“Κούφια είναι τα λόγια του φιλόσοφου που προσφέρει θεραπεία χωρίς ανθρώπινα δεινά”. Αυτά είπε ο φιλόσοφος Επίκουρος, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο νησί της Σάμου γύρω στα μέσα του τέταρτου αιώνα π.Χ. Για τη φιλοσοφία εκδήλωσε αρχικά ενδιαφέρον ως έφηβος, όταν, καθώς λέγεται, απογοητεύτηκε από την αδυναμία του δασκάλου του στο σχολείο να εξηγήσει τα κύρια θέματα της ποίησης του Ησιόδου. Οι γονείς του είχαν καταγωγή από την Αθήνα, κι έτσι ο Επίκουρος κληρονόμησε την υπηκοότητά τους. Όταν έκλεισε τα δεκαοχτώ, ταξίδεψε στη γενέτειρα της οικογένειάς του, ίσως για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, όπως απαιτούνταν από τους Αθηναίους πολίτες. Περίπου την εποχή που επρόκειτο να επιστρέψει, η οικογένειά του, μαζί με άλλους Αθηναίους αποίκους, εκδιώχθηκαν από τη Σάμο και ο Επίκουρος βρέθηκε να περιπλανιέται από τόπο σε τόπο για μερικά χρόνια. Για λίγο καιρό έζησε στη Μυτιλήνη, στο νησί της Λέσβου, όπου άρχισε να διδάσκει φιλοσοφία και όπου γνώρισε τον Έρμαρχο, ο οποίος έμελλε να γίνει φίλος του για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Οι ντόπιοι δεν καλωσόρισαν τον αθηναϊκό τρόπο της δημόσιας φιλοσοφίας του, κι έτσι ο Επίκουρος, ο Έρμαρχος και ίσως μερικοί άλλοι μεταφέρθηκαν στη Λάμψακο, στην ηπειρωτική χώρα της Μικράς Ασίας, στα περίχωρα της αρχαίας Τροίας. Εκεί, μετά από αρκετά χρόνια, ο Επίκουρος δημιούργησε μια σχολή πιστών ακολούθων, αν και αυτή τη φορά παρέμειναν απομονωμένοι, έχοντας διδαχτεί από την εμπειρία στη Μυτιλήνη. Τελικά, αυτή η κοινότητα ομοϊδεατών στοχαστών αποφάσισε να μετακινηθεί στην Αθήνα, όπου ο Επίκουρος αγόρασε ένα κομμάτι γης λίγο έξω από τα τείχη της πόλης. Αυτό έγινε γνωστό με την απλή ονομασία «Κήπος» και εκεί ο Επίκουρος, οι φίλοι του και οι νέοι θαυμαστές του ζούσαν μαζί ακολουθώντας μια απλή ζωή αυτάρκειας. Ο Κήπος άνθισε ως φιλοσοφική κοινότητα για περισσότερα από διακόσια χρόνια. Μπορεί να έπαψε να υφίσταται όταν καταστράφηκε κατά τη διάρκεια μιας εκτεταμένης πολιορκίας της πόλης από τον Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα στις αρχές του πρώτου αιώνα π.Χ., εντούτοις οι Επικούρειοι εξακολούθησαν να ζουν στην Αθήνα.
Ο Επίκουρος ηγήθηκε της κοινότητας των φιλοσόφων του για περίπτου σαράντα χρόνια. Μαζί μοιράστηκαν μια απλή, συμβιωτική ζωή. Αν και άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι είχαν υποστηρίξει ότι οι φίλοι έπρεπε να μοιράζονται την ιδιοκτησία από κοινού, ο Επικούρειος Κήπος δεν ήταν κοινόβιο και κάθε άτομο διατηρούσε τη δική του ατομική περιουσία. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτό ήταν σημαντικό για την ιδιαίτερη αντίληψη που είχε ο Επίκουρος περί φιλίας. Όταν πέθανε, ο Επίκουρος κληροδότησε τόσο τον Κήπο όσο και τη βιβλιοθήκη με τα βιβλία του στον Έρμαρχο, τον παλαιότερο φίλο του, ο οποίος ανέλαβε ως επικεφαλής της κοινότητας. Τα γενέθλια του Επίκουρου έγιναν μια τακτική μέρα γιορτής και αγάλματα στήθηκαν προς τιμήν του. Αναπτύχθηκε ένα είδος λατρείας του Επίκουρου, όπως συνέβη με τον Βούδα στην Ινδία. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει ότι αυτό συνεχίστηκε και από τους Ρωμαίους θαυμαστές του Επίκουρου, οι οποίοι πρόσφεραν θυσίες στα γενέθλιά του και περιέφεραν μικρές προσωπογραφίες του. Αυτό μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι ο Επικουρισμός προσομοίαζε μάλλον με θρησκευτικό κίνημα και όχι με μια φιλοσοφία που βασίζεται στη νηφάλια λογική. Ωστόσο, τόσο στην περίπτωση του Επίκουρου όσο και σε αυτή του Βούδα, επρόκειτο απλώς για πράξεις θαυμασμού προς κοινούς θνητούς που δίνουν συμβουλές για το πώς να ξεπεράσει κανείς τα ανθρώπινα δεινά.
Η αφοσίωση των ακολούθων του Επίκουρου μπορεί να ήταν ακραία μερικές φορές. Περίπου πεντακόσια χρόνια αφότου ο Επίκουρος ήρθε για πρώτη φορά στην Αθήνα, ένας ηλικιωμένος θαυμαστής του σε μια μικρή πόλη της Λυκίας (στη σημερινή νοτιοδυτική Τουρκία) ύψωσε έναν τεράστιο τοίχο με μια κιονοστοιχία στην κορυφή του, όπου έγραψε τα λόγια του φιλόσοφου για να είναι προσιτά σε όλους. Το όνομά του ήταν Διογένης. Ο τοίχος δεν σώζεται, αλλά πολλοί από τους λιθόπλινθους που κάποτε τον αποτελούσαν κείτονται διάσπαρτοι γύρω από τα ερείπια της πόλης των Οινοάνδων- και τμήματα της αρχικής επιγραφής έχουν αποκατασταθεί. Υπολογίζεται ότι είχε μήκος πάνω από σαράντα μέτρα. Ο Διογένης είχε χαράξει στον τοίχο του και τις δικές του αναφορές στην επικούρεια φιλοσοφία, μαζί με τα λεγόμενα του ίδιου του Επίκουρου. Γιατί το έκανε αυτό; Το κόστος πρέπει να ήταν τεράστιο. Ευτυχώς, ο Διογένης μάς δίνει μόνος του την απάντηση στην αρχή περίπου της επιγραφής: το έκανε για να βοηθήσει τους συμπολίτες του, καθώς πίστευε ότι μπορεί να τους φαινόταν χρήσιμη κάποια επικούρεια θεραπεία. Οι περισσότεροι άνθρωποι, έγραψε, «πάσχουν από μια κοινή ασθένεια, με τις εσφαλμένες αντιλήψεις τους για τα πράγματα». Αυτή η σύγχυση εξαπλώνεται αέναα, συνέχισε ο Διογένης, γιατί οι άνθρωποι μολύνουν ο ένας τον άλλο σαν άρρωστα πρόβατα. Η επιγραφή του προορίζεται να παράσχει θεραπείες” είναι ένα φάρμακο που οδηγεί στη σωτηρία από τις εσφαλμένες πεποιθήσεις. Ο Διογένης ήταν πεπεισμένος ότι είχε τα σωστά φάρμακα, επειδή τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι Επικούρειοι τα είχαν ήδη δοκιμάσει:
Έχουμε εξαλείψει τους φόβους που αναίτια μας κυριεύουν και, όσον αφορά τους πόνους, από αυτούς που είναι αβάσιμοι έχουμε αποκοπεί εντελώς, ενώ αυτούς που είναι φυσικοί τους έχουμε μειώσει στο απόλυτα δυνατό.
Οι αναφορές του Διογένη στις ιδέες της επικούρειας φιλοσοφίας καταγράφηκαν με τη μορφή επιστολών, συμπεριλαμβανομένων μιας επιστολής για τη φυσική και μιας για την ηθική. Ως προς αυτό, ακολουθούσε το παράδειγμα του ίδιου του Επίκουρου, ο οποίος έγραψε επίσης επιστολές σε φίλους, συνοψίζοντας τις βασικές ιδέες τις φιλοσοφίας του. Τρεις επιστολές σώζονται σήμερα: μια επιστολή προς τον Ηρόδοτο (όχι τον διάσημο ιστορικό), όπου περιγράφεται μια θεωρία περί φυσικής, μια επιστολή προς τον Πυθοκλή για τη μετεωρολογία και μια επιστολή προς τον Μενοικέα, που αφορά την ηθική και, γενικότερα, το πώς να ζει κανείς μια καλή, ευτυχισμένη ζωή. Αυτές οι επιστολές είναι από τις πιο σημαντικές πηγές για τις ιδέες του Επίκουρου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου