Ο Πολυδάμας είναι γιος του ιερέα των Δελφών Πάνθοου και της Προνόμης, κόρης του Κλυτίου, συνομήλικος του Έκτορα, γεννημένοι την ίδια ακριβώς νύχτα. Είναι ο χαρακτηριστικός τύπος του μάντη πολεμιστή, όπου όμως είναι δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στη σύνεση και τη μαντική ικανότητα. Διότι ό,τι εμφανίζεται ως μαντεία ενίοτε μπορεί να είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από τον έλλογο υπολογισμό των δεδομένων. Από όλες τις προβλέψεις του Πολυδάμαντα μόνο ένα μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα οιωνοσκοπίας.
Μυθολογείται ότι κληρονόμησε από τον πατέρα του τη μαντική του ικανότητα και τη σωφροσύνη, για την οποία διακρινόταν ανάμεσα στους Τρώες. Είναι γενναίος πολεμιστής, έχει για ηνίοχο τον Κλείτο και για προστάτη τον ίδιο τον Απόλλωνα. Παίρνει συχνά μέρος στη μάχη, πληγώνει τον Βοιωτό Πηνέλεο, σκοτώνει τον Προθοήνορα, τον Μηκιστέα, τον Ώτο, διαφυλάσσεται από τον Απόλλωνα, την ώρα που κινδυνεύει να σκοτωθεί από τον Μέγη. Είναι συμβουλάτορας του Έκτορα, τον κατηγορεί ότι είναι πεισματάρης και κεφάλι αγύριστο, εκείνος πάλι τον κατηγορεί άδικα για δειλία. Ακόμη, τον επιπλήττει για την υπεροψία του να πιστεύει ότι υπερτερεί σε όλα έναντι των άλλων, ενώ οι θεοί του έδωσαν μόνο να είναι παλικάρι. Πάντως, δεν λείπουν οι περιπτώσεις που ο Έκτορας ακούει τις συμβουλές του, όπως να επιτεθούν πεζοί και όχι πάνω στα άρματά τους (Μ 59 κ.ε.) ή να συγκεντρώσει τους πιο ικανούς Τρώες για να επιτεθεί στα ελληνικά καράβια (Ν 725 κ.ε.). Ωστόσο, τις περισσότερες φορές αντιδρά στον συνετό λόγο του Πολυδάμαντα και θυμώνει μαζί του· όμως μετά τον θάνατό του, και σαν πνεύμα πια, ομολογεί το λάθος του να μην ακολουθεί τις συμβουλές του φίλου του. Πολύ χαρακτηριστική είναι η προφητεία του Πολυδάμαντα για την έκβαση του πολέμου από ένα σημάδι που φάνηκε στον ουρανό. Αετός φάνηκε πάνω από το τρωικό στρατόπεδο κρατώντας αιματοβαμμένο φίδι που, ζωντανό ακόμη, πάλευε, γύρισε το κεφάλι του και δάγκωσε τον αετό στο στήθος· κι αυτός, από τον πόνο, άφησε το φίδι, νεκρό πια, να πέσει στη γη, μέσα στο τρωικό στρατόπεδο. Ο Πολυδάμαντας έκρινε ότι τα σημάδια ήταν δυσοίωνα για την επιχείρηση που ετοίμαζαν οι Τρώες –να εφορμήσουν ομαδικά, να περάσουν την τάφρο των Αχαιών και να γκρεμίσουν το τείχος που προστάτευε τα πλοία τους. Όμως ο Έκτορας υποστήριξε ότι πιο σημαντική από τα αμφισβητήσιμα σημάδια είναι η υπεράσπιση της πατρίδας και απείλησε τον φίλο του ότι θα τον σκοτώσει αν αποσυρθεί από τη μάχη ή συμπαρασύρει και άλλους Τρώες στην οπισθοχώρηση. Ιλ. Μ 189-280)* Σε μια ακόμη δύσκολη περίπτωση, μετά τον θάνατο του Πατρόκλου, ο Έκτορας δεν εισάκουσε τον Πολυδάμαντα που συμβούλευε να μην περάσει ο στρατός τη νύχτα στον κάμπο κοντά στα αχαϊκά καράβια, αλλά να επιστρέψουν στην πόλη και να κλειστούν στα τείχη· γιατί θεωρούσε δεδομένο ότι ο Αχιλλέας το επόμενο πρωί θα έβγαινε στη μάχη. Όπως και έγινε, με συνέπεια να σκοτωθεί πλήθος Τρώων και φοβισμένοι να υποχωρήσουν και να κλειστούν στο κάστρο (Σ 254 κ.ε., Χ 99 κ.ε.).
Σύμφωνα με μεταγενέστερους μυθογράφους ο Πολυδάμαντας είχε συνοδέψει τον Πάρη στη Σπάρτη και τον είχε βοηθήσει στην αρπαγή της Ελένης. Όμως στη διάρκεια του πολέμου είχε προτείνει να επιστρέψουν την Ελένη, για να αποφύγουν την τελική καταστροφή. Σκοτώθηκε στον πόλεμο από τον Αίαντα τον Τελαμώνιο· το ίδιο και ο γιος του Λεώκριτος από τον Οδυσσέα.
----------------------------
*Πολυδάμαντας και Έκτορας
Κι εμπρός στον χάντακα έστεκαν και ακόμη εμεριμνούσαν,
ότι ενώ ήσαν πρόθυμοι τον λάκκον να περάσουν,
υψηλοπέτης αετός εφάνη δεξιά τους,
και ζωντανός στα νύχια του και κοκκινοβαμμένος
μέγας σπαρνούσε δράκοντας και πολεμούσε ακόμη·
όσο που οπίσω γέρνοντας τον αετόν στο στήθος
έκοψε κάτω απ΄ τον λαιμόν˙ κι εκείνος απ΄ τον πόνον
απόλυσε τον δράκοντα να πέσει μες στο πλήθος
και κρώζοντας επέταξε με τες πνοές του ανέμου·
και άμα τον στικτόν δράκοντα, σημείον του Κρονίδη,
νεκρόν είδαν στο μέσον τους, επάγωσαν οι Τρώες.
Εις τον τολμηρόν Έκτορα τότ΄ είπε ο Πολυδάμας:
«Έκτωρ, μ΄ ελέγχεις πάντοτε στην σύνοδον, αν λέγω
το αγαθόν, και του λαού τωόντι δεν αρμόζει
στον πόλεμον ή στην βουλήν παράκαιρα να λέγει,
αλλά να υψώνει πάντοτε χρεωστεί την δύναμίν σου·
και τώρα πάλιν ό,τι ορθόν νομίζω θα ομιλήσω.
Με τ΄ άρματ΄ ας μη πέσομε στων Δαναών τα πλοία,
διότ΄ ιδού τι προνοώ· το πουλί τούτο αν ήλθε,
ο υψηλοπέτης αετός, στα δεξιά των Τρώων,
εις την στιγμήν που πρόθυμα τον λάκκον θα περνούσαν,
και δράκοντ΄ είχε ζωντανόν στα νύχια του μεγάλον,
και τον απόλυσεν ευθύς, ώστε στα γονικά του
δεν έφθασε, στα τέκνα του τροφήν να τον προσφέρει·
όμοια κι εμείς, αν σπάσομε τες πύλες και το τείχος
των Αχαιών ορμητικώς, και αυτοί τα οπίσω κάμουν,
στον ίδιον δρόμον άσχημα θα γύρομε απ΄ τα πλοία,
ότι θ΄ αφήσομεν αυτού πολλούς απ΄ τους δικούς μας
οπού θα σφάξουν οι Αχαιοί τα πλοία τους να σώσουν.
Ιδού πώς μάντης ικανός και γνώστης των σημείων
οπού τον σέβονται οι λαοί, το πράγμα θα εξηγούσε».
Μ΄ άγριον βλέμμ΄ απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Δεν μου αρέσει παντελώς ό,τ΄ είπες, Πολυδάμα·
και λόγον τούτου ορθότερον να βγάλει ξεύρει ο νους σου.
Αλλ΄ αν τον λέγεις σοβαρά και μέτωρο δεν είναι,
τότ΄ οι θεοί σ΄ εμώραναν, αφού με συμβουλεύεις
του υψίστου Δία τες βουλές εγώ να λησμονήσω,
που με ρητήν υπόσχεσιν μου εμήνυσεν εκείνος·
και στα πλατύπτερα πουλιά συ θέλεις να υπακούσω·
κι εγώ δεν τα ψηφώ ποσώς, ή στου φωτός τα μέρη
δεξιά πετούν ή αριστερά στου σκότους τον αέρα.
Κι εμείς ας υπακούσομε του Βροντητή Κρονίδη
εις την υπέρτατην βουλήν, που μόνος βασιλεύει
των αθανάτων και θνητών· ένα σημάδι μόνον
είναι καλόν, να προμαχείς για την γλυκιά πατρίδα.
Κι εσύ προς τι τον πόλεμον φοβείσαι και την μάχην;
Διότι αν και όλοι πέσομεν νεκροί μες στα καράβια
εμείς οι άλλοι, να χαθείς εσύ δεν είναι φόβος·
ότ΄ η καρδιά σου είν΄ άνανδρη και φεύγει από τες μάχες·
αλλ΄ αν από τον πόλεμον θ΄ απέχεις ή τολμήσεις
με λόγια από τον πόλεμον ν΄ απομακρύνεις άλλους,
μάθε ότι από την λόγχην μου θα χάσεις την ζωήν σου.»
(Ιλ., Μ 199-280)
ότι ενώ ήσαν πρόθυμοι τον λάκκον να περάσουν,
υψηλοπέτης αετός εφάνη δεξιά τους,
και ζωντανός στα νύχια του και κοκκινοβαμμένος
μέγας σπαρνούσε δράκοντας και πολεμούσε ακόμη·
όσο που οπίσω γέρνοντας τον αετόν στο στήθος
έκοψε κάτω απ΄ τον λαιμόν˙ κι εκείνος απ΄ τον πόνον
απόλυσε τον δράκοντα να πέσει μες στο πλήθος
και κρώζοντας επέταξε με τες πνοές του ανέμου·
και άμα τον στικτόν δράκοντα, σημείον του Κρονίδη,
νεκρόν είδαν στο μέσον τους, επάγωσαν οι Τρώες.
Εις τον τολμηρόν Έκτορα τότ΄ είπε ο Πολυδάμας:
«Έκτωρ, μ΄ ελέγχεις πάντοτε στην σύνοδον, αν λέγω
το αγαθόν, και του λαού τωόντι δεν αρμόζει
στον πόλεμον ή στην βουλήν παράκαιρα να λέγει,
αλλά να υψώνει πάντοτε χρεωστεί την δύναμίν σου·
και τώρα πάλιν ό,τι ορθόν νομίζω θα ομιλήσω.
Με τ΄ άρματ΄ ας μη πέσομε στων Δαναών τα πλοία,
διότ΄ ιδού τι προνοώ· το πουλί τούτο αν ήλθε,
ο υψηλοπέτης αετός, στα δεξιά των Τρώων,
εις την στιγμήν που πρόθυμα τον λάκκον θα περνούσαν,
και δράκοντ΄ είχε ζωντανόν στα νύχια του μεγάλον,
και τον απόλυσεν ευθύς, ώστε στα γονικά του
δεν έφθασε, στα τέκνα του τροφήν να τον προσφέρει·
όμοια κι εμείς, αν σπάσομε τες πύλες και το τείχος
των Αχαιών ορμητικώς, και αυτοί τα οπίσω κάμουν,
στον ίδιον δρόμον άσχημα θα γύρομε απ΄ τα πλοία,
ότι θ΄ αφήσομεν αυτού πολλούς απ΄ τους δικούς μας
οπού θα σφάξουν οι Αχαιοί τα πλοία τους να σώσουν.
Ιδού πώς μάντης ικανός και γνώστης των σημείων
οπού τον σέβονται οι λαοί, το πράγμα θα εξηγούσε».
Μ΄ άγριον βλέμμ΄ απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Δεν μου αρέσει παντελώς ό,τ΄ είπες, Πολυδάμα·
και λόγον τούτου ορθότερον να βγάλει ξεύρει ο νους σου.
Αλλ΄ αν τον λέγεις σοβαρά και μέτωρο δεν είναι,
τότ΄ οι θεοί σ΄ εμώραναν, αφού με συμβουλεύεις
του υψίστου Δία τες βουλές εγώ να λησμονήσω,
που με ρητήν υπόσχεσιν μου εμήνυσεν εκείνος·
και στα πλατύπτερα πουλιά συ θέλεις να υπακούσω·
κι εγώ δεν τα ψηφώ ποσώς, ή στου φωτός τα μέρη
δεξιά πετούν ή αριστερά στου σκότους τον αέρα.
Κι εμείς ας υπακούσομε του Βροντητή Κρονίδη
εις την υπέρτατην βουλήν, που μόνος βασιλεύει
των αθανάτων και θνητών· ένα σημάδι μόνον
είναι καλόν, να προμαχείς για την γλυκιά πατρίδα.
Κι εσύ προς τι τον πόλεμον φοβείσαι και την μάχην;
Διότι αν και όλοι πέσομεν νεκροί μες στα καράβια
εμείς οι άλλοι, να χαθείς εσύ δεν είναι φόβος·
ότ΄ η καρδιά σου είν΄ άνανδρη και φεύγει από τες μάχες·
αλλ΄ αν από τον πόλεμον θ΄ απέχεις ή τολμήσεις
με λόγια από τον πόλεμον ν΄ απομακρύνεις άλλους,
μάθε ότι από την λόγχην μου θα χάσεις την ζωήν σου.»
(Ιλ., Μ 199-280)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου