Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Από πού πάνε για τον «Άνθρωπο»;

Στην Αγγλία, η  Βιομηχανική Επανάσταση  διένυε ήδη τον δεύτερο αιώνα της. Το εμπόριο είχε  εκτιναχθεί στα ύψη, κι ο  καταναλωτισμός, ελάσσονα δύναμη μέχρι τότε στον κόσμο της οικονομίας, άλλαζε τον κόσμο. Η νέα έμφαση που είχε δοθεί στην προσωπική απόλαυση συνεπαγόταν φυσικά και μια νέα φιλοσο­φία, που απώτατο στόχο της θ’ αποτελούσε η μεγιστοποίηση της ατομικής ευτυχίας.
 
Η  φιλοσοφία  αυτή  ονομάστηκε ωφελιμι­σμός, και παρότι είχε τις ρίζες της στον 18ο αιώνα, έκανε το πρώ­το της  μεγάλο βήμα με τη  θεωρία του πλέον ευφραδούς εκπροσώ­που της, του Τζον Στιούαρτ Μιλ  [John Stuart Mill]  (1806-1873).
 
Ωφελιμιστής είχε υπάρξει ως ένα βαθμό και ο Ντέιβιντ Χιουμ. Είχε  υποστηρίξει,  για  παράδειγμα,  πως  όλη  η  ηθική  βασιζόταν στην «ωφελιμότητά»της. ΟΤζέρεμι  Μπένθαμ  [Jeremy Ben- tham]  (1748-1832)  είχε  προχωρήσει  στην  πρώτη  συνολική  και  επί­σημη  διατύπωση της  θεωρίας  (σ’  αυτόν οφείλεται και η  ονομασία της), ενώ ο πατέρας του Τζον Στιούαρτ  Μιλ, ο Τζέιμς Μιλ [James  Mill]  (1773-1836), ήταν από τους πλέον ένθερμους  υποστηρικτές  της. 
 
Ωστόσο,  η  οριστική  διαμόρφωση  του  ωφελιμισμού προήλθε  από τον Τζον Στιούαρτ Μιλ.  Ο Μπένθαμ είχε υποστηρί­ξει πως η  θεμελιώδης αρχή της ωφελιμότητας συνίστατο στη  μεγι­στοποίηση της τέρψης και την  ελαχιστοποίηση του  πόνου.  Εκείνο που προσέθεσε ο Μιλ σ’ αυτή τη  μάλλον χονδροειδή ποσοτική θε­ωρία  ήταν το  ζήτημα της ποιότητας  της τέρψης,  δίνοντας  έτσι έμφαση  στην  ποίηση  και τη  φιλοσοφία,  παρά το  γεγονός  ότι  από την άποψη του καθαρού ηδονισμού η πάλη  στη λάσπη  και το  μπόουλινγκ έδιναν  ενδεχομένως πολύ  μεγαλύτερη  ευχαρίστηση  σε  ό­σους δεν  είχαν  έρθει σ’  επαφή  με πιο λεπτές απολαύσεις.  Ο  ωφε­λιμισμός,  ωστόσο,  συνέλαβε τέλεια το πνεύμα της καταναλωτικής επανάστασης.  Βρίσκοντας  ελάχιστη  αντίσταση,  εξαπλώθηκε  στη Γαλλία, και φυσικά στην Αμερική, όπου  επρόκειτο να συναντήσει τη θερμότερη υποδοχή. Στη Γερμανία θεωρήθηκε αρχικά υπερβο­λικά χυδαίος, την περίοδο αυτή όμως η Βιομηχανική Επανάσταση μόλις που  έκανε την  εμφάνισή της στη χώρα (μία από τις δηκτικό­τερες γραμμές του  Νίτσε  έλεγε: «Ο  άνθρωπος  δεν ζει για την  ευ­χαρίστηση. Μόνον ο Άγγλος το κάνει»).
 
Σε  συνδυασμό  με τον ωφελιμισμό και την  επεξεργασία των α­ρετών της ελεύθερης οικονομίας, ο Μιλ έδωσε  επίσης έμφαση στη θεωρία  των  ατομικών  δικαιωμάτων. Οι απόψεις του αποτελούν κλασικές  διατυπώσεις του  «φιλελευθερισμού». Αν και αργότερα μετακινήθηκε προς το σοσιαλισμό,  σε  όλο του το  έργο παρέμεινε ένας φλογερός κήρυκας της ατομικής ελευθερίας. Ο μόνος ικανός λόγος για να περιοριστεί η  ελευθερία του ατόμου, υποστήριζε,  εί­ναι για να προστατευθεί η  ελευθερία των  άλλων.
 
Η γνωσιοθεωρία του  Μιλ ήταν  επαναστατική,  ή  μάλλον  συνέ­χιση  μια παλαιότερης  βρετανικής  επανάστασης.  Ο νέος τολμηρός εμπειρισμός του  ήταν  ιδιαίτερα  εμφανής  στη  βιολογία,  πεδίο του οποίου τα όρια  είχαν τεθεί από  παλιά,  από τις αριστοτελικές  κα­τηγορίες  και  τις  θρησκευτικές  απόψεις  για  τη  Δημιουργία. 
 
Από τον καιρό του Αριστοτέλη,  βέβαια, οι άνθρωποι είχαν διαχωρίσει τις  ποικίλες  ιδιότητες,  αλληλεπιδράσεις  και  διαφορές  που  υπήρ­χαν  μέσα  στον  φαινομενικά  ατελείωτο  αριθμό  ζωικών  και  φυτι­κών  ειδών.  Τα  ερωτήματα ΓΙΑΤΙ υπάρχουν  τόσα  πολλά  είδη  και ΠΩΣ κατορθώνουν να προσαρμόζονται τόσο καλά στο περιβάλλον τους, φαίνονταν παράξενα. Για τους περισσότερους ανθρώπους η παραδοσιακή  απάντηση  παρεχόταν  από τη  Βίβλο: «Γιατί  έτσι τα έχει φτιάξει  ο  Θεός». Στα  μέσα του  αιώνα  ωστόσο,  δύο  φυσιοδί­φες  (που  βρίσκονταν σε  σκληρό ανταγωνισμό), ο Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας  [Alfred  Russell  Wallace]  (1823-1913) ο Κάρολος Δαρβίνος  [Charles  Darwin]  (1809-1882),  πρότειναν  μια  θεωρία που  επρόκειτο ν’  αλλάξει την  ίδια την  έννοια της  φύσης,  συγχρό­νως  δε  να  προκαλέσει  παροξυσμό  σε  ορισμένους  μελετητές  της Βίβλου.
 
Η θεωρία της εξέλιξης των ειδών υιοθέτησε την ιδέα πως τα εί­δη  εμφανίστηκαν τυχαία  πάνω  στη  γη  πριν  από  δεκάδες  ή  και  ε­κατοντάδες  εκατομμύρια χρόνια.  Αναλόγως της  προσαρμοστικότητάς τους απέναντι στο περιβάλλον,  άλλα  επιβίωσαν και αναπαράχθηκαν,  ενώ  άλλα  εξαφανίστηκαν.  Το  επίμαχο  σημείο  φυσικά ήταν η υπόθεση  πως και τα ανθρώπινα όντα αποτελούσαν  επίσης αποτέλεσμα  εξέλιξης.  Πολλοί  άνθρωποι  ένιωσαν  βαθιά  ενοχλη­μένοι από την  ιδέα ότι κάποιοι προ-προπαππούδες τους ήταν  ένα είδος  πιθήκων.  'Αλλοι  θεώρησαν  πως  ήταν  βλάσφημο  να δεχτούν ότι  τα  είδη  δεν  τα  είχε  δημιουργήσει  ο  Θεός  αλλά  η  τύχη  και  οι περιστάσεις. Όμως, ακόμη κι όσοι δεν είχαν κανένα πρόβλημα με την  ιδέα της εξέλιξης, όπως ο  ίδιος ο Δαρβίνος,  βρέθηκαν αντιμέ­τωποι  μ’  ένα κεφαλαιώδες  ερώτημα:  Ήταν δυνατόν να  εξελίσσο­νταν ακόμη τα ανθρώπινα όντα; Και αν ναι, σε τι; 

Πράγματι,  θα μπορούσαμε  άραγε  να  ζούμε  απλώς  μια  σύντομη  ενδιάμεση  ύ­παρξη  ανάμεσα στα  «κατώτερα»  ζώα και κάποιο ανώτερο,  δυνα­τότερο ή  περισσότερο προσαρμοστικό  ον από  εμάς;
 
Ήταν προς το τέλος του  αιώνα που  ερωτήσεις σαν κι αυτές απαντήθηκαν  με  τον  πλέον  σκανδαλώδη, προκλητικό  τρόπο. Ο Γερ­μανός  φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε [Friedrich  Nietzsche] (1844-1900)  έγραψε  ένα φαντασμαγορικό,  επικό  έργο το οποίο φι­λοδοξούσε να παρακολουθήσει τα  διδακτικά  κατορθώματα  ενός χαρακτήρα που  λεγόταν  Ζαρατοΰστρα  (από τον  Πέρση  προφήτη που είχε μιλήσει για τις κοσμικές δυνάμεις του καλού και του κα­κού). 
 
Στο Τάδε  έφη  Ζαρατούστρα  ο  Νίτσε  πρότεινε  την  ασύλλη­πτη  ιδέα  πως τα  ανθρώπινα  όντα  δεν  ήταν τίποτε  άλλο  παρά  μια γέφυρα  ανάμεσα  στον  πίθηκο  και  τον Υπεράνθρωπο  [Ober- mensch]. Το  μέλλον της  «ανθρώπινης φύσης»  ετίθετο τώρα υπό  ε­ρώτηση.
 
Στο  ίδιο  έργο,  ο  Νίτσε  παρουσίασε  με  διάθεση  χλευασμού  έ­ναν  εναλλακτικό  χαρακτήρα  που  λεγόταν  «ο  τελευταίος  άνθρω­πος»,  ένα  τρομακτικό  (ή  αισιόδοξο,  ανάλογα  με  το  πώς  βλέπει κανείς το θέμα)  ενδεχόμενο για το «τέλος» της  εξέλιξης.  Ο τελευ­ταίος άνθρωπος  είναι ο απόλυτος  μπουρζουάς,  ο  ικανοποιημένος ωφελιμιστής.  «Βρήκαμε  την  ευτυχία»,  λέει  ο  τελευταίος  άνθρω­πος  και  βλεφαρίζει  με  βλακώδη  ικανοποίηση. 
 
Αυτός,  προειδο­ποιεί ο Νίτσε, αποτελεί επίσης  μία από τις πιθανές  εξελίξεις  μας. Μπορούμε  να  συνεχίσουμε  να  καταναλώνουμε τις  ανέσεις  μας, να  ελαχιστοποιούμε  τους  κινδύνους,  να  αγνοούμε  το  μυστηριώ­δες  και το  άγνωστο  και να  αποθαρρύνουμε  κάθε  δημιουργικότη­τα,  μέχρις  ότου  ο  κόσμος  μας  γίνει  τόσο  ασφαλής  ώστε  να  καταλήξει  να  είναι  «νωθρός  σαν  τον  ψύλλο».  Ή ,  από  την  άλλη,  μπο­ρούμε ν’  αγωνιστούμε  να γίνουμε  κάτι περισσότερο από  «ανθρώ­πινοι, ω, πόσο ανθρώπινοι!» και να υψωθούμε στο επίπεδο του Υπερανθρώπου.  Για να  καταλάβουμε  όμως τι  είναι  ο  Υπεράνθρω­πος, πρέπει να επανεξετάσουμε όλη τη  δυτική  ιστορία και να δούμε  ποιοι  είμαστε  και πώς  καταλήξαμε  να γίνουμε  αυτό  που  είμα­στε.
 
Μέσ’  από την  επιμονή του για  ένα ξανακοίταγμα της  ιστορίας με σκοπό να  εκτιμήσουμε τι  είμαστε  και τι  μπορούμε  να γίνουμε, ο Νίτσε  έστρεψε το συλλογισμό του  όχι  μόνο  στον Δαρβίνο,  αλλά και  στον  Χέγκελ,  τον  Βίκο  και τον  Χέρντερ.  Για  να  βρει τα  ίχνη της  εξέλιξης της  ανθρώπινης  σκέψης,  γύρισε  πίσω στο  χριστιανι­σμό, στον  Σωκράτη,  κι  ακόμη  παλαιότερα, στον Όμηρο  και τους προσωκρατικούς.  Ο  Νίτσε,  που  είχε  σπουδάσει  κλασική  φιλολο­γία, διέκρινε πως η  ελληνική κληρονομιά της Δύσης βρισκόταν σε σύγκρουση  με  το  ιουδαιο-χριστιανικό  της  υπόβαθρο,  στη  συνέ­χεια  δε  απέρριψε  ολοκληρωτικά τη  «σύνθεση»  που  είχε  γίνει  με­ταξύ των  δύο  στη  διάρκεια της  ιστορίας του  χριστιανισμού.
 
Ο  Γερμανός  φιλόσοφος  εντυπωσιάστηκε  από  την  απόσταση που  χώριζε  τις  δύο  παραδόσεις,  όπως  λ.χ.  από  τη  διαφορά  στην προσέγγιση της  ανθρώπινης  δυστυχίας.  Ενώ η  ιουδαιο-χριστιανική παράδοση αναζήτησε την  εξήγηση της δυστυχίας στην αμαρτία (μια προσέγγιση  του τύπου  «κατηγορήστε το  θύμα»,  σύμφωνα  με τον Νίτσε),  οι  αρχαίοι Έλληνες  θεώρησαν τη  δυστυχία  ως  ένδει­ξη  της  ριζικά  τραγικής  φύσης  της  ανθρώπινης  ζωής. 
 
Στο  πρώτο του βιβλίο Η  Γένεση της  Τραγωδίας ανέλυσε την τέχνη της αθηναϊ­κής τραγωδίας ως το προϊόν της  βαθιάς,  ακλόνητης αίσθησης των Ελλήνων για το νόημα που  έχει η  ζωή  μπροστά στην ακραία τραγικότητα.  Η τραγωδία,  κατά τον  Νίτσε,  αναπτύχθηκε  μέσ’  από  αυ­τήν  ακριβώς την  αναγνώριση  και την  ωραιοποίηση  -έως  και  εξιδανίκευση- του  ανθρώπινου  πεπρωμένου. Ο  Νίτσε  διατύπωσε  την  υπόθεση  πως  η  ελληνική  άποψη  για την  τραγωδία  ολοκλήρωνε  δύο  διαφορετικές  προοπτικές,  τις  ο­ποίες  οι Αθηναίοι συνέδεαν  με τους  θεούς Απόλλωνα και Διόνυ­σο. 
 
Ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού, της σεξουαλικότητας και του οργίου,  εκπροσωπεί τη  δυναμική  ρευστότητα της ύπαρξης, την α­ποδοχή  του  πεπρωμένου,  το  χάος  της  δημιουργικότητας.  Ο  αφοσιωμένος  ικανοποιείται  με το  να γίνεται  μέρος της  άγριας  ορμής της  ζωής την  ώρα που  αυτή  εκδιπλώνεται.  Ιδωμένη  από τη  διονυ­σιακή  προοπτική,  η  ατομική  ύπαρξη  αποτελεί  ψευδαίσθηση.  Η μόνη  αληθινή  πραγματικότητα  βρίσκεται  στη  συμμετοχή  μας  στη ζωή του  όλου.  Ο  Απόλλων,  από την άλλη,  ο ηλιακός  θεός,  εκφρά­ζει την  έλξη  που  ασκεί στους  Αθηναίους το  ωραίο  και η  τάξη.  Από την απολλώνια προοπτική, η ύπαρξη του ατόμου είναι αναντίρ­ρητα αληθινή,  ενώ η ανθρώπινη τρωτότητα είναι πραγματικά τρο­μακτική.  Η απολλώνια προοπτική  ωστόσο κάνει την  πραγματικό­τητα  αυτή  να  φαίνεται ωραία,  μας  επιτρέπει για  λίγο να ξεχνάμε την τρωτότητά μας και ν’ αγαπάμε την πεπερασμένη ζωή  μας στον κόσμο. 
 
Το  μεγαλειώδες  στην  αθηναϊκή  τραγωδία  ήταν,  κατά τον Νίτσε, η ταυτόχρονη  επίγνωση  και των  δύο προοπτικών. Ο Νίτσε  προτιμούσε  αναμφίβολα αυτή την τραγική  λύση του προβλήματος του κακού από την ιουδαιο-χριστιανική λύση  με τους  όρους της  αμαρτίας  και της  σωτηρίας.  Την  προτιμούσε  επί­σης από τον αντιδραστικό πεσιμισμό του  φιλοσοφικού του  μέντορα, του Σοπενχάουερ, αλλά κι από κείνη τη  μοντέρνα επιστημονι­κή  αισιοδοξία που  αγνοούσε την τραγικότητα και προσποιούνταν πως όλα τα προβλήματα που μας αφορούν διορθώνονται μέσω της τεχνολογίας.  Ο  Νίτσε  επικροτούσε  τους  αρχαίους  Έλληνες  για την ηθική τους αντίληψη, η οποία τόνιζε την ανάπτυξη της προσω­πικής υπεροχής και της  αριστοκρατικότητας,  σε  αντίθεση  μ’  εκεί­νο  που  έβλεπε  στον  ιουδαιο-χριστιανισμό  ως  εμμονή  στην  αμαρ­τία, την  ενοχή  και την υπερφυσική  σωτηρία.
 
Οι  αρχαίοι  Έλληνες,  έλεγε  ο  Νίτσε,  «ήξεραν  πώς  να  ζουν». Στο  βαθμό  που  τους  ενδιέφερε  η  ηθικότητα,  ήταν  μια  ηθικότητα βασισμένη  στο  αυτεξούσιο,  όχι  στην  αυτοταπείνωση  ή  την  απάρνηση  των  ενστίκτων.  Αρκετά  με  την  παραδοσιακή  έμφαση  στην «ειρήνη  του  νου»  και  την άπάθεια.  Τα  ιδεώδη  μας  οφείλουν  να είναι  ενεργητικά  ιδεώδη,  δυναμικά. 
 
Ο  Νίτσε  συμφώνησε  με  τον Σοπενχάουερ  ότι  οι  άνθρωποι,  όπως  και  τ’  άλλα  πλάσματα  της φύσης,  δρουν  με  πρόθεση· προχώρησε  όμως παραπέρα,  και υπο­στήριξε  πως  συνιστούμε  (όπως  όλα τα  όντα)  «βούληση  για  δύνα­μη»,  οδηγούμενη  από  την  επιθυμία  της  συνεχούς  επέκτασης  της ζωτικότητας  και  της  ισχύος  μας.  Σε  αντιδιαστολή  με  τον  πεσιμι­σμό του Σοπενχάουερ όσον αφορά το νόημα της ζωής,  ο Νίτσε  επέμεινε  ότι η  ίδια  η  ζωτικότητα  αποτελεί το  νόημα της  ζωής,  και πως  κατάληξη  της  φιλοσοφίας  οφείλει  να  είναι  η  κατάφαση  στη ζωή  κι όχι η  άρνησή της. Αντίθετα με την ηθικότητα των αρχαίων Αθηναίων,  μια ηθικό­τητα τραγικού  ηρωισμού  και ανωτερότητας,  η  χριστιανική  ηθικό­τητα, κατά τον Νίτσε,  είχε  εξυψώσει σε ηθικό παράδειγμα τον μέ­τριο άνθρωπο από τον οποίο απουσίαζε  ο  ενθουσιασμός.
 
Σύμφωνα  με τη χριστιανική  αντίληψη, το άτομο που  δεν κάνει τίποτε  άλ­λο  στη  ζωή  του  εκτός  από το  να  αποφεύγει την  αμαρτία,  είναι  ε­κείνο που  αξίζει να πάει στον ουρανό,  ενώ  ένα δημιουργικό  άτο­μο  θα  κριθεί πιθανόν  ως  «ανήθικο»  εξαιτίας του  ότι  αρνείται  να ακολουθήσει το  «κοπάδι».  Κατά την  άποψη  του  Γερμανού  φιλο­σόφου,  πολλές  -αν όχι  οι  περισσότερες-  απαγορεύσεις  της  ιουδαιο-χριστιανικής  (και  της  καντιανής)  ηθικής  αποτελούν  στην πραγματικότητα  τεχνάσματα  με  στόχο  την  «ισοπέδωση»,  τεχνά­σματα  που  χρησιμοποιούν  μνησίκακα  οι  αδύναμοι και  οι  μέτριοι ώστε  να  θέσουν  σε  μειονεκτική  θέση  περισσότερο  προικισμένα και δυνατά πνεύματα. 
 
Ο Νίτσε, συνεπώς, υπερασπίζεται μια άπο­ψη  «πέραν του  καλού  και του  κακού»,  πέρ’  από  την τάση  μας  να εφαρμόζουμε ηθικές κρίσεις  στη  συμπεριφορά  μας και τη  συμπε­ριφορά των άλλων, προς  μια πιο δημιουργική ψυχολογική και νατουραλιστική  προοπτική. Η κατάληξη  του  Νίτσε  κλίνει  προς  αυτό  που  θα  μπορούσε  να θεωρηθεί  επίκεντρο  της  μακράς  εξέλιξης  των  προσπαθειών  για απόκτηση πρόσβασης σ’  έναν υπερβατικό κόσμο. Και κατέληξε σ’ αυτό αρνούμενος, με τον πλέον υβριστικό τρόπο, την ίδια την ιδέα ενός τέτοιου  κόσμου,  μιας  πραγματικότητας  δηλαδή  που  υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα,  ενός κόσμου  διαφορετικού -καλύτερου- από αυτόν  εδώ. 
 
Οι  επιθέσεις του  εναντίον του  «υπερφυσικού»  εί­χαν προφανή  στόχο την  ιουδαιο-χριστιανική  παράδοση  και την  ι­δέα της  για  μια  παντοδύναμη  αγαθή  θεότητα  που  δρα  στο  παρα­σκήνιο.  Ως  αντίδοτο  στη  χριστιανική  κοσμοαντίληψη  που  αντιμε­τωπίζει την εγκόσμια ζωή ως απλό προστάδιο μιας άλλης αιώνιας, υποστήριξε την αναβίωση της αρχαίας άποψης της «αιώνιας  ε­πιστροφής»,  την  ιδέα  ότι  ο  χρόνος  αυτοεπαναλαμβάνεται  κυ­κλικά.  Αν  πάρει  κανείς  σοβαρά υπόψη  του  την  εικόνα  αυτή  μιας αιώνιας  επανάληψης και φανταστεί πως  θα ζήσει και  θα ξαναζή­σει τη  ζωή  του  με  τον  ίδιο  ακριβώς  τρόπο,  συνειδητοποιεί  ότι  ε­κείνο  που  σε  άλλη  περίπτωση  φαινόταν  ως  μια  απλή  «στιγμή»  α­ποκτά  ξαφνικά τεράστια  βαρύτητα. 
 
Με  άλλα  λόγια,  είναι  η  ζωή, αυτή  εδώ η  ζωή,  που  μετράει πάνω απ’  όλα. Το  κατηγορητήριο  του  Νίτσε  ξεπέρασε  το  χριστιανισμό  κι  έφτασε  μέχρι τον Πλάτωνα, τον οποίο  θεώρησε  επίσης προάγγελο της αντίληψης πως υπάρχει ένας άλλος κόσμος που είναι σημαντι­κότερος  από  αυτόν  στον  οποίο  ζούμε.  Στην πραγματικότητα οι  επιθέσεις  του  Νίτσε  στράφηκαν  κυριολεκτικά  εναντίον  όλης  της δυτικής  φιλοσοφικής  παράδοσης.  Ορισμένες  φορές  αρνήθηκε  α­κόμη  κι αυτή  την  ιδέα της  «αλήθειας», υποστηρίζοντας  πως  ιδέες που  εκλαμβάνουμε  ως  αληθινές  δεν  είναι παρά  εκείνες  οι πεποι­θήσεις,  πιθανότατα  εσφαλμένες,  που  έχουν  αποδειχθεί χρήσιμες. Ο  δε  φιλοσοφικός  στοχασμός  πρέπει  να  εγκαταλείψει  την  ιδέα της  αλήθειας και να  θέσει ως  στόχο του την καλή  ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου