Ο Τειρεσίας είναι ο μάντης που παίζει ρόλο στις τραγωδίες, ο Κάλχας στο έπος, χωρίς να λείπει η παρουσία του και από όσες τραγωδίες αναφέρεονται στη θυσία της Ιφιγένειας (
Αγαμέμνων του Αισχύλου,
Ιφιγένεια εν Αυλίδι και
Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, ενώ αναφέρεται και στον
Αίαντα του Σοφοκλή).
Καταγωγή και γενεαλογία
Στα ομηρικά έπη ο Κάλχας παρουσιάζεται ως γιος του Θέστορα (Θεστορίδης), με σταθερή γενεαλογία στις διάφορες πηγές, όχι όμως με σταθερό τόπο καταγωγής ή ταφής. Η καταγωγή του τον δένει με τον θεό της μαντικής Απόλλωνα και με άλλους μάντεις, κάτι που ήταν συνηθισμένο στην αρχαιότητα. Με αυτόν τον τρόπο, με την κληρονομικότητα, εξηγούνταν αλλά και του αποδίδονταν εξαιρετικές ικανότητες -οἰωνοπόλων ὄχ᾿ ἄριστος (Ιλ. Α 69-70· πρβ. και 86), και δείχνεται ότι και οι μάντεις ανήκαν σε μια κλειστή συντεχνία, όπως άλλοι τεχνίτες. Χάρη, λοιπόν, στην πατρική του καταγωγή συνδέεται με τον μάντη Αργοναύτη Ίδμονα. Αυτή η συγκεκριμένη συγγένεια κάνει τον Κάλχα απόγονο του μάντη Μελάμποδα, και τελικά του ίδιου του Απόλλωνα.
Αδελφός του θεωρείται ο Αλκμάων, όμως ο Θέστορας της δωδέκατης ραψωδίας που αναφέρεται ως πατέρας του θα πρέπει να είναι ομώνυμος με τον πατέρα του Κάλχα ήρωας, χωρίς όμως να μπορεί να αποκλειστεί τίποτε. Ο Υγίνος του αποδίδει και δύο αδελφές, τη Λευκίππη και τη Θεονόη. Τέλος, βυζαντινό λεξικό αναφέρει την Κολοφωνία Σιβύλλα Λάμπουσα ως απόγονό του.
Σε αντίθεση με τη συμφωνία της γραπτής παράδοσης ως προς την γενεαλογία του Κάλχα, οι πηγές διαφωνούν σχετικά με τον τόπο γέννησής του. Η καταγωγή του από τις Μυκήνες, που ακολουθεί και ο Υγίνος, μπορεί να βασιστεί στις περιγραφές του Ευριπίδη για τον αντίκτυπο που είχε εκεί η είδηση του θανάτου του μάντη στη Μικρά Ασία. Από την άλλη, ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Κάλχας κατοικούσε στα Μέγαρα, όπου και τον επισκέφθηκε ο Αγαμέμνονας για να ζητήσει τη συμμετοχή του στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Οι σύγχρονοι συγγραφείς θεωρούν πιθανότερη την αργίτικη καταγωγή του μάντη, καθώς ο παππούς του αναφέρεται μερικές φορές ως Άβας.
Πριν από τον Τρωικό πόλεμο
Όταν ο αχαϊκός στόλος είχε συγκεντρωθεί στην Αυλίδα έτοιμος για την καθιερωμένη ιεροτελεστία με μεγάλη θυσία προς τους θεούς όπως πριν από κάθε εκστρατεία, είδαν ένα φίδι να καταβροχθίζει οχτώ πουλιά και τη μητέρα τους. Κατόπιν το φίδι έφθασε στο βωμό, όπου μεταμορφώθηκε σε πέτρα. Το θαύμα αυτό απαιτούσε εξήγηση, που δόθηκε από τον Κάλχα. Το ερμήνευσε ως οιωνό που προανήγγελλε μακρά αλλά νικηφόρα εκστρατεία, ενώ ο αριθμός των πουλιών αντιστοιχούσε στα χρόνια που έπρεπε να περάσουν πριν από την κατάκτηση της πόλης του Πριάμου. (Όμ., Ιλ. Β 299-330)* Σε παραλλαγή του επεισοδίου αναφέρεται πως ο Αγαμέμνονας είδε δύο αετούς να σκοτώνουν ένα λαγό. Ο βασιλιάς ρώτησε τον Κάλχα για τη σημασία του οιωνού και ο μάντης απάντησε κατά τον ίδιο τρόπο, ταυτίζοντας το λαγό με την Τροία και τα δύο σαρκοβόρα πουλιά με τους Ατρείδες (Αισχ., Αγαμ. 104-159)**.
Η ομηρική εκδοχή παραδίδεται και στα Κύπρια έπη, όπως και σε πολλά μεταγενέστερα έργα. Ο Απολλόδωρος προσδιορίζει χρονικά το επεισόδιο πριν από την πρώτη αποτυχημένη εκστρατεία προς την Τροία με αρχηγό τον Αγαμέμνονα, όταν οι Έλληνες έφθασαν μόνο μέχρι τη Μυσία, όπου ο Αχιλλέας πολέμησε εναντίον του Τήλεφου, και μετά επέστρεψαν στην Ελλάδα.
Στα Κύπρια μαρτυρείται η θυσία της Ιφιγένειας στην Αυλίδα, την οποία επεξεργάστηκαν δραματουργικά οι τραγικοί ποιητές***. Ο Αγαμέμνονας και οι Αχαιοί στρατιώτες καθυστέρησαν εκεί λόγω νηνεμίας. Όταν ο βασιλιάς ρώτησε τον Κάλχα την αιτία για την οποία ο στόλος δεν μπορούσε να συνεχίσει, τότε ο μάντης αποκάλυψε ότι ο Αγαμέμνονας είχε προκαλέσει την οργή της Άρτεμης, η οποία απαιτούσε τη θυσία της βασιλοκόρης Ιφιγένειας. Η κόρη θυσιάστηκε στον βωμό και η θεά κατευνάστηκε.
Η αναφορά αυτού του επεισοδίου είναι συχνή και ο ρόλος του Κάλχα ως ερμηνευτή των σημαδιών και ιερέα-εκτελεστή της θυσίας επισημαίνεται τόσο στα αρχαία κείμενα όσο και στις εικονογραφικές παραστάσεις. Μετά τον κατευνασμό της Άρτεμης, ο Κάλχας οδήγησε τους Αχαιούς στη Τροία. Δεν είναι ασυνήθιστο ένας μάντης να υποδεικνύει την πορεία που, όπως και στην περίπτωση των πηδαλιούχων, συχνά συνδέεται με την παρατήρηση των άστρων. Ο Απολλόδωρος υποστηρίζει ότι ο Τήλεφος, σε αντάλλαγμα για την ίασή του, υπέδειξε στον Αχιλλέα τον δρόμο προς την Τροία, όταν συναντήθηκαν στο Άργος. Σε αυτή την περίπτωση, ο Κάλχας απλώς επιβεβαίωσε την ορθότητα της πορείας που υπέδειξε ο Τήλεφος. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει αλλού ότι πολλά χρόνια πριν από την εκστρατεία ο μάντης έδωσε μια προφητεία που αφορούσε την πολιορκία της Τροίας. Η πόλη θα παρέμενε απόρθητη εκτός αν ο Αχιλλέας πολεμούσε μαζί με τους Αχαιούς. Η Θέτις, μητέρα του ήρωα, γνωρίζοντας την τραγική μοίρα του γιου της, αν εκείνος πήγαινε στην Ασία, έκρυψε τον εννιάχρονο Αχιλλέα ανάμεσα στις κόρες του Λυκομήδη, όπου μετά από χρόνια τον ανακάλυψε ο Οδυσσέας.
Στην Τροία
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας, ο Κάλχας εμπλέκεται σε πολλές σκηνές -μάλιστα εξαιτίας των μαντικών ικανοτήτων και της έντονης προσωπικότητάς του, οι αρχαίοι συγγραφείς έτειναν να αυξάνουν το ρόλο του στα έργα τους. Έτσι, αποκαλύπτει στον Αγαμέμνονα -όχι άφοβα****- τον λόγο για τον οποίο ο Απόλλωνας έστειλε τον λοιμό κατά το δέκατο έτος του πολέμου που αποδεκάτιζε τους Έλληνες. Αποκάλυψε στους Έλληνες ότι δεν θα έπαιρναν την πόλη αν ο Φιλοκτήτης δεν πολεμούσε μαζί τους χρησιμοποιώντας το τόξο του Ηρακλή. Έτσι εξηγείται η αποστολή αντιπροσωπείας στη Λήμνο, με επικεφαλής τον Οδυσσέα, για να πείσει τον πληγωμένο ήρωα να συμπράξει. Η συμμετοχή του Φιλοκτήτη αποδείχθηκε πραγματικά πολύτιμη, αφού τα βέλη του σκότωσαν τον Πάρη. Λίγο αργότερα, ο Κάλχας πρότεινε στους συντρόφους του να αιχμαλωτίσουν τον Τρώα μάντη Έλενο, ο οποίος ήξερε χρησμούς που προστάτευαν την πόλη. Ο Οδυσσέας έστησε ενέδρα στον Έλενο, τον έπιασε και αυτός αποκάλυψε τις προϋποθέσεις για την πτώση της πόλεως. Ο Κάλχας αποκάλυψε επίσης την παρουσία και σημασία του Παλλάδιου, λατρευτικού αγάλματος της Αθηνάς, το οποίο ο Οδυσσέας και ο Διομήδης κατάφεραν να κλέψουν. Μερικοί συγγραφείς αποδίδουν στον Κάλχα πρωταγωνιστικό ρόλο και στο σχεδιασμό του Δούρειου Ίππου, ενώ η ενεργή συμμετοχή του στη θυσία της Ιφιγένειας μπορεί να εξηγήσει το γεγονός ότι ο μάντης συνδέθηκε και με άλλες ανθρωποθυσίες που ακολούθησαν την πτώση της Τροίας, της Πολυξένης και του Αστυάνακτα.
Τη μορφή του Κάλχα πήρε ο Ποσειδώνας και με αυτήν εμφανίστηκε στους Έλληνες, ενθαρρύνοντάς τους για τη μάχη. Οι Αίαντες αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο για θεϊκή μεταμόρφωση (Ν 39-75).
Μετά τα Τρωικά
Η πτώση της Τροίας ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του Κάλχα και στις μυθικές παραδόσεις, όπως συνέβη και με τους μάντεις Μόψο και Αμφίλοχο. Αν και προέβλεψε την κακοτυχία των Αχαιών κατά την επιστροφή στις πατρίδες τους, επιβιβάστηκε σε πλοίο μαζί με τον Σθένελο και τον Ιδομενέα. Δεν έφτασαν όμως στον προορισμό τους, καθώς σφοδρή καταιγίδα έριξε το πλοίο σε ακτή της Μικράς Ασίας, στην Κολοφώνα. Κατά την επικρατέστερη παράδοση, ο Κάλχας αρνήθηκε να αποπλεύσει και έπεισε κάποιους από τους συντρόφους του να παραμείνουν στην Ασία. Μαζί με τον Αμφίλοχο, τον γιο του μάντη Αμφιάραου, και τους οικιστές της Παμφυλίας κίνησαν με τα πόδια προς την Κλάρο.
Ο Κάλχας οικιστής
Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, ο περιπλανώμενος μάντης Κάλχας φαίνεται να ταξίδεψε πέρα από την Κολοφώνα. Η μυθολογική του πορεία είναι συμβολική και συνδέεται με καθεμιά από τις τοπικές παραδόσεις, που τον θέλουν οικιστή. Ο Ησύχιος από τη Μίλητο αναφέρει ότι η πόλη Χαλκηδόνα της Βιθυνίας συνδέεται με τον ήρωα λόγω της ονομασίας της. Στην Πέργη της Παμφυλίας ο Κάλχας ήταν ανάμεσα στους εννέα οικιστές που τιμήθηκαν -στα χρόνια του Αδριανού- με αγάλματα κοντά στη νότια πύλη της πόλης (Ηρ. 7.91, Στράβ. 14.4.3)· από τα αγάλματα αυτά διατηρούνται μόνο οι βάσεις τους. Τέλος, ο Κάλχας αναφέρεται ως ιδρυτής της πόλης Σέλγης της Πισιδίας (Στράβ. 12.7.3).
Μόψος και Κάλχας: Η διαμάχη για τη μαντική*****
Σύμφωνα με μια προφητεία, ίσως από τον Έλενο, ο Κάλχας θα πέθαινε αν θα συναντούσε μάντη ανώτερό του. Ο Κάλχας βρέθηκε στην Κλάρο, ή στην Κολοφώνα, μετά την καταστροφή της Τροίας. Εκεί συνάντησε τον Μόψο, και σύμφωνα με τον Ησίοδο, τον ρώτησε πόσα σύκα είχε μια αγριοσυκιά που φύτρωνε εκεί. Εκείνος απάντησε «δέκα χιλιάδες», δίνοντας και το βάρος τους σε μεδίμνους παρά ένα σύκο που διευκρίνισε ότι δεν το συνυπολόγισε για να βγει ακριβής η μέτρηση. Ο Φερεκύδης παραδίδει ότι η ερώτηση δεν αφορούσε αγριοσυκιά αλλά μια έγκυο γουρούνα, για την οποία ο Κάλχας είπε ότι κυοφορούσε οκτώ μικρά, όλα αρσενικά και ότι θα γεννούσε την έκτη ώρα της επόμενης μέρας. Ο Μόψος ήταν εκείνος που έδωσε τη σωστή απάντηση λέγοντας ότι το ζώο κυοφορούσε εννέα γουρουνάκια, από τα οποία το ένα ήταν θηλυκό. Σύμφωνα με τον γεωγράφο Στράβωνα άλλοι συγγραφείς «συρράπτουν» τις δύο παραδόσεις. Ο Απολλόδωρος, για παράδειγμα, αναφέρει ότι ο Κάλχας ρώτησε τον Μόψο για τα σύκα και ο Μόψος τον Κάλχα για τη γουρούνα. Ο Μόψος πέτυχε τη σωστή απάντηση, ενώ ο Κάλχας έχασε και πέθανε από θλίψη. Ο Κόνων συμφωνεί ότι η διαφωνία ξεκίνησε στην Κολοφώνα, αλλά προτείνει ένα διαφορετικό τέλος, το οποίο έγινε στη Λυκία. Ισχυρίζεται ότι ο τοπικός βασιλιάς Αμφίμαχος της Λυκίας ρώτησε τους δύο μάντεις για την έκβαση της στρατιωτικής εκστρατείας που σχεδίαζε. Ο Κάλχας πρόβλεψε λαμπρή νίκη, ενώ ο Μόψος προσπάθησε να αποτρέψει το βασιλιά από το εγχείρημα. Τελικά, ο Αμφίμαχος νικήθηκε, η φήμη του Μόψου εξαπλώθηκε, ενώ ο Κάλχας αυτοκτόνησε από απελπισία. Έτσι, αν οι μύθοι ποικίλλουν ως προς το θέμα της αναμέτρησης των δύο μάντεων, όλοι συμφωνούν ότι ο Κάλχας, παρότι ένδοξος μάντης, έχασε τον αγώνα και απεβίωσε.
Οι τάφοι του Κάλχα
Κατά την επικρατέστερη μυθική παράδοση, ο τάφος του Κάλχα βρισκόταν στη γειτονική περιοχή της Κλάρου ή στο Νότιον. Και άλλα μέρη όμως αναφέρονται ως τόποι όπου έλαβε χώρα ο αγώνας μαντικής και όπου πέθανε ο Κάλχας, υποδηλώνοντας έτσι την παρουσία τάφου του μάντη εκεί. Ως τόπο του αγώνα των δύο μάντεων ο Σοφοκλής υποδεικνύει την Κιλικία, ο Κόνων τη Λυκία, άλλοι το Γρύνιο (ή Γρύνειο) κοντά στη Μύρινα (στην Ιωνία ή την Αιολίδα). Τάφοι του μάντη μαρτυρούνται και στην Ιταλία: στην πόλη Σίρις, αποικία των Κολοφωνίων στον κόλπο του Τάραντα (αν και κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς θεωρούν ότι ανήκε σε άλλο μάντη με το ίδιο όνομα, ο οποίος σκοτώθηκε από τον Ηρακλή)· στην Απουλία (στο όρος Δρίο) σε άμεση σχέση με τον τάφο του συντρόφου του Ποδαλείριου, μάλιστα λεγόταν ότι ο Ποδαλείριος είχε κτίσει τον τάφο του Κάλχα και ότι όποιος θυσίαζε στο ένα ή το άλλο ιερό μαύρο κριάρι και κοιμόταν στο δέρμα του έβλεπε όνειρα προφητικά. Αυτοί οι τάφοι μνημονεύονται ως ηρώα από τον Στράβωνα και θα μπορούσαν να συσχετιστούν με τη λατρεία του οικιστή ή με ιερά μαντικής.
Ο Κάλχας αμπελουργός
Ο Κάλχας περιγράφεται ακόμα ως μάντης και αμπελουργός. Κάποια μέρα ένας υπηρέτης τον ειδοποίησε ότι δεν θα προλάβει να πιει από το κρασί του αμπελιού του, ο Κάλχας γέλασε και περίμενε τη μέρα του τρύγου. Κάλεσε λοιπόν τον αναιδή δούλο και ήταν έτοιμος να πιει. Όμως λίγο προτού φέρει το ποτήρι στα χείλη του ξεψύχησε και η προφητεία βγήκε αληθινή. (Η ίδια ιστορία λέγεται και για τον Αγκαίο από τη Σάμο.)
----------------------
*Ο Οδυσσέας για τον Κάλχα
Λάβετε, ω φίλ', υπομονήν και καρτερείτε ολίγο
να ιδούμ' εάν του Κάλχαντος τα ρήματ' αληθεύσουν.
Είναι στον νουν μας ζωντανά και μάρτυρες είσθ΄ όλοι
όσους δεν πήρε ο θάνατος, οπόταν στην Αυλίδα -
χθες ή προχθές μου φαίνεται - συνάζονταν τα πλοία
των Αχαιών καταστροφήν να φέρουν εις τους Τρώας·
κι εμείς στους ιερούς βωμούς, όπου μια βρύση εκύλα
κάτω απ΄ ωραίον πλάτανον τα όμορφα νερά της,
των αθανάτων καίαμεν εξαίσιες εκατόμβες·
μέγα σημάδι εφάνη εκεί, μαύρος σαν αίμα δράκος,
τέρας που έβγαλε στο φως ο ίδιος ο Κρονίδης,
από το βάθος του βωμού στον πλάτανον εχύθη.
Εκεί φωλιάζαν σπούργιτες, αφτέρωτα πουλάκια
εις το υψηλότατο κλαδί κρυμμένα μες στα φύλλα
οκτώ, κι ενάτ' η μάνα τους που τα 'χε γεννημένα.
Τα 'τρωγε αυτός που έτριζαν ελεεινά και γύρω
πετούσε η μάνα κλαίοντας τα τέκνα της κι ο δράκος
στράφη, ετινάχθη κι έπιασεν απ΄ το φτερό κι εκείνην·
και αφού τα τέκνα όλα 'φαγε και ακόμη την μητέρα,
θαύμα τον έστησε ο θεός οπού τον είχε δείξει·
εκεί τον πέτρωσ' ο υιός του κρυπτοβούλου Κρόνου·
κι εμείς όλοι απορούσαμε σ΄ αυτό που εγίνη εμπρός μας·
κι ως ήλθαν ξάφνου ανάμεσα στες θείες εκατόμβες
τέρατα τόσα φοβερά, τον λόγον πήρε ο Κάλχας:
«Πώς όλοι στέκεσθ' άφωνοι; Το μέγ' αυτό σημείον
ο Ζευς μας το 'δειξε ο σοφός, κι ό,τι δηλεί θα γίνει
με τους καιρούς, αλλ' ένδοξο θα μείνει στον αιώνα·
καθώς τα τέκνα όλά 'φαγε και την μητέρα εκείνος,
οκτώ, κι ενάτη ήταν αυτή που τα ΄χε γεννημένα,
κι εμείς θα πολεμήσομεν αυτού χρόνους εννέα,
και η πόλις η πλατύδρομη στον δέκατον θα πέσει».
Αυτά μας έλεγε και ιδού που τώρα γίνοντ' όλα.
(Όμ., Ιλ. Β 299-330)
**Ο Κάλχας ερμηνεύει τον οιωνό των δύο αετών
οι βασιλείς των οιωνών [=αετοί του Δία] εμφανίστηκαν στους βασιλείς
των πλοίων, ο ένας μελανός, ο άλλος με πάλλευκη
ουρά, δίπλα στα ανάκτορα προς την δεξιά
πλευρά, σε περίβλεπτον βράχο,
και κατασπάραξαν πολύτοκη
ετοιμόγεννη λαγίνα [=Τροία]
κόβοντας
τον ύστατο δρόμο της.
Πένθιμα, πένθιμα πες, και το καλό ας νικά.
Και ο σοφός μάντης του στρατού,
όταν είδε τους δύο
λαγοφάγους, κατάλαβε πως ήσαν
οι πολεμοχαρείς Ατρείδες
και αρχηγοί της εκστρατείας και είπε
τον χρησμό: «Μετά από χρόνια
αυτός ο στρατός θα πάρει
την πόλη του Πριάμου, και όλα τα πλούτη,
πολυπληθή και πλεονάζοντα, των πύργων
θ' αρπάξει με την βία
η Μοίρα· μόνο μη ρίξει
στο σκότος και χτυπήσει
φθόνος θεών πρόωρα
τον μεγάλο χαλινό
από στρατιώτες γύρω
από την Τροία· γιατί η αγνή
Άρτεμις εχθρεύεται από οίκτο
τα φτερωτά σκυλιά [=αετοί] του πατέρα της
όταν, πριν γεννήσει,
θυσιάζουν,
μαζί με τα έμβρυα, δύστυχη
λαγίνα· μισεί τα δείπνα
των αετών».
Πένθιμα, πένθιμα πες, και το καλό ας νικά.
«Εσύ η Καλή, η τόσο
ευμενής στα τρυφερά
νεογνά των ισχυρών
λεόντων και η τερπνή
στα βυζανιάρικα μωρά
θηρίων όλων των αγρών,
κάνε
να εκπληρωθούν αυτοί
οι οιωνοί, θετικοί
αλλά δυσάρεστοι
οιωνοί των πουλιών·
και καλώ βοηθό
τον Παιάνα, μήπως η θεά στείλει
στους Δαναούς τους αντίθετους ανέμους
κι έτσι χρονίσουν αταξίδευτα τα πλοία,
ζητώντας άλλη θυσία άνομη, ανεκτέλεστη,
αρχιτέκτονα οικογενειακών ερίδων,
άφοβη σε άνδρα·
γιατί παραμένει φοβερή
παλίνδρομος δόλια οικονόμος
η Μήνις, μνήμων εκδίκηση
για το παιδί». Τέτοια
πεπρωμένα εξήγγειλε ο Κάλχας
μαζί με μεγάλα οφέλη
για τα ανάκτορα
απ' το πέταγμα των πουλιών·
και σύμφωνα μ' αυτά
πένθιμα, πένθιμα πες, και το καλό ας νικά.
ο μέγας ηγεμών
των αχαϊκών πλοίων
δεν έψεξε κανέναν μάντη,
ενέδωσε στην τύχη που τον έπληξε,
ενώ, από την άπλοια που άδειαζε
τα σώματα, έπληττε ο αχαϊκός λαός
αντίκρυ στη Χαλκίδα,
στα βουερά παράλια της Αυλίδος·
φυσούν απ' τον Στρυμόνα άνεμοι
και φέρνουν απραξία κι ασιτία, κλείνουν
τα λιμάνια, κάνουν τους ανθρώπους
να σέρνονται, πλοία και παλαμάρια
να σαπίζουν, επιμηκύνοντας τον χρόνο
στο άπειρο και ξεραίνουν με την αναβολή
το άνθος των Αργείων·
(Αισχύλος, Αγαμέμνων 112-159, 185-197)
***Η θυσία της Ιφιγένειας και ο ρόλος του Κάλχα. Ευριπίδης και Αισχύλος
Ο Άγγελος ανακοινώνει στην Κλυταιμνήστρα τα σχετικά με τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας:
Καλή κυρά μου, θα τα μάθεις όλα·
θα σου τα πω εξαρχής, αν δε σκοντάψει
ο νους μου, ως θα μιλώ, και με μπερδέψει.
Όταν, την κόρη σου οδηγώντας, στο άλσος
και στο ανθισμένο φτάσαμε λιβάδι
της Άρτεμης, κόρης του Δία, που εκεί ήταν
συγκεντρωμένος ο στρατός, Αργείοι
μαζεύονταν πολλοί. Την κόρη ως είδε
o βασιλιάς προς το άλσος να βαδίζει
για σφαγή, αναστενάζει, το κεφάλι
γυρίζει από την άλλη, με το ιμάτιο
τα μάτια του σκεπάζει και δακρύζει.
Εκείνη τότε στάθηκε κοντά του
και μίλησε: «Πατέρα, ήρθα σ' εσένα·
για την πατρίδα, για όλη την Ελλάδα
αυτοθέλητα δίνω το κορμί μου·
στο βωμό της θεάς ας μ' οδηγήσουν,
και, αφού ο χρησμός το ορίζει, ας με θυσιάσουν.
Όσο από μένα, ευτυχισμένοι να είστε·
και νικητές γυρίστε στην πατρίδα.
Αργείος κανείς να μη μ' αγγίξει· δίνω
σιωπηλή και με θάρρος το λαιμό μου.»
Θάμασαν όλοι, τέτοια ακούοντας λόγια,
την αρετή της κόρης και την τόλμη.
Και στάθηκε ο Ταλθύβιος - έργο του ήταν -
στη μέση και σιωπή προστάζει σε όλους.
Απ' το φηχάρι [=θηκάρι] κοφτερό μαχαίρι
έβγαλε ο μάντης Κάλχας, σε πανέρι
το απόθεσε χρυσό, και την κοπέλα
στεφάνωσε- και πήρε του Πηλέα
ο γιος τον αγιασμό και το πανέρι,
ράντισε το βωμό ένα γύρο και είπε:
«Ω φόνισσα αγριμιών, κόρη του Δία,
εσύ που λαμπερό μέσα στη νύχτα
φως γυροφέρνεις, δέξου τη θυσία
που των Αχαιών σ' εσέ ο στρατός προσφέρνει,
μαζί του κι ο Αγαμέμνονας, κοπέλας
αμόλυντο αίμα απ' τον ωραίο λαιμό της,
και κάμε καλοτάξιδα τα πλοία,
κι εμείς της Τροίας να πάρουμε το κάστρο.»
Ατρείδες και στρατός σταθήκαμε όλοι
σκυμμένοι χάμω. Πήρε ο ιερέας
το μαχαίρι κι αφού είπε μιαν ευχή
κοίταζε το λαιμό, πού να χτυπήσει·
εγώ βαθιά πονούσα και σκυμμένος
στεκόμουν· κι άξαφνα έγινε το θάμα.
Ξεκάθαρα όλοι ακούσανε το χτύπο
της μαχαιριάς, αλλά κανείς δεν είδε
πού χώθηκε η κοπέλα μες στο χώμα.
Φωνάζει κι ο ιερέας κι ο στρατός όλος,
θάμα θεϊκό κι ανέλπιστο σαν είδαν,
που να το βλέπεις και να μην πιστεύεις·
καταγής σπαρταρούσε μια πελώρια
κι ωραιότατη λαφίνα, κι ο βωμός
απ' το αίμα που πηδούσε ραντιζόταν.
Και με χαρά μεγάλη λέει ό Κάλχας:
«Των Παναχαιών πολέμαρχοι, το θύμα
βλέπετε αυτό, το λάφι το βουνίσιο,
που το 'βαλε η θεά μπρος στο βωμό της;
Δέχεται κάλλιο αυτό παρά την κόρη,
μη μολυνθεί ο βωμός μ' ανθρώπινο αίμα.
Το 'λαβε με χαρά και μας χαρίζει
καλό ταξίδι και εισβολή στην Τροία,
θάρρος λοιπόν όλ' οι άντρες, και τραβήξτε
για τα καράβια· σήμερα είν' ανάγκη
ν' αφήσουμε τον κόρφο της Αυλίδας,
του Αιγαίου για να περάσουμε το κύμα.»
Κι όταν καλά μες στου Ηφαίστου τη φλόγα
κάηκε όλο το σφαχτό, για το ταξίδι
εδεήθη του στρατού, σαν που είναι η τάξη.
Εμένα ο Αγαμέμνονας με στέλνει
να τα ιστορήσω να σου πω ποια μοίρα
οι θεοί στην κόρη δίνουνε, ποια δόξα,
που αμάραντη θα μείνει στην Ελλάδα.
Και λέω εκείνο που είδα: το κορίτσι
στους θεούς έχει πετάξει, δίχως άλλο.
Μη θλίβεσαι· το χόλιασμα παράτα
που για τον άντρα σου είχες· όσα κάνουν
οι θεοί αναπάντεχα είναι στους ανθρώπους,
κι εκείνους που αγαπούνε τους γλιτώνουν.
Η μέρα η σημερνή την κόρη σου είδε
και να πεθαίνει και να ζει όμως πάλι.
(Ευρ., Ιφιγένεια εν Αυλίδι 1540-161)
Χορός Αργείων γερόντων περιγράφει τη θυσία της Ιφιγένειας στην Αυλίδα, μιλά για τον ρόλο του Κάλχα, τη «δυσκολία» του Αγαμέμνονα και την εδραίωση της εξουσίας του έναντι των άλλων αρχηγών με τη θυσία της κόρης του:
και όταν ο μάντης διελάλησε
στους Αχαιούς για τον πικρό
χειμώνα φάρμακο άλλο
πιο σκληρό, προφέροντας το όνομα
της Αρτέμιδος, τότε οι Ατρείδες
χτύπησαν στην γη τα σκήπτρα τους
και δεν συγκράτησαν τα δάκρυα·
και ο μέγας άναξ φωνάζοντας είπε:
«Βαριά καταστροφή αν δεν υπακούσω,
βαριά και αν σφάξω το παιδί μου,
το κόσμημα του παλατιού, και μιάνω
με ρυάκια από αίμα σφαγμένης
παρθένου τα πατρικά χέρια πλάι
στον βωμό· τι από αυτά δεν είναι συμφορά;
Πώς να εγκαταλείψω τον στόλο
και να προδώσω την συμμαχία;
Γιατί είναι θεμιτό να επιθυμεί κανείς
με απέραντο πάθος θυσία παρθενικού
αίματος που παύει
τους ανέμους. Ας βγει σε καλό».
Και αφού μπήκε στον ζυγό της ανάγκης
και έπνευσε στην ψυχή του άνεμος ασεβής,
ανόσιος, ανίερος, από τότε άλλαξε
γνώμη και τόλμησε τα πάντα·
αποθρασύνει τους θνητούς η αισχρή σκέψη,
πρώτη αιτία τύφλωσης και παραφοράς·
τόλμησε λοιπόν κι έγινε
θύτης θυγατρός, χρήσιμος
στον πόλεμο για μια γυναίκα
και στον απόπλου των πλοίων.
Τις ικεσίες και παρακλήσεις στον πατέρα
δεν υπολόγισαν καθόλου ούτε και την παρθενική
ζωή της οι φιλοπόλεμοι αρχηγοί·
και είπε στους υπηρέτες ο πατέρας
με ευχές να την σηκώσουν
σαν κατσίκι ψηλά πάνω από τον βωμό
καλυμμένη με πέπλα, πρηνή, και με όλη
την δύναμή τους για να εμποδίσουν
να βγει απ' το καλλίπρωρο
στόμα κατάρα
για το σπίτι,
με την βία χαλινού που φιμώνει.
Άφησε να πέσει στο χώμα η κροκάτη εσθήτα
και τόξευσε τον κάθε θύτη
με βέλος οικτίρμον το βλέμμα,
και έμοιαζε σαν ζωγραφιά που θέλει
να μιλήσει, γιατί πολλές φορές τραγούδησε
στους φιλόξενους ανδρώνες του πατέρα,
και με αγνή παρθενική φωνή ετίμησε
στην τρίτη σπονδή τον ευλογημένο
παιάνα του αγαπημένου πατέρα με αγάπη.
Τα μετά, ούτε είδα ούτε λέω· η τέχνη
του Κάλχα δεν μένει ανεκπλήρωτη.
(Αισχύλος, Αγαμέμνων 199-249)
****Ο Αχιλλέας στον Κάλχα
«Άφοβα λέγε τον χρησμόν όποιον ηξεύρει ο νους σου·
ότι, μα τον Απόλλωνα, που τες ευχές ακούει,
Κάλχα, και συ των Δαναών προσφέρεις τους χρησμούς του,
όσο εγώ ζω κι εδώ στην γην βλέπω το φως του ηλίου,
βαρύ κανείς επάνω σου το χέρι δεν θα βάλει
των Δαναών όλων κανείς, και μήτε ο Αγαμέμνων
που σήμερα των Αχαιών καυχάται ότ' είναι ο πρώτος».
(Όμ., Ιλ. Α 85-91)
*****Μόψος και Κάλχας: Διαμάχη περί την μαντικήν
λέγεται δὲ Κάλχας ὁ μάντις μετ᾽ Ἀμφιλόχου τοῦ Ἀμφιαράου κατὰ τὴν ἐκ Τροίας ἐπάνοδον πεζῇ δεῦρο ἀφικέσθαι, περιτυχὼν δ᾽ ἑαυτοῦ κρείττονι μάντει κατὰ τὴν Κλάρον, Μόψῳ τῷ Μαντοῦς τῆς Τειρεσίου θυγατρός, διὰ λύπην ἀποθανεῖν. Ἡσίοδος μὲν οὖν οὕτω πως διασκευάζει τὸν μῦθον· προτεῖναι γάρ τι τοιοῦτο τῷ Μόψῳ τὸν Κάλχαντα "θαῦμά μ᾽ ἔχει κατὰ θυμόν, ὅσους ἐρινειὸς ὀλύνθους οὗτος ἔχει μικρός περ ἐών· εἴποις ἂν ἀριθμόν;" τὸν δ᾽ ἀποκρίνασθαι "μύριοί εἰσιν ἀριθμόν, ἀτὰρ μέτρον γε μέδιμνος· εἷς δὲ περισσεύει, τὸν ἐπενθέμεν οὔ κε δύναιο. ὣς φάτο· καί σφιν ἀριθμὸς ἐτήτυμος εἴδετο μέτρου. καὶ τότε δὴ Κάλχανθ᾽ ὕπνος θανάτοιο κάλυψε. Φερεκύδης δέ φησιν ὗν προβαλεῖν ἔγκυον τὸν Κάλχαντα πόσους ἔχει χοίρους, τὸν δ᾽ εἰπεῖν ὅτι τρεῖς, ὧν ἕνα θῆλυν· ἀληθεύσαντος δ᾽ ἀποθανεῖν ὑπὸ λύπης. οἱ δὲ τὸν μὲν Κάλχαντα προβαλεῖν τὴν ὗν φασι τὸν δὲ ἐρινεόν, καὶ τὸν μὲν εἰπεῖν τἀληθὲς τὸν δὲ μή, ἀποθανεῖν δὲ ὑπὸ λύπης καὶ κατά τι λόγιον. λέγει δ᾽ αὐτὸ Σοφοκλῆς ἐν Ἑλένης ἀπαιτήσει ὡς εἱμαρμένον εἴη ἀποθανεῖν, ὅταν κρείττονι ἑαυτοῦ μάντει περιτύχῃ· οὗτος δὲ καὶ εἰς Κιλικίαν μεταφέρει τὴν ἔριν καὶ τὸν θάνατον τοῦ Κάλχαντος. τὰ μὲν παλαιὰ τοιαῦτα. (Στρ., 14.1.27.3-25)