[1.74] Πιττακὸς Ὑρραδίου Μυτιληναῖος. φησὶ δὲ Δοῦρις τὸν πατέρα αὐτοῦ Θρᾷκα εἶναι. οὗτος μετὰ τῶν Ἀλκαίου γενόμενος ἀδελφῶν Μέλαγχρον καθεῖλε τὸν τῆς Λέσβου τύραννον· καὶ περὶ τῆς Ἀχιλείτιδος χώρας μαχομένων Ἀθηναίων καὶ Μυτιληναίων ἐστρατήγει μὲν αὐτός, Ἀθηναίων δὲ Φρύνων παγκρατιαστὴς Ὀλυμπιονίκης. συνέθετο δὴ μονομαχῆσαι πρὸς αὐτόν· καὶ δίκτυον ἔχων ὑπὸ τὴν ἀσπίδα λαθραίως περιέβαλε τὸν Φρύνωνα, καὶ κτείνας ἀνεσώσατο τὸ χωρίον. ὕστερον μέντοι φησὶν Ἀπολλόδωρος ἐν τοῖς Χρονικοῖς διαδικασθῆναι τοὺς Ἀθηναίους περὶ τοῦ χωρίου πρὸς τοὺς Μυτιληναίους, ἀκούοντος τῆς δίκης Περιάνδρου, ὃν καὶ τοῖς Ἀθηναίοις προσκρῖναι.
[1.75] Τότε δ᾽ οὖν τὸν Πιττακὸν ἰσχυρῶς ἐτίμησαν οἱ Μυτιληναῖοι, καὶ τὴν ἀρχὴν ἐνεχείρισαν αὐτῷ. ὁ δὲ δέκα ἔτη κατασχὼν καὶ εἰς τάξιν ἀγαγὼν τὸ πολίτευμα, κατέθετο τὴν ἀρχήν, καὶ δέκα ἐπεβίω ἄλλα. καὶ χώραν αὐτῷ ἀπένειμαν οἱ Μυτιληναῖοι· ὁ δὲ ἱερὰν ἀνῆκεν, ἥτις νῦν Πιττάκειος καλεῖται. Σωσικράτης δέ φησιν ὅτι ὀλίγον ἀποτεμόμενος ἔφη τὸ ἥμισυ τοῦ παντὸς πλεῖον εἶναι. ἀλλὰ καὶ Κροίσου διδόντος χρήματα οὐκ ἐδέξατο, εἰπὼν ἔχειν ὧν ἐβούλετο διπλάσια· ἄπαιδος γὰρ τἀδελφοῦ τελευτήσαντος κεκληρονομηκέναι.
[1.76] Παμφίλη δέ φησιν ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Ὑπομνημάτων, ὡς τὸν υἱὸν αὐτοῦ Τυρραῖον καθήμενον ἐπὶ κουρείου ἐν Κύμῃ χαλκεύς τις πέλεκυν ἐμβαλὼν ἀνέλοι. τῶν δὲ Κυμαίων πεμψάντων τὸν φονέα τῷ Πιττακῷ, μαθόντα καὶ ἀπολύσαντα εἰπεῖν, «συγγνώμη μετανοίας κρείσσων.» Ἡράκλειτος δέ φησιν, Ἀλκαῖον ὑποχείριον λαβόντα καὶ ἀπολύσαντα φάναι, «συγγνώμη τιμωρίας κρείσσων.»
Νόμους δὲ ἔθηκε· τῷ μεθύοντι, ἐὰν ἁμάρτῃ, διπλῆν εἶναι τὴν ζημίαν· ἵνα μὴ μεθύωσι, πολλοῦ κατὰ τὴν νῆσον οἴνου γινομένου. εἶπέ τε χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι· οὗ καὶ Σιμωνίδης μέμνηται λέγων· «ἄνδρ᾽ ἀγαθὸν ἀλαθέως γενέσθαι χαλεπόν, τὸ Πιττάκειον.»
[1.77] μέμνηται αὐτοῦ καὶ Πλάτων ἐν Πρωταγόρᾳ· «ἀνάγκᾳ δ᾽ οὐδὲ θεοὶ μάχονται.» καὶ «ἀρχὴ ἄνδρα δείκνυσιν.» ἐρωτηθεὶς δέ ποτε τί ἄριστον, «τὸ παρὸν εὖ ποιεῖν.» καὶ ὑπὸ Κροίσου τίς ἀρχὴ μεγίστη, «ἡ τοῦ ποικίλου,» ἔφη, «ξύλου,» σημαίνων τὸν νόμον. ἔλεγε δὲ καὶ τὰς νίκας ἄνευ αἵματος ποιεῖσθαι. ἔφη δὲ καὶ πρὸς τὸν Φωκαϊκὸν φάσκοντα δεῖν ζητεῖν σπουδαῖον ἄνθρωπον, «ἂν λίαν,» ἔφη, «ζητῇς, οὐχ εὑρήσεις.» καὶ πρὸς τοὺς πυνθανομένους τί εὐχάριστον, «χρόνος,» ἔφη· ἀφανές, «τὸ μέλλον·» πιστόν, «γῆ·» ἄπιστον, «θάλασσα.»
[1.78] ἔλεγέ τε συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι. «ὃ μέλλεις πράττειν, μὴ πρόλεγε· ἀποτυχὼν γὰρ γελασθήσῃ.» ἀτυχίαν μὴ ὀνειδίζειν, νέμεσιν αἰδόμενον. παρακαταθήκην λαβόντα ἀποδοῦναι. φίλον μὴ λέγειν κακῶς, ἀλλὰ μηδὲ ἐχθρόν. εὐσέβειαν ἀσκεῖν. σωφροσύνην φιλεῖν. ἀλήθειαν ἔχειν, πίστιν, ἐμπειρίαν, ἐπιδεξιότητα, ἑταιρίαν, ἐπιμέλειαν.
***
[1.74] Πιττακός, γιος του Υρραδίου, Μυτιληναίος. Ο Δούρης λέει ότι ο πατέρας του Πιττακού ήταν από τη Θράκη. Μαζί με τα αδέρφια του Αλκαίου, ανέτρεψε τον Μέλαγχρο, τον τύραννο της Λέσβου. Και όταν οι Αθηναίοι και οι Μυτιληναίοι πολεμούσαν για την περιοχή της Αχιλείτιδας, αυτός ήταν ο στρατηγός των Μυτιληναίων, ενώ ο στρατηγός των Αθηναίων ήταν ο Ολυμπιονίκης στο παγκράτιο Φρύνωνας. Συμφώνησε λοιπόν να μονομαχήσει με τον Φρύνωνα· έκρυψε κάτω από την ασπίδα του ένα δίχτυ και, τυλίγοντάς τον με αυτό, τον σκότωσε, και έτσι λευτέρωσε την περιοχή. Αργότερα όμως, όπως λέει ο Απολλόδωρος στα Χρονικά του, οι Αθηναίοι διεκδίκησαν δικαστικώς την περιοχή από τους Μυτιληναίους· στη δίκη ήταν παρών ο Περίανδρος, ο οποίος και επιδίκασε την περιοχή στους Αθηναίους.
[1.75] Τότε λοιπόν οι Μυτιληναίοι τίμησαν εξαιρετικά τον Πιττακό και του εμπιστεύθηκαν την εξουσία. Εκείνος την κράτησε για δέκα χρόνια, και αφού τακτοποίησε το πολίτευμα, παραιτήθηκε. Ύστερα έζησε άλλα δέκα χρόνια. Οι Μυτιληναίοι τού παραχώρησαν ένα κομμάτι γης, ο ίδιος όμως το αφιέρωσε στους θεούς και το άφησε ελεύθερο. Σήμερα ο τόπος αυτός λέγεται «Πιττάκειος». Ο Σωσικράτης λέει ότι ο Πιττακός έκοψε για τον εαυτό του ένα μικρό κομμάτι και είπε ότι το μισό είναι περισσότερο από το ολόκληρο. Και ο Κροίσος, επίσης, του πρόσφερε χρήματα, εκείνος όμως τα αρνήθηκε λέγοντας ότι είχε διπλάσια από όσα ήθελε — γιατί ο αδερφός του πέθανε άτεκνος και αυτός τον κληρονόμησε.
[1.76] Η Παμφίλη στο δεύτερο βιβλίο των Υπομνημάτων της λέει ότι, όταν κάποτε ο γιος του Τυρραίος βρισκόταν σε ένα κουρείο στην Κύμη, τον χτύπησε με τσεκούρι ένας χαλκιάς και τον σκότωσε, και όταν οι Κυμαίοι έστειλαν το φονιά στον Πιττακό, αυτός άκουσε την ιστορία και τον άφησε ελεύθερο λέγοντας: «Η συγχώρεση είναι ανώτερη από τη μετάνοια». Ο Ηράκλειτος, πάντως, λέει ότι, όταν ο Αλκαίος έπεσε στα χέρια του, ο Πιττακός τον άφησε ελεύθερο και είπε: « Η συγχώρεση είναι ανώτερη από την εκδίκηση».
Θέσπισε νόμους: Αν διαπράξει κανείς αδίκημα μεθυσμένος, η τιμωρία του να είναι διπλάσια — φυσικά, για να μη μεθούν οι άνθρωποι, σε ένα νησί που είχε τόσο πολύ κρασί. Είπε επίσης ότι είναι δύσκολο πράγμα να είναι κανείς καλός· τον λόγο του αυτόν τον αναφέρει και ο Σιμωνίδης ως εξής: «του Πιττακού τον λόγο: “Δύσκολο κανείς να ᾿ναι πραγματικά καλός”»·
[1.77] τον αναφέρει, επίσης, και ο Πλάτωνας στον Πρωταγόρα του· «Με την ανάγκη δεν τα βάζουν ούτε και οι θεοί». Επίσης: «Το αξίωμα δείχνει τον άνθρωπο». Όταν κάποτε τον ρώτησαν ποιό είναι το πιο καλό πράγμα, απάντησε: «Να κάνεις σωστά αυτό με το οποίο ασχολείσαι την κάθε στιγμή». Και όταν ο Κροίσος τον ρώτησε ποιά είναι η μεγαλύτερη αρχή, είπε «η αρχή του ποικίλου ξύλου», εννοώντας τον νόμο. Έλεγε επίσης οι νίκες να κερδίζονται χωρίς αίμα. Στον Φωκαέα που έλεγε ότι πρέπει να ψάχνουμε να βρούμε ενάρετο άνθρωπο, απάντησε: «Αν ψάχνεις πολύ, δεν θα τον βρεις». Σ᾽ αυτούς που τον ρωτούσαν ποιό πράγμα είναι ευχάριστο, είπε: «ο χρόνος»· σκοτεινό, «το μέλλον»· αξιόπιστο, «η στεριά»· αναξιόπιστο, «η θάλασσα».
[1.78] Έλεγε επίσης ότι των φρόνιμων ανθρώπων έργο είναι, προτού αρχίσουν οι δυσκολίες, να παίρνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να μη συμβούν· των ανδρείων όμως ανθρώπων έργο είναι, όταν οι δυσκολίες παρουσιαστούν, να τις αντιμετωπίσουν με τον σωστό τρόπο. «Μη μιλάς από πριν για τα πράγματα που σκοπεύεις να κάνεις· γιατί αν δεν τα καταφέρεις, όλος ο κόσμος θα σε περιγελάσει». Μην κοροϊδεύεις τις ατυχίες κανενός, από φόβο για τη νέμεση. Αν σου εμπιστευθούν ένα αγαθό, να το δώσεις πίσω. Μην κακολογείς φίλο, αλλ᾽ ούτε και εχθρό. Να ασκείς την ευσέβεια. Να αγαπάς την εγκράτεια. Να τηρείς την αλήθεια, την αφοσίωση, την πείρα, την επιτηδειότητα, τη φιλία, την άγρυπνη έγνοια.
[1.75] Τότε δ᾽ οὖν τὸν Πιττακὸν ἰσχυρῶς ἐτίμησαν οἱ Μυτιληναῖοι, καὶ τὴν ἀρχὴν ἐνεχείρισαν αὐτῷ. ὁ δὲ δέκα ἔτη κατασχὼν καὶ εἰς τάξιν ἀγαγὼν τὸ πολίτευμα, κατέθετο τὴν ἀρχήν, καὶ δέκα ἐπεβίω ἄλλα. καὶ χώραν αὐτῷ ἀπένειμαν οἱ Μυτιληναῖοι· ὁ δὲ ἱερὰν ἀνῆκεν, ἥτις νῦν Πιττάκειος καλεῖται. Σωσικράτης δέ φησιν ὅτι ὀλίγον ἀποτεμόμενος ἔφη τὸ ἥμισυ τοῦ παντὸς πλεῖον εἶναι. ἀλλὰ καὶ Κροίσου διδόντος χρήματα οὐκ ἐδέξατο, εἰπὼν ἔχειν ὧν ἐβούλετο διπλάσια· ἄπαιδος γὰρ τἀδελφοῦ τελευτήσαντος κεκληρονομηκέναι.
[1.76] Παμφίλη δέ φησιν ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Ὑπομνημάτων, ὡς τὸν υἱὸν αὐτοῦ Τυρραῖον καθήμενον ἐπὶ κουρείου ἐν Κύμῃ χαλκεύς τις πέλεκυν ἐμβαλὼν ἀνέλοι. τῶν δὲ Κυμαίων πεμψάντων τὸν φονέα τῷ Πιττακῷ, μαθόντα καὶ ἀπολύσαντα εἰπεῖν, «συγγνώμη μετανοίας κρείσσων.» Ἡράκλειτος δέ φησιν, Ἀλκαῖον ὑποχείριον λαβόντα καὶ ἀπολύσαντα φάναι, «συγγνώμη τιμωρίας κρείσσων.»
Νόμους δὲ ἔθηκε· τῷ μεθύοντι, ἐὰν ἁμάρτῃ, διπλῆν εἶναι τὴν ζημίαν· ἵνα μὴ μεθύωσι, πολλοῦ κατὰ τὴν νῆσον οἴνου γινομένου. εἶπέ τε χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι· οὗ καὶ Σιμωνίδης μέμνηται λέγων· «ἄνδρ᾽ ἀγαθὸν ἀλαθέως γενέσθαι χαλεπόν, τὸ Πιττάκειον.»
[1.77] μέμνηται αὐτοῦ καὶ Πλάτων ἐν Πρωταγόρᾳ· «ἀνάγκᾳ δ᾽ οὐδὲ θεοὶ μάχονται.» καὶ «ἀρχὴ ἄνδρα δείκνυσιν.» ἐρωτηθεὶς δέ ποτε τί ἄριστον, «τὸ παρὸν εὖ ποιεῖν.» καὶ ὑπὸ Κροίσου τίς ἀρχὴ μεγίστη, «ἡ τοῦ ποικίλου,» ἔφη, «ξύλου,» σημαίνων τὸν νόμον. ἔλεγε δὲ καὶ τὰς νίκας ἄνευ αἵματος ποιεῖσθαι. ἔφη δὲ καὶ πρὸς τὸν Φωκαϊκὸν φάσκοντα δεῖν ζητεῖν σπουδαῖον ἄνθρωπον, «ἂν λίαν,» ἔφη, «ζητῇς, οὐχ εὑρήσεις.» καὶ πρὸς τοὺς πυνθανομένους τί εὐχάριστον, «χρόνος,» ἔφη· ἀφανές, «τὸ μέλλον·» πιστόν, «γῆ·» ἄπιστον, «θάλασσα.»
[1.78] ἔλεγέ τε συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι. «ὃ μέλλεις πράττειν, μὴ πρόλεγε· ἀποτυχὼν γὰρ γελασθήσῃ.» ἀτυχίαν μὴ ὀνειδίζειν, νέμεσιν αἰδόμενον. παρακαταθήκην λαβόντα ἀποδοῦναι. φίλον μὴ λέγειν κακῶς, ἀλλὰ μηδὲ ἐχθρόν. εὐσέβειαν ἀσκεῖν. σωφροσύνην φιλεῖν. ἀλήθειαν ἔχειν, πίστιν, ἐμπειρίαν, ἐπιδεξιότητα, ἑταιρίαν, ἐπιμέλειαν.
***
[1.74] Πιττακός, γιος του Υρραδίου, Μυτιληναίος. Ο Δούρης λέει ότι ο πατέρας του Πιττακού ήταν από τη Θράκη. Μαζί με τα αδέρφια του Αλκαίου, ανέτρεψε τον Μέλαγχρο, τον τύραννο της Λέσβου. Και όταν οι Αθηναίοι και οι Μυτιληναίοι πολεμούσαν για την περιοχή της Αχιλείτιδας, αυτός ήταν ο στρατηγός των Μυτιληναίων, ενώ ο στρατηγός των Αθηναίων ήταν ο Ολυμπιονίκης στο παγκράτιο Φρύνωνας. Συμφώνησε λοιπόν να μονομαχήσει με τον Φρύνωνα· έκρυψε κάτω από την ασπίδα του ένα δίχτυ και, τυλίγοντάς τον με αυτό, τον σκότωσε, και έτσι λευτέρωσε την περιοχή. Αργότερα όμως, όπως λέει ο Απολλόδωρος στα Χρονικά του, οι Αθηναίοι διεκδίκησαν δικαστικώς την περιοχή από τους Μυτιληναίους· στη δίκη ήταν παρών ο Περίανδρος, ο οποίος και επιδίκασε την περιοχή στους Αθηναίους.
[1.75] Τότε λοιπόν οι Μυτιληναίοι τίμησαν εξαιρετικά τον Πιττακό και του εμπιστεύθηκαν την εξουσία. Εκείνος την κράτησε για δέκα χρόνια, και αφού τακτοποίησε το πολίτευμα, παραιτήθηκε. Ύστερα έζησε άλλα δέκα χρόνια. Οι Μυτιληναίοι τού παραχώρησαν ένα κομμάτι γης, ο ίδιος όμως το αφιέρωσε στους θεούς και το άφησε ελεύθερο. Σήμερα ο τόπος αυτός λέγεται «Πιττάκειος». Ο Σωσικράτης λέει ότι ο Πιττακός έκοψε για τον εαυτό του ένα μικρό κομμάτι και είπε ότι το μισό είναι περισσότερο από το ολόκληρο. Και ο Κροίσος, επίσης, του πρόσφερε χρήματα, εκείνος όμως τα αρνήθηκε λέγοντας ότι είχε διπλάσια από όσα ήθελε — γιατί ο αδερφός του πέθανε άτεκνος και αυτός τον κληρονόμησε.
[1.76] Η Παμφίλη στο δεύτερο βιβλίο των Υπομνημάτων της λέει ότι, όταν κάποτε ο γιος του Τυρραίος βρισκόταν σε ένα κουρείο στην Κύμη, τον χτύπησε με τσεκούρι ένας χαλκιάς και τον σκότωσε, και όταν οι Κυμαίοι έστειλαν το φονιά στον Πιττακό, αυτός άκουσε την ιστορία και τον άφησε ελεύθερο λέγοντας: «Η συγχώρεση είναι ανώτερη από τη μετάνοια». Ο Ηράκλειτος, πάντως, λέει ότι, όταν ο Αλκαίος έπεσε στα χέρια του, ο Πιττακός τον άφησε ελεύθερο και είπε: « Η συγχώρεση είναι ανώτερη από την εκδίκηση».
Θέσπισε νόμους: Αν διαπράξει κανείς αδίκημα μεθυσμένος, η τιμωρία του να είναι διπλάσια — φυσικά, για να μη μεθούν οι άνθρωποι, σε ένα νησί που είχε τόσο πολύ κρασί. Είπε επίσης ότι είναι δύσκολο πράγμα να είναι κανείς καλός· τον λόγο του αυτόν τον αναφέρει και ο Σιμωνίδης ως εξής: «του Πιττακού τον λόγο: “Δύσκολο κανείς να ᾿ναι πραγματικά καλός”»·
[1.77] τον αναφέρει, επίσης, και ο Πλάτωνας στον Πρωταγόρα του· «Με την ανάγκη δεν τα βάζουν ούτε και οι θεοί». Επίσης: «Το αξίωμα δείχνει τον άνθρωπο». Όταν κάποτε τον ρώτησαν ποιό είναι το πιο καλό πράγμα, απάντησε: «Να κάνεις σωστά αυτό με το οποίο ασχολείσαι την κάθε στιγμή». Και όταν ο Κροίσος τον ρώτησε ποιά είναι η μεγαλύτερη αρχή, είπε «η αρχή του ποικίλου ξύλου», εννοώντας τον νόμο. Έλεγε επίσης οι νίκες να κερδίζονται χωρίς αίμα. Στον Φωκαέα που έλεγε ότι πρέπει να ψάχνουμε να βρούμε ενάρετο άνθρωπο, απάντησε: «Αν ψάχνεις πολύ, δεν θα τον βρεις». Σ᾽ αυτούς που τον ρωτούσαν ποιό πράγμα είναι ευχάριστο, είπε: «ο χρόνος»· σκοτεινό, «το μέλλον»· αξιόπιστο, «η στεριά»· αναξιόπιστο, «η θάλασσα».
[1.78] Έλεγε επίσης ότι των φρόνιμων ανθρώπων έργο είναι, προτού αρχίσουν οι δυσκολίες, να παίρνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να μη συμβούν· των ανδρείων όμως ανθρώπων έργο είναι, όταν οι δυσκολίες παρουσιαστούν, να τις αντιμετωπίσουν με τον σωστό τρόπο. «Μη μιλάς από πριν για τα πράγματα που σκοπεύεις να κάνεις· γιατί αν δεν τα καταφέρεις, όλος ο κόσμος θα σε περιγελάσει». Μην κοροϊδεύεις τις ατυχίες κανενός, από φόβο για τη νέμεση. Αν σου εμπιστευθούν ένα αγαθό, να το δώσεις πίσω. Μην κακολογείς φίλο, αλλ᾽ ούτε και εχθρό. Να ασκείς την ευσέβεια. Να αγαπάς την εγκράτεια. Να τηρείς την αλήθεια, την αφοσίωση, την πείρα, την επιτηδειότητα, τη φιλία, την άγρυπνη έγνοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου