Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ: Βίοι Φιλοσόφων - Χίλων (1.71-1.73)

[1.71] Τῶν δὲ ᾀδομένων αὐτοῦ μάλιστα εὐδοκίμησεν ἐκεῖνο·
Ἐν ‹μὲν› λιθίναις ἀκόναις ὁ χρυσὸς ἐξετάζεται,
διδοὺς βάσανον φανεράν·
ἐν δὲ χρυσῷ
ἀνδρῶν ἀγαθῶν τε κακῶν τε νοῦς ἔδωκ᾽ ἔλεγχον.
φασὶ δ᾽ αὐτόν ποτε γηραιὸν ἤδη ὄντα εἰπεῖν ὡς οὐδὲν συνειδείη ἄνομον ἑαυτῷ ἐν τῷ βίῳ· διστάζειν δὲ περὶ ἑνός. κρίνων γάρ ποτε φίλῳ δίκην αὐτὸς μὲν κατὰ τὸν νόμον, τὸν δὲ φίλον πείσειεν ἀποδικάσαι αὐτοῦ, ἵνα ἀμφότερα καὶ τὸν νόμον καὶ τὸν φίλον τηρήσαι.
Ἐνδοξότατος δὲ μάλιστα παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο προειπὼν περὶ Κυθήρων τῆς νήσου τῆς Λακωνικῆς. καταμαθὼν γὰρ τὴν φύσιν αὐτῆς, «εἴθε,» ἔφη, «μὴ ἐγεγόνει, ἢ γενομένη κατεβυθίσθη.»

[1.72] καὶ εὖ προὐνοήσατο. Δημάρατος μὲν γὰρ φυγὰς ὢν Λακεδαιμονίων Ξέρξῃ συνεβούλευσε τὰς ναῦς συνέχειν ἐν τῇ νήσῳ· κἂν ἑαλώκει ἡ Ἑλλάς, εἰ ἐπείσθη Ξέρξης. ὕστερόν τε Νικίας ἐπὶ τῶν Πελοποννησιακῶν καταστρεψάμενος τὴν νῆσον, φρουρὰν ἐγκατέστησεν Ἀθηναίων, καὶ πάμπολλα τοὺς Λακεδαιμονίους κακὰ διέθηκε.
Βραχυλόγος τε ἦν· ὅθεν καὶ Ἀρισταγόρας ὁ Μιλήσιος τοῦτον τὸν τρόπον Χιλώνειον καλεῖ. ‹…› Βράγχου δὲ εἶναι, ὃς τὸ ἱερὸν ἔκτισε τὸ ἐν Βραγχίδαις. ἦν δὲ γέρων περὶ τὴν πεντηκοστὴν δευτέραν Ὀλυμπιάδα, ὅτε Αἴσωπος ὁ λογοποιὸς ἤκμαζεν. ἐτελεύτησε δ᾽, ὥς φησιν Ἕρμιππος, ἐν Πίσῃ, τὸν υἱὸν Ὀλυμπιονίκην ἀσπασάμενος πυγμῆς. ἔπαθε δὴ τοῦτο ὑπερβολῇ τε χαρᾶς καὶ ἀσθενείᾳ πολυετίας. καὶ αὐτὸν πάντες οἱ κατὰ τὴν πανήγυριν ἐντιμότατα παρέπεμψαν.
Ἔστι δὲ καὶ εἰς τοῦτον ἐπίγραμμα ἡμῶν·

[1.73] Φωσφόρε, σοί, Πολύδευκες, ἔχω χάριν, οὕνεκεν υἱὸς
Χίλωνος πυγμῇ χλωρὸν ἕλεν κότινον.
εἰ δ᾽ ὁ πατὴρ στεφανοῦχον ἰδὼν τέκνον ἤμυσεν ἡσθείς,
οὐ νεμεσητόν· ἐμοὶ τοῖος ἴτω θάνατος.
ἐπὶ δὲ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ ἐπιγέγραπται τόδε·
τόνδε δοριστέφανος Σπάρτα Χίλων᾽ ἐφύτευσεν,
ὃς τῶν ἑπτὰ σοφῶν πρῶτος ἔφυ σοφίᾳ.
ἀπεφθέγξατο, «ἐγγύα, πάρα δ᾽ ἄτα.» ἔστιν αὐτοῦ καὶ ἐπιστόλιον τόδε·

Χίλων Περιάνδρῳ
Ἐπιστέλλεις ἐμὶν ἐκστρατείαν ἐπὶ ἐκδάμως, ὡς αὐτός κα ἐξέρποις· ἐγὼν δὲ δοκέω καὶ τὰ οἰκῇα σφαλερὰ ἦμεν ἀνδρὶ μονάρχῳ, καὶ τῆνον τυράννων εὐδαιμονίζω ὅστις κα οἴκοι ἐξ αὐτὸς αὑτῶ κατθάνῃ.

***
[1.71] Από τα τραγούδια του που τραγουδιούνταν στα συμπόσια το πιο δημοφιλές ήταν εκείνο που έλεγε:
Στο πέτρινο ακόνι ξετάζεται ο χρυσός·
εκεί ξεφανερώνεται
ποιό είναι το αληθινό και ποιό το ψεύτικο χρυσάφι·
κι από την άλλη στο χρυσάφι πάλι
των καλών και των κακών ανθρώπων ελέγχεται ο νους.
Λένε ότι, γέρος πια, είπε πως έχει απόλυτη βεβαιότητα ότι ποτέ στη ζωή του δεν είχε παραβεί τους νόμους, και ότι για ένα μόνο πράγμα είχε κρατήσει μέσα του κάποια αβεβαιότητα: Κάποτε που δίκαζε έναν φίλο του, ο ίδιος εφάρμοσε τον νόμο, έπεισε όμως έναν φίλο του δικαστή να τον αθωώσει, ώστε να διασωθούν τελικά και τα δύο: και ο νόμος και ο φίλος.
Η φήμη του απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα με την πρόβλεψη που έκανε για τα Κύθηρα, το νησί της Λακωνίας. Όταν, δηλαδή, γνώρισε τη φύση του νησιού, είπε: «Μακάρι να μην είχε υπάρξει ποτέ ή, μια και υπήρξε, να είχε καταποντισθεί».

[1.72] Και ήταν σωστή η πρόβλεψή του. Γιατί ο Δημάρατος, εξόριστος από τη Σπάρτη, συμβούλεψε τον Ξέρξη να συγκεντρώσει τα πλοία του σ᾽ αυτό το νησί — η Ελλάδα θα είχε ασφαλώς κατακτηθεί, αν ο Ξέρξης είχε πεισθεί. Και αργότερα, στην εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου, ο Νικίας κατέλαβε το νησί, εγκατέστησε εκεί αθηναϊκή φρουρά και προξένησε πάμπολλα κακά στους Λακεδαιμονίους.
Τα λόγια του ήταν λίγα. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος αυτόν τον τρόπο της ομιλίας τον ονομάζει «Χιλώνειο». ‹….› (Λένε πως) η καταγωγή του ήταν από τον Βράγχο, που ίδρυσε το ιερό των Βραγχιδών. Ήταν γέρος γύρω στην 52η Ολυμπιάδα: ήταν η εποχή που ο μυθοποιός Αίσωπος βρισκόταν στην ακμή του. Πέθανε, όπως λέει ο Έρμιππος, στην Πίσα, αμέσως μόλις αγκάλιασε και φίλησε τον γιο του, που αναδείχθηκε νικητής στην Ολυμπία στο αγώνισμα της πυγμαχίας. Αυτό το έπαθε, φυσικά, από την υπερβολική του χαρά και από την εξασθένισή του λόγω της μεγάλης ηλικίας του. Όλοι όσοι ήταν παρόντες στη μεγάλη πανήγυρη πήραν μέρος στη νεκρώσιμη πομπή.
Υπάρχει και γι᾽ αυτόν ένα δικό μου επίγραμμα:

[1.73] Σ᾽ ευχαριστώ, φωσφόρε Πολυδεύκη, που ο γιος του Χίλωνα
τον φρέσκο φρέσκο κότινο στην πυγμαχία κέρδισε.
Κι αν ο πατέρας έσβησε όλος χαρά που ᾿δε στεφανωμένο το παιδί του,
λύπη δεν πρέπει· άμποτε τέτοιος να ᾿ναι και ο δικός μου θάνατος.
Στο άγαλμά του ήταν γραμμένη η ακόλουθη επιγραφή:
Η Σπάρτη, του πολέμου δόξα, γέννησε αυτόν εδώ τον Χίλωνα,
που ᾿ταν απ᾽ τους εφτά σοφούς ο πρώτος στη σοφία.
Δικό του ήταν το απόφθεγμα: «Δώσε εγγύηση … και η συμφορά είναι δίπλα».
Σώζεται και η ακόλουθη σύντομη επιστολή του:

Ο Χίλωνας στον Περίανδρο
Μου γράφεις για μια εκστρατεία εναντίον εξωτερικών εχθρών σου, στην οποία θα πάρεις μέρος και ο ίδιος. Η γνώμη μου είναι ότι και στον δικό του τόπο τα πράγματα δεν είναι καθόλου ασφαλή για έναν μονάρχη. Καλότυχος, λέω, ο τύραννος που θα πεθάνει από φυσικό θάνατο στο σπίτι του.

Ο δημόσιος χαρακτήρας της αριστοτελικής Παιδείας ως βασική προϋπόθεση εφαρμογής της δικαιοσύνης στην εκπαίδευση και κατάκτησης της ευδαιμονίας

Το έβδομο και το όγδοο βιβλίο των Πολιτικών του Αριστοτέλη συγκεντρώνουν τις προτάσεις που ο φιλόσοφος είχε καταθέσει σχετικά με τον θεσμό της Εκπαίδευσης, οι οποίες, ασφαλώς, φωτίζονται ακόμη περισσότερο από σημεία άλλων αριστοτελικών κειμένων (με σημαντικά τα Ηθικά Νικομάχεια). Η αύξηση της παρεχόμενης ιδιωτικής εκπαίδευσης, εκτός από την απαξίωση απέναντι στον οίκοθεν αμειβόμενο δάσκαλο, συνιστούσε για τον Σταγειρίτη βασικό διασπαστικό στοιχείο για την πόλη –κράτος, στο πλαίσιο που αποπροσανατόλιζε από τον κοινό σκοπό. Η ενδυνάμωση του πολιτειακού καθεστώτος, η κοινή προετοιμασία για την επίτευξη του στόχου της ευδαιμονίας και το γεγονός ότι το μέρος δεν μπορεί να υπάρχει, αν καταστραφεί το όλον αποτελούν τα βασικά επιχειρήματα με τα οποία ο φιλόσοφος στηρίζει την ανάγκη για δημόσια παιδεία, που σταθεροποιείται και διασφαλίζεται μέσω νόμων. Ωστόσο, η παιδεία, αν και παρέχεται από δημόσιο φορέα, εξατομικεύεται με βάση τις ικανότητες του καθενός, συμβάλλει στη διαμόρφωση πολυσχιδών προσωπικοτήτων διατρανώνοντας τη δικαιοσύνη και όχι την ισότητα στην εκπαίδευση. 
 
Ο Αριστοτέλης ως υπέρμαχος του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας
Η αρχή του όγδοου βιβλίου των Πολιτικών με τη φράση «κανένας δεν αμφισβητεί ότι ο νομοθέτης πρέπει να φροντίσει ιδιαίτερα την εκπαίδευση των νέων στις πόλεις» καταδεικνύει την απόλυτη εμπιστοσύνη του Αριστοτέλη στον δημόσιο χαρακτήρα της παιδείας των νέων. Σε μια εποχή κατά την οποία στην Αθήνα η ιδιωτική Εκπαίδευση είναι πολύ διαδεδομένη, ο Αριστοτέλης στηρίζει τη δημόσια Εκπαίδευση, αιώνες πριν από τον Διαφωτισμό, καθώς όπως αναφέρει ο Σταγειρίτης η παιδεία καθορίζει το παρόν και προδιαγράφει το μέλλον τόσο του ατόμου όσο και της πόλης. Σαφώς το προτεινόμενο εκπαιδευτικό του μοντέλο υποστασιοποιείται μόνο στο πλαίσιο της πόλης –κράτους: η εκπαίδευση νοηματοδοτείται μόνο μέσα σε αυτό το κοινό πλαίσιο, καθώς διαμορφώνει τις προϋποθέσεις της ενάρετης πόλης, και σχηματοποιεί ένα σύνολο σε κοινωνική ενότητα. Διαφωτιστικοί ως προς την απόλυτη σύνδεση της αριστοτέλειας φιλοσοφίας με την πόλη –κράτος είναι οι Ζωγραφίδης –Κάλφας (2012) αναφέροντας ότι: «η πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι προσαρμοσμένη στα δεδομένα της ελληνικής πόλης-κράτους και απευθύνεται σε έναν μόνο τύπο ανθρώπου: στον μέσο ελεύθερο πολίτη..… Η αρετή του πολίτη επηρεάζεται καταρχήν από τη βούλησή του να συμμετέχει στα κοινά. Δεν υπάρχει δικαίωση του ανθρώπου έξω από την κοινωνική και πολιτική ζωή – γι᾽ αυτό άλλωστε ο άνθρωπος ορίζεται ως «ζώο πολιτικό» (Πολιτικά 1253a9-11)….Ο ελεύθερος λοιπόν πολίτης θα επιζητήσει την ευδαιμονία μέσα στους θεσμούς της πόλης…».
 
Μπορεί για τον Αριστοτέλη η πόλις να είναι φύσει ύπαρξη (ἐκ τούτων οὖν φανερὸν ὅτι τῶν φύσει ἡ πόλις ἐστί, καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον, καὶ ὁ ἄπολις διὰ φύσιν καὶ οὐ διὰ τύχην ἤτοι φαῦλός ἐστιν, ἢ κρείττων ἢ ἄνθρωπος, Πολιτικά, 1253 a 1-5), ωστόσο η συντήρηση και η εξέλιξή της δεν επαφίεται στην τύχη, αλλά στη γνώση και τον σκοπό που εγγυώνται τη σταθερότητά της και σε αυτό το εγχείρημα η Παιδεία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Έτσι, γίνεται για πρώτη φορά λόγος για κοινή νομοθετημένη παιδεία (Ὅτι μὲν οὖν νομοθετητέον περὶ παιδείας καὶ ταύτην κοινὴν ποιητέον, φανερόν, Πολιτικά VIII, 1337, a 33), γιατί μέσω αυτής μπορεί το άτομο να αντεπεξέλθει στον ρόλο του πολίτη, να «μετέχει κρίσεως και αρχής» (Πολιτικά, 1275 a 20-25), καθώς καθίσταται «ἁγαθός, σπουδαίος και φρόνιμος». Ιδιαίτερα σημαντική η έννοια του «σπουδαίου πολίτη» αφορά στο να κρίνει τα πάντα ορθά (ἕκαστα κρίνει ὀρθῶς), να διακρίνει σε καθετί την αλήθεια (ἐν ἑκάστοις τὸ ἀληθές, Πολιτικά, 1113 a 30) και στο να κατακτά τελικά την αρετή (Δελλής, 2001). Οι σπουδαίοι πολίτες αποτελούν όρο sine qua non για την ευδαιμονία της πόλης, μια στέρεη βάση, για την οικοδόμηση της συλλογικής ευδαιμονίας, αφού ἡ επιμέλεια πέφυκεν ἑκάστου μορίου βλέπειν πρὸς τὴν τοῦ ὅλου ἐπιμέλειαν (Πολιτικά, 1337 a 30).
 
Τα βασικά επιχειρήματα του Αριστοτέλη υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας
Ο Curren (2000) συνοψίζει τα επιχειρήματα που επικαλείται ο φιλόσοφος υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας κατηγοριοποιώντας τα σε τέσσερις άξονες: α) αφού το όλον προηγείται από το μέρος και κάθε πολίτης αποτελεί μέρος ενός συνόλου, η διάσπασή του συνόλου με την εφαρμογή διαφορετικών εκπαιδευτικών επιλογών προσυπογράφει την προσεχή διάλυσή του  (επιχείρημα του αδιαχώριστου – inseparability), β) αφού οι πολίτες μοιράζονται έναν κοινό σκοπό, μια κοινή ανησυχία, είναι εύλογο να ακολουθηθεί ένας κοινός δρόμος για την «τελείωση» (επιχείρημα περί κοινού τέλους – common end) γ) αφού ο εθισμός είναι απαραίτητος για την κατάκτηση της κοινής αρετής είναι χρέος του νομοθέτη να ενθαρρύνει από κοινού τις ορθές έξεις (επιχείρημα σχετικά με τις απαρχές της αρετής – origins of virtue) και τέλος, δ) το κοινό εκπαιδευτικό σύστημα ενδυναμώνει το πολιτειακό καθεστώς, αφού διαμορφώνεται έτσι ώστε να αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα για αυτό ( αποτελεί θεσμικό προαπαιτούμενο -constitutional requirement).
 
 Όλα τα παραπάνω επιχειρήματα συνοψίζονται ουσιαστικά στις δυο βασικές θεωρίες με τις οποίες ο Αριστοτέλης τάσσεται υπέρ της δημόσιας Παιδείας, αυτές α) του τέλους και β) του όλου. Μέσα στο πλαίσιο της τελεολογικής του Ηθικής υποστηρίζει ότι όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν ένα ορισμένο «τέλος», κάποιο τελικό σκοπό, δηλαδή στοχεύουν σε κάποιο αγαθό. Όλα τα επιμέρους αγαθά, εκτός από την ευδαιμονία, δεν είναι παρά μόνο τα μέσα για την κατάκτησή της. Ο Τ. Nagel (1980, σσ.11) εξηγεί πως ο Αριστοτέλης υποστηρίζει τον ένα και μοναδικό σκοπό που επιδιώκουν οι άνθρωποι με τις πράξεις τους. Η ευδαιμονία αποτελεί τον τελικό σκοπό, το τελικό «τέλος» του ανθρώπου, το υπέρτατο αγαθό που το επιδιώκουμε για αυτό καθ’ εαυτό και όχι ως μέσο απόκτησης άλλων αγαθών. Πρόκειται για τον ανώτερο σκοπό που επιδιώκεται για αυτόν καθ’ εαυτόν, το άριστον και αυτός ο σκοπός είναι κοινός και για το άτομο και για το σύνολο και ολοκληρώνεται μόνο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της οργανωμένης πολιτείας. Είναι φανερό ότι ο φιλόσοφος δέχεται την απόλυτη σύμπτωση του υπέρτατου για το άτομο αγαθού με το υπέρτατο για την πόλη αγαθό -και αντίθετα: πότερον δὲ τὴν εὐδαιμονίαν τὴν αὐτὴν εἶναι φατέον ἑνός τε ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων καὶ πόλεως ἢ μὴ τὴν αὐτήν, λοιπόν ἐστιν εἰπεῖν. φανερόν δέ καί τοῦτο. πάντες γὰρ ἂν ὁμολογήσειαν εἶναι τὴν αὐτὴν (Πολιτικά, 1324 a 5-7) . Οι πράξεις των ατόμων ως πολιτών έχουν πολιτικές συνέπειες και ως εκ τούτου καθορίζουν μεν την προσωπική τους ευτυχία, αλλά κυρίως συμβάλλουν στην ευδαιμονία της πόλης. Για την επίτευξη, λοιπόν, ενός κοινού και τόσο υψηλού και άξιου στόχου, τα μέσα, τα εκπαιδευτικά εχέγγυα οφείλουν να είναι κοινά.
 
 Κατά δεύτερον, από τη στιγμή που η πόλις αποτελεί όλον και ο καθένας δεν είναι παρά ένα μόνο μόριο της πόλης, η φροντίδα για κάθε μόριο πρέπει να είναι σε απόλυτο συνταίριασμα με τη φροντίδα για το σύνολο. Η πόλη εξαρτάται από την ποιότητα των μερών της και η κοινωνία συνδέεται με την παιδεία διαλεκτικά και αμφίδρομα: «ταυτόχρονα, οι πολίτες δεν πρέπει να νομίζουν ότι ανήκουν μόνο στον εαυτό τους, αλλά ότι ανήκουν όλοι στην πόλη και η επίβλεψη κάθε μέρους είναι φυσικό να στοχεύει στην επίβλεψη του όλο» (Πολιτικά, 1337 b 26-31). Η επιμονή του Αριστοτέλη με την προτεραιότητα του όλου σε σχέση με το μέρος διαπερνάει ολόκληρη τη φιλοσοφία του: τὸ γὰρ ὅλον πρότερον ἀναγκαῖον εἶναι τοῦ μέρους (Πολιτικά, I, 1253 a 20-24). Η προτεραιότητα αυτή είναι α) οντολογική: απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει το μέρος είναι να υπάρχει το όλον, δηλαδή η πόλις, γιατί έξω απ’ αυτή τα μέρη μένουν ανολοκλήρωτα και β) αξιολογική, καθώς ιεραρχικά, το όλον, δηλαδή η πόλη, ως ολοκληρωμένο σύνολο, βρίσκεται πιο ψηλά από το μέρος αφού αποτελεί την ολοκλήρωση της οικογένειας, του χωριού και επομένως, την τελειότερη μορφή κοινωνίας: ἡ δ᾽ ἐκ πλειόνων κωμῶν κοινωνία τέλειος πόλις, ἤδη πάσης ἔχουσα πέρας τῆς αὐταρκείας ὡς ἔπος εἰπεῖν, γινομένη μὲν τοῦ ζῆν ἕνεκεν, οὖσα δὲ τοῦ εὖ ζῆν (Πολιτικά, 1252b27-30). Βέβαια, τα επιχειρήματα περί τέλους και περί όλου δεν είναι δυο διακριτά επιχειρήματα, τα οποία μπορεί να λειτουργήσουν και να εξεταστούν ως προς τη λειτουργικότητά τους χωριστά το ένα από το άλλο, αλλά υπάρχουν και ενεργοποιούνται μόνο σε απόλυτη αλληλεξάρτηση: αν είναι κοινός ο σκοπός για όλους, τότε προϋποτίθεται ότι όλοι ανήκουν σε ένα όλο την ενότητα του οποίου διατηρεί η κοινή στοχοθεσία.
 
Η δημόσια Παιδεία ως ασφαλιστική δικλείδα για τη διατήρηση του πολιτεύματος
Ένας πρακτικός ακόμη λόγος για τον οποίο η παιδεία πρέπει να είναι κοινή και προσαρμοσμένη στο εκάστοτε πολίτευμα είναι γιατί έτσι θα λειτουργήσει ως ασφαλιστική δικλείδα για τη διατήρησή του, συμβάλλοντας εν μέρει στην πολιτική ομαλότητα του τόπου, η διασάλευση της οποίας λειτουργεί παρακωλυτικά και στην εκπαίδευση των νέων. Συγκεκριμένα στα Πολιτικά αναφέρεται : η ασφαλέστερη εγγύηση για τη σταθερότητα ενός κράτους… είναι η αγωγή των πολιτών σύμφωνα με το πνεύμα του πολιτεύματος (μέγιστον δὲ πάντων τῶν εἰρημένων πρὸς τὸ διαμένειν τὰς πολιτείας, οὗ νῦν ὀλιγωροῦσι πάντες, τὸ παιδεύεσθαι πρὸς τὰς πολιτείας, Πολιτικά,1310 a, 12-14). Ενδεικτική του θέματος είναι η παρατήρηση του Θανάση Μπαντέ (2016α): « ο Αριστοτέλης φέρνει στο προσκήνιο τη συλλογική ευθύνη της Πολιτείας, που πρέπει να καθορίσει τι είδους πολίτες θέλει». Κατά συνέπεια, οι νέοι πρέπει να μορφωθούν με τρόπο τέτοιο που να αναπαράγουν το υπάρχον καθεστώς, για να μπορέσουν να λειτουργήσουν και ως φορείς ανανέωσής και βελτίωσής του κατευθύνοντας με επιλογές και πράξεις την πολιτική κοινωνία στην αρετή. Η εκπαίδευση, λοιπόν, σύμφωνα με το πολίτευμα διαπαιδαγωγεί τους πολίτες με σκοπό τη συντήρηση του πολιτεύματος και την αποφυγή ανατροπών. Αν και ασφαλώς η ανωτέρω πραγματικότητα οφείλει να χαρακτηρίζει κυρίως τις δημοκρατίες, όπου οι πολίτες είναι συνδιαμορφωτές του πολιτεύματος, ο Αριστοτέλης εμφανίζεται θιασώτης του σπαρτιατικού εκπαιδευτικού συστήματος, στο πλαίσιο που αυτό επιβάλλει τη δημόσια παιδεία (όχι, όμως, και του περιεχομένου της σπαρτιατικής εκπαίδευσης): Ἐπαινέσειε δ´ ἄν τις κατὰ τοῦτο Λακεδαιμονίους· καὶ γὰρ πλείστην ποιοῦνται σπουδὴν περὶ τοὺς παῖδας καὶ κοινῇ ταύτην (Πολιτικά, 1337a 30). Πάντως, το αίτημα του Αριστοτέλη για δημόσια παιδεία υλοποιείται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όπως διαπιστώνει ο Αθ. Σαπουνάς (2012) : «κατά την περίοδο αυτή το κράτος θεσπίζει σχολικούς νόμους που επιβάλλουν την υποχρεωτική φοίτηση όλων των παιδιών στα σχολεία… η εκπαίδευση αρχίζει να αποτελεί υπόθεση της τοπικής αυτοδιοίκησης».
 
Η δημόσια Παιδεία ως ενθάρρυνση ορθών έξεων με στόχο τη διοχέτευσή τους στην πολιτική κοινωνία
Είναι προφανές ότι ο δημόσιος χαρακτήρας της εκπαίδευσης αποτελεί προέκταση της στενής σχέσης που συνδέει την ηθική του Αριστοτέλη με την πολιτική αρετή. Η σημασία της κοινής παιδείας για την εξέλιξη του ατόμου έχει επισημανθεί από τα Ηθικά Νικομάχεια, από τη στιγμή που η ηθική, ως έξις προαιρετική και άρα ατομική, βρίσκει τον στόχο της και λόγο ύπαρξης μόνο μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, όταν και εφόσον συμμορφώνεται με τους κοινωνικά αποδεκτούς παράγοντες υλοποίησής της. Η Παιδεία νοείται ως α)άσκηση στη συνειδητή επιλογή και άσκηση στην επανάληψη ορθών έξεων (προαίρεσις), β) άσκηση στην απόλαυση από την εφαρμογή της ηθικής πράξης (χαίρειν τε καὶ λυπεῖσθαι οἷς δεῖ) και γ) κατάκτηση της αρετής ως μόνιμου τρόπου συμπεριφοράς (σταθερώς και αμετακινήτως). Η μετάβαση από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο με το πέρασμα από τα Ηθικά στα Πολιτικά είναι σαφής. Στα Ηθικά Νικομάχεια η Παιδεία συνδέεται με την ευδαιμονία και την αρετή μέσω του έθους «οὐ μικρὸν οὖν διαφέρει τὸ οὕτως ἢ οὕτως εὐθὺς ἐκ νέων ἐθίζεσθαι, (25) ἀλλὰ πάμπολυ, μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν (Ηθικά Νικομάχεια, 1103 b 24-25). Εκεί, όπως επισημαίνει και η Πηνελόπη Τζιώκα (2003) «περισσότερο βρίσκουμε απαντήσεις ή απόπειρες ορισμού της παιδείας σε σχέση με την προσωπική κατάκτηση της αρετής και την ηθική στον ρόλο του νομοθέτη», ενώ στα  Πολιτικά η Παιδεία ανάγεται σε θεσμό και το βιβλίο πραγματεύεται την πολιτική διάστασή της και καταλήγει υπέρ της δημόσιας παιδείας, με κοινή διδασκαλία, από δασκάλους της Πολιτείας και σε κοινόχρηστους χώρους. Η ηθική του απλού πολίτη αποτελεί βασικό ποιοτικό παράγοντα για το πολίτευμα, καθώς υποστηρίζει ο φιλόσοφος ότι «ἀεὶ δὲ τὸ βέλτιον ἦθος βελτίονος αἴτιον πολιτείας» (Πολιτικά, 1337 a 18-19). Αν, λοιπόν, η ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι μέρος της πολιτικής του φιλοσοφίας, τότε η παιδεία ως μέσο προσωπικής κατάκτησης της αρετής μπορεί να ευοδωθεί μόνο μέσα σε ένα ευρύτερο συλλογικό μόρφωμα με βαθιά πολιτική πλαισίωση. Η συμπληρωματικότητα των δυο έργων είναι προφανής στο πλαίσιο που η ηθική αρετή και ο εθισμός σε αυτήν επιτυγχάνεται μέσω της Παιδείας και η ποιότητα της Παιδείας καθορίζει την ποιότητα της συμμετοχής του πλήθους στην εξουσία, η οποία συμμετοχή καθορίζει την ποιότητα του πολιτεύματος (Πολιτικά, 1337 a 18). Η παιδεία είναι τελικά αυτή που οφείλει να καλλιεργήσει ατομικά την ηθική αρετή, με απώτερο σκοπό τη διοχέτευσή της στο κοινωνικό σύνολο. Ως εκ τούτου, η κοινωνική διάσταση της ηθικής αρετής επιβάλλει την παροχή δημόσιας εκπαίδευσης.
 
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, o Αριστοτέλης μέμφεται τους γονείς και την πολιτεία για τον θεσμό της ιδιωτικής Εκπαίδευσης: ἐπεὶ δ´ ἓν τὸ τέλος τῇ πόλει πάσῃ, φανερὸν ὅτι καὶ τὴν παιδείαν μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἀναγκαῖον εἶναι πάντων, καὶ ταύτης τὴν ἐπιμέλειαν εἶναι κοινὴν καὶ μὴ κατ´ ἰδίαν, ὃν τρόπον νῦν ἕκαστος ἐπιμελεῖται τῶν αὑτοῦ τέκνων ἰδίᾳ τε καὶ μάθησιν ἰδίαν, ἣν ἂν δόξῃ, διδάσκων (Πολιτικά, 1336 b 22-26), καθώς πιστεύει ότι αν η αγωγή αφεθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία, τότε αφενός δεν υπάρχει ομοιογένεια στην αγωγή και άρα απορρίπτεται η ύπαρξη ενός κοινού στόχου, αφετέρου η ανομοιογένεια αυτή λειτουργεί διασπαστικά και συχνά αποτρεπτικά σχετικά με τον στόχο της αρετής, καθώς τα παιδιά που μεγαλώνουν με δικό τους δάσκαλο αναπτύσσουν ιδιαίτερη σχέση με την πολυτέλεια και το χρήμα και δεν μαθαίνουν να υπακούν. Η δυνατότητα του δάσκαλου ή του κηδεμόνα να αναπληρώνει το κενό της πολιτείας ασκώντας «κυκλώπεια εξουσία», κυρίως στην περίπτωση παιδιών εύπορων οικογενειών που τύγχαναν «κατ΄οίκον διδασκαλίας», είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη σεβασμού και την απαξίωση του δασκάλου, γεγονός που λειτουργούσε καταδικαστικά για την δυνατότητα πειθαρχίας στο κοινωνικό πλαίσιο (Τσώνη, 2012).
 
  Ανάγκη συνταγματικής κατοχύρωσης εκπαιδευτικών θεμάτων
Παράλληλα με τη λογική της κοινής παιδείας η αριστοτέλεια σκέψη είναι προσανατολισμένη σε μια παιδεία συνταγματικά κατοχυρωμένη. Οι πολιτικοί νομοθέτες οφείλουν να προασπίσουν το πολίτευμα εθίζοντας τους πολίτες σε μια κοινή αρετή, η πορεία προς την οποία περνάει αναμφίβολα μέσα από την εκπαίδευση: οἱ γὰρ νομοθέται τοὺς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς, … καὶ διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθὴ φαύλης, (Ηθικά Νικομάχεια, 1103 b 1-6). ΄Αρα, πρέπει να ορίζονται με νόμους τα θέματα της παιδευτικής διαδικασίας (διὸ νόμοις δεῖ τετάχθαι τὴν τροφὴν καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα, Ηθικά Νικομάχεια 1179 b 34) με τέτοιο τρόπο, ώστε μέσα από την ατομική άσκηση στις πράξεις και στα συναισθήματα που συνάδουν με την αρετή (χαίρειν τε καὶ λυπεῖσθαι οἷς δεῖ,Ηθικά Νικομάχεια, 1104, b 12), να οδηγείται με ασφάλεια το κοινωνικό σύνολο στην ευδαιμονία.
 
Ο φιλόσοφος τονίζει ότι κύρια και πρωταρχική επιδίωξη του ἀγαθοῦ πολιτικού πρέπει να είναι η ηθική αρτίωση των πολιτών μέσω του σεβασμού και της υπακοής στους θεσπισμένους νόμους: δοκεῖ δὲ ὁ κατ’ ἀλήθειαν πολιτικὸς περὶ ταύτην μάλιστα πεπονῆσθαι· βούλεται γὰρ τοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ποιεῖν καὶ τῶν νόμων ὑπηκόους» (Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1102a 7-10). Το τρίπτυχο πολιτική –ηθική –παιδαγωγική αποτελεί την πυξίδα κάθε νομοθέτη, ο οποίος οφείλει μέσα σε όλα τα άλλα να γνωρίζει την ψυχή και να συνυπολογίζει την ψυχολογία των πολιτών, ώστε να διαμορφώνει ανάλογο παιδαγωγικό σύστημα. O Θανάσης Μπαντές (2016β) στο άρθρο του «Ο Αριστοτέλης και το παιδαγωγικό χρέος του νομοθέτη» είναι αποκαλυπτικός σχετικά με τον ρόλο του νομοθέτη για την επικράτηση του ηθικού στοιχείου στην κοινωνία: «Αυτός είναι και ο ρόλος του νομοθέτη, που πρέπει όχι μόνο να ορίσει επακριβώς τη σημασία της ηθικής πράξης μέσα στα δεδομένα της εκάστοτε κοινωνίας, αλλά και να μεριμνά – μέσα από τα αρμόδια όργανα –για την εφαρμογή των ηθικών επιταγών από τους πολίτες, δηλαδή για την τήρηση του νόμου». Οι νόμοι οφείλουν να ρυθμίζουν όλα όσα αφορούν στην ισορροπημένη ανάπτυξη του παιδιού, από την εποχή της σύλληψής του και την ηλικία εκείνη των γονιών που θα εξασφαλίσει ιδανικές συνθήκες ανατροφής για το παιδί, μέχρι και το αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας μαθημάτων, αλλά και την τιμωρία όσων θα θέσουν σε κίνδυνο τη σωματική και ηθική του ακεραιότητα: ὅλως μὲν οὖν αἰσχρολογίαν ἐκ τῆς πόλεως, ὥσπερ ἄλλο τι, δεῖ τὸν νομοθέτην ἐξορίζειν (ἐκ τοῦ γὰρ εὐχερῶς λέγειν ὁτιοῦν τῶν αἰσχρῶν γίνεται καὶ τὸ ποιεῖν σύνεγγυς): μάλιστα μὲν οὖν ἐκ τῶν νέων, ὅπως μήτε λέγωσι μήτε ἀκούωσι μηδὲν τοιοῦτον, (Πολιτικά,1336, b, 4-8). Ειδικά στην περίπτωση των νέων στους οποίους η συμμόρφωση και η πειθαρχία αποτελεί στοιχείο που δημιουργεί αποστροφή, είναι αναγκαία η επιβολή του ορθού μέσα από νόμους. Χαρακτηριστικά αναφέρει η Πεντζοπούλου-Βαλαλά (2014:19) «πρέπει να διδάσκονται οι πολίτες, από νωρίς, να υπακούν στους νόμους. Γιατί υπακοή στους νόμους είναι όρος σωτηρίας της δημοκρατίας. Δεν αρκεί συνεπώς το εὖ κεῖσθαι των νόμων απαιτείται και το πείθεσθαι τοῖς νόμοις. Η παιδεία των πολιτών τείνει συνεπώς στο να συνειδητοποιήσουν οι πολίτες ότι το να έχεις διδαχθεί να ζεις σύμφωνα με τους νόμους δεν είναι δουλεία, αλλά σωτηρία του πολιτεύματος. Η ευθύνη, συνεπώς, όχι μόνο των πολιτών αλλά και των πολιτικών είναι μεγάλη για τη σωτηρία της δημοκρατίας. Εθισμένοι στην αρετή και πεπαιδευμένοι πρέπει να είναι οι πολίτες, οι ώριμοι πολίτες, αλλά και οι πολιτικοί». Έτσι, είτε από ανάλογη ποιότητα είτε ακόμη και από φόβο, το παιδί μαθαίνει να ζει σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου και ενταγμένο σε μια ανάλογη διά βίου εκπαίδευση ανελλιπούς τήρησής τους επιλέγει τον ενάρετο τρόπο ζωής και διαφυλάσσει τη δικαιοσύνη.
 
Ο δημόσιος χαρακτήρας της εκπαίδευσης σε συνδυασμό με τον εξατομικευμένο χαρακτήρα της και την καλλιέργεια πολύπλευρων προσωπικοτήτων
Η επιμονή του Αριστοτέλη σε ένα κοινό σύστημα εκπαίδευσης θα μπορούσε, ίσως, να πυροδοτήσει συνειρμούς σχετικούς με μια παιδεία που αποσκοπεί σε εξομοίωση των εκπαιδευόμενων και των μέσων- τεχνικών διδασκαλίας τους. Η θεώρηση, ασφαλώς, περί της κοινής παιδείας δεν αποβλέπει σε ισοπεδωτική ομοιομορφία, όπου δε λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες και ικανότητες του καθενός, αλλά στη χρήση του θεσμού της εκπαίδευσης ως ενός ακόμη συνεκτικού δεσμού που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την επίτευξη της ευδαιμονίας. Όπως και ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι μέσα από την εκπαίδευση δίνεται στον καθένα η δυνατότητα να καταστήσει ενεργεία τις ικανότητες και αρετές που δυνάμει φέρει, ότι μόνο μέσα στο εκπαιδευτικό πλαίσιο ωριμάζει ηθικά και πετυχαίνει την ειδολογική τελείωσή του, καθώς ενεργοποιούνται τα εγγενή γνωρίσματα του είδους του, οι δυνατότητες που από τη φύση διέθετε (Κούτρας, 1973, σσ.40). Είναι, πράγματι, εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο ο Αριστοτέλης συνταιριάζει την κοινή παιδεία αρχικά με την εξατομικευμένη παροχή αυτής, ανάλογα με τις δεξιότητες και τις ανάγκες του εκάστοτε μαθητή, και έπειτα με τη διαμόρφωση πολύπλευρων προσωπικοτήτων, με βαθιά καλλιέργεια σε ποικίλους τομείς της γνώσης, αλλά και σε προσωπικές και κοινωνικές δεξιότητες, που θα μπορούν να εξασφαλίσουν σε αυτούς την ευδαιμονία, μακριά από κάθε είδους ισοπέδωση της σκέψης. Η δικαιοσύνη στην Εκπαίδευση, που κακώς νοούμενη σήμερα στηρίζεται στην παροχή όμοιων γνώσεων και «ίσων» ευκαιριών, για τον Αριστοτέλη στηρίζεται σε μια Παιδεία που εξατομικεύεται μέσα στον δημόσιο χαρακτήρα της. Ο καθένας πρέπει να εκπαιδεύεται ανάλογα με τις ανάγκες, τη διανοητική του ικανότητα και τις δεξιότητές του, η αγωγή πρέπει να είναι κοινή, αλλά να προσαρμόζεται στις αντιληπτικές ικανότητες και στην ατομικότητα του μαθητή. Άλλωστε, αυτό καταφαίνεται και από το τελευταίο κομμάτι των Πολιτικών που διασώθηκε: «δῆλον οὖν ὅτι τούτους ὅρους τρεῖς ποιητέον εἰς τὴν παιδείαν, τό τε μέσον καὶ τὸ δυνατὸν καὶ τὸ πρέπον» (Πολιτικά, 1342, b, 34).
 
Αρχικά, το μέσον που σχετίζεται με την αρετή είναι το πρὸς ἡμᾶς μέσον, το υποκειμενικό μέσον και κατά συνέπεια η Παιδεία οφείλει να οδηγήσει τον καθένα στην κατάκτηση της δικής του προσωπικής μεσότητας . Παράλληλα, εξαρτά τα δυο τελευταία από την ηλικία. Από τη στιγμή που το δυνατόν είναι αυτό που μπορεί να επιτευχθεί από τον καθένα ανάλογα με τις ηλικιακές του δυνατότητες, η Εκπαίδευση οφείλει να διαφοροποιείται κατά περίπτωση, αλλά και στην κοινή ηλικιακή ομάδα να συνυπολογίζει την ύπαρξη ή την απουσία σωματικής και πνευματικής συμπόρευσης του παιδιού με την ηλικία του. Όσο για το πρέπον, άπτεται τόσο της ατομικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Ως προς την πρώτη, το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει κάποιος ορίζεται και διαφοροποιείται αναμφίβολα από ατομικούς παράγοντες, όπως η ηλικία, οι ικανότητες, η ψυχολογία, οι σωματικές και πνευματικές ιδιαιτερότητες, η χρονική στιγμή, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, κ.α. Μόνο στην κοινωνική του διάσταση το πρέπον μοιάζει να παγιώνεται, ανεπηρέαστο από ατομικούς παράγοντες, καθώς στοιχειοθετείται από την αρετή του φρόνιμου ανθρώπου, από συμπεριφορές που αποδέχεται ως ορθές το κοινωνικό σύνολο ανάγοντάς τες σε πρότυπο συμπεριφορών και εδώ προκύπτει ξανά ως αναγκαία προϋπόθεση η παροχή κοινού εκπαιδευτικού προγράμματος. Κατά, συνέπεια, πράγματα που πρέπει να μάθει ή στα οποία πρέπει να εξασκηθεί ένας μαθητής ορίζονται από παράγοντες τόσο εσωτερικούς (ηλικία, ικανότητες, ψυχολογία), όσο και εξωτερικούς – κοινωνικούς (ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ, Ηθικά Νικομάχεια, Β6, 10-13), προκειμένου να τηρηθεί το μέσο και να κατακτηθεί η αρετή. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι αυτοί οι τρεις παράγοντες, το μέσον, το δυνατόν και το πρέπον, αδιαχώριστοι, αλληλένδετοι και συμπληρωματικοί καταφάσκουν σε ένα κοινό εκπαιδευτικό σύστημα που εδράζεται στην εξατομίκευση της παρεχόμενης παιδείας ανάλογα με την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα, την ψυχολογία και τις δυνατότητες του εκάστοτε μαθητή και υποτάσσεται στην εξυπηρέτηση ενός κοινωνικού μοντέλου προσαρμοσμένου στο πρότυπο του φρόνιμου ανθρώπου.
 
Η Πηνελόπη Τζιώκα (2003) εξηγεί το διακύβευμα της κοινής παιδείας, δηλαδή τη διάπλαση του «καλού και αγαθού πολίτη», παραπέμποντας στις αριστοτελικές θέσεις για την αρετή: «η τριπλή αυτή βάση της Παιδείας σε συνδυασμό με τον σκοπό της, να καλλιεργήσει, δηλαδή, στο άτομο την αρετή, ώστε να κατακτήσει τον άριστο βίο, υπαγορεύουν ένα πρόγραμμα Σπουδών που οδηγεί στην πολυμέρεια και αποκλείει τη μονομέρεια στη συγκρότηση της προσωπικότητας». Από τη στιγμή που η αρετή είναι έξις προαιρετική και από τη στιγμή που η Παιδεία οφείλει να αποβλέπει στην κατάκτηση της αρετής, τότε είναι απαραίτητο να στρέψει τους μαθητές σε έξεις που συνταιριάζουν με τις τρεις αρχές που προαναφέρθηκαν: το μέσον, το δυνατόν και το πρέπον. Για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου είναι απαραίτητο ένα πρόγραμμα σπουδών που εμπεριέχει σε σωστή αναλογία και την ωφελιμιστική και την νοησιαρχική, αλλά και την ηθικοπλαστική διάσταση της γνώσης και το οποίο κατά συνέπεια προτάσσει την πολυμέρεια στη συγκρότηση της προσωπικότητας με πυξίδα και απαραίτητο εχέγγυο για την επίτευξή της τον ηθικό της προσανατολισμό.

 Προσπαθώντας, λοιπόν, να συγκεράσει τις υπάρχουσες τάσεις σχετικά με το περιεχόμενο της Παιδείας τονίζει ότι καὶ τἀναγκαῖα καὶ τὰ χρήσιμα δὲ πράττειν, τὰ δὲ καλὰ δεῖ μᾶλλον Πολιτικά (1333 b, 1-5) . Αναλυτικότερα, βαθιά πεποίθησή του είναι ότι η εκπαίδευση οφείλει να διαμορφώνει πολυσχιδείς προσωπικότητες, καθώς θεωρεί απαραίτητη τόσο τη χρήσιμη και την επιστημονική, αλλά και την ηθικοπλαστική γνώση, απορρίπτοντας έντονα τον μονοδιάστατο χαρακτήρα αυτής, κυρίως εκείνον που αφορά σε εξειδικευμένη επαγγελματική κατάρτιση, η οποία τίθεται στην υπηρεσία των άλλων με σκοπό την υλική αμοιβή: ὁ δὲ αὐτὸ τοῦτο πράττων δι’ ἄλλους πολλάκις θητικὸν καὶ δουλικὸν δόξειεν ἂν πράττειν (εκείνος όμως που καταγίνεται μ’ αυτό το ίδιο για χατήρι άλλων, θα μπορούσε να νομισθεί ότι ασκεί έργο βάναυσο και άξιο δούλου, Πολιτικά, VIII, 1337 b, 5-20). Ως εκ τούτου, η αριστοτελική Παιδεία οφείλει να οδηγεί τους νέους μακριά από υλικές εξαρτήσεις, ώστε απρόσκοπτα να διαμορφώνουν ελεύθερες προσωπικότητες.
 
Είναι, τέλος, άξιο αναφοράς ότι αιώνες πριν ο Αριστοτέλης υπερασπίζεται τον διά βίου χαρακτήρα της εκπαίδευσης ως αναπόσπαστο στοιχείο προσωπικής εξέλιξης και κοινωνικής ευδαιμονίας. Αν και δεν έχουμε σαφείς αναφορές για την ενήλικη μάθηση, στα Ηθικά Νικομάχεια επισημαίνεται ότι «δεν είναι αρκετό να πάρουν στη νιότη τους σωστή ανατροφή και παρακολούθηση ∙ θα πρέπει και μεγάλοι να ασκούν και να εθίζονται… θα χρειαστούμε νόμους και για αυτό και για να καλύψουν όλη τη ζωή » (Οὐχ ἱκανὸν δ’ ἴσως νέους ὄντας τροφῆς καὶ ἐπιμελείας τυχεῖν ὀρθῆς, ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ ἀνδρωθέντας δεῖ ἐπιτηδεύειν αὐτὰ καὶ ἐθίζεσθαι, καὶ περὶ ταῦτα δεοίμεθ’ ἂν νόμων, καὶ ὅλως δὴ περὶ πάντα τὸν βίον·, Ηθικά Νικομάχεια, 1180 a, 1-4). Άλλωστε, για τον φιλόσοφο το σώμα πλησιάζει στην ωριμότητα στα 30 -35 χρόνια, ενώ η ψυχή ολοκληρώνεται κοντά στα 49 και αυτά τα τρία χρονικά σημεία (30, 35, 49) αποτελούσαν σταθμούς στην άποψη που είχε για την εκπαίδευση: ἀκμάζει δὲ τὸ μὲν σῶμα ἀπὸ τῶν τριάκοντα ἐτῶν μέχρι τῶν πέντε καὶ τριάκοντα, ἡ δὲ ψυχὴ περὶ τὰ ἑνὸς δεῖν πεντήκοντα (Ρητορικά, 1390b9- 10).
 
Συμπεράσματα
Καταλήγοντας, είναι εμφανές ότι η δημόσια παιδεία αποτελεί αδιαπραγμάτευτη αναγκαιότητα για την κατάκτηση του τελικού στόχου, της ευδαιμονίας. Σε αυτόν τον στόχο πρέπει να στρατεύονται όλοι όσοι εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ωστόσο, ο φιλόσοφος απορρίπτει κάποια κοινωνικά στρώματα από την εκπαίδευση, λόγω του ότι είναι ταγμένα στη μισθωτή εργασία και άρα αποκλείονται από την κατάκτηση της ευδαιμονίας . Κατά συνέπεια δεν μπορούμε να μιλούμε για απόλυτο εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης αλλά, όπως αναφέρει και η Πηνελόπη Τζιώκα (2003), «για μια δημοκρατική αντίληψη της πολιτικής, με αριστοκρατική, όμως θεώρηση». Σε γενικές γραμμές, η πόλις του είναι μια εκπαιδευτική πόλις, ένα συνεχές «σχολείο», καθώς μέσα στο πλαίσιό της οι πολίτες διαδραματίζουν διάφορους ρόλους: υπακούουν, διατάζουν, κρίνουν, υπηρετούν θεούς, μετέχουν σε μυστήρια, παρακολουθούν τραγωδίες, με λίγα λόγια εκπαιδεύονται συνεχώς μέσα από άτυπες διαδικασίες και άρα ωριμάζουν ηθικά και γνωστικά μέσα από την ιδιότητά και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητά τους ως πολιτών (Hummel, 1999, σσ.5).

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗΣ

Ο άνθρωπος συχνά έχει μέσα του δύο αντιφάσεις. Υπάρχει ένα μέρος του εαυτού του που θέλει να ανοίγεται, να εξελίσσεται και ένα άλλο μέρος του που θέλει να κλείνεται και να ξεχωρίζει, να απομονώνεται από τους άλλους ανθρώπους.

Δημιουργείται έτσι μία σύγκρουση, ανάμεσα στην επιθυμία για εξέλιξη, αλλαγή και άνοιγμα και στην επιθυμία για ασφάλεια, για κλείσιμο, για ξεχωριστότητα. Θα ονομάσουμε τις επιθυμίες αυτές τάση της διαστολής και τάση της συστολής.

Ας δούμε τι συμβαίνει στην τάση της συστολής: Υπάρχει όλο και περισσότερη τάση συγκέντρωσης στον εαυτό μας, υπάρχει έλλειψη αυτοπεποίθησης, έλλειψη αυτοπαραδοχής, αίσθηση φόβου και κινδύνου, που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει αποξένωση από τον εαυτό του και από τους άλλους.

Αυτή η ξεχωριστότητα που νιώθει, δημιουργεί αμυντικούς μηχανισμούς. Μπορεί να εκφράζεται ως επιθετικότητα ή αντίθετα ως κλείσιμο ή κατάθλιψη. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν εκφράζουμε το δυναμικό που υπάρχει μέσα μας, αλλά καταπιέζουμε σε μεγάλο βαθμό τις λανθάνουσες δυνάμεις, ικανότητες, αρετές και ταλέντα.

Αντίθετα, όταν ο άνθρωπος αρχίζει να νιώθει περισσότερη εσωτερική ασφάλεια, ηρεμία και αυτοπαραδοχή, αυτό εκδηλώνεται ως διαστολή, άνοιγμα. Ταυτίζεται τότε όχι μόνο με τον εαυτό του, αλλά και με το σύνολο. Θέλει να προσφέρει. Αγαπάει πιο εύκολα και δεν παρεξηγεί αμέσως. Είναι πιο δημιουργικός και πιο ευτυχισμένος στη ζωή του.

Ο σκοπός της ζωής μας είναι αυτή η πορεία. Η πορεία από έναν κλεισμένο, περιορισμένο, φοβισμένο άνθρωπο, σε έναν άνθρωπο με θάρρος, με δύναμη, με την ικανότητα να δημιουργήσει στη ζωή του αυτό που υπάρχει μέσα του και ζητάει να εκδηλωθεί.

Εξελίσσεται από την ικανότητα να αγαπάει μόνο έναν ή δύο ανθρώπους, στην ικανότητα ν’ αγαπήσει περισσότερους. Από την περιορισμένη γνώση, σε μία μεγαλύτερη γνώση και αυτογνωσία. Από μία περιορισμένη έκφραση των δυνατοτήτων που υπάρχουν μέσα του, σε μία πολύ μεγαλύτερη δημιουργικότητα και παραγωγικότητα.

Τραύμα: Ότι δεν μας σκοτώνει μας κάνει δυνατότερους;

Η φράση του Νίτσε «Ότι δεν μας σκοτώνει μας κάνει δυνατότερους» μπορεί να ισχύει, αλλά μόνο υπό προϋποθέσεις. Συνήθως το τραύμα μας εξασθενεί, μας μπερδεύει, μας κλείνει τον δρόμο.
«Αυτό που δεν μας σκοτώνει», θα μπορούσε και να μας είχε σκοτώσει. Θα μπορούσε και να μας είχε τρελάνει. Σίγουρα μπορεί να μας καθηλώσει.

«Μας κάνει δυνατότερους» μόνο μέσα από μία ψυχοθεραπευτική δουλειά.
Πράγματι, το βλέπουμε στις ψυχοθεραπευτικές ομάδες αλλά και στις ατομικές θεραπείες, το τραύμα εφόσον προσεγγίζεται, αναλύεται και επεξεργάζεται θεραπευτικά, μπορεί να μετατραπεί από άνθρακας σε αδάμαντας για την ζωή του ανθρώπου.
 
Το σίγουρο είναι ότι ο άνθρωπος που έρχεται για ψυχοθεραπεία, ως την στιγμή εκείνη τουλάχιστον, έχει επιβιώσει φέροντας στην ιστορία του ένα τραύμα.
Ωστόσο, έρχεται γιατί υπάρχουν κάποια συμπτώματα, είτε στο σώμα, είτε στην συμπεριφορά, είτε στο νου, είτε στην αλλοίωση της πραγματικότητας, είτε γιατί ο χρόνος έχει σταματήσει γιαυτόν ή σωστότερα, αυτός έχει σταματήσει ενώ ο χρόνος κυλά.
Αυτά τα συμπτώματα δεν πρέπει να τα παραγνωρίσουμε καθώς φαίνονται να είναι σαν καμπανάκια αφύπνισης προς τον άνθρωπο για να πάρει μία απόφαση να δει σοβαρά την περίπτωσή του μέσα σε μία ψυχοθεραπεία.
 
Σε μία ψυχοθεραπεία, πράγματι η φράση του Νίτσε βρίσκει νόημα και η μετουσίωση του τραύματος επιτυγχάνεται μέσα σε ασφαλή χώρο.
Η θεραπευτική εμπειρία τότε σημαίνει την αναγέννηση του υποκειμένου με άλλους όρους, με όρους που υπηρετούν την ζωή αλλά και την πρόληψη από ασθένειες, αφού αντιμετωπίζονται παράγοντες όπως το άγχος, το οποίο σήμερα αναγνωρίζεται ως παράγοντας κινδύνου.
Ο άνθρωπος επιτυγχάνει μέσω της ψυχοθεραπείας, την Ζωή (με κεφαλαίο Ζ) κι όχι μόνο την επιβίωση. Την ποιότητα του ζειν. Την μεστότητα αυτής της εμπειρίας. Ζωντανεύει θα τολμούσα να πω!
 
Δυστυχώς το τραύμα δημιουργεί ένα ανάχωμα στην ανάπτυξη.
Εμπεριέχοντας πολλά συναισθήματα, συχνά αντιφατικά μεταξύ τους, ταυτόχρονα παραμένει κενό νοήματος για το υποκείμενο που δεν το επεξεργάζεται θεραπευτικά.
Σαν μία διαστημική μαύρη τρύπα, το τραύμα έχει καταπιεί κάθε νόημα που το συνοδεύει.
Το τραύμα αφήνει τους ανθρώπους άναυδους. Σταματά τον χρόνο με κάποιον τρόπο, αφού όλα αυτά που θα έρθουν μετά θα επιμολύνονται από την ακατέργαστη τραυματική εμπειρία.
 
Κι εκεί αρχίζουν τα προβλήματα που χωρίς ψυχοθεραπευτική διεργασία δεν μπορούν να επιλυθούν, αφού μόνο στην ψυχοθεραπεία δίνεται η δυνατότητα ανάλυσης, συναισθηματικής έκφρασης, ενδοσκόπησης αλλά και μίας επανορθωτικής σχέσης-καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό τραυμάτων αφορούν σχέσεις.
 
Η φαρμακευτική αγωγή για παράδειγμα, μπορεί να αντιμετωπίσει το σύμπτωμα, αλλά το τραύμα δεν μπορεί να το κουνήσει από την θέση του. Θα παραμένει εκεί, έτοιμο για να επεκτείνει την σκοτεινή του δύναμη μόλις βρει ευκαιρία.
 
Ότι δεν μας σκοτώνει μας κάνει δυνατότερους...
Το ερώτημα που θέτει ο θεραπευτής στο Νίτσε σήμερα όμως είναι αν μπορεί να το επιτύχει κάποιος μόνος του, όταν έχει ένα σοβαρό τραύμα να αντιμετωπίσει.
Ο ίδιος ο Νίτσε πεθαίνει πρόωρα. Πεθαίνει από αδιευκρίνιστη αιτία (μίλησαν για σύφιλη αλλά σήμερα το αμφισβητούν), έχοντας σοβαρές ημικρανίες από νεαρή ηλικία, ημικρανίες που είναι τόσο σοβαρές που του στερούν την έδρα που είχε στο πανεπιστήμιο.
Αν σκεφτούμε ότι προέρχεται από οικογένεια κληρικών που τον προόριζαν και τον ίδιο για κληρικό ενώ εκείνος έγινε διάσημος ως ο φιλόσοφος που σκότωσε τον θεό, τότε μπορούμε ίσως, οι πιο υποψιασμένοι από την ψυχαναλυτική θεωρία, να διαισθανθούμε τις ψυχικές συγκρούσεις που ταλαιπωρούσαν το νεαρό Νίτσε.
 
Ωστόσο, η μελέτη του και το πάθος του για την αλήθεια τον οδήγησε να θεωρεί ότι ο άνθρωπος οφείλει να κατακτήσει τον εαυτό του μέσα από την εσωτερική αναζήτηση και αυτοπραγμάτωση (βλ. την άλλη διάσημη φράση του: "Γίνε αυτός που είσαι!").
Αλλά πώς θα γίνει αυτοπραγμάτωση, όταν παρεμποδίζεται η ψυχική ανάπτυξη λόγω του τραύματος; Πώς θα βρει το υποκείμενο ποιος είναι και τι θέλει αν δεν έχει φτάσει αναπτυξιακά σε αυτό το επίπεδο;
Μόνο στην μυθοπλασία του Γιάλομ "Όταν έκλαψε ο Νίτσε", ο Νίτσε πηγαίνει για ψυχοθεραπεία. Στην πραγματικότητα ουδέποτε κάθισε σε ψυχαναλυτικό ντιβάνι.
Υπάρχουν λοιπόν σοβαρές ενδείξεις ότι στην περίπτωσή του, το τραύμα μπορεί και να τον σκότωσε. Οφείλουμε να παραδεχτούμε όμως πως ίσως το ίδιο το τραύμα του να συνέβαλλε ώστε να γίνει ένας σπουδαίος φιλόσοφος.
 
Για να γίνει λοιπόν ο άνθρωπος δυνατότερος από το τραύμα χρειάζεται ψυχοθεραπεία.
Η ανάπτυξη με την ψυχοθεραπεία ξεμπλοκάρει. Ο άνθρωπος ξεκολλάει.
Βλέπουμε την επανεκκίνηση της ψυχικής ανάπτυξης μετά την επεξεργασία του τραύματος, με την βοήθεια του θεραπευτή ή της θεραπευτικής ομάδας.
Ο άνθρωπος μαθαίνει να εκτιμάει την ζωή, να διακρίνει νέες δυνατότητες, να έχει καλές σχέσεις με τους άλλους και να επιλέγει ανθρώπους που αξίζουν να είναι δίπλα του, να έχει όραμα για το μέλλον, να είναι ανθεκτικός και δυνατός, να μην σπαταλιέται σε μάταιες σκέψεις και να προωθεί την ενέργειά του προς δημιουργικές οδούς.
Τα δώρα της ψυχοθεραπείας είναι πολλά. Το τραύμα σιγά σιγά μεταμορφώνεται σε ευκαιρία ενδυνάμωσης.
Πράγματι, μετά από μία ψυχοθεραπεία η φράση του Νίτσε αποκτά νόημα. Αλλιώς, όχι, δεν ισχύει και η ίδια η ζωή και η κατάληξη του φιλοσόφου Νίτσε το αποδεικνύει.

Παιδικοί φόβοι και φοβίες

Θα πρέπει να πούμε ότι οι γονείς συχνά μπερδεύουν τον φόβο με άλλες κοντινές καταστάσεις, όπως το άγχος και τη φοβία, πράγμα που τους δυσκολεύει να διαχειριστούν σωστά τους φόβους των παιδιών τους. Ας διακρίνουμε, λοιπόν, τις διαφορές ανάμεσά τους.

Φόβος

Είναι το έντονο συναίσθημα που προκαλείται από μια αντικειμενική απειλή, το οποίο προξενεί ένα είδος δυσάρεστης αίσθησης και μια γενική κινητοποίηση του οργανισμού, με σκοπό να σπρώξει το άτομο που απειλείται να φύγει ή να πολεμήσει (flight or fight).

Άγχος

Είναι ένας γενικευμένος διάχυτος φόβος, ένα αίσθημα απειλής από μια αιτία την οποία το άτομο δεν αντιλαμβάνεται επακριβώς και δεν μπορεί να εντοπίσει. Σε αυτή την περίπτωση, το παιδάκι δείχνει να φοβάται αλλά δεν μπορεί να εντοπίσει τι ακριβώς φοβάται. Πολλά παιδιά σήμερα βιώνουν διάχυτο άγχος, πιθανώς λόγω του άγχους που βιώνουν και οι περισσότεροι γονείς.

Φοβία

Είναι ένας συνδυασμός φόβου και άγχους. Προκύπτει όταν δεν ξέρουμε τι είναι αυτό που φοβόμαστε, αλλά νομίζουμε ότι ξέρουμε (δηλαδή θεωρούμε ότι φοβόμαστε το ασανσέρ που θα μας πάει στη δουλειά, ενώ κατά βάθος απεχθανόμαστε την ίδια τη δουλειά). Το αντικείμενο που νομίζουμε ότι φοβόμαστε πρέπει να εκπροσωπεί συμβολικά τον πραγματικό φόβο που νιώθουμε.

Βασικά κριτήρια για τη φοβία είναι η ένταση του συναισθήματος και η αποφυγή του φοβικού ερεθίσματος. Η φοβία είναι μια πολύ έντονη, δυσάρεστη κατάσταση, που κάνει το παιδί να υποφέρει, το εμποδίζει να ζήσει φυσιολογικά και το ωθεί να αποφεύγει συστηματικά ένα ή παραπάνω ερεθίσματα. Η διάκριση ανάμεσα στο φόβο και τη φοβία είναι πολύ σημαντική, γιατί πολλοί γονείς τείνουν να θεωρούν φοβία κάθε φυσιολογικό φόβο του παιδιού.

Όταν ένα παιδί φοβάται να σταθεί στην άκρη ενός μπαλκονιού στον έκτο όροφο, αυτό είναι ένας απολύτως φυσιολογικός φόβος, που το προστατεύει ώστε να μην πέσει και σκοτωθεί. Όταν, όμως, το παιδάκι αυτό δεν μπορεί καν να μπει στο διαμέρισμα που βρίσκεται στον έκτο όροφο, επειδή έχει στο μυαλό του το ύψος του ορόφου, αυτό είναι φοβία.

Η φοβία του παιδιού το σπρώχνει να αποφεύγει ακόμα και να ανεβεί με το ασανσέρ σε έναν ψηλό όροφο. Αυτό μπορεί να μην του δημιουργήσει πρόβλημα, αν δεν έχει λόγο να ανεβεί σε έναν ψηλό όροφο. Φανταστείτε, όμως, αν μένει το ίδιο ή κάποιος στενός συγγενής του σε έναν ψηλό όροφο. Τότε πραγματικά η ανάγκη του να αποφύγει τους ψηλούς ορόφους, θα αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για τη ζωή του.

Όλα τα παιδιά βιώνουν φόβους, πολλά παιδιά βιώνουν άγχη, λίγα παιδιά βιώνουν φοβίες. Οι φοβίες είναι στατιστικά πιο ασυνήθιστες, έντονες και διαρκείς καταστάσεις. Αν αντιληφθείτε πως το παιδί σας υποφέρει από μια φοβία, τότε ίσως θα έπρεπε να στραφείτε σε έναν παιδοψυχολόγο, γιατί μόνοι σας μάλλον δεν θα μπορέσετε να το βοηθήσετε.

Ο φόβος πρέπει να αξιοποιείται για να προστατεύουμε τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας. Σε αυτό δεν βοηθούν καθόλου η υπερβολική καλλιέργεια του φόβου στα παιδιά, γιατί τα καθηλώνει, ούτε η υπερβολική προστασία, γιατί τα καθιστά ανίκανα να αυτο-προστατευθούν. Το ιδανικό είναι να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας να αναγνωρίζουν, να κατανοούν και να αξιοποιούν τους φόβους τους.

Το πρώτο πράγμα προς την κατεύθυνση αυτή είναι να διδάξουμε στο παιδί μας μια λειτουργική στάση απέναντι στο φόβο γενικά ως συναίσθημα. Έτσι θα είναι σε θέση να διαχειριστεί σωστότερα και τους φόβους που θα βιώσει.

Αυτό που θα βοηθούσε θα ήταν να:

-σεβαστείτε τον φόβο του, να μην το υποτιμάτε ή το ειρωνεύεστε. Για το παιδί, αυτό που φοβάται είναι πολύ αληθινό και πραγματικά υποφέρει.

-δείξετε πως είστε μαζί του και θα το βοηθήσετε με τους φόβους του.

-τονίσετε ότι δεν είναι δείγμα δειλίας, αλλά, αντίθετα, γενναιότητας να μιλάει ανοιχτά για τους φόβους του και δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπεται γι’ αυτούς.

-εξηγήσετε πως ο φόβος είναι φυσιολογικό συναίσθημα και λειτουργεί σαν ένα καμπανάκι που μας δείχνει ότι αντιμετωπίζουμε κάποια απειλή. Πρέπει να «ακούμε» τον φόβο μας και να αντιδρούμε για να προστατευτούμε. Επομένως, δεν πρέπει να προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τους φόβους μας, αλλά τις απειλές που τους γέννησαν.

-διαχωρίσετε τους φόβους που αφορούν φανταστική απειλή (π.χ. ο δεινόσαυρος) από εκείνους που αφορούν ρεαλιστική απειλή (π.χ. ο κλέφτης). Εκπαιδεύστε το παιδί να καταλαβαίνει τη διαφορά.

-εξηγήσετε στο παιδί ότι τις ρεαλιστικές απειλές πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε με μια πράξη (π.χ. φοβάμαι τους κλέφτες και γι’ αυτό βάζω συναγερμό) ενώ στις φανταστικές απειλές τις αντιμετωπίζουμε με το μυαλό μας (π.χ. όπως η φαντασία της Άννας του παραδείγματος δημιούργησε την απειλή του δεινοσαύρου, έτσι μπορεί να δημιουργήσει και ένα όπλο που να νικάει τον δεινόσαυρο).

-ενθαρρύνετε το παιδί να αναζητήσει μόνο του τρόπους για να αντιμετωπίσει τις απειλές που αντιλαμβάνεται (τις ρεαλιστικές με πράξεις, τις φανταστικές με τη φαντασία).

Αν το παιδί σας βρεθεί αντιμέτωπο με μια απειλή, νιώσει φόβο, αντιδράσει στην απειλή και το ξεπεράσει στη συνέχεια, τότε εσείς μπορείτε να πάρετε ρεπό – το παιδί τα καταφέρνει περίφημα χωρίς τη βοήθειά σας. Αν όμως το παιδί παρουσιάσει φόβο απέναντι στο ίδιο ερέθισμα επαναλαμβανόμενα, αν ο φόβος αυτός επιμένει και του δημιουργεί πρόβλημα, αν δείχνει να μην μπορεί να αντιμετωπίσει την απειλή και υποφέρει από τον φόβο, τότε ίσως χρειάζεται να πάρετε την κατάσταση στα χέρια σας. Και βέβαια, το πρώτο βήμα είναι να καταλάβετε τι πραγματικά συμβαίνει στο παιδί σας.

Πίσω από τους φόβους που επιμένουν κρύβονται συνήθως

-μια απειλή ή ένα τραυματικό συμβάν που βίωσε το παιδί (π.χ. ένα σκυλί που το κυνήγησε ή μια δασκάλα που το μάλωσε άδικα)

-μια ανικανοποίητη ανάγκη (π.χ. να περνάει περισσότερο χρόνο με τους γονείς, για σταθερό περιβάλλον κ.α.)

-μια δυσλειτουργία στην οικογένεια ή στο σχολείο (π.χ. έντονες συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς, εγκατάλειψη από κάποιον γονέα, μετακόμιση κ.α.)
Τα βήματα για την ορθή διαχείριση ενός φόβου που επιμένει είναι τρία

Κατανόηση της αιτίας που κρύβεται πίσω από τον φόβο, μέσα από συζήτηση με το παιδί και την παρατήρηση της κατάστασης.

Διαχείριση της αιτίας, αν πρόκειται για τραύμα, δυσλειτουργία ή ανικανοποίητη ανάγκη. Το τραύμα πρέπει να επουλωθεί, η δυσλειτουργία να διορθωθεί, η ανικανοποίητη ανάγκη να ικανοποιηθεί.

Αντιμετώπιση του κινδύνου, αν πρόκειται για απειλή

Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να κάνετε μαζί με το παιδί:

-Διάκριση αντικειμενικού κινδύνου από υποκειμενικό αίσθημα φόβου.

-Αξιολόγηση του αντικειμενικού κινδύνου.

-Λελογισμένη ενημέρωση του παιδιού ανάλογα με την ηλικία του.

-Εξάσκηση της ικανότητας να βρει λύσεις για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο.

-Ασκήσεις ετοιμότητας.

Βλέπετε λοιπόν;

Ο φόβος όχι μόνο λειτουργεί ως καμπανάκι που μας δείχνει ότι πρέπει να ενεργοποιηθούμε για να προστατευθούμε, αλλά και μας ωθεί να εξασκηθούμε σε δεξιότητες που είναι αναγκαίες για τη ζωή μας (όπως η εξεύρεση λύσεων).

Επομένως, μπορείτε να πάψετε να φοβάστε τον φόβο και να αρχίσετε να τον αξιοποιείτε για εσάς και τα παιδιά σας.

Περί δόξας και Περί ματαιότητας

Είμαστε όλοι μας κούφιοι και άδειοι: δεν πρέπει να γεμίζουμε το κενό μας με αέρα και λέξεις· μας χρειάζεται μια πιο σταθερή ουσία για να βελτιωθούμε. Ένας πεινασμένος άνθρωπος θα ήταν αφελής αν αναζητούσε ένα ωραίο ρούχο αντί για ένα καλό γεύμα: πρέπει να επιδιώκουμε το άμεσα αναγκαίο.

Μας λείπουν βασικά προτερήματα, όπως η εσωτερική ομορφιά, η υγεία, η σοφία, η αρετή και άλλα παρόμοια, τα εξωτερικά στολίδια θα αναζητηθούν αφού θα έχουμε εξοπλιστεί με τα αναγκαία.

Ο Χρύσιππος και ο Διογένης υπήρξαν πρώτοι που επινόησαν την περιφρόνηση της δόξας και παρέμειναν οι πιο σταθεροί οπαδοί της· και ανάμεσα από όλες τις ηδονές μας, έλεγαν ότι δεν υπάρχει καμία πιο επικίνδυνη και προς αποφυγή από αυτήν που προέρχεται από την επιδοκιμασία του άλλου.

Πράγματι, η εμπειρία μας δείχνει ότι πολλές προδοσίες είναι ιδιαίτερα επιζήμιες. Δεν υπάρχει τίποτα που να δηλητηριάζει τόσο τους πρίγκιπες όσο η κολακεία, ούτε κάτι που να εξασφαλίζει στους κακούς πιο εύκολα την αξιοπιστία του περίγυρού τους· και καμιά εκμετάλλευση δεν είναι τόσο ικανή και τόσο συνηθισμένη για να καταστρέφει την αγνότητα των γυναικών όσο το να τις τρέφεις και να τις συντηρείς με επαίνους.

Η πρώτη μορφή γοητείας που χρησιμοποιούν οι Σειρήνες για να εξαπατήσουν τον Οδυσσέα είναι αυτού του είδους:
 Έλα, Οδυσσέα ξακουστέ,
των Αχαιών καμάρι (Όμηρος)

Αυτοί οι φιλόσοφοι έλεγαν ότι όλη η δόξα του κόσμου δεν άξιζε ένας λογικός άνθρωπος να απλώσει ούτε καν το δάχτυλό του για να την αποκτήσει.

Μια δόξα, όσο μεγάλη κι αν τη θεωρήσετε, τι άλλο
θα μπορούσε να είναι εκτός από μόνο δόξα; (ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ)

Και μιλάω αποκλειστικά γι’ αυτή, γιατί συχνά η δόξα αποφέρει πολλά για τα οποία μπορεί να γίνεται επιθυμητή. Μας κάνει να κερδίζουμε την ευμένεια του κόσμου· μας εκθέτει λιγότερο στην αδικία και στις προσβολές των άλλων και άλλα παρόμοια.

Ήταν επίσης από τις βασικές απόψεις του Επίκουρου, γιατί αυτή η αρχή της φιλοσοφίας του:

ΚΡΥΨΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ (ΛΑΘΕ ΒΙΩΣΑΣ) που απαγορεύει στους ανθρώπους να επιφορτίζονται με δημόσια καθήκοντα και υποθέσεις, προϋποθέτει επίσης απαραίτητα ότι περιφρονούμε τη δόξα, δηλαδή την επιδοκιμασία του κόσμου για τις πράξεις που επιδεικνύουμε. Εκείνος που μας προστάζει να κρυβόμαστε και να νοιαζόμαστε μόνο για τον εαυτό μας και που δεν θέλει να μας γνωρίζουν οι άλλοι, θέλει ακόμη λιγότερο να μας τιμούν και να μας δοξάζουν. Συμβουλεύει γι’ αυτό τον Ιδομενέα να μη λειτουργεί σύμφωνα με την κοινή γνώμη ή αντίληψη, εκτός και αν είναι για να αποφύγει ενδεχόμενη βλάβη, που η περιφρόνηση των ανθρώπων θα μπορούσε να του προκαλέσει.

Αυτές οι απόψεις είναι πέρα για πέρα αληθινές, κατά τη γνώμη μου, και λογικές. Όμως, δεν ξέρω πως, είμαστε από τη φύση μας διπλοί, πράγμα που μας κάνει αυτό που πιστεύουμε να μην το πιστεύουμε, και να μην μπορούμε να απαλλαχθούμε από αυτό που καταδικάζουμε.

Ας δούμε τα τελευταία λόγια του Επίκουρου, αυτά που είπε λίγο πριν πεθάνει, είναι μεγάλα και αντάξια ενός τέτοιου φιλοσόφου, δείχνουν ωστόσο ότι επιζητούσε την υστεροφημία του και αποτυπώνουν εκείνη τη στάση που είχε αποδοκιμάσει με τις διδαχές του. Ιδού μια επιστολή που υπαγόρευσε λίγο πριν την τελευταία του πνοή:

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΠΡΟΣ ΕΡΜΑΧΟΝ, ΧΑΙΡΕ
Την τελευταία ευδαίμονα ημέρα της ζωής μου, γράφω ετούτο εδώ το γράμμα, υποφέροντας εντούτοις από τέτοιο πόνο στην κύστη και στα έντερα, που μεγαλύτερος δεν γίνεται. Αλλά ο πόνος αντισταθμίζεται από την ευχαρίστηση που γεμίζει την ψυχή μου η ανάμνηση των επινοήσεων και των λόγων μου.

Όμως εσύ, όπως απαιτεί η αφοσίωση που έδειχνες από τα παιδικά σου χρόνια προς εμένα και τη φιλοσοφία, ασχολήσου με την προστασία των παιδιών του Μετρόδωρου.

Αυτή είναι η επιστολή του. Και εκείνο που με κάνει να ερμηνεύω ότι η ευχαρίστηση που αναφέρει ότι αισθανόταν στην ψυχή του από τις επινοήσεις του αφορά κατά κάποιο τρόπο τη φήμη που ήλπιζε να αποκτήσει μετά τον θάνατό του είναι η εντολή της διαθήκης του, με την οποία θέλει ο Αμινόμαχος και ο Τιμοκράτης, οι κληρονόμοι του, να προσφέρουν, για τον εορτασμό των γενεθλίων του, κάθε Ιανουάριο, το ποσό που θα πρόσταζε ο Έρμαχος, καθώς επίσης και για τη δαπάνη, την εικοστή μέρα κάθε σελήνης, για την περιποίηση των φίλων του φιλοσόφων, οι οποίοι θα συγκεντρώνονταν προς τιμήν της μνήμης της δικής του και του Μετρόδωρου.

Η αρετή είναι πολύ μάταιη και επιπόλαιη αν αντλεί την αξία της από την δόξα. Θα αναλαμβάναμε χωρίς λόγο να της εξασφαλίσουμε μια ξεχωριστή θέση και να την ξεχωρίσουμε από την τύχη, γιατί τι είναι πιο τυχαίο από την φήμη;

“Σίγουρα η τύχη κυριαρχεί πάνω σε όλα τα πράγματα,
μοιράζει τη δόξα ή τον ίσκιο σύμφωνα πιο πολύ με τις ιδιοτροπίες της παρά με την πραγματική αξία των πραγμάτων” (ΣΑΛΛΟΥΣΤΙΟΣ)

Το να κάνεις τις πράξεις να φαίνονται και να γίνονται γνωστές είναι καθαρά δουλειά της τύχης.

Η μοίρα μας αποδίδει τη δόξα σύμφωνα με την ιδιοτροπία της. Την έχω δει πολύ συχνά να βαδίζει μπροστά από την αξία και συχνά να την ξεπερνάει με μεγάλη απόσταση. Αυτός που πρώτος αντιλήφθηκε την ομοιότητα μεταξύ της σκιάς και της δόξας είχε περισσότερο δίκιο απ’ όσο νόμιζε.
Είναι πράγματα εξαιρετικά μάταια.

“Μια σοφή και πραγματικά μεγάλη ψυχή τοποθετεί την τιμή, που είναι ο κύριος στόχος προς τον οποίο τείνει η φύση μας, στις πράξεις και όχι στη δόξα”.

Όλη τη δόξα που επιδιώκω στη ζωή μου είναι να έχω ζήσει ήρεμα, ήρεμα όχι σύμφωνα με τον Μετρόδωρο ή τον Αρχεσίλαο ή τον Αρίστιππο, αλλά σύμφωνα με εμένα.

Αφού η φιλοσοφία δεν μπόρεσε να βρει κανένα δρόμο για την ηρεμία που να ταιριάζει σε όλους, ας τον ψάξει ο καθένας μόνος του!

Σε ποιον άλλον χρωστούν ο Καίσαρας και ο Αλέξανδρος αυτό το αμέτρητο μεγαλείο της φήμης τους αν όχι στην τύχη;

Πόσους άντρες δεν έσβησε η τύχη στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας τους, για τους οποίους τίποτα δεν γνωρίζουμε, και που θα επεδείκνυαν την ίδια με τον Αλέξανδρο και τον Καίσαρα ανδρεία, αν η ατυχία δεν τους είχε σταματήσει στην αρχή των πολεμικών τους επιχειρήσεων!

Ανάμεσα σε τόσους και τόσο ακραίους κινδύνους, δεν θυμάμαι καθόλου να έχω διαβάσει ότι ο Καίσαρας είχε ποτέ πληγωθεί. Χιλιάδες σκοτώθηκαν διατρέχοντας πιο μικρούς κινδύνους από τον μικρότερο που διέτρεξε εκείνος.

Αμέτρητες αξιέπαινες πράξεις χάνονται χωρίς να καταγραφούν προτού υπάρξει κάποια μαρτυρία.

Δεν βρισκόμαστε πάντα στο κέντρο της δράσης, ούτε στην κεφαλή ενός στρατού, μπροστά στα μάτια του στρατηγού, όπως πάνω σε μια σκηνή. Ξαφνικά, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα· πρέπει να επιχειρήσουμε ενάντια σε μια ανοχύρωτη θέση· πρέπει να ξετρυπώσουμε τέσσερις κακομοίρηδες οπλίτες από μια αποθήκη· πρέπει να απομακρυνθούμε από την ομάδα και να δράσουμε ξέχωρα, ανάλογα με την ανάγκη που παρουσιάζεται. Και αν προσέξουμε, θα καταλάβουμε από την εμπειρία μας ότι οι λιγότερο σημαντικές ευκαιρίες συμβαίνει να είναι και οι πιο επικίνδυνες· και ότι στους πολέμους που έγιναν στην εποχή μας, χάθηκαν περισσότεροι άξιοι άνθρωποι σε περιπτώσεις ελάχιστα σημαντικές και μαχόμενοι για την κατάληψη μιας ανοχύρωτης θέσης παρά σε αξιόλογα και σημαντικά.

Όποιος θεωρεί τον θάνατό του άχρηστο αν δεν συμβεί κάτω από μοναδικές περιστάσεις, αντί να λαμπρύνει το θάνατό του, μαυρίζει τη ζωή του, αφήνοντας εντωμεταξύ να του ξεφύγουν πολλές καλές ευκαιρίες να διακριθεί. Και όλες οι καλές πράξεις είναι αρκετά ένδοξες, αν ο καθένας μέσα στη συνείδησή του φροντίζει να δώσει αξία στις πράξεις του.

Όποιος δεν είναι τίμιος άνθρωπος παρά μόνο στο μέτρο που γνωρίζουμε την τιμιότητά του, και στο μέτρο που θα τον εκτιμήσουμε περισσότερο αφού την μάθουμε, όποιος δεν θέλει να κάνει το σωστό παρά με την προϋπόθεση ότι η αξία του θα γίνει γνωστή στους ανθρώπους, αυτός δεν είναι άνθρωπος που μπορεί να προσφέρει πολλά.

Νομίζω ότι τον υπόλοιπο χειμώνα εκείνης της χρονιάς
ο Ορλάνδος έκανε αξιομνημόνευτα πράγματα,
όμως έμειναν μέχρι σήμερα τόσο κρυφά που
δεν φταίω εγώ αν δεν τα διηγούμαι,
γιατί ο Ορλάνδος ήταν πάντα περισσότερο έτοιμος
να κάνει ωραίες πράξεις
παρά να τις κοινοποιεί στη συνέχεια,
και τα κατορθώματά του διαδόθηκαν
μόνο όταν υπήρχαν μάρτυρες. (ΑΡΙΟΣΤΟ)

Πρέπει να επιλέξουμε από ένα ολόκληρο έθνος μια ντουζίνα ανθρώπους για να αποφασίσουν για ένα κομμάτι γης· και την κρίση των ενδιαφερόντων και των πράξεών μας, το πιο δύσκολο αντικείμενο απόφασης και το πιο σημαντικό που υπάρχει, το αναθέτουμε στη φωνή του λαού και του όχλου, μητέρα της άγνοιας, της αδικίας και της αστάθειας.

Είναι λογικό να εξαρτάς τη ζωή ενός σοφού από την κρίση των τρελών;

Τι πιο παράλογο, ενώ περιφρονούμε τους ανθρώπους τον καθένα χωριστά, να τους εκτιμούμε όταν βρίσκονται ενωμένοι; (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Όποιος επιδιώκει να τους είναι αρεστός, δεν θα πετύχει ποτέ· είναι ένας ακαθόριστος και άπιαστος στόχος.

Τίποτε πιο αξιοκαταφρόνητο από την κρίση του όχλου. (ΤΙΤΟΣ ΛΙΒΙΟΣ)

Ετούτος εδώ πάει ακόμη παραπέρα:
“Εγώ θεωρώ ότι ένα πράγμα, αν και δεν είναι αισχρό το ίδιο, φαίνεται εντούτοις να είναι όταν το επαινεί ο όχλος”. (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Καμία τέχνη, καμιά ευστροφία πνεύματος δεν θα μπορούσε να οδηγήσει τα βήματά μας πίσω από έναν τόσο παραστρατημένο και τόσο ανοργάνωτο οδηγό. Όταν τον ακολουθούμε, βαδίζουμε μέσα σε τέτοιο ανακάτεμα φημών, αναφορών και απόψεων του λαού, που δεν μπορεί να χαραχθεί κανένας δρόμος που να αξίζει. Ας μην βάζουμε έναν τόσο άστατο και περιφερόμενο στόχο, ας προχωράμε σταθερά πίσω από τη λογική, η επιδοκιμασία του κόσμου ας μας ακολουθεί μετά, αν θέλει· και, δεδομένου ότι εξαρτάται πλήρως από την τύχη, δεν έχουμε κανένα λόγο να την περιμένουμε από άλλο δρόμο παρά μόνο από αυτόν. Ακόμη κι αν δεν έπρεπε να ακολουθήσω τον ορθό δρόμο για την ορθότητά του, θα τον ακολουθούσα γιατί από την εμπειρία έχω μάθει ότι στο κάτω κάτω της γραφής είναι γενικά ο πιο ευτυχής και ο πιο χρήσιμος.

“Η Πρόνοια έκανε την χάρη στους ανθρώπους το έντιμο να είναι και χρήσιμο” (ΚΟΪΝΤΙΛΙΑΝΟΣ)

Ο αρχαίος ναυτικός έλεγε στον Ποσειδώνα σε μεγάλη τρικυμία:
Θεέ μου, θα με σώσεις, αν θέλεις· θα με αφήσεις να χαθώ, αν θέλεις· αλλά εγώ θα κρατώ πάντα ίσια το τιμόνι μου.

Έχω δει στην εποχή μου χιλιάδες ανθρώπους που ελίσσονται, διπρόσωπους, αμφίγνωμους, και που κανείς δεν αμφέβαλε ότι ήταν πιο έμπειροι από μένα, να χάνονται εκεί όπου εγώ σώθηκα.

Γέλασα βλέποντας ότι οι πονηριές μπορούσαν να αποτύχουν. (ΟΒΙΔΙΟΣ)

Νιώθουμε μια απροσδιόριστη φυσική γλυκύτητα όταν ακούμε να μας επαινούν, αλλά την υπερεκτιμούμε.

Δεν μισώ το έπαινο, και δεν έχω καρδιά από πέτρα,
αλλά αρνούμαι να πιστέψω ότι το τέλος
και ο σκοπός του καλού είναι ένα “μπράβο, πολύ καλά”. (ΠΕΡΣΗΣ)

Δεν με νοιάζει τόσο τι είμαι για τον άλλον, όσο τι είμαι για μένα τον ίδιο. Θέλω να είμαι πλούσιος από μόνος μου, όχι με δανεικά. Οι ξένοι δεν βλέπουν παρά τα αποτελέσματα και το εξωτερικό παρουσιαστικό· καθένας μπορεί να δείχνει προς τα έξω μια καλή όψη, ενώ μέσα του καίγεται από τον πυρετό και το φόβο. Δεν βλέπουν την καρδιά μου, βλέπουν μόνο την όψη μου.

Έχουμε δίκαιο να αποδοκιμάζουμε την υποκρισία που υπάρχει στον πόλεμο, γιατί τι είναι πιο εύκολο για έναν πρακτικό άνθρωπο από το να αποφύγει τους κινδύνους και να παραστήσει τον γενναίο, ενώ κατά βάθος είναι αδύναμος; Υπάρχουν τόσα μέσα να αποφύγουμε τις ευκαιρίες να διακινδυνεύσουμε τις ζωές μας, που μπορούμε να κοροϊδέψουμε χίλιες φορές τον κόσμο, προτού κάνουμε ένα επικίνδυνο βήμα· και τότε ακόμα, αν και βρισκόμενοι σε αμηχανία, θα ξέρουμε να καλύψουμε το παιχνίδι μας με μια προσποιητή έκφραση του προσώπου και ένα λόγο που δείχνει αυτοπεποίθηση, ενώ η ψυχή μας τρέμει. Κι αν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το πλατωνικό δαχτυλίδι, που κάνει αόρατο αυτόν που το φοράει στο δάχτυλο, γυρίζοντάς το ανάποδα στην παλάμη, πολλοί άνθρωποι συχνά θα κρύβονταν όταν θα έπρεπε περισσότερο να εμφανίζονται, και θα μετάνιωναν που έχουν τοποθετηθεί σε τόσο σημαντική θέση, στην οποία, από ανάγκη, θα παρίσταναν ότι αισθάνονται απολύτως ασφαλείς.

Μια κίβδηλη τιμή δεν αρέσει.
Μια ψεύτικη κατηγορία δεν φοβίζει
παρά μόνο αυτόν που είναι κίβδηλος και ψεύτικος. (ΟΡΑΤΙΟΣ)

Να πω πως όλες αυτές οι απόψεις που πηγάζουν από τα εξωτερικά φαινόμενα είναι ιδιαίτερα αναξιόπιστες και αμφίβολες· και κανείς δεν είναι τόσο αξιόπιστος μάρτυρας όσο ο καθένας για τον ίδιο τον εαυτό του.

Μην αποδέχεσαι όλες τις καταδίκες της Ρώμης
μέσα στην ταραχή της· ούτε να αναλάβεις
να διορθώσεις την άδικη ζυγαριά της·
μην αναζητείς τον εαυτό σου έξω από εσένα (ΠΕΡΣΗΣ)

Λέμε ότι μεγεθύνουμε το όνομά μας αν φροντίζουμε να ακούγεται από πολλά στόματα· θέλουμε να είναι καλοδεχούμενο και να έχουμε όφελος από τη μεγάλη φήμη του, αυτό είναι το μόνο που μπορεί να συγχωρηθεί περισσότερο σε τούτο το στόχο. Όμως όταν αυτό το πάθος φτάνει στην υπερβολή, πολλοί καταλήγουν στο σημείο να επιδιώκουν να μιλούν οι άλλοι για εκείνους με οποιοδήποτε τρόπο. Ο Τρόγιος Πομπήιος λέει για τον Ηρόστρατο, και ο Τίτος Λίβιος για τον Μάνλιο Καπιτολίνο, ότι επιθυμούσαν περισσότερο τη μεγάλη παρά τη καλή φήμη.

Αυτό το ελάττωμα είναι συνηθισμένο. Ενδιαφερόμαστε περισσότερο να μιλούν για μας παρά για το πως μιλούν· και μας είναι αρκετό να κυκλοφορεί το όνομά μας στα στόματα των ανθρώπων, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες κι αν γίνεται.

Φαίνεται ότι το να είσαι γνωστός σημαίνει να έχεις υποβάλει κατά κάποιο τρόπο τη ζωή σου και τη διάρκειά της στην επίβλεψη άλλου.

Εγώ επιμένω να ανήκω μόνο σε μένα.

Michel de Montaigne, Περί δόξας και Περί ματαιότητας

Οι πλάνες: φαίνομαι, έχω, κάνω

Το "φαίνομαι", το "έχω" και το "κάνω" είναι οι πλάνες που μας απομακρύνουν περισσότερο από την αληθινή μας φύση.

Το "φαίνομαι" δηλώνει ταύτιση με την εικόνα του σώματος. Είτε η εικόνα περιορίζεται στο δέρμα, είτε στο σχήμα του σώματος, είτε στα ρούχα, υποδηλώνει την ταύτιση με το σώμα. "Είμαι το σώμα" λέει το εγώ που δημιουργείται μέσα από αυτή την ταύτιση και επιδιώκει να διογκώσει τον εαυτό του. Και ακολουθούν τα γνωστά συμπτώματα: οι αισθητικές πλαστικές επεμβάσεις, τα ακριβά ρούχα, οι μάρκες, το στυλ, η μόδα, κ.ά. Όλα αυτά είναι συμπτώματα που υποδηλώνουν την ασυνείδητη κατάσταση του "φαίνεσθαι", ως προϊόν της ταύτισης του Είμαι με το σώμα.

Το "έχω" είναι όλα αυτά που κατέχει κανείς, και μέσα από τα οποία αντλεί την αίσθηση της αξίας και της ασφάλειάς του. "Έχω ακριβό και εντυπωσιακό αυτοκίνητο, άρα αξίζω. Έχω μεγάλο σπίτι, άρα αξίζω. Έχω σπάνια έργα τέχνης στην κατοχή μου, άρα αξίζω. Έχω πολλά λεφτά, άρα αξίζω. Κτλ, κτλ." Η επένδυση στο "έχω" υποκρύπτει και την ψευδαίσθηση της ιδιοκτησίας, που αν και έχει χρήσιμες και πρακτικές προεκτάσεις, δεν παύει να αποτελεί απλώς ένα εργαλείο και όχι μια πραγματικότητα.

Το "κάνω" είναι όλα αυτά που επιδιώκει να κάνει κάποιος στη ζωή του για να αντλήσει πάλι την αίσθηση της αξίας του. "Κάνω πολλά πράγματα, άρα είμαι ικανό άτομο και αξίζω. Κάνω ξεχωριστά πράγματα, άρα είμαι ξεχωριστός και αξίζω. Κάνω κάτι που δεν μπορούν οι άλλοι, άρα αξίζω περισσότερο από τους άλλους. Ελέγχω τη ζωή κάποιου άλλου, άρα έχω εξουσία και δύναμη και αξίζω." Στο "κάνω" θα βρει κανείς και την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει "κάποιος", ένα άτομο πίσω από το σώμα, που "κάνει" τις λειτουργίες του σώματος.

Παραδείγματα αυτής της πλάνης είναι εκφράσεις όπως "εγώ σκέφτομαι, εγώ επιλέγω, εγώ ελέγχω, εγώ μεταβολίζω τις τροφές", ή και "εγώ διαιρώ τα κύτταρά μου". Στα δύο τελευταία παραδείγματα, μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμα και τρελός κάποιος που πιστεύει ότι μεταβολίζει τις τροφές ή διαιρεί τα κύτταρα του σώματός του ηθελημένα. Γιατί άραγε δεν θεωρούμε τρέλα το να πιστεύει κάποιος ότι σκέφτεται ηθελημένα, λες και μπορεί να ελεγχθεί η λειτουργία του νευρικού συστήματος;

Όλα τα παραπάνω είδη ταύτισης που αποσκοπούν στη διόγκωση της αξίας του εγώ, μας απομακρύνουν από την αληθινή μας φύση που είναι το "Είμαι", δηλαδή η καθαρή γνώση της ύπαρξης, η επίγνωση. Όσο περισσότερο απορροφάται η προσοχή μας από το φαίνομαι, το έχω και το κάνω, τόσο περισσότερο χάνουμε την επαφή με την Ύπαρξη.

Μια στιγμή είναι όλο αυτό που χρειάζεσαι

Οι ανθρώπινες σχέσεις φαντάζουν πιο πολύπλοκες από κάθε φυσική θεωρία. Ολόκληρες βιβλιοθήκες, δε φτάνουν για να τις αποκρυπτογραφήσουν.

Καμία μαθηματική πράξη δεν είναι αρκετή ώστε να εξηγήσει γιατί εγκλωβίζεσαι σε σχέσεις που δεν σε καλύπτουν.

Για ποιο λόγο επαναλαμβάνεις ξανά και ξανά τα ίδια λάθη με τεράστια επιτυχία, θεωρώντας πως έχεις όλο τον καιρό μπροστά σου για να τα διορθώσεις; Χρησιμοποιείς σαν άλλοθι τα νιάτα για να πληγωθείς και να πονέσεις.

Χαρίζεις απλόχερα πολύτιμες στιγμές σου σε ανθρώπους, ενώ οι δικές τους δε σε συμπεριλαμβάνουν. Είσαι καθηλωμένος πίσω από ένα γραφείο, ενώ από μικρός ονειρευόσουν να γυρίσεις τον κόσμο.

Διατηρείς κατά συνθήκη φιλίες και σχέσεις για να μη θυσιαστείς στο βωμό της μοναξιάς. Αφήνεις για αύριο όσα μπορείς να κάνεις σήμερα. Και την ίδια στιγμή η ζωή περνάει. Περνάει από μπροστά σου και δε στέκεται λεπτό.

Σε χαιρετάει ειρωνικά φωνάζοντας «πόσο χρόνο νομίζεις ότι έχεις;» κι εσύ την παρατηρείς από το σημείο αναφοράς σου, χωρίς να κάνεις το παραμικρό για να την αλλάξεις. Ζητάς από εκείνη κι άλλες εμπειρίες και μόλις σου δοθούν ξεκινάς πάλι από το μηδέν. Επαληθεύοντας την ίδια εξίσωση. Όλα βρίσκονται σε μιά διαρκή κίνηση εκτός από σένα.

Κι όταν αυτά δεν έρχονται, θυμώνεις με τη ζωή που σου φέρθηκε σκληρά. Τα λάθη που έχεις κάνει μέσα στον χωροχρόνο δεν αλλάζουν. Πόσες φορές κοιτώντας πίσω παραδέχτηκες πως αν γυρνούσες για λίγο πίσω τη ζωή, θα έπραττες διαφορετικά; Πως αν σου δινόταν μία ευκαιρία ακόμα, θα έλεγες εκείνο το «σ’ αγαπώ»;

Πως θα διεκδικούσες περισσότερο εκείνη τη θέση που έψαχνες καιρό; Πως δε θα άφηνες να φύγουν από κοντά σου άνθρωποι που σας έδεναν τόσα; Κανείς δε θα σου δώσει πίσω το χαμένο έδαφος. Οι ευκαιρίες που έδωσες, αλλά κι αυτές που έχασες, δεν επιστρέφουν. Το ερώτημα είναι, τι άφησαν πίσω τους. Τι έμεινε σε σένα.

Το παρελθόν πέρασε ανεπιστρεπτί κι έδωσε τη θέση του στη γνώση. Την κρατάς και πορεύεσαι. Την έχεις ως «ένα το κρατούμενο» στο μυαλό σου, και τη χρησιμοποιείς στο μέλλον. Για να πάψεις να λειτουργείς ως απλός παρατηρητής της ζωής σου. Τρέξε. Προλαβαίνεις. Δώσε τέλος σε μισοτελειωμένες καταστάσεις που σε κρατούσαν δέσμιο για χρόνια.

Βγες εκεί έξω και πραγματοποίησε όσα ονειρευόσουν και δεν τολμούσες να ξεστομίσεις. Μην περιμένεις να πέσουν οι κατάλληλες συνθήκες ως μάννα εξ ουρανού, φτιάξε τες. Κάνε εκείνο το ταξίδι που ήθελες, αλλά δεν προλάβαινες λόγω δουλειάς.

Γεφύρωσε τις σχέσεις σου με ανθρώπους που τελικά θέλεις στην καθημερινότητά σου. Δούλεψε για να ζήσεις. Μη ζεις για να δουλεύεις. Αντιμετώπισε τους φόβους σου για να νιώσεις ελεύθερος. Μη ζητάς τη ζωή, κυνήγησέ τη.

Κράτησε μέσα σου μόνο όσα σε πάνε μπροστά. Κάνε το χρόνο σύμμαχο, στη δική σου αιωνιότητα.
Γιατί αυτός είναι το νόμισμα της ζωής σου. Είναι το μοναδικό νόμισμα που έχεις και μόνο εσύ μπορείς να αποφασίσεις πώς θα το ξοδέψεις. Στο χέρι σου είναι να μην αφήσεις άλλους ανθρώπους να το ξοδέψουν εκείνοι για σένα.

Δεν έχει καμμιά σημασία ποιός ήσουν μέχρι χθες
και πόσο βαρύ είναι το φορτίο σου.
Από τη στιγμή που θα πάρεις την απόφαση να αλλάξεις τη ζωή σου,
υπάρχει μια δύναμη που θα σε φροντίσει και θα σε καθοδηγήσει.
Μια στιγμή χρειάζεται για να ξαναθυμηθείς όλη σου τη δύναμη,
μια στιγμή για να εμπιστευτείς ξανά,
μια στιγμή είναι όλο αυτό που χρειάζεσαι.

Ο εφηβικός εγκέφαλος δεν ξεχωρίζει τα ασήμαντα από τα σημαντικά

Οι έφηβοι γνωρίζουν πολύ καλά πόσο σημαντικά είναι κάποια πράγματα, όπως για παράδειγμα οι Πανελλαδικές Εξετάσεις, ωστόσο αυτό δεν τους σταματά από το να καταβάλλουν ορισμένες φορές την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια. Η επιστήμη έρχεται τώρα να γίνει συνήγορος υπεράσπισης των εφηβικών συμπεριφορών, αναφέροντας ότι αυτές πιθανότατα οφείλονται στο ότι ο εγκέφαλος των εφήβων δεν έχει αναπτυχθεί αρκετά με αποτέλεσμα τα παιδιά να μην αντιλαμβάνονται πόσο μεγάλα ρίσκα παίρνουν κάποιες φορές.

Το πείραμα του ρίσκου
Την υπερασπιστική γραμμή «χάραξαν» πρόσφατα ερευνητές του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, οι οποίοι διεξήγαγαν το ακόλουθο πείραμα, όπως ανέφεραν στην επιθεώρηση «Nature Communications»: Ζήτησαν από εφήβους και νεαρούς ενηλίκους, ηλικίας 13 ως 20 ετών, να παίξουν ένα παιχνίδι ενόσω υποβάλλονταν σε λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI), η οποία αποκαλύπτει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου σε πραγματικό χρόνο. Σε κάποιους γύρους του παιχνιδιού οι συμμετέχοντες μπορούσαν να κερδίσουν 20 σεντς για κάθε σωστή απάντηση, ενώ η κάθε λάθος απάντηση τους κόστιζε 10 σεντς. Υπήρχαν όμως στο παιχνίδι και κάποιοι γύροι μεγαλύτερου ρίσκου, στους οποίους κάθε σωστή απάντηση προσέφερε ένα δολάριο, ενώ κάθε λανθασμένη κόστιζε 50 σεντς.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν πως ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εθελοντές είχαν καλύτερες επιδόσεις στους γύρους με το υψηλότερο ρίσκο, στους μικρότερους σε ηλικία συμμετέχοντες δεν συνέβαινε κάτι αντίστοιχο – οι επιδόσεις τους παρέμεναν οι ίδιες, είτε το ρίσκο ήταν υψηλό είτε χαμηλό. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία, όσο μεγαλύτεροι ήταν οι εθελοντές τόσο καλύτερη ήταν η απόδοσή τους. «Ηταν άκρως ενδιαφέρον το γεγονός ότι η ικανότητα να προσαρμόζονται η συμπεριφορά και η απόδοση ανάλογα με την πρόκληση που εμφανιζόταν κάθε φορά βελτιωνόταν σταδιακά, συμβαδίζοντας με την αύξηση της ηλικίας» ανέφερε η επικεφαλής της μελέτης, ερευνήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Κάθριν Ινσελ.

Το δίκτυο-κλειδί στον εγκέφαλο
Οταν οι επιστήμονες παρακολούθησαν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου των εθελοντών, ανακάλυψαν ότι η ικανότητα βελτίωσης της απόδοσής τους συνδεόταν άμεσα με την ανάπτυξη του εγκεφάλου τους. Μάλιστα, βασικό ρόλο φάνηκε να παίζει μια περιοχή η οποία συνδέει τον φλοιό του εγκεφάλου με το ραβδωτό σώμα. Αυτό το δίκτυο εμπλέκεται στην επιβράβευση αλλά και στον έλεγχο της συμπεριφοράς και συνεχίζει να αναπτύσσεται έως τουλάχιστον την ηλικία των 25 ετών. Οσο πιο ανεπτυγμένο ήταν αυτό το δίκτυο στον εγκέφαλο τόσο καλύτερες ήταν οι επιδόσεις των εφήβων στο παιχνίδι, σημείωσε η κυρία Ινσελ.

Τα ευρήματα αυτά δίνουν μια καλή εξήγηση στο γιατί κάποιοι έφηβοι είναι τόσο χαλαροί όταν έρχονται αντιμέτωποι με επικίνδυνες καταστάσεις, σχολίασε η Κάθριν Κοέν Κάντος από το Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ στη Βρετανία. «Για παράδειγμα, οι έφηβοι είναι πολύ πιο πιθανό να οδηγούν επικίνδυνα, ιδίως όταν κάποιος φίλος τους βρίσκεται κοντά».

Απαιτείται αναθεώρηση του τρόπου εξέτασης στα σχολεία.
Σύμφωνα με τον Στέφανο Παλμιντέρι από την Ecole Normale Superieure στο Παρίσι, τα σχολεία πρέπει να αναθεωρήσουν τον τρόπο που ελέγχουν τις επιδόσεις των εφήβων. «Η μελέτη μαρτυρεί ότι δεν είναι καλή ιδέα να αξιολογούνται οι σχολικές επιδόσεις σε μία μόνο εξέταση στο τέλος της χρονιάς. Μια καλύτερη ιδέα θα ήταν να υποβάλλονται οι έφηβοι μαθητές σε μια ποικιλία πιο μικρών εξετάσεων καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου».

Πάντως, τα νέα δεν είναι τελικά τόσο άσχημα (τουλάχιστον στο σύνολό τους) για τους εφήβους, προσέθεσε ο δρ Παλμιντέρι. «Μπορούμε να δούμε την άλλη όψη αυτού του νομίσματος. Το γεγονός ότι οι έφηβοι προσπαθούν εξίσου για να φέρουν εις πέρας καθήκοντα σημαντικά αλλά και ασήμαντα μεταφράζεται και στο ότι ασχολούνται με πολλά χόμπι. Αυτό είναι καλό, επιτρέποντάς τους να κατακτούν πολύπλοκες κοινωνικές δεξιότητες».

Νευροεπιστήμονες αναζητούν την αιτία δημιουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου

Ο νευροεπιστήμονας Ντάνιελ Γουόλπερτ έρχεται στο Athens Science Festival για να μας λύσει ορισμένες απορίες και να μας… δημιουργήσει καινούργιες.

Σίγουρα έχετε κάνει κάποια στιγμή στον εαυτό σας ερωτήσεις, όπως «τι λείπει από ένα ρομπότ για να περπατήσει σαν άνθρωπος;» ή «γιατί καταλήξαμε να έχουμε εγκέφαλο;». Οι απαντήσεις δεν έρχονται εύκολα.

Ο Νοτιοαφρικανός επιστήμονας-ζωολόγος Λάιαλ Γουάτσον διετύπωσε ένα χαρακτηριστικό παράδοξο για τον εγκέφαλο: «Αν ο εγκέφαλος ήταν τόσο απλός ώστε να μπορούμε να τον κατανοήσουμε, τότε θα ήμασταν τόσο απλοί που δεν θα καταφέρναμε να τον κατανοήσουμε». Και παρά την εξέλιξη της επιστήμης, το κέντρο ελέγχου του σώματός μας παραμένει ένα μεγάλο ερωτηματικό.

Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται να αποθαρρύνει, αλλά αντιθέτως να «κεντρίζει» την περιέργεια και να θρέφει την επιμονή των νευροεπιστημόνων, που μεταξύ πολλών άλλων μυστηρίων, αναζητούν την αιτία της δημιουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου.

Μήπως εξελίχθηκε για να υποστηρίξει τις αυξημένες ανάγκες μας για επικοινωνία; Μήπως διογκώθηκε για να αποθηκεύσει περισσότερες πληροφορίες;

Το φετινό Athens Science Festival που θα φιλοξενηθεί και φέτος στην Τεχνόπολη μεταξύ 5 και 10 Απριλίου έχει εντάξει στο πλούσιο πρόγραμμά της και μία ενότητα που εστιάζει σε αυτό το συναρπαστικό θέμα, δίνοντας το βήμα στον νευροεπιστήμονα Ντάνιελ Γουόλπερτ με σκοπό να μας λύσει πολλές απορίες (και να μας δημιουργήσει καινούργιες).

Ο Γουόλπερτ επιμένει ότι ο εγκέφαλος υπάρχει για έναν και μοναδικό λόγο: για να μας χαρίζει την κίνηση. Το Σάββατο 9 Απριλίου, στην ομιλία του με τίτλο «Γιατί υπάρχει ο εγκέφαλος;», ο καθηγητής στο τμήμα μηχανικής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ θα ξεναγήσει το κοινό του Athens Science Festival στην πολυπλοκότητα που συνοδεύει την κάθε φαινομενικά φυσική και αβίαστη κίνησή μας και θα αποκαλύψει γιατί δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να φτιάξουμε μηχανές που εκτελούν εξίσου επιδέξιες κινήσεις.

Ρομπότ διαβάζουν παραμύθια για να γίνουν… πιο ανθρώπινα

Πώς θα γίνουν τα ρομπότ πιο ανθρώπινα και ηθικά, μαθαίνοντας να διακρίνουν καλύτερα το καλό από το κακό; Διαβάζοντας παραμύθια.

Αυτή την πρωτότυπη ιδέα είχαν ερευνητές στις ΗΠΑ και την έχουν βάλει σε εφαρμογή, αναπτύσσοντας ένα λογισμικό, το Quixote (Κιχώτης), που επιτρέπει στα ρομπότ να διαβάζουν ιστορίες και να βγάζουν το ηθικό νόημα από αυτές.

Οι ερευνητές της Σχολής Διαδραστικής Υπολογιστικής του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Τζόρτζια (George Tech) στην Ατλάντα, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Μαρκ Ριντλ, έκαναν τη σχετική ανακοίνωση σε συνέδριο για την τεχνητή νοημοσύνη στην Αριζόνα. Η έρευνά τους -και αυτό είναι αξιοσημείωτο- χρηματοδοτείται από την πανταχού παρούσα Υπηρεσία Προωθημένων Αμυντικών Ερευνητικών Προγραμμάτων (DARPA) του αμερικανικού Πενταγώνου και από το Γραφείο Ερευνών του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ.

Στόχος των ερευνητών είναι -μέσα και από τα παραμύθια- να δώσουν στα ρομπότ τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται με τον καλύτερο δυνατό και ταιριαστό για κάθε περίσταση τρόπο, όταν έρχονται αντιμέτωπα με τις ποικίλες ανθρώπινες συμπεριφορές.

Όπως είπε ο Ρίντλ, «τα παραμύθια σε όλους τους πολιτισμούς διδάσκουν στα παιδιά να συμπεριφέρονται με κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους. Πιστεύουμε ότι η κατανόηση των παραμυθιών από τα ρομπότ θα βοηθήσει, ώστε να εξαλείψει τυχόν ψυχωτικού τύπου συμπεριφορές τους και, αντίθετα, θα ενισχύσει επιλογές τους που δεν θα βλάπτουν τους ανθρώπους».

Το λογισμικό «Κιχώτης» αποτελεί εξέλιξη ενός προηγούμενου ανάλογου προγράμματος με την χαρακτηριστική ονομασία «Σεχραζάντ». Οι αλγόριθμοι τέτοιων προγραμμάτων επιτρέπουν στις μηχανές τεχνητής νοημοσύνης να αναγνωρίζουν πρότυπα κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς μέσα στα παραμύθια. Έτσι, όταν στην καθημερινότητα το ρομπότ έρχεται αντιμέτωπο με διλήμματα του τύπου «αυτό να κάνω ή εκείνο; Τι είναι πιο σωστό;», θα είναι καλύτερα προετοιμασμένο να δώσει μόνο του την απάντηση.

Για παράδειγμα, αν το ρομπότ προγραμματισθεί να «σηκώσει» γρήγορα χρήματα από την τράπεζα, δεν θα πρέπει να του μπει η ιδέα να την κλέψει για να πετύχει το στόχο του.

Αντίθετα -με τη βοήθεια και της ηθικής των παραμυθιών- θα πρέπει να περιμένει υπομονετικά στην ουρά του ΑΤΜ (θα συμβεί κι αυτό στο μέλλον!). Αν, πάλι, είναι βράδυ και λάβει την εντολή να φέρει φάρμακα όσο γίνεται πιο γρήγορα, δεν θα πρέπει να κλέψει το κοντινότερο φαρμακείο για να εκτελέσει σωστά την αποστολή του, αλλά να ψάξει για το κοντινότερο διανυκτερεύον φαρμακείο.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, εφόσον δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο και μοναδικό «εγχειρίδιο χρήσης» για τους ανθρώπους, όσο κι αν ένα ρομπότ προγραμματισθεί εκ των προτέρων με ηθικούς κανόνες, πάντα θα έρχεται αντιμέτωπο με ηθικά διλήμματα, πράγμα που εγκυμονεί κινδύνους. Ίσως, λοιπόν, διαβάζοντας παραμύθια, να καταλάβει καλύτερα ποιός είναι ο «κακός λύκος» στην πραγματική ζωή…

M. Heidegger: Ερμηνευτική του Πολιτικού

Ι. Η σημασία του παρόντος άρθρου συνοψίζεται στη χαϊντεγκεριανώς φιλοσοφική ερμηνεία των σύγχρονων αδιεξόδων του Πολιτικού Είναι των ανθρώπων. Πολιτικού με την ευρύτερη έννοια του ανθρώπου της Πόλεως ως πολιτικής κοινότητας (Αριστοτέλης), αλλά και σε συνάφεια με την απόλυτη κυριαρχία των διαφόρων πολιτικών καθεστώτων.

ΙΙ. Το άρθρο ασχολείται με την χαϊντεγκεριανή ερμηνευτική του Πολιτικού, έτσι όπως έχουμε γνωρίσει το τελευταίο, μέχρι και σήμερα, υπό τις κύριες μορφές της «δημοκρατίας», του «σοσιαλισμού» και του «κομμουνισμού» αλλά και υπό τα κοινά στοιχεία μεταξύ τους. Από τον εκφυλισμό αυτών των μορφών έχουν αναδυθεί, σε ενδιάμεσα στάδια της ιστορίας, και ορισμένα άλλα καθεστώτα, όχι λιγότερο λαϊκιστικά, απ’ ό,τι και οι προαναφερθέντες τρεις κύριοι τύποι καθεστώτων. Τέτοια καθεστώτα είναι θεμελιωδώς ο εθνικο-σοσιαλισμός, κοινώς ναζισμός, που δεν ήρθε από το πουθενά, αλλά από τον εκφυλισμό της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, στους κόλπους της οποίας κυριαρχούσαν βασικά οι πολιτικές δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και ενός συνονθυλεύματος «αριστερών σοσιαλιστών».

ΙΙΙ. Άλλο παρόμοιο καθεστώς είναι ο φασισμός: ένα μωσαϊκό ολοκληρωτικών ιδεολογημάτων, όχι και τόσο ξένων προς τις ως άνω πολιτειακές μορφές, με πρωταγωνιστή τον Μουσολίνι στην Ιταλία. Ποιος ήταν ο Μουσολίνι; Πρώην σοσιαλιστής, που δεν έπαυσε ως το τέλος του να ρητορεύει «σοσιαλιστικά» και να μάχεται για την επιβολή ενός κοινωνιστικού «σοσιαλισμού». Άλλο παρόμοιο καθεστώς, εκείνο του Φράνκο που επέπλευσε διαχρονικά χάρη στις υπολογιστικές πλανητικά ισορροπίες των «Δημοκρατιών» της Δύσης έναντι αλλήλων και παράλληλα έναντι του εν λόγω καθεστώτος. Εξάλλου, οι ίδιες «Δημοκρατίες» δεν ήταν εκείνες που στο πλαίσιο αυτών των ισορροπιών επέτρεψαν, με τον τρόπο τους, να προετοιμαστεί ο Χίτλερ για την εξαπόλυση του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου· ή υπό το πνεύμα παρόμοιων ισορροπιών δεν υπήρξε για ένα διάστημα αλληλο-προσέγγιση σοβιετικού μπολσεβικισμού και γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού;

ΙV. Όλα τα καθεστώτα εν γένει και ιδίως τα πιο ολοκληρωτικά απ’ αυτά δομούν την ιεραρχική τους εξουσία με βάση μια εικονική ή συναισθηματική επίκληση του «λαού», θεωρούμενου ως μιας εύκολα καθοδηγούμενης οντότητας που διακρίνεται για τα αφρόντιστα συναισθήματα και για ανυπαρξία στοχαστικών απαιτήσεων· ιδιαίτερα επικαλούνται τη μορφική οντότητα του «εργάτη», ως χαρακτηριστικού στοιχείου του κόσμου της εργασίας. Ανεξάρτητα από τις επί μέρους διαφοροποιήσεις ως προς το πράγμα, ένα είναι γεγονός: η πολιτική σχέση κυβερνώντων και κυβερνωμένων διαμεσολαβείται από την κυριαρχία της βούλησης, ως βούλησης για δύναμη.

V. Ετούτη η βούληση για δύναμη δεν έχει αρχή και τέλος, δεν αναγνωρίζει θεμιτά όρια, παρά καταλήγει να παίρνει τη μορφή της βούλησης για βούληση, που κατευθύνει ακατάπαυστα τόσο τα πολιτικά όντα όσο και τους αντίστοιχους πολιτικούς σχηματισμούς, πολλές φορές μάλιστα χωρίς στοιχειώδεις αρχές, σε πλανητικό επίπεδο και συνιστά καθοριστικό παράγοντα για την ύπαρξη και τη λειτουργία οποιασδήποτε εξουσίας. Έτσι εξηγείται και η βουλιμία για εξουσία των «πεινασμένων» της εγχώριας καθεστωτικής «σοσιαλ-αριστεράς», της οποίας η ασυγκράτητη αρχομανία είναι αδίστακτη και εγκληματική στο πεδίο της κοινωνικοπολιτικής θεωρίας και πράξης..

VI. Ο Χάιντεγκερ ερμηνεύει το Πολιτικό, με έναν άλλο τρόπο σκέψης, που αντιμάχεται ουσιωδώς τον κοινό περιγραφικό και όχι σπάνια προπαγανδιστικό τρόπο, όπως π.χ. συμβαίνει με την ανάγνωση της ιστορίας από τα μνημονευθέντα πιο πάνω πολιτικά καθεστώτα. Γίνεται αποκαλυπτικός του φαύλου κύκλου που κυριαρχεί σήμερα στη σφαίρα του Πολιτικού και ρίχνει φως στην πολιτική θεωρία και πράξη των σημερινών μορφών πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας.

VII. Τι σημαίνει ένας τέτοιος φωτισμός; Πως η αλήθεια του Πολιτικού δεν είναι κάτι το προφανές, αλλά ούτε και μια «Iδέα», ένα «Ιδεώδες», π.χ. αυτό του σοσιαλισμού, της δημοκρατίας ή του κομμουνισμού κ.λπ., που αποστερεί το Dasein από το ζωντανό παρόν για κάποιο αβέβαιο μέλλον, παρά διαδραματίζεται υπό το πνεύμα της ιστορίας του Είναι και στη σύγχρονη εποχή υπό το πνεύμα της τεχνικοποιημένης παγκοσμιοποίησης και της πλανητικής ιστορίας.

VIII. Το Πολιτικό δεν βρίσκεται σε κανένα επέκεινα, έτσι όπως το θέλει ο κάθε μεταφυσικός «σοσιαλισμός» ή «κομμουνισμός» των ανερμάτιστων υποκειμενικοτήτων, μέτριας έως και μηδαμινής αξιότητας. Στις εκάστοτε εκδηλωμένες μορφές του μπορεί να ερμηνευθεί υπό το φως της πλανητικής οργάνωσης του ανθρώπινου Είναι. Υπό την απόλυτη κυριαρχία αυτής της οργάνωσης τελεί και η πράξη του νεωτερικού «κομμουνισμού».

IX. Η ουσία του «κομμουνισμού» δεν τοπο-σημαίνεται στις κενολογίες των κάθε λογής πολιτικάντηδων ούτε στις ευτράπελες φλυαρίες ορισμένων «ποιητών». Απεναντίας αναζητείται στον μεταφυσικό χαρακτήρα της ανάπτυξής του, ως ηγεμονικής δύναμης της νεωτερικότητας που έχει φτάσει στο τέλος της. Πρόκειται για μια δύναμη/εξουσία που δεν ορρωδεί μπροστά σε κανένα ανθρώπινο συμπάσχειν, παρά επιδίδεται σε μια ανεξέλεγκτη πανουργία, δολιότητα, προκειμένου να καθιδρύει μια φτιαχτή, τεχνικά κατασκευασμένη χειραγώγηση των ανθρώπινων όντων και μετατροπή των τελευταίων σε κατοικίδια ζώα ενός άκαρδου κόσμου.