Πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ ένα κωπήλατο πλοίο που να ήταν τόσο ιδιάζον, αλλά και επιτυχημένο, όσο η ελληνική τριήρης. Είναι βέβαιο ότι ποτέ άλλοτε, ούτε προηγουμένως αλλά και ούτε μεταγενέστερα, δε ναυπηγήθηκε και δεν έπλευσε στη Μεσόγειο ένα παρόμοιο κωπήλατο πλοίο. Αν οι μάχες ανάμεσα σε φάλαγγες οπλιτών πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο είχαν μια προϊστορία δυόμισι αιώνων, οι ναυμαχίες ανάμεσα σε τριήρεις ήταν σχετικά πρόσφατες. Οι τριήρεις εμφανίστηκαν κατά πάσα πιθανότητα στα μέσα ή προς τα τέλη του 6ου αιώνα. Παρόλο που οι Φοίνικες ή οι Αιγύπτιοι ήταν ίσως οι πρώτοι που τελειοποίησαν τη ναυπήγηση τριήρεων, η εμφάνιση των εξελιγμένων ναυτικών τακτικών συμπίπτει με την επέκταση της αθηναϊκής ηγεμονίας στα μέσα του 5ου αιώνα.
Φαίνεται ότι το μικρό βάρος και η ευστάθεια, και όχι η ασφάλεια και η προστασία, αποτελούσαν τους βασικούς στόχους που επιδιώχθηκαν με τη ναυπήγηση των τριήρεων. Αν οι ιδιοκτήτες γης που ανήκαν στη μεσαία τάξη ήταν σχεδόν άτρωτοι όταν έφεραν την παραδοσιακή πανοπλία των οπλιτών, οι ακτήμονες πολεμούσαν εντελώς ανυπεράσπιστοι, καθώς κωπηλατούσαν σχεδόν γυμνοί μέσα σε αυτά τα καινοφανή πλοία. Παρόλο που η τριήρης δεν ήταν ένα πλατύ σκάφος -το μήκος της από την πλώρη έως την πρύμη ήταν περίπου 40 μέτρα και το πλάτος της στο μέσο του πλοίου ήταν 7 μέτρα-, μπορούσε, εντούτοις, να μεταφέρει 200 ναύτες, αξιωματικούς και στρατιώτες. Καθώς το πλήρωμα μπορούσε να κωπηλατεί με ρυθμό σχεδόν 50 ωθήσεων ανά λεπτό, η τριήρης μπορούσε, για σύντομα χρονικά διαστήματα, να αναπτύσσει ταχύτητα 9 έως 10 κόμβων, επιφέροντας ένα συντριπτικό πλήγμα με το έμβολό της. Υπήρχε ένα βοηθητικό πανί που χρησίμευε για να ξεκουράζεται το πλήρωμα, όταν δεν υπήρχε η πιθανότητα εμπλοκής σε ναυμαχία.
Ο τρόπος κωπηλασίας στις τριήρεις ήταν τόσο μοναδικός, ώστε μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες οι ερευνητές δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν με ποιο τρόπο κινούνταν μια τριήρης. Αν και οι τριήρεις δεν είχαν έρμα, εντούτοις η πλευστότητα τους ήταν εξαιρετική και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις βυθίζονταν ολόκληρες - γεγονός που εξηγεί για ποιο λόγο στις υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες έχουν ανακαλυφθεί τόσο λίγα υπολείμματά τους. Τι ακριβώς σήμαινε το θέμα «τρι-» στην ονομασία του πλοίου; Μήπως τρεις άντρες κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο στο ίδιο επίπεδο και χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα το ίδιο κουπί; Ή μήπως τρεις κωπηλάτες χρησιμοποιούσαν τρία διαφορετικά κουπιά; Ή, όπως είναι σχεδόν βέβαιο, υπήρχαν τρεις σειρές κωπηλατών -η καθεμιά πάνω από την άλλη- και, άρα, κωπηλατούσαν από τρία διαφορετικά επίπεδα και υπό διαφορετική γωνία, χρησιμοποιώντας κουπιά που είχαν μήκος 4,50 μέτρα.
Το αίνιγμα αυτό, που είχε προκαλέσει έντονες διαφωνίες από την εποχή της Αναγέννησης, υποτίθεται ότι επιλύθηκε το 1987, όταν μια κοινή ελληνο-βρετανική ομάδα ναυπήγησε την Ολυμπιάδα, ένα σημερινό, κανονικού μεγέθους, αντίγραφο της κλασικής αθηναϊκής τριήρους. Παρά τα υπαρκτά προβλήματα στην απόδοση της Ολυμπιάδας, οι περιορισμένες δοκιμές που έγιναν στη θάλασσα επιβεβαίωσαν ότι, παρά τις συχνά αντικρουόμενες μαρτυρίες από την αρχαιότητα, στις τριήρεις υπήρχαν τρία διαφορετικά επίπεδα στα οποία βρίσκονταν οι κωπηλάτες, και ότι ο καθένας από αυτούς χειριζόταν ένα τυποποιημένου μεγέθους κουπί. Όμως, οι δοκιμές προσομοίωσης που έγιναν στην Ολυμπιάδα μάς υπενθυμίζουν πόσο άθλιες ήταν οι συνθήκες της στρατιωτικής υπηρεσίας στο ναυτικό για τους χιλιάδες ναύτες -παρόλο που δεν ήταν αλυσοδεμένοι όπως οι δούλοι κωπηλάτες στις ρωμαϊκές γαλέρες-, αλλά και πόσο επιδέξιοι έπρεπε να είναι οι κωπηλάτες για να συγχρονίζουν την κίνηση των ελαφρών κουπιών τους, που ήταν κατασκευασμένα από ξύλο ελάτου. Στην πραγματικότητα, οι σημερινές τεχνικές δυνατότητες δεν έχουν φτάσει σε επίπεδα αποδοτικότητας παρόμοια με εκείνα των αρχαίων πλοίων, όπως αυτά που μνημονεύονται στα κλασικά κείμενα.
Ο πιο περιορισμένος και δυσάρεστος χώρος στο μήκους 40 μέτρων πλοίο ήταν, πιθανότατα, αυτός στον οποίο βρίσκονταν οι 54 ναύτες που αποκαλούνταν θαλαμίτες, καθώς κωπηλατούσαν στο βαθύτερο εσωτερικό σημείο του πλοίου (θάλαμος), σε απόσταση μόνο μισού μέτρου πάνω από το νερό. Θεωρητικά, κομμάτια δέρματος, που υπήρχαν στα ανοίγματα για τα κουπιά, τους προστάτευαν από τα κύματα. Όμως, το νερό της θάλασσας πάντα έμπαινε μέσα στις τριήρεις -που είχαν περισσότερα από 100 τέτοια ανοίγματα-, ενώ και τα πόδια τους ήταν μέσα σε νερά που διαπερνούσαν το ξύλινο κύτος του πλοίου. Πιθανότατα, οι ναύτες αυτοί ήταν μονίμως βρεγμένοι σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Καθώς ο κωπηλάτης έσκυβε και τραβούσε το κουπί προς τα πίσω, οι γλουτοί του τρίβονταν πάνω στον πάγκο, γεγονός που εξηγεί γιατί τα μαξιλάρια θεωρούνταν τόσο σημαντικά όσο και τα καλά κουπιά - αλλά και γιατί οι πληγές και οι φλύκταινες αποτελούσαν ένα από τα μόνιμα παράπονα των ναυτών.
Εξαιτίας των εγκάρσιων δοκών και των υπόλοιπων κωπηλατών που βρίσκονταν ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους, οι θαλαμίτες δεν μπορούσαν να δουν σχεδόν τίποτα. Επιπλέον, λούζονταν από τον ιδρώτα των κωπηλατών που ήταν στις από πάνω σειρές και που οι γλουτοί τους βρίσκονταν περίπου στο ύψος των προσώπων των θαλαμιτών. Ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης αστειεύεται με τους θαλαμίτες, αναφέροντας ότι, εξαιτίας της υπερπροσπάθειας, οι από πάνω κωπηλάτες συχνά πέρδονταν και κατέβρεχαν με τα εκκρίματά τους τους θαλαμίτες, ένα αστείο που πήγαζε από τις άθλιες συνθήκες τις οποίες είχαν αντιμετωπίσει συλλογικά αρκετοί βετεράνοι ναύτες, που ήταν μεταξύ των θεατών που παρακολουθούσαν την παράσταση. Ιδρώτας, δίψα, πληγές, εξάντληση, ούρα και περιττώματα - όλα αυτά προσθέτονταν στην ανησυχία που προκαλούσαν τα μεγάλα κύματα και τα έμβολα των εχθρικών πλοίων.[1]
Οι καβγάδες, οι διαπληκτισμοί, ακόμα και οι χειροδικίες, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, καθώς οι κωπηλάτες χτυπούσαν ο ένας τον άλλο με τους αγκώνες τους. Οποιοσδήποτε έχει προσπαθήσει να φορέσει την εξάρτυση για έναν αγώνα αμερικανικού ποδοσφαίρου μέσα στο συνωστισμό των αποδυτηρίων κάποια ζεστή αυγουστιάτικη ημέρα μπορεί να φανταστεί τους διαπληκτισμούς και τις εκρήξεις οργής κάτω από το κατάστρωμα μιας τριήρους. Προς τα τέλη του πολέμου, όταν χιλιάδες κωπηλάτες είχαν ήδη σκοτωθεί, φτωχοί, ξένοι, μέτοικοι και δούλοι τερατολογούνταν και κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο - μια κατάσταση ισότητας που δεν υπήρχε ούτε καν στη δημοκρατική Εκκλησία του Δήμου.
Φαίνεται ότι το μικρό βάρος και η ευστάθεια, και όχι η ασφάλεια και η προστασία, αποτελούσαν τους βασικούς στόχους που επιδιώχθηκαν με τη ναυπήγηση των τριήρεων. Αν οι ιδιοκτήτες γης που ανήκαν στη μεσαία τάξη ήταν σχεδόν άτρωτοι όταν έφεραν την παραδοσιακή πανοπλία των οπλιτών, οι ακτήμονες πολεμούσαν εντελώς ανυπεράσπιστοι, καθώς κωπηλατούσαν σχεδόν γυμνοί μέσα σε αυτά τα καινοφανή πλοία. Παρόλο που η τριήρης δεν ήταν ένα πλατύ σκάφος -το μήκος της από την πλώρη έως την πρύμη ήταν περίπου 40 μέτρα και το πλάτος της στο μέσο του πλοίου ήταν 7 μέτρα-, μπορούσε, εντούτοις, να μεταφέρει 200 ναύτες, αξιωματικούς και στρατιώτες. Καθώς το πλήρωμα μπορούσε να κωπηλατεί με ρυθμό σχεδόν 50 ωθήσεων ανά λεπτό, η τριήρης μπορούσε, για σύντομα χρονικά διαστήματα, να αναπτύσσει ταχύτητα 9 έως 10 κόμβων, επιφέροντας ένα συντριπτικό πλήγμα με το έμβολό της. Υπήρχε ένα βοηθητικό πανί που χρησίμευε για να ξεκουράζεται το πλήρωμα, όταν δεν υπήρχε η πιθανότητα εμπλοκής σε ναυμαχία.
Ο τρόπος κωπηλασίας στις τριήρεις ήταν τόσο μοναδικός, ώστε μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες οι ερευνητές δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν με ποιο τρόπο κινούνταν μια τριήρης. Αν και οι τριήρεις δεν είχαν έρμα, εντούτοις η πλευστότητα τους ήταν εξαιρετική και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις βυθίζονταν ολόκληρες - γεγονός που εξηγεί για ποιο λόγο στις υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες έχουν ανακαλυφθεί τόσο λίγα υπολείμματά τους. Τι ακριβώς σήμαινε το θέμα «τρι-» στην ονομασία του πλοίου; Μήπως τρεις άντρες κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο στο ίδιο επίπεδο και χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα το ίδιο κουπί; Ή μήπως τρεις κωπηλάτες χρησιμοποιούσαν τρία διαφορετικά κουπιά; Ή, όπως είναι σχεδόν βέβαιο, υπήρχαν τρεις σειρές κωπηλατών -η καθεμιά πάνω από την άλλη- και, άρα, κωπηλατούσαν από τρία διαφορετικά επίπεδα και υπό διαφορετική γωνία, χρησιμοποιώντας κουπιά που είχαν μήκος 4,50 μέτρα.
Το αίνιγμα αυτό, που είχε προκαλέσει έντονες διαφωνίες από την εποχή της Αναγέννησης, υποτίθεται ότι επιλύθηκε το 1987, όταν μια κοινή ελληνο-βρετανική ομάδα ναυπήγησε την Ολυμπιάδα, ένα σημερινό, κανονικού μεγέθους, αντίγραφο της κλασικής αθηναϊκής τριήρους. Παρά τα υπαρκτά προβλήματα στην απόδοση της Ολυμπιάδας, οι περιορισμένες δοκιμές που έγιναν στη θάλασσα επιβεβαίωσαν ότι, παρά τις συχνά αντικρουόμενες μαρτυρίες από την αρχαιότητα, στις τριήρεις υπήρχαν τρία διαφορετικά επίπεδα στα οποία βρίσκονταν οι κωπηλάτες, και ότι ο καθένας από αυτούς χειριζόταν ένα τυποποιημένου μεγέθους κουπί. Όμως, οι δοκιμές προσομοίωσης που έγιναν στην Ολυμπιάδα μάς υπενθυμίζουν πόσο άθλιες ήταν οι συνθήκες της στρατιωτικής υπηρεσίας στο ναυτικό για τους χιλιάδες ναύτες -παρόλο που δεν ήταν αλυσοδεμένοι όπως οι δούλοι κωπηλάτες στις ρωμαϊκές γαλέρες-, αλλά και πόσο επιδέξιοι έπρεπε να είναι οι κωπηλάτες για να συγχρονίζουν την κίνηση των ελαφρών κουπιών τους, που ήταν κατασκευασμένα από ξύλο ελάτου. Στην πραγματικότητα, οι σημερινές τεχνικές δυνατότητες δεν έχουν φτάσει σε επίπεδα αποδοτικότητας παρόμοια με εκείνα των αρχαίων πλοίων, όπως αυτά που μνημονεύονται στα κλασικά κείμενα.
Ο πιο περιορισμένος και δυσάρεστος χώρος στο μήκους 40 μέτρων πλοίο ήταν, πιθανότατα, αυτός στον οποίο βρίσκονταν οι 54 ναύτες που αποκαλούνταν θαλαμίτες, καθώς κωπηλατούσαν στο βαθύτερο εσωτερικό σημείο του πλοίου (θάλαμος), σε απόσταση μόνο μισού μέτρου πάνω από το νερό. Θεωρητικά, κομμάτια δέρματος, που υπήρχαν στα ανοίγματα για τα κουπιά, τους προστάτευαν από τα κύματα. Όμως, το νερό της θάλασσας πάντα έμπαινε μέσα στις τριήρεις -που είχαν περισσότερα από 100 τέτοια ανοίγματα-, ενώ και τα πόδια τους ήταν μέσα σε νερά που διαπερνούσαν το ξύλινο κύτος του πλοίου. Πιθανότατα, οι ναύτες αυτοί ήταν μονίμως βρεγμένοι σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Καθώς ο κωπηλάτης έσκυβε και τραβούσε το κουπί προς τα πίσω, οι γλουτοί του τρίβονταν πάνω στον πάγκο, γεγονός που εξηγεί γιατί τα μαξιλάρια θεωρούνταν τόσο σημαντικά όσο και τα καλά κουπιά - αλλά και γιατί οι πληγές και οι φλύκταινες αποτελούσαν ένα από τα μόνιμα παράπονα των ναυτών.
Εξαιτίας των εγκάρσιων δοκών και των υπόλοιπων κωπηλατών που βρίσκονταν ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους, οι θαλαμίτες δεν μπορούσαν να δουν σχεδόν τίποτα. Επιπλέον, λούζονταν από τον ιδρώτα των κωπηλατών που ήταν στις από πάνω σειρές και που οι γλουτοί τους βρίσκονταν περίπου στο ύψος των προσώπων των θαλαμιτών. Ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης αστειεύεται με τους θαλαμίτες, αναφέροντας ότι, εξαιτίας της υπερπροσπάθειας, οι από πάνω κωπηλάτες συχνά πέρδονταν και κατέβρεχαν με τα εκκρίματά τους τους θαλαμίτες, ένα αστείο που πήγαζε από τις άθλιες συνθήκες τις οποίες είχαν αντιμετωπίσει συλλογικά αρκετοί βετεράνοι ναύτες, που ήταν μεταξύ των θεατών που παρακολουθούσαν την παράσταση. Ιδρώτας, δίψα, πληγές, εξάντληση, ούρα και περιττώματα - όλα αυτά προσθέτονταν στην ανησυχία που προκαλούσαν τα μεγάλα κύματα και τα έμβολα των εχθρικών πλοίων.[1]
Οι καβγάδες, οι διαπληκτισμοί, ακόμα και οι χειροδικίες, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, καθώς οι κωπηλάτες χτυπούσαν ο ένας τον άλλο με τους αγκώνες τους. Οποιοσδήποτε έχει προσπαθήσει να φορέσει την εξάρτυση για έναν αγώνα αμερικανικού ποδοσφαίρου μέσα στο συνωστισμό των αποδυτηρίων κάποια ζεστή αυγουστιάτικη ημέρα μπορεί να φανταστεί τους διαπληκτισμούς και τις εκρήξεις οργής κάτω από το κατάστρωμα μιας τριήρους. Προς τα τέλη του πολέμου, όταν χιλιάδες κωπηλάτες είχαν ήδη σκοτωθεί, φτωχοί, ξένοι, μέτοικοι και δούλοι τερατολογούνταν και κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο - μια κατάσταση ισότητας που δεν υπήρχε ούτε καν στη δημοκρατική Εκκλησία του Δήμου.
Τα πληρώματα προτιμούσαν πάντα να κωπηλατούν σε ήρεμα νερά, ώστε να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοτικότητα. Ωστόσο, εξαιτίας της δυσαρμονίας ανάμεσα στις τρεις σειρές των κωπηλατών, μόνο 30 από τους 170 κωπηλάτες μπορούσαν στην πραγματικότητα να κωπηλατούν σε ήρεμα νερά. Οι περισσότεροι κωπηλατούσαν στα απόνερα που προκαλούσαν τα κουπιά των άλλων, και ήταν δύσκολο να χρησιμοποιούν με δύναμη τα κουπιά στην κυματιστή και περιδινούμενη θάλασσα.
Ακριβώς πάνω από τους θαλαμίτες, βρίσκονταν οι αποκαλούμενοι ζυγίτες, επειδή κάθονταν στη μεσαία σειρά, δίπλα στις εγκάρσιες δοκούς του πλοίου (ζυγά). Και αυτοί δεν μπορούσαν να δουν τη θάλασσα και κωπηλατούσαν μέσω πλευρικών ανοιγμάτων. Καθώς όμως οι ζυγίτες κάθονταν στη μεσαία σειρά, είχαν τουλάχιστον περισσότερο χώρο και δεν έπρεπε να προσέχουν τα πόδια και τους γλουτούς των από πάνω κωπηλατών.
Στην τελευταία σειρά, στην πιο τιμητική και συχνά την πιο καλοπληρωμένη θέση, βρίσκονταν οι 62 θρανίτες. Αυτοί οι επίλεκτοι κωπηλάτες βρίσκονταν πάνω από τους παφλασμούς της θάλασσας και ανέπνεαν καθαρό αέρα. Κάθονταν στον προώστη του πλοίου, και εκτός από τον καθαρό αέρα, το φως του ήλιου και τη μεγαλύτερη ευρυχωρία, ήταν οι μόνοι άντρες του πληρώματος που μπορούσαν να δουν τα κουπιά τους να μπαίνουν στη θάλασσα και να ενημερώνουν τους κωπηλάτες που βρίσκονταν από κάτω τους. Παρόλο που ήταν οι πιο ευάλωτοι στα εκηβόλα όπλα του εχθρού, οι θρανίτες είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να επιζήσουν αν το πλοίο εμβολιζόταν και βυθιζόταν.
Προφανώς, για αυτές τις προνομιούχες θέσεις στο πλοίο επιλέγονταν οι κωπηλάτες που είχαν τη μεγαλύτερη εμπειρία ή είχαν επιδείξει εξαιρετικές δεξιότητες, είτε το κριτήριο ήταν η ικανότητά τους να κωπηλατούν μονίμως με όλη τους τη δύναμη είτε η αντοχή τους να διατηρούν την ίδια ταχύτητα επί ώρες. Φαίνεται ότι οι θρανίτες καθόριζαν το ρυθμό με τον οποίο κωπηλατούσε όλο το πλήρωμα. Ήταν εξοικειωμένοι με τις απότομες αλλαγές της κατεύθυνσης του ανέμου και με τα θαλάσσια ρεύματα, είχαν την επιδεξιότητα να αποφεύγουν τα πλοία που έπλεαν δίπλα, και οι συνδυασμένες προσπάθειές τους ήταν καθοριστικές για την ταχύτητα και τη σταθερότητα της τριήρους. Σε μερικές περιπτώσεις, οι επίλεκτοι θρανίτες κατανέμονταν και στις τρεις σειρές μιας τριήρους για να λειτουργούν ως πρότυπα για τους υπόλοιπους κωπηλάτες χάρη στην επιδεξιότητα και στην εμπειρία τους.
Υπήρχαν πολύ μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς την ικανότητα των κωπηλατών ενός στόλου. Σε μερικές περιπτώσεις, επιλέγονταν οι καλύτεροι κωπηλάτες για να επανδρώσουν ένα μικρό επίλεκτο στολίσκο, που μπορούσε να πλεύσει με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από τη συνηθισμένη. Φαίνεται ότι η εμπειρία ήταν προαπαιτούμενο για να είναι κάποιος εξαίρετος κωπηλάτης. Είναι, λοιπόν, πιθανό ότι οι περισσότεροι από τους καλύτερους κωπηλάτες ήταν τριάντα έως σαράντα ετών και, στην Αθήνα τουλάχιστον, ήταν βετεράνοι δεκάδων εκστρατειών όταν ξεκίνησε ο πόλεμος.[2]
-------------------------------
[1] Αριστοφάνης, Βάτραχοι , l074. Στη συγκεκριμένη κωμωδία , αλλά, γενικότερα, και σε άλλα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας , υπάρχουν αναφορές για πληγές στα χέρια και στους γλουτούς , για την εξάντληση των πληρωμάτων, για την αφόρητη δίψα και το κρύο, στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η υπηρεσία στις τριήρεις δεν ήταν μόνο επικίνδυνη, αλλά και δυσάρεστη . Βλ. Morrison, Oαred Ships, σ. 324-40, για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα πληρώματα, αλλά και για τον τρόπο κωπηλασίας στις τριήρεις.
[2] Για τα πληρώματα, βλ. Ξενοφώντας , Ελληνικά , l .6.l6. Δεδομένης της προφανούς ομοιομορφίας που υπήρχε ανάμεσα στους οπλίτες μιας φάλαγγας ή στους κωπηλάτες μιας τριήρους, δε γνωρίζουμε κατά πόσον οι διοικητές επέλεγαν από τους καταλόγους των οπλιτών και των κωπηλατών όσους είχαν εξαιρετικά μητρώα προϋπηρεσίας. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι, στη διάρκεια των προετοιμασιών για τη Σικελική Εκστρατεία, οι τριήραρχοι έδιναν επιπρόσθετες χρηματικές αμοιβές στους θρανίτες και ότι οι στρατηγοί προσπαθούσαν να επιλέξουν από τους καταλόγους των οπλιτών όσους ήταν ικανοί κωπηλάτες (6.31.3).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου