Η κατανόηση της ανθρώπινης ιστορίας κατά τις χιλιετίες που ακολούθησαν την Αγροτική Επανάσταση καταλήγει σε ένα και μοναδικό ερώτημα: πώς μπόρεσαν οι άνθρωποι να οργανωθούν σε μαζικά δίκτυα συνεργασίας, αφού δεν διέθεταν τα απαραίτητα βιολογικά ένστικτα για τη συντήρηση τέτοιων δικτύων;
Η σύντομη απάντηση είναι ότι δημιούργησαν φαντασιακές τάξεις και επινόησαν συστήματα γραφής. Οι δύο αυτές εφευρέσεις κάλυψαν τα κενά που είχε αφήσει η βιολογική μας κληρονομιά.
Εντούτοις, για πολλούς η εμφάνιση αυτών των δικτύων δεν ήταν αδιαμφισβήτητα ευλογία. Οι φαντασιακές τάξεις που συντηρούσαν τα δίκτυα αυτά δεν ήταν ούτε ουδέτερες ούτε και δίκαιες. Χώριζαν τους ανθρώπους σε φανταστικές ομάδες, οι οποίες ήταν οργανωμένες ιεραρχικά. Τα ανώτερα επίπεδα απολάμβαναν προνόμια και εξουσία, ενώ τα χαμηλότερα υπέφεραν από τις διακρίσεις και την καταπίεση. Ο Κώδικας του Χαμουραμπί, για παράδειγμα, εγκαθίδρυε μια σκληρή τάξη με ανώτερους, κατώτερους και δούλους. Οι ανώτεροι έπαιρναν όλα τα καλά της ζωής. Οι κατώτεροι έπαιρναν ό,τι περίσσευε. Οι δούλοι έπαιρναν… ένα χέρι ξύλο αν παραπονιούνταν.
Παρά τη διακήρυξη της ισότητας όλων των ανθρώπων, η φαντασιακή τάξη που θεμελίωσαν οι Αμερικανοί το 1776 επίσης επέβαλλε μια ιεραρχία. Δημιουργούσε ιεραρχία ανάμεσα στους άντρες, οι οποίοι επωφελούνταν από αυτή, και τις γυναίκες, οι οποίες έμεναν χωρίς καμία ισχύ. Δημιουργούσε ιεραρχία ανάμεσα στους λευκούς, οι οποίοι απολάμβαναν την ελευθερία, και τους μαύρους και τους Ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι θεωρούνταν άνθρωποι κατώτερης κατηγορίας και, επομένως, δεν συμμετείχαν στα ίσα δικαιώματα των ανθρώπων. Πολλοί από εκείνους που υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας είχαν δούλους. Δεν απελευθέρωσαν τους δούλους τους όταν υπέγραψαν τη Διακήρυξη, ούτε και θεώρησαν ότι αυτό ήταν υποκριτικό. Σύμφωνα με τη δική τους αντίληψη, τα δικαιώματα των ανθρώπων ελάχιστα αφορούσαν τους Νέγρους.
Η αμερικανική τάξη καθαγίαζε επίσης την ιεραρχία ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. Οι περισσότεροι Αμερικανοί εκείνη την εποχή δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα με την ανισότητα που προκαλείται όταν οι πλούσιοι γονείς κληροδοτούν τα χρήματα και τις επιχειρήσεις τους στα παιδιά τους. Στην αντίληψή τους, ισότητα σήμαινε απλώς ότι για τους πλούσιους και τους φτωχούς ίσχυαν οι ίδιοι νόμοι. Δεν είχε καμία σχέση με επιδόματα ανεργίας, ενιαία εκπαίδευση ή κοινωνική ασφάλιση. Η ελευθερία, επίσης, είχε πολύ διαφορετικές συνδηλώσεις απ’ ό,τι σήμερα. Το 1776, δεν σήμαινε ότι οι αδύναμοι (και σίγουρα όχι οι μαύροι ή οι Ινδιάνοι ή, ο Θεός να μας φυλάει, οι γυναίκες) θα μπορούσαν να αποκτήσουν και να ασκούν εξουσία. Σήμαινε απλώς ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το κράτος δεν μπορούσε να κατασχέσει την ιδιωτική περιουσία ενός πολίτη ή να του υποδείξει τι να την κάνει. Συνεπώς, η αμερικανική τάξη υπερασπιζόταν την ιεραρχία του πλούτου, για την οποία κάποιοι θεωρούσαν ότι ήταν δοσμένη από το Θεό και άλλοι ότι αντιπροσώπευε τους αμετάβλητους νόμους της φύσης. Η φύση, υποστήριζαν, ανταμείβει την ικανότητα με πλούτο και τιμωρεί τη νωθρότητα.
Όλες οι παραπάνω διακρίσεις —ανάμεσα σε ελεύθερα άτομα και δούλους, ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους, ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς- βασίζονται σε πλάσματα της φαντασίας. (Για την ιεραρχία αντρών και γυναικών θα μιλήσουμε παρακάτω.) Ωστόσο, ένας σιδερένιος νόμος της ιστορίας είναι ότι κάθε φαντασιακή ιεραρχία απαρνείται τη φαντασιακή καταγωγή της και ισχυρίζεται ότι είναι φυσική και αναπόφευκτη. Για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι που θεωρούσαν φυσική και σωστή την ιεραρχία μεταξύ ελεύθερων και δούλων έχουν υποστηρίξει ότι η δουλεία δεν είναι ανθρώπινη επινόηση. Ο Χαμουραμπί θεωρούσε ότι είχε οριστεί από τους θεούς. Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι οι δούλοι έχουν «δουλική φύση», ενώ οι ελεύθεροι άνθρωποι έχουν «ελεύθερη φύση». Η θέση τους στην κοινωνία αντανακλά απλώς την έμφυτη φύση τους.
Η σύντομη απάντηση είναι ότι δημιούργησαν φαντασιακές τάξεις και επινόησαν συστήματα γραφής. Οι δύο αυτές εφευρέσεις κάλυψαν τα κενά που είχε αφήσει η βιολογική μας κληρονομιά.
Εντούτοις, για πολλούς η εμφάνιση αυτών των δικτύων δεν ήταν αδιαμφισβήτητα ευλογία. Οι φαντασιακές τάξεις που συντηρούσαν τα δίκτυα αυτά δεν ήταν ούτε ουδέτερες ούτε και δίκαιες. Χώριζαν τους ανθρώπους σε φανταστικές ομάδες, οι οποίες ήταν οργανωμένες ιεραρχικά. Τα ανώτερα επίπεδα απολάμβαναν προνόμια και εξουσία, ενώ τα χαμηλότερα υπέφεραν από τις διακρίσεις και την καταπίεση. Ο Κώδικας του Χαμουραμπί, για παράδειγμα, εγκαθίδρυε μια σκληρή τάξη με ανώτερους, κατώτερους και δούλους. Οι ανώτεροι έπαιρναν όλα τα καλά της ζωής. Οι κατώτεροι έπαιρναν ό,τι περίσσευε. Οι δούλοι έπαιρναν… ένα χέρι ξύλο αν παραπονιούνταν.
Παρά τη διακήρυξη της ισότητας όλων των ανθρώπων, η φαντασιακή τάξη που θεμελίωσαν οι Αμερικανοί το 1776 επίσης επέβαλλε μια ιεραρχία. Δημιουργούσε ιεραρχία ανάμεσα στους άντρες, οι οποίοι επωφελούνταν από αυτή, και τις γυναίκες, οι οποίες έμεναν χωρίς καμία ισχύ. Δημιουργούσε ιεραρχία ανάμεσα στους λευκούς, οι οποίοι απολάμβαναν την ελευθερία, και τους μαύρους και τους Ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι θεωρούνταν άνθρωποι κατώτερης κατηγορίας και, επομένως, δεν συμμετείχαν στα ίσα δικαιώματα των ανθρώπων. Πολλοί από εκείνους που υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας είχαν δούλους. Δεν απελευθέρωσαν τους δούλους τους όταν υπέγραψαν τη Διακήρυξη, ούτε και θεώρησαν ότι αυτό ήταν υποκριτικό. Σύμφωνα με τη δική τους αντίληψη, τα δικαιώματα των ανθρώπων ελάχιστα αφορούσαν τους Νέγρους.
Η αμερικανική τάξη καθαγίαζε επίσης την ιεραρχία ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. Οι περισσότεροι Αμερικανοί εκείνη την εποχή δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα με την ανισότητα που προκαλείται όταν οι πλούσιοι γονείς κληροδοτούν τα χρήματα και τις επιχειρήσεις τους στα παιδιά τους. Στην αντίληψή τους, ισότητα σήμαινε απλώς ότι για τους πλούσιους και τους φτωχούς ίσχυαν οι ίδιοι νόμοι. Δεν είχε καμία σχέση με επιδόματα ανεργίας, ενιαία εκπαίδευση ή κοινωνική ασφάλιση. Η ελευθερία, επίσης, είχε πολύ διαφορετικές συνδηλώσεις απ’ ό,τι σήμερα. Το 1776, δεν σήμαινε ότι οι αδύναμοι (και σίγουρα όχι οι μαύροι ή οι Ινδιάνοι ή, ο Θεός να μας φυλάει, οι γυναίκες) θα μπορούσαν να αποκτήσουν και να ασκούν εξουσία. Σήμαινε απλώς ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το κράτος δεν μπορούσε να κατασχέσει την ιδιωτική περιουσία ενός πολίτη ή να του υποδείξει τι να την κάνει. Συνεπώς, η αμερικανική τάξη υπερασπιζόταν την ιεραρχία του πλούτου, για την οποία κάποιοι θεωρούσαν ότι ήταν δοσμένη από το Θεό και άλλοι ότι αντιπροσώπευε τους αμετάβλητους νόμους της φύσης. Η φύση, υποστήριζαν, ανταμείβει την ικανότητα με πλούτο και τιμωρεί τη νωθρότητα.
Όλες οι παραπάνω διακρίσεις —ανάμεσα σε ελεύθερα άτομα και δούλους, ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους, ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς- βασίζονται σε πλάσματα της φαντασίας. (Για την ιεραρχία αντρών και γυναικών θα μιλήσουμε παρακάτω.) Ωστόσο, ένας σιδερένιος νόμος της ιστορίας είναι ότι κάθε φαντασιακή ιεραρχία απαρνείται τη φαντασιακή καταγωγή της και ισχυρίζεται ότι είναι φυσική και αναπόφευκτη. Για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι που θεωρούσαν φυσική και σωστή την ιεραρχία μεταξύ ελεύθερων και δούλων έχουν υποστηρίξει ότι η δουλεία δεν είναι ανθρώπινη επινόηση. Ο Χαμουραμπί θεωρούσε ότι είχε οριστεί από τους θεούς. Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι οι δούλοι έχουν «δουλική φύση», ενώ οι ελεύθεροι άνθρωποι έχουν «ελεύθερη φύση». Η θέση τους στην κοινωνία αντανακλά απλώς την έμφυτη φύση τους.
Ρωτήστε έναν οπαδό της ανωτερότητας των λευκών για τη φυλετική ιεραρχία κι ετοιμαστείτε για μια ψευδοεπιστημονική διάλεξη σχετικά με τις βιολογικές διαφορές ανάμεσα στις φυλές. Πιθανότατα θα σας πούνε ότι υπάρχει κάτι στο αίμα ή στα γονίδια των λευκών που τους κάνει από τη φύση τους πιο ευφυείς, πιο ηθικούς και πιο εργατικούς. Ρωτήστε έναν σκληροπυρηνικό καπιταλιστή για την ιεραρχία του πλούτου και μάλλον θα ακούσετε ότι είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αντικειμενικών διαφορών στις ικανότητες. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι πλούσιοι έχουν περισσότερα χρήματα επειδή είναι πιο ικανοί και φιλόπονοι. Κανείς, λοιπόν, δεν θα έπρεπε να ενοχλείται αν οι πλούσιοι έχουν καλύτερη φροντίδα υγείας, καλύτερη εκπαίδευση και καλύτερη διατροφή. Τους αξίζουν απόλυτα όλα τα τυχερά τους.
Οι ινδουιστές, που είναι οπαδοί του συστήματος των καστών, πιστεύουν ότι κοσμικές δυνάμεις έχουν κάνει τη μία κάστα ανώτερη από την άλλη. Σύμφωνα με τον γνωστό ινδουιστικό μύθο της δημιουργίας, οι θεοί έφτιαξαν τον κόσμο από το σώμα ενός αρχέγονου πλάσματος, του Πουρούσα. Ο ήλιος δημιουργήθηκε από το μάτι του Πουρούσα, το φεγγάρι από τον εγκέφαλο του Πουρούσα, οι Βραχμάνοι (ιερείς) από το στόμα του, οι Ξατρίγια (πολεμιστές) από τα χέρια του, οι Καϊσιά (αγρότες και έμποροι) από τους μηρούς του και οι Σούντρα (υπηρέτες) από τα πόδια του. Αν αποδεχτείς αυτή την ερμηνεία, οι κοινωνικοπολιτικές διαφορές ανάμεσα στους Βραχμάνους και τους Σούντρα είναι τόσο φυσικές και αιώνιες όσο και οι διαφορές ανάμεσα στον ήλιο και το φεγγάρι. Οι αρχαίοι Κινέζοι πίστευαν πως όταν η θεά Νου Γουά δημιούργησε τους ανθρώπους από χώμα, έπλασε τους αριστοκράτες από καλό κίτρινο χώμα, ενώ οι πληβείοι πλάστηκαν από καφετιά λάσπη.
Ωστόσο, απ’ ό,τι μπορούμε να καταλάβουμε, οι ιεραρχίες αυτές είναι προϊόντα της ανθρώπινης φαντασίας. Οι Βραχμάνοι και οι Σούντρα δεν δημιουργήθηκαν πραγματικά από τους θεούς με διαφορετικά σωματικά μέλη κάποιου αρχέγονου πλάσματος. Αντίθετα, η διάκριση δημιουργήθηκε από νόμους και νόρμες που επινοήθηκαν από ανθρώπους στη βόρεια Ινδία πριν από περίπου 3.000 χρόνια. Παρά τα όσα λέει ο Αριστοτέλης, δεν υπάρχει κάποια γνωστή βιολογική διαφορά ανάμεσα στους δούλους και τους ελεύθερους ανθρώπους. Ανθρώπινοι νόμοι και νόρμες έχουν μετατρέψει κάποιους ανθρώπους σε δούλους και άλλους σε αφέντες. Ανάμεσα στους μαύρους και τους λευκούς υπάρχουν ορισμένες αντικειμενικές βιολογικές διαφορές, όπως το χρώμα του δέρματος και ο τύπος των μαλλιών, αλλά δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ότι οι διαφορές αυτές εκτείνονται στην ευφυΐα ή την ηθική.
Οι περισσότεροι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι η κοινωνική τους ιεραρχία είναι φυσική και δίκαιη, ενώ οι ιεραρχίες άλλων κοινωνιών βασίζονται σε ψεύτικα και γελοία κριτήρια. Οι σύγχρονοι Δυτικοί μαθαίνουν να γελούν με την ιδέα της φυλετικής ιεραρχίας. Σοκάρονται όταν ακούνε για νόμους που απαγορεύουν στους μαύρους να ζουν σε γειτονιές λευκών ή να πηγαίνουν σε σχολεία για λευκούς ή να εισάγονται σε νοσοκομεία για λευκούς. Αλλά η ιεραρχία των πλούσιων και των φτωχών, που ορίζει ότι οι πλούσιοι ζουν σε ξεχωριστές και πιο πολυτελείς περιοχές, φοιτούν σε ξεχωριστά και πιο επιφανή σχολεία και απευθύνονται για την ιατρική τους φροντίδα σε ξεχωριστές και καλύτερα εξοπλισμένες εγκαταστάσεις φαίνεται απολύτως λογική σε πολλούς Αμερικανούς και Ευρωπαίους. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι πλούσιοι είναι πλούσιοι για τον απλούστατο λόγο ότι γεννήθηκαν από πλούσια οικογένεια, ενώ οι περισσότεροι φτωχοί θα παραμείνουν φτωχοί σε όλη τους τη ζωή απλώς επειδή γεννήθηκαν από φτωχή οικογένεια.
Δυστυχώς, φαίνεται ότι στις πολύπλοκες ανθρώπινες κοινωνίες οι φαντασιακές ιεραρχίες και οι άδικες διακρίσεις είναι απαραίτητες. Φυσικά, δεν είναι όλες σ. ιεραρχίες ηθικά ταυτόσημες και ορισμένες κοινωνίες υπέφεραν από πολύ πιο ακραίες μορφές διακρίσεων απ’ ό,τι άλλες, αλλά οι μελετητές δεν γνωρίζουν καμία μεγάλη κοινωνία που να στάθηκε ικανή να απαλλαγεί ολοκληρωτικά από τις διακρίσεις. Ξανά και ξανά, οι άνθρωποι δημιουργούν τάξη στην κοινωνία τους, κατηγοριοποιώντας τον πληθυσμό σε φαντασιακές κατηγορίες, όπως ανώτεροι, κατώτεροι και δούλοι’ λευκοί και μαύροι· πατρίκιοι και πληβείοι’ Βραχμάνοι και Σούντρα’ ή πλούσιοι και φτωχοί. Οι κατηγορίες αυτές ρύθμισαν τις σχέσεις ανάμεσα σε εκατομμύρια ανθρώπους, καθιστώντας κάποιους από αυτούς νομικά, πολιτικά ή κοινωνικά ανώτερους από τους άλλους.
Οι ιεραρχίες επιτελούν μια σημαντική λειτουργία. Επιτρέπουν σε ανθρώπους παντελώς άγνωστους μεταξύ τους να γνωρίζουν πώς να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλο χωρίς να χάνουν το χρόνο και την ενέργεια που απαιτούνται για να γίνει μια προσωπική γνωριμία. Στον Πυγμαλίωνα του Μπέρναρντ Σο, ο Χένρι Χίγκινς δεν χρειάζεται να γνωριστεί προσωπικά με την Ελίζα Ντουλίτλ για να καταλάβει πώς πρέπει να σχετιστεί μαζί της. Αρκεί που την ακούει να μιλάει για να καταλάβει ότι είναι μέλος της χαμηλής τάξης, με την οποία μπορεί να κάνει ό,τι θέλει – για παράδειγμα, να τη χρησιμοποιήσει σαν πιόνι στο στοίχημα που βάζει να κάνει μια ανθοπώλισσα να περάσει για δούκισσα. Μια σύγχρονη Ελίζα που εργάζεται σε ανθοπωλείο πρέπει να ξέρει πόση προσπάθεια πρέπει να κάνει για να πουλήσει τριαντάφυλλα και γλαδιόλες στους δεκάδες ανθρώπους που μπαίνουν καθημερινά στο μαγαζί. Δεν μπορεί να ρωτάει αναλυτικά σχετικά με τα γούστα και το βαλάντιο κάθε ατόμου. Αντίθετα, χρησιμοποιεί κοινωνικές ενδείξεις – τον τρόπο με τον οποίο είναι ντυμένο κάθε άτομο, την ηλικία του και, αν δεν είναι πολιτικά ορθή, το χρώμα του δέρματός του, για να διακρίνει ανάμεσα στον ιδιοκτήτη εταιρείας που είναι πιθανό να κάνει μια μεγάλη παραγγελία από ακριβά μεγάλα τριαντάφυλλα για τα γενέθλια της μητέρας του και τον εξωτερικό υπάλληλο που η τσέπη του δεν σηκώνει πάνω από ένα μπουκέτο μαργαρίτες για εκείνη τη γραμματέα με το όμορφο χαμόγελο.
Βέβαια, οι διαφορές στις φυσικές ικανότητες παίζουν επίσης ρόλο στη διαμόρφωση κοινωνικών διακρίσεων. Όμως αυτές οι διαφορές κλίσεων και χαρακτήρα μεσολαβούνται συνήθως από τις φαντασιακές ιεραρχίες. Αυτό συμβαίνει με δύο βασικούς τρόπους.
Πρώτα και κύρια, οι περισσότερες ικανότητες πρέπει να καλλιεργηθούν και να αναπτυχθούν. Ακόμα κι αν κάποιο άτομο γεννηθεί με ένα συγκεκριμένο ταλέντο, το ταλέντο αυτό θα παραμείνει συνήθως αδρανές αν δεν ενθαρρυνθεί, δεν ακονιστεί και δεν ασκηθεί. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ευκαιρία να καλλιεργήσουν και να τελειοποιήσουν τις ικανότητάς τους. Το αν θα έχουν αυτή την ευκαιρία εξαρτάται συνήθως από τη θέση τους στη φαντασιακή ιεραρχία της κοινωνίας. Ο Χάρι Πότερ είναι ένα καλό παράδειγμα. Έχοντας απομακρυνθεί από τη διακεκριμένη οικογένεια μάγων όπου ανήκε και καθώς μεγάλωσε από αδαείς μαγκλ, φτάνει στο Χόγκουαρτς χωρίς καμία εμπειρία στη μαγεία. Του παίρνει εφτά βιβλία για να καταφέρει να αποκτήσει τον έλεγχο και την αντίληψη των μοναδικών του ικανοτήτων.
Δεύτερον, ακόμα κι αν άνθρωποι που ανήκουν σε διαφορετικές τάξεις αναπτύξουν τις ίδιες ακριβώς ικανότητες, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα γνωρίσουν την ίδια επιτυχία, επειδή θα παίζουν το παιχνίδι με διαφορετικούς κανόνες. Αν στη βρετανοκρατούμενη Ινδία, ένας Ανέγγιχτος, ένας Βραχμάνος, ένας Ιρλανδός καθολικός και ένας Άγγλος προτεστάντης είχαν με κάποιο τρόπο αναπτύξει ακριβώς το ίδιο εμπορικό δαιμόνιο, δεν θα είχαν, παρ’ όλα αυτά, τις ίδιες πιθανότητες να γίνουν πλούσιοι. Το οικονομικό παιχνίδι ήταν στημένο μέσα από νομικούς περιορισμούς και ανεπίσημους αόρατους φραγμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου