σπαταλήσῃς. ἀλλ᾽ ὁ Χρῆστος ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι στενοχωρημένος.
159 Τὸν ξαναρώτησα• «Τί συμβαίνει;». μοῦ λέει• «Δὲν σοῦ εἶπα ὅλη τὴν ἀλήθεια• δὲν ἦταν δέκα ἑκατομμύρια ἦταν εἴκοσι». τοῦ λέω• «Πές μου μιὰ κι ἔξω• πόσα ἦταν τελικά;». μοῦ λέει• «τριάντα ἕνα. τὸ ἀκίνητο πουλήθηκε δέκα. χρωστάω ἀκόμη. ὁ ἐργοδότης μου μοῦ κρατάει τὸ μισὸ μισθό μου, γιὰ νὰ ἐξοφλήσω. πάλι καλός. δὲν μ᾽ ἔδιωξε, δὲν μὲ κατήγγειλε γιὰ διαρρήκτη, δὲν μοῦ μετράει τόκους». «Δέξου το». «Τὸ δέχομαι• δυσκολεύομαι πάρα πολύ. καὶ πλησιάζει πάλι καὶ ἡ Σαρακοστή».
160 Ἐξώφλησε σιγὰ σιγὰ σὲ μερικὰ χρόνια. ταπεινωμένος, ἀτιμασμένος ἀπὸ τὴν ἁγνὴ κι ἀστραφτερὴ κι ἀπάνθρωπη πνευματικότητα τῆς Δεσποινίδος καὶ τῆς γυναικός του• ἐρωτευμένος ὅμως. μάτωνε ἡ ψυχή μου. τὸν συμπαραστάθηκα. ξανάκοψε τὸ τσιγάρο. ἔκανε κουράγιο. τὰ ἔψαλα στὸν παρθενοσυλλέκτη καὶ στὴ Δεσποινίδα, ἀλλ᾽ αὐτὴ τὴ φορὰ μοῦ ἔδειξαν ἄγριο πρόσωπο• ἄγριο, ἀπάνθρωπο, γεμάτο πνευματικότητα• ἀπὸ τὸ πνεῦμα τὸ πονηρὸ ποὺ τοὺς κατέχει δηλαδή. δὲν τὸ κρύβω ὅτι αὐτὰ ὅλα ἦταν γιὰ μένα μαθήματα ὠφέλιμα. γιὰ τὸ Χρῆστο ὅμως ἦταν θανάσιμη ὀδύνη. δὲν γινόταν ὅμως νὰ μὴν ὀδυνᾶται, δὲν γινόταν νὰ μὴν ὠφελοῦμαι παίρνοντας μαθήματα ἀπὸ τὴν ὀδύνη του.
161 Παραμονἐς τῆς Ἀπόκρεω μοῦ ζήτησε νὰ νουθετήσω τὴ γυναῖκα του. τοῦ λέω• «Δὲν γίνεται». μοῦ λέει• «Ἐγὼ θὰ τὴν πείσω νὰ σὲ καλέσουμε σὲ τραπέζι, καὶ σὺ πὲς ὅ,τι καταλαβαίνεις, ἂν σοῦ ἔρθῃ κάτι». μὲ κάλεσαν καὶ πῆγα. ἐπῄνεσα τὰ φαγητὰ τῆς Μαρίας, τὴ νοικοκυροσύνη της, τὴν κολάκευσα ὅσο μποροῦσα, κι ἐκείνη φτερούγιζε ἀπὸ τὴ χαρά της. καὶ σεβασμὸς ἀπέραντος. ὅταν ἔκρινα ὅτι ἡ προπαρασκευὴ ἔγινε, λέω σὲ μιὰ στιγμή• «Δὲν ἔχει σημασία ποὺ εἶστε παντρεμένοι• πρέπει νὰ ζῆτε πνευματικά. μὴν πῆτε ποτὲ στὸν θεὸ Γυναῖκα ἔγημα καὶ ἔχε με παρῃτημένον. «Ναί, βέβαια ζοῦμε πολὺ πνευματικά», λέει ἐκείνη. «Προσεύχεστε;». «Ἔ… ὅσο μποροῦμε». «Ἀκοῦτε κηρύγματα;». «Βέβαια, πολλά». «Ἁγία Γραφὴ διαβάζετε;»• (ἤξερα ἀπὸ τὸ Χρῆστο ὅτι αὐτὸ δὲν γινόταν πιὰ σχεδὸν καθόλου). «Ἔ… ὄχι». ἔγινα αὐστηρός• «Γιατί;». «Ἔ…». «Βαρὺ παράπτωμα. κι ἀφοῦ ἔχετε καιρὸ ν᾽ ἀνοίξετε Ἁγία Γραφή, νὰ διαβάσουμε τώρα ἕνα κομμάτι μαζί, καὶ νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω». χάρηκε ἡ κυρία. ὁ ἄντρας μὲ κύτταζε μὲ ἀπορία. ψάχνοντας νὰ βρῶ ἐκεῖνο ποὺ ἤθελα, ἀκούω τὸν ἄντρα νὰ μοῦ λέῃ• «Κάνουμε ὅμως κάτι πιὸ δύσκολο». «Τί;». «Κάνουμε σεξουαλικὴ ἀποχὴ ὅλες τὶς Σαρακοστές». γυρίζει ἡ Μαρία καὶ τὸν κυττάζει ἄγρια. λέω ἐγώ• «Καὶ ποιός σᾶς εἶπε ὅτι αὐτὸ εἶναι σωστό; ἀπὸ ποῦ τὸ ξέρετε; ποιός σᾶς εἶπε ὅτι αὐτὸ ζητάει ὁ θεὸς ἀπὸ σᾶς;». καὶ χωρὶς νὰ πῶ τίποτε ἄλλο πάνω σ᾽ αὐτό, ἀνοίγω στὴν Α’ Κο 7,1 -7 κι ἀρχίζω νὰ διαβάζω• «…Ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾽ ὁ ἀνήρ. …μὴ ἀποστερεῑτε ἀλλήλους, …….
162 ἵνα μὴ πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς…». σηκώνεται ἀμίλητη κι ἀγριεμένη ἡ Μαρία, μᾶς παρατάει, κλείνεται στὴν κρεβατοκάμαρα, καὶ κλειδώνει τὴν πόρτα ἐπιδεικτικὰ καὶ μὲ βρόντο. ἀρχίζει ὁ Χρῆστος νὰ τὴν παρακαλάῃ — ἐγὼ τσιμουδιά —, νὰ τὴ νουθετῇ, «Καλή μου, χρυσῆ μου…», τίποτε ἡ Μαρία. ἄκρα σιγή. μετὰ 5 λεπτὰ λέω φωναχτά, γιὰ νὰ μ᾽ ἀκούσῃ• «Παιδιά, συγγνώμην• δὲν μποροῦσα νὰ τὸ φανταστῶ αὐτό. φεύγω». κι ἔφυγα. ὁ Χρῆστος μοῦ εἶπε ὅτι δὲν τοῦ ἄνοιξε μέχρι τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ πρωΐ, ποὺ ἔφυγε γιὰ τὴ δουλειά του. περίπτωσι ἀνίατη. ὁ παρθενοσυλλέκτης καὶ ἡ Δεσποινὶς κατεῖχαν πολὺ καλὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐξουσιάζῃ ὁ ἀνήρ. ἦταν πειστικώτεροι ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.
163 Ἔνιωσα βαριὰ μοῦτρα τῶν δυό τους γιὰ πολὺν καιρό, μέχρι ποὺ ὁ παρθενοσυλλέκτης δὲν ἄντεξε καὶ μοῦ εἶπε• «Νὰ μὴ χώνεσαι ἀνάμεσα σ᾽ ἀντρόγυνα, ἀφιερωμένος ὑπάρχων». τοῦ ἀντιγυρίζω• «Ἐσὺ κι αὐτὴ ἐδῶ χώνεστε στὸ ἀντρόγυνο σὰν τρίτος καὶ τέταρτος σύζυγος, κι ἐξουσιάζετε τὴ γυναῖκα τοῦ ἄλλου, ἀφιερωμένοι ὑπάρχοντες. γιατί δὲν παντρεύεστε μεταξύ σας, νἄχετε δικά σας ἰδιόκτητα σώματα; στοῦ ἀλλουνοῦ τὸ σῶμα ἀσκεῖτε ἐξουσία; ἄι συμμαζευτῆτε! ἐμένα μὲ κάλεσαν. εἶδα τὸν παντρεμένο τὸν ἀπατημένο τὸν στερημένο ἄντρα ποὺ πειράστηκε κι ἔχασε χρήματα, καὶ θέλησα νὰ τοὺς νουθετήσω μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή». «Δικαιολογεῖς τὴν κακοήθειά του», μοῦ λέει, «καὶ δὲν ξέρεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι σαρκολάτρης. σ᾽ ἔχει τοῦ χεριοῦ του καὶ σὲ χρησιμοποιεῖ». ἂν συνεννοηθῇς μὲ δεινόσαυρο, συνεννοεῖσαι καὶ μ᾽ αὐτούς. ἡ ἄγρια σάρκα τους τοὺς ἔχει ἀλλοιώσει σὲ ἀνυπολόγιστο βαθμό. εἶναι παράφρονες.
164 Ὅταν ὁ ἀδικημένος ἄντρας ἐξώφλησε τὸ χρέος του, ἄλλαξε δουλειά. πῆγε κάπου θυρωρός. μὲ θεωρεῖ πάντα καλό του φίλο. τὴ γυναῖκα του μετὰ τὸ τρίξιμο τοῦ κλειδιοῦ στὴν πόρτα τῆς κρεβατοκάμαρας δὲν τὴν ξαναεῖδα ποτέ μου.
……………………………………………..
180 Καὶ τώρα μερικὰ καὶ γιὰ τρεῖς ἄλλους κωλύοντας γαμεῖν. «Ἔβγαλα τὸ λύκειο ἐφέτος», μοῦ λέει ἡ ὄμορφη καὶ ἔξυπνη Ἀγλαΐα, «μὲ θέλει ὁ καθηγητής μου Τάδε, ὀχτὼ χρόνια μεγαλείτερός μου, τὸν ἀγαπῶ καὶ μ᾽ ἀγαπάει, εἴμαστε καὶ οἱ δυὸ εὐσεβεῖς καὶ ἁγνοί, ἦρθε στὸ σπίτι καὶ μὲ ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα μου, ὁ πατέρας μου τὸν ἐκτίμησε καὶ τὸ εἶπε καὶ σ᾽ ἐκεῖνον καὶ σ᾽ ἐμένα, τὸν κάλεσε νὰ ξανάρθῃ καὶ ξαναῆρθε, ἀλλὰ στὸ τέλος ὁ πατέρας μου εἶπε• «Νὰ ῥωτήσω καὶ τὸ γέροντα». ὁ γέροντας ὅμως δὲν δέχτηκε νὰ δῇ τὸν ἄντρα, ἦρθε στὸ σπίτι καὶ εἶπε ὅτι «Αὐτὸς ὁ γάμος δὲν πρέπει νὰ γίνῃ, διότι δὲν εἶναι θέλημα τοῦ θεοῦ• ἡ Ἀγλαΐα εἶναι γεννημένη γιὰ μοναχή• καὶ θὰ τὴν κείρω μοναχὴ στὸ γυναικεῖο μοναστήρι μου». οἱ σπουδαῖοι καὶ πολὺ πνευματικοὶ γεροντάδες, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ξέρουν τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ, ἔχουν τὸ λιγώτερο δύο μοναστήρια• ἕνα ἀντρικὸ κι ἕνα γυναικεῖο. στὸ μακρινὸ ἀντρικὸ μένουν τοὺς δύο θερινοὺς μῆνες, γιὰ νὰ δεχθοῦν τὰ σέβη τῶν ἀρρένων τουριστῶν – προσκυνητῶν – νεοχατζήδων, καὶ τοὺς δέκα ἄλλους μῆνες φωλιάζουν στὸ περιαστικὸ συνήθως γυναικεῖο μοναστήρι, γιὰ νὰ δέχωνται κυρίως τὸ γυναικαριό, καὶ νὰ ψαρεύουν ὄμορφα κορίτσια γιὰ καλόγριες• τὰ πηγαίνουν ἐνίοτε οἱ ἴδιοι οἱ πατεράδες τους, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ χόρτασαν ἀπὸ γυναῖκα, φιλοδοξοῦν ἐπιπροσθέτως νὰ γίνουν καὶ γονεῖς ἀσκητριῶν• ἴσως γιὰ νὰ τοὺς μνημονεύσῃ κι αὐτοὺς τὸ συναξάριο• «Ἦτο γοῦν ἡ μακαρία ὁσία θυγάτηρ μὲν πατρὸς εὐσεβεστάτου καὶ εὐλαβεστάτου ὀνόματι Παντελεήμονος…». δὲν ἀποκλείεται καθόλου μάλιστα καὶ στὸ εἰκόνισμα τῆς ὁσίας θυγατρὸς νὰ φαίνεται, ἔστω καὶ σὲ δεύτερο πλάνο ὁ μακάριος γεννήτωρ μὲ ἀμυδρὸ φωτοστέφανο καὶ οὗτος. καὶ νὰ δέχεται στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων τοὺς ἀσπασμοὺς προσκυνητῶν τε καὶ προσκυνητριῶν. μὴ νομίσετε ὅτι ἀστειεύομαι. ξέρω καλὰ ὅτι ὑποβόσκουν τέτοιες λαχτάρες στὶς ψυχὲς ὅτι πλείστων εὐλαβῶν.
181 Καὶ συνεχίζει ἡ Ἀγλαΐα• «Ὁ πατέρας μου «κάνει ὑπακοὴ» στὸ γέροντα, κι ἐμεῖς θὰ τρελλαθοῦμε». τῆς λέω• «Ὁ πατέρας σου γιατί δὲν τὸ ἔκανε αὐτό, ἀλλὰ παντρεύτηκε τὴ μητέρα σου;». «Μὴν τὸ λέτε», μοῦ λέει, «γιατὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸ κάνῃ• ὅλο τὸ λέει». «Μὴν ἀνησυχῇς», τῆς λέω, «ἂν πάῃ γιὰ μοναχός, στὸ γέροντα δὲν θὰ πάῃ;». «Ναί». «Λοιπὸν ὁ γέροντας, ἂν δὲν πάρῃ πρῶτα ἐσένα ἀπ᾽ αὐτόν, αὐτὸν δὲν τὸν παίρνει• δὲν θὰ τοῦ δώσῃ εὐλογία». καὶ προσθέτω• «Ὄχι τώρα νὰ πάῃ, ποὺ εἶναι 55 – 60 χρονῶν, ἀλλ᾽ ὅταν παντρευόταν τὴ μητέρα σου. τότε γιατί δὲν τὸ ἔκανε;». ἔπειτα πάλι τῆς ξαναλέω• «Ἀφοῦ ὁ πατέρας σου, εἶδες ὅτι, τὸν ἄντρα σου τὸν ἐκτιμάει καὶ τὸν δέχτηκε στὸ σπίτι, κατ᾽ ἐπανάληψιν μάλιστα, καὶ σᾶς ἐξέφρασε τὴν πρὸς αὐτὸν ἐκτίμησί του, αὐτὴ εἶναι ἡ γνώμη του. ἡ ἄλλη τρέλλα δὲν εἶναι γνώμη τοῦ πατέρα σου, εἶναι σεξουαλικὴ λύσσα τοῦ γέροντα. γι᾽ αὐτὸ ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ στιγμὴ εἶσαι χειραφετημένη καὶ αὐτεξούσια, σὰν τὴν κοπέλλα ποὺ εἶναι 40 ἐτῶν ἀνύπαντρη καὶ ξεσκατίζει ἕνα γέρο πατέρα 80 ἐτῶν παράλυτο στὸ καροτσάκι καὶ τὸν τρέφει ἀπὸ τὴν ἐργασία της, κι ἐκεῖνος δὲν τῆς ἐπιτρέπει νὰ παντρευτῇ• αὐτὴ εἶναι χειραφετημένη, δηλαδὴ δὲν ὀφείλει ὑπακοὴ στὸν πατέρα της στὸ ζήτημα τοῦ γάμου. μπορεῖ νὰ παντρευτῇ καὶ παρὰ τὴ θέλησί του. κι αὐτὴ μὲν εἶναι μιὰ ἀκραία περίπτωσι• ὑπάρχουν καὶ ἄλλες περιπτώσεις. λ.χ. ἕνας πατέρας ποὺ ἀποπειράθηκε νὰ σκοτώσῃ ἢ νὰ βιάσῃ ἢ νὰ ἐκδώσῃ ὡς πόρνη τὴν κόρη του, ἔχει χάσει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὴν πατρικὴ ἐξουσία• ἡ κόρη εἶναι αὐτομάτως καὶ αὐτοδικαίως χειραφετημένη. μπορεῖς νὰ παντρευτῇς τὸν ἄντρα σου καὶ μόνη σου. θέλεις νὰ μιλήσω καὶ σ᾽
182 αὐτόν;». δέχτηκε νὰ μιλήσω, ἀλλ᾽ ἀφοῦ δώσῃ πρῶτα στὸν πατέρα της ἄλλη μιὰ εὐκαιρία νὰ πεισθῇ. κι εὐτυχῶς πείσθηκε. δὲν χρειάστηκε ἡ παρέμβασί μου. δὲν μοῦ ἀρέσουν τέτοιες παρεμβάσεις, ἀλλ᾽ ὅταν δῶ ἔρωτα σοβαρὸ ἀμοιβαῖο κι ὡμολογημένο εἰς ἀλλήλους, τὸν θεωρῶ δυνάμει ὑφιστάμενο γάμο, κι ἔχω τὴ συνείδησι ὅτι σῴζω ἕναν ἤδη ὑφιστάμενο γάμο, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ὑποχρέωσι κάθε ἐργάτου τοῦ εὐαγγελίου. στὴν προκειμένη περίπτωσι ὁ γάμος δυνάμει ὑπῆρχε, κι ὁ γέροντας ἦταν ὁ ἀντεραστὴς καὶ μοιχὸς ποὺ τὸν ἀπειλοῦσε, ἐπειδὴ ἤθελε τὴν κοπέλλα γιὰ τὸν ἑαυτό του. ὁ ἐν λόγῳ πατέρας κατ᾽ οὐσίαν χώριζε τὴν κόρη του ἀπὸ τὸν ἄντρα της καὶ τὴν ἔσπρωχνε στὸ μοιχό, γιὰ νὰ εἰσπράξῃ ὡς πόρνητρα μιὰ ἱκανοποίησι τῆς ἀνθρωπαρεσκείας του, ὅτι «Τί ἅγιος ποὺ εἶσαι κὺρ – Θανάση, καὶ τί «ὑπακοὴ ποὺ κάνεις», σὰν ἀββᾶς τῆς Θηβαΐδος, ποὺ δίνεις τὴν κόρη σου στὴν ὑπακοὴ τοῦ γέροντος!», καὶ γιὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο τὸ ὄνειρο τῶν τέτοιων ποὺ ἐξέθεσα παραπάνω. τοὺς ξέρω καλὰ τοὺς παρθενοσυλλέκτες ποὺ ἐμφυτεύουν τέτοιες «μεγάλες ἰδέες» σὲ τέτοιους ταπεινοτάτους ἐγωϊστάκους, ποὺ τοὺς σηκώνεται ἡ ἰδέα τους ἔτσι ἀπὸ τότε κυρίως ποὺ τοὺς ἔρχεται ἡ βιολογικὴ ἀφλογιστία. εὐτυχῶς λοιπὸν ὁ ἠλίθιος πατέρας πείσθηκε τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ σωφρονήσῃ καὶ νὰ μὴν κρατάῃ φανάρι στὸν ἐπίδοξο μοιχὸ τῆς κόρης του.
183 Αὐτοὶ οἱ «γεροντάδες» τελευταία ἔχουν γίνει μεγάλη μάστιγα, σὰν τοὺς Ῥώσους στάρετς τῆς ἐποχῆς τοῦ Ῥασποῦτιν, οἱ ὁποῖοι ὡδήγησαν τὸν θεοτρεμῆ Ῥωσικὸ λαὸ κατ᾽ εὐθεῖαν στὴν καταπακτὴ τοῦ κομμουνισμοῦ. μὴ νομίσετε ὅτι ὁ Ῥασποῦτιν ἦταν μεμονωμένο κροῦσμα. ἁπλῶς ἦταν κορυφαῖο κροῦσμα ἀνάμεσα σὲ πολλὰ ἄλλα δεύτερα καὶ τρίτα καὶ πολλοστὰ κρούσματα. ὁ στάρετς Ῥασποῦτιν ἦταν καρπὸς κλίματος. καὶ στὶς μέρες μας γέμισε ὁ τόπος τέτοιους, γέμισαν τὰ μυαλὰ μὲ τέτοια σιχαμερὴ νοοτροπία. σιχάθηκα ν᾽ ἀκούω «Ὁ γέροντας» καὶ «Εἶπε ὁ γέροντας», καὶ «Ἔχεις γέροντα;» καὶ «Ἔχω γέροντα» καὶ «Κάνε ὑπακοὴ» καὶ «Κάνω ὑπακοὴ στὸ γέροντα» καὶ «Πῆρα εὐλογία ἀπὸ τὸ γέροντα» καὶ ἄλλες τέτοιες ἀηδίες τῆς παρακμῆς καὶ τῆς σαπίλας. Ῥασπουτινόχρονοι καὶ Ῥασπουτινοκαιροὶ οἱ μέρες μας. ξέρω κυρία, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸ «γέροντα», στὸν ὁποῖο «κάνει ὑπακοή», «ἔχει εὐλογία» νὰ κάνῃ ἐκτρώσεις. τί διαβολογέροντας εἶναι τέλος πάντων αὐτὸς καὶ τί διαβολοϋπακοὴ εἶναι αὐτὴ καὶ τί διαβόλου εὐλογία; γιὰ νὰ μὴ σᾶς πῶ καὶ τί ἄλλο ξέρω γιὰ τοὺς γεροντάδες. δὲν ντρέπονται οἱ παρθενοσυλλέκτες καὶ γυναικοσυλλέκτες; οἱ ἐνδύνοντες εἰς τὰς οἰκίας καὶ αἰχμαλωτίζοντες γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις, ἀγόμενα ἐπιθυμίαις ποικίλαις, πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα (Β’ Τι 3,6-7), ὅπως λέει στὴν τελευταία Ἐπιστολή του κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. (= Αὐτοὶ ποὺ κάνουν βουτιὰ μέσα στὰ σπιτικὰ κι αἰχμαλωτίζουν γυναικάρια κατάφορτα ἀπὸ ἁμαρτίες, ποὺ ἄγονται καὶ φέρονται ἀπὸ παρδαλὲς ἐπιθυμίες, ποὺ ὅλο μαθαίνουν καὶ μαθαίνουν καὶ δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ φτάσουν στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας).
184 Θὰ σᾶς φανῇ ἀπίστευτο. παρθενοσυλλέκτης δίδασκε σὲ ἀντρόγυνα, ποὺ καταπίεζε, ὅτι ἡ συνουσία τοῦ ἀντρογύνου πρέπει νὰ γίνεται μ᾽ ἕνα χοντρὸ σεντόνι ἀνάμεσά τους, ποὺ νὰ ἔχῃ μόνο μιὰ τρύπα γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσί της• ὥστε ἡ ὁλοκλήρωσι νὰ γίνεται, χωρὶς οἱ σύζυγοι νὰ βλέπωνται γυμνοί, οὔτε ἐν μέρει, διότι αὐτὸ κατὰ τὴ γνώμη του εἶναι ἁμαρτία καὶ «πορνικὸ αἶσχος». κι ὁ μεγάλος ῥαββῖνος τῶν Ἰουδαίων Ἀκιβά, μέγας ἐχθρὸς τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ἐκεῖνος ποὺ πρῶτος ἑρμήνευσε τὸ Ἆισμα καββαλιστικά, ἢ ὅπως λὲν «ἀλληγορικά», γύρω στὸ 130 μ.Χ., δίδασκε ὅτι οἱ σύζυγοι κατὰ τὴ συνουσία δὲν πρέπει νὰ κάνουν τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκσπερμάτωσι• οὔτε χάδια οὔτε ἄλλες τρυφερότητες κι ἐκδηλώσεις ἀγάπης, οὔτε πρὶν οὔτε μετὰ τὴν ἐκσπερμάτωσι• κι ἀμέσως μετὰ ἀπ᾽ αὐτὴν πρέπει ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο νὰ φεύγῃ ἀπὸ τὸ κρεβάτι (Ταλμούδ, Λεχώνα (= Νιδδά), 2 14b-15a Γεμαρά). ἄλλος δὲ παρθενοσυλλέκτης τῶν ἡμερῶν μας μοῦ ἔλεγε• «Ἡ συνουσία τοῦ ἀντρογύνου πρέπει νὰ γίνεται σὰ μιὰ ἔνεσι, σὰν ἕνα ἐμβόλιο• καὶ …χωρὶς ἡδονή. κάθε ἡδονὴ καὶ κάθε χάδι εἶναι ἁμαρτωλὰ καὶ πρόστυχα».
185 Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται σὲ πολλὰ πράγματα, καὶ στὶς βλακεῖες τῶν παρθενοσυλλεκτῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες φαίνεται πόσο φθονοῦν τὴ χαρὰ τῶν ἐγγάμων, πόσο πάσχουν φθονώντας.
186 Γι᾽ αὐτὸ οἱ παρθενοσυλλέκτες τὶς ζόρικες ἀφι – ερωμένες τους, ποὺ ἐκτρέπονται στὸ γάμο, τὶς παραχωροῦν στοὺς ἀντεραστάς των, τοὺς συζύγους δηλαδή, μόνο γιὰ τὴν ἀπαραίτητη γονιμοποίησι, τὴν ἔνεσι. τὰ χάδια καὶ τὰ ἐρωτόλογα τὰ κρατοῦν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους• γιατὶ αὐτοὶ αὐτὰ τὰ ἔχουν ἐξαγιασμένα καὶ κεχαριτωμένα, καὶ ὄχι πρόστυχα πορνικὰ καὶ κτηνώδη, ὅπως τὰ ἔχουν οἱ σύζυγοι. γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε κι ὁ Ἀκιβὰ τὰ λόγια τοῦ Ἄισματος τὰ ἑρμήνευσε καββαλιστικά, ὅτι δηλαδὴ λ.χ. οἱ δύο μαστοὶ τῆς κοπέλλας τοῦ Ἄισματος εἶναι οἱ δύο πέτρινες πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές, γιὰ νὰ τὸ ἐξαγιάσῃ τὸ βιβλίο. καὶ καλὰ θὰ ἦταν ὁ θεὸς γιὰ τοὺς συζύγους νὰ τὴν κάνῃ τὴν ἔνεσι νὰ πονάῃ καὶ λίγο, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν τοὺς ἄκουσε τοὺς παρθενοσυλλέκτες. ἀντὶ γιὰ πόνο ἢ ναυτία τῆς ἔβαλε ἡδονή, καὶ οἱ καημένοι οἱ παρθενοσυλλέκτες δὲν ξέρουν πῶς νὰ τὴν ἀποτοξινώσουν τώρα. προσπαθοῦν ὅμως φιλότιμα, ὅσο μποροῦν, νὰ τὴν ἐξουδετερώσουν μ᾽ αὐτὰ ποὺ κάνουν στ᾽ ἀντρόγυνα ποὺ ἔχουν στὸ χέρι τους. ὅσο γι᾽ αὐτὸν τὸ θεό, ὅταν τὸν βροῦν στὸν παράδεισο, θὰ τοῦ τραβήξουν τὸ αὐτὶ γι᾽ αὐτὰ ποὺ ἔκανε.
……………………………………………….
269
Πανόμορφο πανέξυπνο καὶ εὐγενέστατο ἀνήλικο τῆς Α’ γυμνασίου, ποὺ μεγαλόδειχνε, ἦταν ἡ Θεανώ, ὅταν πῆγε στὸ ἰδιωτικὸ γυμνάσιο τοῦ παρθενοσυλλέκτου. κι ἐκεῖνος ἅπλωσε τὰ χέρια του ἐπάνω της πολλὲς φορὲς πολὺ ἄσχημα ἐπὶ τέσσερα χρόνια. τὸ παιδί, ποὺ οἱ γονεῖς του ἦταν ἐργάτες στὴ Γερμανία, ὑπέκυπτε μέχρι καὶ τὴν Δ’ τάξι, ὅταν ἦταν 16 ἐτῶν καὶ φαινόταν σὰν 25. ἄριστη μαθήτρια στὸ α’ ἑξάμηνο τῆς Α’, ξέπεσε ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα σὲ μαθήτρια γενικοῦ βαθμοῦ 11 – 12. κι ἔφυγε μετὰ τὴν Δ’ τάξι, χωρὶς νὰ ἔχῃ προαχθῆ. ἔφυγε ἀπὸ τὸ οἰκοτροφεῖο τοῦ σχολείου στὰ 17 της, πῆγε στὸ χωριό της, κι ἀπὸ κεῖ σχεδὸν ἀμέσως σὲ πόλι. κι ἀλήτεψε κι ἔγινε πόρνη. στὰ 55 της, πόρνη οὖσα, τὴν ἐπισκέφτηκε μιὰ συμμαθήτριά της, γιὰ νὰ τὴ συμμαζέψῃ. ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἡ Θεανὼ εἶπε στὴ συμμαθήτριά της καὶ τὰ ἑξῆς. «Ὄχι, δὲν μὲ διακόρευσε ὁ Τάδε (=ὁ παρθενοσυλλέκτης). ὅταν ἔφυγα ἀπὸ τὸ οἰκοτροφεῖο, ἤμουν ἀκόμη παρθένα. μὲ διακόρευσε ὁ πρῶτος πελάτης γιὰ 100 δραχμές, ποὺ δὲν τὶς εἶχα κι ἀνάγκη• καὶ μοῦ εἶναι ἄγνωστος. ὁ Τάδε; ὁ ἀνίκανος; μακάρι νὰ μὲ διακόρευε καὶ νὰ συνουσιαζόταν μαζί μου ὅλα τὰ τέσσερα χρόνια. θὰ ξεθύμαινα. δὲν θὰ γινόμουν πόρνη. θἄβρισκα ἔπειτα ἕναν παρακατιανὸ γκόμενο καὶ θὰ παντρευόμουν. ὁ Τάδε ὁ φλῶρος μοῦ ἔσπασε τὰ νεῦρα μὲ τὰ ἀνολοκλήρωτα ξεβρακώματα καὶ πλακώματά του. τέσσερα χρόνια κάθε μέρα μὲ κούρντισε τόσο πολύ, ποὺ στὸ τέλος ἤθελα νὰ πορνεύσω μὲ χίλιους ἄντρες ἕνα ἑκατομμύριο φορὲς ἀσταμάτητα. τὸν καιρὸ ποὺ ξέφυγα ἀπὸ τὰ νύχια του νόμιζα πὼς ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ τῆς γῆς εἶναι βρόμικοι σὰν αὐτόν• καὶ δὲν ἤθελα οὔτε ν᾽ ἀκούσω γιὰ Χριστιανισμό. μόνο σὰν πόρνη κατάλαβα ὅτι δὲν εἶναι ἔτσι». ἔδωσε δὲ στὴ συμμαθήτριά της ἀνοιχτὸ καὶ τὸ παρακάτω γράμμα, μὲ τὴν παράκλησι νὰ βρῇ τὴ διεύθυνσι τοῦ παρθενοσυλλέκτου, καὶ νὰ τοῦ τὸ ταχυδρομήσῃ.
«Κύριε Τάδε, Ξέρω ὅτι θὰ πάω στὴν κόλασι, γιατὶ εἶμαι πόρνη. μὰ νομίζω πὼς δὲν γίνεται νὰ εἶσαι στὸν παράδεισο ἐσύ, ποὺ μὲ κατάντησες πόρνη, τὴν ὥρα ποὺ ἐγὼ θὰ εἶμαι στὴν κόλασι.
Θεανὼ Τ.».
270 Ὅταν ὁ ἄντρας τῆς συμμαθητρίας της μοῦ ἔδειξε ἀνοιχτὸ αὐτὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ διάβασα, ῥάγισα καὶ ἔσταξαν τὰ μάτια μου. καὶ τοῦ εἶπα νὰ πῇ διὰ μέσου τῆς γυναικός του στὴ Θεανώ, πρῶτον ὅτι τὸ γράμμα της τὸ διάβασα κι ἐγὼ καὶ τῆς παραγγέλλω• «Μὴν πᾷς μαζὶ μ᾽ ἐκεῖνον στὴν κόλασι. ἐσένα ὁ Χριστὸς σὲ θέλει μαζί του στὸν παράδεισο• μὴν τοῦ χαλᾷς χατίρι»• καὶ δεύτερον νὰ μὴ στείλῃ τὸ γράμμα, ἀλλὰ ν᾽ ἀπόσχῃ ἀκόμη κι ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν ὑποτυπώδη ἐκδίκησι. καὶ τὸ ἀρνὶ τοῦ θεοῦ πείσθηκε. κι ἔμεινε παρθένα ἀπὸ ἐκδίκησι. χωρὶς ὅμως νὰ ἐνημερώσω κανέναν ἀπὸ τοὺς τρεῖς τους, ἀνέλαβα νὰ στείλω τὸ γράμμα ἐγὼ τόσο στὸ συγκεκριμένο παρθενοσυλλέκτη ὅσο καὶ σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο μ᾽ αὐτὸ τὸ βιβλίο γιὰ λογαριασμὸ καὶ τῆς Θεανῶς καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἀθῴων παιδιῶν, τὰ ὁποῖα λέρωσαν καὶ κούρντισαν κι αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι παρθενοσυλλέκτες.
271 Ὁμολογῶ ὅτι δίσταζα νὰ γράψω αὐτὸ τὸ ἐπικίνδυνο βιβλίο — ὁ κάθε ἄντρας, νομίζω, μπορεῖ νὰ δειλιάσῃ γιὰ λίγο μπροστὰ στὴν ἐγκόσμια δύναμι καὶ στὴ διαβολιὰ καὶ διαβολὴ τοῦ καρτὲλ τῶν παρθενοσυλλεκτῶν —, κι ὅτι μὲ ἔπεισε ὁριστικὰ αὐτὸ τὸ γράμμα. σὲ μιὰ ὥρα ἀνέσυρα ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο μου τὸ προεκτεθειμένο ὑλικὸ κι ἄρχισα νὰ συντάσσω τὸ βιβλίο. ἕνα μὴ ἐπιστημονικὸ βιβλίο καὶ τόσο μικρὸ γράφεται μὲ μιὰ ἀνάσα.
καὶ ὅλοι τους εἶναι τυπικὰ ἢ ἄτυπα ἐξομολόγοι τοὐλάχιστο τῶν θηλυκῶν στὰ ὁποῖα κυριαρχοῦν ἢ ἐκείνων τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ πιθανὰ θηράματά τους.
διακρίνονται γιὰ τὴν ἄσβεστη κάψα τους νὰ κυριαρχοῦν σὲ κορίτσια καὶ γυναῖκες. ἀποφεύγουν τοὺς ἄντρες «ὅπως ὁ διάολος τὸ θυμιάμα» κατὰ τὴν παροιμία, καὶ ἀγαποῦν πολὺ τὶς κοπέλλες ὅπως ὁ λαγὸς τὰ μαρούλια. ὅταν χρειάζωνται καὶ κάποιον ἄντρα γιὰ τὶς ἀγγαρεῖες των, τὸν κρατοῦν σὲ ἀπόστασι καὶ κυρίως μακριὰ ἀπὸ τὰ θηλυκά τους· διότι εἶναι ἔντονα ζηλότυποι.
2 οἱ παρθενοσυλλέκτες εἶναι πάντοτε ἄνθρωποι φθονεροί. ἀπὸ φθόνο διάλεξαν τὴν ἄγαμη ζωὴ κι ἀπὸ φθόνο πάλι μεταμελήθηκαν στὸ βάθος γιὰ τὴν ἐπιλογή τους κι ἔγιναν παρθενοσυλλέκτες. ὅ,τι κάνουν τὸ κάνουν πάντα ἀπὸ φθόνο. τὸν πρῶτο φθόνο ἀνέπτυξαν, ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν νὰ εἶναι κατώτεροι ἀπὸ κάποιους, δὲν τοὺς τὸ ἐπέτρεπε ἡ φθονερὴ μωροφιλοδοξία τους. τὸν δεύτερο φθόνο ἀνέπτυξαν, ἐπειδὴ μετὰ τὴν ἀπόφασί τους γιὰ ἀγαμία λαχτάρησαν τὶς χαρὲς τῶν ἐγγάμων, κατ’ οὐσίαν ἀθέτησαν τὴν πρώτη τους ἀπόφασι, καὶ ῥίχτηκαν στὴν ἀπόκτησι τῆς ἐξουσίας τῶν ἐγγάμων ἐπάνω στὶς γυναῖκες των. ὁ πρῶτος φθόνος τους ἦταν μωροφιλόδοξος, ὁ δεύτερος ἐρωτικὸς καὶ σεξουαλικός. κατακάηκαν γιὰ θηλυκά, πάντοτε γιὰ πολλὰ θηλυκὰ αὐτοί, διότι κάθε λαχταριστὸ θηλυκὸ τὸ θέλουν δικό τους, καὶ ῥίχτηκαν μὲ πάθος στὴν ἀπόκτησι ὅσο γίνεται περισσοτέρων θηλυκῶν. θέλουν πάρα πολὺ νὰ εἶναι ἔγγαμοι ἄγαμοι ἀλλὰ ταυτόχρονα νὰ εἶναι καὶ ἄγαμοι ἔγγαμοι. ἐν τέλει δηλαδὴ εἶναι καὶ ψυχοπαθεῖς.
3 μὴ θέλοντας ὅμως «νὰ τὰ πετάξουν», διότι ἀπὸ τὴν πίστι βιοπορίζονται καὶ αἰσχροκερδοῦν, καὶ χωρὶς αὐτὸ θὰ ἦταν ἄνεργοι καὶ ἄποροι τεμπέληδες καὶ ἀκαμάτες, διότι χωρὶς τὸ δίχτυ τῆς ἐξομολογήσεως δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ψαρεύουν καὶ νὰ ψωνίζουν θηλυκά, ἀφοῦ τὸ μόνο φλέρτ, στὸ ὁποῖο τὰ καταφέρνουν, εἶναι ἡ ἐξομολόγησι κοριτσιῶν, διότι ἂν προσπαθοῦσαν νὰ φλερτάρουν κοπέλλα ὄχι σὰν «πάτερ» ἢ «διδάσκαλοι» ἀλλὰ σὰν ἄντρες, δὲν θὰ γύριζε νὰ τοὺς κυττάξῃ οὔτε μία. δὲν πετοῦν τὸ ῥάσο καὶ τὴν «ἀγαμία» τους, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ ἐργαλεῖο τους. ἔτσι λοιπόν, ἀποφεύγοντας καὶ τὸ ῥεζίλεμα τοῦ νὰ «τὰ πετάξουν», μεθόδευσαν τὴν ἀπόλαυσι τῶν θηλυκῶν μ’ ἕναν ὕπουλο τρόπο, ὥστε καὶ νὰ φαίνεται ὅτι ἡ «παρθενική» τους ζωὴ συνεχίζεται καὶ τὴν κυριαρχία στὰ θηλυκὰ ν’ ἀπολαμβάνουν. σπανίως ὑπάρχουν καὶ παρθενοσυλλέκτες λαϊκοί.
4 ἐπειδὴ μέχρι ν’ ἀποδράσουν ἀπὸ τὸ «γέροντά τους» ἢ μέχρι νὰ τὰ τινάξῃ ὁ «γέροντάς τους», ποὺ τὴν «κοίμησί του» τὴ λαχταροῦν ὅσο τίποτε ἄλλο στὴ ζωή τους, ἢ μέχρι νὰ κάνουν κουράγιο νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ ἕνα «γέροντα», ποὺ δὲν λέει ὁ ἀφιλότιμος νὰ τὰ τινάξῃ, καὶ μέχρι νὰ στήσουν τὸν ἱστό τους τόσο γιὰ νὰ πιάνουν θηλυκὰ ὅσο καὶ γιὰ νὰ πραγματοποιοῦν εἰσπράξεις, τὶς ὁποῖες συνήθως λὲν «εὐλογίες θεοῦ», οἱ περισσότεροι γίνονται 50 – 60 ἐτῶν, ὅταν ἐπὶ τέλους ἀποκτοῦν τὸ λαχταριστὸ χαρέμι τους, δὲν ἔχουν πιὰ τὶς προϋποθέσεις νὰ θυσιάσουν τὴ μαύρη «παρθενία τους» ἀνατομικῶς, οἱ πλεῖστοι παρθενοσυλλέκτες δὲν φτάνουν μέχρι τ’ ὡλοκληρωμένο ζευγάρωμα μὲ τὰ θηλυκά τους· χωρὶς βέβαια νὰ λείπουν καὶ μερικὲς περιπτώσεις ποὺ ὁλοκληρώνουν. οἱ πλεῖστοι παραμένουν παρθένοι• μιξοπάρθενοι δηλαδή.
…………………………………………………………
6 Τὸ θηρευτικὸ πεδίο, στὸ ὁποῖο βγαίνουν γιὰ σαφάρι θηλυκῶν οἱ παρθενοσυλλέκτες, εἶναι οἱ οἰκογένειες τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, οἱ ἐνορίες τῶν ἐκκλησιῶν, καὶ τὰ κατηχητικὰ θηλέων τῶν ἐνοριῶν. τὰ δίχτυα ποὺ ἁπλώνουν γιὰ τὴ θήρευσι ἢ στρατολόγησι τῶν θηλυκῶν γενιτσάρων εἶναι διάφορα. οἱ παρθενοσυλλέκτες ἀναπτύσσουν ἔντονο ἐνοριακὸ ἔργο μὲ πολλὲς κοπέλλες καὶ γυναῖκες βοηθούς, βγαίνουν 10 μῆνες τὸ χρόνο ἀπὸ τὸ μοναστήρι τους σὲ σαφάρι ἐξομολογήσεως, διοργανώνουν συχνὲς προσκυνηματικὲς ἐκδρομές, στέλνουν τὰ παλιότερα «κορίτσια τους» κατηχήτριες στὶς ἐνορίες κι ἐκεῖ ἐκεῖνες στρατολογοῦν τὰ ἐκλεκτότερα κατὰ τὴν ἐκτίμησί τους μικρὰ κορίτσια σὲ ὁμάδες, τὶς ὁποῖες τραβοῦν σὲ αἴθουσες τοῦ μεγάλου παρθενοσυλλέκτου σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς πόλεως μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐνορία τους ἢ κι ἀπὸ τὴν ἐπισκοπή τους, ἱδρύουν κατασκηνώσεις, καί, τὸ καρποφορώτερο, ἰδιωτικὰ λύκεια γυμνάσια δημοτικά. ὅλ’ αὐτὰ ἀσφαλῶς εἶναι πολλὲς φορὲς ὑγιῆ πράγματα, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς στήνονται καὶ σὰν ἱστοὶ ἀράχνης ἀπὸ τοὺς παρθενοσυλλέκτες, οἱ ὁποῖοι αἰχμαλωτίζουν πολλὰ κορίτσια, διενεργοῦν συστηματικὸ παιδομάζωμα, κι ἀποβουτυρώνουν τελείως ἐνορίες καὶ οἰκογένειες. γίνεται μεθοδικὴ κι ὁλοκληρωτικὴ ἀπομύζησι. ἕνας παρθενοσυλλέκτης ἔλεγε• «Ἀφῆστε ἐκεῖ μόνο τὶς πόρνες».
…………………………………………………………
12 Ὁ παρθενοσυλλέκτης ὑπολογίζει πολὺ τὸ νεαρὸ «κορίτσι», πρῶτα διότι εἶναι ὄμορφο καὶ τρυφερό, δεύτερον διότι συνεχῶς ζητεῖται ἀπὸ ὑποψηφίους γαμπροὺς σὲ νόμιμο γάμο, καὶ τρίτον διότι οἱ γονεῖς του εἶναι ἀκόμη νέοι κι ἐπικίνδυνοι. ἐξ ἄλλου ὁ παρθενοσυλλέκτης εἶναι σὰν τὸ μουσουλμάνο σεΐχη, ποὺ θέλει στὸ χαρέμι του κάθε λίγο κι ἕνα καινούργιο καὶ τρυφερὸ κορίτσι. τὸ ἴδιο θέλει κι ὁ παρθενοσυλλέκτης. ἔχει πολλὰ «κορίτσια», ἀλλὰ ἀστειεύεται, φλυαρεῖ, φλερτάρεται, καὶ χαϊδεύεται μὲ τὰ μικρά, τὰ τροφαντά, τὰ καινούργια, ποὺ θ’ ἀκούσουν τὶς ἐξυπνάδες του ὡς πρεμιέρες. καὶ κυρίως φλερτάρει ἐκεῖνα ποὺ ὡς κοπέλλες ἔχουν ζήτησι ἀπὸ ὑποψηφίους γαμπρούς. διότι ἔτσι ἀποδεικνύεται καὶ νικητής. καὶ μέχρι ποὺ ἔχουν ζήτησι, μέχρι τὰ 30 – 35 τους νὰ ποῦμε, τὰ πολιορκεῖ συνεχῶς• κι ἐκεῖνα αἰσθάνονται συναισθηματικῶς χορτᾶτα, κι ἀποκρούουν κάθε γαμπρό. ὅταν μιὰ κοπέλλα ἀφιερωμένη φτάσῃ σὲ ἡλικία, ποὺ εἶναι πλέον ἀζήτητη, τότε ἀρχίζουν γι’ αὐτὴ τὰ δύσκολα. τ’ ἀδέρφια της εἶναι ὅλα παντρεμένα, κυττάζουν τὶς οἰκογένειές των, ἴσως καὶ τὰ πρῶτα ἐγγόνια τους, λοξοκυττάζουν ἴσως καὶ τὸ μοιράδι της ἀπὸ τὴν πατρικὴ περιουσία, ἂν δὲν τὸ βούτηξε κι αὐτὸ ὁ παρθενοσυλλέκτης — ὁ κάθε παρθενοσυλλέκτης εἶναι ἀπαραιτήτως καὶ συλλέκτης περιουσιῶν καὶ διακεκριμένος προικοθήρας — , οἱ γονεῖς της εἶναι ὑπέργηροι, ἂν δὲν εἶναι ἤδη πεθαμένοι, καὶ δὲν ἔχουν πλέον τὴ δύναμι ἢ τὴ βούλησι ἢ τὴν ἐξουσία ν’ ἀντιδράσουν. ὅλ’ αὐτά, καὶ τὸ ὅτι στὸ χαρέμι του ἦρθαν κι ἄλλα νεώτερα καὶ τρυφερώτερα κορίτσια, τὸν πείθουν ὅτι μπορεῖ καὶ νὰ παραπετάξῃ κάπου τὴ
13 σαραντάρα καὶ πενηντάρα. ἂν αὐτὴ ἔχῃ κάποια προσόντα γιὰ στρατολόγησι νεωτέρων κοριτσιῶν γιὰ τὸν παρθενοσυλλέκτη ἢ διοικητικὰ προσόντα γιὰ τὴ διοίκησι τμήματος τοῦ χαρεμιοῦ, λ.χ. γιὰ διευθύντρια ἑνὸς οἰκοτροφείου μαθητριῶν ἢ φοιτητριῶν – αὐτὰ εἶναι συνήθως προθάλαμοι ἢ διαλογιστήρια τῶν χαρεμιῶν τοῦ παρθενοσυλλέκτου – , τότε κι αὐτὴ ἡ «μπάμπω» ἔχει γι’ αὐτὸν κάποια ἀξία. ἂν εἶναι λ.χ. μιὰ ὀδοντίατρος ποὺ τοῦ ἀποφέρει σοβαρὰ λεφτά, ἢ μιὰ συμβολαιογράφος ποὺ τοῦ ἀποφέρει κατὰ καιροὺς καμμιὰ ἀξιόλογη γεροντικὴ διαθήκη «ὑπὲρ τῆς ἱεραποστολῆς του…» κλπ., ἔχει κάποια εὔνοιά του. ἂν ἦταν ἁπλῶς μιὰ νόστιμη κοπέλλα, ποὺ τώρα ἔχει τραχύνει μπαταλιάσει χοντρύνει σταφιδιάσει, κι ἂν τὴν κάποια προῖκα της ὁ παρθενοσυλλέκτης τὴν ἔχῃ πρὸ πολλοῦ ῥευστοποιήσει καὶ συγχωνεύσει μὲ ἄλλες ὄχι πολὺ σημαντικὲς προῖκες καὶ τὴν ἔχῃ μεταλλάξει σὲ νεοανεγερθέντα μεγάλα κτήρια καὶ μεγάλες ἐγκαταστάσεις, σχολεῖα, κατασκηνώσεις, αἴθουσες, ἰδιωτικοὺς ναούς, οἰκοτροφεῖα κλπ., τότε ἀλίμονό της. εἶναι μιὰ λησμονημένη σταφίδα. κάνει μαῦρο μάτι γιὰ νὰ δῇ ἕνα χαμόγελο τοῦ παρθενοσυλλέκτου. καὶ λιώνει καταφρονημένη στὴν ἀφάνειά της. τότε εἶναι κυριολεκτικὰ μιὰ «μπάμπω». γίνεται ὑπηρέτρια καὶ σκλάβα μιᾶς νεαρῆς ποὺ τὴν εἶχε μαθήτρια στὸ κατηχητικό της. ὁ παρθενοσυλλέκτης φτάνει μέχρι τὸ σημεῖο νὰ εἰρωνεύεται, νὰ βρίζῃ μὲ τὸ παραμικρό, ἀκόμη καὶ νὰ κακομεταχειρίζεται τὴ «μπάμπω». πρὶν ἀπὸ 50 χρόνια ἡ προίκα, ποὺ ἀπαιτοῦσαν οἱ γαμπροὶ ἀπὸ τὶς νύφες, ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες κοινωνικὲς μάστιγες. σήμερα τὸ ἔθιμο τῆς ἀπαιτήσεως καταργήθηκε. δὲν τὸ κατήργησε ἡ ἐκκλησία οὔτε τὸ κράτος, ἀλλ᾽ ἡ κοινωνία μόνη της. σήμερα οἱ μόνοι προικοθῆρες ποὺ ἔμειναν εἶναι οἱ παρθενοσυλλέκτες• ἀθεράπευτοι προικοθῆρες, λυσσασμένοι προικοθῆρες, ἄγριοι κι ἀπάνθρωποι προικοθῆρες,
14 ποὺ δὲν κάνουν τὴ δότρια σύζυγό τους καὶ μητέρα τῶν παιδιῶν τους. εἶναι δὲ οἱ περισσότερες ἀφι – ερωμένες καὶ ἀνασφάλιστες. μιὰ ζωὴ δουλεύουν χωρὶς μισθό, χωρὶς ἔνσημα. οἱ παρθενοσυλλέκτες ὡς ἐκμεταλλευταὶ εἶναι πιὸ ἀπάνθρωποι κι ἀπὸ τὸ χειρότερο κοσμικὸ ἐργοδότη. καὶ οἱ «μπάμπες» περιμένουν τὸ θάνατο ὡς λύτρωσι. σὲ «μπάμπες» ὁ παρθενοσυλλέκτης δὲν ἔχει τὸ κουράγιο νὰ χαρίσῃ οὔτε ἕνα γλυκὸ βλέμμα ἢ λόγο. δὲν προλαβαίνει ν’ ἀκκίζεται καὶ νὰ χαριεντίζεται μὲ τὶς μικρές• ποῦ νὰ βρῇ χρόνο γιὰ τὶς «μπάμπες»; θέλει ὅμως νὰ τὶς κατέχῃ γιὰ λόγους ἀσφαλείας. μιὰ ἀποχώρησί τους, ἀνέλπιστη στὴν πραγματικότητα, βάζει σὲ κίνδυνο τὰ μυστικὰ τοῦ παρθενοσυλλέκτου, ποὺ δὲν ἀντέχουν στὴ δημοσιότητα. τὶς ἱκανώτερες «μπάμπες» ὁ παρθενοσυλλέκτης τὶς τοποθετεῖ διευθύντριες σ’ ἐπαρχιακὰ οἰκοτροφεῖα του θηλέων, ἂν ἔχουν καὶ κάποιο πτυχίο. κι ἐκεῖνες σκίζονται νὰ ἐπανακτήσουν τὴν εὔνοιά του ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ μὲ τὸ νὰ στρατολογοῦν γι’ αὐτὸν καινούργια καὶ φρέσκα «κορίτσια». καὶ παίρνουν γιὰ μπόνους ἕνα γλυκόλογο ἐκείνου, καὶ τρελλαίνονται ἀπὸ τὴ χαρά τους. καὶ διαπρέπουν σ’ αὐτὸ τὸ ἀπεγνωσμένο ζητιανηλίκι. καὶ γίνεται ζηλότυπος ἀνταγωνισμὸς ἀνάμεσα στὶς «μπάμπες» γιὰ τὸ ποιά θὰ στρατολογήσῃ τὶς περισσότερες καὶ ὡραιότερες καινούργιες κοπέλλες• κι ἂν εἶναι καὶ πλούσιες, τόσο τὸ καλλίτερο• οἱ παρθενοσυλλέκτες οὐδέποτε περιφρονοῦν τὸ χρῆμα.
…………………………………………………………
20 Ἕνας φίλος μου μοῦ διηγήθηκε τὴν ἀκόλουθη ἱστορία. «Μιὰ φορὰ πρὸ τοῦ 1963 ἕνας παρθενοσυλλέκτης ἀπέκτησε ἀνέλπιστα δυὸ κάρτες τοῦ βασιλέως, ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἕνας αὐλικός, γιὰ νὰ τοῦ κλείσῃ τὸ στόμα. μιὰ μόνο φορὰ στὴ ζωή μου εἶδα τέτοιες κάρτες, καὶ τὶς ἔβλεπα ἐπὶ πολὺν καιρό. ἦταν μικρὲς σκληρὲς στιλπνές πολυτελέστατες, καὶ στὴν πάνω ἀριστερὴ γωνία ἔγραφαν κάτω ἀπὸ ἕνα στέμμα σὲ δυὸ σειρὲς κειμένου ΥΨΗΛΗι ΕΠΙΤΑΓΗι ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΟΣ. ὁ ἄνθρωπος τὶς εἶχε σὰν τὸν πολυτιμότερο θησαυρό του. προεξωφλοῦσε ὅτι θὰ χρησιμοποιοῦσε τὴ μιὰ γιὰ νὰ ψηφιστῇ διδάκτωρ καὶ τὴν ἄλλη γιὰ νὰ ψηφιστῇ καθηγητὴς πανεπιστημίου. κάποτε ἦρθε στὸ οἰκοτροφεῖο φοιτητριῶν, ποὺ ἤλεγχε αὐτός, μιὰ «αἰθέρια ὕπαρξι», ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσε αὐτὸς ὁ ἴδιος, ἡ ὁποία ἐκδήλωνε σαφεῖς καὶ ἰσχυρὲς τάσεις ν’ ἀφιερωθῇ, ἀλλ’ «ἀναζητοῦσε τὸν ἀξιοπιστότερο πνευματικὸ πατέρα». ἦταν ὄντως πολὺ ὄμορφη, πολὺ ἔξυπνη, καὶ πολὺ πλούσια• καὶ τὸ δὴ κάλλιστον, ἦταν εὐπειθεστάτη. ὁ ζάπλουτος πατέρας της εἶχε ἕνα φοβερὸ πρόβλημα• ὁ γιός του, κατηγορούμενος γιὰ λιποτάκτης, ἦταν προφυλακισμένος κι ἐπρόκειτο νὰ δικαστῇ σὲ στρατοδικεῖο. ἐκεῖνα τὰ χρόνια τὰ μεταπολεμικὰ τέτοιο παράπτωμα περίμενε ποινὴ τοὐλάχιστο ἰσοβίου φυλακίσεως. ὁ πατέρας ἦταν διαλυμένος. ὅταν «εἶπε τὸν πόνο του» στὸν παρθενοσυλλέκτη μὲ τὴν παράκλησι «Μὴ πῇς τίποτε γι’ αὐτὸ τὸ ζήτημα στὴν κόρη μου, δὲν θέλω νὰ μαραζώσῃ ἀπὸ τώρα», παρ’ ὅλο ποὺ τὸν εἶπε τὸν πόνο του ἔτσι μόνο γιὰ παρηγοριὰ δηλαδή, ὁ παρθενοσυλλέκτης ἀποφάσισε νὰ θυσιάσῃ τὴ μιὰ βασιλικὴ κάρτα του• «ὄχι γιὰ τὸ γιὸ τὸν ἀλήτη», δηλαδή, ὅπως μοῦ ἔλεγε ὁ ἴδιος, «ἀλλὰ γι᾽ αὐτὴ τὴ χαρισματοῦχο ὕπαρξι, ποὺ εἶναι πιὸ ἁγνὴ κι ἀπὸ τὸ χιόνι, τὴν προωρισμένη γιὰ ὑψηλὰ πράγματα, τὴν προικισμένη ἀπὸ τὸ θεό». τὴν προικισμένη κι ἀπὸ τὸν πατέρα της δηλαδή, κι ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ θεό. κι ὅταν οἱ παρθενοσυλλέκτες «κερδίζουν μιὰ ψυχὴ γιὰ τὸ θεό», κερδίζουν εἴπαμε, μαζὶ καὶ τὴν προῖκα της καὶ κάθε γονικὴ κληρονομιά της. ἐγὼ τότε ἤμουν πολὺ νέος γιὰ νὰ ἑρμηνεύω τέτοιες μεγάλες θυσίες• καὶ θαύμασα τὴ
21 θυσία του καί γε τὸν ἱεραποστολικὸ ζῆλο του. μοῦ λέει ὁ παρθενοσυλλέκτης• «Φέρε μου τὶς κάρτες». διότι τὶς φύλαγα ἐγώ. κι ἀπὸ τὸ πολὺ τὸ φύλαγμα δὲν μποροῦσα νὰ τὶς βρῶ. τὸ φακελάκι τους εἶχε σφηνωθῆ σὲ μιὰ δυσεξιχνίαστη πτυχὴ τοῦ περιεχομένου τοῦ σχετικοῦ συρταριοῦ τόσο διαβολεμένα, ποὺ δὲν φαινόταν, κι ἐγὼ πῆγα νὰ τρελλαθῶ. ἐντυπωσιακώτερο ὅμως ἦταν ὅτι ὁ παρθενοσυλλέκτης μοῦ εἶπε ἐξαγριωμένος «Ἂν δὲν βρεθοῦν, θὰ σὲ σκοτώσω», κάτι ποὺ μετὰ τὸ καλὸ τέλος θεώρησα μόνο σὰν τρόπο τοῦ λέγειν. εὐτυχῶς λοιπὸν βρέθηκαν. ἔδωσε τότε τὴ μία κάρτα στὸν πονεμένο πατέρα, ἡ κάρτα παρέλυσε τοὺς στρατοδίκες, ὁ λιποτάκτης ἀπαλλάχτηκε, κι ὁ πατέρας του τὸν ἔστειλε ἀμέσως στὸ ἐξωτερικό, ἡ δὲ «αἰθέρια ὕπαρξι» τὴν ἄλλη μέρα κιόλας ἔφυγε ἀπὸ τὸ οἰκοτροφεῖο, διέκοψε κάθε σχέσι μ᾽ αὐτό, κάθισε σ᾽ ἕνα διαμέρισμα, κι «ἔκανε τὴ ζωή της»• τὴν παραέκανε δηλαδή. γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ξεβγαλμένη σὲ θαυμαστὸ βαθμό. δὲν ξέρω ἂν ἡ μαστοριὰ ἦταν ἰδέα δική της ἢ τοῦ πατέρα της ἢ κοινὴ προσπάθεια. πάει ἡ μιὰ κάρτα! ὅταν ἦταν ν᾽ ἀξιοποιηθῇ ἡ ἄλλη, ὁ Μεγαλειότατος ἀπουσίασε γιὰ πάντα». αὐτὰ μοῦ διηγήθηκε ὁ φίλος μου.
22 Πολὺ ἀργότερα κατάλαβα πόσο λαχταριστὴ καὶ πολύτιμη εἶναι μιὰ «αἰθέρια ὕπαρξι» σ᾽ ἕναν παρθενοσυλλέκτη, πόσο κουράγιο καὶ κέφι κι εὐφορία τοῦ χαρίζει γιὰ τὴν ἱεραποστολή του, πόσο ἡ κάψα του ταυτίζει τὸν «αἰθέρα» της μὲ τὴν πνευματικότητα, καὶ πόσο τὸν μαστουρώνει καὶ τὸν τυφλώνει αὐτὴ ἡ κάψα του, ὥστε νὰ τὸν ἐμπαίζῃ καὶ μιὰ καρατέτοια.
…………………………………………………………
56 Μιὰ φορὰ πήγαινα σ᾽ ἕνα ἐκτροφεῖο «ἀφι – ερωμένων» μαζὶ μὲ κάποιον ποὺ ἦταν «τὸ παιδὶ γιὰ τὶς ἀγγαρεῖες τοῦ γέροντα». ὁ «παρθενὼν» ἦταν ἐκτὸς πόλεως, γι᾽ αὐτὸ καὶ φυλαγόταν ἀπὸ ἕνα θεριεμένο λυκόσκυλο. μόλις ἄνοιξε ἡ αὐλόπορτα μὲ τὸ ἠλεκτρικὸ κουδούνι, μᾶς γαύγιξε τὸ λυκόσκυλο, ἀλλ᾽ ἐνῷ ἐγὼ φοβήθηκα, ὁ ἄλλος γέλασε, καὶ μοῦ ἐξήγησε• «Μὴ φοβᾶσαι, δὲν δαγκώνει ποτὲ κανέναν, οὔτε κἂν ὁρμάει, γιατὶ εἶναι εὐνουχισμένο• τὸ εὐνούχισε ὁ γέροντας». ἔχοντας ἀκούσει πρώτη φορὰ τέτοιο πρᾶγμα, ῥώτησα• «Γιατί;». «Γιατί», μοῦ λέει, «δὲν εἶναι σωστὸ σὲ κοινόβιο κοριτσιῶν νὰ ὑπάρχῃ ἕνα βαρβᾶτο λυκόσκυλο. ὅσο γιὰ τοὺς κλέφτες, αὐτοὶ δὲν ξέρουν ὅτι εἶναι εὐνουχισμένο καὶ δὲν δαγκώνει. τὸ βλέπουν τί θηρίο εἶναι, τὸ ἀκοῦν πῶς γαυγίζει, καὶ φοβοῦνται». κι αὐτὸ γιὰ βαρβᾶτο σὲ κοινόβιο πρώτη φορὰ τὸ ἄκουγα. καὶ δὲν τὸ κρύβω τώρα ἐδῶ ὅτι ἀπ᾽ αὐτὸ μέτρησα μέσα μου τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ «γέροντα» στὴν ἁγνότητα τῶν «ἀφι – ερωμένων» του παρθένων, καὶ στὴ διδασκαλία του βέβαια καὶ στὸ ὅλο «πνευματικὸ» ἔργο του. τὸ ὅλο θέμα μοῦ φάνηκε πολὺ τρελλό. σὰν ἀγρότης ἐξοικειωμένος μὲ τὰ ζῷα ἤξερα καλὰ ὅτι ποτὲ κανένα ζῷο δὲν ὀρεξεύεται σεξουαλικὰ τὸν ἄνθρωπο ἢ ἔστω ἕνα ζῷο ἄλλου εἴδους, ἂν δὲν ἐθιστῇ ἀπὸ τὸν κακοήθη ἄνθρωπο. πρώτη φορὰ ἄκουγα νὰ ἐξουδετερώνῃ παρθενοσυλλέκτης τὸν ἀντεραστή του μὲ εὐνουχισμό.
57 Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἦταν ἕνας δεινὸς παρθενοσυλλέκτης καὶ στάρετς. ἦταν ἡγούμενος ἀντρικοῦ μοναστηριοῦ ἀλλ᾽ εἶχε καὶ τέσσερα καινούργια γυναικεῖα μοναστήρια στὴν Ἀττικὴ καὶ σὲ νησιά. καὶ ὅλο στὰ γυναικεῖα βρισκόταν• ἐκεῖ εἶχε στήσει σὰν ἀράχνη τοὺς ἱστούς του καὶ μάζευε μοναχὲς ἀλλὰ καὶ λαϊκὲς «ἀφιερωμένες»• στίφη πολυπληθῆ. ὅταν τοὺς δύο θερινοὺς μῆνες Ἰούλιο καὶ Αὔγουστο βρισκόταν στὸ ἀντρικὸ μοναστήρι του, γιὰ νὰ ὑποδέχεται τοὺς θερινοὺς θρησκοτουρίστες καὶ νεοχατζῆδες, ἐκεῖ θέσπιζε ἀλλόκοτα πράγματα. κοινωνοῦσαν ὅλοι μέρα παρὰ μέρα. μιὰ φορὰ ῥώτησα ἕνα μοναχό του• «Γιατί τὸ κάνετε αὐτό;». μοῦ λέει• «Μὲ τὴν τόσο συχνὴ θεία κοινωνία, εἶπε ὁ γέροντας, εἴμαστε ὡς “λέοντες πῦρ πνέοντες” ἀπὸ τὰ ῥουθούνια μας, κι ὁ σατανᾶς δὲν τολμάει νὰ μᾶς πλησιάσῃ, γιατὶ θὰ καῇ»! ὥσπου ὁ γέροντας μπούχτισε ὅλα τὰ ἐδῶ καὶ ἔφυγε σὲ χώρα μακρινὴ καὶ εὐδαίμονα, ὅπου ἀπέκτησε καὶ ἰθαγένεια• καὶ φώλιασε. ἐκεῖ καθαιρέθηκε κάποτε κι ἔπειτα ἀποκαταστάθηκε. θὰ πῶ κάτι
58 ποὺ ἔκανε, ὅταν ἦταν ἡγούμενος ἐδῶ. ἕναν νέο 22 ἐτῶν, ποὺ ἤθελε νὰ παντρευτῇ, ὁ στάρετς τὸν ἔπεισε νὰ μονάσῃ. ἐκεῖ ποὺ ὁ νέος ἑτοιμαζόταν νὰ καρῇ μοναχός, ὁ γέροντας τοῦ λέει• «Ὄχι• ἔχω ἀποκάλυψι ὅτι πρέπει νὰ παντρευτῇς»• ὁ νέος σάστισε, ἀλλὰ καὶ πάλι πείσθηκε. ὁ γέροντας τοῦ εἶπε καὶ ποιά θὰ πάρῃ. ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὁ παρθενοσυλλέκτης εἶχε μιὰ ἄγαμη «λαϊκὴ ἀφιερωμένη» 50 χρονῶν, ποὺ ἤθελε νὰ μονάσῃ σὲ γυναικεῖο μοναστήρι τοῦ γέροντος, ἀλλ᾽ ἦταν ὑψηλόμισθη ὑπάλληλος μεγάλης τραπέζης, κι ὁ γέροντας τὴν ἤθελε μαζὶ μὲ τὴν παχυλὴ σύνταξί της. ἂν ἦταν ἔγγαμη, θὰ μποροῦσε νὰ πάρῃ τὴ σύνταξί της πρόωρη. τότε ἦταν ὅμως ἄγαμη. λέει λοιπὸν ὁ γέροντας στὸ νέο• «Θὰ παντρευτῇς, ἀλλὰ μετὰ μιὰ ἑβδομάδα θὰ χωρίσῃς “ἀπὸ συμφώνου”, καὶ θὰ μονάσετε καὶ οἱ δυό. μὴ ῥωτήσῃς Γιατί ἔτσι». «Νἆναι εὐλογημένο, γέροντα». λέει πάλι ὁ γέροντας• «Εἶναι ἡλικιωμένη. θὰ πᾶμε στὴν Ἀθήνα, θὰ εἶναι ὅλα τὰ χαρτιὰ ἕτοιμα• θὰ στεναφανωθῆτε• θὰ εἶναι μόνον ὁ παπᾶς ποὺ θὰ σᾶς στεφανώσῃ, ἐγώ, ὁ κουμπάρος, καὶ σεῖς οἱ δύο. δὲν θὰ καλέσῃς οὔτε τοὺς γονεῖς σου• οὔτε θὰ τοὺς πῇς ὅτι παντρεύεσαι. θὰ τελειώσουμε σὲ μία μέρα. στὴν ἐκκλησία δὲν θὰ γυρίσῃς οὔτε νὰ τὴν κυττάξῃς. δὲν θὰ τὴ γνωρίσῃς, δὲν θὰ ξέρῃς ποιά εἶναι. ἀμέσως μετὰ τὰ στέφανα ἐμεῖς θὰ φύγουμε, ἐκείνη θὰ πάῃ στὸ σπίτι της. θὰ κάνῃς ὑπακοή». καὶ «ἔκανε ὑπακοὴ» τὸ μοσχαράκι. ἔτσι λέγεται αὐτὴ
59 ἡ ἔκφρασι, ὅπως λένε «ἔκανε κέφι» ἢ «κάνε παιχνίδι», «κάνε τσιγάρο». καὶ — ὢ τοῦ θαύματος! — ἔγιναν ὅλα ὅπως τὰ «ᾠκονόμησεν ὁ γέροντας», ὁ στάρετς, μὲ καταπληκτικὴ ταχύτητα, μὲ ἀνεπανάληπτο αὐτοματισμό, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀνάγλυφα τὸ πλῆθος καὶ τὸ κοινωνικὸ ὕψος τῶν λάτρεων τοῦ γέροντος. οἱ μεγάλοι μεγάλοι μιὰ ζωὴ εἶναι ἄδικοι καὶ ἄθεοι, ἀλλὰ κάποιοι στὸ τέλος γίνονται θρησκομανεῖς λάτρεις τέτοιων ὑποκειμένων• τὸ φαινόμενο εἶναι διεγνωσμένο. μοῦ εἶπε ἀργότερα τὸ παιδί• «Δὲν ἔτρεξα γιὰ χαρτιὰ καθόλου, δὲν εἶδα ποτὲ τὰ χαρτιά, καλὰ καλὰ δὲν ἤξερα ὅτι βγαίνουν καὶ χαρτιὰ καὶ τί χαρτιά, δὲν εἶδα ποτὲ τὸ πρόσωπό της, δὲν ἦταν ντυμένη νύφη, δὲν ἔμαθα τὸ ἐπίθετό της, δὲν συγκράτησα τὸ μικρό της ὄνομα ποὺ ἀκούστηκε στὴ στέψι, φύγαμε ἀμέσως, δὲν ἔκανα τίποτε γιὰ διαζύγιο, δὲν ἔμαθα τίποτε ἄλλο, ἂν τὴν ξαναδῶ δὲν θὰ τὴ γνωρίσω, δὲν τὸ πίστευα ὅτι εἶμαι ὁ γαμπρὸς τοῦ γάμου». μετὰ μιὰ ἑβδομάδα οἱ θαυμασταὶ τοῦ γέροντος ἔβγαλαν τὸ διαζύγιο. πρέπει νὰ ὑπάρχῃ πολλὴ σῆψι σὲ τέτοια θρησκόληπτα ὑψηλὰ πρόσωπα. κι ὁ γέροντας εἶπε στὸ νέο• «Πήγαινε σπίτι σου• μὴ λὲς σὲ κανέναν τίποτε. σὰ νὰ μὴν ἔγινε. νομίζω, πρέπει νὰ παντρευτῇς. βρὲς μιὰ κοπέλλα καὶ παντρέψου, εἶσαι ἐλεύθερος• νὰ παντρευτῇς δὲν ἤθελες ἀρχικά;». οὔτε γάτα οὔτε ζημιά. ἀργότερα διαπιστώθηκε ὅτι τὴν ἑπομένη τῆς στέψεως ἡ «νύφη» πῆρε πρόωρη σύνταξι ὡς ἔγγαμη• μετὰ λίγες μέρες πῆρε διαζύγιο. κι ἔπειτα μαζὶ μὲ τὴ σύνταξί της
60 ἔγινε μοναχὴ σ᾽ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα γυναικεῖα μοναστήρια τοῦ γέροντος. ὁ νέος μετὰ ἕνα χρόνο ἀγάπησε μιὰ κοπέλλα τοῦ τόπου του κι ἀρραβωνιάστηκαν. παρθένοι, ἁγνοί, καὶ εὐσεβεῖς καὶ οἱ δύο• καὶ πολὺ εὐτυχισμένοι. ὁ πατέρας τῆς κοπέλλας ἀνέλαβε νὰ βγάλῃ τὰ χαρτιὰ καὶ τῶν δύο γιὰ τὸ γάμο, κι ἐκεῖ ἐξερράγη ἡ νάρκη. βλέπει ὁ πεθερὸς τὰ χαρτιὰ τοῦ γαμπροῦ• «Ὁ Τάδε ποὺ ἔρχεται εἰς δεύτερον γάμον μετὰ τὸ διαζύγιό του μὲ τὴν Τάδε κλπ.»! ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὸ πρῶτο σὸκ ἔγινε θηρίο. «Τὸν πρόστυχο! τὸν ἀπατεῶνα! δεύτερος γάμος! κι ὁ πρῶτος; καὶ παιδιά; καὶ πόσα; καὶ διατροφές; καὶ γιατί ἡ ἀπόκρυψι; κλπ.». ἐμβρόντητοι ἔμειναν καὶ οἱ γονεῖς τοῦ νέου. «Μὰ ὁ γιός τους δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ διάστημα μεγαλείτερο ἀπὸ 10 μέρες! ποιός γάμος; ποιό διαζύγιο; κάποιο λάθος θἄγινε!». ὁ παρὰ λίγο πεθερὸς καὶ ἡ παρὰ λίγο νύφη ἦταν ἐξωργισμένοι καὶ ἀμετάπιστοι. ὁ νέος τὰ ὡμολόγησε στοὺς γονεῖς του ὅλα. μόνο ποὺ δὲν πέθαναν. ἦταν ὅμως ἀργά. τὰ πάντα ἀδιόρθωτα. σήμερα ὁ νέος ἐκεῖνος εἶναι 45 ἐτῶν, ἀκόμη ἄγαμος, πληγωμένος, κατασκανδαλισμένος. ἡ πενηντάρα – ἑβδομηντάρα μονάζει καὶ ὁσιεύεται. ὁ γέροντας φωλιάζει, βόσκει, καὶ θαυματουργεῖ στὸ ἄλλο ἡμισφαίριο τῆς γῆς. λέγεται ὅτι, ὅταν λειτουργῇ, δὲν πατάει στὴ γῆ• βρίσκεται μετέωρος 1,20 μ. πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος. ὁ στάρετς καὶ παρθενοσυλλέκτης ἔχει τώρα ἐκεῖ 17 (δεκαεφτὰ) γυναικεῖα μοναστήρια — μόνο γυναικεῖα, κανένα ἀντρικό— καὶ ἀμέτρητα πλήθη ἀφιερωμένων γυναικῶν, μόνο γυναικῶν, ὅπως μοῦ εἶπε παλιός μου «φίλος» καὶ συμφοιτητὴς (ἄλλης σχολῆς) καὶ τώρα μοναδικὸς ἀρσενικὸς ὑποτακτικὸς
61 τοῦ «γέροντος». αὐτὸς ὁ ὑποτακτικός, λαϊκὸς ἀκόμη, κουβαλοῦσε τακτικὰ σ᾽ αὐτὸν τὸν παρθενοσυλλέκτη στάρετς – γέροντα μορφῖνες. μιὰ φορά, καθὼς κουβαλοῦσε τὶς μορφῖνες, τὸν τράκαρε ἕνας ἀπὸ πίσω, τοῦ τσαλάκωσε τὸ πὸρτ – μπαγκάζ, καὶ τὰ ζουμιὰ τῶν μορφινῶν ἔτρεχαν στὴν ἄσφαλτο. βλέπει ἡ τροχαία τὶς μορφῖνες καὶ τὸν συλλαμβάνει (ἦταν τὸ 1968). τοὺς λέει• «Εἶμαι προσωπικὸς γιατρὸς τοῦ Τάδε «γέροντος», καὶ τοῦ πηγαίνω αὐτὰ τὰ φάρμακα, ἐπειδὴ τὰ ἔχει ἀνάγκη. τοῦ λένε• «Τόσο πολλὲς μορφῖνες; αὐτὲς εἶναι γιὰ ἀρρώστους ἑνὸς νοσοκομείου γιὰ ἕνα ἔτος! κι ἀπὸ τί πάσχει ὁ ἐν ἐνεργείᾳ ἡγούμενος;». δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς πῇ ἀπὸ τί ἔπασχε ὁ γέροντας. τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ τηλεφωνήσῃ σὲ κάποιον. ἐκεῖνος, ἀντὶ σὲ δικηγόρο, τηλεφώνησε σὲ κάποια προσωπικότητα, κι ἡ προσωπικότητα σὲ κάποιον ἀνώτατο ἀξιωματικὸ τοῦ στρατοῦ, κι ὁ ἀνώτατος ἀξιωματικὸς διέταξε τὴν τροχαία νὰ τὸν ἀφήσουν ἐλεύθερο. τὸν ἄφησαν ἐλεύθερο μὲ τὴν ἐξωργισμένη παρατήρησι• «Θὰ σὲ παρακολουθοῦμε• ἂν ξανασυμβῇ αὐτό, θὰ σὲ συλλάβουμε. καὶ θὰ πᾷς φυλακή. δὲν θὰ τὴν ξαναγλυτώσῃς». ἐγὼ τὰ ἔμαθα ἀπὸ τὸ γιατρὸ καὶ τὴν «προσωπικότητα» διασταυρωμένα.
…………………………………………………………
80 Ἕνας μεγάλος παρθενοσυλλέκτης πίεζε ἀπὸ μακριὰ μιὰ ὄμορφη ἔξυπνη κι εὐκατάστατη τελειόφοιτη λυκείου ν᾽ ἀφιερωθῇ. τὴν πίεζε μέσῳ μιᾶς ἀπὸ τὶς «δεσποινίδες» του, ποὺ ἦταν καὶ λυκειάρχισσα τῆς μαθητρίας. εἶχε μάντρες «ἀμνάδων» — οἱ ἴδιοι τὶς λένε κι ἔτσι — σὲ ὀχτὼ πόλεις, καὶ ἡ μαντὰμ τῆς κάθε μάντρας ἦταν παρθενοσυλλέκτρια γιὰ λογαριασμό του. ἡ τοπικὴ παρθενοσυλλέκτρια λοιπὸν καὶ λυκειάρχισσα πίεζε τὴν ἐν λόγῳ μαθήτρια ν᾽ ἀφιερωθῇ, λέγοντάς της τὸ πολύχρηστο «Ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ ξέρῃς, ἐγὼ ξέρω ὅτι δὲν κάνεις γιὰ γάμο, ἀλλὰ γι᾽ ἀφιέρωσι• καὶ θὰ εἶναι βλασφημία ἐναντίον τοῦ θεοῦ ν᾽ ἀποκρούσῃς τὴν κλῆσι του… κλπ. κλπ.». ἤξερε ἡ «μπάμπω» τί ἤθελε ὁ θεός, καὶ τὸν ἐκπροσωποῦσε αὐτόκλητη. καὶ δὲν καταλάβαινε ὅτι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι βλασφημία τοῦ θεοῦ. ὑποχρέωνε δὲ τὴν κοπέλλα νὰ γράφῃ καὶ ἡμερολόγιο κάθε μέρα, γιὰ νὰ παρακολουθῇ τὸν ἐσωτερικό της κόσμο καὶ νὰ ἑλίσσεται καταλλήλως, συμβουλευόμενη καὶ τὸ «διδάσκαλο» τηλεφωνικῶς.
81 Τὴν κοπέλλα τὴν ἀγαποῦσε κι ἕνας δάσκαλος, ὁ ὁποῖος ἐπιδίωκε ὁ καψερὸς νὰ τὴ συναντάῃ. οἱ «θεοῦσες» «μάζευαν» τὴν κοπέλλα στὸ μαθητικὸ οἰκοτροφεῖο, γιὰ νὰ μὴν τὴ βρίσκῃ ὁ δάσκαλος. μιὰ φορὰ τὸν εἶδαν νὰ περνάῃ ἀπὸ τὸ δρόμο, κι αὐτὲς μέσ᾽ ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ πάνω ὀρόφου τὸν κουτσομπόλευαν, τὸν κορόιδευαν, καὶ γελοῦσαν. πολὺ ἀργότερα ἡ κοπέλλα μοῦ εἶπε• «Ἐγὼ δὲν τὸν ἤθελα. μὲ πείραξε ὅμως ποὺ τὸν κορόιδευαν ἔτσι. γιατί; τί κακὸ ἔκανε; αὐτὲς δὲν ἤξεραν ὅτι δὲν τὸν ἤθελα. γιατί λοιπὸν προεξωφλοῦσαν τὴ συμφωνία μου μαζί τους, ὅταν τὸν κορόιδευαν; δὲν ἔβλεπαν ὅτι ἐγὼ δὲν γελοῦσα; καὶ γιατί τὸν κορόιδευαν τὸν ἄνθρωπο;».
82 Κάποτε ἡ πίεσι ποὺ ἀσκοῦνταν στὴν κοπέλλα ἔγινε ἀβάσταχτη, καὶ ἡ κοπέλλα θυμήθηκε ἐμένα. ἡ ἀλλιότικη περὶ γάμου κι ἀφιερώσεως ἄποψί μου εἶχε τότε γνωσθῆ πολύ. κι ἄκουσε κι ἐκείνη. πολλὰ κορίτσια τότε κατέφευγαν σ᾽ ἐμένα, νὰ μὲ ῥωτήσουν ἂν ἁμαρτάνουν ἢ βλασφημοῦν τὸ θεό, ἐπειδὴ θέλουν νὰ παντρευτοῦν. καὶ τὶς κατατόπιζα, καὶ παντρεύονταν. ἡ ἐν λόγῳ μὲ πλησίασε στὴν ἀρχὴ πολὺ ἐπιφυλακτικά. πρῶτα τηλεφωνικῶς μόνο• καὶ μοῦ ἔδωσε ψεύτικο ὄνομα. καὶ μὲ ῥώτησε τὰ περὶ γάμου πολλὲς φορὲς ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους. μὲ εἶχε ἐντυπωσιάσει. κατάλαβα ὅτι φοβόταν πολύ. εἶχε καῆ στὸν τραχανᾶ καὶ φυσοῦσε καὶ τὸ γιαούρτι. ὅταν βεβαιώθηκε ὅτι πράγματι ἔχω τὴν ἄποψι, γιὰ τὴν ὁποία φημιζόμουν, φανέρωσε τὸ πραγματικό της ὄνομα καὶ ἦρθε στὴ Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας μαζί της καὶ τοὺς τόμους τοῦ ἡμερολογίου της. φυσικὰ δὲν εἶχα χρόνο νὰ τοὺς διαβάσω. μία σελίδα ποὺ διάβασα φωναχτὰ μπροστά της, μοῦ φάνηκε τόσο ἀστεία, ποὺ γέλασα. κι ἀκόμη τὴν πειράζω γιὰ κείνη τὴ σελίδα καὶ γελοῦμε. σήμερα εἶναι πολύτεκνη μητέρα. τότε τὴν ἔβαλα καὶ μοῦ εἶπε τί περίπου γράφει στὸ ἡμερολόγιό της, τί θέλει, καὶ τί τῆς λέει ἡ «δεσποινὶς» τοῦ «διδασκάλου».
83 Μοῦ εἶπε ὅτι θέλει πολὺ νὰ παντρευτῇ, κι ἂν μπορῶ νὰ τῆς ὑποδείξω τὸν κατάλληλο ἄντρα. τῆς εἶπα• «Ἂν ἄκουσες ὅτι ἔτσι γίνεται, δὲν ἀληθεύει• αὐτὸ δὲν τὸ κάνω ποτέ. μπορῶ ὅμως νὰ σὲ βοηθήσω ὡς ἑξῆς. ἀφοῦ μπορεῖς νὰ ἔρχεσαι ἀπὸ τὴν πόλι σου κάθε Σαββατοκύριακο, θὰ ἐκκλησιάζεσαι στοὺς ναοὺς ποὺ κηρύττω. ἐκεῖ θὰ βλέπῃς γύρω μου πολλοὺς νέους ἄντρες. ἂν σ᾽ ἀρέσῃ κανείς, γνωρίσου μαζί του ἄφοβα, καὶ σὺ ξέρεις. παντρευτεῖτε. μερικοὶ εἶναι ἤδη παντρεμένοι, καὶ θὰ εἶναι μὲ τὶς γυναῖκες τους δίπλα τους. γνωρίσου μ᾽ αὐτές, ἔμπα στὴν ὁμάδα τους, πές τις ἄφοβα τὸ αἴτημά σου, ὅπως τὸ λὲς καὶ σὲ μένα, κι ἐκεῖνες θὰ σὲ βοηθήσουν ἀποτελεσματικὰ καὶ ταχύτατα». μοῦ λέει• «Πρώτη φορὰ βλέπω κι ἀκούω ἱεροκήρυκα νὰ μιλάῃ ἔτσι. ὅταν πρωτάκουσα γιὰ σᾶς, δὲν πίστευα. ἐπὶ τέλους θὰ κάψω καὶ τὰ ἡμερολόγια, καὶ δὲν θὰ ξαναγράψω. τὰ ἔγραφα γιὰ τὴ «δεσποινίδα», καὶ συνεχῶς γράφω μόνο ἕνα πρᾶγμα• ἂν «Σήμερα ἀγωνίστηκα νὰ ξεπεράσω τὴν ἐπιθυμία τοῦ γάμου», κι ἂν «Ἀρχίζω ν᾽ ἀνταποκρίνωμαι πλέον στὴν κλῆσι τοῦ θεοῦ ν᾽ ἀφιερωθῶ». τὸ βαρέθηκα αὐτὸ τὸ στύψιμο. ἐπὶ τέλους εἶμαι ἐλεύθερη». τῆς λέω• «Ὄχι• θὰ συνεχίσῃς νὰ γράφῃς ἡμερολόγιο». «Τί;!». «Ναί• καὶ θὰ γράφῃς• «Ἐπὶ τέλους ξεπέρασα τὴν ἐπιθυμία τοῦ γάμου, καὶ λαχταρῶ ν᾽ ἀφιερωθῶ». «Τί; μὰ τί μοῦ λέτε τώρα;». τῆς λέω• «Βοήθησέ με νὰ τοὺς χειριστῶ σὰν πειραματόζῳα μέσῳ σου». τὄπιασε καὶ τὄκανε.
84 Μόλις ἔγραψε τέτοια, ἡ «δεσποινὶς μπάμπω» εἰδοποίησε πάραυτα τὸ «διδάσκαλο». ἐκεῖνος εἶχε ὁρίσει γιὰ τὴν ἐπικείμενη Κυριακὴ ἐπίσημη διάλεξι στὴ Θεσσαλονίκη, καὶ τὴν εἶχε ἀναγγείλει κι ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες. ματαίωσε τὴ διάλεξι καὶ γεμάτος εὐφορία καὶ ἀνεκλάλητη κι ἀσυγκράτητη χαρὰ ἑτοιμάστηκε γιὰ τὴν ἐπαρχιακὴ πόλι. ἐγὼ τὸν παρατηροῦσα μέχρι καὶ ποιό κουστούμι διάλεγε. τοῦ λέω• «Καλά, καὶ ἡ διάλεξι;». μοῦ λέει• «Μὲ καλοῦν μείζονα καθήκοντα• ἀναπλήρωσέ με ἐδῶ ἐσύ». «Ἐν τάξει» τοῦ λέω. ἔφυγε ἀπὸ Σάββατο πρωΐ. τηλεφωνῶ στὴν κοπέλλα• «Ἔλα ἀμέσως στὴ Θεσσαλονίκη». ἦρθε. τὴ Δευτέρα ὁ «διδάσκαλος» ἐπέστρεψε ἄκεφος• οὔτε «κορίτσι» οὔτε διάλεξι. τοῦ λέω• «Λύθηκε τὸ ζήτημα; τί ἦταν;». μοῦ λέει• «Δυστυχῶς δὲν λύθηκε• μπῆκε ὅμως σὲ καλὸ δρόμο. δεσμεύτηκα νὰ τηρήσω ἐχεμύθεια καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ λεπτομέρειες». τοῦ λέω• «Κανένα πρόβλημα• δὲν ἐπιμένω νὰ γνωρίζω ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα».
85 Λέω στὴν κοπέλλα• «Τώρα ποὺ θὰ γυρίσῃς στὴν πόλι σου, καὶ θὰ σὲ ῥωτήσουν, νὰ πῇς ὅτι καὶ τὴν ἄλλη Κυριακὴ θὰ ἔρθῃς στὴ Θεσσαλονίκη κατ᾽ ἀπαίτησι τοῦ πατέρα σου τάχα. δὲν θὰ ἔρθῃς ὅμως. θὰ μείνῃς στὴν πόλι σου ἐξαφανισμένη μὲς στὸ σπίτι σου ἀπὸ Σάββατο πρωΐ μέχρι Κυριακὴ μετὰ τὴν ἐκκλησία. ἐκκλησιάσου σ᾽ ἕνα διπλανὸ χωριό. καὶ μετὰ τὴν ἐκκλησία θὰ ἐμφανιστῇς ὁπωσδήποτε στὴ «δεσποινίδα»• νὰ σὲ δῇ ὁπωσδήποτε. κι ὅταν σὲ ῥωτήσῃ, θὰ πῇς• «Δὲν τοῦ ταίριαξε τοῦ πατέρα μου, καὶ δὲν πήγαμε». καὶ τὸ ὅτι θἀρθῇς στὴ Θεσσαλονίκη νὰ τὸ πῇς Παρασκευὴ ἀπόγευμα». κι ἔκανε ἀκριβῶς ἔτσι. κι ὁ «διδάσκαλος», ποὺ γιὰ τὴ δεύτερη ἐκείνη Κυριακὴ λογάριαζε νὰ πάῃ πάλι στὴν ἐπαρχιακὴ πόλι, «ἐπειδὴ τὸ ζήτημα παρουσίασε ἔξαρσι», τὸ Σάββατο πρωΐ ἀποφάσισε νὰ μὴν πάῃ, καὶ τὴν Κυριακὴ ἔκανε μιὰ πρόχειρη καὶ μὴ ἀναγγελθεῖσα ὁμιλία. καὶ ἦταν ἄκεφος. τοῦ λέω• «Τί τρέχει; γιατί δὲν πῆγες;». μοῦ λέει ἀόριστα• «Κάποιες ἐπιπλοκές…». τὸ βράδυ ὅμως ἦταν πολὺ στενοχωρημένος. προφανῶς ἡ «δεσποινὶς» τοῦ τηλεφώνησε• «Ἐδῶ ἦταν». πανάθεμά τα• οὔτε διάλεξι τῆς προκοπῆς, οὔτε «κορίτσι» πάλι. τοῦ λέω• «Ἄσχημες ἐπιπλοκές, ἔ;». ἔκανε ἕνα μορφασμὸ σχετλιασμοῦ, σὰ νἄλεγε «Ἄστα…».
86 Ὀχτὼ φορὲς ἔγινε αὐτὴ ἡ διπλῆ μανούβρα μέσα σ᾽ ἕνα ἑξάμηνο. στὴ μικρὴ πόλι ὁ «διδάσκαλος», στὴ Θεσσαλονίκη ἡ κοπέλλα• στὴ μικρὴ πόλι ἡ κοπέλλα, στὴ Θεσσαλονίκη ὁ «διδάσκαλος». ἀκεφιὲς ὁ διδάσκαλος, ἄνετη παρακολούθησι ἐγώ. τὸν τρέλλανα, καὶ τὸ γλεντοῦσα. τὸ μόνο δυσάρεστο γιὰ μένα ἦταν ὅτι δὲν εἶχα ἕνα δεύτερο γνώστη, νὰ γελοῦμε μαζί. μόνος του κανεὶς δὲν γελάει καὶ πολύ. μιὰ φορὰ πρὸς τὸ τέλος σὲ σχετικὴ ἐρώτησί μου ὁ παρθενοσυλλέκτης εἶπε• «Νὰ ξέρῃς ἕνα πρᾶγμα. ὅταν ὁ διάβολος ἐμποδίζῃ κάτι μὲ ὅλη του τὴ λύσσα, αὐτὸ τὸ κάτι εἶναι κάτι πολὺ μεγάλο, καὶ θὰ γίνῃ ὁπωσδήποτε• θὰ σπάσῃ ὁ διάβολος τὸ πόδι του». προσθέτω• «Καὶ τὰ κέρατά του». οἱ «διδάσκαλοι» μερικὲς φορὲς δίνουν εἰς ἀλλήλους ὑψηλὰ μαθήματα.
87 Μετὰ τὸ πέρας τοῦ ἑξαμήνου ἐκείνου ἡ κοπέλλα ἔβγαλε τὸ λύκειο, κι ἔγινε φοιτήτρια στὴ Θεσσαλονίκη. ἡ «δεσποινὶς» τῆς πρότεινε γιὰ τὸ καλοκαίρι ἐκδρομές, κατασκηνώσεις, κι ὅ,τι θέλει. ἡ κοπέλλα τῆς εἶπε ὅτι τὸ καλοκαίρι θὰ βοηθήσῃ τὸν πατέρα της, κι ὅτι θὰ ταξιδεύῃ μαζί του συχνά• «Ἂς τ᾽ ἀφήσουμε γιὰ τὸν Ὀκτώβριο». ἐρχόταν κάθε Σαββατοκύριακο στὴ Θεσσαλονίκη. ἀγάπησε κάποιον ἀπὸ τὴν ὁμάδα ποὺ γνώρισε, καὶ λογοδέθηκαν. τοὺς εἶπα• «Ὁρίστε τὴν ἡμερομηνία τοῦ γάμου σας καὶ μὴν κάνετε ἐπίσημο ἀρραβῶνα». μ᾽ ἄκουσαν. εἶχα δεύτερο σχέδιο. ἤξερα ὅτι στὴ Θεσσαλονίκη οἱ δυό τους θὰ κυκλοφορήσουν μαζί, καὶ κάπου κάποτε θὰ τοὺς πάρῃ τὸ μάτι τῶν «κοριτσιῶν» τοῦ «διδασκάλου» ποὺ τὴ γνώριζαν. στὴ Θεσσαλονίκη τὰ «κορίτσια» τοῦ «διδασκάλου» εἶχαν μιὰ «μεγάλη Δεσποινίδα», τὴν ὁποία ὁ «διδάσκαλος» θεωροῦσε πιὸ τσαχπίνα στὸ παιδομάζωμα καὶ πιὸ τραβηχτική, καὶ καθὼς ἐκτελοῦσαν ὑπαγορεύσεις τοῦ «διδασκάλου» καὶ τῆς «Δεσποσύνης», θὰ μποροῦσα νὰ παρακολουθήσω τὸ φάσμα τῆς στρατολογήσεως σ᾽ ὅλο τὸ μεγαλεῖο του.
88
Τὰ «κορίτσια» λοιπὸν τοῦ «διδασκάλου» πρότειναν στὴν κοπέλλα νὰ μείνῃ στὸ οἰκοτροφεῖο τους. αὐτή, ἀπαντώντας μετὰ ἀπὸ ὁδηγίες μου, τὶς εἶπε• «Δὲν μπορῶ, δὲν μ᾽ ἀρέσει ἡ ζωὴ τοῦ οἰκοτροφείου, δὲν ἔχει τὶς ἀνέσεις ποὺ θέλω, δὲν τὰ μπορῶ τὰ προγράμματα, θέλω τὴν ἐλευθερία μου», καὶ ἄλλα τέτοια. τῆς εἶπα νὰ δείχνῃ ὅσο μπορεῖ πιὸ καλομαθημένη μὲ τὴν ἔννοια τῆς κακομαθημένης, ἰδιότροπη, ἀλαζονική, στριμμένη, ἀνυπόφορη. ἤθελα νὰ δῶ μέχρι ποῦ θὰ φτάσῃ ὁ παρθενοσυλλέκτης μειοδοτώντας. ἡ κοπέλλα, παρ᾽ ὅλο ποὺ ποτὲ δὲν τῆς ἐξήγησα γιὰ τὶς προειρημένες μανοῦβρες οὔτε γιὰ τίποτε ἄλλο, μ᾽ ἄκουγε σ᾽ ὅ,τι τῆς ἔλεγα. καταλάβαινε ἀόριστα ὅτι τοὺς ταλαιπωρῶ καὶ τοὺς βυθομετρῶ. τὰ «κορίτσια» λοιπὸν ὑποχωρώντας συνεχῶς στὰ τεχνητὰ καπρίτσια τῆς κοπέλλας, ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ τῆς προτείνουν νὰ διαλέξῃ ἕνα διαμέρισμα ὅ,τι λογῆς θέλει, νὰ τὸ πληρώνῃ «ἡ διεύθυνσι τοῦ οἰκοτροφείου», νὰ μένῃ μόνη της, νὰ τῆς πηγαίνουν τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα φαγητὸ ἀπὸ τὸ οἰκοτροφεῖο, ἤ, ἂν θέλῃ, ἰδιαίτερο φαγητό, ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἔστω καὶ ἰδεατὰ ἐντεταγμένη στὸ οἰκοτροφεῖο. αὐτὸ τὸ οἰκοτροφεῖο εἶναι ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης τοῦ παρθενοσυλλέκτου. τότε κατάλαβα ὅσο ποτὲ μέχρι ποῦ μπορεῖ νὰ φτάσῃ ἕνας παρθενοσυλλέκτης, ὅταν βάλῃ στὸ νοῦ του ν᾽ ἀποκτήσῃ ἕνα καλὸ συλλεκτικὸ κομμάτι. μιὰ φορὰ εἶπα στὴν κοπέλλα ἀστειευόμενος• «Ζήτα νὰ σοῦ δώσουν ὑπηρέτρια τὴ «Δεσποινίδα».
89 Φυσικὰ ἡ κοπέλλα δὲν δέχτηκε τίποτε ἀπ᾽ ὅσα τῆς πρότειναν οἱ «θεοῦσες», ὅπως τὶς λέει ὁ ἁπλὸς κόσμος. λέγονται καὶ «κότσοι». μετὰ λίγον καιρὸ τὴν εἶδαν νὰ κυκλοφορῇ σούρουπο στὴν παραλία μὲ τὸν ἀρραβωνιαστικό της πιασμένοι ἀπὸ τὸ χέρι. ἐκείνη ἀντιλήφθηκε ὅτι τὴν εἶδαν, ἀλλ᾽ ἔκανε πὼς δὲν ἀντιλήφθηκε. καὶ τὴν ἄλλη μέρα πῆγαν τὴ βρῆκαν στὴ σχολή της κι ἄρχισαν νὰ τῆς λένε• «Ἂν δὲν ἔρθῃς στὸ οἰκοτροφεῖο, μόνη σου θὰ διατρέξῃς μεγάλους ἠθικοὺς κινδύνους. ὁ διάβολος θὰ σὲ φτάσῃ στὸ σημεῖο νὰ γυρίζῃς νύχτα στὴν παραλία μὲ κανέναν ἀληταρᾶ». εἶναι καὶ προφήτισσες. ἐκείνη τὶς ἔλεγε• «Ἆ μπά, τέτοιο κατάντημα, δὲν νομίζω• σὲ τέτοιον πειρασμὸ δὲν ὑποκύπτω». ἐκεῖνες• «Μὴν ἔχῃς τέτοια ὑπερηφάνεια κι αὐτοπεποίθησι• αὐτὸ θὰ σὲ γκρεμίσῃ, θὰ καταντήσῃς νὰ γυρίζῃς πιασμένη χέρι – χέρι μὲ κανέναν ἀληταρᾶ»! ἀλλ᾽ ἐκείνη οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι.
90
Τὶς παραμονὲς τοῦ γάμου τους εἶπα στὰ δυὸ ἀρραβωνιασμένα παιδιὰ νὰ παρουσιαστοῦν στὸν παρθενοσυλλέκτη, καὶ νὰ τοῦ ἀνακοινώσουν τὸν ἀρραβῶνα τους καὶ τὸν ἐπικείμενο γάμο τους. νὰ τὸ κάνουν μετὰ τὸ πέρας τῆς ὁμιλίας του, ὅταν συνηθίζῃ νὰ χαιρετάῃ πολλοὺς δίπλα στὸ βῆμα καὶ νὰ κουβεντιάζῃ μὲ τὸν καθένα. κι ἐγὼ παρακολουθοῦσα ἀπὸ τὸν ἐξώστη τῆς αἰθούσης ἀνάμεσα σὲ πολὺ κόσμο. ὅταν πῆραν σειρὰ κι ὁ «διδάσκαλος» τοὺς εἶδε μπροστά του, λέει στὸν ἄντρα• «Ὢ ὢ ὤ, Φίλιππέ μου ἀγαπητέ, δὲν ξέρεις πόσο χαίρομαι ποὺ σὲ βλέπω!». τοῦ λέει ὁ ἄντρας• «Νὰ σᾶς γνωρίσω τὴ μνηστή μου». συγχαρητήρια χαρὲς καὶ γέλια ὁ «διδάσκαλος», κοπλιμέντα καὶ φιλοφρονήσεις• καὶ ῥωτάει• «Κι ἀπὸ ποῦ εἶναι ἡ ἐξαίρετη αὐτὴ κοπέλλα;». «Ἀπὸ τὴν τάδε πόλι». δεύτερη χαρὰ ὁ «διδάσκαλος». «Τί ὡραία τί ὡραία! δική μας πόλι.» «Καὶ πῶς λέγεται ἡ κοπέλλα;». «Λέγεται ἔτσι». Μόλις ἄκουσε τ᾽ ὄνομά της ὁ παρθενοσυλλέκτης, ταράχτηκε ἀνεξέλεγκτα, ἀγρίεψε, τοὺς ἀγνόησε, καὶ τοὺς δυό, γύρισε τὴν πλάτη του, χωρὶς καμμιὰ κουβέντα, καὶ χαιρέτησε ἄλλους.
91 Καὶ ὁ ἄντρας καὶ ἐγὼ μείναμε κατάπληκτοι. δὲν τὴ γνώριζε φυσιογνωμικὰ τὴν κοπέλλα, καὶ ἡ κοπέλλα δὲν σκέφτηκε νὰ μᾶς τὸ πῇ• νόμιζε ὅτι τὸ ξέραμε. ὁ ἄθλιος ὅλα ὅσα ἔκανε, ἡμερολόγια, μπαροῦφες περὶ γάμου καὶ ἀφιερώσεως, ταξίδια, δαπάνες, ματαιώσεις διαλέξεων, χασομέρια, ἄγχη, ὅλα τὰ ἔκανε γιὰ μιὰ κοπέλλα ποὺ δὲν γνώριζε. δὲν τὸ πιστεύαμε.
92 Τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ παρθενοσυλλέκτης εἶχε καταλάβει πολλά, καὶ μὲ μίσησε θανάσιμα καὶ ὕπουλα. καὶ ἡ περαιτέρω συνεργασία μας δὲν διήρκεσε παραπάνω ἀπὸ 1,5 ἔτος. θυμοῦμαι πῶς 3 μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴ διακοπή της, σ᾽ ἕναν ἄγριο καυγᾶ μας, ἄγριο ἐκ μέρους του δηλαδὴ καὶ κυνικὸ ἐκ μέρους μου, καυγᾶ γιὰ κάποια ἄλλα θέματα, ξαφνικὰ ἔσπασε, παράτησε τὸ συζητούμενο θέμα κι ἄρχισε νὰ φωνάζῃ ἄγρια• «Μοῦ ἔφαγες τὴν Τάδε, μοῦ ἔφαγες τὴν Τάδε, μοῦ ἔφαγες τὴν Τάδε…». ὠνόμασε πάνω ἀπὸ δέκα, ποὺ τὶς εἶχε γι᾽ ἀφιέρωσι, ἀλλ᾽ αὐτὲς παντρεύτηκαν, καὶ κυρίως τὴν προειρημένη, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα βέλαξε, λ.χ. σὰν «Εὐδοξίαααα». ἦταν ἔξαλλος• δὲν τὸν εἶχα δῆ στὴν κατάστασι ἐκείνη ἄλλη φορά. ἦταν σχιζοφρενὴς πάνω στὴν ἔκρηξί του, ποὺ κραυγάζει καὶ σχεδὸν γαυγίζει. τοῦ ἀπάντησα• «Δὲν σοῦ τὶς ἔφαγα ἐγώ• οἱ ἄντρες των σοῦ τὶς ἔφαγαν. ἐσὺ μὲ τοὺς ἄντρες των τί εἶσαι; ἀντεραστής; μοιχὸς κατὰ πρόθεσι;». εἶχε ἐκμανῆ. χωρὶς καμμιὰ ὑπερβολὴ λέω ὅτι, ἂν τὸ σκηνικὸ ἐκεῖνο ἦταν σ᾽ ἄλλον καιρὸ καὶ τόπο, θὰ τὸν ἔδεναν καὶ θὰ τὸν μετέφεραν μὲ ἀσθενοφόρο στὸ ψυχιατρεῖο. κι ἐγὼ τὸ ἀπολάμβανα αὐτό. δὲν θὰ πῶ ἐδῶ τώρα γιατί.
93 Αὐτὴ ἡ ὑπόθεσι εἶναι τὸ πιὸ ἔντονο καὶ χαρακτηριστικὸ περιστατικὸ ἐκδηλώσεως παρθενοσυλλέκτου ἀπ᾽ ὅλα ὅσα ἔχω δῆ κι ἀκούσει στὴ ζωή μου. αἰσθάνομαι ἀνεπαρκῆ τὴν ἐκφραστικότητά μου γιὰ νὰ τὸ ἀποδώσω. ἄλλο νὰ σᾶς τὸ λέω κι ἄλλο νὰ τὸ ἔχετε παρακολουθήσει ἐπὶ ἕνα χρόνο καὶ νὰ βλέπετε καὶ τὴν τελική του ἔκρηξι. σὲ κάποια ἀφήγησι αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ κάποιος μὲ ῥώτησε ἂν τὴ στιγμὴ τῆς ἐκρήξεως ὁ ψυχοπαθὴς φαινόταν ἂν μπορεῖ νὰ χειροδικήσῃ. ναί, ἦταν ἕτοιμος καὶ πολὺ παρωρμημένος νὰ χειροδικήσῃ θανάσιμα, ἀλλὰ κάποια δύναμι τὸν κρατοῦσε δεμένο, καὶ ἤξερα καλὰ πόσο σφιχτὰ τὸν κρατοῦσε. ἤμουν καλὰ πληροφορημένος γιὰ τρεῖς τοὐλάχιστο τέτοιες ἐκρήξεις του, καὶ γιὰ τὸ φιτίλι τῆς κάθε μιᾶς, μία κατὰ τὰ ἐφηβικά του χρόνια, μία κατὰ τὴ στρατιωτικὴ θητεία του, καὶ μία πάρα πολὺ ἄγρια ὅταν ἦταν νεαρὸς καθηγητὴς σὲ ἰδιωτικὸ γυμνάσιο, ἀπ᾽ ὅπου τὸν ἔδιωξαν ὡς ἐπικίνδυνο ἀκριβῶς μετὰ τὴν ἔκρηξί του ἐκείνη. καὶ οἱ τρεῖς ἐκρήξεις του ἐκεῖνες εἶχαν φιτίλι σεξουαλικό. εἶχα διαγνώσει ἐπίσης πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ περιστατικὸ μὲ τὴν προειρημένη κοπέλλα ὅτι ὅλοι οἱ παρθενοσυλλέκτες ἔχουν ἕνα εἶδος ψυχασθένειας, ποὺ σὲ δεδομένη στιγμὴ τοὺς κάνει ἰδιαζόντως βίαιους, κι ὅταν θὰ τὸν μεταχειριζόμουν σὰν πειραματόζῳο, εἶχα προνοήσει νὰ ἔχω τὸ πειραματόζῳο καλὰ ἀσφαλισμένο στὸ κλουβί του. ἔχω ἐρεθίσει καὶ ἐμπαίξει λιοντάρι πολλὲς φορὲς κι ἀπὸ 30 πόντους κοντά, ἀλλὰ μόνο ἔξω ἀπὸ τὰ κάγκελλα τοῦ κλουβιοῦ του, ὅπου ἦταν ἔγκλειστο. τὴ στιγμὴ τῆς ἐκρήξεως τοῦ παρθενοσυλλέκτου εἶχα ὅλη τὴν ἄνεσι ν᾽ ἀπολαμβάνω τὴν πυρακαϊὰ ποὺ ἄναψα.
94 Μιὰ φορὰ ἕνας παρθενοσυλλέκτης μοῦ ἔκανε τὴν τιμὴ νὰ μοῦ ζητήσῃ νὰ πῶ στὰ «κορίτσια» του «δυὸ λόγια γιὰ τὶς νεαρὲς παρθένες Φοίβη καὶ Χλόη, τὶς στενὲς συνεργάτριες τοῦ Παύλου, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν στὴν ἱεραποστολή του μὲ τόση αὐτοθυσία καὶ μὲ ὁλόψυχη ἀφιέρωσι» (Ῥω 16,1-2• Α’ Κο 1,11). ἀφοῦ σφίχτηκα, γιὰ ν᾽ ἀποκρύψω τὴν ἀνατριχίλα ποὺ μὲ διαπέρασε μπροστὰ σὲ μιὰ τόσο ἀνατριχιαστικὴ διαστρέβλωσι τοῦ βιβλικοῦ κειμένου, ἀτένισα τὶς «θεοῦσες» καὶ εἶπα περίπου τὰ ἑξῆς. «Ἡ μὲν Φοίβη ἦταν 60 – 70 ἐτῶν, χήρα μὲ τὰ παιδιά της ὅλα ἀποκαταστημένα…» — παγωμάρα ἔπεσε στὰ «κορίτσια», καὶ τὸ κατάλαβα ἀκαριαία, διότι εἶδα τὰ γλυκά τους μάτια καὶ τὰ χαρωπά τους πρόσωπα νὰ σκυθρωπάζουν ξαφνικά, νὰ χαμηλώνουν ταυρηδόν, καὶ νὰ γίνωνται θολὰ θαμπὰ καὶ τσιμεντένια —, «…διότι ὁ Παῦλος κληρονόμησε ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ εἶχε τὶς 8 -10 μαθήτριές του πάνω ἀπὸ 60 ἐτῶν, κληρονόμησε μιὰ πρακτικὴ καὶ μιὰ θεμελιώδη ἀρχή• ὅτι ἡ γυναίκα συνεργάτις ἑνὸς ἐργάτου τοῦ εὐαγγελίου πρέπει νὰ εἶναι χήρα, χωρὶς οἰκογενειακὲς ὑποχρεώσεις πλέον, καὶ μὴ ἔλαττον ἐτῶν ἑξήκοντα, καὶ ποὺ νἄχῃ κοιμηθῆ στὴ ζωή της μόνο μ᾽ ἕναν ἄντρα (Α’ Τι 5,9). καὶ δὲν νομίζω ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἄλλα ἔλεγε κι ἄλλα ἔκανε ἢ ὅτι ἔβαζε τὸν ἑαυτό του ὑπεράνω τοῦ νόμου. κι ἀφοῦ ἡ Φοίβη ἦταν διάκονος τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν
95 Κεγχρεαῖς, ἦταν πάνω ἀπὸ 60 ἐτῶν. ὅσο γιὰ τὴ Χλόη, αὐτὴ πρέπει νὰ ἦταν μεγαλείτερη χήρα, κι ἔχουμε τὸ προνόμιο νὰ γνωρίζουμε καὶ τρεῖς τοὐλάχιστο γιούς της, νοικοκυραίους καὶ σημαντικοὺς Χριστιανούς, σπουδαῖα στελέχη τῆς ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου, ποὺ εἶχαν καὶ τὸ πολιτικὸ προνόμιο, σὰν τὸν Παῦλο, νὰ εἶναι Ῥωμαῖοι πολῖτες• τὸ Στεφανᾶ, τὸ Φορτουνᾶτο, καὶ τὸν Ἀχαϊκό (Α’ Κο 1,11• 1,16• 16,17-18). αὐτοὶ εἶναι οἱ τῆς Χλόης (καὶ ὄχι μαθηταί της ἢ ὀπαδοί της βέβαια), οἱ ὁποῖοι ἐνημέρωσαν τὸν ἀπόντα Παῦλο γιὰ τὰ προβλήματα τῆς ἐν Κορίνθῳ ἐκκλησίας καὶ προκάλεσαν τὶς δυὸ Πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολές του. ἡ ῥωμαϊκή τους ἰθαγένεια φαίνεται ἀπὸ τὸ λατινικὸ ὄνομα τοῦ μεσαίου. καὶ δὲν «ἔκανε ἱεραποστολὴ ἡ Χλόη μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο»• ἁπλῶς ἦταν μιὰ γερὴ γιαγιὰ ποὺ σκούπιζε τὴν αἴθουσα συγκεντρώσεων – ἐκκλησιασμοῦ τῶν Χριστιανῶν. διακόνισσες λοιπόν, δηλαδὴ περίπου καθαρίστριες, τῆς ἐν Κορίνθῳ ἐκκλησίας καὶ τοῦ προαστίου – ἐπινείου της, τῶν Κεγχρεῶν, ἦταν οἱ δυὸ τιμημένες γερόντισσες Χλόη καὶ Φοίβη. καὶ δὲν ἀκολουθοῦσαν ποτὲ τὸν Παῦλο. αὐτὸ τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος στὴν ἴδια Ἐπιστολή, ὅτι οὐδέποτε στὴ συνοδία του εἶχε γυναῖκες ὁποιασδήποτε ἡλικίας, πολὺ δὲ περισσότερο δὲν εἶχε στὰ ταξίδια του (Α’ Κο 9,5). καὶ δὲν ἀσχολοῦνταν οὔτε αὐτὲς οὔτε καμμιὰ ἄλλη διακόνισσα μὲ τὴν ἱεραποστολή. ὁ Παῦλος ἀπαγορεύει νὰ ὁμιλοῦν ἱεραποστολικὰ κι ἐκκλησιαστικὰ οἱ γυναῖκες• στὰ ἐκκλησιαστικὰ τὶς θέλει σιγώσας (Α’ Κο 14,34 -35• Α’ Τι 2,11 -15)». ἔδινα καὶ τὶς παραπομπές, διότι τὶς ἔχω ἀπὸ χρόνια πολύχρηστες. μὲ μίσησαν. ἀργότερα ἔμαθα ὅτι, ἐνῷ μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἤμουν «Ὁ κύριος Κωνσταντῖνος», μετὰ ἀπὸ τότε ἔγινα «Αὐτός».
96 Ἐκείνη ὅμως τὴν ἴδια στιγμὴ πετάχτηκε μία, ἡ σεβασμιωτάτη ἀρχηγός, καὶ μοῦ εἶπε σὲ ὕφος δασκάλας• «Ὁ Κύριος εἶχε μαθήτριες πάνω ἀπὸ 60 ἐτῶν; καὶ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία;». τῆς λέω• «Ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία εἶναι κοριτσόπουλο ὄμορφο καὶ μὲ ξεσκέπαστα καὶ ξέπλεκα μαλλιὰ μόνο στὰ παπικῆς καὶ προτεσταντικῆς προελεύσεως ἢ ἐμπνεύσεως κάδρα καὶ εἰκονίσματα καὶ μυθιστορήματα καὶ κινηματογραφικὰ σενάρια• μέσα στὰ Εὐαγγέλια ἡ Μαγδαληνὴ βέβαια δὲν εἶναι οὔτε κι 60 ἐτῶν. εἶναι 70 -75 ἐτῶν, διότι ἦταν σεβαστὴ ἐπὶ κεφαλῆς στὶς ἑξηντάρες ἄλλες γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ἦταν μητέρες τῶν τριαντάρηδων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μαρτυρεῖται, καὶ μητέρα δική του, καὶ θεῖες του (συννυφάδες τῆς μητέρας του καὶ μητέρες τῶν ἐξαδέρφων του), καὶ λίγες ἄλλες συνομήλικες. ἀκολουθοῦσαν τοὺς γιούς των ἀπὸ μακριὰ καὶ τοὺς διακονοῦσαν• μαγείρεμα νὰ ποῦμε, μερεμέτισμα
97 ῥούχων, παροχἠ χρημάτων, ὅπως μαρτυρεῖται». μοῦ ξαναλέει πικρόχολα• «Καὶ οἱ ἀδερφὲς τοῦ Λαζάρου; ἡ Μαρία καὶ ἡ Μάρθα; κι αὐτὲς γριὲς ἦταν;». τῆς λέω• «Ὄχι• αὐτὲς ἦταν νέες κοπέλλες σὰν ἐσᾶς• γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν ἀκολούθησαν τὸν Κύριο ποτέ τους. αὐτὲς μόνο μέσα στὸ σπίτι τους διακονοῦσαν τὸν ἀδερφό τους Λάζαρο, ὅταν ἐκεῖνος φιλοξενοῦσε στὸ σπίτι του τὸν Κύριο καὶ τοὺς μαθητάς του, γιὰ λίγες μέρες, καθὼς ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴ Γαλιλαία στὴν Ἰερουσαλὴμ γιὰ τὸ πάσχα. δὲν μαγείρευε τὰ φαγητὰ ὁ Λάζαρος. σὰν αὐτὲς ἀργότερα μαρτυροῦνται στὴν Κ. Διαθήκη κι ἄλλες τέσσερες νέες κοπέλλες 20 – 40 ἐτῶν, οἱ θυγατέρες τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου, οἱ ὁποῖες διακονοῦσαν τὸν πατέρα τους. καὶ παντρεμένες γυναῖκες νεώτερες τῶν 60 ἐτῶν, ὅπως οἱ Πρίσκιλλα, Ἀπφία, Ἰουνία, Ἰουλία (Πρξ 18,2 -3• 18,26• Α’ Κο 16,19• Ῥω 16,3 – 4• 16,7• 16,15• Φλμ 2• Β’ Τι 4,19), διακονοῦσαν τοὺς ἄντρες των Ἀκύλα, Φιλήμονα, Ἀνδρόνικο, Φιλόλογο. στὴν Κ. Διαθήκη ὁλόκληρη δὲν ἀνευρίσκεται ποτὲ κοπέλλα ἢ γυναίκα, καὶ μάλιστα νέα, νὰ διακονῇ τὸν Κύριο ἢ ἕναν ἐργάτη τοῦ εὐαγγελίου, καὶ μάλιστα νὰ διδάσκῃ, νὰ γράφῃ,
98 νὰ ὁμιλῇ, νὰ διευθύνῃ, νὰ ἔχῃ γνώμη, νὰ ἔχῃ ἐκκλησιαστικὸ λόγο. ἡ γυναίκα ἔχει στὴ ζωή της μιὰ περίοδο ἀρκετὰ μεγάλη, 60 – 80 ἐτῶν (ἡ Ἄννα τοῦ Φανουὴλ μέχρι καὶ 84 ἐτῶν Λκ 2,36 -37), κατὰ τὴν ὁποία ἐνδέχεται νὰ εἶναι γερὴ καὶ χωρὶς συζυγικὲς ἢ μητρικὲς ὑποχρεώσεις, καὶ τότε εἶναι πολὺ χρήσιμη γιὰ τὶς ἀγγαροδουλειὲς τῶν ἐργατῶν τοῦ εὐαγγελίου, γιὰ νὰ μὴ χάνουν ἐκεῖνοι χρήσιμο χρόνο. κι ὁ Κύριος κι ὁ Παῦλος συνιστοῦν τότε ἀκριβῶς νὰ χρησιμοποιῆται ἡ γυναίκα, ἐφ᾽ ὅσον βέβαια ὑπῆρξε στὴ ζωή της ὁλόκληρη ἀνεπίληπτη καὶ μόνον ἑνὸς ἀνδρὸς γυνή».
99 Ἔπεσε νεκρικὴ σιγή. βγῆκα ἀπὸ τὴν ὁμήγυρι ὕστερ᾽ ἀπὸ λίγο μόνο, ἐνῷ προβλεπόταν νὰ ἔχουμε «θεολογικὸ συμπόσιο». ὁ παρθενοσυλλέκτης, ποὺ μὲ συνώδευσε μέχρι ἔξω, μοῦ εἶπε• «Τἄκανες θάλασσα• σκέτη ἀπογοήτευσι». τοῦ λέω• «Σᾶς ἀφήνω τὴ θάλασσα νὰ κολυμπᾶτε»• καὶ πιὸ σοβαρά• «Βρῆκα στραπάτσο, κι ἀποκατέστησα τὰ ἱερὰ κείμενα. αὐτὸ εἶναι ἀποστολή μου». κατάλαβα, ὄχι γιὰ πρώτη φορὰ βέβαια, ὅτι οἱ παρθενοσυλλέκτες ἔχουν καὶ θεωρητικὴ – βιβλικὴ «κατοχύρωσι» τῆς πρακτικῆς των, μὲ τὴν ὁποία ἀφιονίζουν καὶ μαστουρώνουν τὰ θηλυκά τους, γιὰ νὰ εἶναι πιὸ δεκτικά.
100 Ἡ πρακτικὴ τῶν παρθενοσυλλεκτῶν ἔχει πάντοτε τὴν ἀνάγκη τῆς θεωρητικῆς κατοχυρώσεως, καὶ εἰ δυνατὸν τῆς βιβλικῆς• ἀνάγκη νὰ θεολογηθῇ.
101 Ἤδη τὸ Β’ αἰῶνα οἱ νικολαΐτες καὶ ὅλα γενικῶς τ᾽ ἀκάθαρτα συγκρητιστικὰ συστήματα χρησιμοποιοῦσαν βιβλικὲς φράσεις. αὐτὸ δείχνει ὅτι προσπαθοῦσαν νὰ στηρίξουν τὴν ἀκάθαρτη πρακτική τους καὶ μ᾽ αὐτὲς τὶς φράσεις, τὶς παρμένες ἀπὸ μιὰ πίστι, ποὺ δὲν μετροῦσε ἀκόμη οὔτε ἑνὸς αἰῶνος ζωή, καὶ συνεπῶς δὲν ἀποτελοῦσε ἀκόμη ἕνα δυσκαταγώνιστο καθεστὼς ὡς πρὸς τὴν ἐγκόσμια παρουσία της. σήμερα ποὺ ἡ πίστι αὐτὴ μετράει ζωὴ εἴκοσι αἰώνων καὶ τὸ ἠθικὸ κῦρος της εἶναι καὶ στὴν κοσμικὴ ἀκόμη συνείδησι ὄχι μόνο δυσκαταγώνιστο ἀλλὰ κι ἀδιαφιλονείκητο, ἡ ἀνάγκη νὰ κατοχυρώνουν οἱ ἀκάθαρτοι τὴν πρακτική τους μὲ βιβλικὰ τεκμήρια εἶναι ἀκόμη πιὸ βαρειά.
102 Τὸν Γ’ αἰῶνα γράφτηκε τὸ μυθιστόρημα τῆς Θέκλης καὶ τοῦ Παύλου, κατ᾽ ἀπομίμησι παρομοίων εἰδωλολατρικῶν ἐρωτικῶν μυθιστορημάτων, ἀπὸ ἕναν ἀνόητο καὶ ἀλητήριο κληρικό, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν πληροφορία τοῦ συγχρόνου του Τερτυλλιανοῦ (De baptismo 17,5), ὅταν κλήθηκε σὲ ἀπολογία, ὡμολόγησε ὅτι εἶναι μόνο μυθιστόρημα τῆς φαντασίας του. τὸ μυθιστόρημα ἦταν κατάλληλο γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσῃ ἕναν παρθενοσυλλέκτη. παρ᾽ ὅλο ποὺ ὁ κληρικὸς ἐκεῖνος ἐπιπλήχθηκε καὶ τὸ μυθιστόρημά του ἐκκλησιαστικῶς ἀπορρίφθηκε καὶ καταδικάστηκε, τὸ σενάριο παρέμεινε, καὶ ἀργότερα συναξαριοποιήθηκε κι ἐπενδύθηκε καὶ μὲ τὴ συνακόλουθη ὑμνολογία. συναξαριοποιήθηκε δὲ μετὰ ἀπὸ κρᾶσι τῆς μυθιστορηματικῆς Θέκλης μὲ μιὰ μεταγενέστερη καὶ πραγματικὴ μάρτυρα Θέκλα τοῦ Δ’ αἰῶνος. συγκεκριμένα στὶς 20 – 11 – 308 ἐπὶ Μαξιμίνου μαρτύρησαν στὴν Παλαιστίνη δύο μάρτυρες, ὁ Ἀγάπιος καὶ ἡ Θέκλα, ἴσως σύζυγοι, οἱ ὁποῖοι ῥίφθηκαν στὰ θηρία καὶ φαγώθηκαν (Εὐσέβιος Καισ., Περὶ τῶν ἐν Παλ. μαρτ.,7 ). δὲν γνωρίζουμε γι᾽ αὐτοὺς τίποτε ἄλλο. μετὰ τὸν Δ’ αἰῶνα, ὅταν ἔγινε ἡ κρᾶσι τῶν δύο προσώπων, τῆς πραγματικῆς μάρτυρος Θέκλης καὶ τῆς μυθιστορηματικῆς Θέκλης, ἀφοῦ τὸ ὄνομα καὶ ἡ μνήμη τῆς πραγματικῆς μάρτυρος δὲν εἶχε ὡς γόμωσι κανένα ἄλλο βιογραφικὸ στοιχεῖο, προσέλαβε ὡς τέτοια τὴν ὕλη τοῦ προϋπάρχοντος μυθιστορήματος. ἡ νέα γόμωσι ἐκτόπισε καὶ τὸ πραγματικὸ βιογραφικὸ στοιχεῖο, ὅτι ἡ Θέκλα φαγώθηκε ἀπὸ θηρία• τὸ ὑποκατάστατο ἦταν κρεατοκοπτικὰ βασανιστήρια. καὶ ἡ μνήμη τῆς μάρτυρος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ἡμερομηνία 20 Νοεμβρίου, πῆγε καὶ 9 Ἰουνίου, 19 Αὐγούστου, 6 καὶ 24 καὶ 26 Σεπτεμβρίου. κι ἐκτὸς ἀπὸ μάρτυς ποὺ ἦταν, ἔγινε καὶ παρθένος καὶ ἰσαπόστολος ὡς ἀξεκόλλητη «Μαγδαληνὴ» τοῦ «Παύλου». τὸ μυθιστόρημα σήμερα στὴ συναξαριοποιημένη μορφή του εἶναι προσφιλὲς ἀνάγνωσμα στὰ
103 παρθενοσυλλεκτικὰ χαρέμια. πολὺ ἐξαίρεται καὶ συγκλονίζει τὰ χαρέμια αὐτὰ τὸ «γεγονὸς» ὅτι ἡ Θέκλα ἀπαρνήθηκε τὸν ἀρραβωνιαστικό της κι ἀκολούθησε τὸν Παῦλο, τὸ φανταστικὸ Παῦλο ποὺ ἐνσαρκώνει τὸν παρθενοσυλλέκτη. κι ἀναφέρω ὅτι ὑπάρχουν καὶ σήμερα παρθενοσυλλέκτες, ποὺ χώρισαν ἀρραβωνιασμένους καὶ πῆραν καὶ ἔχουν σὰν «ἀφιερωμένες» των τὶς κοπέλλες στὸ χαρέμι τους. κι αὐτὸ γι᾽ αὐτοὺς εἶναι μιὰ ἰδιαίτερη νίκη ἐναντίον τῶν νομίμων ἀντρῶν τῶν γυναικῶν αὐτῶν, καὶ ἄρα ἕνα ἐξαιρετικὸ τρόπαιο ποὺ κολακεύει ἀφάνταστα τὸν ἀντρισμό τους καὶ τὸ διεστραμμένο κοκοριλίκι τους. ἐξαίρεται ἐπίσης τὸ ὅτι «κατὰ τὸ μαρτύριο τῆς παρθενομάρτυρος Θέκλης τῆς ἔκοψαν τοὺς μαστούς της» (φυσικὰ τόσο τὸ ὅτι ἦταν παρθένος καὶ τέως ἀρραβωνιασμένη ὅσο καὶ οἱ κομμένοι μαστοὶ εἶναι στοιχεῖα μυθιστορικά). μὰ δὲν εἶναι κάτι τὸ τρυφερό; καὶ μόνο ἡ ἀναφορὰ τῶν μαστῶν συγκλονίζει τὰ «κορίτσια» τὰ σεμνά. καὶ τὸν παρθενοσυλλέκτη βέβαια. ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ χουφτώσουν οἱ κακοὶ δήμιοι τέτοιους ἀνεκτίμητους καὶ ὁλόαγνους θησαυροὺς καὶ νὰ τοὺς κόψουν! (ἀλγολαγνικὲς ἀνατριχίλες). μαστοὶ κοριτσιοῦ καὶ μάλιστα ἀνέγγιχτοι εἶναι αὐτοί, δὲν εἶναι ἀλόγου σέλλα.
104 Τὸν Δ’ αἰῶνα ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει τὸ ἔργο του Κατὰ συνεισάκτων, δηλαδὴ ἐναντίον τῶν παρθενοσυλλεκτῶν ποὺ συγκατοικοῦν μὲ τὰ «κορίτσια τους». τὸ φαινόμενο ἦταν ἤδη μάστιγα.
105 Τὸν Ε’ αἰῶνα στὴ λατινόγλωσση Δύσι, ὅπου ἁπαξάπαντες οἱ κληρικοὶ ἀπὸ τὸ 306 εἶναι ὑποχρεωτικῶς ἄγαμοι, κι ἔχουν ἀδεῶς καὶ ἐπισήμως τὶς Τερέζες των, ἄρχισε ν᾽ ἀναπτύσσεται ἡ εἰδικὴ θεολογία ἡ γνωστὴ ὡς Μαγδαληνολογία, ἡ ὁποία ἀνθεῖ μέχρι σήμερα καὶ δίνει ἄφθονη τροφὴ σὲ μυθιστορήματα, τραγούδια, ψαλμῳδίες, ζωγραφικοὺς πίνακες, εἰκόνες κι ἀγάλματα ναῶν, εἰκονοῦλες, κινηματογραφικὰ σενάρια, κι ὅ,τι ἄλλο τὴν ἀπαρτίζει. ἡ γερόντισσα στὴν ἡλικία Μαγδαληνὴ τῶν Εὐαγγελίων χρειαζόταν νὰ μεταποιηθῇ σὲ πανόμορφο κοριτσόπουλο μὲ ὡραῖα ξεσκέπαστα καὶ ξέπλεκα μαλλιὰ καὶ πλούσια πορνικὴ πεῖρα, ποὺ ἀκολουθεῖ σὰν τρελλὸ ἀπὸ ἔρωτα τὸ Χριστό• ἕναν πλαστὸ Χριστό βέβαια, ποὺ ἐνσαρκώνει τὸν παρθενοσυλλέκτη παπικὸ παπᾶ. δὲν σεβάστηκαν οὔτε τὸν Κύριο οἱ παρθενοσυλλέκτες, ποὺ τὸν φόρεσαν σὰ μάσκα στὴ μούρη τους.
106 Αὐτὰ τὰ σενάρια καὶ εἰδικὰ θεολογήματα περὶ Θέκλης καὶ Μαγδαληνῆς ἦταν καὶ τότε ἀναγκαῖα, διότι ἤδη τὸν Γ’ αἰῶνα ὁ Μοντανός, μέγας καὶ πρωτοποριακὸς παρθενοσυλλέκτης, εἶχε τὸ στῖφος τῶν «κοριτσιῶν του» καὶ τὶς στρατολόγες «δεσποινίδες» του, καὶ τὶς δυὸ ἀνώτατες «Δεσποινίδες» του Πρίσκιλλα καὶ Μαξιμίλλα, ὅπως ὁ παλαβὸς παρθενοσυλλέκτης τῆς Ἀσίζης Φραγκῖσκος, ποὺ μιλοῦσε κι ἐκεῖνος μὲ τὰ ζωΰφια καὶ τὰ λουλούδια καὶ εἶχε ἀνωτάτη «Δεσποινίδα» του τὴν Κλάρα καὶ «κορίτσια του» τὶς «Κλάρισσες».
107 Αὐτὴ ἡ διαβόητη Κλάρα, στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ὁποίας ξεψύχησε ὁ Φραγκῖσκος, καὶ οἱ Κλάρισσες συνείρουν στὴ μνήμη μου ἕνα σημερινὸ φαινόμενο. ὑφίσταται παρθενοσυλλεκτικὸ σμῆνος, ὅπου ἡ «Δεσποινὶς» λέγεται Φανὴ καὶ οἱ δυὸ ταξιαρχίες τοῦ σμήνους λέγονται «Φανοῦλες» οἱ τοῦ λυκείου καὶ «Φανουλῖτσες» οἱ τοῦ γυμνασίου. παιδὶ νήπιο οἰκογενείας – πηγῆς στρατολογησίμων θηραμάτων ἐθίζεται, ὅταν ἐρωτᾶται «Τί θὰ γίνῃς ὅταν μεγαλώσῃς;», ν᾽ ἀπαντάῃ «Θὰ γίνω «Φανούλα». ὅπως ἀκριβῶς τὸ Καῖσαρ ἀπὸ ὄνομα προσώπου ἔγινε ὄνομα ἰδιότητος καῖσαρ. ἢ ὅπως ἀπὸ τὸ Χριστὸ ὠνομάστηκαν οἱ Χριστιανοί. κι αὐτὲς οἱ «Φανοῦλες» καὶ οἱ «Φανουλῖτσες» ἔχουν καμάρι καὶ κόρδωμα ἔναντι τῶν ἄλλων ὁμάδων ἀνάλογο μὲ τὸ κόρδωμα τῶν ἐπὶ Μουσολίνι ἀλπινιστῶν τῆς μεραρχίας «Τζούλια». ὑπάρχουν ἄφθονα θηλυκὰ γενιτσαρόπουλα ποὺ μιμοῦνται σὰν παπαγαλάκια καὶ μαϊμοῦδες τὴ φωνὴ καὶ τὸ στόμφο τῆς «Δεσποινίδος», τὶς χειρονομίες, τὴν περπατησιά, τὸ κούνημα, τὸ νάζι, τοὺς μορφασμούς, ἀκόμη καὶ τὰ νευρικά της τίκ, γιὰ «νὰ εἶναι σὰν τὴ Δεσποινίδα». ὅπως ἀκριβῶς οἱ κοσμικοὶ νέοι μιμοῦνται τὸ πῶς τινάζει τὰ μακριὰ μαλλιά του ἕνας κίναιδος
108 τραγουδιστὴς ἢ ἠθοποιός, καὶ κιναιδοφέρνουν ὅλοι. κι ὁ παρθενοσυλλέκτης ποὺ τὰ καλλιεργεῖ αὐτά, ὅταν καλλιεργῇ κορίτσια, ἐξυμνεῖ στὰ γενιτσαρόπουλα τὴ «Δεσποινίδα» μὲ ἔντονα ἐρωτικὸ στύλ, καὶ συναξαριολογεῖ τὴ γέννησι, τὴν ἀνάπτυξι, τὰ κατορθώματα, καὶ δὴ τὴν εἰς αὐτὸν ἀφοσίωσι τῆς «Δεσποινίδος», γιὰ νὰ ζηλεύῃ καὶ ν᾽ ἀναφλέγεται τὸ κάθε γενιτσαρόπουλο, γιὰ νὰ πυρπολῇ αὐτὸς τὶς καρδιὲς τῶν θηλυκῶν γιὰ τὴ μούρη του. ὑψηλὴ τέχνη. σιγὰ σιγὰ θὰ δημιουργηθοῦν καὶ ῥήματα ἢ ἄλλα μέρη τοῦ λόγου, ὅπως φανουλώνω, θὰ σὲ φανουλώσω, φανουλωμένη, φανουλοπρέπεια, φανουλοπρεπῶς, φανουλιστί, κλπ.. δὲν τὸ λέω γι᾽ ἀστεῖο. καὶ τί δὲν κάνουν τὰ «κορίτσια» τῶν ἄλλων ὁμάδων, γιὰ ν᾽ ἀποσπαστοῦν ἀπὸ τὶς μεραρχίες «Θέκλες», «Φαβιόλες», «Περπέτουες», καὶ «Βαρβάρες», καὶ νὰ μεταταγοῦν στὶς μεραρχίες «Φανοῦλες» καὶ «Φανουλῖτσες»! ὅπως ἕνας ὑπερπατριώτης καὶ ὑπερλεβενταρᾶς κάνει αἴτησι καὶ βάζει μέσον νὰ μεταταγῇ ἀπὸ τὸ ἁπλὸ πεζικὸ στὶς ταξιαρχίες τῶν καταδρομέων ἢ τῶν πεζοναυτῶν. κι ὅπως ἕνας λοκατζῆς γεμάτος ἀλαζονεία θὰ πῇ περιφρονητικὰ «Πεζικάριοι βρομοποδαρᾶδες!», ἔτσι καὶ οἱ «Φανοῦλες» λὲν περιφρονητικὰ τὶς ἄλλες «Βαρβαρίτσες», ἐνῷ ἐκείνων θ᾽ ἀναφλεγῇ ὁ φθόνος ὁ ἀνταγωνιστικὸς γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῆς εὐνοίας τοῦ
109
παρθενοσυλλέκτου! κοσμικὰ ἐρωτικὰ τραγούδια διασκευάζονται, ὅπως ἀνέφερα, σὲ χριστιανικά, κρατώντας μερικοὺς στίχους, ὅπως ἐκεῖνο τὸ
«Ἀπὸ τότε ποὺ τὸν εἶδα,
ἀπὸ τότε ποὺ τὸν εἶδα»•
ἐννοεῖται «τὸν παρθενοσυλλέκτη». κάτι τέτοια γιὰ τὸν παρθενοσυλλέκτη, ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι ἀπολαυστικά, εἶναι καὶ μεγάλα στρατολογικὰ κόλπα. τὰ στρατεύματα τῶν ἐθνῶν δὲν εἶναι σήμερα τόσο προχωρημένα στὰ ὁπλικὰ συστήματα καὶ στὰ στρατολογικὰ κόλπα, ὅσο οἱ μέθοδοι τῶν παρθενοσυλλεκτῶν. προηγμένη τεχνολογία.
110 Ἕνας παρθενοσυλλέκτης σήμερα, γιὰ νὰ θεωρηθῇ ὑπολογίσιμος στὴ λέσχη τῶν παρθενοσυλλεκτῶν, πρέπει νὰ ἔχῃ τὸ λιγώτερο 100 «κορίτσια». γνωρίζω πολλοὺς ποὺ ἔχουν 200, λίγους ποὺ φτάνουν τὰ 600, κι ἕναν ποὺ ἔχει 1300 «κορίτσια» καὶ περίπου 2000 ἀνεπίλεκτα κοριτσόπουλα ποὺ φλέγονται νὰ γίνουν «Φανοῦλες». ὅπως οἱ πολύτιμοι λίθοι κι ὁ χρυσὸς ζυγίζονται σὲ καράτια, ἔτσι καὶ οἱ παρθενοσυλλέκτες ζυγίζονται σὲ κορίτσια. νομίζω ὅτι καὶ οἱ μουσουλμάνοι σεΐχηδες ζυγίζονται μὲ τὸ μέγεθος τῶν χαρεμιῶν τους.
111 Ἀπὸ τὰ «κορίτσια του» ἕνας παρθενοσυλλέκτης ἄλλες κρατάει ἀδιόριστες ὡς ἐπιτελεῖο του, διευθύντριες καὶ βοηθούς του, ἔχοντάς τις καὶ πιὸ ἔμπιστες ἀλλὰ καὶ τελείως ἄπορες καὶ ἀνασφάλιστες, ὥστε νὰ τὶς κρατάῃ γερά, κι ἄλλες ἐπιτρέπει νὰ διοριστοῦν στὸ δημόσιο ἢ ν᾽ ἀσκήσουν ἐπάγγελμα ὡς δασκάλες καὶ καθηγήτριες κυρίως καὶ γι᾽ αὐτὸν στρατολόγες, ἀλλὰ καὶ ὡς δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, παιδίατροι, νοσηλεύτριες, ὀδοντίατροι, πλέκτριες, ὑφάντριες, μοδίστρες, τυπογράφοι, λογίστριες, ὑπάλληλοι δημοτικῶν καὶ κρατικῶν ὑπηρεσιῶν, οἱ ὁποῖες τοῦ ἀποφέρουν καὶ εἰσόδημα καὶ ἀκίνητα ἀπὸ διαθῆκες ἀκλήρων γερόντων καὶ πρόσβασι (μέσα καὶ ῥουσφέτια) σὲ δημόσιες ὑπηρεσίες, καὶ κυρίως τοὺς μισθούς των. ἕνας διδάσκει καὶ κανονίζει στὰ μισθωτὰ «κορίτσια του» τὸ τοῦ Παύλου ἔχοντες διατροφὰς καὶ σκεπάσματα τούτοις ἀρκεσθησόμεθα (Α’ Τι 6,8), ἐννοώντας αὐτὸς ὅτι ἡ κάθε ἀφι -ερωμένη κρατώντας γιὰ τὸν ἑαυτό της τὸ ἕνα τρίτο τοῦ μισθοῦ της, πρέπει νὰ τοῦ δίνει αὐτουνοῦ τὰ ὑπόλοιπα δύο τρίτα. τὸν ἄκουσα νὰ αἰτιολογῇ• «Μ᾽ ἕνα μισθὸ τοῦ δημοσίου συντηρεῖ κανεὶς ἐπαρκῶς τετραμελῆ οἰκογένεια• αὐτὲς εἶναι ἡ καθεμιὰ ἕνα ἄτομο μ᾽ ἕνα μισθό. τῆς φτάνει λοιπὸν τὸ ἕνα τρίτο τοῦ μισθοῦ της καὶ τῆς ἔρχεται καὶ πολύ». ὑπολογίστε τώρα• ἕνας παρθενοσυλλέκτης τῶν 600 «κοριτσιῶν» ἔχει τὶς 100 (πολὺ εἶναι) γιὰ ἐπιτελεῖο καὶ διοίκησι, τὶς δὲ 500 διωρισμένες καὶ μισθωτὲς ἢ ἐπαγγελματίες καὶ εἰσοδηματοῦχες. αὐτὲς ἀπὸ τὶς 15.000 € τοῦ ἐτησίου μισθοῦ τους τοῦ δίνουν ἡ κάθε μιὰ 10.000 € τὸ χρόνο, δηλαδὴ 5.000.000 € (=1,6 δισεκατομμύριο δραχμὲς) τὸ χρόνο.
112 Τέτοια ποσὰ δὲν κρατιοῦνται χῦμα ποτὲ καὶ δὲν τοκίζονται ὡς ἁπλὲς καταθέσεις ποτέ. κατατίθενται σὲ τράπεζες καὶ ταμιευτήρια κάθε μέρα• ὑπάρχει εἰδικὴ «ἀφιερωμένη δικηγόρος» ἢ λογίστρια ποὺ κάθε μέρα κι ὅλη μέρα ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὶς καταθέσεις καὶ τὴ λοιπὴ τοποθέτησι τοῦ χρήματος. ὑπάρχουν καταθέσεις εἰδικές, κλειστές, κλπ., ὁμόλογα, μετοχές, ἀμοιβαῖα κεφάλαια, κλπ., καταθέσεις σὲ πολλὰ νομίσματα, εὐρώπιο, δολλάριο, δολλάρια Καναδᾶ καὶ Αὐστραλίας, λίρες Ἀγγλίας, κλπ. σὲ τράπεζες πολλὲς καὶ πολλῶν κρατῶν, καὶ ἀπόθεμα σὲ χρυσὲς λίρες προερχόμενο ἐν μέρει ἀπὸ κομποδέματα ἀποκλήρων γερόντων. ἡ «εἰδικὴ καταθέτρια» πηγαίνει σὲ Γερμανία, Ἀγγλία, Ἀμερική, Αὐστραλία γιὰ ἄνοιγμα ἢ διευθέτησι λογαριασμῶν. θυμοῦμαι, τότε ποὺ ἦταν ἀκόμη ἡ δραχμή, καὶ ἡ ἐξαγωγὴ συναλλάγματος ἀπαγορευόταν, ἡ «καταθέτρια» πήγαινε στὴ Γερμανία συχνά, μάζευε ἀπὸ Ἕλληνες ἐργάτες τεράστια ποσά, τὰ κατέθετε σὲ γερμανικὲς τράπεζες ὡς μάρκα, ἐρχόταν στὴν Ἑλλάδα μὲ ἄδεια χέρια, κι ἀπὸ τὸ ταμεῖο τοῦ χαρεμιοῦ μοίραζε ἢ ἔστελνε στὶς ἐν Ἑλλάδι οἰκογένειες τῶν ἐν Γερμανίᾳ ἐργατῶν τὰ ποσὰ ποὺ εἶχε πάρει ἀπ᾽ αὐτούς. προτιμοῦσαν κι ἐκεῖνοι τὸν τρόπο αὐτὸ διαβιβάσεως τῶν χρημάτων τους στὶς οἰκογένειές των γιὰ πολλοὺς λόγους• κυριώτερος τὸ ὅτι οἱ τράπεζες στὴν ἐξαργύρωσι τοῦ συναλλάγματος κρατοῦσαν προμήθεια. εἶχε δημιουργηθῆ εἰδικὴ ἄτυπη καὶ ἄγνωστη ὑπηρεσία διαβιβάσεως χρημάτων μεταξὺ Γερμανίας – Ἑλλάδος, Ἀγγλίας – Ἑλλάδος, Ἀμερικῆς – Ἑλλάδος, Αὐστραλίας -
113 Ἑλλάδος, κλπ.. ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ῥευστὸ χρῆμα ὑπάρχουν καὶ τ᾽ ἀκίνητα. δὲν ἐννοῶ τόσο τὰ λειτουργικὰ κτήρια τοῦ χαρεμιοῦ, παρθενοσυλλεκτικὲς αἴθουσες καὶ κατασκηνώσεις, παρθενοσυλλεκτικὰ ἰδιωτικὰ σχολεῖα, οἰκοτροφεῖα, καὶ λοιπὰ ἱδρύματα τῆς λειτουργίας τοῦ σμήνους, ὅσο τὰ σπίτια καὶ μαγαζιὰ καὶ λοιπὰ ἀκίνητα ποὺ ἀγοράζονται πρὸς ἐκμετάλλευσι ἢ κληροδοτοῦνται στὰ χαρέμια ἀπὸ διαφόρους γηροκομημένους κατ᾽ οἶκον, θαυμαστὰς τοῦ «ἔργου», προικοδότες γονεῖς, κλπ.. κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπολογίσῃ τὴν περιουσία ἑνὸς παρθενοσυλλέκτου, ἀλλ᾽ οὔτε κἂν νὰ τὴ βρῇ, γιὰ νὰ κάνῃ τὶς ἐκτιμήσεις του.
114 Ὁ ἀποδέκτης καὶ κάτοχος αὐτῶν τῶν ποσῶν καὶ τῶν ἀκινήτων μὲ τὰ μισθώματά τους καὶ ὅλων τῶν ὑλικῶν ἀξιῶν εἶναι τυπικῶς διάφορα «σωματεῖα» – σφραγῖδες. οἱ 50 ἐμπιστότερες ἀφιερωμένες «δεσποινίδες» – «κορίτσια» ἀποτελοῦν μέλη 10 σωματείων μὲ 50 μέλη τὸ καθένα καὶ προεδρεῖα – διοικητικὰ συμβούλια στὸ ἕνα οἱ πρῶτες 7, στὸ ἄλλο οἱ ἄλλες 7, στὸ τρίτο οἱ ἄλλες 7, καὶ οὕτω καθ᾽ ἑξῆς. μερικὲς εἶναι σὲ δύο σωματεῖα, καὶ οἱ 50 ἀποτελοῦν ὅλες τὴ συνέλευσι μελῶν τοῦ κάθε σωματείου καὶ ὅλων μαζί. ὁ παρθενοσυλλέκτης δὲν φαίνεται πουθενά, εἶναι «ἀκτήμων», ἀλλ᾽ αὐτὸς «λέει» (=dicit – dictator) ποιές θὰ «ψηφιστοῦν» καὶ τί θὰ «ψηφιστοῦν» στὸ κάθε σωματεῖο, τί θὰ διαλαμβάνῃ τὸ καταστατικὸ τοῦ καθενός, κι αὐτὸς «κρατάει τὸ σφιγμό» τους καὶ τὴν ἐρωτικὴ θέρμη τῆς καθεμιᾶς στὸ χέρι του• μόλις μυριστῇ (ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια ταλέντα τοῦ παρθενοσυλλέκτου εἶναι νὰ ἔχῃ ῥουθούνι) ὅτι μία μόνο ἀπ᾽ αὐτὲς ἔχει ἐρωτικὴ ὑπότασι κι ἐνδέχεται νὰ «κάνῃ νερὰ» ἔστω καὶ λίγα κι ἀδιόρατα, αὐτὴ ἀντικαθίσταται στὴ σύγκλητο τῶν 50 πατρικίων ἀπὸ μιὰ ἄλλη. τὸ κάθε παρθενοσυλλεκτικὸ χαρέμι εἶναι ὑπόδειγμα ἀδιάπτωτης δικτατορίας.
115 Παρὰ ταῦτα εἶδα στὴ ζωή μου δυὸ παρθενοσυλλέκτες δικτάτορες ποὺ ἀνατράπηκαν ἕνα πρωϊνό, ὅταν ἡ ἀνωτάτη «Δεσποινίς» τους τοὺς πέταξε ἔξω ἀπ᾽ ὅλα. ὁ ἕνας ἔπαθε ἐγκεφαλικὸ καὶ πέθανε σὲ μιὰ ἑβδομάδα, ὁ ἄλλος βγῆκε ζαλισμένος κι ἀργότερα, ἀφοῦ ὑπεξέκλεψε γύρω στὶς 10 πιστὲς «ἀφιερωμένες του», ἐπιβίωσε, ἀλλ᾽ ὄχι μὲ τὴν παλιὰ αἴγλη. δικαστικὲς ἐνέργειες οὔτε μποροῦσε νὰ κάνῃ οὔτε τὸν συνέφεραν. μαφιόζικα πράγματα, μαφιόζικα ξεκαθαρίσματα λογαριασμῶν, ἀσύμβατα πρὸς κάθε νομιμότητα.
116 Ἕνας, γιὰ νὰ μειώσῃ τὶς προσωπικὲς δαπάνες τῶν προσοδοφόρων «κοριτσιῶν του», ἔβαζε πολλὲς νὰ στεγάζωνται καὶ διατρέφωνται στὰ φοιτητικὰ οἰκοτροφεῖα του ὡς «ἀπαραίτητα στελέχη» διοικήσεως καὶ ὑπηρεσιῶν δῆθεν, καὶ φυσικὰ ἔτρωγαν πλύνονταν στεγάζονταν κλπ. εἰς βάρος τῶν τροφείων ποὺ κατέβαλλαν οἱ οἰκότροφες φοιτήτριες. λίγο ἀνεβαίνει ἡ μηνιάτικη ταρίφα, καὶ κανεὶς δὲν τὸ παίρνει εἴδησι. ἄλλωστε καὶ οἱ οἰκότροφες φοιτήτριες εἶναι συνήθως μαστουρωμένες ἀπὸ τὸν παρθενοσυλλέκτη, καὶ ὁ πατέρας ποὺ πληρώνει ἀναλογίζεται τοὺς κινδύνους τῆς κόρης του στὴν ἰδιοκατοίκησι, οἱ ὁποῖοι καὶ μεγιστοποιοῦνται στὴ διαφημιστικὴ προπαγάνδα τοῦ παρθενοσυλλέκτου, καὶ μιὰ οἰκότροφος, ποὺ ῥωτάει πολλά, ἀποβάλλεται. ὅλ᾽ αὐτὰ εἶναι καλὰ μελετημένα ἀπὸ τοὺς πεπειραμένους παρθενοσυλλέκτες.
117 Μὲ κάθε τρόπο ὁ κάθε παρθενοσυλλέκτης τῶν 50 καὶ ἄνω «κοριτσιῶν» παίζει μὲ τὰ ἑκατομμύρια (€) ἢ δισεκατομμύρια (δρχ.). μπορεῖ ἀκόμη καὶ πολιτευτὰς νὰ χρηματοδοτῇ, πλυμένα ἢ ἄπλυτα, καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύῃ ἢ κυριολεκτικὰ νὰ τοὺς ἀναδεικνύῃ μὲ «χριστιανικὲς» ψήφους, καὶ νἄχῃ ἔπειτα τ᾽ ἀνάλογα ἀνταποδοτικὰ ὀφέλη, ὄχι ἀπὸ τὴν τσέπη ἐκείνων βέβαια, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸ ταλαίπωρο δημόσιο, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ταλαιπώρους φορολογουμένους. ξέρω παρθενοσυλλέκτη ποὺ στηρίζει ἔτσι διττῶς τρεῖς πολιτευτὰς τριῶν διαφορετικῶν κομμάτων, σὲ τρεῖς ὅμως διαφορετικοὺς νομούς, διαποτίζοντας τοὺς «Χριστιανοὺς» μὲ τὸ σλόγκαν• «Οἱ Χριστιανοὶ εἴμαστε ὑπεράνω κομμάτων• ψηφίζουμε βουλευτή, δὲν ψηφίζουμε κόμμα». διότι καὶ τοὺς ἀλλάζει κόμμα ἢ βουλευτὴ μερικὲς φορές. ἐκτὸς ἀπὸ τὰ χρήματα τῆς χορηγίας ὁ παρθενοσυλλέκτης ἐξαπολύει καὶ τὰ «κορίτσια» του καὶ ἄλλα πολλὰ ἐξαρτημένα πρόσωπα, ποὺ κάνουν πλύσι ἐγκεφάλου στὸν ψηφοφόρο λαὸ τῶν «Χριστιανῶν».
118 Κάθε παρθενοσυλλέκτης τῶν 50 καὶ ἄνω «κοριτσιῶν» εἶναι δικτυωμένος σὲ πολὺ χοντρὸ παιχνίδι μὲ δημοσίους λειτουργοὺς καὶ ὑπαλλήλους. γι᾽ αὐτὸ κι ἀπολαμβάνει μιὰ ἀσυλία τελείως ἀνεξήγητη στοὺς κοινοὺς θνητούς. μπορεῖ καὶ λαδώνει πολλὰ γρανάζια τῆς κρατικῆς μηχανῆς. γι᾽ αὐτὸ μὴ νομίσῃ κανεὶς ὅτι τὸ κείμενό μου αὐτὸ εἶναι γιὰ μένα ἀκίνδυνο.
119 Ὅπως ἀντιλαμβάνεται κανείς, γράφοντας γιὰ παρθενοσυλλέκτες, δὲν ἐννοῶ ντὲ καὶ καλὰ κληρικοὺς ἢ θεολόγους ποὺ εἶναι ἔκδοτοι σὲ ὡλοκληρωμένη πορνεία ἢ μοιχεία ἢ παλλακεία. τέτοιες κρουσματικὲς περιπτώσεις δὲν μὲ ἀπασχολοῦν. ἐδῶ ἐννοῶ ἀνθρώπους ποὺ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, νομίζω, διατηροῦνται ἀνατομικῶς παρθένοι. λίγα μόνο κρούσματα ἀνατομικῆς καὶ ὡλοκληρωμένης σεξουαλικῆς διαφθορᾶς γνωρίζω.
120 Γνωρίζω τέσσερες μόλις παρθενοσυλλέκτες ποὺ εἶναι πόρνοι τῆς ὡλοκληρωμένης καὶ μὴ μόνο ἰδεατῆς πορνείας. πορνεύουν δὲ μὲ μικρὸ μόνο ποσοστὸ τῶν «κοριτσιῶν τους».
121 Γιὰ ἕναν ἀπ᾽ αὐτοὺς διάβασα κάποτε φωτοτυπικὸ ἀντίγραφο ἀνακριτικοῦ φακέλου. ἡ εἰς βάρος του ἀνάκρισι εἶχε διαταχθῆ ἀπὸ ἐπίσκοπο καὶ εἶχε πραγματοποιηθῆ ἀπὸ ἔντιμο κι ἀξιοσέβαστο ἔγγαμο πρεσβύτερο. τὸ φωτοτυπικὸ ἀντίγραφο ὑπεξεκλάπη. σήμερα δὲν ζοῦν οὔτε ὁ διατάξας ἐπίσκοπος, οὔτε ὁ διενεργήσας πρεσβύτερος, οὔτε ὁ ὑποκλέψας παρθενοσυλλέκτης. ζῇ μόνον ὁ ἔνοχος παρθενοσυλλέκτης, γέρος πιά, ἀλλ᾽ ὄχι κι ἀνενεργός. ἁπλῶς τὰ ψωμιά του εἶναι λίγα πλέον. δὲν γνωρίζω γιατί ἡ ἀνάκρισι δὲν προχώρησε ποτὲ σὲ δίκη. ἴσως νὰ ἦταν μόνο φόβητρο ἐναντίον τοῦ ἐνόχου, γιὰ νὰ ξεκουμπιστῇ ἀπὸ μιὰ ἐπισκοπὴ καὶ νὰ πάῃ ὅπου ἀλλοῦ ἤθελε, ὅπερ καὶ ἐγένετο. ἡ ὑπόθεσι κινήθηκε μετὰ ἀπὸ καταγγελία ἀδικηθείσης γυναικός. ἡ γυναίκα ἦταν τέως κοσμικὴ κι ἁμαρτωλὴ ζωντοχήρα. κάποτε μετανόησε, ἐξωμολογήθηκε στὸν ἐν λόγῳ παρθενοσυλλέκτη, καὶ ἄρχισε ζωὴ χριστιανική. ὁ παρθενοσυλλέκτης ὑπολόγισε ὅτι αὐτὴ μετὰ ἀπὸ κάποιον καιρὸ θὰ νοσταλγοῦσε τὸν πρότερο βίο της καὶ θὰ δεχόταν εὐχαρίστως τὰ δικά του ἁγιασμένα χάδια, στὰ ὁποῖα θὰ ὑπέκυπτε ὁλοκληρωτικὰ εὐχερῶς. ἀλλ᾽ ὑπολόγισε λαθεμένα. τῆς ῥίχτηκε τόσο ἄγρια, ποὺ παρὰ λίγο νὰ γίνῃ φόνος. τὰ ἀσαφῶν ὁρίων ἁγιασμένα χάδια του μπορεῖ νὰ ἦταν ἁγιασμένο ἀφιόνι γιὰ τὰ ἄγαμα καὶ ἄπειρα «κορίτσια του», ἀλλὰ γιὰ τὴν ἔμπειρη πρώην ἁμαρτωλὴ ἦταν πολὺ σαφῆ καὶ εὐερμήνευτα. καὶ ἡ τέως ἁμαρτωλὴ εἶχε εἰλικρινῆ κι ἀποφασιστικὴ μετάνοια, κάτι ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ τὸ φανταστῇ ὁ ἄπιστος παρθενοσυλλέκτης. ἡ ὄντως Χριστιανὴ πλέον ἀντέδρασε ἄγρια, γλύτωσε ἀπὸ τὰ νύχια του, καὶ κατήγγειλε.
122 Γιὰ ἕναν μόνο ἀπὸ τοὺς παρθενοσυλλέκτες ἄκουσα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ θύματά του, πρώην «κορίτσια του», ποὺ τοῦ ἔφυγαν, καὶ ὡς παντρεμένες πλέον ἔλεγαν, μπροστὰ στοὺς συζύγους των, ὅτι ἀσελγοῦσε ἐπάνω τους μετὰ τὴν ἐξομολόγησι «μὲ τὰ ῥοῦχα», κι ἐκεῖνος κι ἐκείνη. οἱ γυναῖκες κατέθεταν ὅτι «αἰσθάνονταν τὴν κάτω ἀπὸ τὰ ῥοῦχα σκλήρυνσί του», «ἔνιωθαν τὸν κραδασμὸ τῆς ἐκτονώσεώς του», κι ἔπειτα «ἔβλεπαν τὸ μούσκεμά του».
123 Γιὰ ἕναν ἄκουσα ἀπὸ δυὸ θύματά του ὅτι, ὅσες φορὲς τοῦ ἐξωμολογοῦνταν τοὺς «πονηροὺς λογισμούς των», τὶς ἔβαζε μπρούμυτα γυμνὲς καὶ τὶς χτυποῦσε μὲ μαλακὸ ῥόπαλο. ὅταν ὅμως ἔπαυαν νὰ ἔχουν «πονηροὺς λογισμοὺς» γιὰ ἐξομολόγησι, τὶς ἀπομάκρυνε, καὶ ἔχαναν τὴν εὔνοιά του καὶ τὴ «στοργή του».
124 Γιὰ ἕναν, τὸν πιὸ ἰδιότυπο, ἄκουσα ἀπὸ πολλὰ θύματά του πρώην «κορίτσια του», ποὺ τοῦ ἔφυγαν καὶ παντρεύτηκαν, καί, ὅσα ἔλεγαν, τὰ ἔλεγαν ταραγμένες καὶ κατάχλωμες μπροστὰ στοὺς ἄντρες των, τὰ πιὸ ἀλλόκοτα. ὅλες ἀνεξαιρέτως ἦταν γυναῖκες διαφόρων ἡλικιῶν, ἀπὸ διαφόρους τόπους, πέρασαν ἀπὸ κοντά του σὲ διαφορετικοὺς καιροὺς μιᾶς τεσσαρακονταετίας, δὲν γνωρίζονταν μεταξύ τους, δὲν εἶχαν κἂν ἰδωθῆ ποτέ τους, καὶ εἶχαν ἔρθει νὰ ἐκμυστηρευτοῦν τὸν πόνο τους σ᾽ ἐμένα, ὅταν μὲ κάποιο βιβλίο μου ἔγινα κοινὸ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ ὅλες. διότι ἤλπιζαν ὅτι θὰ γράψω καὶ δεύτερο παρόμοιο. ὅλες λοιπὸν αὐτὲς οἱ ἄγνωστες μεταξύ τους κατέθεταν ἕνα πρᾶγμα ὁλόιδιο καὶ πολὺ ἰδιότυπο• καὶ γι᾽ αὐτὸ ἦταν γιὰ μένα ἀξιόπιστες. τὸ κατατιθέμενο ἦταν ὅτι γυμνὸς μὲ γυμνὲς ἔκανε μαζί τους τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διείσδυσι, ἐπειδὴ δὲν εἶχε στῦσι. μία εἶπε• «Ὅλα ὅσα κάνω μὲ τὸν ἄντρα μου, ἐκτὸς ἀπ᾽ αὐτό». καὶ σ᾽ ὅλες ἔδειχνε καὶ «ἐξηγοῦσε»• «Νά, βλέπεις; δὲν ἐρεθίζομαι• εἶμαι ἀπαθής, διότι εἶμαι ἄγγελος». τόσες γυναῖκες, τέτοια πράγματα ποὺ τἄλεγαν μπροστὰ στοὺς ἄντρες των, μὲ τόση ταραχή, ἄγνωστες κι ἀσυνεννόητες μεταξύ τους, νὰ καταθέτουν τὸ ἴδιο πρᾶγμα, καὶ μάλιστα τὸ πιὸ ἀλλόκοτο κι ἀπίθανο, τὶς θεώρησα ἀδιαμφισβήτητα εἰλικρινεῖς. τὸ κατατιθέμενο ἦταν, ὅπως λέμε στὴν κριτικὴ κειμένου, lectio difficilior. οἱ ψεῦτρες καὶ οἱ βαλτὲς γιὰ διαβολὴ πόρνες θὰ ἔλεγαν ὅτι μαζί τους ὡλοκλήρωνε, ὅτι αὐτὸς τὶς διακόρευσε (οἱ ἄντρες των ὡμολογοῦσαν ὅτι τὶς βρῆκαν παρθένες), ὅτι ἔκανε μαζί τους ὄργια ὡλοκληρωμένα. αὐτὲς ὅμως δὲν ἔλεγαν τέτοια οὔτε μία. ἢ μπορεῖ οἱ ψεῦτρες ν᾽ ἀπέκρυβαν τὰ βαριὰ καὶ νὰ ὡμολογοῦσαν τὰ ψιλοπράγματα. αὐτὲς ὅμως τὰ ἔλεγαν ὅλα καὶ μὲ πολλὴ ταραχή. ἦταν κάτι τὸ συγκλονιστικὸ
125 κι ἀνατριχιαστικό. δύο μόνο κατέθεσαν ὅτι τὶς διακόρευσε μὲ τὸ δάχτυλο — τὸ δάχτυλο ἔχει κόκκαλα καὶ δὲν εἶναι ἀγγελικό —, κι ὅτι, ὅταν τὶς πῆραν τὰ αἵματα, κι ἐκεῖνες ἔβαλαν τὰ κλάματα, ἐκεῖνος, μᾶλλον πανικοβλημένος, τὶς σκούπιζε μ᾽ ἕνα μαντήλι, λέγοντάς τις• «Μὴν κλαῖς• ἐγὼ εἶμαι ἡ μανούλα σου, καὶ σὲ σκουπίζω• δὲν εἶναι τίποτε». ἄκου «μανούλα»! οἱ δυὸ ὁμοιοπαθεῖς κοπέλλες δὲν γνωρίζονται μεταξύ τους, οὔτε γνωρίζει ἡ κάθε μία ὅτι ὑπάρχει
126 καὶ ὁμοιοπαθής. πολλὲς ἐπίσης κατέθεσαν ὅτι κατὰ τὴ συγκύλισι ὁ παρθενοσυλλέκτης ἔκλανε πολὺ ἠχηρὰ κι ἐπιδεικτικά. μία εἶπε ὅτι παρατήρησε ὅτι μερικὲς ὧρες πρὶν ἀπὸ κάθε τέτοια συνεύρεσι ὁ παρθενοσυλλέκτης ἐπίτηδες ἔτρωγε φασολάδα, γιὰ νὰ ἔχῃ ἀπωθημένα ἀέρια διαθέσιμα σὲ συχνὲς στιγμές. ἕνας πολὺ πεπειραμένος ἐξομολόγος, ὄντως πιστὸς κι ἁγνὸς κι ἀξιοσέβαστος ἄνθρωπος, ἐξηγώντας τὸ φαινόμενο αὐτό, ὅταν τοῦ τὸ εἶπα, μοῦ εἶπε• «Εἶναι ἡ ἐπικυριαρχία τοῦ ἄρρενος στὸ θῆλυ. αὐτὸς ὁ ἄστυτος δὲν εἶχε ἄλλον τρόπο νὰ τὴν ἐκφράσῃ». παραδέχομαι τὴν ἑρμηνεία του.
127 Ἡ ἑρμηνεία τοῦ σοφοῦ ἀντρὸς γιὰ τὶς πορδὲς τοῦ ἐν λόγῳ παρθενοσυλλέκτου σκάλισε στὴ μνήμη μου παρατηρήσεις μου ποὺ ἐπὶ πολλὰ χρόνια δὲν μποροῦσα νὰ τὶς ἑρμηνεύσω. ὁ παρθενοσυλλέκτης αὐτός, ὅταν ἔτρωγε σὰν ἀγᾶς στὸν «παρθενῶνα» — ἔτσι λέει τὸ κάθε ἐκτροφεῖο τῶν «κοριτσιῶν του» —, συνήθιζε ν᾽ ἀφήνῃ στὸ ποτήρι του 2 – 3 γουλιὲς νερὸ ἢ κρασί, τὸ ὁποῖο κάποια στιγμὴ τὸ πετοῦσε ξαφνικὰ στὰ μοῦτρα ἢ στὰ μαλλιὰ ἢ στὰ στήθη τῶν «κοριτσιῶν» ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσαν. ἄλλοτε τὶς διέταζε «νὰ κάνουν ὑπακοὴ» (ἔτσι λέγεται στὴ διάλεκτό τους ἡ ἔκφρασι αὐτή, ὅπως λὲν οἱ θεριακλῆδες «κάνε τσιγάρο») «καὶ νὰ φᾶν τὰ ὑπολείμματα τοῦ φαγητοῦ του». καί, δὲν θὰ τὸ πιστέψετε, τὸ ἔτρωγαν κι ἐκεῖνες εὐχαρίστως. καὶ μία φορὰ συνέβη τὸ ἑξῆς. βγαίναμε μαζὶ ἀπὸ τὸ ἐκτροφεῖο τῶν «κοριτσιῶν», καὶ μᾶς ξεπροβοδοῦσε ἡ μεγάλη «Δεσποινίς», σὲ κλῖμα πολλῆς εὐθυμίας κι εὐφορίας. καὶ καθὼς ἐκεῖνος βρισκόταν σὲ μέρα ἀποθεραπείας κρυολογήματος καὶ συναχιοῦ, ἀποχρέμφθηκε ἐπιδεικτικὰ μιὰ μεγάλη κίτρινη ῥέχα, ποὺ ἀνακάτεψε μέσα στὸ στόμα του καὶ μὲ αἷμα ποὺ ἀπομύζησε ἀπὸ τὰ δόντια του, κι ἔφτυσε τὸ μῖγμα τὴν τελευταία στιγμὴ πάνω στὰ στήθη τῆς «Δεσποινίδος», στὸ φόρεμά της. κι ἀπομακρύνθηκε γελώντας καὶ πολὺ χαρούμενος καὶ ἱκανοποιημένος. τοῦ λέω• «Μὰ τί κάνεις; θὰ γίνῃ τώρα ἔξω φρενῶν». μοῦ λέει• «Δὲν θὰ θυμώσῃ, θὰ τὸ χαρῇ»! μετὰ τὴν προειρημένη ἑρμηνεία τοῦ σοφοῦ ἀντρὸς γιὰ τοὺς βροντεροὺς ἐξαερισμοὺς τοῦ παρθενοσυλλέκτου, ἑρμηνεύω τώρα μετὰ τόσα χρόνια κι ἐγώ• «Ἔτσι ἐκσπερματώνει στὰ «κορίτσια του» αὐτὸς ὁ ἄστυτος». δὲν εἶναι καὶ εὔκολο νὰ ἑρμηνεύσῃς ἕναν ἀνώμαλο, γιατὶ δὲν ὑπάγεται στοὺς γνωστοὺς κανόνες τῶν φυσιολογικῶν ἀνθρώπων. ὁ κάθε ἀνώμαλος ἀποτελεῖ μόνος του δικό του εἶδος. γι᾽ αὐτὸ λέγεται sui generis (= τοῦ δικοῦ του εἴδους).
128 Ὅσο γιὰ τὰ ἐρωτικὰ γράμματα ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ἔχω καὶ ἀρχεῖο. τὰ γράμματα τῶν κοριτσιῶν εἶναι ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν παρθενοσυλλέκτη. αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τοὺς κοινοὺς τόπους τῆς ἐκφράσεως, ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ συμβαίνῃ σὲ τόσες ἀσυνεννόητες κοπέλλες. πολλὲς φορὲς ἡ κατηχητικὴ φρασεολογία κι ὁρολογία τοῦ παρθενοσυλλέκτου φαίνεται ἀνάγλυφα μέσα στὰ γραπτὰ τῶν κοριτσιῶν. τὰ δικά του γράμματα δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἐρωτικά• εἶναι εἰδεχθῶς πρόστυχα, ποὺ μποροῦν νὰ σοκάρουν καὶ τὸν πιὸ ἀνεπηρέαστο ἀναγνώστη• γράμματα διακεκριμένα γιὰ τὴν εὑρηματικὴ προστυχιὰ τοῦ λεξιλογίου τους, τὴν καταγόμενη κατ᾽ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸ θάλαμο τῆς διμοιρίας. φαίνεται ὅτι αὐτὸς ἐκτονώνεται ἔτσι.
129 Γιὰ τὶς μεταξὺ παρθενοσυλλεκτῶν ἀπειλὲς κι ἀντεκδικήσεις εἶπα. οἱ μεταξύ τους μηχανορραφίες κι ἐκβιασμοὶ εἶναι πιὸ δυσεξερεύνητες, γι᾽ αὐτὸ ξέρω πολὺ λίγες.
130 Δυὸ παρθενοσυλλέκτες, ποὺ ὑπηρετοῦσαν ὡς κληρικοὶ σὲ δυὸ γειτονικὲς μητροπόλεις, εἶχαν σιωπηρὴ «συμφωνία κυρίων» νὰ μὴν εἰσπηδᾷ ὁ ἕνας στὴ «μητρόπολι τοῦ ἄλλου». ὁ ἕνας ὅμως διέπραξε τὴν καλπουζανιὰ νὰ εἰσπηδήσῃ, καὶ ἄγρευσε ἀπὸ τὴ «μητρόπολι τοῦ ἄλλου» μερικὰ «κορίτσια». αὐτὸ ὅμως τὸν πρόδωσε, διότι οἱ ἀγρευθεῖσες ἦταν γνωστὸ ὅτι κατάγονταν ἀπὸ χωριὰ τῆς «μητροπόλεως τοῦ ἄλλου». τότε «ὁ ἄλλος», καθὼς πήγαινε τακτικὰ στὸ μητροπολιτικὸ κτήριο ἢ ἐπειδὴ εἶχε σ᾽ αὐτὸ ἀνθρώπους δικούς του, ὑπεξέκλεψε ἐπιστολόχαρτο καὶ φάκελο τοῦ μητροπολίτου μὲ τὴν ἔντυπη φίρμα του, κι ἔγραψε μὲ γραφομηχανὴ ὡς «ὁ Μητροπολίτης» ἕνα γράμμα -κοινοποίησι πρὸς τὸν ἀλογοκλέφτη• ἢ μᾶλλον φοραδοκλέφτη. καὶ δίπλα στὴν πλαστογραφημένη ὑπογραφὴ τοῦ μητροπολίτου ἔβαλε καὶ τὴ γνήσια σφραγῖδα τῆς μητροπόλεως. τοῦ ἔγραφε ὅτι πληροφορήθηκε ὅτι εἰσπηδᾷ στὴ μητρόπολί του, ὅτι τελεῖ παρ᾽ ἐνορίαν πράξεις, τουτέστιν ἐξομολογήσεις καὶ λοιπὰς ἱεροπραξίας, ὅτι παρέσυρε ἀπὸ χωριὰ τῆς εὐθύνης του νεάνιδας, κι ὅτι λίαν ἐπιεικῶς τὸν συγχωρεῖ γιὰ πρώτη φορά, ἀλλ᾽ ἂν δὲν τὶς ἀφήσῃ παραχρῆμα ἀνενόχλητες, αὐτὸς θὰ πράξῃ τὰ δέοντα, ὅπως ὁ ἔνοχος παραπεμφθῇ σὲ δίκη καὶ καθαιρεθῇ. ὁ φοραδοκλέφτης τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ, ποὺ ὄχι μόνο δὲν ξαναπάτησε στὴ «μητρόπολι τοῦ ἄλλου», ἀλλ᾽ ἔδιωξε καὶ τὶς κλεμμένες φοράδες, ἢ ἐπὶ τὸ παρθενοσυλλεκτικώτερον «ἀμνάδες», πάντως χαϊβάνια, κι ὁ ἄλλος βγῆκε νικητής• καὶ λίγο ἀργότερα βγῆκε παγανιὰ καὶ περιμάζεψε τὶς φοράδες. κι ἔλεγε σὲ ἔμπιστό του γελώντας• «Ὄχι θὰ τὸν ἀφήσω τὸν κερατᾶ νὰ μπαινοβγαίνῃ σὲ ξένο σπίτι καὶ νὰ μὲ κερατώνῃ σὰ μοιχεπιβάτης!».
131 Παρθενοσυλλέκτης ἀπέκτησε παρθένο ἀσχημομούρα μουστακαλοῦ κακοπέχαλη κοντοστούπα πάμφτωχη, ἀλλὰ μὲ ταλέντο ἀνεπανάληπτο γιὰ μηχανορράφο παρθενοσυλλέκτη. ὅπως ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μιμοῦνται τὴ φωνὴ πολλῶν ἀνθρώπων, ἰδίως πολιτικῶν, καὶ παράγουν σχετικὲς κασέτες, οἱ ὁποῖες τοὺς ἀποφέρουν χρήματα, ἔτσι αὐτὴ μπορεῖ νὰ μιμηθῇ τὸ γραφικὸ χαρακτῆρα ὁποιουδήποτε, «ἀρκεῖ νὰ τῆς δώσουν ἕνα γραπτὸ τοῦ θύματος, ὅπου τὰ 24 γράμματα καὶ ὡς κεφαλαῖα καὶ ὡς μικρὰ γράφονται 2 – 3 φορὲς τὸ καθένα». ἔτσι μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε κάποτε ἡ ἴδια. κι ὁ ἰδιοκτήτης αὐτῆς τῆς κότας μὲ τὰ χρυσᾶ αὐγὰ (Πρξ 16,19) ἔκανε χρυσὲς ῥᾳδιουργίες. κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπολογίσῃ πόσους ἀνθρώπους ῥήμαξε μὲ τὸ ταλέντο τῆς κότας. κυρίως ὅμως ῥημάζει τοὺς ὁμοτέχνους του παρθενοσυλλέκτες. ὑπάρχουν θύματα ποὺ ἔφτασαν στὰ ὅρια τῆς τρέλλας. ὁ βίος ἑνὸς παρθενοσυλλέκτου δηλαδὴ δὲν εἶναι καὶ τόσο ἀνθόσπαρτος. ἀλλὰ μήπως ὑπῆρξε στὴν ἱστορία βίος μαφιόζου ἀνθόσπαρτος; ἐν ἱδρῶτι τοῦ ἄγχους αὐτῶν ἐσθίουσιν οἱ καημένοι τὸν ἄρτον αὐτῶν.
132 Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι τὸ φαινόμενο τοῦ παρθενοσυλλέκτου ἐμφανίζεται σὲ πολλὲς εὐημεροῦσες ἐποχές• γι᾽ αὐτὸ παρατηρεῖται καὶ στὴ σημερινὴ ἐποχὴ καὶ στὴ βυζαντινὴ καὶ στὴν ἑλληνορρωμαϊκὴ καὶ στὴ μινωϊκή, ἀλλ᾽ ὄχι στὴν ἐποχὴ τῆς τουρκοκρατίας. αὐτὸ λέει καὶ ἡ ἀνεπανάληπτη παρατήρησι τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιὰ τοὺς παρθενοσυλλέκτες τῆς ἐποχῆς του, τὴν ὁποία κατέγραψε στὴν τελευταία Ἐπιστολή του μέσα ἀπὸ τὴν τελευταία του καὶ θανάσιμη φυλακὴ πρὸς τὸ μαθητή του Τιμόθεο• Οἱ ἐνδύνοντες εἰς τὰς οἰκίας καὶ αἰχμαλωτίζοντες γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις, ἀγόμενα ἐπιθυμίαις ποικίλαις, πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα (Β’ Τι 3,6 – 7).
133 Σὲ προχριστιανικὰ ἑλληνικὰ κείμενα βρῆκα δυσαλίευτες δυσυνδύαστες καὶ δυσερμήνευτες μαρτυρίες, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν ἰδίως στὴν προδωρικὴ ἐποχὴ καὶ στὶς ὁποῖες φαίνεται ὅτι ὑπῆρχαν μεγάλοι παρθενοσυλλέκτες καὶ τότε. τὰ «κορίτσια τους» λέγονταν μέλισσαι, ὁ παρθενοσυλλέκτης λεγόταν κηφὴν (=ἀρσενικὴ μέλισσα) ἢ καὶ βασιλεὺς μελισσῶν (οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες νόμιζαν ὅτι ἡ βασίλισσα τοῦ μελισσιοῦ εἶναι ἀρσενικὸ ἄτομο καὶ βασιλεύει, κι ἀγνοοῦσαν ὅτι αὐτὴ γεννάει ὅλες τὶς ἄλλες μέλισσες). αἱ μέλισσαι βέβαια ἦταν ἱερόδουλοι, δηλαδὴ βακούφικες πόρνες, οἱ ὁποῖες ἐκδίδονταν στοὺς προσκυνητὰς ἐπὶ χρήμασιν ὑπὲρ τοῦ ναοῦ. τὸ ἀπὸ τῶν μελισσῶν εἰσόδημα λεγόταν μέλι.
134 Ὅπως «ἡ κούτρα τὸ ἔχει νὰ κατεβάζῃ ψεῖρες», ἔτσι, νομίζω, ἡ εὐημεροῦσα ἐποχὴ τὸ ἔχει νὰ κατεβάζῃ παρθενοσυλλέκτες καὶ «κορίτσια» ἢ μελίσσας ἢ ἀμνάδας ἢ φοράδες. δὲν νομίζω ὅτι ἡ μάστιγα αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἐξαλειφθῇ ἀπὸ τὸν κόσμο. ἂν ἐξαλειφθῇ ἡ πορνεία, θὰ ἐξαλειφθῇ κι αὐτή. διότι εἶναι εἶδος πορνείας, εἴτε φτάνει μέχρι τὴν πορνεία εἴτε παραμένει σὲ
135 κάποιον ἐνδιάμεσο σταθμό. ξέρω παρθενοσυλλέκτη, ποὺ ὅταν θέλῃ νὰ κολακεύσῃ κάποιον ἢ νὰ τὸν ἐξευμενίσῃ ἢ νὰ τοῦ κάνῃ ἐπίδειξι δυνάμεως ἢ καὶ γοήτρου, τοῦ στέλνει τὴν πρωτοχρονιὰ μιὰ καλοδιαλεγμένη ὁμάδα τρυφερῶν «ἀθῴων» καὶ «ἀγγελικῶν» «κοριτσιῶν του», ποὺ «ἀποπνέουν τὸ ἄρωμα τῆς χριστιανικῆς ἁγνότητος», καὶ τοῦ λὲν τὰ κάλαντα, κι ἐκεῖνος ξελιγώνεται καὶ λύνεται. χρησιμοποιοῦνται δηλαδὴ οἱ ἀφιερωμένες ὡς μαζορέττες• γιὰ ν᾽ «ἀνεβάζουν τὸ ἠθικὸ» τῶν παικτῶν τῆς διαπλοκῆς, ὅπως ἐκεῖνες «ἀνεβάζουν τὸ τῶν ποδοσφαιριστῶν καὶ τὸ τῶν θεατῶν». κάποτε εἶπα ὅτι αὐτὸ εἶναι κατ᾽ οὐσίαν σωματεμπορία, καὶ κάποιοι ἐξωργίστηκαν ἐναντίον μου. ἐξήγησα ὅμως• «Γιατί δὲν στέλνει νὰ τοῦ ποῦν τὰ κάλαντα μιὰ ὁμάδα ὡραῖοι ἄντρες;» (καὶ ποῦ νὰ τοὺς βρῇ τοὺς ἄντρες ἕνας παρθενοσυλλέκτης;). καὶ «Ἂν σταλοῦν 10 ἀσχημομοῦρες μουστακαλοῦδες στραβοκάνες καὶ κοντοστοῦπες νὰ τοῦ ποῦν τὰ κάλαντα, θὰ προκύψῃ ἡ ἴδια εὐφορία καὶ τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα;». μὲ τὸ τσιγκέλι ἔβγαλα τὴν ἀπάντησί τους• «Ὄχι». «Ἒ λοιπόν», τοὺς λέω, «γι᾽ αὐτὸ κι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι σωματεμπορία. τὸ κορμὶ τῶν «κοριτσιῶν» ἐπιτυγχάνει τὴν ἐξαγορά. δὲν πωλοῦνται τὰ «κορίτσια», ἀλλὰ νοικιάζονται γιὰ 10 λεπτά. καὶ οἱ πόρνες τῆς ὀθόνης δὲν συγκυλίονται μὲ τοὺς πελάτες, ποὺ τὶς βλέπουν ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ τὴ μούρη τους μόνο δείχνουν καὶ ὅ,τι ἄλλο προκύψῃ, κι ἐκ τοῦ μακρόθεν, κι ἐκείνη ἡ πορνεία κι ὀφθαλμοπορνία καὶ σωματεμπορία εἶναι πολὺ πιὸ ἐπικερδὴς ἀπὸ τὴν πορνεία τῶν χαμαιτυπείων. ἒ λοιπὸν κι αὐτὴ ἡ πορνεία μὲ τὰ «κορίτσια» γίνεται μὲ ὑψηλὰ ἀνταλλάγματα». καὶ ἀσφαλῶς ἡ τακτὴ ἀπομύζησι χρημάτων ἀπὸ τὰ «κορίτσια», τὴν ὁποία διενεργεῖ ὁ παρθενοσυλλέκτης καὶ ἡ ὁποία δὲν διαφέρει οὐσιαστικὰ σὲ τίποτε ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ μαστροποῦ (=νταβατζῆ), λέει πάλι τὰ ἴδια• ὅτι ἡ ἐκτροφὴ «κοριτσιῶν» εἶναι πορνεία καὶ σωματεμπορία.
136 Ἕνας παλιὸς παρθενοσυλλέκτης μιὰ πανόμορφη κοπέλλα 18 ἐτῶν, ποὺ τοῦ ἐξωμολογήθηκε ὅτι θέλει νὰ παντρευτῇ, σιγὰ σιγὰ τὴν «ἔψησε» καὶ τὴν ἔπεισε ν᾽ ἀφιερωθῇ λέγοντάς της ὅτι εἶναι ἀπὸ τὸ θεὸ σημαδεμένη ἐκ κοιλίας μητρὸς γι᾽ ἀφιέρωσι, καὶ θὰ εἶναι ἀπόκρουσι τῆς θείας κλήσεως καὶ χάριτος καὶ βλασφημία τοῦ ἁγίου πνεύματος τὸ νὰ παντρευτῇ. κι ὅταν ἐκείνη ἀφιερώθηκε, τὴν ἔκανε ἰδιαιτέρα του. μετὰ ἕνα ἔτος ὁ παρθενοσυλλέκτης συζητοῦσε στὸ γραφεῖο του μ᾽ ἕναν γενικὸ γραμματέα ὑπουργείου γιὰ μιὰ ὑπόθεσι τοῦ χαρεμιοῦ του. ἐκεῖνος ἦταν ἕνας ἐργένης γεροξούρας 55 ἐτῶν, κι ὅταν εἶδε τὴν κοπέλλα, εἶπε στὸν παρθενοσυλλέκτη ὅτι ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ τὸ μέγα ῥουσφέτι, ποὺ θὰ τοῦ ἔκανε, ἤθελε γιὰ γυναῖκα του τὴν κοπέλλα ἐκείνη. διπλάσιο κόπο ἔκανε ὁ παρθενοσυλλέκτης νὰ πείσῃ τώρα τὴν κοπέλλα νὰ παντρευτῇ τὸ γεροξούρα, ἀλλὰ στὸ τέλος τὰ κατάφερε. ἡ κοπέλλα ἐσωτερικὰ κατέρρευσε. πολλοὶ τὴν ἔβλεπαν ἐπὶ πολλὰ χρόνια ὅτι ἡ «κυρία», ποὺ δὲν ἀπέκτησε καὶ παιδιά, μαράζωσε. αὐτὸ δὲν ἦταν σωματεμπορία;
137 Κοσμικῶς τὸ φαινόμενο τοῦ παρθενοσυλλέκτου καὶ τῶν «κοριτσιῶν του» εἶναι ἀνεξάλειπτο, ἀλλ᾽ ἐκκλησιαστικῶς εἶναι, νομίζω, ἐξαλείψιμο, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρξῃ ἐκκλησιαστικὴ ἐπαγρύπνησι καὶ χριστιανικὴ εὐθύτης.
……………………………………..
145 Θὰ ἱστορήσω τώρα μερικὰ περιστατικά, κατὰ τὰ ὁποῖα παμπόνηρος παρθενοσυλλέκτης, ὄντως ἀνισόρροπος, ἀνώμαλος, βιολογικὰ ἀφλόγιστος, ψυχικὰ καιόμενος, καὶ πρακτικὰ ἀκάθαρτος, καταπίεζε κοπέλλες ν᾽ ἀφιερωθοῦν, διδάσκοντάς τις ἐκφοβιστικὰ ὅτι «Σήμερα δὲν ὑπάρχει γάμος• ὑπάρχει μόνο παρθενία καὶ πορνεία». κι ἐπειδὴ ἐκεῖνες ναὶ μὲν στὴν ἀρχὴ παραπείστηκαν καὶ ὑπέκυψαν σὲ ἄθεσμα χάδια του ὡς ἀφι – ερωμένες, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἤθελαν ἔντονα νὰ παντρευτοῦν, καὶ φυσικὰ ἤθελαν ἄντρα ποὺ νὰ ἄγῃ τὰ χάδια σὲ κάποιο πέρας, καὶ ὄχι ἀντρείκελο – γαργαλιέρα σὰν αὐτόν, δέχτηκε τελικὰ νὰ τὶς ἐπιτρέψῃ νὰ παντρευτοῦν. δὲν ἐννοοῦσε ὅμως καθόλου νὰ τὶς ἀφήσῃ ἀπὸ τὴν τυραννικὴ ἐρωτικὴ ἐξουσία του, ἀλλ᾽ ἐννοοῦσε καὶ μετὰ τὸ γάμο τους νὰ τὶς κατεξουσιάζῃ αὐτὸς σὰν οὐσιαστικὸς σύζυγος καὶ αὐτὸς νὰ κανονίζῃ κι ἐπιτρέπῃ πότε κατὰ τὴν ἔγγαμη ζωή τους θὰ τὶς διακορεύσῃ ὁ νόμιμος σύζυγός των καὶ κάθε πότε μετὰ τὴ διακόρευσι θὰ μπορῇ νὰ ἑνώνεται μὲ τὴ γυναῖκα του. μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ σεξουαλικῶς ἀνίκανος παρθενοσυλλέκτης δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ στὶς κοπέλλες καὶ τίποτε περισσότερο ἀπὸ ἄσκησι ἐξουσίας, καὶ γι᾽ αὐτὸ ὄχι μόνο διατηροῦσε τὴν ἐξουσία του ὡς ζηλόφθονο veto, ἀλλ᾽ ἀναδεικνυόταν καὶ νικητὴς τῶν νομίμων συζύγων, ἀφοῦ ἡ συζυγικὴ ἕνωσι θὰ γινόταν μόνον ὅταν ἤθελε αὐτὸς κι ὅταν ἐπέτρεπε αὐτός. τὸ θέλημα τοῦ ἀνδρὸς (Ἰω 1,13) θὰ ἦταν τὸ δικό του θέλημα. ὁ νόμιμος θὰ ἔκανε ἁπλῶς τὴ διείσδυσι καὶ τὴν ἐκσπερμάτωσι, ὅταν φυσικὰ θὰ ἔπαιρνε τὴν ἄδεια τοῦ παρθενοσυλλέκτου. ἔτσι ἐκπληρωνόταν, γιὰ πολλοστὴ φορὰ ἀσφαλῶς, τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ προφήτου καὶ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος προφητεύει• Τὸ δὲ πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων, ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυστηριασμένων τὴν ἰδίαν συνείδησιν, κωλυόντων γαμεῖν, ἀπέχεσθαι βρωμάτων ἃ ὁ θεὸς ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετὰ εὐχαριστίας (= Τὸ δὲ πνεῦμα λέει ῥητῶς ὅτι σὲ ὄψιμα χρόνια κάποιοι θ᾽ ἀποστατήσουν ἀπὸ τὴν πίστι καὶ θὰ προσέχουν σὲ πνεύματα πλάνα καὶ σὲ διδασκαλίες δαιμονίων• θὰ εἶναι ὑποκριταὶ καὶ ψεῦτες, μὲ πωρωμένη τὴ συνείδησί τους, θὰ ἐμποδίζουν τὸ γαμεῖν, θὰ ἐπιβάλλουν ν᾽ ἀπέχετε ἀπὸ τρόφιμα τὰ ὁποῖα δημιούργησε ὁ θεός, γιὰ νὰ τὰ τρῶμε καὶ νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε γι᾽ αὐτά) (Α’ Τι 4,1-3). στὴν περίπτωσί του ἑρμήνευσα τὴν ψυχολογία τῶν τέτοιων πεπωρωμένων καὶ ἀνωμάλων αἱρετικῶν τοῦ νικολαϊτικοῦ τύπου.
……………………………………………..
151 Ὁ Χρῆστος ἦταν κοσμικὸς ἄντρας, ποὺ κάπνιζε κιόλας, ἀλλ᾽ ἀγάπησε πολὺ τὴ Μαρία, χωρὶς νὰ ξέρῃ ὅτι τὴ φλερτάρει ἄγρια κι ὁ παρθενοσυλλέκτης. ἐκείνη ταλαντευόταν μεταξὺ γάμου καὶ «παρθενίας»• παρθενοσυλλεκτικῆς παρθενίας δηλαδή. στὴν πραγματικότητα ἤθελε γάμο, ἀλλὰ τὴν ταλάντευε ὁ παρθενοσυλλέκτης. δίψυχο γύναιο, δὲν ἤξερε τί θέλει, ἢ μᾶλλον δὲν τ᾽ ὡμολογοῦσε. ὁ Χρῆστος κατάλαβε ὅτι εἶμαι στὸ περιβάλλον μου σπουδαῖο πρόσωπο, καὶ μὲ πλησίασε. κάθε Κυριακὴ ἐπὶ δύο χρόνια μὲ πήγαινε στὰ κηρύγματά μου μὲ τὸ αὐτοκινητάκι τῆς μεγάλης ἑταιρίας στὴν ὁποία δούλευε. τοῦ εἶπα νὰ κόψῃ τὸ τσιγάρο, καὶ τὸ ἔκοψε, κάτι τὸ ὁποῖο δὲν τοῦ τὸ εἶχε ζητήσει ποτὲ ὁ παρθενοσυλλέκτης, προφανῶς ἐπειδὴ δὲν ἤθελε τὴ βελτίωσί του, γιὰ νὰ τὸν ἔχῃ εὐκολώτερα καταρρίψιμο ἀντεραστή• γιὰ νὰ πείθῃ τὴ Μαρία δηλαδὴ νὰ μὴν παντρευτῇ «αὐτὸν τὸν ἀλήτη τὸ φουμαδόρο». ὁ «ἀλήτης» στὴν πραγματικότητα ἦταν ἐκλεκτὴ ψυχή. πειθαρχοῦσε σ᾽ ἐμένα σὰ στρατιώτης, χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητάω. κάθε Κυριακὴ πρωΐ, χωρὶς νὰ χτυπάῃ τὸ κουδούνι τῆς πόρτας, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήσῃ, μὲ περίμενε ἀπὸ πολὺ νωρὶς κάτω στὸ δρόμο μὲ τ᾽ αὐτοκίνητό του, γιὰ νὰ μὲ πάῃ ὅπου ἤθελα• ὅπως περιμένει τὸ διοικητή του ὁ στρατιώτης ὁδηγός του. κάναμε καὶ ζὶκ ζὰκ μέσα στὴν πόλη, γιὰ νὰ μαζέψω ἀπὸ διάφορα σημεῖα τοῦ δρόμου μέχρι καὶ τρεῖς μαθητάς μου 15 -18 ἐτῶν, γιὰ νὰ τοὺς πάρω στὴν ἐκκλησία νὰ μ᾽ ἀκούσουν. καὶ ὕστερα τοὺς μοιράζαμε στὰ ἴδια σημεῖα. καταλάβαινα ὅτι μ᾽ ἀγαποῦσε
152 καὶ μὲ σεβόταν, παρ᾽ ὅλο ποὺ ἦταν καὶ λίγο μεγαλείτερός μου. κάποτε μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε καὶ τὸν ἔρωτά του γιὰ τὴ Μαρία καὶ πῶς ἐκείνη τὸν τυραννάει, κάτι ποὺ αὐτὸς δὲν τὸ θεωροῦσε τυραννία οὔτε τὸ ἔλεγε ἔτσι. ἁπλῶς περιέγραφε, κι ἐγὼ συμπέραινα τυραννία. καὶ δὲν μοῦ ζήτησε τίποτε εἴτε ἀπὸ εὐγένεια εἴτε ἐπειδὴ δὲν φανταζόταν ὅτι μπορῶ νὰ τὸν βοηθήσω. οὔτε κι ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ἀφήνοντας νὰ ἐννοήσῃ τέτοιο πρᾶγμα, ἀλλὰ συγκινήθηκα. τὴν ἄλλη μέρα, σὲ ὕφος σχεδὸν ἐπιπληκτικό, εἶπα στὸν παρθενοσυλλέκτη καὶ στὴ Δεσποινίδα• «Τί πράματα εἶναι αὐτά;! ἢ νὰ τὸν πάρῃ ἢ νὰ τοῦ πῇ ἕνα ὁριστικὸ ὄχι! τὴ σεγοντάρουμε νὰ τὸν κοροϊδεύῃ; οὔτε ἀχρίστιανοι τὰ κάνουν αὐτά». εἶχα πολλὴ ἐξουσία ἐκεῖνον τὸν καιρό. τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ ὁ Χρῆστος μοῦ εἶπε χαρούμενος ὅτι ἀρραβωνιάζονται. καὶ φαινόταν σὰ νὰ κατάλαβε τί ἔκανα. ἀλλὰ κι ἂν σ᾽ αὐτὸ ἀπέβλεπε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ γι᾽ αὐτὸ μὲ πλησίασε καὶ μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε, γιὰ νὰ προκαλέσῃ τὴν ἐπέμβασί μου, ἐμένα αὐτὸ δὲν μ᾽ ἐνωχλοῦσε• βοήθησα ἕνα δίκαιο αἴτημα ἑνὸς ἀθῴου ἀνθρώπου.
153 Ὁ γάμος ἔγινε μεταξὺ Φώτων καὶ Σαρακοστῆς. ὅταν τελείωσαν ὅλα, ἡ Δεσποινὶς τοὺς ἀκολούθησε μέχρι καὶ μέσα στὴν κρεβατοκάμαρα. λέει ὁ Χρῆστος στὴ Μαρία• «Νὰ γονατίσουμε πρῶτα νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὴν οἰκογένεια ποὺ ἱδρύουμε αὐτὴ τὴν ὥρα». γονατίζει τὸ ζεῦγος, γονατίζει μαζί τους καὶ ἡ Δεσποινίς. κι ἀρχίζει νὰ προσεύχεται ἡ Δεσποινίς. παρ᾽ ὅλη τὴ φυσικὴ εὐγένειά του ὁ Χρῆστος τὴ σταματάει λέγοντας• «Ἐγὼ ἱδρύω τὴν οἰκογένειά μου καὶ εἶμαι ἡ κεφαλὴ τῆς γυναικός μου• ἔτσι δὲν εἶπε κι ὁ Ἀπόστολος ποὺ ἀκούσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο; ἐγὼ θὰ προσευχηθῶ». ἡ Δεσποινὶς θύμωσε• «Τί ξέρεις ἐσύ; …». ὁ Χρῆστος ὅμως εἶχε ἀρχίσει νὰ προσεύχεται μεγαλόφωνα, καὶ δὲν ἐπέτρεψε καμμία διακοπή. κι ἔκανε θερμὴ καὶ εἰλικρινῆ προσευχή• κι ἀπευθυνόταν σαφῶς στὸ θεό. τελευταίως εἶχε γίνει πολὺ πνευματικὸς ἄνθρωπος. κι ὅταν τελείωσε, εἶπε στὴ Δεσποινίδα• «Καληνύχτα». καὶ τῆς ἄνοιξε τὴν πόρτα νὰ φύγῃ. ἐκείνη, ἀφοῦ κοντοστάθηκε γιὰ λίγο ἀναποφάσιστη γιὰ τὸ ἂν πρέπει νὰ φύγῃ, ἐν τέλει ἔφυγε ἐξωργισμένη. σὲ λίγες μέρες ἄρχιζε καὶ ἡ Σαρακοστή.
154 Πολὺ ἀργότερα, ὅταν ἔμαθα γι᾽ αὐτὴ τὴν προσευχή, ῥώτησα• «Ὅταν ἄρχισε, τί προσευχὴ ἔλεγε ἡ Δεσποινίς;». μοῦ λέει ὁ Χρῆστος• «Δὲν ἦταν προσευχή• μάθημα περὶ ἁγνότητος πῆγε νὰ κάνῃ, κι ἀπευθυνόταν σὲ μᾶς, ὄχι στὸ θεό».
155 Μετὰ 11 μῆνες, δηλαδὴ μετὰ τὰ ἑπόμενα Φῶτα, ἔνιωσα τὸ Χρῆστο νὰ βρομάῃ στὰ χνῶτα του τσιγαρίλα, κι ἀνησύχησα. ὁμολογῶ ὅτι μέσα μου τὸν κατέκρινα• «Ἒ βέβαια• τώρα τὴν πῆρε, κι ἐπιστρέφει στὰ παλιά του». ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτε. κατὰ τὰ ἄλλα ἦταν μαζί μου γεμάτος ἀγάπη κι ἐξυπηρετικότητα, πάντα τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς μὲ περίμενε κάτω, πάντα μ᾽ ἐξυπηρετοῦσε σ᾽ ὅ,τι ἤθελα, πάντα προσεκτικὸς ἀκροατὴς τοῦ κηρύγματος. (ὅταν κηρύττω προσέχω ὅλους τοὺς ἀκροατὰς στὰ μάτια, κι ἔπειτα θυμοῦμαι τὴν παρουσία τους, τὴ θέσι τους, τὸ ὕφος τους• ὅλων). αὐτὰ δὲν ταίριαζαν μὲ τὴν τσιγαρίλα του. δὲν μποροῦσα νὰ ἐξηγήσω τὴν κατάστασι. καταλάβαινα ὅτι κάτι δὲν καταλάβαινα.
156 Μιὰ φορὰ πολὺ στενοχωρημένος μοῦ λέει• «Ἔχεις νὰ μοῦ δανείσῃς δέκα ἑκατομμύρια;». τοῦ λέω• «Ὅπως ξέρεις, ὄχι». μοῦ λέει• «Ὧρες ὧρες μοῦ ἔρχεται πειρασμὸς ν᾽ αὐτοκτονήσω». τοῦ λέω• «Γιατί;». μοῦ λέει• «Γιατὶ τὰ χρήματα αὐτὰ τὰ ἔχασα στὰ χαρτιὰ τὴν πρωτοχρονιά». τρόμαξα. ἄλλο πάλι κι αὐτό• μετὰ τὴν ὑποτροπὴ τοῦ τσιγάρου καὶ ἡ ὑποτροπὴ τῆς χαρτοπαιξίας. γενικὴ ὑποτροπὴ τῆς κακοηθείας καὶ τῆς πρώην ἀλητείας. ἒ βέβαια• τὴν ἔκανε δική του τώρα. ὅμως ἡ ταραχή του καὶ ἡ εἰλικρίνειά του δὲν ἔδειχναν τέτοια νοοτροπία• κι ἔκανα ἄλλη μιὰ φορὰ ὑπομονὴ καὶ δὲν ἔδειξα τὴν ἀγανάκτησί μου. τοῦ εἶπα νὰ μοῦ πῇ εἰλικρινὰ τί συμβαίνει, «χαρτὶ καὶ καλαμάρι». καὶ μοῦ τὰ εἶπε ὅλα. διότι μέχρι τότε παρὰ τὴ συχνὴ συναναστροφή μας ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτε ἀπ᾽ ὅσα συνέβαιναν στὸ ζεῦγος μετὰ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου στὴν ἐκκλησία• φανταζόμουν ὅτι τὰ πάντα βαίνουν καλῶς.
157 Εἴκοσι μέρες μετὰ τὸ γάμο ἡ Μαρία ἀρνήθηκε νὰ τοῦ δοθῇ γιὰ 64 ἡμέρες, ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω μέχρι τὴ Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ. «Γιατί;». «Γιατὶ ἔτσι λέει ἡ Δεσποινίς, ποὺ τὰ ξέρει κατ᾽ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸ «διδάσκαλο». ἦρθε καὶ στὸ σπίτι μου ἡ ἴδια καὶ μοῦ τὸ εἶπε ἀπ᾽ εὐθείας. (τί ἀμεσότης θεοπνευστίας!). ἔπειτα κάθε Δευτέρα Τετάρτη Παρασκευὴ – Σάββατο – Κυριακὴ πάλι ἀποχή. μόνο Τρίτη καὶ Πέμπτη, ποὺ ἤμουν κουρασμένος, καὶ πάλι μόνον ἂν ἡ Μαρία δὲν εἶχε περίοδο. πρὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἄλλες 15 μέρες συνεχῶς. μετὰ ἕνα μῆνα ἄλλες 15 μέρες μὲς στὸν Αὔγουστο, τὸ κατακαλόκαιρο. Τίμιος Πρόδρομος, Τίμιος Σταυρός, πέντε φορὲς κάθε ἑβδομάδα, 40 μέρες τὴ Σαρακοστὴ τῶν Χριστουγέννων σὺν 14 συναπτὲς ἡμέρες ἀπὸ Χριστούγεννα μέχρι καὶ τὴν ἑπομένη τῶν Φώτων, 54 ἡμέρες γιὰ τὴν ἀκρίβεια. κι ἐκεῖνο τὸ κάθε ἑβδομάδα συνεχὲς τετραήμερο Παρασκευὴ – Σάββατο – Κυριακὴ – Δευτέρα μὲ τσακίζει. καὶ τώρα σὲ λίγες μέρες ἔρχονται οἱ 64 ἡμέρες πάλι τῆς μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ τῆς Διακαινισίμου. τὶς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων δὲν ἄντεχα. παρακαλοῦσα. ἐκείνη τίποτε. «Ἔτσι λέει ἡ Δεσποινίς». δύο παντρευτήκαμε ἢ τρεῖς; δὲν ἄντεχα νὰ βλέπω τὴ γυναῖκα μου, ποὺ τόσο ἀγαπῶ. ἔμενα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μέχρι τὰ μεσάνυχτα, γιὰ νὰ μὴν τὴ βρίσκω ξυπνητὴ καὶ μοῦ ἀνάβουν τὰ αἵματα. καὶ φυσικὰ κοιμόμουν σὲ ἄλλο δωμάτιο, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἐνοχλήσω, ὅταν θὰ τρίξῃ ἡ πόρτα τῆς κρεβατοκάμαρας, ποὺ τὴν εἶχε κλειστή, κι ἔφευγα πολὺ πρωΐ, πρὶν
158 ξυπνήσῃ ἐκείνη, γιὰ τὴ δουλειά μου. μοῦ ἔλειπε κάθε συντροφιά. βρῆκα τοὺς παλιούς μου φίλους, ποὺ μὲ εἶχαν χάσει. κάπνισα μαζί τους γιὰ παρηγοριά, …», ἐδῶ τὸν διέκοψα καὶ τοῦ εἶπα ὅτι αὐτὸ τὸ μυρίστηκα κι ἐγώ, κι ἐκεῖνος μοῦ εἶπε «Κατάλαβα ὅτι μὲ κατάλαβες, καὶ σὲ ντρεπόμουν, καὶ σ᾽ ἀπέφευγα λίγο. τὴν πρωτοχρονιὰ παίξαμε χαρτιὰ μ᾽ ἕνα τιποτένιο ποσό, «ἔτσι γιὰ τὸ ἔθιμο», εἶπαν, κι ἔχασα κάτι λίγο. βάλθηκα νὰ τὸ ξανακερδήσω, ἀλλ᾽ ἔχανα, ἔχανα, μέχρι ποὺ ἔχασα δέκα ἑκατομμύρια. (τί φίλοι κι αὐτοὶ οἱ κοσμικοὶ φίλοι! δεινόσαυροι ἀνθρωποφάγοι). πῆγα νύχτα στὸ χρηματοκιβώτιο τῆς ἑταιρίας καὶ τὰ πῆρα καὶ τὰ ἔδωσα. στὸ τέλος τοῦ μηνὸς ὁ ἐργοδότης μου, ποὺ μ᾽ ἀγαποῦσε σὰν τὸν ἐμπιστότερο, τὸ πῆρε εἴδησι. τοῦ εἶπα τὴν ἀλήθεια. λίαν ἐπιεικῶς μοῦ ἄλλαξε πόστο. θὰ μοῦ πάρῃ καὶ τὸ αὐτοκίνητο. μοῦ ζητάει συχνὰ τὰ χρήματα. δὲν ἔχω νὰ τὰ δώσω. θὰ χάσω τὴ δουλειά μου. ἡ Μαρία μὲ κατέστρεψε, ἀλλ᾽ ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ. θέλω νὰ πεθάνω», μοῦ εἶπε, κι ἔβαλε τὰ κλάματα. ταράχτηκα. μοῦ λέει• «Ξέρω ὅτι δὲν ἔχεις χρήματα. πές μου τί νὰ κάνω• νὰ σωθῶ. σῶσε με». τοῦ λέω• «Ἔχεις νὰ πουλήσῃς τίποτε;». μοῦ λέει• «Ἔχω τὸ τάδε ἀκίνητο• τὰ πιάνει τὰ δέκα ἑκατομμύρια. εἶναι ἡ μόνη μου κληρονομιὰ ἀπὸ τὴ μάνα μου». «Πούλα το», τοῦ λέω. τὸ πούλησε. ἔδωσε τὰ δέκα ἑκατομμύρια. νὰ σοῦ φάῃ τὴν περιουσία μιὰ πόρνη, πάει κι ἔρχεται• ἀλλὰ νὰ στὴ φάῃ ἡ γυναίκα σου! θέλω νὰ πῶ νὰ σὲ παρασύρῃ μέχρι νὰ τὴ σπαταλήσῃς. ἀλλ᾽ ὁ Χρῆστος ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι στενοχωρημένος.
159 Τὸν ξαναρώτησα• «Τί συμβαίνει;». μοῦ λέει• «Δὲν σοῦ εἶπα ὅλη τὴν ἀλήθεια• δὲν ἦταν δέκα ἑκατομμύρια ἦταν εἴκοσι». τοῦ λέω• «Πές μου μιὰ κι ἔξω• πόσα ἦταν τελικά;». μοῦ λέει• «τριάντα ἕνα. τὸ ἀκίνητο πουλήθηκε δέκα. χρωστάω ἀκόμη. ὁ ἐργοδότης μου μοῦ κρατάει τὸ μισὸ μισθό μου, γιὰ νὰ ἐξοφλήσω. πάλι καλός. δὲν μ᾽ ἔδιωξε, δὲν μὲ κατήγγειλε γιὰ διαρρήκτη, δὲν μοῦ μετράει τόκους». «Δέξου το». «Τὸ δέχομαι• δυσκολεύομαι πάρα πολύ. καὶ πλησιάζει πάλι καὶ ἡ Σαρακοστή».
160 Ἐξώφλησε σιγὰ σιγὰ σὲ μερικὰ χρόνια. ταπεινωμένος, ἀτιμασμένος ἀπὸ τὴν ἁγνὴ κι ἀστραφτερὴ κι ἀπάνθρωπη πνευματικότητα τῆς Δεσποινίδος καὶ τῆς γυναικός του• ἐρωτευμένος ὅμως. μάτωνε ἡ ψυχή μου. τὸν συμπαραστάθηκα. ξανάκοψε τὸ τσιγάρο. ἔκανε κουράγιο. τὰ ἔψαλα στὸν παρθενοσυλλέκτη καὶ στὴ Δεσποινίδα, ἀλλ᾽ αὐτὴ τὴ φορὰ μοῦ ἔδειξαν ἄγριο πρόσωπο• ἄγριο, ἀπάνθρωπο, γεμάτο πνευματικότητα• ἀπὸ τὸ πνεῦμα τὸ πονηρὸ ποὺ τοὺς κατέχει δηλαδή. δὲν τὸ κρύβω ὅτι αὐτὰ ὅλα ἦταν γιὰ μένα μαθήματα ὠφέλιμα. γιὰ τὸ Χρῆστο ὅμως ἦταν θανάσιμη ὀδύνη. δὲν γινόταν ὅμως νὰ μὴν ὀδυνᾶται, δὲν γινόταν νὰ μὴν ὠφελοῦμαι παίρνοντας μαθήματα ἀπὸ τὴν ὀδύνη του.
161 Παραμονἐς τῆς Ἀπόκρεω μοῦ ζήτησε νὰ νουθετήσω τὴ γυναῖκα του. τοῦ λέω• «Δὲν γίνεται». μοῦ λέει• «Ἐγὼ θὰ τὴν πείσω νὰ σὲ καλέσουμε σὲ τραπέζι, καὶ σὺ πὲς ὅ,τι καταλαβαίνεις, ἂν σοῦ ἔρθῃ κάτι». μὲ κάλεσαν καὶ πῆγα. ἐπῄνεσα τὰ φαγητὰ τῆς Μαρίας, τὴ νοικοκυροσύνη της, τὴν κολάκευσα ὅσο μποροῦσα, κι ἐκείνη φτερούγιζε ἀπὸ τὴ χαρά της. καὶ σεβασμὸς ἀπέραντος. ὅταν ἔκρινα ὅτι ἡ προπαρασκευὴ ἔγινε, λέω σὲ μιὰ στιγμή• «Δὲν ἔχει σημασία ποὺ εἶστε παντρεμένοι• πρέπει νὰ ζῆτε πνευματικά. μὴν πῆτε ποτὲ στὸν θεὸ Γυναῖκα ἔγημα καὶ ἔχε με παρῃτημένον. «Ναί, βέβαια ζοῦμε πολὺ πνευματικά», λέει ἐκείνη. «Προσεύχεστε;». «Ἔ… ὅσο μποροῦμε». «Ἀκοῦτε κηρύγματα;». «Βέβαια, πολλά». «Ἁγία Γραφὴ διαβάζετε;»• (ἤξερα ἀπὸ τὸ Χρῆστο ὅτι αὐτὸ δὲν γινόταν πιὰ σχεδὸν καθόλου). «Ἔ… ὄχι». ἔγινα αὐστηρός• «Γιατί;». «Ἔ…». «Βαρὺ παράπτωμα. κι ἀφοῦ ἔχετε καιρὸ ν᾽ ἀνοίξετε Ἁγία Γραφή, νὰ διαβάσουμε τώρα ἕνα κομμάτι μαζί, καὶ νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω». χάρηκε ἡ κυρία. ὁ ἄντρας μὲ κύτταζε μὲ ἀπορία. ψάχνοντας νὰ βρῶ ἐκεῖνο ποὺ ἤθελα, ἀκούω τὸν ἄντρα νὰ μοῦ λέῃ• «Κάνουμε ὅμως κάτι πιὸ δύσκολο». «Τί;». «Κάνουμε σεξουαλικὴ ἀποχὴ ὅλες τὶς Σαρακοστές». γυρίζει ἡ Μαρία καὶ τὸν κυττάζει ἄγρια. λέω ἐγώ• «Καὶ ποιός σᾶς εἶπε ὅτι αὐτὸ εἶναι σωστό; ἀπὸ ποῦ τὸ ξέρετε; ποιός σᾶς εἶπε ὅτι αὐτὸ ζητάει ὁ θεὸς ἀπὸ σᾶς;». καὶ χωρὶς νὰ πῶ τίποτε ἄλλο πάνω σ᾽ αὐτό, ἀνοίγω στὴν Α’ Κο 7,1 -7 κι ἀρχίζω νὰ διαβάζω• «…Ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾽ ὁ ἀνήρ. …μὴ ἀποστερεῑτε ἀλλήλους, …….
162 ἵνα μὴ πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς…». σηκώνεται ἀμίλητη κι ἀγριεμένη ἡ Μαρία, μᾶς παρατάει, κλείνεται στὴν κρεβατοκάμαρα, καὶ κλειδώνει τὴν πόρτα ἐπιδεικτικὰ καὶ μὲ βρόντο. ἀρχίζει ὁ Χρῆστος νὰ τὴν παρακαλάῃ — ἐγὼ τσιμουδιά —, νὰ τὴ νουθετῇ, «Καλή μου, χρυσῆ μου…», τίποτε ἡ Μαρία. ἄκρα σιγή. μετὰ 5 λεπτὰ λέω φωναχτά, γιὰ νὰ μ᾽ ἀκούσῃ• «Παιδιά, συγγνώμην• δὲν μποροῦσα νὰ τὸ φανταστῶ αὐτό. φεύγω». κι ἔφυγα. ὁ Χρῆστος μοῦ εἶπε ὅτι δὲν τοῦ ἄνοιξε μέχρι τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ πρωΐ, ποὺ ἔφυγε γιὰ τὴ δουλειά του. περίπτωσι ἀνίατη. ὁ παρθενοσυλλέκτης καὶ ἡ Δεσποινὶς κατεῖχαν πολὺ καλὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐξουσιάζῃ ὁ ἀνήρ. ἦταν πειστικώτεροι ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.
163 Ἔνιωσα βαριὰ μοῦτρα τῶν δυό τους γιὰ πολὺν καιρό, μέχρι ποὺ ὁ παρθενοσυλλέκτης δὲν ἄντεξε καὶ μοῦ εἶπε• «Νὰ μὴ χώνεσαι ἀνάμεσα σ᾽ ἀντρόγυνα, ἀφιερωμένος ὑπάρχων». τοῦ ἀντιγυρίζω• «Ἐσὺ κι αὐτὴ ἐδῶ χώνεστε στὸ ἀντρόγυνο σὰν τρίτος καὶ τέταρτος σύζυγος, κι ἐξουσιάζετε τὴ γυναῖκα τοῦ ἄλλου, ἀφιερωμένοι ὑπάρχοντες. γιατί δὲν παντρεύεστε μεταξύ σας, νἄχετε δικά σας ἰδιόκτητα σώματα; στοῦ ἀλλουνοῦ τὸ σῶμα ἀσκεῖτε ἐξουσία; ἄι συμμαζευτῆτε! ἐμένα μὲ κάλεσαν. εἶδα τὸν παντρεμένο τὸν ἀπατημένο τὸν στερημένο ἄντρα ποὺ πειράστηκε κι ἔχασε χρήματα, καὶ θέλησα νὰ τοὺς νουθετήσω μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή». «Δικαιολογεῖς τὴν κακοήθειά του», μοῦ λέει, «καὶ δὲν ξέρεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι σαρκολάτρης. σ᾽ ἔχει τοῦ χεριοῦ του καὶ σὲ χρησιμοποιεῖ». ἂν συνεννοηθῇς μὲ δεινόσαυρο, συνεννοεῖσαι καὶ μ᾽ αὐτούς. ἡ ἄγρια σάρκα τους τοὺς ἔχει ἀλλοιώσει σὲ ἀνυπολόγιστο βαθμό. εἶναι παράφρονες.
164 Ὅταν ὁ ἀδικημένος ἄντρας ἐξώφλησε τὸ χρέος του, ἄλλαξε δουλειά. πῆγε κάπου θυρωρός. μὲ θεωρεῖ πάντα καλό του φίλο. τὴ γυναῖκα του μετὰ τὸ τρίξιμο τοῦ κλειδιοῦ στὴν πόρτα τῆς κρεβατοκάμαρας δὲν τὴν ξαναεῖδα ποτέ μου.
……………………………………………..
180 Καὶ τώρα μερικὰ καὶ γιὰ τρεῖς ἄλλους κωλύοντας γαμεῖν. «Ἔβγαλα τὸ λύκειο ἐφέτος», μοῦ λέει ἡ ὄμορφη καὶ ἔξυπνη Ἀγλαΐα, «μὲ θέλει ὁ καθηγητής μου Τάδε, ὀχτὼ χρόνια μεγαλείτερός μου, τὸν ἀγαπῶ καὶ μ᾽ ἀγαπάει, εἴμαστε καὶ οἱ δυὸ εὐσεβεῖς καὶ ἁγνοί, ἦρθε στὸ σπίτι καὶ μὲ ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα μου, ὁ πατέρας μου τὸν ἐκτίμησε καὶ τὸ εἶπε καὶ σ᾽ ἐκεῖνον καὶ σ᾽ ἐμένα, τὸν κάλεσε νὰ ξανάρθῃ καὶ ξαναῆρθε, ἀλλὰ στὸ τέλος ὁ πατέρας μου εἶπε• «Νὰ ῥωτήσω καὶ τὸ γέροντα». ὁ γέροντας ὅμως δὲν δέχτηκε νὰ δῇ τὸν ἄντρα, ἦρθε στὸ σπίτι καὶ εἶπε ὅτι «Αὐτὸς ὁ γάμος δὲν πρέπει νὰ γίνῃ, διότι δὲν εἶναι θέλημα τοῦ θεοῦ• ἡ Ἀγλαΐα εἶναι γεννημένη γιὰ μοναχή• καὶ θὰ τὴν κείρω μοναχὴ στὸ γυναικεῖο μοναστήρι μου». οἱ σπουδαῖοι καὶ πολὺ πνευματικοὶ γεροντάδες, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ξέρουν τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ, ἔχουν τὸ λιγώτερο δύο μοναστήρια• ἕνα ἀντρικὸ κι ἕνα γυναικεῖο. στὸ μακρινὸ ἀντρικὸ μένουν τοὺς δύο θερινοὺς μῆνες, γιὰ νὰ δεχθοῦν τὰ σέβη τῶν ἀρρένων τουριστῶν – προσκυνητῶν – νεοχατζήδων, καὶ τοὺς δέκα ἄλλους μῆνες φωλιάζουν στὸ περιαστικὸ συνήθως γυναικεῖο μοναστήρι, γιὰ νὰ δέχωνται κυρίως τὸ γυναικαριό, καὶ νὰ ψαρεύουν ὄμορφα κορίτσια γιὰ καλόγριες• τὰ πηγαίνουν ἐνίοτε οἱ ἴδιοι οἱ πατεράδες τους, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ χόρτασαν ἀπὸ γυναῖκα, φιλοδοξοῦν ἐπιπροσθέτως νὰ γίνουν καὶ γονεῖς ἀσκητριῶν• ἴσως γιὰ νὰ τοὺς μνημονεύσῃ κι αὐτοὺς τὸ συναξάριο• «Ἦτο γοῦν ἡ μακαρία ὁσία θυγάτηρ μὲν πατρὸς εὐσεβεστάτου καὶ εὐλαβεστάτου ὀνόματι Παντελεήμονος…». δὲν ἀποκλείεται καθόλου μάλιστα καὶ στὸ εἰκόνισμα τῆς ὁσίας θυγατρὸς νὰ φαίνεται, ἔστω καὶ σὲ δεύτερο πλάνο ὁ μακάριος γεννήτωρ μὲ ἀμυδρὸ φωτοστέφανο καὶ οὗτος. καὶ νὰ δέχεται στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων τοὺς ἀσπασμοὺς προσκυνητῶν τε καὶ προσκυνητριῶν. μὴ νομίσετε ὅτι ἀστειεύομαι. ξέρω καλὰ ὅτι ὑποβόσκουν τέτοιες λαχτάρες στὶς ψυχὲς ὅτι πλείστων εὐλαβῶν.
181 Καὶ συνεχίζει ἡ Ἀγλαΐα• «Ὁ πατέρας μου «κάνει ὑπακοὴ» στὸ γέροντα, κι ἐμεῖς θὰ τρελλαθοῦμε». τῆς λέω• «Ὁ πατέρας σου γιατί δὲν τὸ ἔκανε αὐτό, ἀλλὰ παντρεύτηκε τὴ μητέρα σου;». «Μὴν τὸ λέτε», μοῦ λέει, «γιατὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸ κάνῃ• ὅλο τὸ λέει». «Μὴν ἀνησυχῇς», τῆς λέω, «ἂν πάῃ γιὰ μοναχός, στὸ γέροντα δὲν θὰ πάῃ;». «Ναί». «Λοιπὸν ὁ γέροντας, ἂν δὲν πάρῃ πρῶτα ἐσένα ἀπ᾽ αὐτόν, αὐτὸν δὲν τὸν παίρνει• δὲν θὰ τοῦ δώσῃ εὐλογία». καὶ προσθέτω• «Ὄχι τώρα νὰ πάῃ, ποὺ εἶναι 55 – 60 χρονῶν, ἀλλ᾽ ὅταν παντρευόταν τὴ μητέρα σου. τότε γιατί δὲν τὸ ἔκανε;». ἔπειτα πάλι τῆς ξαναλέω• «Ἀφοῦ ὁ πατέρας σου, εἶδες ὅτι, τὸν ἄντρα σου τὸν ἐκτιμάει καὶ τὸν δέχτηκε στὸ σπίτι, κατ᾽ ἐπανάληψιν μάλιστα, καὶ σᾶς ἐξέφρασε τὴν πρὸς αὐτὸν ἐκτίμησί του, αὐτὴ εἶναι ἡ γνώμη του. ἡ ἄλλη τρέλλα δὲν εἶναι γνώμη τοῦ πατέρα σου, εἶναι σεξουαλικὴ λύσσα τοῦ γέροντα. γι᾽ αὐτὸ ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ στιγμὴ εἶσαι χειραφετημένη καὶ αὐτεξούσια, σὰν τὴν κοπέλλα ποὺ εἶναι 40 ἐτῶν ἀνύπαντρη καὶ ξεσκατίζει ἕνα γέρο πατέρα 80 ἐτῶν παράλυτο στὸ καροτσάκι καὶ τὸν τρέφει ἀπὸ τὴν ἐργασία της, κι ἐκεῖνος δὲν τῆς ἐπιτρέπει νὰ παντρευτῇ• αὐτὴ εἶναι χειραφετημένη, δηλαδὴ δὲν ὀφείλει ὑπακοὴ στὸν πατέρα της στὸ ζήτημα τοῦ γάμου. μπορεῖ νὰ παντρευτῇ καὶ παρὰ τὴ θέλησί του. κι αὐτὴ μὲν εἶναι μιὰ ἀκραία περίπτωσι• ὑπάρχουν καὶ ἄλλες περιπτώσεις. λ.χ. ἕνας πατέρας ποὺ ἀποπειράθηκε νὰ σκοτώσῃ ἢ νὰ βιάσῃ ἢ νὰ ἐκδώσῃ ὡς πόρνη τὴν κόρη του, ἔχει χάσει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὴν πατρικὴ ἐξουσία• ἡ κόρη εἶναι αὐτομάτως καὶ αὐτοδικαίως χειραφετημένη. μπορεῖς νὰ παντρευτῇς τὸν ἄντρα σου καὶ μόνη σου. θέλεις νὰ μιλήσω καὶ σ᾽
182 αὐτόν;». δέχτηκε νὰ μιλήσω, ἀλλ᾽ ἀφοῦ δώσῃ πρῶτα στὸν πατέρα της ἄλλη μιὰ εὐκαιρία νὰ πεισθῇ. κι εὐτυχῶς πείσθηκε. δὲν χρειάστηκε ἡ παρέμβασί μου. δὲν μοῦ ἀρέσουν τέτοιες παρεμβάσεις, ἀλλ᾽ ὅταν δῶ ἔρωτα σοβαρὸ ἀμοιβαῖο κι ὡμολογημένο εἰς ἀλλήλους, τὸν θεωρῶ δυνάμει ὑφιστάμενο γάμο, κι ἔχω τὴ συνείδησι ὅτι σῴζω ἕναν ἤδη ὑφιστάμενο γάμο, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ὑποχρέωσι κάθε ἐργάτου τοῦ εὐαγγελίου. στὴν προκειμένη περίπτωσι ὁ γάμος δυνάμει ὑπῆρχε, κι ὁ γέροντας ἦταν ὁ ἀντεραστὴς καὶ μοιχὸς ποὺ τὸν ἀπειλοῦσε, ἐπειδὴ ἤθελε τὴν κοπέλλα γιὰ τὸν ἑαυτό του. ὁ ἐν λόγῳ πατέρας κατ᾽ οὐσίαν χώριζε τὴν κόρη του ἀπὸ τὸν ἄντρα της καὶ τὴν ἔσπρωχνε στὸ μοιχό, γιὰ νὰ εἰσπράξῃ ὡς πόρνητρα μιὰ ἱκανοποίησι τῆς ἀνθρωπαρεσκείας του, ὅτι «Τί ἅγιος ποὺ εἶσαι κὺρ – Θανάση, καὶ τί «ὑπακοὴ ποὺ κάνεις», σὰν ἀββᾶς τῆς Θηβαΐδος, ποὺ δίνεις τὴν κόρη σου στὴν ὑπακοὴ τοῦ γέροντος!», καὶ γιὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο τὸ ὄνειρο τῶν τέτοιων ποὺ ἐξέθεσα παραπάνω. τοὺς ξέρω καλὰ τοὺς παρθενοσυλλέκτες ποὺ ἐμφυτεύουν τέτοιες «μεγάλες ἰδέες» σὲ τέτοιους ταπεινοτάτους ἐγωϊστάκους, ποὺ τοὺς σηκώνεται ἡ ἰδέα τους ἔτσι ἀπὸ τότε κυρίως ποὺ τοὺς ἔρχεται ἡ βιολογικὴ ἀφλογιστία. εὐτυχῶς λοιπὸν ὁ ἠλίθιος πατέρας πείσθηκε τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ σωφρονήσῃ καὶ νὰ μὴν κρατάῃ φανάρι στὸν ἐπίδοξο μοιχὸ τῆς κόρης του.
183 Αὐτοὶ οἱ «γεροντάδες» τελευταία ἔχουν γίνει μεγάλη μάστιγα, σὰν τοὺς Ῥώσους στάρετς τῆς ἐποχῆς τοῦ Ῥασποῦτιν, οἱ ὁποῖοι ὡδήγησαν τὸν θεοτρεμῆ Ῥωσικὸ λαὸ κατ᾽ εὐθεῖαν στὴν καταπακτὴ τοῦ κομμουνισμοῦ. μὴ νομίσετε ὅτι ὁ Ῥασποῦτιν ἦταν μεμονωμένο κροῦσμα. ἁπλῶς ἦταν κορυφαῖο κροῦσμα ἀνάμεσα σὲ πολλὰ ἄλλα δεύτερα καὶ τρίτα καὶ πολλοστὰ κρούσματα. ὁ στάρετς Ῥασποῦτιν ἦταν καρπὸς κλίματος. καὶ στὶς μέρες μας γέμισε ὁ τόπος τέτοιους, γέμισαν τὰ μυαλὰ μὲ τέτοια σιχαμερὴ νοοτροπία. σιχάθηκα ν᾽ ἀκούω «Ὁ γέροντας» καὶ «Εἶπε ὁ γέροντας», καὶ «Ἔχεις γέροντα;» καὶ «Ἔχω γέροντα» καὶ «Κάνε ὑπακοὴ» καὶ «Κάνω ὑπακοὴ στὸ γέροντα» καὶ «Πῆρα εὐλογία ἀπὸ τὸ γέροντα» καὶ ἄλλες τέτοιες ἀηδίες τῆς παρακμῆς καὶ τῆς σαπίλας. Ῥασπουτινόχρονοι καὶ Ῥασπουτινοκαιροὶ οἱ μέρες μας. ξέρω κυρία, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸ «γέροντα», στὸν ὁποῖο «κάνει ὑπακοή», «ἔχει εὐλογία» νὰ κάνῃ ἐκτρώσεις. τί διαβολογέροντας εἶναι τέλος πάντων αὐτὸς καὶ τί διαβολοϋπακοὴ εἶναι αὐτὴ καὶ τί διαβόλου εὐλογία; γιὰ νὰ μὴ σᾶς πῶ καὶ τί ἄλλο ξέρω γιὰ τοὺς γεροντάδες. δὲν ντρέπονται οἱ παρθενοσυλλέκτες καὶ γυναικοσυλλέκτες; οἱ ἐνδύνοντες εἰς τὰς οἰκίας καὶ αἰχμαλωτίζοντες γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις, ἀγόμενα ἐπιθυμίαις ποικίλαις, πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα (Β’ Τι 3,6-7), ὅπως λέει στὴν τελευταία Ἐπιστολή του κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. (= Αὐτοὶ ποὺ κάνουν βουτιὰ μέσα στὰ σπιτικὰ κι αἰχμαλωτίζουν γυναικάρια κατάφορτα ἀπὸ ἁμαρτίες, ποὺ ἄγονται καὶ φέρονται ἀπὸ παρδαλὲς ἐπιθυμίες, ποὺ ὅλο μαθαίνουν καὶ μαθαίνουν καὶ δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ φτάσουν στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας).
184 Θὰ σᾶς φανῇ ἀπίστευτο. παρθενοσυλλέκτης δίδασκε σὲ ἀντρόγυνα, ποὺ καταπίεζε, ὅτι ἡ συνουσία τοῦ ἀντρογύνου πρέπει νὰ γίνεται μ᾽ ἕνα χοντρὸ σεντόνι ἀνάμεσά τους, ποὺ νὰ ἔχῃ μόνο μιὰ τρύπα γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσί της• ὥστε ἡ ὁλοκλήρωσι νὰ γίνεται, χωρὶς οἱ σύζυγοι νὰ βλέπωνται γυμνοί, οὔτε ἐν μέρει, διότι αὐτὸ κατὰ τὴ γνώμη του εἶναι ἁμαρτία καὶ «πορνικὸ αἶσχος». κι ὁ μεγάλος ῥαββῖνος τῶν Ἰουδαίων Ἀκιβά, μέγας ἐχθρὸς τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ἐκεῖνος ποὺ πρῶτος ἑρμήνευσε τὸ Ἆισμα καββαλιστικά, ἢ ὅπως λὲν «ἀλληγορικά», γύρω στὸ 130 μ.Χ., δίδασκε ὅτι οἱ σύζυγοι κατὰ τὴ συνουσία δὲν πρέπει νὰ κάνουν τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκσπερμάτωσι• οὔτε χάδια οὔτε ἄλλες τρυφερότητες κι ἐκδηλώσεις ἀγάπης, οὔτε πρὶν οὔτε μετὰ τὴν ἐκσπερμάτωσι• κι ἀμέσως μετὰ ἀπ᾽ αὐτὴν πρέπει ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο νὰ φεύγῃ ἀπὸ τὸ κρεβάτι (Ταλμούδ, Λεχώνα (= Νιδδά), 2 14b-15a Γεμαρά). ἄλλος δὲ παρθενοσυλλέκτης τῶν ἡμερῶν μας μοῦ ἔλεγε• «Ἡ συνουσία τοῦ ἀντρογύνου πρέπει νὰ γίνεται σὰ μιὰ ἔνεσι, σὰν ἕνα ἐμβόλιο• καὶ …χωρὶς ἡδονή. κάθε ἡδονὴ καὶ κάθε χάδι εἶναι ἁμαρτωλὰ καὶ πρόστυχα».
185 Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται σὲ πολλὰ πράγματα, καὶ στὶς βλακεῖες τῶν παρθενοσυλλεκτῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες φαίνεται πόσο φθονοῦν τὴ χαρὰ τῶν ἐγγάμων, πόσο πάσχουν φθονώντας.
186 Γι᾽ αὐτὸ οἱ παρθενοσυλλέκτες τὶς ζόρικες ἀφι – ερωμένες τους, ποὺ ἐκτρέπονται στὸ γάμο, τὶς παραχωροῦν στοὺς ἀντεραστάς των, τοὺς συζύγους δηλαδή, μόνο γιὰ τὴν ἀπαραίτητη γονιμοποίησι, τὴν ἔνεσι. τὰ χάδια καὶ τὰ ἐρωτόλογα τὰ κρατοῦν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους• γιατὶ αὐτοὶ αὐτὰ τὰ ἔχουν ἐξαγιασμένα καὶ κεχαριτωμένα, καὶ ὄχι πρόστυχα πορνικὰ καὶ κτηνώδη, ὅπως τὰ ἔχουν οἱ σύζυγοι. γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε κι ὁ Ἀκιβὰ τὰ λόγια τοῦ Ἄισματος τὰ ἑρμήνευσε καββαλιστικά, ὅτι δηλαδὴ λ.χ. οἱ δύο μαστοὶ τῆς κοπέλλας τοῦ Ἄισματος εἶναι οἱ δύο πέτρινες πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές, γιὰ νὰ τὸ ἐξαγιάσῃ τὸ βιβλίο. καὶ καλὰ θὰ ἦταν ὁ θεὸς γιὰ τοὺς συζύγους νὰ τὴν κάνῃ τὴν ἔνεσι νὰ πονάῃ καὶ λίγο, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν τοὺς ἄκουσε τοὺς παρθενοσυλλέκτες. ἀντὶ γιὰ πόνο ἢ ναυτία τῆς ἔβαλε ἡδονή, καὶ οἱ καημένοι οἱ παρθενοσυλλέκτες δὲν ξέρουν πῶς νὰ τὴν ἀποτοξινώσουν τώρα. προσπαθοῦν ὅμως φιλότιμα, ὅσο μποροῦν, νὰ τὴν ἐξουδετερώσουν μ᾽ αὐτὰ ποὺ κάνουν στ᾽ ἀντρόγυνα ποὺ ἔχουν στὸ χέρι τους. ὅσο γι᾽ αὐτὸν τὸ θεό, ὅταν τὸν βροῦν στὸν παράδεισο, θὰ τοῦ τραβήξουν τὸ αὐτὶ γι᾽ αὐτὰ ποὺ ἔκανε.
……………………………………………….
269
Πανόμορφο πανέξυπνο καὶ εὐγενέστατο ἀνήλικο τῆς Α’ γυμνασίου, ποὺ μεγαλόδειχνε, ἦταν ἡ Θεανώ, ὅταν πῆγε στὸ ἰδιωτικὸ γυμνάσιο τοῦ παρθενοσυλλέκτου. κι ἐκεῖνος ἅπλωσε τὰ χέρια του ἐπάνω της πολλὲς φορὲς πολὺ ἄσχημα ἐπὶ τέσσερα χρόνια. τὸ παιδί, ποὺ οἱ γονεῖς του ἦταν ἐργάτες στὴ Γερμανία, ὑπέκυπτε μέχρι καὶ τὴν Δ’ τάξι, ὅταν ἦταν 16 ἐτῶν καὶ φαινόταν σὰν 25. ἄριστη μαθήτρια στὸ α’ ἑξάμηνο τῆς Α’, ξέπεσε ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα σὲ μαθήτρια γενικοῦ βαθμοῦ 11 – 12. κι ἔφυγε μετὰ τὴν Δ’ τάξι, χωρὶς νὰ ἔχῃ προαχθῆ. ἔφυγε ἀπὸ τὸ οἰκοτροφεῖο τοῦ σχολείου στὰ 17 της, πῆγε στὸ χωριό της, κι ἀπὸ κεῖ σχεδὸν ἀμέσως σὲ πόλι. κι ἀλήτεψε κι ἔγινε πόρνη. στὰ 55 της, πόρνη οὖσα, τὴν ἐπισκέφτηκε μιὰ συμμαθήτριά της, γιὰ νὰ τὴ συμμαζέψῃ. ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἡ Θεανὼ εἶπε στὴ συμμαθήτριά της καὶ τὰ ἑξῆς. «Ὄχι, δὲν μὲ διακόρευσε ὁ Τάδε (=ὁ παρθενοσυλλέκτης). ὅταν ἔφυγα ἀπὸ τὸ οἰκοτροφεῖο, ἤμουν ἀκόμη παρθένα. μὲ διακόρευσε ὁ πρῶτος πελάτης γιὰ 100 δραχμές, ποὺ δὲν τὶς εἶχα κι ἀνάγκη• καὶ μοῦ εἶναι ἄγνωστος. ὁ Τάδε; ὁ ἀνίκανος; μακάρι νὰ μὲ διακόρευε καὶ νὰ συνουσιαζόταν μαζί μου ὅλα τὰ τέσσερα χρόνια. θὰ ξεθύμαινα. δὲν θὰ γινόμουν πόρνη. θἄβρισκα ἔπειτα ἕναν παρακατιανὸ γκόμενο καὶ θὰ παντρευόμουν. ὁ Τάδε ὁ φλῶρος μοῦ ἔσπασε τὰ νεῦρα μὲ τὰ ἀνολοκλήρωτα ξεβρακώματα καὶ πλακώματά του. τέσσερα χρόνια κάθε μέρα μὲ κούρντισε τόσο πολύ, ποὺ στὸ τέλος ἤθελα νὰ πορνεύσω μὲ χίλιους ἄντρες ἕνα ἑκατομμύριο φορὲς ἀσταμάτητα. τὸν καιρὸ ποὺ ξέφυγα ἀπὸ τὰ νύχια του νόμιζα πὼς ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ τῆς γῆς εἶναι βρόμικοι σὰν αὐτόν• καὶ δὲν ἤθελα οὔτε ν᾽ ἀκούσω γιὰ Χριστιανισμό. μόνο σὰν πόρνη κατάλαβα ὅτι δὲν εἶναι ἔτσι». ἔδωσε δὲ στὴ συμμαθήτριά της ἀνοιχτὸ καὶ τὸ παρακάτω γράμμα, μὲ τὴν παράκλησι νὰ βρῇ τὴ διεύθυνσι τοῦ παρθενοσυλλέκτου, καὶ νὰ τοῦ τὸ ταχυδρομήσῃ.
«Κύριε Τάδε, Ξέρω ὅτι θὰ πάω στὴν κόλασι, γιατὶ εἶμαι πόρνη. μὰ νομίζω πὼς δὲν γίνεται νὰ εἶσαι στὸν παράδεισο ἐσύ, ποὺ μὲ κατάντησες πόρνη, τὴν ὥρα ποὺ ἐγὼ θὰ εἶμαι στὴν κόλασι.
Θεανὼ Τ.».
270 Ὅταν ὁ ἄντρας τῆς συμμαθητρίας της μοῦ ἔδειξε ἀνοιχτὸ αὐτὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ διάβασα, ῥάγισα καὶ ἔσταξαν τὰ μάτια μου. καὶ τοῦ εἶπα νὰ πῇ διὰ μέσου τῆς γυναικός του στὴ Θεανώ, πρῶτον ὅτι τὸ γράμμα της τὸ διάβασα κι ἐγὼ καὶ τῆς παραγγέλλω• «Μὴν πᾷς μαζὶ μ᾽ ἐκεῖνον στὴν κόλασι. ἐσένα ὁ Χριστὸς σὲ θέλει μαζί του στὸν παράδεισο• μὴν τοῦ χαλᾷς χατίρι»• καὶ δεύτερον νὰ μὴ στείλῃ τὸ γράμμα, ἀλλὰ ν᾽ ἀπόσχῃ ἀκόμη κι ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν ὑποτυπώδη ἐκδίκησι. καὶ τὸ ἀρνὶ τοῦ θεοῦ πείσθηκε. κι ἔμεινε παρθένα ἀπὸ ἐκδίκησι. χωρὶς ὅμως νὰ ἐνημερώσω κανέναν ἀπὸ τοὺς τρεῖς τους, ἀνέλαβα νὰ στείλω τὸ γράμμα ἐγὼ τόσο στὸ συγκεκριμένο παρθενοσυλλέκτη ὅσο καὶ σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο μ᾽ αὐτὸ τὸ βιβλίο γιὰ λογαριασμὸ καὶ τῆς Θεανῶς καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἀθῴων παιδιῶν, τὰ ὁποῖα λέρωσαν καὶ κούρντισαν κι αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι παρθενοσυλλέκτες.
271 Ὁμολογῶ ὅτι δίσταζα νὰ γράψω αὐτὸ τὸ ἐπικίνδυνο βιβλίο — ὁ κάθε ἄντρας, νομίζω, μπορεῖ νὰ δειλιάσῃ γιὰ λίγο μπροστὰ στὴν ἐγκόσμια δύναμι καὶ στὴ διαβολιὰ καὶ διαβολὴ τοῦ καρτὲλ τῶν παρθενοσυλλεκτῶν —, κι ὅτι μὲ ἔπεισε ὁριστικὰ αὐτὸ τὸ γράμμα. σὲ μιὰ ὥρα ἀνέσυρα ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο μου τὸ προεκτεθειμένο ὑλικὸ κι ἄρχισα νὰ συντάσσω τὸ βιβλίο. ἕνα μὴ ἐπιστημονικὸ βιβλίο καὶ τόσο μικρὸ γράφεται μὲ μιὰ ἀνάσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου