11. Μπαρόκ (τέλη 16ου - μέσα 18ου αιώνα) και αρχαία τέχνη
Από τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου έως τον 18ο αιώνα (1580-1760) επικρατεί σε όλη την Ευρώπη η τέχνη του μπαρόκ (barocco "ακατέργαστο μαργαριτάρι"), με μια τελευταία φάση του στη Γαλλία (1720-1760) που λέγεται ροκοκό (<rocaille "υλικό με κοχύλια που επενδύει σπηλιές σε κήπους της εποχής"). Μια περίοδος γεμάτη συνεχείς συγκρούσεις και ανακατατάξεις σε διάφορα επίπεδα, η οποία ανοίγει με την Ιερά Εξέταση και τελειώνει μέσα σε ένα πνεύμα λογικής και προόδου που θα οδηγήσει στον Διαφωτισμό του 18ου αιώνα. Οι ανακαλύψεις θα αλλάξουν τον κόσμο των μορφωμένων. Πεθαίνει ο Σέξπηρ (1616), ο Γαλιλαίος (1642) και γεννιέται ο Μολιέρος (1622) και ο Νεύτωνας (1643). Σε αυτό τον ταραγμένο και αντιφατικό κόσμο των μεγάλων αντιθέσεων αναπτύσσεται η τέχνη του μπαρόκ, μια τέχνη υπερβολής, εκζήτησης, με έντονη θεατρικότητα, πληθωρική σε όλους τους τομείς. Εντελώς απλουστευτικά, θα μπορούσε να ορίσει κανείς τη συμμετρία ως το κύριο χαρακτηριστικό για την αρχαία ελληνική τέχνη, την ανάταση (καθετότητα) για τη γοτθική τέχνη, τη σφαιρικότητα, την ενοποίηση της εικόνας για την Αναγέννηση, τον συνδυασμό του κύκλου και του τετραγώνου για τον μανιερισμό (συστηματοποίηση της αναγέννησης) και τη διαγώνιο σε συνδυασμό με καμπυλόγραμμα μοτίβα για το μπαρόκ.
Το κυνήγι αρχαιοτήτων και τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου μετατοπίζουν το ενδιαφέρον και τα ταξίδια των Ευρωπαίων την εποχή αυτή προς την Ελλάδα. Μεγάλες αρπαγές αρχαίων γίνονται στην Κόρινθο, στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στην Αθήνα. Η Ελλάδα είναι σαν μια αποθήκη έργων τέχνης. Όταν λεηλατηθεί η επιφάνεια, θα αρχίσουν τις ανασκαφές. Το 1687 στην πολιορκία της Αθήνας από τον Μοροζίνι ανατινάζεται η στέγη του Παρθενώνα. Η ανεπανόρθωτη καταστροφή του μνημείου προκαλεί ιδιαίτερη συγκίνηση σε ολόκληρη την Ευρώπη και ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για την Ελλάδα.
Πολλοί μελετητές συνδέουν το μπαρόκ, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική, με την προσπάθεια της εκκλησίας να κερδίσει έδαφος, ενώ ο κλασικισμός (η επιμονή σε κλασικά πρότυπα) εκφράζει περισσότερο την κοσμική εξουσία. Η αλλαγή της αντίληψης φαίνεται ήδη στην πρόσοψη της εκκλησίας του Ιησού (Jesù) στη Ρώμη, που σχεδίασε ο Τζιάκομο Ντέλα Πόρτα (1541;-1604) γύρω στο 1575, που θα χρησιμοποιηθεί σαν πρότυπο σε πολλές κατοπινές προσόψεις εκκλησιών. Διπλασιάζονται οι κίονες με κορινθιακά κιονόκρανα, το αέτωμα περιβάλλεται από τόξο, κυριαρχούν έλικες και καμπυλόγραμμα μοτίβα, που συνδυάζονται με κλασικά στοιχεία σε μια σύνθεση η οποία θα γίνεται στο εξής όλο και πιο πολύπλοκη. Στη ζωγραφική επικρατούν οι «ζωγράφοι της σάρκας», όπως αποκάλεσε ο Ζολά τον Ρούμπενς και αργότερα τους Βατό, Ντελακρουά και Κουρμπέ, ζωγράφοι που ενδιαφέρονται περισσότερο για τη ζωγραφική απόδοση καθαυτή, για το χρώμα, την απόδοση του γυμνού, και λιγότερο για τη σημασία του θέματος.
Ωστόσο, τα αρχαία θέματα θα εξακολουθήσουν να έχουν σημαντική θέση στη θεματογραφία της εποχής, με έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. Η κλασική τέχνη στο μπαρόκ έχει άλλη χρήση: προσφέρει ενδιαφέροντα θέματα, μύθους, αλληγορίες, αφορμές και προσχήματα για εξεζητημένες, συχνά ερωτικές σκηνές, χωρίς να λείπουν οι αναφορές σε συγκεκριμένα αρχαία έργα ή τα ερείπια σε ονειρικά τοπία. Οι καλλιτέχνες με αφετηρία γραπτές πηγές ή πρωτότυπα έργα συχνά ερμηνεύουν ή μεταπλάθουν τους μύθους σε νέες δικές τους δημιουργίες, όπως π.χ. ο Πουσέν, που συγχωνεύει τη γέννηση του Βάκχου με τον θάνατο του Νάρκισσου και της Ηχούς.
Χαρακτηριστικό είδος που δημιουργείται στη μουσική στα τέλη του 16ου αιώνα και χρησιμοποιεί πολύ τους αρχαίους μύθους είναι η όπερα. Η Δάφνη του Τζάκοπο Πέρι το 1598 και ο Ορφέας του Κλαούντιο Μοντεβέρντι το 1607 ανοίγουν μια σειρά έργων με αρχαία θέματα που σχετίζονται με το γούστο της εποχής. Η αρχαία τραγωδία μπορεί να απουσιάζει από την όπερα και το επίσημο θέατρο της εποχής, εμφανίζεται όμως σε σχολικές παραστάσεις, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση των Ιησουιτών, και αποτελεί τον 17ο αιώνα πηγή έμπνευσης για τις δημιουργίες των Γάλλων κλασικών, όπως των Ρακίνα, Κορνέιγ κ.ά., που θα δώσουν με τη σειρά τους πρότυπα σε όπερες του Λουλύ και του Ραμό. Τα ντεκόρ της εποχής, απόλυτα εναρμονισμένα με τη θεατρικότητα και την ψευδαίσθηση της τέχνης του μπαρόκ, κόβουν την ανάσα όταν ενώνονται με τις βιρτουοζίστικες φωνές των καστράτο, των εκπληκτικών τραγουδιστών της όπερας με την ψιλή φωνή, που ντυμένοι με εντυπωσιακά κοστούμια ζωντανεύουν την αρχαία μυθολογία, κάνοντάς τη στα μάτια και στα αφτιά των θεατών αξέχαστη. Αυτή τη θεατρικότητα και επιβλητική μεγαλοπρέπεια τη συναντούμε σε μεγάλες τοιχογραφίες του μπαρόκ που μεταμορφώνουν την αίθουσα ενός πύργου ή ενός μοναστηριού σε πλαίσιο για θεαματικές γιορτές. Μια τέτοια θεαματική γιορτή απεικονίζει η τοιχογραφία Το Συμπόσιο της Κλεοπάτρας στο Palazzo Labia της Βενετίας) γύρω στο 1750, του Βενετσιάνου Τζιοβάνι Μπατίστα Τιέπολο (1696-1770), που ήταν ένας από τους διασημότερους καλλιτέχνες του 18ου αιώνα. Οι μορφές, ντυμένες με πλούσια εντυπωσιακά ενδύματα της εποχής, ταιριάζουν απόλυτα στο πνεύμα του ροκοκό. Στα αρχιτεκτονικά μέρη όμως γίνεται ήδη φανερή η επίδραση από τις πομπηιανές τοιχογραφίες (βλ. παρακάτω).
Ως τα τέλη του 18ου αιώνα υπάρχει ένα κοινό υπόβαθρο στην τέχνη: Οι ιδεαλιστές συμφωνούν ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να μελετά τη φύση και να σπουδάζει το γυμνό, ενώ οι νατουραλιστές αναγνωρίζουν ότι τα έργα της κλασικής Αρχαιότητας ήταν αξεπέραστα σε ομορφιά.
Ο όρος μπαρόκ χρησιμοποιείται τον 18ο αιώνα ήδη από τον Βίνκελμαν (1764) για να δηλώσει απαξιωτικά την παρακμή της τέχνης και την απομάκρυνση από τη φύση και την κλασική Αρχαιότητα. Ο κλασικός κόσμος μπορεί να χάνει έδαφος ως απόλυτο πρότυπο στην καλλιτεχνική δημιουργία, μεταλλάσσεται όμως πολύ δημιουργικά και ακολουθεί την ποικιλία έκφρασης δημιουργών σε διάφορες χώρες.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου