Η θεωρία του Εμπεδοκλή που θέλει την ψυχή να αποτελείται από τα στοιχεία που διαμορφώνουν το σύμπαν κατά τον ίδιο τρόπο που σχηματίζεται και το σώμα δε φαίνεται να πείθει καθόλου τον Αριστοτέλη: «Ότι έχει πολλές δυσκολίες και δυσχέρειες, το να λέει κανείς, όπως ο Εμπεδοκλής, ότι κάθε στοιχείο γίνεται γνωστό από τα σωματικά του στοιχεία, και με την αναφορά στο όμοιό του, το μαρτυρεί αυτό που θα πούμε τώρα· γιατί, όλα που υπάρχουν μέσα στα σώματα των ζώων, και είναι μόνο από γη, για παράδειγμα τα οστά, οι τένοντες, οι τρίχες, φαίνεται να μην αισθάνονται τίποτε, και, επομένως, ούτε τα όμοιά τους· παρόλο που θα έπρεπε» (410a 28-32 και 410b 1-2).
Με άλλα λόγια, η αντίληψη που θέλει τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις επιθυμίες (και γενικά οτιδήποτε αφορά την πέρα από το σώμα ανθρώπινη υπόσταση) να οφείλονται στην ψυχή, είναι αδύνατο να συνδυαστεί με την εκδοχή του στοιχείου της γης, αφού ούτε τα οστά ούτε τα νύχια μπορούν να αισθανθούν οτιδήποτε, πολύ περισσότερο να επιθυμήσουν ή να σκεφτούν. Το δεδομένο ότι καθετί αναγνωρίζει τα όμοιά του καθιστά την εκδοχή αυτή ακόμη πιο απίθανη, καθώς είναι αδύνατο να βρεθεί οποιαδήποτε ομοιότητα ανάμεσα στο στοιχείο του χώματος (γη) και τις λειτουργίες που αποδίδονται στην ψυχή.
Κι όχι μόνο αυτό: «Επιπλέον, καθεμιά από τις αρχές θα έχει άγνοια περισσότερο παρά γνώση· γιατί, κάθε στοιχείο θα γνωρίζει ένα πράγμα, ενώ πολλά θα τα αγνοεί· και θα είναι όλα τα υπόλοιπα» (410b 2-4). Ξεκαθαρίζοντας ότι στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης με την έννοια «αρχές» εννοεί τα στοιχεία γίνεται σαφές ότι η θεωρία αυτή συναντά και τη δυσκολία της γνώσης, αφού τα πολλά στοιχεία που συναποτελούν την ψυχή είναι αδύνατο να δικαιολογήσουν τη γνώση που περικλείει τα πάντα.
Σε τελική ανάλυση, η θεωρία του Εμπεδοκλή ακυρώνει την παντογνωσία ακόμη και του ίδιου του θεού: «Μέχρι που, στον Εμπεδοκλή τουλάχιστον, ο περισσότερο αμαθής συμβαίνει να είναι ο θεός· γιατί, μόνο αυτός, δε θα γνωρίσει ένα από τα στοιχεία, την έχθρα, ενώ τα θνητά όντα θα τα γνωρίσουν όλα· αφού καθένα τους απαρτίζεται από όλα τα στοιχεία» (410b 5-7).
Η αντίφαση που δημιουργείται σε σχέση με την επικρατούσα αντίληψη για το θεό, που οπωσδήποτε γνωρίζει περισσότερα από τους θνητούς, έχει τον ίδιο αντίκτυπο με τις περί γνώσεων αντιλήψεις της ψυχής, που κατ’ αντιστοιχία φαντάζει σαν θεός σε σχέση με το σώμα. Οι γνώσεις της ψυχής δεν μπορεί να προέρχονται από τις πεπερασμένες γνωστικές δυνατότητες των στοιχείων με τον ίδιο τρόπο που ο θεός είναι αδύνατο να γνωρίζει λιγότερα από τους ανθρώπους.
Επιπλέον, η εκδοχή των στοιχείων που συναποτελούν την ψυχή οφείλει να παραθέσει και τη δύναμη που κατορθώνει να τα ενώσει: «Κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί, επίσης, τι είναι εκείνο που ενοποιεί τα στοιχεία μέσα στην ψυχή· γιατί τα στοιχεία, βέβαια, μοιάζουν με την ύλη· ενώ, εκείνο που τα συνέχει, ό,τι κι αν είναι αυτό, είναι το πιο σημαντικό· είναι αδύνατο, όμως, να υπάρχει κάτι ανώτερο από την ψυχή, και κυρίαρχο πάνω της· και πιο αδύνατο ακόμη, να υπάρχει κάτι τέτοιο για το νου» (410b 11-14).
Η εκδοχή που θέλει μια δύναμη να λειτουργεί ενωτικά για τα στοιχεία που συνθέτουν την ψυχή (πέρα από την προβληματική του πλήρους καθορισμού της) ισοδυναμεί με την ομολογία ότι η ψυχή υφίσταται την κυριαρχία αυτής της δύναμης που οριοθετεί τη σύνθεσή της δημιουργώντας μια σχέση εξάρτησης. Θα έλεγε κανείς ότι, αν η δύναμη αυτή πάψει να λειτουργεί, η ψυχή θα διαλυθεί άμεσα και ολοκληρωτικά σαν κάτι εντελώς ανίσχυρο μπροστά σε δεδομένα που αδυνατεί να ελέγξει. Μια τέτοια οπτική όμως έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πεποίθηση της ανωτερότητας της ψυχής.
Σε τελική ανάλυση, αν η ψυχή αποτελούταν από στοιχεία θα έπρεπε να έχει ψυχή οτιδήποτε υπαρκτό, αφού αυτά τα ίδια στοιχεία συνθέτουν τα πάντα: «Γενικά, επίσης, για ποιο λόγο δεν έχουν ψυχή όλα τα όντα, αφού καθένα τους ή είναι στοιχείο ή γίνεται από ένα στοιχείο ή από περισσότερα ή από όλα;» (410b 8-10).
Όμως, και πέρα από αυτό η αποδοχή της ιδέας των στοιχείων που συνθέτουν την ψυχή σε συνδυασμό με την αντίληψη ότι η ψυχή είναι η δύναμη που επιφέρει κίνηση δεν έχει άλλη επιλογή από το να φέρει στην επιφάνεια τη δυνατότητα ύπαρξης πολλών ειδών ψυχής: «όσοι λένε ότι η ψυχή, επειδή γνωρίζει και αισθάνεται τα όντα, απαρτίζεται από τα στοιχεία, και αυτοί που υποστηρίζουν πως είναι ό,τι κατεξοχήν δίνει κίνηση, δε μιλούν για κάθε είδους ψυχής· γιατί, όλα τα όντα που αισθάνονται, δεν κινούνται κιόλας· αφού είναι φανερό, ότι μερικά ζώα παραμένουν στάσιμα στο χώρο· παρόλο που μόνο αυτή την κίνηση μοιάζει να δίνει η ψυχή στο ζώο» (410b 17-22).
Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Το ίδιο, και όσοι απαρτίζουν το νου και την ικανότητα της αίσθησης από τα στοιχεία· γιατί, είναι φανερό πως και τα φυτά ζουν δίχως να μοιράζονται την κίνηση ούτε την αίσθηση και πολλά από τα ζώα δεν έχουν διάνοια. Κι αν, ακόμη, κάποιος συμφωνούσε με αυτά, και όριζε ότι ο νους είναι μέρος της ψυχής, το ίδιο και η ικανότητα της αίσθησης, δε θα μιλούσε έτσι γενικά για κάθε ψυχή, ούτε για μια μοναδική ψυχή στο σύνολό της» (410b 23-29).
Η αποδοχή ότι η ψυχή σχετίζεται με την κίνηση, το νου και την ικανότητα της αίσθησης την καθιστά τόσο αλληλένδετη με το σώμα που οι δυνατότητες που εμφανίζει κάθε ον στη διάνοια ή την κίνηση δεν μπορούν παρά να έχουν αντανάκλαση στις δυνατότητες της ψυχής του. Από αυτή την άποψη, η ψυχή πρέπει να έχει τόσες εκδοχές (είδη) όσες και η σωματική υπόσταση που τις περιβάλλει ή, αν πρέπει να ειπωθεί κι αλλιώς, οι σωματικές διαφορές των όντων δεν μπορεί παρά να καταδεικνύουν και τις ψυχικές διαφορές τους. Εφόσον αυτό είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί τότε η ολιστική αντιμετώπιση του ζητήματος της ψυχής είναι από θέση αρχής λανθασμένη. Θα έπρεπε να διαχωριστούν τα είδη της και να μελετηθεί κάθε είδος ξεχωριστά.
Στις ίδιες δυσκολίες σκοντάφτουν και οι θεωρίες των Ορφικών: «Η ίδια αντίρρηση ισχύει και για τη θεωρία που διατυπώνεται στα λεγόμενα ορφικά έπη· γιατί, υποστηρίζουν ότι η ψυχή, καθώς τη μεταφέρουν οι άνεμοι, μπαίνει από το σύμπαν μέσα στα ζώα όταν αναπνέουν. Όμως, αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει στα φυτά ούτε σε μερικά ζώα, αφού δεν αναπνέουν όλα. Τούτο, όμως, δεν το πρόσεξαν εκείνοι που ενστερνίστηκαν αυτή τη θεωρία» (410b 30-32 και 411a 1-2).
Η θεωρία των Ορφικών περισσότερο αρμόζει ως μυθολογική εκδοχή της ψυχής κι όχι στο πλαίσιο της τεκμηριωμένης φιλοσοφικής αναζήτησης. Ο Αριστοτέλης τη συμπεριλαμβάνει περισσότερο για λόγους μεθοδολογικούς παρά για λόγους ουσίας.
Από κει και πέρα σειρά έχουν οι απόψεις του Θαλή κι εκείνων που συσχετίζουν την ψυχή με την αρμονία και την ένωση του σύμπαντος: «Κάποιοι, επίσης, υποστηρίζουν ότι η ψυχή είναι αναμεμιγμένη μέσα σε ολόκληρο το σύμπαν· γι’ αυτό, ίσως, ο Θαλής σκέφτηκε ότι όλα είναι γεμάτα θεούς. Αυτή η άποψη, όμως, έχει κάποιες δυσκολίες· γιατί, για ποιο λόγο, όταν η ψυχή βρίσκεται μέσα στον αέρα ή τη φωτιά, δε σχηματίζει κάποιο ζώο, ενώ το κάνει όταν βρίσκεται μέσα στα μικτά όντα· και αυτό, παρόλο που φαίνεται πως είναι ανώτερη, όταν βρίσκεται μέσα στα πρώτα;» (411a 8-12).
Με δεδομένο ότι ως μικτά όντα ορίζονται εκείνα που σχηματίζονται από τις συνθέσεις των στοιχείων που δίνουν τα σώματα των ζώων γίνεται σαφές ότι η αντίληψη που θέλει την ψυχή να υπάρχει μέσα στον αέρα ή τη φωτιά (με δυο λόγια εκτός σώματος), σαν να υπάρχει ένας ξεχωριστός έμψυχος θεός σε καθετί, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού θα οδηγήσει σε πεποιθήσεις που θέλουν ψυχές εντός και εκτός σώματος. Η διευκρίνιση που αφορά τα κριτήρια με τα οποία η ψυχή μπαίνει σε σώμα ή παραμένει ελεύθερη τίθεται περισσότερο για να καταδείξει το αδύνατο μιας τέτοιας εκδοχής κι όχι γιατί πράγματι αναμένεται μια απάντηση. Εξάλλου, αυτό έχει ήδη απορριφθεί από την αρχή, όταν ο Αριστοτέλης διατύπωσε το αμετάκλητα αλληλένδετο του σώματος με την ψυχή.
Η άποψη ότι ψυχή υπάρχει στη φωτιά ή στον αέρα είναι σαν να παραδέχεται κανείς ότι η φωτιά και ο αέρας είναι ζώα, πράγμα απολύτως παράλογο: «το να λες ζώο τη φωτιά ή τον αέρα είναι από τα πιο παράλογα πράγματα, και να μην τα λες ζώα, τη στιγμή που μέσα τους υπάρχει ψυχή, είναι άτοπο» (411a 16-17).
Η έννοια το έμψυχου είναι συνυφασμένο με τη ζωή, δηλαδή τις επιθυμίες, τη διάνοια και την αντίληψη των αισθημάτων, αφού αυτά πηγάζουν από την ψυχή. Το να λέει κανείς ότι η φωτιά έχει ψυχή είναι σαν να αναγνωρίζει αυτές τις δυνατότητες στη φωτιά. Όμως η φωτιά ούτε επιθυμεί ούτε αισθάνεται, αφού αν τα έκανε αυτά θα ήταν ζώο.
Στην ουσία αυτές οι εκδοχές σχετίζονται με την αντίληψη ότι το όλο πρέπει να είναι ομοειδές με τα μέρη του. Με λίγα λόγια, εφόσον η ψυχή αποτελείται από στοιχεία, όπως και ο εκτός σώματος κόσμος, τότε η ψυχή του σώματος λειτουργεί σαν κάτι ομοειδές με τον έξω από το σώμα κόσμο. Το τμήμα του στοιχείου που υπάρχει στο σώμα μας και είναι έμψυχο, ανήκει στο ίδιο είδος με το στοιχείο στο σύνολό του, που βρίσκεται έξω από εμάς, και το οποίο πρέπει να είναι, και το ίδιο, έμψυχο στο σύνολό του».
Αυτό είναι και το νόημα της αριστοτελικής τοποθέτησης: «πίστεψαν, φαίνεται, πως μέσα στα στοιχεία υπάρχει ψυχή, επειδή το όλο είναι ομοειδές με τα μέρη του. Ώστε είναι αναγκασμένοι να πουν, ότι και η ψυχή είναι ομοειδής με τα μέρη της, αν, πράγματι, τα ζώα γίνονται έμψυχα με το να παίρνουν μέσα τους ένα μέρος από το στοιχείο που τα περιβάλλει» (411a 18-22).
Κάτι τέτοιο, όμως, είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτό: «Αν ο αέρας που διασπάται είναι ομοειδής, ενώ η ψυχή ανομοιομερής, είναι προφανές ότι ένα μέρος της θα βρίσκεται μέσα σε αυτό τον αέρα, και κάποιο άλλο όχι. Αναγκαστικά, λοιπόν, ή η ψυχή είναι ομοιομερής, ή, αλλιώς, δεν υπάρχει σε υπάρχει σε οποιοδήποτε μέρος του σύμπαντος» (411a 22-26).
Εν τέλει, η άποψη της ψυχής που αποτελείται από στοιχεία έρχεται σε αντίφαση με τον τρόπο που αυτά εισέρχονται στο σώμα δημιουργώντας την ψυχή. Εφόσον η ψυχή μπαίνει στο σώμα με την αναπνοή πρέπει να είναι ομοιογενής, αφού συντίθεται μονάχα από τον αέρα. Όμως, η αντίληψη των πολλών στοιχείων την καθιστά από θέση αρχής ανομοιομερή. Το αδύνατο να ισχύουν και τα δύο, ως πλήρως αλληλοσυγκρουόμενα, καθιστά σαφές το αδιέξοδο της εκδοχής αυτής.
Όμως, η θεωρία των στοιχείων στερείται πειστικότητας και για έναν ακόμη λόγο. Ο Αριστοτέλης κάνοντας έναν τελικό απολογισμό της θεωρίας των στοιχείων διερωτάται: «Είναι λοιπόν φανερό ότι η γνώση δεν ανήκει στην ψυχή, επειδή η τελευταία απαρτίζεται από τα στοιχεία, και πως δεν είναι ούτε σωστό ούτε αλήθεια να λένε ότι η ψυχή κινείται. Επειδή, όμως, η γνώση ανήκει στην ψυχή, όπως και η αίσθηση και η γνώμη, και ακόμη η επιθυμία και η βούληση και γενικά οι ορέξεις, και επειδή και η κίνηση στο χώρο προκαλείται στα ζώα από την ψυχή και ακόμη η ανάπτυξη και η ωριμότητα και η παρακμή, άραγε καθένα από αυτά υπάρχει σε ολόκληρη την ψυχή και με ολόκληρη σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε και κινούμαστε και κάνουμε ή πάσχουμε καθένα από τα υπόλοιπα ή οι διάφορες λειτουργίες γίνονται με διαφορετικά της μέρη; (411a 27-32 και 411b 1-5).
Η διαίρεση της ψυχής αποτελεί οπωσδήποτε αντικείμενο διερεύνησης προκειμένου να ξεκαθαριστεί σε ποιο ακριβώς μέρος της οφείλονται οι συμπεριφορές του σώματος και του νου. Το βέβαιο είναι ότι η θεωρία των στοιχείων που δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποκλείσει τόσο το ζήτημα της γνώσης όσο και το ζήτημα της κίνησης της ψυχής δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αυστηρά λογικής διερεύνησης.
Όμως, αν γίνει αποδεκτό ότι η ψυχή αποτελείται από μέρη θα προκύψουν άλλα ερωτήματα: «Και η ζωή, τότε, υπάρχει σε κάποιο από αυτά τα μέρη, σε ένα, ή και σε περισσότερα, ή σε όλα, ή έχει, μήπως, κάποια άλλη αιτία;» (411b 5-6). Κι όχι μόνο αυτό: «Τι λοιπόν, τότε, συνέχει την ψυχή, αν από τη φύση της είναι χωρισμένη σε μέρη;» (411b 8-9).
Για να δοθεί αμέσως η απάντηση: «Δεν είναι βέβαια το σώμα· γιατί φαίνεται, αντίθετα, πως μάλλον η ψυχή συνέχει το σώμα. Αφού, όταν η ψυχή φεύγει, το σώμα διαλύεται και σαπίζει. Αν, λοιπόν, κάτι άλλο της δίνει ενότητα, εκείνο, κατεξοχήν, θα ήταν ψυχή. Θα χρειαστεί όμως, και πάλι, να ερευνήσουμε αν και εκείνο είναι ένα ή έχει πολλά μέρη» (411 9-13).
Η υπόθεση που θέλει μια ψυχή για να ενώσει την ψυχή δεν είναι τίποτε άλλο από την κατάδειξη του νέου αδιεξόδου που θα οδηγηθεί μια τέτοια συλλογιστική. Γιατί έτσι θα δημιουργηθεί ένας αέναος κύκλος των ίδιων ερωτημάτων που είναι αδύνατο να σταματήσουν ποτέ: «Κι αν είναι ένα, γιατί να μην πούμε αμέσως πως και η ψυχή είναι ένα; Κι αν είναι κάτι που χωρίζεται σε μέρη, πάλι ο συλλογισμός θα αναζητήσει τι είναι εκείνο που το συνέχει και έτσι θα προχωρούμε στο άπειρο» (411b 13-16).
Αυτό που μένει ως τελευταίο ερώτημα έχει να κάνει με το αν τα μέρη της ψυχής απευθύνονται και σε συγκεκριμένα μέρη του σώματος: «Θα μπορούσε όμως κάποιος να αναρωτηθεί και σχετικά με τα μέρη της ψυχής, ποια δύναμη έχει το καθένα μέσα στο σώμα. Γιατί, αν όλη η ψυχή συνέχει ολόκληρο το σώμα, πρέπει και καθένα από τα μέρη της, να συνέχει κάποιο μέρος του σώματος» (411b 16-19).
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο όμως δε φαίνεται πιθανό: «Αυτό, όμως φαίνεται αδύνατο· γιατί, σε ποιο μέρος ή πώς θα του δώσει συνοχή ο νους, είναι δύσκολο να τα φανταστεί κανείς. Είναι φανερό, όμως, πως τα φυτά και από τα ζώα μερικά έντομα ζουν και αφού τα τεμαχίσουν, σαν τα μέρη να έχουν, ως προς το είδος, αν και όχι στον αριθμό, την ίδια ψυχή· γιατί καθένα από τα μέρη έχει αίσθηση και κινείται στο χώρο για κάποιο χρόνο» (411b 20-25).
Ότι η ψυχή αφορά όλο το σώμα κι ότι η διαίρεση της δε σηματοδοτεί συγκεκριμένες σωματικές ζώνες που απευθύνονται σε συγκεκριμένο μέρος της ψυχής, αλλά ότι όλα τα μέρη της ψυχής ξεχωριστά απευθύνονται σε όλο το σώμα είναι φανερό. Ο Αριστοτέλης έχει πια ολοκληρώσει με τις προϋπάρχουσες θεωρίες και είναι έτοιμος να προχωρήσει στη δική του περί ψυχής εκδοχή.
Ως τελευταία σημείωση θεωρεί απαραίτητο να διευκρινίσει ότι το θέμα της ψυχής αφορά και τα φυτά: «Φαίνεται πως, και η αρχή που υπάρχει μέσα στα φυτά, είναι είδος ψυχής· γιατί, μόνο αυτή η αρχή είναι κοινή και στα ζώα και στα φυτά. Και η ίδια διακρίνεται από την αρχή της αίσθησης· χωρίς αυτή, όμως, κανένα ον δεν έχει αίσθηση» (411b 30-33).
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου