Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

Πρόλογος


Η Εισαγωγή, με υποχρεωτική συντομία, ορίζει το ευρύτερο πλαίσιο της ομηρικής ποίησης· ανιχνεύει την ταυτότητα του Ομήρου και την υποθετική σχέση των ομηρικών επών με την ιστορία· σχολιάζει το ύφος και τη γλώσσα τους· επιμένει στον τρόπο σύνθεσης, εκφοράς και πρόσληψής τους, για να καταλήξει στις αναλογικές ομοιότητες και διαφορές Ιλιάδας και Οδύσσειας, υποθέτοντας ότι το δεύτερο έπος μαθητεύει, χωρίς όμως και να υποτάσσεται, στο πρώτο.

Το Πρώτο Μέρος αναγνωρίζει τους όρους και προτείνει ορισμούς της ομηρικής αφήγησης. Διακρίνει τον μύθο από την πλοκή των δύο επών και την τεχνική από την τέχνη τους. Παρουσιάζει τους ανώνυμους και επώνυμους αοιδούς της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, που αποτελούν προδρομικά είδωλα των ραψωδών. Συστήνει την παραδοσιακή αοιδή σε σύγκριση και διάκριση προς την εξωτερική αφήγηση του ποιητή και προς τις εσωτερικές διηγήσεις των ηρώων· οι οποίες περισσεύουν στην Οδύσσεια και διαβαθμίζονται από τον Νέστορα στον Μενέλαο, για να κορυφωθούν στον Οδυσσέα, που υποβάλλεται λίγο πολύ ως αφηγηματικός εκπρόσωπος του ποιητή.

Στις εσωτερικές διηγήσεις εξάλλου της Οδύσσειας, μοιρασμένες σε γνήσιες και πλαστές, αναγνωρίζονται οι τρεις βασικοί συντελεστές κάθε αφήγησης: ο χώρος της, ο χρόνος της και το ακροατήριό της. Στο στέμμα των εσωτερικών διηγήσεων του Οδυσσέα εξέχουν, με τον μύθο και την πλοκή τους, οι «Μεγάλοι Απόλογοι», όπου εντοπίζονται και αξιολογούνται: το περιβάλλον τους, το διπλό τους θέμα και η σύνταξή τους. Στο πλαίσιο αυτό η «Νέκυια» αναδεικνύεται κορυφαίο παράδειγμα της οδυσσειακής αφήγησης.

Το Δεύτερο Μέρος αναφέρεται σε κρίσιμο αφηγηματολογικό πρόβλημα, για το οποίο η σχετική βιβλιογραφία παραμένει λειψή. Ζητούμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αν οι ομηρικοί θεοί, εκτός από τον θεολογικό τους ρόλο (που ορίζει την ομηρική θεοδικία και την ομηρική ανθρωποδικία) διεκπεραιώνουν και ποιητική αποστολή· αν δηλαδή καθορίζουν (ή συγκαθορίζουν μαζί με τον ποιητή) την εξέλιξη του μύθου και κυρίως την πλοκή των ομηρικών επών. Προς αυτή την κατεύθυνση εξετάζεται καταρχήν ο ποιητικός ρόλος των Μουσών (προβεβλημένος κυρίως στα προοίμια της Ιλιάδας και της Οδύσσειας) και στη συνέχεια των ολυμπίων θεών, χωριστά στα δύο έπη.

Οι Μούσες προβάλλονται ως γνωστική και μνημονική εγγύηση της επικής αφήγησης. Στην πραγματικότητα όμως ο ίδιος ο ποιητής αναθέτει και εμπιστεύεται στις Μούσες το ποιητικό του πρόγραμμα, εξονομάζοντας τον κεντρικό του ήρωα και προκαταβάλλοντας τον βασικό του μύθο, με την αρχή και το τέλος του. Τούτο σημαίνει ότι Μούσες και επικός ποιητής συνεργάζονται: εκείνες προσφέροντας το μουσικό και μνημονικό τους κύρος, ως θυγατέρες του Δία και της Μνημοσύνης· ο ποιητής συντάσσοντας την αφήγησή του υπό τη σκέπη τους. Πρόκειται για καταγωγικό ζεύγος, που επιβιώνει ως σήμερα, προϋποθέτοντας την έμπνευση ως αρχή της ποιητικής δημιουργίας.

Σαφέστερη φαίνεται η ποιητική εμπλοκή των άλλων ολυμπίων θεών, ειδικότερα του Δία στην Ιλιάδα και της Αθηνάς στην Οδύσσεια. Ως σήμα ποιητικής κατατίθεται στο προοίμιο της Ιλιάδας η έκφραση Διὸς βουλή, προκειμένου να κατοχυρώσει ο ποιητής της με θεολογικό κύρος τον μύθο και την πλοκή του έπους του. Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση επιλέγει, με αφορμή τον θυμό του Αχιλλέα, τη δραματική ένταξη του ολιγοήμερου ιλιαδικού πολέμου στο πλαίσιο του δεκάχρονου τρωικού πολέμου. Πρόκειται για τολμηρή επιλογή, που ανατρέπει τις χρονογραφικές αρχές της παραδοσιακής επικής ποίησης, όπως πρώτος αναγνώρισε ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του. Αυτό το ανατρεπτικό ποιητικό σχέδιο το εμπιστεύτηκε ο ποιητής της Ιλιάδας στον Δία, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τον ρόλο του υποβολέα.

Αν ο Δίας ρυθμίζει, «κατ᾽ ανάθεση» του ποιητή, λίγο πολύ τον μύθο και κυρίως την πλοκή του ιλιαδικού έπους, όπως αποδεικνύεται σε κομβικά σημεία της αφήγησης (λόγου χάριν στην πρόγνωση και στη διεκπεραίωση της «Πατρόκλειας», περισσότερο στα «Έκτορος λύτρα», με τα οποία σφραγίζεται συμφιλιωτικά ο ιλιαδικός πόλεμος), στην Οδύσσεια ομόλογο ρόλο αναλαμβάνει η Αθηνά, σάμπως ο Δίας να παραδίδει τώρα την ποιητική σκυτάλη στην κόρη του.

Πράγματι, για να περάσει η, λίγο μεταγενέστερη, Οδύσσεια από την ακινησία στην κίνηση, από την αδράνεια στη δράση, ο ποιητής αναθέτει ρόλο υποκινητή στην Αθηνά: η «Τηλεμάχεια», που καλύπτει τις τέσσερις πρώτες ραψωδίες του έπους, είναι δική της πρόταση και δικό της έργο· αλλά και η έναρξη της κυρίως Οδύσσειας στην αρχή της πέμπτης ραψωδίας πάλι στη θεά οφείλεται· η Αθηνά εξάλλου καθορίζει και τους όρους της μνηστηροφονίας στο δεύτερο μέρος του έπους· με δική της τέλος επέμβαση αποτρέπεται ο εμφύλιος πόλεμος στο πέρας της εικοστής τέταρτης ραψωδίας. Υποβολέας της θεάς και εδώ ο ποιητής της Οδύσσειας· αποφασιστικός επόπτης ο Δίας.

Το Τρίτο Μέρος αφιερώνεται στην ομηρική αρεταλογία, που δύσκολα προσδιορίζεται και ακόμη δυσκολότερα ερμηνεύεται. Η διπλή αυτή δυσκολία προκύπτει ακριβώς από τις πολλαπλές σημασίες που έχει η λέξη ἀρετή στα ομηρικά έπη. Η ετυμολογική της ρίζα την ανάγει στα επίθετα ἀρείων και ἄριστος, που αποτελούν αντιστοίχως τον συγκριτικό και τον υπερθετικό βαθμό του επιθέτου ἀγαθός, το οποίο σημαίνει καταρχήν «γενναίος». Η ομηρική ωστόσο αρετή δεν περιορίζεται στην καταγωγική αυτή σημασία της· καλύπτει κάθε είδους προτέρημα, που εξασφαλίζει σε πρόσωπα, αλλά και σε πράγματα, συγκριτική υπεροχή.

Γενικότερα η αρετή φαίνεται να αποτελεί το αποφασιστικότερο σήμα για το ήθος των ομηρικών ηρώων, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι συστήνει έναν κώδικα συστηματικής ηθικής. Ορίζει ωστόσο τη στάθμη του ομηρικού πολιτισμού σε πολεμικό αλλά και σε μεταπολεμικό περιβάλλον. Η ασφαλέστερη πάντως μέθοδος για να προσδιοριστεί το εύρος και το βάθος της ομηρικής αρετής είναι να αναγνωριστούν με ακρίβεια τόσο τα συστατικά της μερίδια όσο και οι ανακλάσεις της στη συνολική ιδεολογία (ανθρωπολογική και θεολογική) των ομηρικών επών. Αυτό επιχειρείται στο πρώτο κεφάλαιο του Τρίτου Μέρους, όπου συσχετίζονται παραδειγματικά ζεύγη: π.χ. ο οίκος και η πόλις, ο ανταγωνισμός και η φιλότης, η θέμις και η δίκη, οι θεοί και οι θνητοί, η ύβρις και η νέμεσις.

Πυρηνικό όμως στοιχείο της ομηρικής αρετής αναδεικνύεται το κλέος, ως κίνητρο και στόχος της. Το κλέος ωστόσο, ως φήμη και δόξα των επικών προσώπων, μετασχηματίζεται καθώς περνούμε από την πολεμική και δραματική Ιλιάδα στη μεταπολεμική και μεταδραματική Οδύσσεια. Αυτή τη διακριτική εξέλιξη παρακολουθεί και ερμηνεύει το δεύτερο κεφάλαιο του Τρίτου Μέρους με αντιπροσωπευτικά παραδείγματα: τον Αχιλλέα και τον Έκτορα στην Ιλιάδα· τον Οδυσσέα, την Πηνελόπη και τον Τηλέμαχο στην Οδύσσεια. Στο μεταξύ, επισημαίνονται τα συνοδευτικά αλλά και τα παράγωγα στοιχεία του κλέους. Λόγου χάριν: το κῦδος και το εὖχος, το πένθος και ο νόστος, η ταφή και ο τύμβος, ο ανταγωνιστικός θάνατος και η εναγώνια επιβίωση. Ο θάνατος σημαδεύει κυρίως το ιλιαδικό κλέος· η επιβίωση το οδυσσειακό. Με τέτοιον τρόπο μάλιστα, ώστε δημιουργείται η αίσθηση ότι στην πρώτη περίπτωση κυοφορείται η κλασική τραγωδία, ενώ στη δεύτερη προαναγγέλλεται το επεισοδιακό μυθιστόρημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου